Ή αλλιώς το κατά Γιάννη Μακριδάκη Ευαγγέλιο, μια παραγγελία του Γιώργου Κουμεντάκη για την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ, που παρουσιάστηκε στην παράσταση Ημέρες Λατρευτικής Μουσικής – Παραφράσεις Ιερών Κειμένων, στο ΚΠΙΣΝ, στις 4 και 5 Απριλίου 2017, ερμηνευμένο από την ηθοποιό Ράνια Αντωνοπούλου συνοδεία των αυτοσχεδιασμών στο πιάνο του Αντώνη Ανισέγκου:
Την νύχτα εκείνη ο Ιησούς και οι μαθητές Αυτού, εξόν του Ιούδα, μετέβησαν πέραν του χειμάρρου των Κέδρων και εισήλθαν εις τον ελαιώνα της Γεσθημανής όπως προσευχηθούν.
Τον τόπο εκείνον εγνώριζε ασφαλώς και ο Ιούδας, διότι είχαν μεταβεί πλείστες φορές εκεί μαζί με τον Ιησού. Κατέφθασε κατόπιν λοιπόν και ούτος εκεί, επικεφαλής πλήθους οργίλων Καταναλωτών τε και Δούλων του Συστήματος, εχόντων ανά χείρας δαυλούς, λύχνους, ξύλα και μάχαιρες, συνοδευόμενοι υπό πανόπλων Στρατιωτών και Φρουρών, οίτινες είχαν διαθέσει εις αυτόν οι Τραπεζίτες, οι Επενδυτές και οι Άρχοντες. Ο Ιησούς, ειδών τότε τον όχλο αυτόν, προχώρησε και ρώτησε αυτούς: «Τίνα ζητείτε;». «Τον Ιησού τον Ναζωραίο» του απεκρίθησαν. Και είπεν τότε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι».
Την αυτήν στιγμή ο Ιούδας, όστις είχε λάβει υπό του Κεντρικού Τραπεζίτου τριάκοντα αργύρια ίνα προδώσει τον Ιησού, πλησίασε, χαιρέτισε και ησπάσθη Αυτόν. Ήτο το συμφωνηθέν σήμα του προς τους Στρατιώτες και τους Φρουρούς, οίτινες αμέσως εκινήθησαν κατ’ Αυτού, αλλά ο μαθητής Αυτού Σίμων Πέτρος χύμηξε πρώτος και εκτύπησε σφοδρά εις το πρόσωπο Καταναλωτήν τινά εκ του πλήθους, ονόματι Μάλχον. Ο Ιησούς τότε ήλξε ευθύς τον Πέτρον οπίσω και είπε εις αυτόν: «Η βία δεν είναι ο Τρόπος. Ο ασκών βία και προξενών τρόμον εις άλλα πλάσματα, πεθαίνει ο ίδιος βιαίως έντρομος». Πλησίασε κατόπιν τον Μάλχον και αφού έλαβε το πρόσωπον αυτού εντός των χειρών Του, τον άγγιξε επί των οφθαλμών, της ρινός, της ματωμένης αυτού γνάθου, λέγων εις αυτόν μεγαλοφώνως, ίνα ακούσουν άπαντες: Εις το εξής να οράς, να οσφραίνεσαι, να γεύεσαι ως πλάσμα φυσικόν, ουχί να καταναλώνεις εικόνες, αρώματα, τρόφιμα και υγρά, ανθρώπους και τόπους, ω Άνθρωπε. Ο Δούλος εκείνος τότε εστάθη στα πόδια του στέρεα, εκοίταξε στα μάτια τον Ιησού και ευθύς οπισθοχώρησε ολίγα βήματα έντρομος ως αγρίμι εις την θέα του πλήθους, εις το οποίον μετείχε και ο ίδιος έως πρότινος. Έπειτα, ήρχισεν άξαφνα τρέχων εντός σκότους βαθέως, δια μέσου των ελαιοδένδρων του όρους και εξηφανίσθη. Έκτοτε ουδείς είδε αυτόν εις την Αγορά και την πόλιν.
Οι Φρουροί και οι Στρατιώτες συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν και τον έφεραν εντός των τειχών της Ιερουσαλήμ. Τον οδήγησαν πρώτα στον Τραπεζίτη Άννα, πεθερόν του Καϊάφα, όστις κατείχε το αξίωμα του Κεντρικού Τραπεζίτου για το τρέχον εκείνον έτος, είχε συμβουλεύσει δε τους Άρχοντες, ότι ήτο προς το συμφέρον του Συστήματος των Αγορών να συλλάβουν τον Ιησού ως Τρομοκράτη των Εμπόρων και πασών των Επενδυτών, ως επικίνδυνον λαοπλάνο των Καταναλωτών, κατόπιν δε να καταδικάσουν Αυτόν εις θάνατον ως υποσκάπτοντα την ίδιαν την υπόσταση του Συστήματος, ένεκα ο λόγος και η δράσις Του απετέλουν τροχοπέδη δια την ζωογόνον αυτού Ανάπτυξιν.
Εν τω μεταξύ, ο μαθητής του Ιησού Σίμων Πέτρος ηκολούθησε και αυτός την πομπή και εκάθισε έξω στην αυλή του Τραπεζίτου, μαζί με τους Φρουρούς, οίτινες είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Εκεί, τον πλησίασε Δούλη τινά του Συστήματος και ειρωνευομένη αυτόν ρώτησε: «Είσαι και εσύ εξ αυτών των Φυσικών Ανθρώπων, οίτινες δεν επιθυμούν την Ανάπτυξιν;». Ούτος τότε ηρνήθη, παρόντων απάντων, λέγων εις αυτήν: «Δεν κατανοώ όσα λες». Κατόπιν παρελεύσεως ολίγου χρόνου πλησίασε αυτόν ετέρα Δούλη, και σταθείσα πλάι εις αυτόν είπε: «Ούτος ανήκει εις την ίδια σπείρα Τρομοκρατών με τον συλληφθέντα», αλλά και πάλι ο Πέτρος ηρνήθη: «Δεν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο», είπε εις αυτήν. Καταναλωτής τις όμως εκ των συναγμένων εκεί, συγγενής του άρτι εξαφανισθέντος εκ του Συστήματος Μάλχου, απεφάνθη οργίλος: «Σε είδα εγώ στο όρος των ελαιών μετ’ αυτού, είμαι βέβαιος. Δύναμαι να στοιχηματίσω ολόκληρον τον Μισθό μου». Τότε ο Πέτρος, ικέτης ίνα πιστεύσει το πλήθος τα λόγια αυτού, έδωσεν όρκο γονυπετής: «Ο Θεός να με τιμωρήσει εάν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο», είπε. Αμέσως τότε ελάλησε αλέκτωρ τις εξ ανατολών και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον του Ιησού: «Πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήση με». Εξήλθε τότε της αυλής και έκλαυσε πικρά.
Στο εσωτερικό της οικίας ο Τραπεζίτης Άννας ανέκρινε τον Ιησού ερωτών περί των μαθητών και της διδασκαλίας Αυτού. Ο Ιησούς του απήντησε: «Ουδέποτε μίλησα κρυφίως εις τους Καταναλωτές. Μιλούσα πάντοτε εις ταις συναγωγές αυτών έμπροσθεν των Τραπεζών, αλλά και εις την Αγορά. Προς τι ρωτάς εμένα λοιπόν; Ρώτησε τους ιδίους, οίτινες άκουγαν τους λόγους μου». Λέγων ταύτα τα λόγια, εις εκ των Φρουρών ράπισε Αυτόν λέγων: «Έτσι απαντάς στον κύριο Τραπεζίτη;» Τότε ο Άννας απέστειλε τον Ιησού δεμένον στον Καϊάφα.
Εις την οικία του Κεντρικού Τραπεζίτου συνήλθαν αγωνιούντες πλείστοι υψηλόβαθμοι, Στελέχη Επιχειρήσεων και Τραπεζών. Εκεί, οι Τραπεζίτες, οι Επενδυτές και άπαντα τα μέλη του Συνεδρίου αναζητούσαν ψευδομαρτυρία τινά εις βάρος του Ιησού, ίνα καταδικάσουν Αυτόν εις θάνατον. Παρουσιάστηκαν τότε ψευδομάρτυρες, οίτινες έλεγαν: «Ούτος έφη, “Δύναμαι να κατεδαφίσω την Κεντρική Τράπεζα, να καύσω δε όλα τα δελτάρια χρήματος, τα ευρισκόμενα εις τα Ταμεία της” ». Ο Κεντρικός Τραπεζίτης Καϊάφας ηγέρθη τότε και είπε εις Αυτόν: «Τι έχεις να απολογηθείς για όλα όσα ούτοι σου καταμαρτυρούσιν;» Ο Ιησούς όμως σιωπούσε και ο Καϊάφας είπε πάλι εις Αυτόν: «Σε εξορκίζω στο όνομα των Αγορών, ίνα απολογηθείς». Είπεν ο Ιησούς τότε: «Σας λέγω μόνον ότι συντόμως θα νιώσετε Τρόμον πρωτοφανή και ανείπωτον, όταν κατανοήσετε ότι το Σύστημα των Αγορών σας εδράζεται απολύτως εις το μόνον αυθύπαρκτον και τέλειον Σύστημα, το Οικοσύστημα, το οποίον όμως τόσον απερίσκεπτα καταναλώνετε καθημερινώς, το μολύνετε και το αφανίζετε με την υβριστική σας διαβίωση. Έντρομοι μίαν των ημερών θα αντικρίσετε τον Φυσικό Άνθρωπο εαυτόν σας να εξέρχεται εκ της προβιάς του Καταναλωτή, την οποίαν είστε ενδεδυμένοι και περιφέρετε εις τας οδούς της πόλεως, εις τας Τράπεζας, τας Επενδύσεις και εις τα Εκτροφεία σας, θα τον δείτε λοιπόν να διαχωρίζεται εκ του σαρκίου σας, να απαρνείται το Σύστημά σας και να οδεύει προς το Οικοσύστημα, ίνα λάβει την θέσιν αυτού δια μέσου των άλλων φυσικών πλασμάτων, των συναποτελούντων την Πλάση, να εγκαταβιώσει δε εκεί ειρηνικά δια παντός, εις άμεσον επαφήν ευρισκόμενος με τον Πλούτο τον πραγματικό των Πόρων των Φυσικών και ουχί τον πλαστόν των χρημάτων σας».
Διέρρηξε τότε τα ιμάτιά του εξ αγανακτήσεως ο Κεντρικός Τραπεζίτης και λαβών τον λόγον είπε προς τα μέλη του Συνεδρίου: «Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων; Ιδού, μόλις τώρα ακούσατε τους απειλητικούς λόγους του Τρομοκράτη. Τι απόφαση λαμβάνετε;» Εκείνοι δε ευθύς απεφάνθησαν: «Κρίνεται ένοχος συμφώνως των διατάξεων του Αντιτρομοκρατικού Νόμου μας και καταδικάζεται εις Θάνατον».
Κατόπιν αυτών οδήγησαν τον Ιησού στο Πραιτώριο. Ήταν πλέον νωρίς το πρωί. Ο Πιλάτος εξήλθε και ρώτησε τότε το πλήθος: «Για ποίο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν;» Του απεκρίθησαν: «Είναι Τρομοκράτης και σου τον παραδίδουμε ίνα τον θανατώσεις». Ο Πιλάτος εισήλθε πάλι εις το Πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και είπε εις Αυτόν: «Τραπεζίτες, Επενδυτές, Στελέχη όλων των κλάδων Επιχειρήσεων και πλήθος μέγα Καταναλωτών, διατείνονται ότι είσαι Τρομοκράτης και ότι αυτοαναγορεύεσαι Φυσικός Άνθρωπος, Υιός του Σύμπαντος Κόσμου. Τι έχεις να απολογηθείς επί των κατηγοριών αυτών;»
Ο Ιησούς απάντησε: «Αν η δική μου Υπόσταση προερχόταν εκ του Συστήματος τούτου, θα αγωνιζόμουν καθημερινώς ίνα κερδίσω χρήματα και επιδεικνύω συνεχώς τον πλαστό αυτόν πλούτο μου. Αλλά, ως δύνασαι ιδίοις όμμασι διαπιστώσεις, η δική μου Υπόσταση δεν προέρχεται από εδώ».
Λέει τότε εις Αυτόν ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, Φυσικός Άνθρωπος, ουχί Καταναλωτής;» «Ναι, είμαι Φυσικός Άνθρωπος», απεκρίθη ο Ιησούς.
Εξήλθε τότε ο Πιλάτος πάλι εμπρός εις το συναγμένο πλήθος και είπε: «Εγώ δεν βρίσκω κανέναν λόγο ίνα καταδικάσω αυτόν. Άλλωστε, υπάρχει συνήθεια τινά, όπως ελευθερώνω προς χάριν σας κατ’ έτος έναν υπόδικο ενόψει του Πάσχα. Προτείνω λοιπόν να ελευθερώσω τον Φυσικόν αυτόν Άνθρωπο». Άπαντες όμως τότε ήρχισαν φωνασκούντες: «Όχι, όχι αυτόν! Τον Βαραββά!» Και ήταν ο Βαραββάς ληστής Τραπεζών.
Τότε ο Πιλάτος διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού και ο ίδιος εκάθισε εις την έδρα του δικαστού, στην Γαββαθά. Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Οι στρατιώτες έπλεξαν στέφανον εξ ακανθών και τον φόρεσαν εις την κεφαλήν του Ιησού, τον ετύλιξαν έπειτα με κατακόκκινο μανδύα και τον χλεύαζαν κραυγάζοντες: «Ζήτω ο Φυσικός Άνθρωπος!». Λέει λοιπόν ο Πιλάτος εις το πλήθος: «Ιδού ο Τρομοκράτης σας, ο Φυσικός Εαυτός σας!» Τότε εκείνοι ήρχισαν κραυγάζοντες: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Λέει τότε ξανά εις αυτούς ο Πιλάτος: «Τον Φυσικό Εαυτό σας να σταυρώσω;» Απεκρίθησαν δε οι Τραπεζίτες και οι Επενδυτές: «Δεν έχουμε άλλον Εαυτό, εξόν τον Καταναλωτή, όστις κυκλοφορεί συνεχώς το χρήμα στις Αγορές, ίνα υφίσταται Ανάπτυξις διαρκής του Συστήματος και εισπράττει φόρους η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ Τιβέριος. Πας εχθρός της Αναπτύξεως, εχθρός του Αυτοκράτορα εστί. Δια τον λόγον αυτόν οφείλεις να τον σταυρώσεις». Ο Πιλάτος, ακούσας αυτά, εθορυβήθη εντόνως. Έλαβε τότε αμέσως νερό και ένιψε τας χείρας του εμπρός εις το πλήθος, λέγων: «Αθώος ειμί για το αίμα του Φυσικού Ανθρώπου τούτου· το κρίμα Του πάνω σας». Απεκρίθησαν τότε όλος ο όχλος και είπαν: «Το αίμα του πάνω μας και πάνω εις τα παιδιά μας». Απέλυσε λοιπόν ο Πιλάτος τον Βαρραβά, ενώ τον Ιησού παρέδωσε ίνα σταυρωθεί.
Κατόπιν, εξερχόμενοι του διοικητηρίου οι Στρατιώτες ηνάγκασαν διαβάτην τινά, ονόματι Σίμωνα Κυρηναίον, όπως σηκώσει τον σταυρό του Ιησού και οδήγησαν Αυτόν εις Γολγοθά, όπερ σημαίνει «Κρανίου Τόπος» και συμβολίζει την εικόνα της Γης όταν θα παραδώσουν αυτήν οι Καταναλωτές στις επερχόμενες γενεές των Ανθρώπων. Εκεί τον σταύρωσαν και διαμοιράστηκαν κατόπιν τα ιμάτια Αυτού ρίπτοντες κλήρον. Η ώρα ήταν ενάτη πρωινή. Την αιτία της σταυρώσεως ενέγραψαν επί ξύλου κρεμάμενου άνωθεν της κεφαλής Αυτού: «Φυσικός Άνθρωπος Τρομοκράτης Καταναλωτών».
Εκ δεξιών και αριστερών Αυτού σταύρωσαν και δύο ληστές Τραπεζών. Οι διερχόμενοι εκ του τόπου εκείνου κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους: «Α, εσύ που χλεύαζες τον βίο μας και απειλούσες να καύσεις τα χρήματά μας», έλεγαν εις Αυτόν. Τον χλεύαζαν επίσης οι Τραπεζίτες, οι Επενδυτές και τα Στελέχη, οίτινες παρέμειναν συγκεντρωμένοι επί ώραν κάτωθι του σταυρού: «Ιδού ο Φυσικός Άνθρωπος», έλεγαν, «ο έχων εμπιστοσύνη στο Χάος το δημιουργικό του Σύμπαντος Κόσμου!».
Κατόπιν ο Ιησούς είπε: «Διψώ». Ευθύς, εις εξ αυτών έλαβε ανά χείρας σπόγγον επί κοντού και προσέφερε εις Αυτόν χολή και όξος ίνα καταναλώσει. Ο Ιησούς δοκιμάσας ηρνήθη, έγειρε τότε την κεφαλήν και ξεψύχησε. Ήταν η ώρα δωδεκάτη μεσημβρινήν και ευθύς ο ήλιος εχάθη. Πλήρες σκοτάδι εκάλυψε την γη. Τότε ηκούσθη κρότος εκκωφαντικός και εσκίσθη το καταπέτασμα της Κεντρικής Τραπέζης, η γη εσείσθη και έσπασαν οι προβιές και τα προσωπεία πλείστων Καταναλωτών, οι φυσικοί άνθρωποι απελευθερώθησαν εξ αυτών και ήρχισαν περιηγούμενοι τας οδούς της πόλεως Ιερουσαλήμ.
Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και οι Στρατιώτες, οίτινες φρουρούσαν τον Ιησού, νιώσαντες τον σεισμό και ακούσαντες τον τρομερόν της γης βρυχηθμόν, εφοβήθησαν, μετανόησαν και εκραύγαζαν χτυπώντες στα στήθη τους: «Ήτο αλήθεια ούτος εις Φυσικός Άνθρωπος».
Κατόπιν όμως αυτών των συμβάντων και λόγω της εορτής του Πάσχα οι Τραπεζίτες και οι Επενδυτές εφοβήθησαν ίνα μην διαταραχθεί το εορταστικό κλίμα και επηρεασθεί η ψυχολογία των Καταναλωτών εις ταις Αγορές. Ούτω, παρεκάλεσαν τον Πιλάτο όπως διατάξει την αποκαθήλωσιν των εσταυρωμένων. Ούτος λοιπόν έδωσε διαταγή και οι Στρατιώτες έθραυσαν τα σκέλη των δύο ληστών, τον Ιησού όμως τον βρήκαν ήδη νεκρό. Ο εκατόνταρχος Λογγίνος λόγχισε την δεξιάν αυτού πλευρά και αμέσως ανέβλυσε ύδωρ και αίμα εκ της πληγής.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, άνδρας τις ονόματι Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας, όστις, δια τον φόβο των Τραπεζιτών, των Επενδυτών και των Αρχόντων ήτο κρυφός μαθητής του Ιησού, μετέβη εις Πιλάτον και εζήτησε εξ αυτού το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος έδωσε τότε την άδεια εις τον Ιωσήφ ίνα λάβει τον νεκρό Ιησού και ούτος μετέβη εις Γολγοθά και απεκαθήλωσε Αυτόν. Μετέβη επίσης επί τόπου και άλλος κρυφός μαθητής Αυτού, ονόματι Νικόδημος, φέρων μίγμα σμύρνων και αλόης. Τύλιξαν τότε οι δύο αυτοί άνδρες εντός σινδόνης τον νεκρόν Ιησού, περιέλουσαν Αυτόν αρώματα και τοποθέτησαν το σαρκίον Αυτού εις μνήμα λαξευμένο επί βράχου τινός. Κατόπιν, έσπρωξε λίθον ο Ιωσήφ και εσφράγισε το μνήμα Του.
Την επομένη, Σάββατο των Αγορών, μετέβησαν οι Επενδυτές και οι Τραπεζίτες πάλιν εις τον Πιλάτο και είπαν: «Κύριε, ο νεκρός μας απειλούσε λέγων: “σε τρεις ημέρες θα αναστηθώ”. Δώσε διαταγή ίνα φρουρηθεί ο τάφος του έως την τρίτη ημέρα τουλάχιστον, ίνα μην απαγάγουν αυτόν οι μαθητές αυτού και διαδώσουν κατόπιν εις τους Καταναλωτές μας ψευδώς ότι ανεστήθη». Ο Πιλάτος τότε διέθεσε εις αυτούς την Φρουρά λέγων ίνα πράξουν κατά πως οι ίδιοι νομίζουν.
Έλαβαν λοιπόν την Φρουρά οι Τραπεζίτες και οι Επενδυτές, την έστησαν εις κάθε γωνία της πόλεως, όπου ευρίσκεται έκτοτε στημένη ακόμη, όπως φρουρεί εις τον αιώνα τον άπαντα, ίνα μη αναστηθεί ο Φυσικός Άνθρωπος εκ του σαρκίου του Δούλου αυτών Καταναλωτή και αλώσει το Σύστημά τους.
http://yiannismakridakis.gr/?p=9557
Την νύχτα εκείνη ο Ιησούς και οι μαθητές Αυτού, εξόν του Ιούδα, μετέβησαν πέραν του χειμάρρου των Κέδρων και εισήλθαν εις τον ελαιώνα της Γεσθημανής όπως προσευχηθούν.
Τον τόπο εκείνον εγνώριζε ασφαλώς και ο Ιούδας, διότι είχαν μεταβεί πλείστες φορές εκεί μαζί με τον Ιησού. Κατέφθασε κατόπιν λοιπόν και ούτος εκεί, επικεφαλής πλήθους οργίλων Καταναλωτών τε και Δούλων του Συστήματος, εχόντων ανά χείρας δαυλούς, λύχνους, ξύλα και μάχαιρες, συνοδευόμενοι υπό πανόπλων Στρατιωτών και Φρουρών, οίτινες είχαν διαθέσει εις αυτόν οι Τραπεζίτες, οι Επενδυτές και οι Άρχοντες. Ο Ιησούς, ειδών τότε τον όχλο αυτόν, προχώρησε και ρώτησε αυτούς: «Τίνα ζητείτε;». «Τον Ιησού τον Ναζωραίο» του απεκρίθησαν. Και είπεν τότε ο Ιησούς: «Εγώ είμαι».
Την αυτήν στιγμή ο Ιούδας, όστις είχε λάβει υπό του Κεντρικού Τραπεζίτου τριάκοντα αργύρια ίνα προδώσει τον Ιησού, πλησίασε, χαιρέτισε και ησπάσθη Αυτόν. Ήτο το συμφωνηθέν σήμα του προς τους Στρατιώτες και τους Φρουρούς, οίτινες αμέσως εκινήθησαν κατ’ Αυτού, αλλά ο μαθητής Αυτού Σίμων Πέτρος χύμηξε πρώτος και εκτύπησε σφοδρά εις το πρόσωπο Καταναλωτήν τινά εκ του πλήθους, ονόματι Μάλχον. Ο Ιησούς τότε ήλξε ευθύς τον Πέτρον οπίσω και είπε εις αυτόν: «Η βία δεν είναι ο Τρόπος. Ο ασκών βία και προξενών τρόμον εις άλλα πλάσματα, πεθαίνει ο ίδιος βιαίως έντρομος». Πλησίασε κατόπιν τον Μάλχον και αφού έλαβε το πρόσωπον αυτού εντός των χειρών Του, τον άγγιξε επί των οφθαλμών, της ρινός, της ματωμένης αυτού γνάθου, λέγων εις αυτόν μεγαλοφώνως, ίνα ακούσουν άπαντες: Εις το εξής να οράς, να οσφραίνεσαι, να γεύεσαι ως πλάσμα φυσικόν, ουχί να καταναλώνεις εικόνες, αρώματα, τρόφιμα και υγρά, ανθρώπους και τόπους, ω Άνθρωπε. Ο Δούλος εκείνος τότε εστάθη στα πόδια του στέρεα, εκοίταξε στα μάτια τον Ιησού και ευθύς οπισθοχώρησε ολίγα βήματα έντρομος ως αγρίμι εις την θέα του πλήθους, εις το οποίον μετείχε και ο ίδιος έως πρότινος. Έπειτα, ήρχισεν άξαφνα τρέχων εντός σκότους βαθέως, δια μέσου των ελαιοδένδρων του όρους και εξηφανίσθη. Έκτοτε ουδείς είδε αυτόν εις την Αγορά και την πόλιν.
Οι Φρουροί και οι Στρατιώτες συνέλαβαν τότε τον Ιησού, τον έδεσαν και τον έφεραν εντός των τειχών της Ιερουσαλήμ. Τον οδήγησαν πρώτα στον Τραπεζίτη Άννα, πεθερόν του Καϊάφα, όστις κατείχε το αξίωμα του Κεντρικού Τραπεζίτου για το τρέχον εκείνον έτος, είχε συμβουλεύσει δε τους Άρχοντες, ότι ήτο προς το συμφέρον του Συστήματος των Αγορών να συλλάβουν τον Ιησού ως Τρομοκράτη των Εμπόρων και πασών των Επενδυτών, ως επικίνδυνον λαοπλάνο των Καταναλωτών, κατόπιν δε να καταδικάσουν Αυτόν εις θάνατον ως υποσκάπτοντα την ίδιαν την υπόσταση του Συστήματος, ένεκα ο λόγος και η δράσις Του απετέλουν τροχοπέδη δια την ζωογόνον αυτού Ανάπτυξιν.
Εν τω μεταξύ, ο μαθητής του Ιησού Σίμων Πέτρος ηκολούθησε και αυτός την πομπή και εκάθισε έξω στην αυλή του Τραπεζίτου, μαζί με τους Φρουρούς, οίτινες είχαν ανάψει φωτιά και ζεσταίνονταν. Εκεί, τον πλησίασε Δούλη τινά του Συστήματος και ειρωνευομένη αυτόν ρώτησε: «Είσαι και εσύ εξ αυτών των Φυσικών Ανθρώπων, οίτινες δεν επιθυμούν την Ανάπτυξιν;». Ούτος τότε ηρνήθη, παρόντων απάντων, λέγων εις αυτήν: «Δεν κατανοώ όσα λες». Κατόπιν παρελεύσεως ολίγου χρόνου πλησίασε αυτόν ετέρα Δούλη, και σταθείσα πλάι εις αυτόν είπε: «Ούτος ανήκει εις την ίδια σπείρα Τρομοκρατών με τον συλληφθέντα», αλλά και πάλι ο Πέτρος ηρνήθη: «Δεν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο», είπε εις αυτήν. Καταναλωτής τις όμως εκ των συναγμένων εκεί, συγγενής του άρτι εξαφανισθέντος εκ του Συστήματος Μάλχου, απεφάνθη οργίλος: «Σε είδα εγώ στο όρος των ελαιών μετ’ αυτού, είμαι βέβαιος. Δύναμαι να στοιχηματίσω ολόκληρον τον Μισθό μου». Τότε ο Πέτρος, ικέτης ίνα πιστεύσει το πλήθος τα λόγια αυτού, έδωσεν όρκο γονυπετής: «Ο Θεός να με τιμωρήσει εάν γνωρίζω αυτόν τον άνθρωπο», είπε. Αμέσως τότε ελάλησε αλέκτωρ τις εξ ανατολών και ενεθυμήθη ο Πέτρος τον λόγον του Ιησού: «Πριν αλέκτορα φωνήσαι, τρις απαρνήση με». Εξήλθε τότε της αυλής και έκλαυσε πικρά.
Στο εσωτερικό της οικίας ο Τραπεζίτης Άννας ανέκρινε τον Ιησού ερωτών περί των μαθητών και της διδασκαλίας Αυτού. Ο Ιησούς του απήντησε: «Ουδέποτε μίλησα κρυφίως εις τους Καταναλωτές. Μιλούσα πάντοτε εις ταις συναγωγές αυτών έμπροσθεν των Τραπεζών, αλλά και εις την Αγορά. Προς τι ρωτάς εμένα λοιπόν; Ρώτησε τους ιδίους, οίτινες άκουγαν τους λόγους μου». Λέγων ταύτα τα λόγια, εις εκ των Φρουρών ράπισε Αυτόν λέγων: «Έτσι απαντάς στον κύριο Τραπεζίτη;» Τότε ο Άννας απέστειλε τον Ιησού δεμένον στον Καϊάφα.
Εις την οικία του Κεντρικού Τραπεζίτου συνήλθαν αγωνιούντες πλείστοι υψηλόβαθμοι, Στελέχη Επιχειρήσεων και Τραπεζών. Εκεί, οι Τραπεζίτες, οι Επενδυτές και άπαντα τα μέλη του Συνεδρίου αναζητούσαν ψευδομαρτυρία τινά εις βάρος του Ιησού, ίνα καταδικάσουν Αυτόν εις θάνατον. Παρουσιάστηκαν τότε ψευδομάρτυρες, οίτινες έλεγαν: «Ούτος έφη, “Δύναμαι να κατεδαφίσω την Κεντρική Τράπεζα, να καύσω δε όλα τα δελτάρια χρήματος, τα ευρισκόμενα εις τα Ταμεία της” ». Ο Κεντρικός Τραπεζίτης Καϊάφας ηγέρθη τότε και είπε εις Αυτόν: «Τι έχεις να απολογηθείς για όλα όσα ούτοι σου καταμαρτυρούσιν;» Ο Ιησούς όμως σιωπούσε και ο Καϊάφας είπε πάλι εις Αυτόν: «Σε εξορκίζω στο όνομα των Αγορών, ίνα απολογηθείς». Είπεν ο Ιησούς τότε: «Σας λέγω μόνον ότι συντόμως θα νιώσετε Τρόμον πρωτοφανή και ανείπωτον, όταν κατανοήσετε ότι το Σύστημα των Αγορών σας εδράζεται απολύτως εις το μόνον αυθύπαρκτον και τέλειον Σύστημα, το Οικοσύστημα, το οποίον όμως τόσον απερίσκεπτα καταναλώνετε καθημερινώς, το μολύνετε και το αφανίζετε με την υβριστική σας διαβίωση. Έντρομοι μίαν των ημερών θα αντικρίσετε τον Φυσικό Άνθρωπο εαυτόν σας να εξέρχεται εκ της προβιάς του Καταναλωτή, την οποίαν είστε ενδεδυμένοι και περιφέρετε εις τας οδούς της πόλεως, εις τας Τράπεζας, τας Επενδύσεις και εις τα Εκτροφεία σας, θα τον δείτε λοιπόν να διαχωρίζεται εκ του σαρκίου σας, να απαρνείται το Σύστημά σας και να οδεύει προς το Οικοσύστημα, ίνα λάβει την θέσιν αυτού δια μέσου των άλλων φυσικών πλασμάτων, των συναποτελούντων την Πλάση, να εγκαταβιώσει δε εκεί ειρηνικά δια παντός, εις άμεσον επαφήν ευρισκόμενος με τον Πλούτο τον πραγματικό των Πόρων των Φυσικών και ουχί τον πλαστόν των χρημάτων σας».
Διέρρηξε τότε τα ιμάτιά του εξ αγανακτήσεως ο Κεντρικός Τραπεζίτης και λαβών τον λόγον είπε προς τα μέλη του Συνεδρίου: «Τι χρείαν έχομεν πλέον μαρτύρων; Ιδού, μόλις τώρα ακούσατε τους απειλητικούς λόγους του Τρομοκράτη. Τι απόφαση λαμβάνετε;» Εκείνοι δε ευθύς απεφάνθησαν: «Κρίνεται ένοχος συμφώνως των διατάξεων του Αντιτρομοκρατικού Νόμου μας και καταδικάζεται εις Θάνατον».
Κατόπιν αυτών οδήγησαν τον Ιησού στο Πραιτώριο. Ήταν πλέον νωρίς το πρωί. Ο Πιλάτος εξήλθε και ρώτησε τότε το πλήθος: «Για ποίο αδίκημα κατηγορείτε αυτόν;» Του απεκρίθησαν: «Είναι Τρομοκράτης και σου τον παραδίδουμε ίνα τον θανατώσεις». Ο Πιλάτος εισήλθε πάλι εις το Πραιτώριο, διέταξε να φέρουν τον Ιησού και είπε εις Αυτόν: «Τραπεζίτες, Επενδυτές, Στελέχη όλων των κλάδων Επιχειρήσεων και πλήθος μέγα Καταναλωτών, διατείνονται ότι είσαι Τρομοκράτης και ότι αυτοαναγορεύεσαι Φυσικός Άνθρωπος, Υιός του Σύμπαντος Κόσμου. Τι έχεις να απολογηθείς επί των κατηγοριών αυτών;»
Ο Ιησούς απάντησε: «Αν η δική μου Υπόσταση προερχόταν εκ του Συστήματος τούτου, θα αγωνιζόμουν καθημερινώς ίνα κερδίσω χρήματα και επιδεικνύω συνεχώς τον πλαστό αυτόν πλούτο μου. Αλλά, ως δύνασαι ιδίοις όμμασι διαπιστώσεις, η δική μου Υπόσταση δεν προέρχεται από εδώ».
Λέει τότε εις Αυτόν ο Πιλάτος: «Είσαι, λοιπόν, Φυσικός Άνθρωπος, ουχί Καταναλωτής;» «Ναι, είμαι Φυσικός Άνθρωπος», απεκρίθη ο Ιησούς.
Εξήλθε τότε ο Πιλάτος πάλι εμπρός εις το συναγμένο πλήθος και είπε: «Εγώ δεν βρίσκω κανέναν λόγο ίνα καταδικάσω αυτόν. Άλλωστε, υπάρχει συνήθεια τινά, όπως ελευθερώνω προς χάριν σας κατ’ έτος έναν υπόδικο ενόψει του Πάσχα. Προτείνω λοιπόν να ελευθερώσω τον Φυσικόν αυτόν Άνθρωπο». Άπαντες όμως τότε ήρχισαν φωνασκούντες: «Όχι, όχι αυτόν! Τον Βαραββά!» Και ήταν ο Βαραββάς ληστής Τραπεζών.
Τότε ο Πιλάτος διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού και ο ίδιος εκάθισε εις την έδρα του δικαστού, στην Γαββαθά. Ήταν σχεδόν μεσημέρι, παραμονή του Πάσχα. Οι στρατιώτες έπλεξαν στέφανον εξ ακανθών και τον φόρεσαν εις την κεφαλήν του Ιησού, τον ετύλιξαν έπειτα με κατακόκκινο μανδύα και τον χλεύαζαν κραυγάζοντες: «Ζήτω ο Φυσικός Άνθρωπος!». Λέει λοιπόν ο Πιλάτος εις το πλήθος: «Ιδού ο Τρομοκράτης σας, ο Φυσικός Εαυτός σας!» Τότε εκείνοι ήρχισαν κραυγάζοντες: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ τον!» Λέει τότε ξανά εις αυτούς ο Πιλάτος: «Τον Φυσικό Εαυτό σας να σταυρώσω;» Απεκρίθησαν δε οι Τραπεζίτες και οι Επενδυτές: «Δεν έχουμε άλλον Εαυτό, εξόν τον Καταναλωτή, όστις κυκλοφορεί συνεχώς το χρήμα στις Αγορές, ίνα υφίσταται Ανάπτυξις διαρκής του Συστήματος και εισπράττει φόρους η Αυτού Μεγαλειότης ο Αυτοκράτωρ Τιβέριος. Πας εχθρός της Αναπτύξεως, εχθρός του Αυτοκράτορα εστί. Δια τον λόγον αυτόν οφείλεις να τον σταυρώσεις». Ο Πιλάτος, ακούσας αυτά, εθορυβήθη εντόνως. Έλαβε τότε αμέσως νερό και ένιψε τας χείρας του εμπρός εις το πλήθος, λέγων: «Αθώος ειμί για το αίμα του Φυσικού Ανθρώπου τούτου· το κρίμα Του πάνω σας». Απεκρίθησαν τότε όλος ο όχλος και είπαν: «Το αίμα του πάνω μας και πάνω εις τα παιδιά μας». Απέλυσε λοιπόν ο Πιλάτος τον Βαρραβά, ενώ τον Ιησού παρέδωσε ίνα σταυρωθεί.
Κατόπιν, εξερχόμενοι του διοικητηρίου οι Στρατιώτες ηνάγκασαν διαβάτην τινά, ονόματι Σίμωνα Κυρηναίον, όπως σηκώσει τον σταυρό του Ιησού και οδήγησαν Αυτόν εις Γολγοθά, όπερ σημαίνει «Κρανίου Τόπος» και συμβολίζει την εικόνα της Γης όταν θα παραδώσουν αυτήν οι Καταναλωτές στις επερχόμενες γενεές των Ανθρώπων. Εκεί τον σταύρωσαν και διαμοιράστηκαν κατόπιν τα ιμάτια Αυτού ρίπτοντες κλήρον. Η ώρα ήταν ενάτη πρωινή. Την αιτία της σταυρώσεως ενέγραψαν επί ξύλου κρεμάμενου άνωθεν της κεφαλής Αυτού: «Φυσικός Άνθρωπος Τρομοκράτης Καταναλωτών».
Εκ δεξιών και αριστερών Αυτού σταύρωσαν και δύο ληστές Τραπεζών. Οι διερχόμενοι εκ του τόπου εκείνου κουνούσαν ειρωνικά το κεφάλι τους: «Α, εσύ που χλεύαζες τον βίο μας και απειλούσες να καύσεις τα χρήματά μας», έλεγαν εις Αυτόν. Τον χλεύαζαν επίσης οι Τραπεζίτες, οι Επενδυτές και τα Στελέχη, οίτινες παρέμειναν συγκεντρωμένοι επί ώραν κάτωθι του σταυρού: «Ιδού ο Φυσικός Άνθρωπος», έλεγαν, «ο έχων εμπιστοσύνη στο Χάος το δημιουργικό του Σύμπαντος Κόσμου!».
Κατόπιν ο Ιησούς είπε: «Διψώ». Ευθύς, εις εξ αυτών έλαβε ανά χείρας σπόγγον επί κοντού και προσέφερε εις Αυτόν χολή και όξος ίνα καταναλώσει. Ο Ιησούς δοκιμάσας ηρνήθη, έγειρε τότε την κεφαλήν και ξεψύχησε. Ήταν η ώρα δωδεκάτη μεσημβρινήν και ευθύς ο ήλιος εχάθη. Πλήρες σκοτάδι εκάλυψε την γη. Τότε ηκούσθη κρότος εκκωφαντικός και εσκίσθη το καταπέτασμα της Κεντρικής Τραπέζης, η γη εσείσθη και έσπασαν οι προβιές και τα προσωπεία πλείστων Καταναλωτών, οι φυσικοί άνθρωποι απελευθερώθησαν εξ αυτών και ήρχισαν περιηγούμενοι τας οδούς της πόλεως Ιερουσαλήμ.
Ο Ρωμαίος εκατόνταρχος και οι Στρατιώτες, οίτινες φρουρούσαν τον Ιησού, νιώσαντες τον σεισμό και ακούσαντες τον τρομερόν της γης βρυχηθμόν, εφοβήθησαν, μετανόησαν και εκραύγαζαν χτυπώντες στα στήθη τους: «Ήτο αλήθεια ούτος εις Φυσικός Άνθρωπος».
Κατόπιν όμως αυτών των συμβάντων και λόγω της εορτής του Πάσχα οι Τραπεζίτες και οι Επενδυτές εφοβήθησαν ίνα μην διαταραχθεί το εορταστικό κλίμα και επηρεασθεί η ψυχολογία των Καταναλωτών εις ταις Αγορές. Ούτω, παρεκάλεσαν τον Πιλάτο όπως διατάξει την αποκαθήλωσιν των εσταυρωμένων. Ούτος λοιπόν έδωσε διαταγή και οι Στρατιώτες έθραυσαν τα σκέλη των δύο ληστών, τον Ιησού όμως τον βρήκαν ήδη νεκρό. Ο εκατόνταρχος Λογγίνος λόγχισε την δεξιάν αυτού πλευρά και αμέσως ανέβλυσε ύδωρ και αίμα εκ της πληγής.
Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, άνδρας τις ονόματι Ιωσήφ εξ Αριμαθαίας, όστις, δια τον φόβο των Τραπεζιτών, των Επενδυτών και των Αρχόντων ήτο κρυφός μαθητής του Ιησού, μετέβη εις Πιλάτον και εζήτησε εξ αυτού το σώμα του Ιησού. Ο Πιλάτος έδωσε τότε την άδεια εις τον Ιωσήφ ίνα λάβει τον νεκρό Ιησού και ούτος μετέβη εις Γολγοθά και απεκαθήλωσε Αυτόν. Μετέβη επίσης επί τόπου και άλλος κρυφός μαθητής Αυτού, ονόματι Νικόδημος, φέρων μίγμα σμύρνων και αλόης. Τύλιξαν τότε οι δύο αυτοί άνδρες εντός σινδόνης τον νεκρόν Ιησού, περιέλουσαν Αυτόν αρώματα και τοποθέτησαν το σαρκίον Αυτού εις μνήμα λαξευμένο επί βράχου τινός. Κατόπιν, έσπρωξε λίθον ο Ιωσήφ και εσφράγισε το μνήμα Του.
Την επομένη, Σάββατο των Αγορών, μετέβησαν οι Επενδυτές και οι Τραπεζίτες πάλιν εις τον Πιλάτο και είπαν: «Κύριε, ο νεκρός μας απειλούσε λέγων: “σε τρεις ημέρες θα αναστηθώ”. Δώσε διαταγή ίνα φρουρηθεί ο τάφος του έως την τρίτη ημέρα τουλάχιστον, ίνα μην απαγάγουν αυτόν οι μαθητές αυτού και διαδώσουν κατόπιν εις τους Καταναλωτές μας ψευδώς ότι ανεστήθη». Ο Πιλάτος τότε διέθεσε εις αυτούς την Φρουρά λέγων ίνα πράξουν κατά πως οι ίδιοι νομίζουν.
Έλαβαν λοιπόν την Φρουρά οι Τραπεζίτες και οι Επενδυτές, την έστησαν εις κάθε γωνία της πόλεως, όπου ευρίσκεται έκτοτε στημένη ακόμη, όπως φρουρεί εις τον αιώνα τον άπαντα, ίνα μη αναστηθεί ο Φυσικός Άνθρωπος εκ του σαρκίου του Δούλου αυτών Καταναλωτή και αλώσει το Σύστημά τους.
http://yiannismakridakis.gr/?p=9557