Η οικοδόμηση της οικονομίας σε μια τοπικοποιημένη κοινωνία θα στηριχθεί στις αξίες της αλληλεγγύης, της δικαιοσύνης, της ποικιλομορφίας και της αυτοδιαχείρισης και θα απαιτήσει από τον καθένα «να προσφέρει σύμφωνα με τις από τον ίδιο προσδιοριζόμενες ικανότητές του και να απολαμβάνει σύμφωνα με τη προσπάθεια, τις θυσίες και τις ανάγκες του, στα πλαίσια των δυνατοτήτων της κοινότητάς του»
Όσον αφορά στην οικονομία λοιπόν: να εκμηδενισθεί όσο το δυνατόν η απόσταση ανάμεσα στον τόπο παραγωγής και στον τόπο κατανάλωσης και να δοθεί προτεραιότητα στο χρόνο αναπαραγωγής των φυσικών πόρων και των εργαζομένων. Αυτό θα γίνει με τη περιφεριοποίηση -τοπικοποίηση της παραγωγής, με τη προστασία, βελτίωση και αύξηση της παραγωγής μικρής κλίμακας, με τη μετατροπή των ανθρώπων κατά το δυνατόν σε παραγωγοαναλωτές(να μπορούν να παράγουν οι ίδιοι μεγάλο μέρος των αγαθών που χρειάζονται) και με την μικρομεσαία τοπική αγορά που θα ικανοποιεί τις ανάγκες που δεν εκπληρώνονται από την αυτοπαραγωγή. Το μικρό μέγεθος των οικονομικών δραστηριοτήτων είναι μια αναγκαία, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την εναλλακτική οικονομία. Το επιπλέον κριτήριο θα πρέπει να είναι: ποιους πόρους και πως τους χρησιμοποιούν; εκμεταλλεύονται τον πόρο της εργασίας; Εξαντλούν και δεν ανανεώνουν τους τοπικούς φυσικούς πόρους; προκαλούν μόλυνση στο περιβάλλον; Μια οικονομική δραστηριότητα( ή επιχείρηση) σε κάποια περιοχή μπορεί να είναι με τη μεριά του κοινοτισμού αν: στηρίζεται σε συλλογική το δυνατόν ιδιοκτησία(σε καμιά περίπτωση σε πατέντες), είναι εντάσεως εργασίας[1], ενοποιεί τη πνευματική με τη χειρονακτική εργασία, η παραγωγή[2] της βασίζεται σε πρώτες ύλες, γενετικό υλικό(μη γ.τ.), πηγές ενέργειας και εργατικό δυναμικό, που προέρχονται από την ίδια περιοχή.[3] Άρα θα επηρεάζεται άμεσα από την απώλειά τους και επομένως εκ των πραγμάτων θα είναι υποχρεωμένη να φροντίζει για τη ανανέωσή τους(ιδιαίτερη φροντίδα για το νερό καθώς και για τα άλλα είδη της τοπικής βιοποικιλότητας). Έχει ενσωματώσει την προστασία του περιβάλλοντος στην ίδια την παραγωγική της διαδικασία. Μια τέτοια οικον. δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσει την τοπική-περιφερειακή οικονομία και στην αρχή μάλιστα μπορεί να επιχορηγηθεί από την περιφέρεια δήμο ή τοπική κοινότητα. Αποφασιστικό σημείο θα είναι η σύνθεση των «επιχειρούντων» και ο κοινωνικός χαρακτήρας τους. Δεν θα πρόκειται για επενδυτές, αλλά για τοπικά νοικοκυριά, κοινοτικές συλλογικότητες, ομάδες ιδιαίτερων ενδιαφερόντων, τοπικούς συνεταιρισμούς, ομάδες πρώην ανέργων που αποφασίζουν από κοινού να δραστηριοποιηθούν με βάση τις ικανότητές τους χωρίς να περιμένουν τη μισθωτή εργασία κ.ο.κ. Θα αποβλέπουν στην εξασφάλιση εισοδήματος και όχι κέρδους, για αυτό και θα πρόκειται για μη καπιταλιστικές επιχειρήσεις(δεν θα πρόκειται επίσης για εργοστασιακή μορφή οργάνωσής τους γιατί το εργοστάσιο είναι: τόπος εργασίας καθορισμένης από τη μηχανή και όχι από τον εργαζόμενο, τόπος ιεραρχίας και διαπαιδαγώγησης στην υπακοή και υποταγή, τόπος χωρίς νόημα μόχθου). Η επιθυμία κάποιων να τις μετατρέψουν σε μεγάλες ή διεθνείς δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η τοπικότητα της παραγωγής-κατανάλωσης και η ήπια τεχνολογία[4]- ενέργεια(π.χ. όχι χρήση χημικών συντηρητικών και πλαστικής συσκευασίας, για παράταση του χρόνου κατανάλωσης των ειδών διατροφής) δεν θα δίνει τη δυνατότητα για συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της διαδικασίας μετατόπισης του χώρου και του χρόνου: «αγοράζοντας εδώ και τώρα και πουλώντας εκεί και αργότερα»(πράγμα που θα κάνει αχρείαστους και τους «πιστωτές» και τους «μεσάζοντες»). Επίσης δεν θα υπάρχει η δυνατότητα για επέκταση-εξειδίκευση και συγκέντρωση, ούτε πίεση για επιτάχυνση της παραγωγής, αφού δεν θα υπάρχει επιτάχυνση της κατανάλωσης.
[1] Αυτό δεν σημαίνει ότι η εργασία θα είναι επαχθής και κουραστική, αλλά θα επιδιώκεται όλο και περισσότερο να προσφέρει ικανοποίηση στους εργαζόμενους, από το γεγονός ότι τα προϊόντα της θα είναι κοινωνικά εκτιμητέα και θα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των δεξιοτήτων τους.
[2] Οι αποφάσεις για το τι θα παράγεται, με ποια διαδικασία, ποια τεχνολογία και ποιους πόρους, θα λαμβάνονται στο χώρο εργασίας από τα συμβούλια των εργαζομένων με οικολογικό ορθολογισμό και αυτοδιαχείριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων(οι οποίες δεν θα πρέπει απλώς να εσωτερικευθούν σαν κόστος προϊόντων, που θα αφορά στους καταναλωτές, γιατί κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι διατεθειμένοι να το καταβάλουν, αρκεί να ικανοποιηθεί η επιθυμία τους). Θα επηρεάζονται π.χ. από τις επιλογές και τις επιθυμίες των συμβουλίων των καταναλωτών και όχι μόνο. Γιατί θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη όλων εκείνων που επηρεάζονται έμμεσα από τη συγκεκριμένη παραγωγή(π.χ. από την αναπόφευκτη μόλυνση που θα προκαλεί) μέσω των οργανωμένων εκφράσεών τους(π.χ. συμβούλιο περιβάλλοντος). Οι αποφάσεις λοιπόν θα έχουν λάβει υπόψη αν κάθε συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα οδηγεί σε πολύ περισσότερα οφέλη από ότι ζημιές, για όλες τις ομάδες του πληθυσμού( π.χ. τα αιολικά πάρκα: το μέγεθός τους θα αποφασίζεται με κριτήριο τα οφέλη για όλους να υπερτερούν από την αντίστοιχη ζημιά στο τοπικό περιβάλλον της εγκατάστασής τους).
[3] Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να εξασφαλίζουν απαραίτητους για την παραγωγή πόρους και από άλλες περιοχές, αν δεν υπάρχουν στη περιοχή τους, στη βάση δίκαιων ανταλλαγών. Δεν πρόκειται δηλαδή για το εγχείρημα του «Βιοτοπικισμού», που στηριζόμενο βασικά στην αυτάρκεια και μόνο, δεν έχει απάντηση για το πώς θα στηριχθούν αναγκαίες οικονομικές δραστηριότητες, όταν δεν υπάρχουν οι αντίστοιχοι απαραίτητοι πόροι στην εκάστοτε περιοχή. Η απάντηση υπάρχει στην θεσμοθετημένη διασύνδεση και αμοιβαία εξάρτηση των συνομοσπονδοποιημένων τοπικών κοινοτήτων-δήμων. Εκτός από τα κοινοτικά πλάνα για την παραγωγή θα υπάρχουν και τα συνομοσπονδιακά πλάνα του δικτύου των συνομοσπονδιομένων κοινοτήτων-δήμων, με το οποίο θα ολοκληρωθεί η κατεύθυνση του κοινοτισμού.
[4] Στον καπιταλισμό η τεχνολογία που χρησιμοποιείται έχει κύριο στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους από κάθε δραστηριότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αγνοήσουμε εν γένει την τεχνολογία. Απλώς θα πρέπει η τοπική κοινωνία με τους θεσμούς της να αποφασίζει για το αν μια καινοτομία σε ένα χώρο εργασίας έχει οφέλη σε σχέση με τις δαπάνες, την ποιότητα της εργασίας και των προϊόντων της καθώς και την ποιότητα του περιβάλλοντος που προκύπτει από την εφαρμογή της.
Όσον αφορά στην οικονομία λοιπόν: να εκμηδενισθεί όσο το δυνατόν η απόσταση ανάμεσα στον τόπο παραγωγής και στον τόπο κατανάλωσης και να δοθεί προτεραιότητα στο χρόνο αναπαραγωγής των φυσικών πόρων και των εργαζομένων. Αυτό θα γίνει με τη περιφεριοποίηση -τοπικοποίηση της παραγωγής, με τη προστασία, βελτίωση και αύξηση της παραγωγής μικρής κλίμακας, με τη μετατροπή των ανθρώπων κατά το δυνατόν σε παραγωγοαναλωτές(να μπορούν να παράγουν οι ίδιοι μεγάλο μέρος των αγαθών που χρειάζονται) και με την μικρομεσαία τοπική αγορά που θα ικανοποιεί τις ανάγκες που δεν εκπληρώνονται από την αυτοπαραγωγή. Το μικρό μέγεθος των οικονομικών δραστηριοτήτων είναι μια αναγκαία, αλλά όχι επαρκής προϋπόθεση για την εναλλακτική οικονομία. Το επιπλέον κριτήριο θα πρέπει να είναι: ποιους πόρους και πως τους χρησιμοποιούν; εκμεταλλεύονται τον πόρο της εργασίας; Εξαντλούν και δεν ανανεώνουν τους τοπικούς φυσικούς πόρους; προκαλούν μόλυνση στο περιβάλλον; Μια οικονομική δραστηριότητα( ή επιχείρηση) σε κάποια περιοχή μπορεί να είναι με τη μεριά του κοινοτισμού αν: στηρίζεται σε συλλογική το δυνατόν ιδιοκτησία(σε καμιά περίπτωση σε πατέντες), είναι εντάσεως εργασίας[1], ενοποιεί τη πνευματική με τη χειρονακτική εργασία, η παραγωγή[2] της βασίζεται σε πρώτες ύλες, γενετικό υλικό(μη γ.τ.), πηγές ενέργειας και εργατικό δυναμικό, που προέρχονται από την ίδια περιοχή.[3] Άρα θα επηρεάζεται άμεσα από την απώλειά τους και επομένως εκ των πραγμάτων θα είναι υποχρεωμένη να φροντίζει για τη ανανέωσή τους(ιδιαίτερη φροντίδα για το νερό καθώς και για τα άλλα είδη της τοπικής βιοποικιλότητας). Έχει ενσωματώσει την προστασία του περιβάλλοντος στην ίδια την παραγωγική της διαδικασία. Μια τέτοια οικον. δραστηριότητα μπορεί να βοηθήσει την τοπική-περιφερειακή οικονομία και στην αρχή μάλιστα μπορεί να επιχορηγηθεί από την περιφέρεια δήμο ή τοπική κοινότητα. Αποφασιστικό σημείο θα είναι η σύνθεση των «επιχειρούντων» και ο κοινωνικός χαρακτήρας τους. Δεν θα πρόκειται για επενδυτές, αλλά για τοπικά νοικοκυριά, κοινοτικές συλλογικότητες, ομάδες ιδιαίτερων ενδιαφερόντων, τοπικούς συνεταιρισμούς, ομάδες πρώην ανέργων που αποφασίζουν από κοινού να δραστηριοποιηθούν με βάση τις ικανότητές τους χωρίς να περιμένουν τη μισθωτή εργασία κ.ο.κ. Θα αποβλέπουν στην εξασφάλιση εισοδήματος και όχι κέρδους, για αυτό και θα πρόκειται για μη καπιταλιστικές επιχειρήσεις(δεν θα πρόκειται επίσης για εργοστασιακή μορφή οργάνωσής τους γιατί το εργοστάσιο είναι: τόπος εργασίας καθορισμένης από τη μηχανή και όχι από τον εργαζόμενο, τόπος ιεραρχίας και διαπαιδαγώγησης στην υπακοή και υποταγή, τόπος χωρίς νόημα μόχθου). Η επιθυμία κάποιων να τις μετατρέψουν σε μεγάλες ή διεθνείς δεν θα μπορεί να πραγματοποιηθεί. Η τοπικότητα της παραγωγής-κατανάλωσης και η ήπια τεχνολογία[4]- ενέργεια(π.χ. όχι χρήση χημικών συντηρητικών και πλαστικής συσκευασίας, για παράταση του χρόνου κατανάλωσης των ειδών διατροφής) δεν θα δίνει τη δυνατότητα για συσσώρευση κεφαλαίου μέσω της διαδικασίας μετατόπισης του χώρου και του χρόνου: «αγοράζοντας εδώ και τώρα και πουλώντας εκεί και αργότερα»(πράγμα που θα κάνει αχρείαστους και τους «πιστωτές» και τους «μεσάζοντες»). Επίσης δεν θα υπάρχει η δυνατότητα για επέκταση-εξειδίκευση και συγκέντρωση, ούτε πίεση για επιτάχυνση της παραγωγής, αφού δεν θα υπάρχει επιτάχυνση της κατανάλωσης.
[1] Αυτό δεν σημαίνει ότι η εργασία θα είναι επαχθής και κουραστική, αλλά θα επιδιώκεται όλο και περισσότερο να προσφέρει ικανοποίηση στους εργαζόμενους, από το γεγονός ότι τα προϊόντα της θα είναι κοινωνικά εκτιμητέα και θα είναι σε μεγάλο βαθμό αποτέλεσμα των δεξιοτήτων τους.
[2] Οι αποφάσεις για το τι θα παράγεται, με ποια διαδικασία, ποια τεχνολογία και ποιους πόρους, θα λαμβάνονται στο χώρο εργασίας από τα συμβούλια των εργαζομένων με οικολογικό ορθολογισμό και αυτοδιαχείριση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων(οι οποίες δεν θα πρέπει απλώς να εσωτερικευθούν σαν κόστος προϊόντων, που θα αφορά στους καταναλωτές, γιατί κάποιοι από αυτούς μπορεί να είναι διατεθειμένοι να το καταβάλουν, αρκεί να ικανοποιηθεί η επιθυμία τους). Θα επηρεάζονται π.χ. από τις επιλογές και τις επιθυμίες των συμβουλίων των καταναλωτών και όχι μόνο. Γιατί θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η γνώμη όλων εκείνων που επηρεάζονται έμμεσα από τη συγκεκριμένη παραγωγή(π.χ. από την αναπόφευκτη μόλυνση που θα προκαλεί) μέσω των οργανωμένων εκφράσεών τους(π.χ. συμβούλιο περιβάλλοντος). Οι αποφάσεις λοιπόν θα έχουν λάβει υπόψη αν κάθε συγκεκριμένη παραγωγική δραστηριότητα οδηγεί σε πολύ περισσότερα οφέλη από ότι ζημιές, για όλες τις ομάδες του πληθυσμού( π.χ. τα αιολικά πάρκα: το μέγεθός τους θα αποφασίζεται με κριτήριο τα οφέλη για όλους να υπερτερούν από την αντίστοιχη ζημιά στο τοπικό περιβάλλον της εγκατάστασής τους).
[3] Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να εξασφαλίζουν απαραίτητους για την παραγωγή πόρους και από άλλες περιοχές, αν δεν υπάρχουν στη περιοχή τους, στη βάση δίκαιων ανταλλαγών. Δεν πρόκειται δηλαδή για το εγχείρημα του «Βιοτοπικισμού», που στηριζόμενο βασικά στην αυτάρκεια και μόνο, δεν έχει απάντηση για το πώς θα στηριχθούν αναγκαίες οικονομικές δραστηριότητες, όταν δεν υπάρχουν οι αντίστοιχοι απαραίτητοι πόροι στην εκάστοτε περιοχή. Η απάντηση υπάρχει στην θεσμοθετημένη διασύνδεση και αμοιβαία εξάρτηση των συνομοσπονδοποιημένων τοπικών κοινοτήτων-δήμων. Εκτός από τα κοινοτικά πλάνα για την παραγωγή θα υπάρχουν και τα συνομοσπονδιακά πλάνα του δικτύου των συνομοσπονδιομένων κοινοτήτων-δήμων, με το οποίο θα ολοκληρωθεί η κατεύθυνση του κοινοτισμού.
[4] Στον καπιταλισμό η τεχνολογία που χρησιμοποιείται έχει κύριο στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους από κάθε δραστηριότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να αγνοήσουμε εν γένει την τεχνολογία. Απλώς θα πρέπει η τοπική κοινωνία με τους θεσμούς της να αποφασίζει για το αν μια καινοτομία σε ένα χώρο εργασίας έχει οφέλη σε σχέση με τις δαπάνες, την ποιότητα της εργασίας και των προϊόντων της καθώς και την ποιότητα του περιβάλλοντος που προκύπτει από την εφαρμογή της.