ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ Ν. ΜΑΛΛΙΑΡΗ
Παρ’ όλο που ο Φιλίπ Μυρέ υπήρξε ένας πολύ σημαντικός εκπρόσωπος της γαλλικής λογοτεχνίας των τελευταίων δεκαετιών, το Αγαπητοί τζιχαντιστές… είναι μόλις το δεύτερο κείμενό του που μεταφράζεται, πρώτα στα ιταλικά και τώρα στα ελληνικά, μετά την ιταλική και την ισπανική έκδοση της Αυτοκρατορίας του Καλού (1991). Παρά την κάποια μηντιακή αναγνώριση της οποίας χαίρει τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, ο Μυρέ παραμένει ακόμη άγνωστος στο εξωτερικό. Με την εξαίρεση ορισμένων παλιότερων άρθρων του Λάκη Προγκίδη στην Ελευθεροτυπία ή στα Νέα, η μόνη αναφορά στο έργο του γάλλου συγγραφέα στην ελληνική γλώσσα ίσως είναι ο επίλογος που ο ίδιος Λ. Π. μάς παραχώρησε για την ανά χείρας έκδοση αλλά κι ένα παλιότερο σχόλιο του Μισέλ Ουελμπέκ[1].
Παρά το χιουμοριστικό του ύφος -χαρακτηριστικό ενός μαιτρ της σάτιρας όπως ο Μυρέ-, οι Τζιχαντιστές… είναι ένα πυκνό κείμενο, καθώς στις σελίδες του ο συγγραφέας συμπυκνώνει τα φιλοσοφικά, ανθρωπολογικά ή ακόμη και θεολογικά συμπεράσματα της ως τότε διανοητικής του πορείας. Διότι ο Μυρέ διέθετε γερή ιστορική και φιλοσοφική παιδεία όπως επίσης και μια συνολική κοσμοθεωρία. Γραμμένη στα τέλη του 2001, τούτη η ανοιχτή επιστολή χρησιμοποιεί την αναφορά στους φανταστικούς της παραλήπτες για να ειρωνευτεί και καυτηριάσει τα αδιέξοδα των δυτικών κοινωνιών. Το βασικό του συμπέρασμα, απλό όσο και βασανιστικά αφοπλιστικό, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Αγαπητοί τζιχαντιστές, άδικα προσπαθείτε να μας καταστρέψετε… Αυτο-καταστρεφόμαστε εδώ και καιρό και μόνοι μας!
Ως μυθιστοριογράφος, δηλαδή θεράπων μιας τέχνης κατεξοχήν νεωτερικής, ο Μυρέ θα πρέπει να ιδωθεί ως εκπρόσωπος μιας νεωτερικής κριτικής στη νεωτερικότητα: μιας κριτικής των υπερβολών που μετατρέπουν το νεωτερικό πρόταγμα της κριτικής σκέψης και του αυτόνομου υποκειμένου, στις σημερινές κοινωνίες της κατανάλωσης και της γενικευμένης διασκέδασης. Η νεωτερική μάχη του ανθρώπου να υπερβεί τον ίδιο του τον εαυτό ήταν ίδιον ενός ηρωικού ανθρώπινου όντος, που είχε στη ζωή του διαφορετικούς στόχους από τη διαρκή καλοπέραση. Τούτη είναι η θεμελιώδης και βασική διαφοροποίηση για τον Μυρέ, η οποία και συνιστά την «ανθρωπολογική μεταμόρφωση» που ορίζει την ανάδυση των σημερινών κοινωνιών: κορύφωση της προοδολάγνου, αισιόδοξης κι ουτοπικής συνιστώσας της νεωτερικότητας είναι ο σημερινός «εορτάζων άνθρωπος» κι η ανάδυση μιας κοινωνίας όπου τα πάντα είναι -ή οφείλουν να γίνονται αντιληπτά ως- γιορτή. Τα πάντα είναι ωραία, όμορφα, χαρούμενα, cool, χαλαρά, κανείς πλέον δε ντρέπεται για τίποτε, όλοι/ες είμαστε ανοικτοί/ές στον Άλλον, όλοι έχουν δικαίωμα στην άποψη, κανείς δεν κρίνει ώστε να μην κριθεί κ.ο.κ. Παντού κυριαρχεί η «θετική σκέψη» κι η «αισιοδοξία», όλοι οφείλουν να χαμογελούν και να χορεύουν.
Για τον συγγραφέα, ίδιον τούτης της μετα-ανθρωπότητας είναι ο αγώνας ενάντια στους περιορισμούς του ίδιου του Πραγματικού, η προσπάθεια να μετατρέψουμε την πραγματικότητα από «αυτό που αντιστέκεται» σε προέκταση του παραληρήματός μας -είτε υποτάσσοντάς την στις προκρούστειες εξωραϊστικές μεθόδους της πολιτικής ορθότητας, της θετικής σκέψης και της αισθητικής χειρουργικής, είτε ρευστοποιώντας την μέσω της εορταστικής εκστατικότητας και της ψευτο-πρωτοποριακής απόρριψης κάθε παρελθόντος. Φροϋδικώς θα λέγαμε ότι η ημερινή ζωή παύει να ορίζεται από την αρχή της Πραγματικότητας και υποτάσσεται στ’ αποχαυνωτικά θέλγητρα της αρχής της Ηδονής. Τα πάντα μετατρέπονται σε χαρά, γιορτή, ρέιβ πάρτι, ψυχοτρόπο τριπ: από τη θρησκεία και την τέχνη ως την πολιτική. Το σύγχρονο άτομο βρίσκεται σε μια διαρκή υπερκινητική περιδίνηση από «φεστιβάλ» σε «event» κι από «workshop» σε «πολυχώρο».
Πρόκειται για πραγματική «ανθρωπολογική οπισθοδρόμηση», όπως διαβάζουμε στους Τζιχαντιστές…, μιας κι εντός του λούνα-παρκ της σύγχρονης Δύσης καταβάλλεται μια συστηματική προσπάθεια υπαναχώρησης, αφενός, από την ενήλικη στην παιδική ζωή και, αφετέρου, από τη δημιουργική ατομικότητα στη χυλώδη κι αποχαυνωμένη, άνευρη «ολότητα» του διασκεδάζοντος πλήθους. Το πέρασμα από την «ανθρωπότητα της ηρωικής περιόδου» στη «μετα-ανθρωπότητα» σηματοδοτεί μια θεμελιώδη οντολογική έκπτωση: την αυτοκρατορία του Καλού, όπως ονομάζει το καθεστώς αυτό ο Μυρέ, δηλαδή τη δημιουργία ενός «τέλειου» ανθρώπινου όντος, διαρκώς νέου και χωρίς παρελθόν, γιατρεμένου από κάθε τραγικότητα. Πρόκειται για την τελική νίκη του νεωτερικού ουτοπισμού της Προόδου επί της θεμελιώδους κι απερίσταλτης ατέλειας του πραγματικού, ατομικού, ιστορικά συγκεκριμένου ανθρώπινου όντος, δεμένου με το εκάστοτε παρελθόν του.
Αυτήν την ατελή ατομικότητα θέλει να υπερασπιστεί ο Μυρέ ενάντια στην αφηρημένη «ανθρωπότητα», τούτο το κατ’ εξοχήν προϊόν του νεωτερικού παραληρήματος. Αυτό είναι το χρέος της λογοτεχνίας και δη του μυθιστορήματος: η αποδόμηση των λυρικών-ουτοπικών ψευδαισθήσεων, όπως θα ‘λεγε κι ο Μίλαν Κούντερα τον οποίον τόσο εκτιμούσε. Άλλωστε για τον Μυρέ η «θετικότητα», το «Καλό» και το «εορταστικό» συνιστούν τη σημερινή εκδοχή καταπιεστικής Αφαίρεσης, η οποία ποδηγετεί το άτομο, όπως παλιότερα έκαναν το κράτος, η θρησκεία, ο πατριωτισμός, το «θέαμα».
Μπαλζκικός αλλά ταυτόχρονα με τους "μηδενιστές" Σαντ, Σελίν κι Ουελμπέκ, υπερασπιστής του νεωτερικου υποκειμένου, που αντλεί επιχειρήματα από την Καθολική θεολογία, αλλά ταυτοχρόνως κατακριτής της τάσης του εορταστικού καθεστώτος ν' αποερωτικοποιεί το ανθρώπινο ον: Αυτό που πάντοτε αναζητούσε ο Μυρέ, με το μοναδικό χιούμορ του, ήταν "το απόλυτα ετερογενές", το στοιχείο εκείνο που θα του επέτρεπε να υπερασπιστεί με τον πιο καθαρό τρόπο "το καταραμένο μας απόθεμα" ενάντια στο καθεστώς της γενικευμένης εορταστικότητας.
Η τάση του αυτή προς την υπερβολή δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση τη διαύγεια της ματιάς του. Τουναντίον μάλιστα: το γεγονός πως ακόμα κι η «δοκιμιακού» τύπου κοινωνική του κριτική (εξέχον δείγμα της οποίας είναι οι Τζιχαντιστές…) είναι γραμμένη σε λογοτεχνικό στυλ, αφήνοντας έτσι έναν σημαντικό βαθμό ασάφειας να πλανάται πάνω από το ερώτημα σχετικά με την ακριβή φύση των πολιτικών απόψεων του συγγραφέα, μπορεί να ‘χει σήμερα μόνο θετικές συνέπειες. Διότι δίνει ένα απελευθερωτικό σκούντημα στην κοιμωμένη μας συνείδηση, που αρκείται όλο και περισσότερο να κατηγοριοποιεί ιεροεξεταστικώς, ασχολούμενη όχι με το τι λέει κάθε φορά ένας συγγραφέας ή ένας στοχαστής, αλλά με το πώς, γιατί και από ποια θέση το λέει. Όχι ότι δεν έχει κι αυτό σημασία· ωστόσο η πραγματική ανάγνωση ασχολείται κατά βάση με το περιεχόμενο των ιδεών και των επιχειρημάτων κάποιου συγγραφέα, όχι με το αν είναι αντιδραστικός, φασίστας ή αριστερός.
Η πολυεπίπεδη αντιφατικότητα του Μυρέ συνιστά απτό τεκμήριο του πλούτου των ιδεών και των διαισθήσεων που μπορεί κανείς να βρει στο έργο ενός συγγραφέα που ο Ζαν Μπωντριγιάρ συγκατέλεγε στους «πολύ σπάνιους αντιστασιακούς» του καιρού μας. Το έργο του έχει πολλά να διδάξει σε όσους επιδιώκουμε μια ριζική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής: μας δείχνει τα όρια συγκεκριμένων αναλύσεων αλλά και τη σχέση ακόμα και της ριζικότερης κριτικής με τον κόσμο εντός της οποίας αυτή εκδηλώνεται, προσπαθώντας να την πολεμήσει· μας δείχνει τις αντιφάσεις στις οποίες μπορεί να πέσει, την ανάγκη αλλά και ταυτόχρονα τη δυσκολία υπέρβασης των καθιερωμένων εργαλείων και σχημάτων· μας μαθαίνει τη σημασία της γλώσσας αλλά και την ανάγκη να «στοχαζόμαστε επί των συγκεκριμένων αντικειμένων και των γεγονότων του καθημερινού μας κόσμου, από τη Ντίσνεϊλαντ και την τρομοκρατία, ως την πορνογραφία, τα σούπερ μάρκετ και τον Άντι Γουόρχολ», όπως σημείωνε ο ίδιος ο Μυρέ μιλώντας για τον Μπωντριγιάρ.
Αν, όπως το θέτει ο Ζ.-Κ. Μισεά, «καμία κοινωνία εφάμιλλη των σημερινών δυνατοτήτων του ανθρώπινου είδους δε θα έχει έστω και την παραμικρή πιθανότητα ιστορικής πραγμάτωσης, καθόσον το ριζοσπαστικό κίνημα παραμένει ανήμπορο να αναγνωρίσει ρητά ότι είναι πλέον ανάγκη να αποδεχθούμε μια σειρά συντηρητικών απαιτήσεων»[2], ο εμπλουτισμός της κριτικής σκέψης σήμερα με μια μυρεϊκή προοπτική θα πρέπει να θεωρείται ως εκ των ων ουκ άνευ σε θεωρητικό και αναλυτικό επίπεδο -ανεξάρτητα απ’ τα προσωπικά χούγια και τις ιδιαίτερες συμπάθειες του ίδιου του Μυρέ.
[1] Μ. Ουελμπέκ, Μπ.-Α. Λεβί, Δημόσιος κίνδυνος, μτφρ. Λ. Σιπητάνου, Αθήνα, Εστία, 2010, σ. 107.
[2] Ζ.-Κ. Μισεά, Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός (ετοιμάζεται από τις εκδόσεις «Μάγμα»).
Παρ’ όλο που ο Φιλίπ Μυρέ υπήρξε ένας πολύ σημαντικός εκπρόσωπος της γαλλικής λογοτεχνίας των τελευταίων δεκαετιών, το Αγαπητοί τζιχαντιστές… είναι μόλις το δεύτερο κείμενό του που μεταφράζεται, πρώτα στα ιταλικά και τώρα στα ελληνικά, μετά την ιταλική και την ισπανική έκδοση της Αυτοκρατορίας του Καλού (1991). Παρά την κάποια μηντιακή αναγνώριση της οποίας χαίρει τα τελευταία χρόνια στη Γαλλία, ο Μυρέ παραμένει ακόμη άγνωστος στο εξωτερικό. Με την εξαίρεση ορισμένων παλιότερων άρθρων του Λάκη Προγκίδη στην Ελευθεροτυπία ή στα Νέα, η μόνη αναφορά στο έργο του γάλλου συγγραφέα στην ελληνική γλώσσα ίσως είναι ο επίλογος που ο ίδιος Λ. Π. μάς παραχώρησε για την ανά χείρας έκδοση αλλά κι ένα παλιότερο σχόλιο του Μισέλ Ουελμπέκ[1].
Παρά το χιουμοριστικό του ύφος -χαρακτηριστικό ενός μαιτρ της σάτιρας όπως ο Μυρέ-, οι Τζιχαντιστές… είναι ένα πυκνό κείμενο, καθώς στις σελίδες του ο συγγραφέας συμπυκνώνει τα φιλοσοφικά, ανθρωπολογικά ή ακόμη και θεολογικά συμπεράσματα της ως τότε διανοητικής του πορείας. Διότι ο Μυρέ διέθετε γερή ιστορική και φιλοσοφική παιδεία όπως επίσης και μια συνολική κοσμοθεωρία. Γραμμένη στα τέλη του 2001, τούτη η ανοιχτή επιστολή χρησιμοποιεί την αναφορά στους φανταστικούς της παραλήπτες για να ειρωνευτεί και καυτηριάσει τα αδιέξοδα των δυτικών κοινωνιών. Το βασικό του συμπέρασμα, απλό όσο και βασανιστικά αφοπλιστικό, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Αγαπητοί τζιχαντιστές, άδικα προσπαθείτε να μας καταστρέψετε… Αυτο-καταστρεφόμαστε εδώ και καιρό και μόνοι μας!
Ως μυθιστοριογράφος, δηλαδή θεράπων μιας τέχνης κατεξοχήν νεωτερικής, ο Μυρέ θα πρέπει να ιδωθεί ως εκπρόσωπος μιας νεωτερικής κριτικής στη νεωτερικότητα: μιας κριτικής των υπερβολών που μετατρέπουν το νεωτερικό πρόταγμα της κριτικής σκέψης και του αυτόνομου υποκειμένου, στις σημερινές κοινωνίες της κατανάλωσης και της γενικευμένης διασκέδασης. Η νεωτερική μάχη του ανθρώπου να υπερβεί τον ίδιο του τον εαυτό ήταν ίδιον ενός ηρωικού ανθρώπινου όντος, που είχε στη ζωή του διαφορετικούς στόχους από τη διαρκή καλοπέραση. Τούτη είναι η θεμελιώδης και βασική διαφοροποίηση για τον Μυρέ, η οποία και συνιστά την «ανθρωπολογική μεταμόρφωση» που ορίζει την ανάδυση των σημερινών κοινωνιών: κορύφωση της προοδολάγνου, αισιόδοξης κι ουτοπικής συνιστώσας της νεωτερικότητας είναι ο σημερινός «εορτάζων άνθρωπος» κι η ανάδυση μιας κοινωνίας όπου τα πάντα είναι -ή οφείλουν να γίνονται αντιληπτά ως- γιορτή. Τα πάντα είναι ωραία, όμορφα, χαρούμενα, cool, χαλαρά, κανείς πλέον δε ντρέπεται για τίποτε, όλοι/ες είμαστε ανοικτοί/ές στον Άλλον, όλοι έχουν δικαίωμα στην άποψη, κανείς δεν κρίνει ώστε να μην κριθεί κ.ο.κ. Παντού κυριαρχεί η «θετική σκέψη» κι η «αισιοδοξία», όλοι οφείλουν να χαμογελούν και να χορεύουν.
Για τον συγγραφέα, ίδιον τούτης της μετα-ανθρωπότητας είναι ο αγώνας ενάντια στους περιορισμούς του ίδιου του Πραγματικού, η προσπάθεια να μετατρέψουμε την πραγματικότητα από «αυτό που αντιστέκεται» σε προέκταση του παραληρήματός μας -είτε υποτάσσοντάς την στις προκρούστειες εξωραϊστικές μεθόδους της πολιτικής ορθότητας, της θετικής σκέψης και της αισθητικής χειρουργικής, είτε ρευστοποιώντας την μέσω της εορταστικής εκστατικότητας και της ψευτο-πρωτοποριακής απόρριψης κάθε παρελθόντος. Φροϋδικώς θα λέγαμε ότι η ημερινή ζωή παύει να ορίζεται από την αρχή της Πραγματικότητας και υποτάσσεται στ’ αποχαυνωτικά θέλγητρα της αρχής της Ηδονής. Τα πάντα μετατρέπονται σε χαρά, γιορτή, ρέιβ πάρτι, ψυχοτρόπο τριπ: από τη θρησκεία και την τέχνη ως την πολιτική. Το σύγχρονο άτομο βρίσκεται σε μια διαρκή υπερκινητική περιδίνηση από «φεστιβάλ» σε «event» κι από «workshop» σε «πολυχώρο».
Πρόκειται για πραγματική «ανθρωπολογική οπισθοδρόμηση», όπως διαβάζουμε στους Τζιχαντιστές…, μιας κι εντός του λούνα-παρκ της σύγχρονης Δύσης καταβάλλεται μια συστηματική προσπάθεια υπαναχώρησης, αφενός, από την ενήλικη στην παιδική ζωή και, αφετέρου, από τη δημιουργική ατομικότητα στη χυλώδη κι αποχαυνωμένη, άνευρη «ολότητα» του διασκεδάζοντος πλήθους. Το πέρασμα από την «ανθρωπότητα της ηρωικής περιόδου» στη «μετα-ανθρωπότητα» σηματοδοτεί μια θεμελιώδη οντολογική έκπτωση: την αυτοκρατορία του Καλού, όπως ονομάζει το καθεστώς αυτό ο Μυρέ, δηλαδή τη δημιουργία ενός «τέλειου» ανθρώπινου όντος, διαρκώς νέου και χωρίς παρελθόν, γιατρεμένου από κάθε τραγικότητα. Πρόκειται για την τελική νίκη του νεωτερικού ουτοπισμού της Προόδου επί της θεμελιώδους κι απερίσταλτης ατέλειας του πραγματικού, ατομικού, ιστορικά συγκεκριμένου ανθρώπινου όντος, δεμένου με το εκάστοτε παρελθόν του.
Αυτήν την ατελή ατομικότητα θέλει να υπερασπιστεί ο Μυρέ ενάντια στην αφηρημένη «ανθρωπότητα», τούτο το κατ’ εξοχήν προϊόν του νεωτερικού παραληρήματος. Αυτό είναι το χρέος της λογοτεχνίας και δη του μυθιστορήματος: η αποδόμηση των λυρικών-ουτοπικών ψευδαισθήσεων, όπως θα ‘λεγε κι ο Μίλαν Κούντερα τον οποίον τόσο εκτιμούσε. Άλλωστε για τον Μυρέ η «θετικότητα», το «Καλό» και το «εορταστικό» συνιστούν τη σημερινή εκδοχή καταπιεστικής Αφαίρεσης, η οποία ποδηγετεί το άτομο, όπως παλιότερα έκαναν το κράτος, η θρησκεία, ο πατριωτισμός, το «θέαμα».
Μπαλζκικός αλλά ταυτόχρονα με τους "μηδενιστές" Σαντ, Σελίν κι Ουελμπέκ, υπερασπιστής του νεωτερικου υποκειμένου, που αντλεί επιχειρήματα από την Καθολική θεολογία, αλλά ταυτοχρόνως κατακριτής της τάσης του εορταστικού καθεστώτος ν' αποερωτικοποιεί το ανθρώπινο ον: Αυτό που πάντοτε αναζητούσε ο Μυρέ, με το μοναδικό χιούμορ του, ήταν "το απόλυτα ετερογενές", το στοιχείο εκείνο που θα του επέτρεπε να υπερασπιστεί με τον πιο καθαρό τρόπο "το καταραμένο μας απόθεμα" ενάντια στο καθεστώς της γενικευμένης εορταστικότητας.
Η τάση του αυτή προς την υπερβολή δεν ακυρώνει σε καμία περίπτωση τη διαύγεια της ματιάς του. Τουναντίον μάλιστα: το γεγονός πως ακόμα κι η «δοκιμιακού» τύπου κοινωνική του κριτική (εξέχον δείγμα της οποίας είναι οι Τζιχαντιστές…) είναι γραμμένη σε λογοτεχνικό στυλ, αφήνοντας έτσι έναν σημαντικό βαθμό ασάφειας να πλανάται πάνω από το ερώτημα σχετικά με την ακριβή φύση των πολιτικών απόψεων του συγγραφέα, μπορεί να ‘χει σήμερα μόνο θετικές συνέπειες. Διότι δίνει ένα απελευθερωτικό σκούντημα στην κοιμωμένη μας συνείδηση, που αρκείται όλο και περισσότερο να κατηγοριοποιεί ιεροεξεταστικώς, ασχολούμενη όχι με το τι λέει κάθε φορά ένας συγγραφέας ή ένας στοχαστής, αλλά με το πώς, γιατί και από ποια θέση το λέει. Όχι ότι δεν έχει κι αυτό σημασία· ωστόσο η πραγματική ανάγνωση ασχολείται κατά βάση με το περιεχόμενο των ιδεών και των επιχειρημάτων κάποιου συγγραφέα, όχι με το αν είναι αντιδραστικός, φασίστας ή αριστερός.
Η πολυεπίπεδη αντιφατικότητα του Μυρέ συνιστά απτό τεκμήριο του πλούτου των ιδεών και των διαισθήσεων που μπορεί κανείς να βρει στο έργο ενός συγγραφέα που ο Ζαν Μπωντριγιάρ συγκατέλεγε στους «πολύ σπάνιους αντιστασιακούς» του καιρού μας. Το έργο του έχει πολλά να διδάξει σε όσους επιδιώκουμε μια ριζική κριτική του σύγχρονου τρόπου ζωής: μας δείχνει τα όρια συγκεκριμένων αναλύσεων αλλά και τη σχέση ακόμα και της ριζικότερης κριτικής με τον κόσμο εντός της οποίας αυτή εκδηλώνεται, προσπαθώντας να την πολεμήσει· μας δείχνει τις αντιφάσεις στις οποίες μπορεί να πέσει, την ανάγκη αλλά και ταυτόχρονα τη δυσκολία υπέρβασης των καθιερωμένων εργαλείων και σχημάτων· μας μαθαίνει τη σημασία της γλώσσας αλλά και την ανάγκη να «στοχαζόμαστε επί των συγκεκριμένων αντικειμένων και των γεγονότων του καθημερινού μας κόσμου, από τη Ντίσνεϊλαντ και την τρομοκρατία, ως την πορνογραφία, τα σούπερ μάρκετ και τον Άντι Γουόρχολ», όπως σημείωνε ο ίδιος ο Μυρέ μιλώντας για τον Μπωντριγιάρ.
Αν, όπως το θέτει ο Ζ.-Κ. Μισεά, «καμία κοινωνία εφάμιλλη των σημερινών δυνατοτήτων του ανθρώπινου είδους δε θα έχει έστω και την παραμικρή πιθανότητα ιστορικής πραγμάτωσης, καθόσον το ριζοσπαστικό κίνημα παραμένει ανήμπορο να αναγνωρίσει ρητά ότι είναι πλέον ανάγκη να αποδεχθούμε μια σειρά συντηρητικών απαιτήσεων»[2], ο εμπλουτισμός της κριτικής σκέψης σήμερα με μια μυρεϊκή προοπτική θα πρέπει να θεωρείται ως εκ των ων ουκ άνευ σε θεωρητικό και αναλυτικό επίπεδο -ανεξάρτητα απ’ τα προσωπικά χούγια και τις ιδιαίτερες συμπάθειες του ίδιου του Μυρέ.
[1] Μ. Ουελμπέκ, Μπ.-Α. Λεβί, Δημόσιος κίνδυνος, μτφρ. Λ. Σιπητάνου, Αθήνα, Εστία, 2010, σ. 107.
[2] Ζ.-Κ. Μισεά, Τζορτζ Όργουελ, ένας συντηρητικός αναρχικός (ετοιμάζεται από τις εκδόσεις «Μάγμα»).