1.Η αέναη ανάπτυξη είναι αδύνατη
Αέναη ανάπτυξη γενικά δεν είναι δυνατή σε ένα πεπερασμένο πλανήτη. Διότι αυτή βασίζεται πάντα στην ανθρώπινη εργασία και την κατανάλωση των περιορισμένων πόρων. Παρά το γεγονός ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η μετάβαση σε «κοινωνίες υπηρεσιών» έχουν οδηγήσει σε κάποια σχετική αποσύνδεση της υπερκατανάλωσης των πόρων με την ανάπτυξη, δεν έχει αλλάξει ριζικά τίποτα. Μέχρι τώρα, η «ανάπτυξη» πάει πάντα χέρι-χέρι με την αύξηση της κατανάλωσης των πόρων.
Από την άλλη, στην επιστημονική συζήτηση για το κλίμα π.χ., το κρίσιμο θέμα είναι το ζήτημα των «σημείων μη επιστροφής» (tipping points), δηλ. των σημείων όπου μια μικρή αύξηση στη θερμοκρασία ή άλλη μεταβολή στο κλίμα, μπορεί να πυροδοτήσει μια δυσανάλογα μεγαλύτερη μεταβολή στο μέλλον, που μπορεί στη συνέχεια να καταστεί μη αναστρέψιμη.
Για αυτό ένα μέρος της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής τάξης έχει δει εγκαίρως και αποδεχθεί, ότι το σημερινό της σύστημα δεν έχει άλλη προοπτική εκτός από τη καταστροφή των συνθηκών επιβίωσης και αναπαραγωγής της βιόσφαιρας του πλανήτη. Ένα μέρος του κεφαλαίου λοιπόν απαντά στην επερχόμενη αυτή κρίση δίνοντας άλλη μορφή στις σχέσεις παραγωγής. Εντάσσοντας δηλαδή σε αυτές τις σχέσεις τη βιόσφαιρα και γενικότερα τη φύση, κεφαλαιοποιώντας τις. Θεωρώντας και αντιμετωπίζοντας δηλαδή αυτές, σαν μορφή μεταβλητού κεφαλαίου, σαν "Βιοκεφάλαιο" και επιδιώκοντας στη συνέχεια την «πράσινη» ανάπτυξη.
Η «πράσινη» ανάπτυξη, άλλοτε αίτημα κυρίως των περιβαλλοντικών κομμάτων και οργανώσεων, τώρα έχει υιοθετηθεί μέχρι και από τους νεοφιλελεύθερους και τους χριστιανοδημοκράτες, παντού στη Δύση. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά από τη στιγμή που έχουν γίνει τόσο φανερές ήδη, οι επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής.
2.Η θεώρηση του βιοκεφαλαίου και της πράσινης ανάπτυξης
Το σχέδιο του «βιοκεφαλαίου» και της «πράσινης ανάπτυξης» θα προσπαθήσει να συμφιλιώσει την σημερινή παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία με τα φυσικά αποθέματα και τα συστήματα ζωής - τη βιόσφαιρα του πλανήτη. Τους δε εργαζόμενους και τα ρομποτικά συστήματα -με τη βοήθεια της ψηφιοποίησης -να μετατρέψει σε παράγοντα αποκατάστασης αυτών των συστημάτων.
Η βιόσφαιρα μέχρι τώρα αντιμετωπιζόταν από το κεφάλαιο σαν ένα απόθεμα έξω από την αγορά και δεν έμπαινε καθόλου στους ισολογισμούς του. Η αγορά με τη σειρά της αντιμετωπιζόταν σαν ένα "μαύρο κουτί", όπου μπαίνουν από τη μια οι πρώτες ύλες και από την άλλη βγαίνουν τα προϊόντα. Στη πραγματικότητα όμως η αγορά είναι ένα ανοικτό σύστημα με τη λογική της συνεχούς ανάπτυξης, στα πλαίσια ενός μεγαλύτερου συστήματος, αυτού του πλανήτη, που με μια έννοια είναι κλειστό, αφού το μόνο που «εισρέει» δωρεάν είναι η σταθερή, για εκατομμύρια χρόνια ακόμα, ηλιακή ενέργεια. Αυτή κινεί και καθορίζει όλες τις διαδικασίες της ζωής σε αυτό. Όλα τα άλλα, δηλ. οι μεταμορφώσεις της ύλης και της ενέργειας, τα απόβλητα κ.λπ. παραμένουν στο σύστημα. Τα ίδια τα αποθέματα και οι δυνατότητες αντίστασης, που διαθέτει το σύστημα είναι πεπερασμένα.
Η φύση και οι υπηρεσίες της (τροφή, νερό, βιομάζα, κύκλοι της ύλης, κλίμα, σταθερότητα βιοποικιλότητας κ.λπ.), δεν είναι απλά ένα μεταξύ των άλλων οικονομικό απόθεμα, αλλά η ίδια η βάση για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Το κόστος της κατανάλωσης και της εξάντλησης αυτών των υπηρεσιών δεν έμπαινε μέχρι τώρα σε κανένα ισολογισμό. Όμως στο τέλος το κόστος τους θα το πληρώσουμε όλοι- ακόμα και οι κεφαλαιούχοι! Το λάθος του καπιταλισμού, και όχι μόνο (π.χ. και του "υπαρκτού σοσιαλισμού"), ήταν ότι οργάνωσε τις οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου με βάση τα δεδομένα μιας μερικής κοινωνικής επιστήμης του "οίκου", της οικονομίας, διαχωρισμένης από την άλλη επιστήμη του "οίκου", την οικολογία. Το βέλτιστο για τη πρώτη ήταν η συνεχής, χωρίς όρια, ανάπτυξη και μεγέθυνση. Για τη δεύτερη το σημαντικότερο είναι η ισορροπία, ενώ η μεγέθυνση από ένα σημείο και πέρα είναι όχι μόνο θεωρητικά εσφαλμένη, μα και ζημιογόνος.
Το σχέδιο αυτό θα στηρίζεται στην ιδέα ότι για να ανακάμψει το συμβατικό κεφάλαιο, δεν θα πρέπει να επιδιώξει ακόμα πάρα πέρα την υποτίμηση του βιοκεφαλαίου (πράγμα που έκανε μέχρι σήμερα και από αυτό κέρδιζε σε συνδυασμό με την υποτίμηση της ανθρώπινης εργασίας), αλλά αντίθετα να επιδιώξει την ανάκαμψή του. Με αυτόν τον τρόπο το συνολικό κεφάλαιο που προκύπτει αναβαθμίζεται και μπορεί να έχει κάποιο μέλλον. Οι αγορές θα μπορούν να συνεχίσουν να ικανοποιούν τις αναβαθμισμένες ανάγκες των ανθρώπων (αναβαθμισμένες με την έννοια ότι δεν είναι μόνο καταναλωτικές, αλλά εμπλουτισμένες και με την ανάγκη για μια πνευματικότερη ζωή σε ένα όμορφο και υγιές περιβάλλον) και των άλλων ειδών.
Σημαντικότατοι μηχανισμοί για την ανάπτυξη του βιοκεφαλαίου θα είναι: από τη μια οι όσο γίνεται και πιο παγκοσμιοποιημένες "ηθικές-πράσινες" επιχειρήσεις-τράπεζες και από την άλλη οι ήδη υπάρχουσες, αλλά και νέες διεθνείς Μ.Κ.Ο. Οι επιχειρήσεις αυτές, όταν εξελιχθούν, ώστε να έχουν συγκεντρώσει σημαντικά κεφάλαια και να έχουν αναπτύξει "κοινωνική-οικολογική υπευθυνότητα" και έχοντας αποκτήσει οικονομικές σχέσεις παντού, θα ξέρουν καλά τι συμβαίνει και ποιά είναι τα προβλήματα, ακόμα και στις περιφερειακές ανθρωποκοινότητες και οικοσυστήματα. Ακριβώς όπως οι σημερινές πολυεθνικές ξέρουν καλύτερα από τις κυβερνήσεις ποιά είναι τα προβλήματα και οι ανάγκες -για αυτές ευκαιρίες για εκμετάλλευση- παντού. Οι αντίστοιχες τράπεζες θα παίξουν το ρόλο που έπαιζαν και οι συμβατικές για το κεφάλαιο. Επενδύσεις και δάνεια προς τη κατεύθυνση της πράσινης-ηθικής επιχειρηματικότητας. Η "πράσινη" κεντρική τράπεζα θα δίνει τη δυνατότητα στις πράσινες κυβερνήσεις να ασκούν πράσινη πολιτική. Ηθικές τράπεζες των "φτωχών", όπως για παράδειγμα η τράπεζα που έχει ιδρύσει ο Muhammad Yunus του Μπαγκλαντές, θα καλύπτουν τα κενά του πράσινου καπιταλισμού στις φτωχές χώρες. Ταυτόχρονα θα το βοηθήσουν να αντιληφθεί ότι οι φτωχοί δεν θα είναι πια μέρος του προβλήματος για τη βιόσφαιρα, αλλά αντίθετα μέρος της λύσης. Διότι με λίγη μόνο βοήθεια θα ανταπεξέρχονται στην επιβίωσή τους και θα είναι ευχαριστημένοι, χωρίς τον υπερκαταναλωτισμό, στον οποίο έχουν συνηθίσει οι πλούσιοι-αναπτυγμένοι (οι οποίοι θα είναι και το πρόβλημα, για αυτό και η συρρίκνωση των μεσαίων τάξεων εδώ).
Η ανάκτηση του βιοκεφαλαίου (βλέπε περιβάλλοντος), όπου γινόταν και με τον τρόπο που γινόταν μέχρι σήμερα (π.χ. προστατευόμενες περιοχές, αντιρρυπαντική τεχνολογία κ.λπ.), σύμφωνα με οικολόγους οικονομολόγους, είχε μια σχέση 1: 100. Δηλαδή το 1 Ε επένδυση στη φύση σήμερα, θα το ξεπληρώσει η ίδια στο μέλλον με 100 Ε. Τέτοιες "αποδόσεις" δεν τις έχει πετύχει το κεφάλαιο ούτε στα τρελά όνειρά του. Είναι λοιπόν δυνατόν να πεισθούν οι επενδυτές να επενδύσουν στη φύση, τη ζωή, τη βιόσφαιρα και στη πράσινη τεχνολογία, όταν μάλιστα θα δουν πολύ σύντομα ότι αν δεν το κάνουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους θα εξανεμίζονται και θα μηδενίζονται (όπως π.χ. το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στις ασφαλιστικές εταιρείες και που θα πρέπει να πληρώνει τις καταστροφές από τις αλλαγές στο κλίμα).
Σήμερα με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό έχουμε φθάσει στα όρια τα οποία βάζει το πλανητικό σύστημα, και σε κάποιες περιπτώσεις μάλλον τα έχουμε ξεπεράσει. Βέβαια μπορεί ακόμα ορισμένοι κλάδοι ή περιοχές να συνεχίζουν να αναπτύσσονται, αλλά αυτό γίνεται σε βάρος του όλου συστήματος. Το όλον σύστημα όμως δεν μπορεί να συνεχίζει να αναπτύσσεται πλέον. Η ευημερία 7-8 δισεκατομ. ανθρώπων, δεν μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο από το "αόρατο χέρι" της παγκόσμιας αγοράς. Αυτό είναι "φυσικώς αδύνατο". Τα οικοσυστήματα δεν θα αντέξουν να έχουν όλοι από ένα αυτοκίνητο (έστω και αντιρρυπαντικής τεχνολογίας) και ένα σπίτι (έστω και με μόνωση).
Στη δίνη της αύξησης των αριθμών απειλείται με καταστροφή όχι μόνο η φύση, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος. Η καπιταλιστική οικονομία στηρίχθηκε στο μοντέλο του ανθρώπου, που ταιριάζει σε μια μηχανή. Μια μηχανή που υπακούει στο μαθηματικό αλγόριθμο της προστιθέμενης αξίας. Είναι ο "Homo economicus", ο "ορθολογικώς δρών", ο οποίος επιδιώκει πάντα ένα και μόνο: την μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας, δηλ. του κέρδους. Από την ορθολογική σκέψη του κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου σήμερα, δεν μπαίνουν καθόλου τα ερωτήματα για το τι έχει νόημα, τι προωθεί την ευτυχία, ποιές οι αξίες της ύπαρξης, ποιές οι σχέσεις του με την υπόλοιπη βιόσφαιρα. Καθορίζεται από την απληστία, τη βουλιμία, τον ανταγωνισμό και την κυριαρχία πάνω στον άλλον άνθρωπο και τη φύση.
Αν δεν αλλάξει αυτή η λογική, λένε οι πράσινοι οικονομολόγοι, τότε εκτός από πολλές εταιρείες και κράτη (λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και της στασιμότητας λόγω της πανδημίας), θα κηρύξει πτώχευση και η "Α.Ε. Γη" (λόγω κατάρρευσης των φυσικών αγαθών) : στον μεν "Νότο" ο άνθρωπος οδηγείται στην αρρώστια και στην εξαθλίωση των συνθηκών ζωής του (εκτός από κάποιες ελίτ), στο δε "Βορρά" στην ανεργία και στη ψυχολογική κατάρρευση μαζί με την οικονομική.
3.Ήρθε άραγε η στιγμή για αλλαγή πορείας; Να αποχαιρετίσουμε τον καπιταλισμό;
Όχι γιατί προς το παρόν δεν έχουμε άλλη διέξοδο, απαντούν μερικοί . Ώσπου να τη βρούμε, και ακριβώς για να εξασφαλίσουμε τον απαραίτητο χρόνο για να το κάνουν αυτό οι νέες γενιές, πρέπει να διορθώσουμε και να μεταρρυθμίσουμε τον σημερινό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (που με μαθηματική ακρίβεια μας πάει στην καταστροφή) και να τον μετατρέψουμε σε "πράσινο", ισχυρίζονται.
Πώς; Με το να κεφαλαιοποιήσουμε τη φύση και να τη μετατρέψουμε σε βιοκεφάλαιο και στη συνέχεια να της συμπεριφερθούμε σαν να πρόκειται για συμβατικό κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να γίνει αν χρηματοποιήσουμε τα φυσικά οικοσυστήματα και προωθήσουμε ένα "πράσινο σχέδιο" ανάκαμψης, το οποίο θα αντιμετωπίσει ταυτόχρονα μαζί με την σημερινή υποτίμηση του συμβατικού κεφαλαίου και την καταστροφική υποτίμηση του βιοκεφαλαίου.
Μερικά παραδείγματα:
• Στην πόλη της Ν.Υόρκης: έχει υπολογισθεί ότι τα δένδρα του δρόμου, σαν κλιματιστικά, φίλτρα σκόνης και ωραία θέα, αποδίδουν 122 εκατομ. δολ. κάθε χρόνο, που είναι στην ουσία το ποσό που θα στοίχιζε η παραγωγή του ίδιου αποτελέσματος με τεχνικά μέσα, αν δεν υπήρχαν τα δένδρα.
• Στη Γερμανία: τα έλη που έχουν ξανασυσταθεί, αποθηκεύουν το CO2 με κόστος 1Ε ανά τόνο. Το κόστος αυτό είναι κατά 750 φορές μικρότερο σε σχέση με το κόστος της παραγωγής του ίδιου αποτελέσματος με εφαρμογές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας στους κινητήρες ή με τις μονώσεις στα κτίρια.
• Στη Βαλτική θάλασσα: μόνο με τα μέτρα που πήρε η Σουηδία για καλυτέρευση της ποιότητας του νερού της, υπήρξε επιπλέον απόδοση ύψους 54 εκατομ. ευρώ το χρόνο, από την αύξηση των ψαριών της και του τουρισμού της.
• Wall Street: το Φεβρουάριο του 2008 σαράντα από τους πιο μεγάλους επενδυτές της υπέγραψαν διακήρυξη, με την οποία απαιτούσαν από την πολιτική να εκφρασθεί ο οικονομικός ρόλος της φύσης και στους νόμους που υιοθετεί. Αυτοί ξέρουν περισσότερο από τον καθένα ότι με το περιβάλλον μπορεί να κερδίσει κανείς λεφτά.
Έχει υπολογισθεί, στα πλαίσια των "πράσινων οικονομικών", ότι αν επιστραφεί το 15% της επιφάνειας της γης στην άγρια φύση, τότε θα ήταν δυνατό να εξασφαλισθούν οι φυσικές υπηρεσίες, όπως το νερό και το κλίμα για τις μέλλουσες γενεές. Και αυτό θα κόστιζε με σημερινές τιμές γύρω στα 25 δισ. δολ. (Τίποτε δηλαδή σε σχέση με τα 10 τρισ., που χάθηκαν τον Οκτώβριο του 2008 με τη χρηματοπιστωτική κρίση). Η "πράσινη" οικονομία, σε αντίθεση με τη σημερινή, δε θα σπαταλούσε πια ζωτικά φυσικά αποθέματα και θα επιδίωκε την ανάπτυξη της βιοποικιλότητας, γιατί είναι τώρα πια γνωστό ότι η παραγωγικότητα ενός οικοσυστήματος αυξάνει με την αύξηση της πολυπλοκότητας.
4.Κριτική της θεώρησης του Βιοκεφαλαίου
Με τη λογική που διέπει το βιοκεφάλαιο, θα μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτό εκείνα τα κομμάτια της φύσης και της βιόσφαιρας, τα οποία είναι χρήσιμα στον άνθρωπο, όπως οι φυσικοί πόροι και οι παράγοντες που διαμορφώνουν το κλίμα. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια χρησιμοθηρική προσέγγιση και όχι με μια προσέγγιση που αποδίδει αυταξία στη φύση. Οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητες και οι ιδιαιτερότητές τους θα μπορούν να ενσωματωθούν μόνο από την άποψη της χρησιμότητάς τους ως συντελεστών της πράσινης παραγωγής και σαν πεδίο των εφαρμογών της. Η εργασία τους βέβαια θα έχει μεγαλύτερη σημασία, μια και η πράσινη παραγωγή θα είναι μεγαλύτερης έντασης πνευματικής και σωματικής εργασίας από ό,τι η σημερινή μηχανοποιημένη παραγωγή. Επίσης και οι χώροι διαμονής τους, με την έννοια ότι θα είναι χώροι του "αργού ρυθμού", των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, των "συν" ενεργειακών κτιρίων, των ενσωματωμένων πάρκων αναψυχής και καλλιεργειών τροφής κ.λπ. Όμως οι πλευρές τους εκείνες (όπως τα ιδιαίτερα ήθη, οι πολιτιστικές συνήθειες και οι τοπικές κουλτούρες, τα πάθη, η αισθητική τους, οι ιδιαίτεροι κοινωνικοί θεσμοί τους κ.λπ.), οι οποίες δεν θα χρησιμεύουν στο συνολικό κεφάλαιο, θα παραμεληθούν.
Από την άλλη, αφού και το περιβάλλον έχει οικονομική αξία για την αγορά, θα συνεχίζει να επικρατεί σε αυτή η λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, πράγμα που θα μπορεί να οδηγεί σε αναλύσεις κόστους-οφέλους και σε άνισες ανταλλαγές περιβαλλοντικών συντελεστών μέσω της αγοράς ή στη θυσία (υποβάθμιση) κάποιων οικοσυστημάτων έναντι άλλων πιο επικερδών.
Αν αφεθούν λοιπόν οι αγορές και η ιδιοκτησία να λειτουργήσουν σαν βασικός μηχανισμός του βιοκεφαλαίου, είναι προφανές ότι δεν θα μπορέσουν από μόνες τους να αποφασίζουν με πολιτικά, ηθικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια. Αντίθετα κάποια τμήματά του θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις δυνατότητες που θα δίνουν οι επενδύσεις στη διαχείριση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζημιών, που τα ίδια θα έχουν προκαλέσει την προηγούμενη περίοδο.
Η "αγορά ρύπων" για παράδειγμα φαίνεται ότι λειτουργεί με κριτήριο ότι οι περιβαλλοντικές βλάβες είναι αναστρέψιμες και ότι υπάρχει πολύς καιρός για να πετύχουμε την αναστροφή και να πραγματοποιηθούν κέρδη.
Ή η αγορά γης μπορεί π.χ. να αποφασίζει, από άποψη κέρδους, τη “μετατροπή” μιας περιοχής σε εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, ενώ κοινωνικά μπορεί να είναι πιο ωφέλιμο να διατηρηθεί αυτή η περιοχή σαν ζώνη καλλιέργειας. Το ίδιο και χειρότερα, οι εταιρείες που εγκαθιστούν τα αιολικά πάρκα στις κορυφές των βουνών γιατί εκεί υπάρχει μεγαλύτερη απόδοση των ανεμογεννητριών-και άρα περισσότερα κέρδη- μπορεί να αφήνουν μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα-χάραξη μεγάλων δρόμων σε δάση και αλπικά τοπία, καταστροφή βιοποικιλότητας κ.λπ.- από αυτό που πάνε να μειώσουν.
Υπάρχει βέβαια και άλλο πρόβλημα. Δεν μπορούν όλες οι "υπηρεσίες" της φύσης να χρηματοποιηθούν-κοστολογηθούν, γιατί ενώ στον καπιταλισμό έχουμε μάθει να δίνουμε σε όλα τα πράγματα μια τιμή σαν αγοραστές, δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για την ίδια τη μελλοντική αξία τους. Βέβαια η χρηματοποίηση εννοείται ότι θα είναι το πρώτο βήμα, που θα δώσει την ώθηση για να μπούμε στην πράσινη οικονομία. Τότε θα μάθουμε να εκτιμούμε σωστά και αξίες, που τώρα φαίνονται να είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικές, αλλά στην ουσία είναι γενικές για τους ανθρώπους, όπως π.χ. η ομορφιά, ειδικά στη φύση, ή η ελευθερία η ατομική και κοινωνική, ή η διαφορετικότητα. Θα μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τον ίδιο τον άνθρωπο σαν ολοκληρωμένη οντότητα (πρόσωπο) και όχι στην εκδοχή του ατόμου της βιομηχανικής εποχής, σαν θρυματισμένη συνείδηση διαμορφωμένη από τα μεγασυστήματα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Θα επιστρέψουν όμως οι αξίες της ζωής και στην ίδια την αγορά; Θα ενσωματωθούν οι βιορυθμοί στους ρυθμούς της αγοράς; Σήμερα ο χρόνος, σαν σημαντική διάσταση για την ανθρώπινη συνείδηση και κυρίαρχος παράγοντας για την πνευματική αυτοανάπτυξη και τη σωματική αναζωογόνηση, έχει εκμηδενισθεί. Η ζωή και η εργασία καθορίζεται από μεγάλες ταχύτητες και λαμβάνει χώρα επί 24ώρου βάσης. Θα συνεχισθεί αυτό; Το βιοκεφάλαιο θα χειρίζεται τον άνθρωπο και τη βιόσφαιρα με ρυθμούς πιο γρήγορους από τους ρυθμούς αναπαραγωγής τους; Είναι ερωτήματα, που δε μπορούν να απαντηθούν στα πλαίσια του πράσινου καπιταλισμού.
Εξάλλου η “νέα πράσινη ευκαιρία” (New Deal), όπως χαρακτηρίζεται και προτείνεται σαν απάντηση εξόδου από τη κρίση, ανάλογη με αυτή στο κραχ του 1929, δίνει την εντύπωση ότι οι επενδύσεις στο Περιβάλλον και τη Βιόσφαιρα θα παίξουν τον ρόλο του νέου κινητήρα στην ανάπτυξη για τη νέα συσσώρευση του Κεφαλαίου. Ότι π.χ. οι νέες "πράσινες" θέσεις εργασίας (προβλέπει π.χ. επενδύσεις ύψους 500 δις ευρώ από τις οποίες θα προκύψουν 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας για όλη την Ε.Ε.), με το αντίστοιχο εισόδημα που θα δημιουργήσουν, θα τονώσουν την αγορά εμπορευμάτων. Ή ότι τα “πράσινα προσχήματα” είναι η λύση για τους επενδυτές, οι οποίοι μπορούν να συνεχίζουν να λειτουργούν με το τρόπο που ήδη έπρατταν, σαν εισοδηματίες επενδυτές .
Οι ίδιες οι επενδύσεις στην πράσινη τεχνολογία και γενικότερα στην οικονομία της γνώσης, είναι υψηλής έντασης κεφαλαίου. Τα "φτωχά" κράτη θα υστερήσουν σε σχέση με τα ανεπτυγμένα, οπότε θα αναπαράγουν τις ίδιες ανισότητες, αν δεν υπάρξει αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εκφρασθεί στα πλαίσια της αγοράς.
Με τα πλαίσια λοιπόν της καπιταλιστικής λογικής, έστω και "πράσινης", μετά από ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα ανάκαμψης, και ο πράσινος καπιταλισμός θα αντιμετωπίσει τα αξεπέραστα οικολογικά και κοινωνικά όρια, που δεν θα επιτρέπουν την παραπέρα μεγέθυνση. Αν για παράδειγμα συνεχίζεται να αυξάνεται η ζήτηση για ενέργεια, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορεί να καλυφθεί αυτή από τις εναλλακτικές μορφές. Το 2050, όπου για να μη έχουμε κλιματική καταστροφή θα πρέπει πάνω από το 90% της απαιτούμενης τότε ενέργειας να καλύπτεται από τις ανανεώσιμες, θα είναι πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί αυτό, αν δεν υπάρξει μείωση της ζήτησης της ενέργειας, μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης . Εφόσον δηλαδή δεν υπάρξει αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου, ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες, γιατί δεν μπορεί να απαιτήσει κανείς από τις φτωχές σήμερα χώρες, να μην επιδιώξουν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων τους, το αποτέλεσμα θα αποκλίνει σαφώς από το επιθυμητό.
5. Κριτική στην πράσινη ανάπτυξη: Υπάρχουν όρια στις τεχνικές λύσεις
Η πρόταση της «πράσινης ανάπτυξης» ή της «βιώσιμης ανάπτυξης» θεωρεί ότι μέσω της «πράσινης» τεχνολογίας που θα αναπτύξει το «πράσινο» κεφάλαιο κάνοντας επενδύσεις στον τομέα της, θα επιτευχθεί και η προστασία του κλίματος, που βέβαια είναι το πιο σημαντικό, αλλά όχι και μοναδικό παράδειγμα. Για αυτό θα χρειασθεί να πάρουμε τέτοια άμεσα μέτρα τα επόμενα χρόνια, ώστε να πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μηδενικές εκπομπές σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης κτιρίων, της ενεργειακής χρήσης καυσίμων ή των λιπασμάτων. Ωστόσο, για τις δραστικές συνέπειες που συνδέονται με όλα αυτά δεν γίνεται συζήτηση σχεδόν από κανέναν.
Η προστασία του κλίματος και η οποιαδήποτε «ανάπτυξη» συμβαδίζουν, στο βαθμό που βασίζονται αποκλειστικά σε τεχνικές επιλογές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, κίνησης ή λιπασμάτων. Μπορεί να πουληθεί νέα τεχνολογία-όπως συμβαίνει σήμερα στο έπακρο με τις ΒΑΠΕ- και έτσι να επιτευχθεί «ανάπτυξη» για το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στον τομέα. Αλλά μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν επιτυγχάνονται οι προαναφερόμενοι στόχοι. Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής είναι απλά πάρα πολύ μεγάλη, για να είναι μόνο θέμα τεχνολογίας!
Εξάλλου, τεχνικά γινόμαστε μεν καλύτεροι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουμε τη χρήση υλικών και ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται όλο και περισσότερες εκπομπές. Επιπλέον, λείπουν και κάποιες αποτελεσματικές τεχνικές λύσεις για ορισμένους τομείς εκπομπών, για παράδειγμα στη γεωργία. Οι προηγούμενες στατιστικές και προβλέψεις βασίζονται επίσης σε ωραιοποιημένους μαζικούς υπολογισμούς. Οι βιομηχανικές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία[1] ισχυρίζονται ότι μειώνουν τις εκπομπές, αλλά στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός τρόπος ζωής σε αυτές τις χώρες τις αυξάνει. Ο τρόπος ζωής μας μεταφέρει τις εκπομπές απλώς στις αναδυόμενες αγορές των υπο «ανάπτυξη» χωρών, καθώς τα καταναλωτικά μας προϊόντα προέρχονται όλο και περισσότερο από εκεί.
Εκτός αυτού, όλοι μιλάνε για το κλίμα, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και άλλα οικολογικά προβλήματα- όπως π.χ. η υποβάθμιση των εδαφών και των οικοσυστημάτων- που θέτουν εξίσου μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λύση είναι προφανής: να δώσουμε περισσότερο χώρο στη φύση! Η τεχνολογία από μόνη της, είναι ακόμη λιγότερο επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις από ό,τι για την προστασία του κλίματος.
6. Μια περιορισμένη χρονικά διέξοδος
Αν ο καπιταλισμός μπορεί να έχει σαν οικονομικοκοινωνικό σύστημα κάποιο μέλλον ακόμα, αυτό μπορεί να το έχει μόνο σαν "πράσινος καπιταλισμός", λόγω των οικολογικών ορίων, όπως αναφέρθηκε. Αλλά αυτό το μέλλον θα είναι περιορισμένο χρονικά. «Πιστεύω ότι ο 21ος αιώνας θα κυριαρχείται από το φυσικό κεφάλαιο, έτσι όπως ο 20ός είχε ταυτιστεί με το χρηματιστηριακό κεφάλαιο», υποστηρίζει ο Αχίμ Στίνερ, επικεφαλής του περιβαλλοντικού προγράμματος που εκπονεί ο ΟΗΕ. Με τον όρο φυσικό κεφάλαιο εννοεί το βιοκεφάλαιο με την έννοια, που περιγράψαμε πιο πάνω. Αλλά δεν θα είναι δυνατό να φυσικό κεφάλαιο να δώσει παράταση στον καπιταλισμό ένα ολόκληρο αιώνα.
Στους δύο προηγούμενους αιώνες το κεφάλαιο για να πετύχει τη σημερινή ανάπτυξη πολύ μικρότερου πληθυσμού, έπρεπε να ξοδέψει την αποθηκευμένη (πετρέλαιο-άνθρακα) ηλιακή ενέργεια δισεκατομμυρίων ετών. Ενώ στον 21ο, το πράσινο κεφάλαιο θα μπορεί και θα πρέπει, το πολύ, να ξοδεύει μόνο την ετήσια, που αντιστοιχεί στην τομή του πλανήτη, ηλιακή ενέργεια. Και αυτό έχοντας έναν μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό, που υπολογίζεται ότι μόνο μέχρι το 2050 θα φθάσει τα 9 δισ.
Αυτή η διέξοδος δεν θα είναι και η τελική λύση για την οικολογική κρίση. Θα υπάρχουν χαμηλής κατανάλωσης και αντιρρυπαντικής τεχνολογίας αυτοκίνητα, όμως θα υπάρχουν όλο και περισσότερα αυτοκίνητα. Θα έχουμε οικονομικές από άποψη ενέργειας ηλεκτρικές συσκευές, όμως θα έχουμε όλο και περισσότερες ηλεκτρικές εφαρμογές-βλέπε π.χ την «εξόρυξη» κρυπτονομισμάτων όπως το bitcoin- λιγότερη κατανάλωση ενέργειας ανά τετραγωνικό μέτρο κατοικίας, αλλά όλο και περισσότερες και μεγαλύτερες κατοικίες για τον καθένα. Θα έχουμε γενικά εξυπνότερη και ηπιότερη ανάπτυξη τεχνολογίας, όμως λιγότερη χρήση των φυσικών πόρων όχι, όσο δεν θα υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη στην κατανομή τους και όσο θα υπάρχει ατομική τους ιδιοκτησία. Αρκεί να αναλογισθούμε τα επακόλουθα της κατοχής ενός αυτοκινήτου -έστω και υβριδικού- από κάθε Κινέζο, πράγμα που θα ήταν απολύτως δίκαιο, αφού κάθε δυτικός θα έχει ένα.
Η πράσινη ανάπτυξη και οι πράσινες τεχνολογίες θα έχουν ένα βραχυπρόθεσμα θετικό ισοζύγιο για τη βιόσφαιρα και τα οικοσυστήματα. Θα τους δώσουν μια περιορισμένη χρονικά «παράταση» της επιβίωσής τους. Δεν θα είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού και η βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη θα απαιτήσει επεκτάσεις πέρα από τις δυνατότητες του πλανήτη, χωρίς μείωση της παραγωγής-κατανάλωσης, τουλάχιστον σε κάποιους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
7. Και η μακροπρόθεσμη διέξοδος;
Η υπόσχεση της πράσινης ανάπτυξης ότι μπορούμε να πάμε προς ένα βιώσιμο μέλλον χωρίς καμία παραίτηση, ενόψει των αυξανόμενων ανθρώπινων πληθυσμών, του φαινομένου αναπήδησης και της εγγενούς λογικής του προτύπου της ανάπτυξης, δεν είναι κάτι περισσότερο από έναν κοινωνιολογικό μύθο[2] . Χωρίς την αλλαγή προς μια κουλτούρα της επάρκειας, της δίκαιης κατανομής των πόρων, χωρίς βαθιές αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών και του οικονομικού συστήματος, καθώς και χωρίς μια σαφή αποστασιοποίηση από το μοντέλο ανάπτυξης και της κοινωνικής εκμετάλλευσης της φύσης, δεν αρκεί ο τεχνολογικός φετιχισμός για να ληφθούν υπόψη τα πλανητικά όρια και να πετύχουμε τους στόχους της αειφορίας.
Όσοι είναι εκτός της λογικής της ανάπτυξης, ακόμα και της "βιώσιμης πράσινης" ανάπτυξης, που όπως είπαμε θα δώσει μια παράταση, πρέπει να ξεκινήσουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, για να διαμορφώσουμε την προοπτική για το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής, κοινωνικής, οικολογικής και πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινοτήτων. Αν βέβαια δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα, διότι υπάρχει ήδη τέτοιο κίνημα, το οποίο με τη μορφή παραδείγματος, προσπαθεί να κατέβει από το τρένο της ανάπτυξης, να πει στοπ σε αυτή και να διαμορφώσει και ιδεολογικά και κοινωνικά συνθήκες ευνοϊκές για εναλλακτικές προς το καπιταλισμό προτάσεις. Μια από αυτές τις προτάσεις που αρχίζει να διαμορφώνεται και προτείνει διαφορετική πορεία από αυτήν του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, είναι η πρόταση της «Απο-ανάπτυξης» με τη στρατηγική της Τοπικοποίησης.
α) «Από-ανάπτυξη»
Σύμφωνα με τον Σερζ Λατούς, συγγραφέα του βιβλίου «Το στοίχημα της αποανάπτυξης» και τον Φώτη Τερζάκη, η επιβίωση του πλανήτη εξαρτάται στην ουσία από το στοίχημα της αποανάπτυξης. «Για να γίνει αυτό πλήρως κατανοητό πρέπει να προσανατολιστούμε σε μία ποιοτική έννοια του πλούτου, δηλαδή μη οικονομική, και να δούμε κατάματα την αντίστροφη αναλογία που συνδέει τις δύο έννοιες: οικονομική ανάπτυξη σημαίνει κοινωνική/περιβαλλοντική αποπτώχευση, ο κοινωνικός/περιβαλλοντικός πλούτος απαιτεί τη συρρίκνωση της οικονομίας.»[3]
Σύμφωνα με τον Γ. Καλλή, καθηγητή στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης [4]: «Η από-ανάπτυξη αναφέρεται πρωτίστως στην ανάγκη αποσύνδεσης του στόχου της κοινωνικής ευημερίας από τον στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης, της αύξησης δηλαδή του ΑΕΠ».
Η πρόταση της από-ανάπτυξης είναι απλή. Μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα χωρίς να χρειάζεται να παράγουμε ή να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο. Ακόμα πιο ριζοσπαστικά, η από-ανάπτυξη προτείνει μια ανάστροφη διαδικασία από-μεγέθυνσης, ή σμίκρυνσης αν θέλετε, της οικονομίας, δηλαδή ελάττωσης της συνολικής παραγωγής και της συνολικής κατανάλωσης. Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να αποφύγουμε την οικολογική καταστροφή. Και αν την διαχειριστούμε σωστά, η από-ανάπτυξη όχι μόνο δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, αλλά μπορεί και να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής μας… Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη. Δεν είναι βιώσιμη οικολογικά, δεν είναι βιώσιμη κοινωνικά, δεν είναι βιώσιμη ούτε καν οικονομικά…. Η επιλογή που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι μεταξύ ανάπτυξης με οποιοδήποτε επίθετο («μαύρης», «πράσινης», «βιώσιμης» κ.λπ.) και από-ανάπτυξης. Είναι μεταξύ μιας καταστροφικής και ανεξέλεγκτης ύφεσης και μιας ελεγχόμενης και βιώσιμης από-ανάπτυξης.
Είμαστε επιβάτες σε ένα αυτοκίνητο το οποίο τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το γκρεμό. Το αυτοκίνητο αρχίζει να κλωτσάει. Η βενζίνη τελειώνει και η μηχανή σκουριάζει. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε σήμερα είναι να ξαναβάλουμε βενζίνη-έστω και βιοντίζελ- να διορθώσουμε τη μηχανή, και να συνεχίσουμε την τρελή πορεία προς τον γκρεμό. H «πράσινη ανάπτυξη»(New Deal) προτείνει να αλλάξουμε την μηχανή του αυτοκινήτου και να την κάνουμε υβριδική. Η από-ανάπτυξη αντιθέτως μας καλεί να σταματήσουμε το αμάξι και να βάλουμε όπισθεν. Ή μάλλον καλύτερα, να πατήσουμε φρένο, να κατέβουμε από το αμάξι και να αρχίσουμε να περπατάμε προς όποια κατεύθυνση θέλουμε. Σίγουρα όχι πάντως προς τον γκρεμό.
Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων-καλύτερα ήπιων- πηγών ενέργειας και της πολιτικής της επάρκειας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά αν εφαρμόζονται από εταιρείες με τη μορφή των βιομηχανικών μεγασυστημάτων (ΒΑΠΕ) σε βουνά και δάση με οικολογικό αποτύπωμα μεγαλύτερο από αυτό που υποτίθεται πάνε να μειώσουν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη.
Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής
Εκτός από την πράσινη τεχνολογία, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί επίσης έναν πιο χαλαρό-στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση- τρόπο ζωής, υποστηρίζει το κίνημα της αποανάπτυξης. Έτσι δεν αρκεί π.χ. να οδηγούμε μόνο πιο αποδοτικά και ενεργειακά αναβαθμισμένα αυτοκίνητα. Θα χρειασθεί να περπατήσουμε ξανά, ή να χρησιμοποιήσουμε το ποδήλατο, το λεωφορείο και το τρένο. Ενάντια σε αυτήν την δυσάρεστη αλήθεια, δεν βοηθά κανένα πακέτο ψευδαίσθησης, όπως π.χ. των αναδασώσεων, ώστε τα δένδρα να δεσμεύσουν τις εκπομπές που αποσταθεροποιούν το κλίμα. Το μέγεθος των απαραίτητων για αυτό αναδασώσεων, θα πρέπει να είναι τόσο γιγαντιαίο, που θα είναι αδύνατο να τις κάνουμε. Είναι πιο αποδοτικό να προστατεύουμε τα δάση προληπτικά-και αυτό μπορούν να το κάνουν οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες αν στηριχθούν από το κράτος με πόρους, που τώρα τις έχει στερήσει-από το να πούμε «δεν πειράζει που κάηκαν, θα κάνουμε αναδάσωση» αναθέτοντάς την μάλιστα σε «αναδόχους», όπως θέλει να το κάνει η ελληνική κυβέρνηση!
Επομένως, η στροφή προς μια πιο βιώσιμη κοινωνία δεν λειτουργεί χωρίς έναν νέο τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα, σαν σύνολο όλοι οι άνθρωποι, παρά το ότι υπάρχουν μεταξύ μας-η τάξη των οικονομικών ελίτ-που υπερκαταναλώνει πολύ δυσανάλογα σε σχέση με τους «από κάτω».
β) Η κατεύθυνση της Τοπικοποίησης[5]
Η Τοπικοποίηση είναι μια στρατηγική στα πλαίσια της πρότασης της από-ανάπτυξης. Στόχος της η αποκεντρωμένη, τοπικοποιημένη κοινωνία που θα έχει σαν κύτταρο την αυτοδύναμη κοινότητα και θα στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία και στον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό (ομοσπονδίες δήμων-συνομοσπονδίες περιφερειών- ομοσπονδίες εθνών ). Η τοπικοποίηση προτείνεται ως ένας δρόμος προς την κοινωνική, οικολογική και πολιτισμική συνθετότητα και πολυμορφία, σε αντιπαραβολή προς τον παγκόσμιο καπιταλισμό, που τείνει προς το «παγκόσμιο χωριό», την ισοπέδωση και τη μονομερή ανάπτυξη, παραγκωνίζοντας ιδιαιτερότητες ιστορικές και πολιτισμικές, καθώς και άλλους τρόπους κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και συμβίωσης.
Οι δομές της επανατοπικοποιημένης κοινωνίας στήνονται στη βάση της μέριμνας για τον άνθρωπο και τη φύση/ περιβάλλον. Στο πεδίο της οικονομίας σημαίνει τοπική, μικρής κλίμακας παραγωγή και μικρομεσαία αγορά, παραγωγούς / καταναλωτές, αλλά, κυρίως, τη μεγαλύτερη δυνατή συλλογική ιδιοκτησία επιχειρήσεων, την αξιοποίηση τοπικών πρώτων υλών, πηγών ενέργειας και δυναμικού, τη σύζευξη πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.
Νοικοκυριά, συλλογικότητες, συνεταιρισμοί, κοινότητες, δήμοι και περιφέρειες αποφασίζουν πώς και ποιοι πόροι θα αξιοποιηθούν, πώς θα κατανεμηθούν ορθολογικά, ποιες είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων. Βελτιώνουν το τοπικό εισόδημα μέσα από την προώθηση ομάδων παραγωγών, συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών για απευθείας διακίνηση τροφίμων, χωρίς μεσάζοντες, με συνεταιριστικά μικρά μαγαζιά, με δίκτυα διανομής και τοπικά συστήματα ανταλλαγών με δικό τους νόμισμα κ.λ.π Με εναλλακτικούς πιστωτικούς συνεταιρισμούς, που διαχειρίζονται αποταμιεύσεις μελών και πελατών τους χωρίς κερδοσκοπικές πρακτικές. Επαναπροσδιορίζουν γενικότερα τις βασικές ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους-όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και της ατομικής κατανάλωσης- με στήριξη στα συλλογικά αγαθά και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα. Επιδιώκουν την «ευημερία μέσα από την ατομική λιτότητα, σε συνδυασμό με τη συλλογική αφθονία», στηριζόμενοι περισσότερο στην αυτοανάπτυξη-αυτοπραγμάτωση των ανθρώπινων όντων.
Σε πολιτικό επίπεδο, η δημοτική αυτό-διεύθυνση, που ορίζεται από τη συμμετοχή του πολίτη με όρους άμεσης δημοκρατίας συνιστά το πιο δύσκολο εγχείρημα της τοπικοποίησης-αποανάπτυξης. Θα στηρίζεται σε ένα νέο είδος πολιτικής που θα μετατρέπει τους πολίτες σε υποκείμενά της και θα δημιουργήσει θεσμούς άμεσης οικονομικής-κοινωνικής-οικολογικής-πολιτικής δημοκρατίας.
Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός μπορεί να λειτουργήσει ως μια πρώτη απόπειρα συμμετοχής του πολίτη στα κοινά και ως κίνητρο για να βγει ο σημερινός πολίτης από την αδιαφορία και να νιώσει ότι μπορεί να παρέμβει στο δημόσιο χώρο, αλλά και στη δική του ζωή.
Αυτή η στροφή θα χαρακτηρίζεται από την έννοια της „απο-ανάπτυξης“ σαν απάντηση στην „ανάπτυξη“ κάθε μορφής. «Απο-ανάπτυξη εδώ»( όπου υπάρχει κοινωνική και περιβαλλοντική επιβάρυνση), «συντήρηση εκεί»( όπου οι επιβαρύνσεις είναι μηδενικές), «ανάπτυξη πιο πέρα»(όπου δεν υπάρχουν επιβαρύνσεις), αλλά σε καμία περίπτωση «ανάπτυξη ή θάνατος», που είναι το σύνθημα του Τουρμποκαπιταλισμού.
Στην Ελλάδα του σήμερα, στα πλαίσια της συνολικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας και του "ναυαγίου" του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρούμε ότι είναι καταρχήν απαραίτητο να δώσουμε νέα νοήματα στη ζωή μας και την καθημερινότητά μας σαν πολίτες.
Όλο και περισσότεροι από μας βλέπουν σήμερα –βιώνοντας τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής κρίσης και των καταστροφικών πυρκαγιιών- ότι είναι αναγκαίο να ξεπερασθεί το μέχρι τώρα ακολουθούμενο μοντέλο ανάπτυξης που μας οδηγεί σε οικονομικές και οικολογικές καταστροφές. Από την άλλη, καταλαβαίνουμε ότι για να είναι αυτό δυνατό, θα χρειασθεί ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και των ανέργων των πόλεων να μετεγκατασταθεί με δημιουργικό τρόπο στην περιφέρεια[6]. Για να την αναζωογονήσουν και να στραφούν στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με εφαλτήρα τον αγροδιατροφικό τομέα, την μεταποίηση και τον ενεργειακό εφοδιασμό με αποκεντρωμένα μικρομεσαία συστήματα ΗΜΕ και όχι μόνο με τις υπηρεσίες και τον υπερδιογκωμένο μέχρι σήμερα τριτογενή τομέα και τουρισμό
[1] Στη Γερμανία, ενώ είχαμε μείωση των εκπομπών στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, λόγω του ότι αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των ΑΠΕ στο ενεργειακό προφίλ της, οι συνολικές εκπομπές ισοδύναμου διοξειδίου αντίθετα αυξάνονται και δεν πιάνονται οι στόχοι της μείωσης των εκπομπών. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας-π.χ. της τσιμεντοβιομηχανίας λόγω οικοδομικού μπουμ τα τελευταία χρόνια-αύξηση στην κατανάλωση άνθρακα, αύξηση στον τομέα των μεταφορών και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων-το γρήγορο, μεγάλο αμάξι είναι φετίχ για τον μέσο Γερμανό- και στη θέρμανση κτιρίων-αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε εδώ πολύ κρύους χειμώνες λόγω της αλλαγής του κλίματος. Η εξοικονόμηση λόγω της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας δεν είναι αρκετή, ενώ οι ιστορικά χαμηλές τιμές-από τότε που δημιουργήθηκε η αγορά ρύπων- των πιστοποιητικών εκπομπής κάνουν τις βιομηχανίες να μην ενδιαφέρονται και πολύ για «πράσινες» τεχνολογίες μείωσης (λογική του κόστους-οφέλους).
[2]Οι λεγόμενες «πράσινες» εταιρείες π.χ. κάνουν καμπάνιες «πράσινου ξεπλύματος» των οικονομικών τους δραστηριοτήτων (Greenwashing). Συχνά επενδύουν περισσότερο χρόνο και κεφάλαιο για να διαφημισθεί η περιβαλλοντική ευαισθησία των επιχειρήσεων, παρά για την πραγματικά περιβαλλοντική τους λειτουργία. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό με τις εταιρείες εγκατάστασης ΒΑΠΕ στην Ελλάδα, που δεν εγκαθιστούν στα βουνά μας τις μεγαθήριες ανεμογεννήτριες από ευαισθησία στο περιβάλλον-το οποίο καταστρέφουν με τα φαραωνικά τους έργα-αλλά επειδή εκεί έχει μεγαλύτερη απόδοση ο άνεμος για μεγιστοποίηση των κερδών τους. Αυτό το έχουν καταλάβει οι τοπικές κοινωνίες και σε πολλές περιπτώσεις αντιδρούν αναλόγως.
[3] ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ - Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ http://poetrybar.blogspot.com/2009/12/blog-post.html
[4] http://www.iliosporoi.net/index.php?option=com_content&view=article&id=199:o-&catid=34:social-a-poltical-ecology&Itemid=53
[5] βλέπε https://www.topikopoiisi.eu/,
επίσης το βιβλίο μας: Τοπικοποίηση, από το παγκόσμιο στο τοπικό.
[6] Θα μπορούσε να διεκδικηθεί και να εφαρμοσθεί ένα πρόγραμμα αναζωογόνησης των καταστραμμένων-παρατημένων χωριών της ελληνικής περιφέρειας με εγκατάσταση σε αυτά ομάδων αποτελούμενων από νέους άνεργους μαζί με πρόσφυγες που κρατούνται σήμερα στα ανάλογα κέντρα και θα ήθελαν να μείνουν στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πολλές δεξιότητες και μπορούν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της ελληνικής επαρχίας, αν τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν χρήση των παρατημένων υποδομών της.
Αέναη ανάπτυξη γενικά δεν είναι δυνατή σε ένα πεπερασμένο πλανήτη. Διότι αυτή βασίζεται πάντα στην ανθρώπινη εργασία και την κατανάλωση των περιορισμένων πόρων. Παρά το γεγονός ότι οι τεχνολογικές καινοτομίες, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η μετάβαση σε «κοινωνίες υπηρεσιών» έχουν οδηγήσει σε κάποια σχετική αποσύνδεση της υπερκατανάλωσης των πόρων με την ανάπτυξη, δεν έχει αλλάξει ριζικά τίποτα. Μέχρι τώρα, η «ανάπτυξη» πάει πάντα χέρι-χέρι με την αύξηση της κατανάλωσης των πόρων.
Από την άλλη, στην επιστημονική συζήτηση για το κλίμα π.χ., το κρίσιμο θέμα είναι το ζήτημα των «σημείων μη επιστροφής» (tipping points), δηλ. των σημείων όπου μια μικρή αύξηση στη θερμοκρασία ή άλλη μεταβολή στο κλίμα, μπορεί να πυροδοτήσει μια δυσανάλογα μεγαλύτερη μεταβολή στο μέλλον, που μπορεί στη συνέχεια να καταστεί μη αναστρέψιμη.
Για αυτό ένα μέρος της παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής τάξης έχει δει εγκαίρως και αποδεχθεί, ότι το σημερινό της σύστημα δεν έχει άλλη προοπτική εκτός από τη καταστροφή των συνθηκών επιβίωσης και αναπαραγωγής της βιόσφαιρας του πλανήτη. Ένα μέρος του κεφαλαίου λοιπόν απαντά στην επερχόμενη αυτή κρίση δίνοντας άλλη μορφή στις σχέσεις παραγωγής. Εντάσσοντας δηλαδή σε αυτές τις σχέσεις τη βιόσφαιρα και γενικότερα τη φύση, κεφαλαιοποιώντας τις. Θεωρώντας και αντιμετωπίζοντας δηλαδή αυτές, σαν μορφή μεταβλητού κεφαλαίου, σαν "Βιοκεφάλαιο" και επιδιώκοντας στη συνέχεια την «πράσινη» ανάπτυξη.
Η «πράσινη» ανάπτυξη, άλλοτε αίτημα κυρίως των περιβαλλοντικών κομμάτων και οργανώσεων, τώρα έχει υιοθετηθεί μέχρι και από τους νεοφιλελεύθερους και τους χριστιανοδημοκράτες, παντού στη Δύση. Δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά από τη στιγμή που έχουν γίνει τόσο φανερές ήδη, οι επιπτώσεις της οικολογικής κρίσης και της κλιματικής αλλαγής.
2.Η θεώρηση του βιοκεφαλαίου και της πράσινης ανάπτυξης
Το σχέδιο του «βιοκεφαλαίου» και της «πράσινης ανάπτυξης» θα προσπαθήσει να συμφιλιώσει την σημερινή παγκοσμιοποιημένη καπιταλιστική οικονομία με τα φυσικά αποθέματα και τα συστήματα ζωής - τη βιόσφαιρα του πλανήτη. Τους δε εργαζόμενους και τα ρομποτικά συστήματα -με τη βοήθεια της ψηφιοποίησης -να μετατρέψει σε παράγοντα αποκατάστασης αυτών των συστημάτων.
Η βιόσφαιρα μέχρι τώρα αντιμετωπιζόταν από το κεφάλαιο σαν ένα απόθεμα έξω από την αγορά και δεν έμπαινε καθόλου στους ισολογισμούς του. Η αγορά με τη σειρά της αντιμετωπιζόταν σαν ένα "μαύρο κουτί", όπου μπαίνουν από τη μια οι πρώτες ύλες και από την άλλη βγαίνουν τα προϊόντα. Στη πραγματικότητα όμως η αγορά είναι ένα ανοικτό σύστημα με τη λογική της συνεχούς ανάπτυξης, στα πλαίσια ενός μεγαλύτερου συστήματος, αυτού του πλανήτη, που με μια έννοια είναι κλειστό, αφού το μόνο που «εισρέει» δωρεάν είναι η σταθερή, για εκατομμύρια χρόνια ακόμα, ηλιακή ενέργεια. Αυτή κινεί και καθορίζει όλες τις διαδικασίες της ζωής σε αυτό. Όλα τα άλλα, δηλ. οι μεταμορφώσεις της ύλης και της ενέργειας, τα απόβλητα κ.λπ. παραμένουν στο σύστημα. Τα ίδια τα αποθέματα και οι δυνατότητες αντίστασης, που διαθέτει το σύστημα είναι πεπερασμένα.
Η φύση και οι υπηρεσίες της (τροφή, νερό, βιομάζα, κύκλοι της ύλης, κλίμα, σταθερότητα βιοποικιλότητας κ.λπ.), δεν είναι απλά ένα μεταξύ των άλλων οικονομικό απόθεμα, αλλά η ίδια η βάση για όλες τις οικονομικές δραστηριότητες. Το κόστος της κατανάλωσης και της εξάντλησης αυτών των υπηρεσιών δεν έμπαινε μέχρι τώρα σε κανένα ισολογισμό. Όμως στο τέλος το κόστος τους θα το πληρώσουμε όλοι- ακόμα και οι κεφαλαιούχοι! Το λάθος του καπιταλισμού, και όχι μόνο (π.χ. και του "υπαρκτού σοσιαλισμού"), ήταν ότι οργάνωσε τις οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου με βάση τα δεδομένα μιας μερικής κοινωνικής επιστήμης του "οίκου", της οικονομίας, διαχωρισμένης από την άλλη επιστήμη του "οίκου", την οικολογία. Το βέλτιστο για τη πρώτη ήταν η συνεχής, χωρίς όρια, ανάπτυξη και μεγέθυνση. Για τη δεύτερη το σημαντικότερο είναι η ισορροπία, ενώ η μεγέθυνση από ένα σημείο και πέρα είναι όχι μόνο θεωρητικά εσφαλμένη, μα και ζημιογόνος.
Το σχέδιο αυτό θα στηρίζεται στην ιδέα ότι για να ανακάμψει το συμβατικό κεφάλαιο, δεν θα πρέπει να επιδιώξει ακόμα πάρα πέρα την υποτίμηση του βιοκεφαλαίου (πράγμα που έκανε μέχρι σήμερα και από αυτό κέρδιζε σε συνδυασμό με την υποτίμηση της ανθρώπινης εργασίας), αλλά αντίθετα να επιδιώξει την ανάκαμψή του. Με αυτόν τον τρόπο το συνολικό κεφάλαιο που προκύπτει αναβαθμίζεται και μπορεί να έχει κάποιο μέλλον. Οι αγορές θα μπορούν να συνεχίσουν να ικανοποιούν τις αναβαθμισμένες ανάγκες των ανθρώπων (αναβαθμισμένες με την έννοια ότι δεν είναι μόνο καταναλωτικές, αλλά εμπλουτισμένες και με την ανάγκη για μια πνευματικότερη ζωή σε ένα όμορφο και υγιές περιβάλλον) και των άλλων ειδών.
Σημαντικότατοι μηχανισμοί για την ανάπτυξη του βιοκεφαλαίου θα είναι: από τη μια οι όσο γίνεται και πιο παγκοσμιοποιημένες "ηθικές-πράσινες" επιχειρήσεις-τράπεζες και από την άλλη οι ήδη υπάρχουσες, αλλά και νέες διεθνείς Μ.Κ.Ο. Οι επιχειρήσεις αυτές, όταν εξελιχθούν, ώστε να έχουν συγκεντρώσει σημαντικά κεφάλαια και να έχουν αναπτύξει "κοινωνική-οικολογική υπευθυνότητα" και έχοντας αποκτήσει οικονομικές σχέσεις παντού, θα ξέρουν καλά τι συμβαίνει και ποιά είναι τα προβλήματα, ακόμα και στις περιφερειακές ανθρωποκοινότητες και οικοσυστήματα. Ακριβώς όπως οι σημερινές πολυεθνικές ξέρουν καλύτερα από τις κυβερνήσεις ποιά είναι τα προβλήματα και οι ανάγκες -για αυτές ευκαιρίες για εκμετάλλευση- παντού. Οι αντίστοιχες τράπεζες θα παίξουν το ρόλο που έπαιζαν και οι συμβατικές για το κεφάλαιο. Επενδύσεις και δάνεια προς τη κατεύθυνση της πράσινης-ηθικής επιχειρηματικότητας. Η "πράσινη" κεντρική τράπεζα θα δίνει τη δυνατότητα στις πράσινες κυβερνήσεις να ασκούν πράσινη πολιτική. Ηθικές τράπεζες των "φτωχών", όπως για παράδειγμα η τράπεζα που έχει ιδρύσει ο Muhammad Yunus του Μπαγκλαντές, θα καλύπτουν τα κενά του πράσινου καπιταλισμού στις φτωχές χώρες. Ταυτόχρονα θα το βοηθήσουν να αντιληφθεί ότι οι φτωχοί δεν θα είναι πια μέρος του προβλήματος για τη βιόσφαιρα, αλλά αντίθετα μέρος της λύσης. Διότι με λίγη μόνο βοήθεια θα ανταπεξέρχονται στην επιβίωσή τους και θα είναι ευχαριστημένοι, χωρίς τον υπερκαταναλωτισμό, στον οποίο έχουν συνηθίσει οι πλούσιοι-αναπτυγμένοι (οι οποίοι θα είναι και το πρόβλημα, για αυτό και η συρρίκνωση των μεσαίων τάξεων εδώ).
Η ανάκτηση του βιοκεφαλαίου (βλέπε περιβάλλοντος), όπου γινόταν και με τον τρόπο που γινόταν μέχρι σήμερα (π.χ. προστατευόμενες περιοχές, αντιρρυπαντική τεχνολογία κ.λπ.), σύμφωνα με οικολόγους οικονομολόγους, είχε μια σχέση 1: 100. Δηλαδή το 1 Ε επένδυση στη φύση σήμερα, θα το ξεπληρώσει η ίδια στο μέλλον με 100 Ε. Τέτοιες "αποδόσεις" δεν τις έχει πετύχει το κεφάλαιο ούτε στα τρελά όνειρά του. Είναι λοιπόν δυνατόν να πεισθούν οι επενδυτές να επενδύσουν στη φύση, τη ζωή, τη βιόσφαιρα και στη πράσινη τεχνολογία, όταν μάλιστα θα δουν πολύ σύντομα ότι αν δεν το κάνουν οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους θα εξανεμίζονται και θα μηδενίζονται (όπως π.χ. το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στις ασφαλιστικές εταιρείες και που θα πρέπει να πληρώνει τις καταστροφές από τις αλλαγές στο κλίμα).
Σήμερα με τον παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό έχουμε φθάσει στα όρια τα οποία βάζει το πλανητικό σύστημα, και σε κάποιες περιπτώσεις μάλλον τα έχουμε ξεπεράσει. Βέβαια μπορεί ακόμα ορισμένοι κλάδοι ή περιοχές να συνεχίζουν να αναπτύσσονται, αλλά αυτό γίνεται σε βάρος του όλου συστήματος. Το όλον σύστημα όμως δεν μπορεί να συνεχίζει να αναπτύσσεται πλέον. Η ευημερία 7-8 δισεκατομ. ανθρώπων, δεν μπορεί να εξασφαλισθεί μόνο από το "αόρατο χέρι" της παγκόσμιας αγοράς. Αυτό είναι "φυσικώς αδύνατο". Τα οικοσυστήματα δεν θα αντέξουν να έχουν όλοι από ένα αυτοκίνητο (έστω και αντιρρυπαντικής τεχνολογίας) και ένα σπίτι (έστω και με μόνωση).
Στη δίνη της αύξησης των αριθμών απειλείται με καταστροφή όχι μόνο η φύση, αλλά και ο ίδιος ο άνθρωπος. Η καπιταλιστική οικονομία στηρίχθηκε στο μοντέλο του ανθρώπου, που ταιριάζει σε μια μηχανή. Μια μηχανή που υπακούει στο μαθηματικό αλγόριθμο της προστιθέμενης αξίας. Είναι ο "Homo economicus", ο "ορθολογικώς δρών", ο οποίος επιδιώκει πάντα ένα και μόνο: την μεγιστοποίηση της ωφελιμότητας, δηλ. του κέρδους. Από την ορθολογική σκέψη του κυρίαρχου ανθρωπολογικού τύπου σήμερα, δεν μπαίνουν καθόλου τα ερωτήματα για το τι έχει νόημα, τι προωθεί την ευτυχία, ποιές οι αξίες της ύπαρξης, ποιές οι σχέσεις του με την υπόλοιπη βιόσφαιρα. Καθορίζεται από την απληστία, τη βουλιμία, τον ανταγωνισμό και την κυριαρχία πάνω στον άλλον άνθρωπο και τη φύση.
Αν δεν αλλάξει αυτή η λογική, λένε οι πράσινοι οικονομολόγοι, τότε εκτός από πολλές εταιρείες και κράτη (λόγω έλλειψης χρηματοδότησης και της στασιμότητας λόγω της πανδημίας), θα κηρύξει πτώχευση και η "Α.Ε. Γη" (λόγω κατάρρευσης των φυσικών αγαθών) : στον μεν "Νότο" ο άνθρωπος οδηγείται στην αρρώστια και στην εξαθλίωση των συνθηκών ζωής του (εκτός από κάποιες ελίτ), στο δε "Βορρά" στην ανεργία και στη ψυχολογική κατάρρευση μαζί με την οικονομική.
3.Ήρθε άραγε η στιγμή για αλλαγή πορείας; Να αποχαιρετίσουμε τον καπιταλισμό;
Όχι γιατί προς το παρόν δεν έχουμε άλλη διέξοδο, απαντούν μερικοί . Ώσπου να τη βρούμε, και ακριβώς για να εξασφαλίσουμε τον απαραίτητο χρόνο για να το κάνουν αυτό οι νέες γενιές, πρέπει να διορθώσουμε και να μεταρρυθμίσουμε τον σημερινό νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό (που με μαθηματική ακρίβεια μας πάει στην καταστροφή) και να τον μετατρέψουμε σε "πράσινο", ισχυρίζονται.
Πώς; Με το να κεφαλαιοποιήσουμε τη φύση και να τη μετατρέψουμε σε βιοκεφάλαιο και στη συνέχεια να της συμπεριφερθούμε σαν να πρόκειται για συμβατικό κεφάλαιο. Αυτό μπορεί να γίνει αν χρηματοποιήσουμε τα φυσικά οικοσυστήματα και προωθήσουμε ένα "πράσινο σχέδιο" ανάκαμψης, το οποίο θα αντιμετωπίσει ταυτόχρονα μαζί με την σημερινή υποτίμηση του συμβατικού κεφαλαίου και την καταστροφική υποτίμηση του βιοκεφαλαίου.
Μερικά παραδείγματα:
• Στην πόλη της Ν.Υόρκης: έχει υπολογισθεί ότι τα δένδρα του δρόμου, σαν κλιματιστικά, φίλτρα σκόνης και ωραία θέα, αποδίδουν 122 εκατομ. δολ. κάθε χρόνο, που είναι στην ουσία το ποσό που θα στοίχιζε η παραγωγή του ίδιου αποτελέσματος με τεχνικά μέσα, αν δεν υπήρχαν τα δένδρα.
• Στη Γερμανία: τα έλη που έχουν ξανασυσταθεί, αποθηκεύουν το CO2 με κόστος 1Ε ανά τόνο. Το κόστος αυτό είναι κατά 750 φορές μικρότερο σε σχέση με το κόστος της παραγωγής του ίδιου αποτελέσματος με εφαρμογές αντιρρυπαντικής τεχνολογίας στους κινητήρες ή με τις μονώσεις στα κτίρια.
• Στη Βαλτική θάλασσα: μόνο με τα μέτρα που πήρε η Σουηδία για καλυτέρευση της ποιότητας του νερού της, υπήρξε επιπλέον απόδοση ύψους 54 εκατομ. ευρώ το χρόνο, από την αύξηση των ψαριών της και του τουρισμού της.
• Wall Street: το Φεβρουάριο του 2008 σαράντα από τους πιο μεγάλους επενδυτές της υπέγραψαν διακήρυξη, με την οποία απαιτούσαν από την πολιτική να εκφρασθεί ο οικονομικός ρόλος της φύσης και στους νόμους που υιοθετεί. Αυτοί ξέρουν περισσότερο από τον καθένα ότι με το περιβάλλον μπορεί να κερδίσει κανείς λεφτά.
Έχει υπολογισθεί, στα πλαίσια των "πράσινων οικονομικών", ότι αν επιστραφεί το 15% της επιφάνειας της γης στην άγρια φύση, τότε θα ήταν δυνατό να εξασφαλισθούν οι φυσικές υπηρεσίες, όπως το νερό και το κλίμα για τις μέλλουσες γενεές. Και αυτό θα κόστιζε με σημερινές τιμές γύρω στα 25 δισ. δολ. (Τίποτε δηλαδή σε σχέση με τα 10 τρισ., που χάθηκαν τον Οκτώβριο του 2008 με τη χρηματοπιστωτική κρίση). Η "πράσινη" οικονομία, σε αντίθεση με τη σημερινή, δε θα σπαταλούσε πια ζωτικά φυσικά αποθέματα και θα επιδίωκε την ανάπτυξη της βιοποικιλότητας, γιατί είναι τώρα πια γνωστό ότι η παραγωγικότητα ενός οικοσυστήματος αυξάνει με την αύξηση της πολυπλοκότητας.
4.Κριτική της θεώρησης του Βιοκεφαλαίου
Με τη λογική που διέπει το βιοκεφάλαιο, θα μπορούν να ενσωματωθούν σε αυτό εκείνα τα κομμάτια της φύσης και της βιόσφαιρας, τα οποία είναι χρήσιμα στον άνθρωπο, όπως οι φυσικοί πόροι και οι παράγοντες που διαμορφώνουν το κλίμα. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με μια χρησιμοθηρική προσέγγιση και όχι με μια προσέγγιση που αποδίδει αυταξία στη φύση. Οι ίδιες οι ανθρώπινες κοινότητες και οι ιδιαιτερότητές τους θα μπορούν να ενσωματωθούν μόνο από την άποψη της χρησιμότητάς τους ως συντελεστών της πράσινης παραγωγής και σαν πεδίο των εφαρμογών της. Η εργασία τους βέβαια θα έχει μεγαλύτερη σημασία, μια και η πράσινη παραγωγή θα είναι μεγαλύτερης έντασης πνευματικής και σωματικής εργασίας από ό,τι η σημερινή μηχανοποιημένη παραγωγή. Επίσης και οι χώροι διαμονής τους, με την έννοια ότι θα είναι χώροι του "αργού ρυθμού", των εναλλακτικών μορφών ενέργειας, των "συν" ενεργειακών κτιρίων, των ενσωματωμένων πάρκων αναψυχής και καλλιεργειών τροφής κ.λπ. Όμως οι πλευρές τους εκείνες (όπως τα ιδιαίτερα ήθη, οι πολιτιστικές συνήθειες και οι τοπικές κουλτούρες, τα πάθη, η αισθητική τους, οι ιδιαίτεροι κοινωνικοί θεσμοί τους κ.λπ.), οι οποίες δεν θα χρησιμεύουν στο συνολικό κεφάλαιο, θα παραμεληθούν.
Από την άλλη, αφού και το περιβάλλον έχει οικονομική αξία για την αγορά, θα συνεχίζει να επικρατεί σε αυτή η λογική της μεγιστοποίησης του κέρδους, πράγμα που θα μπορεί να οδηγεί σε αναλύσεις κόστους-οφέλους και σε άνισες ανταλλαγές περιβαλλοντικών συντελεστών μέσω της αγοράς ή στη θυσία (υποβάθμιση) κάποιων οικοσυστημάτων έναντι άλλων πιο επικερδών.
Αν αφεθούν λοιπόν οι αγορές και η ιδιοκτησία να λειτουργήσουν σαν βασικός μηχανισμός του βιοκεφαλαίου, είναι προφανές ότι δεν θα μπορέσουν από μόνες τους να αποφασίζουν με πολιτικά, ηθικά, περιβαλλοντικά και κοινωνικά κριτήρια. Αντίθετα κάποια τμήματά του θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευθούν στο έπακρο τις δυνατότητες που θα δίνουν οι επενδύσεις στη διαχείριση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών ζημιών, που τα ίδια θα έχουν προκαλέσει την προηγούμενη περίοδο.
Η "αγορά ρύπων" για παράδειγμα φαίνεται ότι λειτουργεί με κριτήριο ότι οι περιβαλλοντικές βλάβες είναι αναστρέψιμες και ότι υπάρχει πολύς καιρός για να πετύχουμε την αναστροφή και να πραγματοποιηθούν κέρδη.
Ή η αγορά γης μπορεί π.χ. να αποφασίζει, από άποψη κέρδους, τη “μετατροπή” μιας περιοχής σε εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, ενώ κοινωνικά μπορεί να είναι πιο ωφέλιμο να διατηρηθεί αυτή η περιοχή σαν ζώνη καλλιέργειας. Το ίδιο και χειρότερα, οι εταιρείες που εγκαθιστούν τα αιολικά πάρκα στις κορυφές των βουνών γιατί εκεί υπάρχει μεγαλύτερη απόδοση των ανεμογεννητριών-και άρα περισσότερα κέρδη- μπορεί να αφήνουν μεγαλύτερο οικολογικό αποτύπωμα-χάραξη μεγάλων δρόμων σε δάση και αλπικά τοπία, καταστροφή βιοποικιλότητας κ.λπ.- από αυτό που πάνε να μειώσουν.
Υπάρχει βέβαια και άλλο πρόβλημα. Δεν μπορούν όλες οι "υπηρεσίες" της φύσης να χρηματοποιηθούν-κοστολογηθούν, γιατί ενώ στον καπιταλισμό έχουμε μάθει να δίνουμε σε όλα τα πράγματα μια τιμή σαν αγοραστές, δεν ξέρουμε πολλά πράγματα για την ίδια τη μελλοντική αξία τους. Βέβαια η χρηματοποίηση εννοείται ότι θα είναι το πρώτο βήμα, που θα δώσει την ώθηση για να μπούμε στην πράσινη οικονομία. Τότε θα μάθουμε να εκτιμούμε σωστά και αξίες, που τώρα φαίνονται να είναι σε μεγάλο βαθμό υποκειμενικές, αλλά στην ουσία είναι γενικές για τους ανθρώπους, όπως π.χ. η ομορφιά, ειδικά στη φύση, ή η ελευθερία η ατομική και κοινωνική, ή η διαφορετικότητα. Θα μάθουμε να αντιμετωπίζουμε τον ίδιο τον άνθρωπο σαν ολοκληρωμένη οντότητα (πρόσωπο) και όχι στην εκδοχή του ατόμου της βιομηχανικής εποχής, σαν θρυματισμένη συνείδηση διαμορφωμένη από τα μεγασυστήματα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού.
Θα επιστρέψουν όμως οι αξίες της ζωής και στην ίδια την αγορά; Θα ενσωματωθούν οι βιορυθμοί στους ρυθμούς της αγοράς; Σήμερα ο χρόνος, σαν σημαντική διάσταση για την ανθρώπινη συνείδηση και κυρίαρχος παράγοντας για την πνευματική αυτοανάπτυξη και τη σωματική αναζωογόνηση, έχει εκμηδενισθεί. Η ζωή και η εργασία καθορίζεται από μεγάλες ταχύτητες και λαμβάνει χώρα επί 24ώρου βάσης. Θα συνεχισθεί αυτό; Το βιοκεφάλαιο θα χειρίζεται τον άνθρωπο και τη βιόσφαιρα με ρυθμούς πιο γρήγορους από τους ρυθμούς αναπαραγωγής τους; Είναι ερωτήματα, που δε μπορούν να απαντηθούν στα πλαίσια του πράσινου καπιταλισμού.
Εξάλλου η “νέα πράσινη ευκαιρία” (New Deal), όπως χαρακτηρίζεται και προτείνεται σαν απάντηση εξόδου από τη κρίση, ανάλογη με αυτή στο κραχ του 1929, δίνει την εντύπωση ότι οι επενδύσεις στο Περιβάλλον και τη Βιόσφαιρα θα παίξουν τον ρόλο του νέου κινητήρα στην ανάπτυξη για τη νέα συσσώρευση του Κεφαλαίου. Ότι π.χ. οι νέες "πράσινες" θέσεις εργασίας (προβλέπει π.χ. επενδύσεις ύψους 500 δις ευρώ από τις οποίες θα προκύψουν 5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας για όλη την Ε.Ε.), με το αντίστοιχο εισόδημα που θα δημιουργήσουν, θα τονώσουν την αγορά εμπορευμάτων. Ή ότι τα “πράσινα προσχήματα” είναι η λύση για τους επενδυτές, οι οποίοι μπορούν να συνεχίζουν να λειτουργούν με το τρόπο που ήδη έπρατταν, σαν εισοδηματίες επενδυτές .
Οι ίδιες οι επενδύσεις στην πράσινη τεχνολογία και γενικότερα στην οικονομία της γνώσης, είναι υψηλής έντασης κεφαλαίου. Τα "φτωχά" κράτη θα υστερήσουν σε σχέση με τα ανεπτυγμένα, οπότε θα αναπαράγουν τις ίδιες ανισότητες, αν δεν υπάρξει αλληλεγγύη και δικαιοσύνη. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί να εκφρασθεί στα πλαίσια της αγοράς.
Με τα πλαίσια λοιπόν της καπιταλιστικής λογικής, έστω και "πράσινης", μετά από ένα μικρό ή μεγάλο διάστημα ανάκαμψης, και ο πράσινος καπιταλισμός θα αντιμετωπίσει τα αξεπέραστα οικολογικά και κοινωνικά όρια, που δεν θα επιτρέπουν την παραπέρα μεγέθυνση. Αν για παράδειγμα συνεχίζεται να αυξάνεται η ζήτηση για ενέργεια, σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορεί να καλυφθεί αυτή από τις εναλλακτικές μορφές. Το 2050, όπου για να μη έχουμε κλιματική καταστροφή θα πρέπει πάνω από το 90% της απαιτούμενης τότε ενέργειας να καλύπτεται από τις ανανεώσιμες, θα είναι πρακτικώς αδύνατο να επιτευχθεί αυτό, αν δεν υπάρξει μείωση της ζήτησης της ενέργειας, μείωση της παραγωγής και της κατανάλωσης . Εφόσον δηλαδή δεν υπάρξει αλλαγή του καταναλωτικού προτύπου, ιδίως στις αναπτυγμένες χώρες, γιατί δεν μπορεί να απαιτήσει κανείς από τις φτωχές σήμερα χώρες, να μην επιδιώξουν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων τους, το αποτέλεσμα θα αποκλίνει σαφώς από το επιθυμητό.
5. Κριτική στην πράσινη ανάπτυξη: Υπάρχουν όρια στις τεχνικές λύσεις
Η πρόταση της «πράσινης ανάπτυξης» ή της «βιώσιμης ανάπτυξης» θεωρεί ότι μέσω της «πράσινης» τεχνολογίας που θα αναπτύξει το «πράσινο» κεφάλαιο κάνοντας επενδύσεις στον τομέα της, θα επιτευχθεί και η προστασία του κλίματος, που βέβαια είναι το πιο σημαντικό, αλλά όχι και μοναδικό παράδειγμα. Για αυτό θα χρειασθεί να πάρουμε τέτοια άμεσα μέτρα τα επόμενα χρόνια, ώστε να πετύχουμε σε παγκόσμιο επίπεδο μηδενικές εκπομπές σε όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης της θέρμανσης κτιρίων, της ενεργειακής χρήσης καυσίμων ή των λιπασμάτων. Ωστόσο, για τις δραστικές συνέπειες που συνδέονται με όλα αυτά δεν γίνεται συζήτηση σχεδόν από κανέναν.
Η προστασία του κλίματος και η οποιαδήποτε «ανάπτυξη» συμβαδίζουν, στο βαθμό που βασίζονται αποκλειστικά σε τεχνικές επιλογές, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η ενεργειακή απόδοση για την αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, θερμότητας, κίνησης ή λιπασμάτων. Μπορεί να πουληθεί νέα τεχνολογία-όπως συμβαίνει σήμερα στο έπακρο με τις ΒΑΠΕ- και έτσι να επιτευχθεί «ανάπτυξη» για το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί στον τομέα. Αλλά μόνο με τη βοήθεια της τεχνολογίας, δεν επιτυγχάνονται οι προαναφερόμενοι στόχοι. Η πρόκληση της κλιματικής αλλαγής είναι απλά πάρα πολύ μεγάλη, για να είναι μόνο θέμα τεχνολογίας!
Εξάλλου, τεχνικά γινόμαστε μεν καλύτεροι, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουμε τη χρήση υλικών και ενέργειας, πράγμα που σημαίνει ότι παράγονται όλο και περισσότερες εκπομπές. Επιπλέον, λείπουν και κάποιες αποτελεσματικές τεχνικές λύσεις για ορισμένους τομείς εκπομπών, για παράδειγμα στη γεωργία. Οι προηγούμενες στατιστικές και προβλέψεις βασίζονται επίσης σε ωραιοποιημένους μαζικούς υπολογισμούς. Οι βιομηχανικές χώρες όπως π.χ. η Γερμανία[1] ισχυρίζονται ότι μειώνουν τις εκπομπές, αλλά στην πραγματικότητα ο βιομηχανικός και μεταβιομηχανικός τρόπος ζωής σε αυτές τις χώρες τις αυξάνει. Ο τρόπος ζωής μας μεταφέρει τις εκπομπές απλώς στις αναδυόμενες αγορές των υπο «ανάπτυξη» χωρών, καθώς τα καταναλωτικά μας προϊόντα προέρχονται όλο και περισσότερο από εκεί.
Εκτός αυτού, όλοι μιλάνε για το κλίμα, αλλά θα πρέπει να αντιμετωπιστούν ταυτόχρονα και άλλα οικολογικά προβλήματα- όπως π.χ. η υποβάθμιση των εδαφών και των οικοσυστημάτων- που θέτουν εξίσου μακροπρόθεσμα σε κίνδυνο την ανθρώπινη ύπαρξη. Η λύση είναι προφανής: να δώσουμε περισσότερο χώρο στη φύση! Η τεχνολογία από μόνη της, είναι ακόμη λιγότερο επαρκής σε αυτές τις περιπτώσεις από ό,τι για την προστασία του κλίματος.
6. Μια περιορισμένη χρονικά διέξοδος
Αν ο καπιταλισμός μπορεί να έχει σαν οικονομικοκοινωνικό σύστημα κάποιο μέλλον ακόμα, αυτό μπορεί να το έχει μόνο σαν "πράσινος καπιταλισμός", λόγω των οικολογικών ορίων, όπως αναφέρθηκε. Αλλά αυτό το μέλλον θα είναι περιορισμένο χρονικά. «Πιστεύω ότι ο 21ος αιώνας θα κυριαρχείται από το φυσικό κεφάλαιο, έτσι όπως ο 20ός είχε ταυτιστεί με το χρηματιστηριακό κεφάλαιο», υποστηρίζει ο Αχίμ Στίνερ, επικεφαλής του περιβαλλοντικού προγράμματος που εκπονεί ο ΟΗΕ. Με τον όρο φυσικό κεφάλαιο εννοεί το βιοκεφάλαιο με την έννοια, που περιγράψαμε πιο πάνω. Αλλά δεν θα είναι δυνατό να φυσικό κεφάλαιο να δώσει παράταση στον καπιταλισμό ένα ολόκληρο αιώνα.
Στους δύο προηγούμενους αιώνες το κεφάλαιο για να πετύχει τη σημερινή ανάπτυξη πολύ μικρότερου πληθυσμού, έπρεπε να ξοδέψει την αποθηκευμένη (πετρέλαιο-άνθρακα) ηλιακή ενέργεια δισεκατομμυρίων ετών. Ενώ στον 21ο, το πράσινο κεφάλαιο θα μπορεί και θα πρέπει, το πολύ, να ξοδεύει μόνο την ετήσια, που αντιστοιχεί στην τομή του πλανήτη, ηλιακή ενέργεια. Και αυτό έχοντας έναν μεγαλύτερο ανθρώπινο πληθυσμό, που υπολογίζεται ότι μόνο μέχρι το 2050 θα φθάσει τα 9 δισ.
Αυτή η διέξοδος δεν θα είναι και η τελική λύση για την οικολογική κρίση. Θα υπάρχουν χαμηλής κατανάλωσης και αντιρρυπαντικής τεχνολογίας αυτοκίνητα, όμως θα υπάρχουν όλο και περισσότερα αυτοκίνητα. Θα έχουμε οικονομικές από άποψη ενέργειας ηλεκτρικές συσκευές, όμως θα έχουμε όλο και περισσότερες ηλεκτρικές εφαρμογές-βλέπε π.χ την «εξόρυξη» κρυπτονομισμάτων όπως το bitcoin- λιγότερη κατανάλωση ενέργειας ανά τετραγωνικό μέτρο κατοικίας, αλλά όλο και περισσότερες και μεγαλύτερες κατοικίες για τον καθένα. Θα έχουμε γενικά εξυπνότερη και ηπιότερη ανάπτυξη τεχνολογίας, όμως λιγότερη χρήση των φυσικών πόρων όχι, όσο δεν θα υπάρχει κοινωνική δικαιοσύνη στην κατανομή τους και όσο θα υπάρχει ατομική τους ιδιοκτησία. Αρκεί να αναλογισθούμε τα επακόλουθα της κατοχής ενός αυτοκινήτου -έστω και υβριδικού- από κάθε Κινέζο, πράγμα που θα ήταν απολύτως δίκαιο, αφού κάθε δυτικός θα έχει ένα.
Η πράσινη ανάπτυξη και οι πράσινες τεχνολογίες θα έχουν ένα βραχυπρόθεσμα θετικό ισοζύγιο για τη βιόσφαιρα και τα οικοσυστήματα. Θα τους δώσουν μια περιορισμένη χρονικά «παράταση» της επιβίωσής τους. Δεν θα είναι μακροπρόθεσμη λύση, αφού και η βιώσιμη πράσινη ανάπτυξη θα απαιτήσει επεκτάσεις πέρα από τις δυνατότητες του πλανήτη, χωρίς μείωση της παραγωγής-κατανάλωσης, τουλάχιστον σε κάποιους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
7. Και η μακροπρόθεσμη διέξοδος;
Η υπόσχεση της πράσινης ανάπτυξης ότι μπορούμε να πάμε προς ένα βιώσιμο μέλλον χωρίς καμία παραίτηση, ενόψει των αυξανόμενων ανθρώπινων πληθυσμών, του φαινομένου αναπήδησης και της εγγενούς λογικής του προτύπου της ανάπτυξης, δεν είναι κάτι περισσότερο από έναν κοινωνιολογικό μύθο[2] . Χωρίς την αλλαγή προς μια κουλτούρα της επάρκειας, της δίκαιης κατανομής των πόρων, χωρίς βαθιές αλλαγές στη συμπεριφορά των καταναλωτών και του οικονομικού συστήματος, καθώς και χωρίς μια σαφή αποστασιοποίηση από το μοντέλο ανάπτυξης και της κοινωνικής εκμετάλλευσης της φύσης, δεν αρκεί ο τεχνολογικός φετιχισμός για να ληφθούν υπόψη τα πλανητικά όρια και να πετύχουμε τους στόχους της αειφορίας.
Όσοι είναι εκτός της λογικής της ανάπτυξης, ακόμα και της "βιώσιμης πράσινης" ανάπτυξης, που όπως είπαμε θα δώσει μια παράταση, πρέπει να ξεκινήσουμε, όσο γίνεται πιο γρήγορα, για να διαμορφώσουμε την προοπτική για το ξεπέρασμα του καπιταλιστικού τρόπου οικονομικής, κοινωνικής, οικολογικής και πολιτικής οργάνωσης των ανθρώπινων κοινοτήτων. Αν βέβαια δεν έχουμε ξεκινήσει ακόμα, διότι υπάρχει ήδη τέτοιο κίνημα, το οποίο με τη μορφή παραδείγματος, προσπαθεί να κατέβει από το τρένο της ανάπτυξης, να πει στοπ σε αυτή και να διαμορφώσει και ιδεολογικά και κοινωνικά συνθήκες ευνοϊκές για εναλλακτικές προς το καπιταλισμό προτάσεις. Μια από αυτές τις προτάσεις που αρχίζει να διαμορφώνεται και προτείνει διαφορετική πορεία από αυτήν του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού, είναι η πρόταση της «Απο-ανάπτυξης» με τη στρατηγική της Τοπικοποίησης.
α) «Από-ανάπτυξη»
Σύμφωνα με τον Σερζ Λατούς, συγγραφέα του βιβλίου «Το στοίχημα της αποανάπτυξης» και τον Φώτη Τερζάκη, η επιβίωση του πλανήτη εξαρτάται στην ουσία από το στοίχημα της αποανάπτυξης. «Για να γίνει αυτό πλήρως κατανοητό πρέπει να προσανατολιστούμε σε μία ποιοτική έννοια του πλούτου, δηλαδή μη οικονομική, και να δούμε κατάματα την αντίστροφη αναλογία που συνδέει τις δύο έννοιες: οικονομική ανάπτυξη σημαίνει κοινωνική/περιβαλλοντική αποπτώχευση, ο κοινωνικός/περιβαλλοντικός πλούτος απαιτεί τη συρρίκνωση της οικονομίας.»[3]
Σύμφωνα με τον Γ. Καλλή, καθηγητή στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης [4]: «Η από-ανάπτυξη αναφέρεται πρωτίστως στην ανάγκη αποσύνδεσης του στόχου της κοινωνικής ευημερίας από τον στόχο της οικονομικής μεγέθυνσης, της αύξησης δηλαδή του ΑΕΠ».
Η πρόταση της από-ανάπτυξης είναι απλή. Μπορούμε να ζήσουμε καλύτερα χωρίς να χρειάζεται να παράγουμε ή να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο. Ακόμα πιο ριζοσπαστικά, η από-ανάπτυξη προτείνει μια ανάστροφη διαδικασία από-μεγέθυνσης, ή σμίκρυνσης αν θέλετε, της οικονομίας, δηλαδή ελάττωσης της συνολικής παραγωγής και της συνολικής κατανάλωσης. Η διαδικασία αυτή είναι απαραίτητη, αν θέλουμε να αποφύγουμε την οικολογική καταστροφή. Και αν την διαχειριστούμε σωστά, η από-ανάπτυξη όχι μόνο δεν θα οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας και της φτώχειας, αλλά μπορεί και να βελτιώσει την ποιότητα της ζωής μας… Η οικονομική ανάπτυξη δεν είναι βιώσιμη. Δεν είναι βιώσιμη οικολογικά, δεν είναι βιώσιμη κοινωνικά, δεν είναι βιώσιμη ούτε καν οικονομικά…. Η επιλογή που αντιμετωπίζουμε σήμερα δεν είναι μεταξύ ανάπτυξης με οποιοδήποτε επίθετο («μαύρης», «πράσινης», «βιώσιμης» κ.λπ.) και από-ανάπτυξης. Είναι μεταξύ μιας καταστροφικής και ανεξέλεγκτης ύφεσης και μιας ελεγχόμενης και βιώσιμης από-ανάπτυξης.
Είμαστε επιβάτες σε ένα αυτοκίνητο το οποίο τρέχει με ιλιγγιώδη ταχύτητα προς το γκρεμό. Το αυτοκίνητο αρχίζει να κλωτσάει. Η βενζίνη τελειώνει και η μηχανή σκουριάζει. Αυτό που προσπαθούμε να κάνουμε σήμερα είναι να ξαναβάλουμε βενζίνη-έστω και βιοντίζελ- να διορθώσουμε τη μηχανή, και να συνεχίσουμε την τρελή πορεία προς τον γκρεμό. H «πράσινη ανάπτυξη»(New Deal) προτείνει να αλλάξουμε την μηχανή του αυτοκινήτου και να την κάνουμε υβριδική. Η από-ανάπτυξη αντιθέτως μας καλεί να σταματήσουμε το αμάξι και να βάλουμε όπισθεν. Ή μάλλον καλύτερα, να πατήσουμε φρένο, να κατέβουμε από το αμάξι και να αρχίσουμε να περπατάμε προς όποια κατεύθυνση θέλουμε. Σίγουρα όχι πάντως προς τον γκρεμό.
Το κίνημα της Αποανάπτυξης δεν είναι εναντίον των ανανεώσιμων-καλύτερα ήπιων- πηγών ενέργειας και της πολιτικής της επάρκειας, αλλά επισημαίνει ότι σε έναν κόσμο με αυξανόμενη οικονομική ανάπτυξη αυτές οι στρατηγικές προσήλωσης στην τεχνολογία δεν αρκούν. Ειδικά αν εφαρμόζονται από εταιρείες με τη μορφή των βιομηχανικών μεγασυστημάτων (ΒΑΠΕ) σε βουνά και δάση με οικολογικό αποτύπωμα μεγαλύτερο από αυτό που υποτίθεται πάνε να μειώσουν. Ειδικά όταν θα πρέπει να καταστεί δυνατό ένα παρόμοιο βιοτικό επίπεδο για όλους τους ανθρώπους, χωρίς να καταστρέψουμε τον πλανήτη.
Δεν υπάρχει βιωσιμότητα χωρίς αλλαγή του τρόπου ζωής
Εκτός από την πράσινη τεχνολογία, η προστασία του περιβάλλοντος απαιτεί επίσης έναν πιο χαλαρό-στηριγμένο στην επάρκεια και όχι στην υπερκατανάλωση- τρόπο ζωής, υποστηρίζει το κίνημα της αποανάπτυξης. Έτσι δεν αρκεί π.χ. να οδηγούμε μόνο πιο αποδοτικά και ενεργειακά αναβαθμισμένα αυτοκίνητα. Θα χρειασθεί να περπατήσουμε ξανά, ή να χρησιμοποιήσουμε το ποδήλατο, το λεωφορείο και το τρένο. Ενάντια σε αυτήν την δυσάρεστη αλήθεια, δεν βοηθά κανένα πακέτο ψευδαίσθησης, όπως π.χ. των αναδασώσεων, ώστε τα δένδρα να δεσμεύσουν τις εκπομπές που αποσταθεροποιούν το κλίμα. Το μέγεθος των απαραίτητων για αυτό αναδασώσεων, θα πρέπει να είναι τόσο γιγαντιαίο, που θα είναι αδύνατο να τις κάνουμε. Είναι πιο αποδοτικό να προστατεύουμε τα δάση προληπτικά-και αυτό μπορούν να το κάνουν οι ίδιες οι τοπικές κοινωνίες αν στηριχθούν από το κράτος με πόρους, που τώρα τις έχει στερήσει-από το να πούμε «δεν πειράζει που κάηκαν, θα κάνουμε αναδάσωση» αναθέτοντάς την μάλιστα σε «αναδόχους», όπως θέλει να το κάνει η ελληνική κυβέρνηση!
Επομένως, η στροφή προς μια πιο βιώσιμη κοινωνία δεν λειτουργεί χωρίς έναν νέο τρόπο ζωής. Πρέπει να καταναλώνουμε λιγότερα, σαν σύνολο όλοι οι άνθρωποι, παρά το ότι υπάρχουν μεταξύ μας-η τάξη των οικονομικών ελίτ-που υπερκαταναλώνει πολύ δυσανάλογα σε σχέση με τους «από κάτω».
β) Η κατεύθυνση της Τοπικοποίησης[5]
Η Τοπικοποίηση είναι μια στρατηγική στα πλαίσια της πρότασης της από-ανάπτυξης. Στόχος της η αποκεντρωμένη, τοπικοποιημένη κοινωνία που θα έχει σαν κύτταρο την αυτοδύναμη κοινότητα και θα στηρίζεται στην άμεση δημοκρατία και στον συνομοσπονδιακό κοινοτισμό (ομοσπονδίες δήμων-συνομοσπονδίες περιφερειών- ομοσπονδίες εθνών ). Η τοπικοποίηση προτείνεται ως ένας δρόμος προς την κοινωνική, οικολογική και πολιτισμική συνθετότητα και πολυμορφία, σε αντιπαραβολή προς τον παγκόσμιο καπιταλισμό, που τείνει προς το «παγκόσμιο χωριό», την ισοπέδωση και τη μονομερή ανάπτυξη, παραγκωνίζοντας ιδιαιτερότητες ιστορικές και πολιτισμικές, καθώς και άλλους τρόπους κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης και συμβίωσης.
Οι δομές της επανατοπικοποιημένης κοινωνίας στήνονται στη βάση της μέριμνας για τον άνθρωπο και τη φύση/ περιβάλλον. Στο πεδίο της οικονομίας σημαίνει τοπική, μικρής κλίμακας παραγωγή και μικρομεσαία αγορά, παραγωγούς / καταναλωτές, αλλά, κυρίως, τη μεγαλύτερη δυνατή συλλογική ιδιοκτησία επιχειρήσεων, την αξιοποίηση τοπικών πρώτων υλών, πηγών ενέργειας και δυναμικού, τη σύζευξη πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας.
Νοικοκυριά, συλλογικότητες, συνεταιρισμοί, κοινότητες, δήμοι και περιφέρειες αποφασίζουν πώς και ποιοι πόροι θα αξιοποιηθούν, πώς θα κατανεμηθούν ορθολογικά, ποιες είναι οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις των οικονομικών δραστηριοτήτων. Βελτιώνουν το τοπικό εισόδημα μέσα από την προώθηση ομάδων παραγωγών, συνεταιρισμών παραγωγών-καταναλωτών για απευθείας διακίνηση τροφίμων, χωρίς μεσάζοντες, με συνεταιριστικά μικρά μαγαζιά, με δίκτυα διανομής και τοπικά συστήματα ανταλλαγών με δικό τους νόμισμα κ.λ.π Με εναλλακτικούς πιστωτικούς συνεταιρισμούς, που διαχειρίζονται αποταμιεύσεις μελών και πελατών τους χωρίς κερδοσκοπικές πρακτικές. Επαναπροσδιορίζουν γενικότερα τις βασικές ανάγκες και τον τρόπο ικανοποίησή τους-όσο γίνεται λιγότερο μέσω των αγορών και της ατομικής κατανάλωσης- με στήριξη στα συλλογικά αγαθά και με μικρότερο κοινωνικό και οικολογικό αποτύπωμα. Επιδιώκουν την «ευημερία μέσα από την ατομική λιτότητα, σε συνδυασμό με τη συλλογική αφθονία», στηριζόμενοι περισσότερο στην αυτοανάπτυξη-αυτοπραγμάτωση των ανθρώπινων όντων.
Σε πολιτικό επίπεδο, η δημοτική αυτό-διεύθυνση, που ορίζεται από τη συμμετοχή του πολίτη με όρους άμεσης δημοκρατίας συνιστά το πιο δύσκολο εγχείρημα της τοπικοποίησης-αποανάπτυξης. Θα στηρίζεται σε ένα νέο είδος πολιτικής που θα μετατρέπει τους πολίτες σε υποκείμενά της και θα δημιουργήσει θεσμούς άμεσης οικονομικής-κοινωνικής-οικολογικής-πολιτικής δημοκρατίας.
Ο συμμετοχικός προϋπολογισμός μπορεί να λειτουργήσει ως μια πρώτη απόπειρα συμμετοχής του πολίτη στα κοινά και ως κίνητρο για να βγει ο σημερινός πολίτης από την αδιαφορία και να νιώσει ότι μπορεί να παρέμβει στο δημόσιο χώρο, αλλά και στη δική του ζωή.
Αυτή η στροφή θα χαρακτηρίζεται από την έννοια της „απο-ανάπτυξης“ σαν απάντηση στην „ανάπτυξη“ κάθε μορφής. «Απο-ανάπτυξη εδώ»( όπου υπάρχει κοινωνική και περιβαλλοντική επιβάρυνση), «συντήρηση εκεί»( όπου οι επιβαρύνσεις είναι μηδενικές), «ανάπτυξη πιο πέρα»(όπου δεν υπάρχουν επιβαρύνσεις), αλλά σε καμία περίπτωση «ανάπτυξη ή θάνατος», που είναι το σύνθημα του Τουρμποκαπιταλισμού.
Στην Ελλάδα του σήμερα, στα πλαίσια της συνολικής κρίσης της ελληνικής κοινωνίας και του "ναυαγίου" του μοντέλου ανάπτυξης που ακολουθήθηκε στη χώρα, θεωρούμε ότι είναι καταρχήν απαραίτητο να δώσουμε νέα νοήματα στη ζωή μας και την καθημερινότητά μας σαν πολίτες.
Όλο και περισσότεροι από μας βλέπουν σήμερα –βιώνοντας τα αποτελέσματα της επιδημιολογικής κρίσης και των καταστροφικών πυρκαγιιών- ότι είναι αναγκαίο να ξεπερασθεί το μέχρι τώρα ακολουθούμενο μοντέλο ανάπτυξης που μας οδηγεί σε οικονομικές και οικολογικές καταστροφές. Από την άλλη, καταλαβαίνουμε ότι για να είναι αυτό δυνατό, θα χρειασθεί ένα σημαντικό μέρος της νεολαίας και των ανέργων των πόλεων να μετεγκατασταθεί με δημιουργικό τρόπο στην περιφέρεια[6]. Για να την αναζωογονήσουν και να στραφούν στην ενδογενή παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας με εφαλτήρα τον αγροδιατροφικό τομέα, την μεταποίηση και τον ενεργειακό εφοδιασμό με αποκεντρωμένα μικρομεσαία συστήματα ΗΜΕ και όχι μόνο με τις υπηρεσίες και τον υπερδιογκωμένο μέχρι σήμερα τριτογενή τομέα και τουρισμό
[1] Στη Γερμανία, ενώ είχαμε μείωση των εκπομπών στον τομέα της παραγωγής ενέργειας, λόγω του ότι αυξήθηκε σημαντικά το ποσοστό των ΑΠΕ στο ενεργειακό προφίλ της, οι συνολικές εκπομπές ισοδύναμου διοξειδίου αντίθετα αυξάνονται και δεν πιάνονται οι στόχοι της μείωσης των εκπομπών. Αυτό συμβαίνει γιατί υπάρχει μεγάλη ανάπτυξη της βιομηχανίας-π.χ. της τσιμεντοβιομηχανίας λόγω οικοδομικού μπουμ τα τελευταία χρόνια-αύξηση στην κατανάλωση άνθρακα, αύξηση στον τομέα των μεταφορών και της κυκλοφορίας αυτοκινήτων-το γρήγορο, μεγάλο αμάξι είναι φετίχ για τον μέσο Γερμανό- και στη θέρμανση κτιρίων-αν και τα τελευταία χρόνια δεν έχουμε εδώ πολύ κρύους χειμώνες λόγω της αλλαγής του κλίματος. Η εξοικονόμηση λόγω της αντιρρυπαντικής τεχνολογίας δεν είναι αρκετή, ενώ οι ιστορικά χαμηλές τιμές-από τότε που δημιουργήθηκε η αγορά ρύπων- των πιστοποιητικών εκπομπής κάνουν τις βιομηχανίες να μην ενδιαφέρονται και πολύ για «πράσινες» τεχνολογίες μείωσης (λογική του κόστους-οφέλους).
[2]Οι λεγόμενες «πράσινες» εταιρείες π.χ. κάνουν καμπάνιες «πράσινου ξεπλύματος» των οικονομικών τους δραστηριοτήτων (Greenwashing). Συχνά επενδύουν περισσότερο χρόνο και κεφάλαιο για να διαφημισθεί η περιβαλλοντική ευαισθησία των επιχειρήσεων, παρά για την πραγματικά περιβαλλοντική τους λειτουργία. Αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό με τις εταιρείες εγκατάστασης ΒΑΠΕ στην Ελλάδα, που δεν εγκαθιστούν στα βουνά μας τις μεγαθήριες ανεμογεννήτριες από ευαισθησία στο περιβάλλον-το οποίο καταστρέφουν με τα φαραωνικά τους έργα-αλλά επειδή εκεί έχει μεγαλύτερη απόδοση ο άνεμος για μεγιστοποίηση των κερδών τους. Αυτό το έχουν καταλάβει οι τοπικές κοινωνίες και σε πολλές περιπτώσεις αντιδρούν αναλόγως.
[3] ΦΩΤΗΣ ΤΕΡΖΑΚΗΣ - Η ΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΠΑΡΟΥΣΑΣ ΚΡΙΣΗΣ http://poetrybar.blogspot.com/2009/12/blog-post.html
[4] http://www.iliosporoi.net/index.php?option=com_content&view=article&id=199:o-&catid=34:social-a-poltical-ecology&Itemid=53
[5] βλέπε https://www.topikopoiisi.eu/,
επίσης το βιβλίο μας: Τοπικοποίηση, από το παγκόσμιο στο τοπικό.
[6] Θα μπορούσε να διεκδικηθεί και να εφαρμοσθεί ένα πρόγραμμα αναζωογόνησης των καταστραμμένων-παρατημένων χωριών της ελληνικής περιφέρειας με εγκατάσταση σε αυτά ομάδων αποτελούμενων από νέους άνεργους μαζί με πρόσφυγες που κρατούνται σήμερα στα ανάλογα κέντρα και θα ήθελαν να μείνουν στην Ελλάδα. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πολλές δεξιότητες και μπορούν να συμβάλουν στην αναζωογόνηση της ελληνικής επαρχίας, αν τους δοθεί η δυνατότητα να κάνουν χρήση των παρατημένων υποδομών της.