Συνέχεια από την ανάρτηση http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/07/469.html :
Στο πρόγραμμα της «Σχολής του Σικάγου», που έγινε η ατζέντα κάθε νεοφιλελεύθερου ή σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος που ανέβαινε στην εξουσία στον αναπτυγμένο κόσμο (αρχής γενομένης από τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν), η απελευθέρωση των αγορών ήταν ένας από τους 3 πυλώνες του (μαζί με την απορρύθμιση και την περικοπή των δαπανών του κράτους). Στη συνέχεια η απελευθέρωση των αγορών-βλέπε και ιδιωτικοποίηση των δημόσιων τομέων- έγινε η σημαία της Παγκοσμιοποίησης και εφαρμόσθηκε και σε πολλά κράτη της Περιφέρειας. Φυσικά η απελευθέρωση ήταν και ο σημαντικότερος παράγοντας για την «ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών» και έγινε και εδώ η σημαία κάθε θεσμού της Ε.Ε.
Ο τομέας της παραγωγής και του εφοδιασμού ενέργειας ήταν από τους σημαντικότερους τομείς, όπου έπρεπε να επιτευχθεί αυτή η απελευθέρωση, ώστε να γίνει πεδίο κερδών για τους επενδυτές και το κεφάλαιο και να μην είναι αποκλειστικό πεδίο δραστηριότητας του κεντρικού ή περιφερειακού κρατικού τομέα, ο οποίος εξάλλου θα πρέπει να συρρικνωθεί όσο γίνεται, σύμφωνα με την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Με αυτή την έννοια η απελευθέρωση στην ουσία ταυτίσθηκε με την δυνατότητα ιδιωτικοποίησης του τομέα της ενέργειας.
Πραγματικά, αν οι καταναλωτές ενέργειας, που αποτελούν το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας, μετατραπούν σε πελάτες εταιρειών ενέργειας, τότε -και λόγω αριθμητικού μεγέθους και λόγω της βιοτικής ανάγκης για ενέργεια από τον καθένα-τα κέρδη για αυτές τις εταιρείες είναι και μεγάλα και σίγουρα. Η απελευθέρωση λοιπόν της αγοράς ενέργειας, όπου εφαρμόσθηκε, αποδείχθηκε σαν μεγάλη ευκαιρία για τεράστια κέρδη και αποδόσεις για τους επενδυτές και ομίλους κεφαλαίων. Αρκεί η απελευθέρωση να αφορούσε όχι μόνο στη παραγωγή, αλλά και στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής.
Το πακέτο παραγωγής και εφοδιασμού ταυτόχρονα μπορεί να μετατρέψει τον χρήστη της ενέργειας σε πελάτη και έτσι μπορεί να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός και άρα η συγκεντροποίηση και οι συγχωνεύσεις εταιρειών, ώστε να αυξάνεται ο παραγόμενος πλούτος και να βελτιώνεται η παροχή ενεργειακών υπηρεσιών. Αυτό είναι το γενικότερο επιχείρημα για τα καλά της απελευθέρωσης: η υπόσχεση ότι ο ολοένα αυξανόμενος πλούτος θα κατανέμεται στη συνέχεια προς «τα κάτω», σε όλο τον πληθυσμό. Όλοι θα επωφεληθούν από φθηνότερες τιμές και βελτιωμένες υπηρεσίες, πράγμα που ο κρατικός τομέας δε μπορεί να κάνει γιατί είναι δυσκίνητος, δεν έχει ανταγωνισμό και έχει μεγάλο κόστος, λόγω των μεγάλων αμοιβών εργασίας.
Οι υποσχέσεις όμως αυτές δεν υλοποιήθηκαν από τις ιδιωτικές μεγάλες εταιρείες ενέργειας. Ούτε ο αυξανόμενος ιδιωτικός πλούτος κοινωνικοποιήθηκε(οι ανισότητες αντίθετα εκτοξεύθηκαν στα ύψη), ούτε υπήρξε διάχυση των ωφελειών από πάνω προς τα κάτω, ούτε μειώθηκαν οι τιμές - αντίθετα αυξήθηκαν, ούτε τις περισσότερες φορές βελτιώθηκαν οι υπηρεσίες. Εξάλλου όπου υπήρξε απελευθέρωση -ιδίως στις χώρες του Νότου- δεν έγινε επειδή πείσθηκαν οι λαοί για τα επερχόμενα καλά της. Τις περισσότερες φορές δεν έγινε με ειρηνικές και νόμιμες δημοκρατικές διαδικασίες. Παλαιότερα είχαμε δικτατορίες(π.χ. Ν. Αμερική), σκάνδαλα, εγκληματικές πράξεις, αλλά και χρήση «μεθόδων σοκ» και «δημιουργικών κρίσεων» για την επιβολή της απελευθέρωσης - ιδιωτικοποίησης. Σήμερα, ιδίως μετά τη κρίση του 2008-2009, η απελευθέρωση των αγορών -άρα και της ενέργειας- επιβάλλεται μέσα από τη συνεργασία των πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, των οικονομολόγων της ατζέντας του Σικάγου και μιας σειράς νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Πολιτικών που την επιβάλλουν, είτε με δικτατορικές μεθόδους, είτε με «θεραπεία σοκ» την οποία εφαρμόζουν μάλιστα αμέσως μετά από πρόσφατες εκλογές, εξαπατώντας τους ψηφοφόρους τους και χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο το τυχόν μεγάλο χρέος. Με αυτόν τον τρόπο πάει να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση - ιδιωτικοποίηση και στην Ελλάδα. Η μέθοδος του σοκ συμβάλει στη δημιουργία της αυταπάτης για τα κόμματα εξουσίας, ότι έχει δημιουργηθεί συναίνεση στην κοινωνία για την απελευθέρωση.
Όμως, ξεκινώντας από την Λατινική Αμερική (π.χ. Βενεζουέλα, Αργεντινή), τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνίες αρχίζουν και αμφισβητούν την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Σε πολλά μέρη του κόσμου αρχίζουν να διατυπώνονται αιτήματα για κοινωνικό έλεγχο των αγορών και για περισσότερη δημοκρατία (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εξεγέρσεις στη Β. Αφρική και Μ. Ανατολή με κύρια αιτία τις υψηλές τιμές των αγορών τροφίμων και τα αυταρχικά τοπικά καθεστώτα - τοποτηρητές της παγκοσμιοποίησης). Η βασική κληρονομιά της «ατζέντας του Σικάγου», ότι δηλαδή ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι αδιαχώριστα, αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό. Το ίδιο όμως αμφισβητείται και ο κρατικός καπιταλισμός, ιδίως μετά τη κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στην Ανατολική Ευρώπη.
Όμως αμφισβήτηση του κράτους και του κρατικού τομέα οικονομίας, δε σημαίνει και αμφισβήτηση της έννοιας της κοινότητας, της συλλογικότητας, της αυτοδιαχείρισης και της αυτοδιεύθυνσης στην οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων, για την ικανοποίηση των βιοτικών τους αναγκών. Τα κινήματα που θέτουν στο προσκήνιο αυτές τις ιδέες για το ξεπέρασμα και του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού, έχουν καινούργια χαρακτηριστικά. Είναι αποκεντρωμένα, με την εξουσία στα πλαίσιά τους να διαχέεται στη κοινωνική τους βάση και τις τοπικές κοινότητες. Αυτή η διαχεόμενη στην κοινωνία δικτύωση είναι ένα εχέγγυο ενάντια στη συγκεντροποίηση και τη μεγέθυνση, που απαιτούν και οι δύο κατευθύνσεις, και του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού. Και είναι σε θέση, όχι μόνο να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχουν κάνει αυτές οι κατευθύνσεις και στις κοινωνίες και στο περιβάλλον, αλλά και να θεσμίσει τέτοιες οικονομικές και κοινωνικές δομές, που θα βελτιώσουν ποιοτικά και τη ζωή των ανθρώπων και της υπόλοιπης βιόσφαιρας στον πλανήτη. Αν η διαφαινόμενη αυτή κοινωνική χειραφέτηση πάρει διαστάσεις και αρχίζει να γενικεύεται, τότε υπάρχει η ελπίδα για ένα βιώσιμο μέλλον για τις νέες γενιές.
‘Οσον αφορά στην ενέργεια, η απελευθέρωση του τομέα, μπορεί να είναι ευκαιρία για το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο να ανταγωνισθεί τις κρατικές επιχειρήσεις με καλύτερους όρους και να ιδιοποιήσει δημόσια αγαθά και πλούτο, όμως είναι ευκαιρία και για τη κατεύθυνση που θέλει τη κοινωνικοποίηση αυτών των αγαθών. Τώρα ακριβώς, που αμφισβητείται από μια μεγάλη μερίδα των πολιτών ο κρατικός χαρακτήρας αυτών των αγαθών και υπηρεσιών, είναι ευκαιρία για την κοινωνία να αναλάβει -με κατάλληλους αποκεντρωμένους, αυτοδιαχειριζόμενους και σε ανθρώπινη κλίμακα θεσμούς- τον εφοδιασμό της σε ενέργεια, από την φιλική στο περιβάλλον παραγωγή της, μέχρι τη δίκαιη διανομή και τη λογική της χρήση. Ένα κίνημα πολιτών που θα απαιτήσει για παράδειγμα μεταφορά από το κράτος δικαιοδοσιών και πόρων προς τη Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.), ώστε αυτή να αναλάβει τον ενεργειακό εφοδιασμό της τοπικής κοινωνίας (κυριότητα και διαχείριση Δικτύων), θα προωθούσε ένα είδος απελευθέρωσης, που θα εξασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικοποίηση του τομέα της ενέργειας. (Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα πετύχαινε έναν τέτοιο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων στην Αυτοδιοίκηση, που θα αναδείκνυε και θα έκανε πραγματικότητα τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας στροφής στη καθημερινή ζωή των πολιτών.)
Για παράδειγμα, τα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα (αντιπυρηνικό, οικολογικό και εναλλακτικό κίνημα, αντιπολεμικό κίνημα/κίνημα ειρήνης) που αναπτύχθηκαν στη Γερμανία, δημιούργησαν τις βάσεις σε κοινωνικό, τεχνολογικό, χρηματοδοτικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε να εκδηλωθεί η έκρηξη που βιώνει η χώρα όσον αφορά στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα.
Ο αποκεντρωμένος από τη φύση τους χαρακτήρας των ΑΠΕ : εξαιρετική ΕΥΚΑΙΡΙΑ κοινωνικοποίησης της ενεργειακής παραγωγής
Η παραγωγή ενέργειας από τις παραδοσιακές πηγές (ορυκτά καύσιμα) και από τη σχάση ουρανίου, όντας συγκεντροποιημένη σε μεγάλα θερμοηλεκτρικά ή πυρηνικά εργοστάσια, απαιτούσε και απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίων -πολλές φορές ξένων με την περιοχή εγκατάστασης-, καθώς και μεγάλης κλίμακας τεχνολογίες και εφαρμογές, που είναι πρακτικά αδύνατο να ελέγχονται από τις τοπικές κοινωνίες. Ο τρόπος αυτός παραγωγής ενέργειας έχει σαν αποτέλεσμα μεγάλο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και πολιτικό κόστος, το οποίο δεν ενσωματώνεται στην ίδια τη παραγωγή, αλλά πληρώνεται από την ίδια τη τοπική κοινωνία σαν εξωτερικό κόστος, με τη μορφή της μόλυνσης - υποβάθμισης περιβάλλοντος, εκφυλισμού της ανθρώπινης υγείας ή των κλιματικών επιπτώσεων και εκφυλισμού της δημοκρατίας.
Αντίθετα, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) από τη φύση τους είναι στη διάθεση όλων δωρεάν όσον αφορά στη προσφορά τους, σε κάθε σχεδόν περιοχή (πράγμα που δεν συμβαίνει με τις άλλες πηγές που προωθούν την εξάρτηση από εκείνους που τις διαθέτουν - βλέπε πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές). Επίσης οι εφαρμογές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αυτές μπορεί να είναι και μικρής κλίμακας και αποκεντρωμένες. Έτσι δεν απαιτούνται μεγάλα ποσά και μπορεί να εξασφαλίζονται τοπικά οι απαραίτητες για αυτό επενδύσεις. Το ίδιο και η ανάλογη απαιτούμενη εξειδικευμένη εργασία. Ταυτόχρονα τα πλεονεκτήματα και η απόδοση αυτών των επενδύσεων διαχέονται στην τοπική κοινωνία. Αν δε πρόκειται για εφαρμογές από νοικοκυριά στα κτήρια ή από αγρότες στα υπόστεγα και τις αποθήκες, τότε προωθούν ενεργειακή αυτονομία, πράγμα σημαντικό και για την οικονομία τους και για τη δημιουργία της κοινωνικής συνείδησης απεξάρτησης από την αγορά και το χρήμα.
Ένα σημαντικό ποσοστό των εφαρμογών ΑΠΕ , που λειτουργούν σήμερα π.χ. στη Γερμανία, έχει χρηματοδοτηθεί με ίδια κεφάλαια προερχόμενα από μικρομεσαίους επενδυτές. Επενδύσεις της τάξεως των 10 δισεκατομμυρίων € έχουν υλοποιηθεί με ίδια κεφάλαια «λαϊκής βάσης», από μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, και μάλιστα χωρίς την οποιαδήποτε Χρηματιστηριακή διαμεσολάβηση. Η απόδοση μιας τέτοιας μικροεπένδυσης κυμαίνεται σήμερα, μετά την αφαίρεση των φόρων -υπάρχουν και φοροαπαλλαγές- μεταξύ 7 % και 9 % και βελτιώνει σημαντικά τα μικρά - μεσαία εισοδήματα. Όσοι δε τις εφαρμόζουν στις κατοικίες τους, πέρα από την ιδιόχρηση, μπορούν να έχουν και κάποιο εισόδημα από τη διαφορά στη τιμή της κιλοβατώρας της παραγόμενης από ΑΠΕ. Το γεγονός αυτό επιδρά αποφασιστικά στην επίτευξη ευρείας κοινωνικής συναίνεσης, όσον αφορά στην αποδοχή των ΑΠΕ από τη γερμανική κοινωνία.
Αλλά ο τομέας των ΑΠΕ ενδείκνυται και για μικρής κλίμακας επενδύσεις και εγκαταστάσεις, από τη μεριά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημοτικών ή διαδημοτικών επιχειρήσεων. Οι θεσμοί της Τ.Α. είναι έτσι και αλλιώς πιο κοντά στη τοπική κοινωνία και πιο ελέγξιμοι από αυτήν. Ιδίως από τις συλλογικότητες των ενεργών πολιτών της. Η κοινωνικοποίηση του τομέα παραγωγής ενέργειας μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί με αιχμή τις ΑΠΕ.
Οι μορφές που μπορεί να πάρει η κοινωνικοποιημένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με αιχμή τις ΑΠΕ:
Στο πρόγραμμα της «Σχολής του Σικάγου», που έγινε η ατζέντα κάθε νεοφιλελεύθερου ή σοσιαλφιλελεύθερου κόμματος που ανέβαινε στην εξουσία στον αναπτυγμένο κόσμο (αρχής γενομένης από τη Θάτσερ και τον Ρήγκαν), η απελευθέρωση των αγορών ήταν ένας από τους 3 πυλώνες του (μαζί με την απορρύθμιση και την περικοπή των δαπανών του κράτους). Στη συνέχεια η απελευθέρωση των αγορών-βλέπε και ιδιωτικοποίηση των δημόσιων τομέων- έγινε η σημαία της Παγκοσμιοποίησης και εφαρμόσθηκε και σε πολλά κράτη της Περιφέρειας. Φυσικά η απελευθέρωση ήταν και ο σημαντικότερος παράγοντας για την «ολοκλήρωση των ευρωπαϊκών αγορών» και έγινε και εδώ η σημαία κάθε θεσμού της Ε.Ε.
Ο τομέας της παραγωγής και του εφοδιασμού ενέργειας ήταν από τους σημαντικότερους τομείς, όπου έπρεπε να επιτευχθεί αυτή η απελευθέρωση, ώστε να γίνει πεδίο κερδών για τους επενδυτές και το κεφάλαιο και να μην είναι αποκλειστικό πεδίο δραστηριότητας του κεντρικού ή περιφερειακού κρατικού τομέα, ο οποίος εξάλλου θα πρέπει να συρρικνωθεί όσο γίνεται, σύμφωνα με την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Με αυτή την έννοια η απελευθέρωση στην ουσία ταυτίσθηκε με την δυνατότητα ιδιωτικοποίησης του τομέα της ενέργειας.
Πραγματικά, αν οι καταναλωτές ενέργειας, που αποτελούν το σύνολο του πληθυσμού μιας χώρας, μετατραπούν σε πελάτες εταιρειών ενέργειας, τότε -και λόγω αριθμητικού μεγέθους και λόγω της βιοτικής ανάγκης για ενέργεια από τον καθένα-τα κέρδη για αυτές τις εταιρείες είναι και μεγάλα και σίγουρα. Η απελευθέρωση λοιπόν της αγοράς ενέργειας, όπου εφαρμόσθηκε, αποδείχθηκε σαν μεγάλη ευκαιρία για τεράστια κέρδη και αποδόσεις για τους επενδυτές και ομίλους κεφαλαίων. Αρκεί η απελευθέρωση να αφορούσε όχι μόνο στη παραγωγή, αλλά και στα δίκτυα μεταφοράς και διανομής.
Το πακέτο παραγωγής και εφοδιασμού ταυτόχρονα μπορεί να μετατρέψει τον χρήστη της ενέργειας σε πελάτη και έτσι μπορεί να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός και άρα η συγκεντροποίηση και οι συγχωνεύσεις εταιρειών, ώστε να αυξάνεται ο παραγόμενος πλούτος και να βελτιώνεται η παροχή ενεργειακών υπηρεσιών. Αυτό είναι το γενικότερο επιχείρημα για τα καλά της απελευθέρωσης: η υπόσχεση ότι ο ολοένα αυξανόμενος πλούτος θα κατανέμεται στη συνέχεια προς «τα κάτω», σε όλο τον πληθυσμό. Όλοι θα επωφεληθούν από φθηνότερες τιμές και βελτιωμένες υπηρεσίες, πράγμα που ο κρατικός τομέας δε μπορεί να κάνει γιατί είναι δυσκίνητος, δεν έχει ανταγωνισμό και έχει μεγάλο κόστος, λόγω των μεγάλων αμοιβών εργασίας.
Οι υποσχέσεις όμως αυτές δεν υλοποιήθηκαν από τις ιδιωτικές μεγάλες εταιρείες ενέργειας. Ούτε ο αυξανόμενος ιδιωτικός πλούτος κοινωνικοποιήθηκε(οι ανισότητες αντίθετα εκτοξεύθηκαν στα ύψη), ούτε υπήρξε διάχυση των ωφελειών από πάνω προς τα κάτω, ούτε μειώθηκαν οι τιμές - αντίθετα αυξήθηκαν, ούτε τις περισσότερες φορές βελτιώθηκαν οι υπηρεσίες. Εξάλλου όπου υπήρξε απελευθέρωση -ιδίως στις χώρες του Νότου- δεν έγινε επειδή πείσθηκαν οι λαοί για τα επερχόμενα καλά της. Τις περισσότερες φορές δεν έγινε με ειρηνικές και νόμιμες δημοκρατικές διαδικασίες. Παλαιότερα είχαμε δικτατορίες(π.χ. Ν. Αμερική), σκάνδαλα, εγκληματικές πράξεις, αλλά και χρήση «μεθόδων σοκ» και «δημιουργικών κρίσεων» για την επιβολή της απελευθέρωσης - ιδιωτικοποίησης. Σήμερα, ιδίως μετά τη κρίση του 2008-2009, η απελευθέρωση των αγορών -άρα και της ενέργειας- επιβάλλεται μέσα από τη συνεργασία των πολυεθνικών χρηματοπιστωτικών κεφαλαίων, των πολυεθνικών επιχειρήσεων, των οικονομολόγων της ατζέντας του Σικάγου και μιας σειράς νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Πολιτικών που την επιβάλλουν, είτε με δικτατορικές μεθόδους, είτε με «θεραπεία σοκ» την οποία εφαρμόζουν μάλιστα αμέσως μετά από πρόσφατες εκλογές, εξαπατώντας τους ψηφοφόρους τους και χρησιμοποιώντας σαν εργαλείο το τυχόν μεγάλο χρέος. Με αυτόν τον τρόπο πάει να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση - ιδιωτικοποίηση και στην Ελλάδα. Η μέθοδος του σοκ συμβάλει στη δημιουργία της αυταπάτης για τα κόμματα εξουσίας, ότι έχει δημιουργηθεί συναίνεση στην κοινωνία για την απελευθέρωση.
Όμως, ξεκινώντας από την Λατινική Αμερική (π.χ. Βενεζουέλα, Αργεντινή), τα τελευταία χρόνια, οι κοινωνίες αρχίζουν και αμφισβητούν την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Σε πολλά μέρη του κόσμου αρχίζουν να διατυπώνονται αιτήματα για κοινωνικό έλεγχο των αγορών και για περισσότερη δημοκρατία (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι εξεγέρσεις στη Β. Αφρική και Μ. Ανατολή με κύρια αιτία τις υψηλές τιμές των αγορών τροφίμων και τα αυταρχικά τοπικά καθεστώτα - τοποτηρητές της παγκοσμιοποίησης). Η βασική κληρονομιά της «ατζέντας του Σικάγου», ότι δηλαδή ο καπιταλισμός και η δημοκρατία είναι αδιαχώριστα, αμφισβητείται σε μεγάλο βαθμό. Το ίδιο όμως αμφισβητείται και ο κρατικός καπιταλισμός, ιδίως μετά τη κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού», στην Ανατολική Ευρώπη.
Όμως αμφισβήτηση του κράτους και του κρατικού τομέα οικονομίας, δε σημαίνει και αμφισβήτηση της έννοιας της κοινότητας, της συλλογικότητας, της αυτοδιαχείρισης και της αυτοδιεύθυνσης στην οικονομική δραστηριότητα των ανθρώπων, για την ικανοποίηση των βιοτικών τους αναγκών. Τα κινήματα που θέτουν στο προσκήνιο αυτές τις ιδέες για το ξεπέρασμα και του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού, έχουν καινούργια χαρακτηριστικά. Είναι αποκεντρωμένα, με την εξουσία στα πλαίσιά τους να διαχέεται στη κοινωνική τους βάση και τις τοπικές κοινότητες. Αυτή η διαχεόμενη στην κοινωνία δικτύωση είναι ένα εχέγγυο ενάντια στη συγκεντροποίηση και τη μεγέθυνση, που απαιτούν και οι δύο κατευθύνσεις, και του ιδιωτικού και του κρατικού καπιταλισμού. Και είναι σε θέση, όχι μόνο να αποκαταστήσει τις ζημιές που έχουν κάνει αυτές οι κατευθύνσεις και στις κοινωνίες και στο περιβάλλον, αλλά και να θεσμίσει τέτοιες οικονομικές και κοινωνικές δομές, που θα βελτιώσουν ποιοτικά και τη ζωή των ανθρώπων και της υπόλοιπης βιόσφαιρας στον πλανήτη. Αν η διαφαινόμενη αυτή κοινωνική χειραφέτηση πάρει διαστάσεις και αρχίζει να γενικεύεται, τότε υπάρχει η ελπίδα για ένα βιώσιμο μέλλον για τις νέες γενιές.
‘Οσον αφορά στην ενέργεια, η απελευθέρωση του τομέα, μπορεί να είναι ευκαιρία για το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο να ανταγωνισθεί τις κρατικές επιχειρήσεις με καλύτερους όρους και να ιδιοποιήσει δημόσια αγαθά και πλούτο, όμως είναι ευκαιρία και για τη κατεύθυνση που θέλει τη κοινωνικοποίηση αυτών των αγαθών. Τώρα ακριβώς, που αμφισβητείται από μια μεγάλη μερίδα των πολιτών ο κρατικός χαρακτήρας αυτών των αγαθών και υπηρεσιών, είναι ευκαιρία για την κοινωνία να αναλάβει -με κατάλληλους αποκεντρωμένους, αυτοδιαχειριζόμενους και σε ανθρώπινη κλίμακα θεσμούς- τον εφοδιασμό της σε ενέργεια, από την φιλική στο περιβάλλον παραγωγή της, μέχρι τη δίκαιη διανομή και τη λογική της χρήση. Ένα κίνημα πολιτών που θα απαιτήσει για παράδειγμα μεταφορά από το κράτος δικαιοδοσιών και πόρων προς τη Τοπική Αυτοδιοίκηση (Τ.Α.), ώστε αυτή να αναλάβει τον ενεργειακό εφοδιασμό της τοπικής κοινωνίας (κυριότητα και διαχείριση Δικτύων), θα προωθούσε ένα είδος απελευθέρωσης, που θα εξασφάλιζε σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικοποίηση του τομέα της ενέργειας. (Με την προϋπόθεση βέβαια ότι θα πετύχαινε έναν τέτοιο συσχετισμό πολιτικών δυνάμεων στην Αυτοδιοίκηση, που θα αναδείκνυε και θα έκανε πραγματικότητα τα πλεονεκτήματα μιας τέτοιας στροφής στη καθημερινή ζωή των πολιτών.)
Για παράδειγμα, τα πολύμορφα κοινωνικά κινήματα (αντιπυρηνικό, οικολογικό και εναλλακτικό κίνημα, αντιπολεμικό κίνημα/κίνημα ειρήνης) που αναπτύχθηκαν στη Γερμανία, δημιούργησαν τις βάσεις σε κοινωνικό, τεχνολογικό, χρηματοδοτικό και πολιτικό επίπεδο, ώστε να εκδηλωθεί η έκρηξη που βιώνει η χώρα όσον αφορά στην αξιοποίηση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (ΑΠΕ) από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι σήμερα.
Ο αποκεντρωμένος από τη φύση τους χαρακτήρας των ΑΠΕ : εξαιρετική ΕΥΚΑΙΡΙΑ κοινωνικοποίησης της ενεργειακής παραγωγής
Η παραγωγή ενέργειας από τις παραδοσιακές πηγές (ορυκτά καύσιμα) και από τη σχάση ουρανίου, όντας συγκεντροποιημένη σε μεγάλα θερμοηλεκτρικά ή πυρηνικά εργοστάσια, απαιτούσε και απαιτεί μεγάλη συγκέντρωση κεφαλαίων -πολλές φορές ξένων με την περιοχή εγκατάστασης-, καθώς και μεγάλης κλίμακας τεχνολογίες και εφαρμογές, που είναι πρακτικά αδύνατο να ελέγχονται από τις τοπικές κοινωνίες. Ο τρόπος αυτός παραγωγής ενέργειας έχει σαν αποτέλεσμα μεγάλο κοινωνικό, περιβαλλοντικό και πολιτικό κόστος, το οποίο δεν ενσωματώνεται στην ίδια τη παραγωγή, αλλά πληρώνεται από την ίδια τη τοπική κοινωνία σαν εξωτερικό κόστος, με τη μορφή της μόλυνσης - υποβάθμισης περιβάλλοντος, εκφυλισμού της ανθρώπινης υγείας ή των κλιματικών επιπτώσεων και εκφυλισμού της δημοκρατίας.
Αντίθετα, οι Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) από τη φύση τους είναι στη διάθεση όλων δωρεάν όσον αφορά στη προσφορά τους, σε κάθε σχεδόν περιοχή (πράγμα που δεν συμβαίνει με τις άλλες πηγές που προωθούν την εξάρτηση από εκείνους που τις διαθέτουν - βλέπε πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές). Επίσης οι εφαρμογές για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από αυτές μπορεί να είναι και μικρής κλίμακας και αποκεντρωμένες. Έτσι δεν απαιτούνται μεγάλα ποσά και μπορεί να εξασφαλίζονται τοπικά οι απαραίτητες για αυτό επενδύσεις. Το ίδιο και η ανάλογη απαιτούμενη εξειδικευμένη εργασία. Ταυτόχρονα τα πλεονεκτήματα και η απόδοση αυτών των επενδύσεων διαχέονται στην τοπική κοινωνία. Αν δε πρόκειται για εφαρμογές από νοικοκυριά στα κτήρια ή από αγρότες στα υπόστεγα και τις αποθήκες, τότε προωθούν ενεργειακή αυτονομία, πράγμα σημαντικό και για την οικονομία τους και για τη δημιουργία της κοινωνικής συνείδησης απεξάρτησης από την αγορά και το χρήμα.
Ένα σημαντικό ποσοστό των εφαρμογών ΑΠΕ , που λειτουργούν σήμερα π.χ. στη Γερμανία, έχει χρηματοδοτηθεί με ίδια κεφάλαια προερχόμενα από μικρομεσαίους επενδυτές. Επενδύσεις της τάξεως των 10 δισεκατομμυρίων € έχουν υλοποιηθεί με ίδια κεφάλαια «λαϊκής βάσης», από μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα, και μάλιστα χωρίς την οποιαδήποτε Χρηματιστηριακή διαμεσολάβηση. Η απόδοση μιας τέτοιας μικροεπένδυσης κυμαίνεται σήμερα, μετά την αφαίρεση των φόρων -υπάρχουν και φοροαπαλλαγές- μεταξύ 7 % και 9 % και βελτιώνει σημαντικά τα μικρά - μεσαία εισοδήματα. Όσοι δε τις εφαρμόζουν στις κατοικίες τους, πέρα από την ιδιόχρηση, μπορούν να έχουν και κάποιο εισόδημα από τη διαφορά στη τιμή της κιλοβατώρας της παραγόμενης από ΑΠΕ. Το γεγονός αυτό επιδρά αποφασιστικά στην επίτευξη ευρείας κοινωνικής συναίνεσης, όσον αφορά στην αποδοχή των ΑΠΕ από τη γερμανική κοινωνία.
Αλλά ο τομέας των ΑΠΕ ενδείκνυται και για μικρής κλίμακας επενδύσεις και εγκαταστάσεις, από τη μεριά της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των δημοτικών ή διαδημοτικών επιχειρήσεων. Οι θεσμοί της Τ.Α. είναι έτσι και αλλιώς πιο κοντά στη τοπική κοινωνία και πιο ελέγξιμοι από αυτήν. Ιδίως από τις συλλογικότητες των ενεργών πολιτών της. Η κοινωνικοποίηση του τομέα παραγωγής ενέργειας μπορεί πραγματικά να επιτευχθεί με αιχμή τις ΑΠΕ.
Οι μορφές που μπορεί να πάρει η κοινωνικοποιημένη παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με αιχμή τις ΑΠΕ:
- Παραγωγή στα νοικοκυριά ή τις επιχειρήσεις με μετατροπή των κτιρίων σε συν-ενεργειακά(με την έννοια του θετικού ισοζυγίου μεταξύ παραγωγής-κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στα σπίτια με τοποθέτηση κατάλληλων φ/β συστημάτων)
- Παραγωγή στα αγροκτήματα(με μικρά συστήματα στα υπόστεγα και τις αποθήκες, καθώς και σε μη παραγωγική γη)
- Με τη μορφή μικρών ατομικών ή οικογενειακών επιχειρήσεων που εγκαθιστούν και λειτουργούν μικρά συστήματα ΑΠΕ σε ιδιωτική γη.
- Με τη μορφή επιχειρήσεων κοινωνικής («λαϊκής») βάσης με συμμετοχή των πολιτών που προτιμούν τις μικροοικονομίες τους, αντί να τις καταθέτουν στις τράπεζες, να τις «επενδύουν» στην παραγωγή ενέργειας με συστήματα ΑΠΕ σε συλλογική, δημοτική ή δημόσια γη. Νομικά αυτές οι επιχειρήσεις μπορεί να πάρουν τη μορφή συνεταιρισμών, ΕΠΕ, Α.Ε. κ.λπ.
- Με τη μορφή δημοτικών, διαδημοτικών επιχειρήσεων παραγωγής σε δημοτικές εκτάσεις
- Με τη μορφή μεικτών επιχειρήσεων που συμμετέχουν δημότες από τη μια και αντίστοιχοι τοπικοί δήμοι –που αναλαμβάνουν τη πρωτοβουλία-από την άλλη.