Οι μεγάλες ενεργειακές εταιρείες στον κόσμο που επενδύουν στα αποθέματα πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, τα οποία δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν λόγω των στόχων προστασίας του κλίματος, τροφοδοτούν νέους φόβους στις «αγορές».
Η εξάρτηση του παγκόσμιου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος από τα ορυκτά καύσιμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα γιγαντιαία κρίση. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια μελέτη από τη βρετανική Δεξαμενή Σκέψης για τον άνθρακα (Thinktanks Carbon Tracker) και του κλιματικού οικονομολόγου Sir Nicholas Stern του London School of Economics, με τίτλο «Carbon Unburnable" (μη επιτρεπτέον να καεί άνθρακας).
Επειδή οι εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα διαθέτουν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα καυσίμων -στους ισολογισμούς τους -από ό, τι μπορούν να χρησιμοποιήσουν -εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής-δημιουργείται μια τεράστια "φούσκα του άνθρακα", η οποία απειλεί όχι μόνο τις ίδιες τις εταιρείες, αλλά και τις αγορές.
Αν η υπερθέρμανση του πλανήτη θα πρέπει να περιορισθεί μόνο σε αύξηση 2 βαθμών Κελσίου μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου Ερευνών για τις Κλιματικές Επιπτώσεις του Potsdam στη Γερμανία, θα πρέπει οι εκπομπές του CO2 στην ατμόσφαιρα να παραμείνουν κάτω από 560 δισεκατομμύρια τόνους.
Το όριο των δύο βαθμών ισχύει σαν το σημείο καμπής, μετά το οποίο η υπερθέρμανση θα έχει μη αναστρέψιμες συνέπειες για το κλίμα. Σύμφωνα όμως με τη μελέτη, μόνο οι 100 μεγαλύτερες εταιρείες άνθρακα και φυσικού αερίου στον κόσμο έχουν σαν απόθεμα τόσο πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα, που η καύση τους θα εξέπεμπε 745 δισεκατομμύρια τόνους CO2 στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, υπάρχουν και τα αποθέματα των μεγάλων κρατικών εταιρειών ενέργειας, όπως της Ρωσίας και της Κίνας.
Το μεγάλο πρόβλημα: ο άνθρακας που δεν πρέπει να καεί
Το όριο των 2 βαθμών θα επέτρεπε π.χ. στις δυτικές ενεργειακές εταιρείες, όπως η Shell, η BP και Exxon να χρησιμοποιήσουν μόνο 149 εκατ. τόνων των αποθεμάτων τους. Οι μέτοχοι των εταιρειών αυτών είναι "ως εκ τούτου αντιμέτωποι με το πρόβλημα του μη δυνάμενου να καεί άνθρακα", όπως λέει η μελέτη. Πιο συγκεκριμένα: παραμένει ο στόχος των δύο βαθμών αύξηση; τότε θα χάσουν την αξία τους έως και το 80% των αποθεμάτων τους.
Η μελέτη δεν διερευνά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ούτε τη πιθανή σχέση που θα έχει το πολυετές μπλοκάρισμα των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα με τη μεγέθυνση της απειλής. Διευκρινίζει όμως ποιες οικονομικές συνέπειες θα έχει η εξάρτηση από τις βιομηχανίες των ορυκτών καυσίμων.
Σήμερα η χρηματιστηριακή αξία των παραπάνω 100 μεγαλύτερων εταιρειών του άνθρακα και του πετρελαίου είναι συνολικά 7.400 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία πραγματοποιούνται κυρίως στα χρηματιστήρια της Ρωσίας, των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
Μια υποτίμηση αυτών των αποθεμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σοβαρή οικονομική κρίση, γράφουν οι συντάκτες της μελέτης. "Οι υπεύθυνοι για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν έχουν ακόμη αρχίσει να συλλέγουν τα δεδομένα και να τα συμπεριλάβουν στα μοντέλα κινδύνου. Ήρθε η ώρα, οι μέτοχοι και οι ρυθμιστικές αρχές να το κάνουν αυτό. "
Ασυμβίβαστο με το κλίμα.
Ο Stern δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, ότι οι 200 μεγαλύτερες πολυεθνικές ορυκτών καυσίμων έχουν ξοδέψει μαζί 674 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012 για την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων, πράγμα το οποίο είναι περίπου το 1% της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Το ποσό αυτό –σύμφωνα με τις πρωτοποριακές μελέτες του Stern το 2006 και το 2009-θα αρκούσε για να σταματήσει η κλιματική αλλαγή - αν είχε επενδυθεί σε καθαρές τεχνολογίες.
Πώς δεν συμβιβάζονται οι ισολογισμοί των εταιρειών παραγωγής ενέργειας με μια αποτελεσματική προστασία του κλίματος, το έχει διατυπώσει και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας IEA, ήδη το 2012 στην ετήσια έκθεσή του.
Δε θα έπρεπε λοιπόν να καταναλωθούν «περισσότερο από το ένα τρίτο από τα παγκόσμια αποθέματα άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου μέχρι το 2050», για να υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να παραμείνει κάτω από 2 βαθμούς η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Πηγή: taz
Η εξάρτηση του παγκόσμιου οικονομικού και χρηματοπιστωτικού συστήματος από τα ορυκτά καύσιμα θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια νέα γιγαντιαία κρίση. Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μια μελέτη από τη βρετανική Δεξαμενή Σκέψης για τον άνθρακα (Thinktanks Carbon Tracker) και του κλιματικού οικονομολόγου Sir Nicholas Stern του London School of Economics, με τίτλο «Carbon Unburnable" (μη επιτρεπτέον να καεί άνθρακας).
Επειδή οι εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα διαθέτουν πολύ μεγαλύτερα αποθέματα καυσίμων -στους ισολογισμούς τους -από ό, τι μπορούν να χρησιμοποιήσουν -εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής-δημιουργείται μια τεράστια "φούσκα του άνθρακα", η οποία απειλεί όχι μόνο τις ίδιες τις εταιρείες, αλλά και τις αγορές.
Αν η υπερθέρμανση του πλανήτη θα πρέπει να περιορισθεί μόνο σε αύξηση 2 βαθμών Κελσίου μέσα στα επόμενα 40 χρόνια, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ινστιτούτου Ερευνών για τις Κλιματικές Επιπτώσεις του Potsdam στη Γερμανία, θα πρέπει οι εκπομπές του CO2 στην ατμόσφαιρα να παραμείνουν κάτω από 560 δισεκατομμύρια τόνους.
Το όριο των δύο βαθμών ισχύει σαν το σημείο καμπής, μετά το οποίο η υπερθέρμανση θα έχει μη αναστρέψιμες συνέπειες για το κλίμα. Σύμφωνα όμως με τη μελέτη, μόνο οι 100 μεγαλύτερες εταιρείες άνθρακα και φυσικού αερίου στον κόσμο έχουν σαν απόθεμα τόσο πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα, που η καύση τους θα εξέπεμπε 745 δισεκατομμύρια τόνους CO2 στην ατμόσφαιρα. Επιπλέον, υπάρχουν και τα αποθέματα των μεγάλων κρατικών εταιρειών ενέργειας, όπως της Ρωσίας και της Κίνας.
Το μεγάλο πρόβλημα: ο άνθρακας που δεν πρέπει να καεί
Το όριο των 2 βαθμών θα επέτρεπε π.χ. στις δυτικές ενεργειακές εταιρείες, όπως η Shell, η BP και Exxon να χρησιμοποιήσουν μόνο 149 εκατ. τόνων των αποθεμάτων τους. Οι μέτοχοι των εταιρειών αυτών είναι "ως εκ τούτου αντιμέτωποι με το πρόβλημα του μη δυνάμενου να καεί άνθρακα", όπως λέει η μελέτη. Πιο συγκεκριμένα: παραμένει ο στόχος των δύο βαθμών αύξηση; τότε θα χάσουν την αξία τους έως και το 80% των αποθεμάτων τους.
Η μελέτη δεν διερευνά τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ούτε τη πιθανή σχέση που θα έχει το πολυετές μπλοκάρισμα των διεθνών διαπραγματεύσεων για το κλίμα με τη μεγέθυνση της απειλής. Διευκρινίζει όμως ποιες οικονομικές συνέπειες θα έχει η εξάρτηση από τις βιομηχανίες των ορυκτών καυσίμων.
Σήμερα η χρηματιστηριακή αξία των παραπάνω 100 μεγαλύτερων εταιρειών του άνθρακα και του πετρελαίου είναι συνολικά 7.400 δισεκατομμύρια δολάρια, τα οποία πραγματοποιούνται κυρίως στα χρηματιστήρια της Ρωσίας, των ΗΠΑ και της Μεγάλης Βρετανίας.
Μια υποτίμηση αυτών των αποθεμάτων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια σοβαρή οικονομική κρίση, γράφουν οι συντάκτες της μελέτης. "Οι υπεύθυνοι για τη σταθερότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών δεν έχουν ακόμη αρχίσει να συλλέγουν τα δεδομένα και να τα συμπεριλάβουν στα μοντέλα κινδύνου. Ήρθε η ώρα, οι μέτοχοι και οι ρυθμιστικές αρχές να το κάνουν αυτό. "
Ασυμβίβαστο με το κλίμα.
Ο Stern δήλωσε στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, ότι οι 200 μεγαλύτερες πολυεθνικές ορυκτών καυσίμων έχουν ξοδέψει μαζί 674 δισεκατομμύρια δολάρια το 2012 για την αναζήτηση νέων κοιτασμάτων ορυκτών καυσίμων, πράγμα το οποίο είναι περίπου το 1% της παγκόσμιας οικονομικής δραστηριότητας. Το ποσό αυτό –σύμφωνα με τις πρωτοποριακές μελέτες του Stern το 2006 και το 2009-θα αρκούσε για να σταματήσει η κλιματική αλλαγή - αν είχε επενδυθεί σε καθαρές τεχνολογίες.
Πώς δεν συμβιβάζονται οι ισολογισμοί των εταιρειών παραγωγής ενέργειας με μια αποτελεσματική προστασία του κλίματος, το έχει διατυπώσει και ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας IEA, ήδη το 2012 στην ετήσια έκθεσή του.
Δε θα έπρεπε λοιπόν να καταναλωθούν «περισσότερο από το ένα τρίτο από τα παγκόσμια αποθέματα άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου μέχρι το 2050», για να υπάρχει έστω και μια μικρή πιθανότητα να παραμείνει κάτω από 2 βαθμούς η υπερθέρμανση του πλανήτη.
Πηγή: taz