Του Γιώργου Λιερού
… Ήδη από τώρα ο δανειακός κορσές έχει δεθεί σφιχτά μέχρι το 2060. Εάν δεν γίνουν κι άλλες ελαφρύνσεις του χρέους η Ελλάδα θα παραμείνει αυτό που είναι τώρα: ένα κράτος υπό ξένη διοίκηση. Οκτώ χρόνια… η χώρα εφάρμοσε τόσο σκληρές περικοπές που μάλλον κανένα ανεξάρτητο κράτος δεν θα δεχόταν.
Suddeutsche Zeitung
… η εθνική οικοδόμηση συνοδεύεται απαραιτήτως από την ανακάλυψη και την προώθηση διεθνιστικών αξιών. Μακριά από το ν’ απομακρύνει από τα άλλα έθνη, η εθνική απελευθέρωση είναι αυτή που κάνει το έθνος παρόν στη σκηνή της ιστορίας. Στην καρδιά της εθνικής συνείδησης υψώνεται και ζωηρεύει η διεθνής συνείδηση.
Frantz Fanon
Τα συλλαλητήρια για το όνομα Μακεδονία είναι καθαρά μια υπόθεση της εθνικοφροσύνης. Η εμπλοκή ενός μέρους της αριστεράς στο «μακεδονικό μέτωπο» αποτελεί ένα σοβαρότατο ολίσθημα, βαρύ σύμπτωμα της πλήρους αδυναμίας της σημερινής ελληνικής αριστεράς να καταπιαστεί με τη δέουσα αξιοπιστία με τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα. Αυτή η αδυναμία εκδηλώνεται χαρακτηριστικά στο ότι ο αριστερός πατριωτισμός που δέσποζε για μισό αιώνα στην ιδεολογία της αριστεράς και την οδήγησε στα πρόθυρα της εξουσίας την δεκαετία του 1940, σήμερα είτε έχει εγκαταλειφθεί είτε, ακόμα χειρότερα, συγχέεται με τον για δεκαετίες χειρότερο αντίπαλό του, την εθνικοφροσύνη.
Η διαμάχη για το όνομα Μακεδονία είναι σύγκρουση εθνοτικών πολιτισμικών ταυτοτήτων, διαμάχη ανάμεσα σε λαούς που έχουν παραιτηθεί από τις αξιώσεις τους για πολιτική ανεξαρτησία, έχουν αποδεχτεί την «αυτοκρατορική» τάξη και ερίζουν μέσα στα πλαίσιά της χωρίς να έχουν τη δύναμη ή την πρόθεση να την αμφισβητήσουν. Και απ’ αυτή τη σκοπιά τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία δεν βρίσκονται στη συνέχεια αλλά στον αντίποδα των πλατειών, προπάντων της πάνω πλατείας του Συντάγματος την οποία ευάριθμα συστημικά καθάρματα θέλουν να πιστώσουν στη Χρυσή Αυγή. Οι πλατείες στρέφονταν ευθέως εναντίον της «Γερμανίας» (εναντίον του ηγεμονικού συνασπισμού στην Ευρώπη), αρνιόνταν δηλαδή την ίδια την «αυτοκρατορική» τάξη, τα πάνω πατώματα της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Σήμερα ο ελληνικός λαός με τον σβέρκο του να καίει, το κεφάλι του να βουίζει από τις σφαλιάρες και τις καρπαζιές που πέφτουν απανωτά στις Βρυξέλες, έρχεται να ξεχαρμανιάσει στη γειτονιά του και να φωνάξει «ζήτω ο στρατός», «ζήτω οι ειδικές δυνάμεις», όχι απέναντι στους Τούρκους –τον ισχυρό γείτονα του που τον φοβάται– αλλά απέναντι στο λιλιπούτιο κρατίδιο του Βορρά. Είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, και σύνηθες στις πληβειακές μάζες, να εκφορτίζεις την πίεση που δέχεσαι από τους πιο δυνατούς στους πιο αδύνατους από σένα. Μια χειραφετητική πολιτική όμως –σε αντίθεση με τον ακροδεξιό λαϊκισμό που βρίσκεται στο γονιδίωμα αυτών των συλλαλητηρίων – δεν κάνει παραχωρήσεις σε τέτοιου είδους αδυναμίες του λαού· και δεν τις κάνει γιατί σέβεται τον λαό, γιατί τον βλέπει όχι σαν άβουλη μάζα όπως τον θέλει η λενινιστική θεωρία αλλά σαν πρόσωπα ικανά για το καλό και το κακό.
Σήμερα η ελληνική αριστερά –«εθνομηδενιστές», «τουρκοφάγοι» και «μακεδονομάχοι»– στέκει στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη απέναντι στα εθνικά ζητήματα αν δεν ταυτίζεται, στη χειρότερη, μ’ εκείνο που θα έπρεπε να φοβάται. Η αριστερά, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τη δεκαετία του 1940, αναδείχθηκε πολιτικά και πολιτισμικά στον πιο γνήσιο εκφραστή, κληρονόμο και συνεχιστή του εθνικού δημοκρατικού κινήματος, το οποίο διέτρεξε και σημάδεψε τον πρώτο αιώνα ζωής του ελληνικού εθνικού κράτους. Ο αριστερός πατριωτισμός προσπαθούσε να είναι συγχρόνως εθνικός, δημοκρατικός και αντιιμπεριαλιστικός/αντικαπιταλιστικός. Αν τον 19ο αιώνα η εθνική και δημοκρατική επανάσταση ήταν δυο πλευρές της ίδιας κίνησης, τον 20ο αιώνα η αριστερά πρόσθεσε την αντιιμπεριαλιστική/αντικαπιταλιστική συνιστώσα. Η σύνθεση όμως αυτή κατέρρευσε καθώς τα περισσότερα αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα αποδείχτηκαν στυγνές δικτατορίες, ηγέτες όπως ο Νάσερ δεν είχαν να κάνουν σε τίποτα με ανθρώπους όπως ο Γκαριμπάλντι, ενώ ο κρατικός καπιταλισμός που υιοθέτησαν πολλά μετααποικιακά κράτη απέτυχε να καλύψει το χάσμα που τα χώριζε από τις αναπτυγμένες χώρες. Ο αντιιμπεριαλισμός που έδωσε έμπνευση στα κινήματα του 1960 χρεοκόπησε στην προέκταση της χρεοκοπίας των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και μέσα στο ιδεολογικό κλίμα που δημιουργούσε η νεοφιλελεύθερη επέλαση. Στην ίδια την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η πρώτη φορά κυβέρνηση της αριστεράς (το ΠΑΣΟΚ) κάνει τη δική της στροφή στον ρεαλισμό· εγκαταλείπει τους στενούς δεσμούς που διατηρούσε με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και προσανατολίζεται αποφασιστικά προς την Ευρώπη (την ΕΟΚ) και τις ΗΠΑ. Αποσυνδεδεμένα όμως από τον αντιιμπεριαλισμό και τα δημοκρατικά αιτήματα, τα εθνικά ζητήματα χάνουν το αριστερό τους πρόσημο και τη δυνατότητα να αποτελέσουν μέρος ενός πανανθρώπινου οικουμενικού χειραφετητικού προτάγματος – και μόνο ως οργανικό μέρος ενός τέτοιου προτάγματος ήταν νόμιμες για την αριστερά οι εθνικές διεκδικήσεις. Η διαφορά του πριν με το μετά ήταν πολύ μεγάλη: το 1974 με πρόσφατη την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το σύνθημα που κυριαρχούσε στους δρόμους ήταν «φονιάδες των λαών αμερικάνοι», το 1992 ο λαός διαδήλωνε για το όνομα της Μακεδονίας· το ΠΑΣΟΚ διακηρύσσοντας «Η Ελλάδα στους Έλληνες» στρεφόταν ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τρείς δεκαετίες αργότερα η Χρυσή Αυγή με το ίδιο σύνθημα στρεφόταν ενάντια στους μετανάστες.
Με την αλλαγή πλεύσης του ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, που στην πραγματικότητα ήταν στροφή όλης της κοινωνίας, οι ρόλοι μέσα στην αριστερά μοιράστηκαν· οι μεν (οι «εθνομηδενιστές», δηλαδή η κοσμοπολίτικη αριστερά) ανέλαβαν να πείσουν τους Έλληνες ότι είναι Ευρωπαίοι, οι δε (οι τουρκοφάγοι και οι μακεδονομάχοι) να προασπίσουν τα εθνικά δίκαια έναντι των εκτός Ευρώπης γειτόνων. Μόνο που το έργο ήταν το ίδιο και το κοινό έδαφος για όλους ήταν ο ευρωπαϊσμός. Ο φιλοευρωπαϊσμός είναι επίσης η περιοχή των συναντήσεων και των ανταλλαγών ανάμεσα στους πατριώτες της αριστεράς και της δεξιάς.
Δεν είναι ότι στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων δεν υπάρχει εθνικό ζήτημα. Κάθε άλλο. Στη σημερινή Ελλάδα κάθε πολιτικός και κοινωνικός αγώνας –για τις πολιτικές ελευθερίες, τα κοινωνικά δικαιώματα, τα κοινά αγαθά, τη δημόσια κτήση, τη διάσωση του περιβάλλοντος, την άμεση δημοκρατία, εναντίον της δημογραφικής κατάρρευσης κτλ– είναι αδιαχώριστα και αγώνας εναντίον της ξένης κηδεμονίας και της εξάρτησης, εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ.
Η επίθεση που δεχόμαστε προέρχεται από τη Δύση, ούτε από την Ανατολή, ούτε από τον Βορρά. Και ο εξ ανατολών κίνδυνος; Δεν έχουμε παρά ένα λόγο να θεωρούμε την τουρκική αστική τάξη χειρότερη από τη δική μας: το γεγονός ότι έχει ανατραπεί υπέρμετρα ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ της –ανατροπή που έχει συντελεστεί στις τρεις δεκαετίες που η χώρα μας ακολουθεί την ευρωπαϊκή της πορεία. Τυχαίο; Μια χώρα με τα μεγέθη της δικής μας δεν μπορεί να αντέξει συγχρόνως «δυόμιση» πολέμους» –ούτε ο στρατός του Ερντογάν μπορεί–, η Γερμανία έχασε δυο παγκόσμιους πολέμους ανοίγοντας συγχρόνως δυο μέτωπα, στα δυτικά και τα ανατολικά της. Το μέτωπο με την Μακεδονία πρέπει να κλείσει άμεσα, επίσης και γιατί υπονομεύει την σλαβοελληνική συνεννόηση που είναι από τις ελάχιστες σταθερές στις οποίες μπορεί να ελπίζει η χώρα μας. Πάντως αντί για μια προσεκτική στάθμιση του συσχετισμού δυνάμεων, την ιεράρχηση των στόχων και τον σχεδιασμό μιας συντεταγμένης πορείας ανασυγκρότησης, βλέπουμε με το μακεδονικό, στο εξαιρετικά ευαίσθητο και εύθραυστο γεωπολιτικό πεδίο της περιοχής μας, και πάλι την ίδια εύκολη πλειοδοσία σε μεγάλα λόγια, μια δημαγωγία ανάλογη μ’ εκείνη του όλα σε όλους που έφερε τον Τσίπρα στην εξουσία. Το δις εξαμαρτείν…!!!
Ο αγώνας εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ταξικός και μαζί εθνικός αγώνας, αγώνας δημοκρατικός, αντιιμπεριαλιστικός, ο οποίος όμως δεν μπορεί να δοθεί μ’ επιτυχία χωρίς να αποκτήσει ένα διεθνή χαρακτήρα. Ένας στίβος γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε ο ευρωπαϊκός, ένας άλλος είναι ο μεσογειακός και πιο συγκεκριμένα η Βαλκανική και η Μικρά Ασία: καμία κρατική οντότητα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έχει τα απαραίτητα μεγέθη που χρειάζονται σήμερα για να είναι πράγματι πολιτικά ανεξάρτητη –ούτε η Τουρκία η οποία αν ακολουθήσει τη μοναχική της πορεία κινδυνεύει να έχει μια τύχη παρόμοια μ’ εκείνη της Γιουγκοσλαβίας· μόνο ενωμένοι οι λαοί της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας μπορούν να είναι ελεύθεροι. Η αδελφότητα των λαών μας! Να λοιπόν ο ορίζοντας του εθνικού αγώνα –όσο μακρινός και αν φαίνεται σήμερα–στην προοπτική των από κάτω. Εδώ και δυο αιώνες οι λαοί των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας αλληλοσκοτώνονται μεταξύ τους και επιτρέπουν έτσι στους ισχυρούς του κόσμου να κυβερνούν την κοινή μας πατρίδα, την πατρίδα που ονειρεύτηκε ο Ρήγας. Να βάλουμε ένα τέρμα σ’ αυτό! Μας αρέσει να λέμε ο,τι οι Ζαπατίστας διαδηλώνουν με μεξικάνικες σημαίες. Ποιός όμως λατινοαμερικάνος αριστερός θα τολμούσε να προσυπογράψει τα εθνικά δίκαια της χώρας του εναντίον μιας άλλης λατινοαμερικάνικης χώρας; Πράγματι, είναι όλοι τους πατριώτες, όχι ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά όλοι μαζί εναντίον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.
… Ήδη από τώρα ο δανειακός κορσές έχει δεθεί σφιχτά μέχρι το 2060. Εάν δεν γίνουν κι άλλες ελαφρύνσεις του χρέους η Ελλάδα θα παραμείνει αυτό που είναι τώρα: ένα κράτος υπό ξένη διοίκηση. Οκτώ χρόνια… η χώρα εφάρμοσε τόσο σκληρές περικοπές που μάλλον κανένα ανεξάρτητο κράτος δεν θα δεχόταν.
Suddeutsche Zeitung
… η εθνική οικοδόμηση συνοδεύεται απαραιτήτως από την ανακάλυψη και την προώθηση διεθνιστικών αξιών. Μακριά από το ν’ απομακρύνει από τα άλλα έθνη, η εθνική απελευθέρωση είναι αυτή που κάνει το έθνος παρόν στη σκηνή της ιστορίας. Στην καρδιά της εθνικής συνείδησης υψώνεται και ζωηρεύει η διεθνής συνείδηση.
Frantz Fanon
Τα συλλαλητήρια για το όνομα Μακεδονία είναι καθαρά μια υπόθεση της εθνικοφροσύνης. Η εμπλοκή ενός μέρους της αριστεράς στο «μακεδονικό μέτωπο» αποτελεί ένα σοβαρότατο ολίσθημα, βαρύ σύμπτωμα της πλήρους αδυναμίας της σημερινής ελληνικής αριστεράς να καταπιαστεί με τη δέουσα αξιοπιστία με τα λεγόμενα εθνικά ζητήματα. Αυτή η αδυναμία εκδηλώνεται χαρακτηριστικά στο ότι ο αριστερός πατριωτισμός που δέσποζε για μισό αιώνα στην ιδεολογία της αριστεράς και την οδήγησε στα πρόθυρα της εξουσίας την δεκαετία του 1940, σήμερα είτε έχει εγκαταλειφθεί είτε, ακόμα χειρότερα, συγχέεται με τον για δεκαετίες χειρότερο αντίπαλό του, την εθνικοφροσύνη.
Η διαμάχη για το όνομα Μακεδονία είναι σύγκρουση εθνοτικών πολιτισμικών ταυτοτήτων, διαμάχη ανάμεσα σε λαούς που έχουν παραιτηθεί από τις αξιώσεις τους για πολιτική ανεξαρτησία, έχουν αποδεχτεί την «αυτοκρατορική» τάξη και ερίζουν μέσα στα πλαίσιά της χωρίς να έχουν τη δύναμη ή την πρόθεση να την αμφισβητήσουν. Και απ’ αυτή τη σκοπιά τα συλλαλητήρια για τη Μακεδονία δεν βρίσκονται στη συνέχεια αλλά στον αντίποδα των πλατειών, προπάντων της πάνω πλατείας του Συντάγματος την οποία ευάριθμα συστημικά καθάρματα θέλουν να πιστώσουν στη Χρυσή Αυγή. Οι πλατείες στρέφονταν ευθέως εναντίον της «Γερμανίας» (εναντίον του ηγεμονικού συνασπισμού στην Ευρώπη), αρνιόνταν δηλαδή την ίδια την «αυτοκρατορική» τάξη, τα πάνω πατώματα της ιμπεριαλιστικής πυραμίδας. Σήμερα ο ελληνικός λαός με τον σβέρκο του να καίει, το κεφάλι του να βουίζει από τις σφαλιάρες και τις καρπαζιές που πέφτουν απανωτά στις Βρυξέλες, έρχεται να ξεχαρμανιάσει στη γειτονιά του και να φωνάξει «ζήτω ο στρατός», «ζήτω οι ειδικές δυνάμεις», όχι απέναντι στους Τούρκους –τον ισχυρό γείτονα του που τον φοβάται– αλλά απέναντι στο λιλιπούτιο κρατίδιο του Βορρά. Είναι ανθρώπινο, πολύ ανθρώπινο, και σύνηθες στις πληβειακές μάζες, να εκφορτίζεις την πίεση που δέχεσαι από τους πιο δυνατούς στους πιο αδύνατους από σένα. Μια χειραφετητική πολιτική όμως –σε αντίθεση με τον ακροδεξιό λαϊκισμό που βρίσκεται στο γονιδίωμα αυτών των συλλαλητηρίων – δεν κάνει παραχωρήσεις σε τέτοιου είδους αδυναμίες του λαού· και δεν τις κάνει γιατί σέβεται τον λαό, γιατί τον βλέπει όχι σαν άβουλη μάζα όπως τον θέλει η λενινιστική θεωρία αλλά σαν πρόσωπα ικανά για το καλό και το κακό.
Σήμερα η ελληνική αριστερά –«εθνομηδενιστές», «τουρκοφάγοι» και «μακεδονομάχοι»– στέκει στην καλύτερη περίπτωση αμήχανη απέναντι στα εθνικά ζητήματα αν δεν ταυτίζεται, στη χειρότερη, μ’ εκείνο που θα έπρεπε να φοβάται. Η αριστερά, αναλαμβάνοντας την ηγεσία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα τη δεκαετία του 1940, αναδείχθηκε πολιτικά και πολιτισμικά στον πιο γνήσιο εκφραστή, κληρονόμο και συνεχιστή του εθνικού δημοκρατικού κινήματος, το οποίο διέτρεξε και σημάδεψε τον πρώτο αιώνα ζωής του ελληνικού εθνικού κράτους. Ο αριστερός πατριωτισμός προσπαθούσε να είναι συγχρόνως εθνικός, δημοκρατικός και αντιιμπεριαλιστικός/αντικαπιταλιστικός. Αν τον 19ο αιώνα η εθνική και δημοκρατική επανάσταση ήταν δυο πλευρές της ίδιας κίνησης, τον 20ο αιώνα η αριστερά πρόσθεσε την αντιιμπεριαλιστική/αντικαπιταλιστική συνιστώσα. Η σύνθεση όμως αυτή κατέρρευσε καθώς τα περισσότερα αντιιμπεριαλιστικά καθεστώτα αποδείχτηκαν στυγνές δικτατορίες, ηγέτες όπως ο Νάσερ δεν είχαν να κάνουν σε τίποτα με ανθρώπους όπως ο Γκαριμπάλντι, ενώ ο κρατικός καπιταλισμός που υιοθέτησαν πολλά μετααποικιακά κράτη απέτυχε να καλύψει το χάσμα που τα χώριζε από τις αναπτυγμένες χώρες. Ο αντιιμπεριαλισμός που έδωσε έμπνευση στα κινήματα του 1960 χρεοκόπησε στην προέκταση της χρεοκοπίας των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού και μέσα στο ιδεολογικό κλίμα που δημιουργούσε η νεοφιλελεύθερη επέλαση. Στην ίδια την Ελλάδα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 η πρώτη φορά κυβέρνηση της αριστεράς (το ΠΑΣΟΚ) κάνει τη δική της στροφή στον ρεαλισμό· εγκαταλείπει τους στενούς δεσμούς που διατηρούσε με τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και προσανατολίζεται αποφασιστικά προς την Ευρώπη (την ΕΟΚ) και τις ΗΠΑ. Αποσυνδεδεμένα όμως από τον αντιιμπεριαλισμό και τα δημοκρατικά αιτήματα, τα εθνικά ζητήματα χάνουν το αριστερό τους πρόσημο και τη δυνατότητα να αποτελέσουν μέρος ενός πανανθρώπινου οικουμενικού χειραφετητικού προτάγματος – και μόνο ως οργανικό μέρος ενός τέτοιου προτάγματος ήταν νόμιμες για την αριστερά οι εθνικές διεκδικήσεις. Η διαφορά του πριν με το μετά ήταν πολύ μεγάλη: το 1974 με πρόσφατη την τουρκική εισβολή στην Κύπρο το σύνθημα που κυριαρχούσε στους δρόμους ήταν «φονιάδες των λαών αμερικάνοι», το 1992 ο λαός διαδήλωνε για το όνομα της Μακεδονίας· το ΠΑΣΟΚ διακηρύσσοντας «Η Ελλάδα στους Έλληνες» στρεφόταν ενάντια στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τρείς δεκαετίες αργότερα η Χρυσή Αυγή με το ίδιο σύνθημα στρεφόταν ενάντια στους μετανάστες.
Με την αλλαγή πλεύσης του ΠΑΣΟΚ στα μέσα της δεκαετίας του 1980, που στην πραγματικότητα ήταν στροφή όλης της κοινωνίας, οι ρόλοι μέσα στην αριστερά μοιράστηκαν· οι μεν (οι «εθνομηδενιστές», δηλαδή η κοσμοπολίτικη αριστερά) ανέλαβαν να πείσουν τους Έλληνες ότι είναι Ευρωπαίοι, οι δε (οι τουρκοφάγοι και οι μακεδονομάχοι) να προασπίσουν τα εθνικά δίκαια έναντι των εκτός Ευρώπης γειτόνων. Μόνο που το έργο ήταν το ίδιο και το κοινό έδαφος για όλους ήταν ο ευρωπαϊσμός. Ο φιλοευρωπαϊσμός είναι επίσης η περιοχή των συναντήσεων και των ανταλλαγών ανάμεσα στους πατριώτες της αριστεράς και της δεξιάς.
Δεν είναι ότι στην Ελλάδα της κρίσης και των μνημονίων δεν υπάρχει εθνικό ζήτημα. Κάθε άλλο. Στη σημερινή Ελλάδα κάθε πολιτικός και κοινωνικός αγώνας –για τις πολιτικές ελευθερίες, τα κοινωνικά δικαιώματα, τα κοινά αγαθά, τη δημόσια κτήση, τη διάσωση του περιβάλλοντος, την άμεση δημοκρατία, εναντίον της δημογραφικής κατάρρευσης κτλ– είναι αδιαχώριστα και αγώνας εναντίον της ξένης κηδεμονίας και της εξάρτησης, εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ.
Η επίθεση που δεχόμαστε προέρχεται από τη Δύση, ούτε από την Ανατολή, ούτε από τον Βορρά. Και ο εξ ανατολών κίνδυνος; Δεν έχουμε παρά ένα λόγο να θεωρούμε την τουρκική αστική τάξη χειρότερη από τη δική μας: το γεγονός ότι έχει ανατραπεί υπέρμετρα ο συσχετισμός δυνάμεων υπέρ της –ανατροπή που έχει συντελεστεί στις τρεις δεκαετίες που η χώρα μας ακολουθεί την ευρωπαϊκή της πορεία. Τυχαίο; Μια χώρα με τα μεγέθη της δικής μας δεν μπορεί να αντέξει συγχρόνως «δυόμιση» πολέμους» –ούτε ο στρατός του Ερντογάν μπορεί–, η Γερμανία έχασε δυο παγκόσμιους πολέμους ανοίγοντας συγχρόνως δυο μέτωπα, στα δυτικά και τα ανατολικά της. Το μέτωπο με την Μακεδονία πρέπει να κλείσει άμεσα, επίσης και γιατί υπονομεύει την σλαβοελληνική συνεννόηση που είναι από τις ελάχιστες σταθερές στις οποίες μπορεί να ελπίζει η χώρα μας. Πάντως αντί για μια προσεκτική στάθμιση του συσχετισμού δυνάμεων, την ιεράρχηση των στόχων και τον σχεδιασμό μιας συντεταγμένης πορείας ανασυγκρότησης, βλέπουμε με το μακεδονικό, στο εξαιρετικά ευαίσθητο και εύθραυστο γεωπολιτικό πεδίο της περιοχής μας, και πάλι την ίδια εύκολη πλειοδοσία σε μεγάλα λόγια, μια δημαγωγία ανάλογη μ’ εκείνη του όλα σε όλους που έφερε τον Τσίπρα στην εξουσία. Το δις εξαμαρτείν…!!!
Ο αγώνας εναντίον της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι ταξικός και μαζί εθνικός αγώνας, αγώνας δημοκρατικός, αντιιμπεριαλιστικός, ο οποίος όμως δεν μπορεί να δοθεί μ’ επιτυχία χωρίς να αποκτήσει ένα διεθνή χαρακτήρα. Ένας στίβος γι’ αυτόν τον αγώνα είναι οπωσδήποτε ο ευρωπαϊκός, ένας άλλος είναι ο μεσογειακός και πιο συγκεκριμένα η Βαλκανική και η Μικρά Ασία: καμία κρατική οντότητα στην Ανατολική Μεσόγειο δεν έχει τα απαραίτητα μεγέθη που χρειάζονται σήμερα για να είναι πράγματι πολιτικά ανεξάρτητη –ούτε η Τουρκία η οποία αν ακολουθήσει τη μοναχική της πορεία κινδυνεύει να έχει μια τύχη παρόμοια μ’ εκείνη της Γιουγκοσλαβίας· μόνο ενωμένοι οι λαοί της Βαλκανικής και της Μικράς Ασίας μπορούν να είναι ελεύθεροι. Η αδελφότητα των λαών μας! Να λοιπόν ο ορίζοντας του εθνικού αγώνα –όσο μακρινός και αν φαίνεται σήμερα–στην προοπτική των από κάτω. Εδώ και δυο αιώνες οι λαοί των Βαλκανίων και της Μικράς Ασίας αλληλοσκοτώνονται μεταξύ τους και επιτρέπουν έτσι στους ισχυρούς του κόσμου να κυβερνούν την κοινή μας πατρίδα, την πατρίδα που ονειρεύτηκε ο Ρήγας. Να βάλουμε ένα τέρμα σ’ αυτό! Μας αρέσει να λέμε ο,τι οι Ζαπατίστας διαδηλώνουν με μεξικάνικες σημαίες. Ποιός όμως λατινοαμερικάνος αριστερός θα τολμούσε να προσυπογράψει τα εθνικά δίκαια της χώρας του εναντίον μιας άλλης λατινοαμερικάνικης χώρας; Πράγματι, είναι όλοι τους πατριώτες, όχι ο ένας εναντίον του άλλου, αλλά όλοι μαζί εναντίον του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού.