Τα δεδομένα χρηματοδότησης, αδειοδότησης και υλοποίησης αιολικών πάρκων και έργων ΑΠΕ γενικά στην Ελλάδα διαφέρουν κατά πολύ και λίγο μοιάζουν με εκείνα άλλων χωρών όπως της Γερμανίας. Στη διαπίστωση αυτή καταλήγει κανείς συγκρίνοντας τα στοιχεία και τις εξελίξεις στις Αγορές ΑΠΕ συνολικά, ή αιολικών πάρκων ειδικότερα, στις δύο χώρες. Στην Ελλάδα εξακολουθούν να υπάρχουν σοβαρά προβλήματα που εμποδίζουν την ανάπτυξη της αιολικής ενέργειας και των ΑΠΕ γενικότερα. Πολύ περισσότερο η χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ με κεφάλαια μικρομεσαίων επενδυτών είναι εντελώς άγνωστη.
Μέχρι το 2006, το σχήμα οικονομικής ενίσχυσης έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα συνδιαμορφώνονταν με τις γνωστές επιχορηγήσεις. Αυτές προέρχονταν είτε από εθνικούς πόρους (βλ. Αναπτυξιακός Νόμος) είτε από κοινοτικούς πόρους της ΕΕ (βλ. Β΄ΚΠΣ / ΕΠΕ και Γ΄ΚΠΣ / ΕΠΑΝ). Οι εθνικοί συνολικά διαθέσιμοι για επενδύσεις πόροι είχαν συρρικνωθεί απελπιστικά, ενώ οι κοινοτικοί πόροι –ακόμη και αν η απορρόφησή τους ολοκληρωνόταν ομαλά – είχαν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα έως το 2006. «Τι έπρεπε να γίνει» λοιπόν ; Το δοκιμασμένο με απόλυτη επιτυχία στη Γερμανία, στην Ισπανία, και στη Δανία, σχήμα της επιδότησης της παραγόμενης από ΑΠΕ κιλοβατώρας (KWh) ήταν αυτό που προσφερόταν να τύχει εφαρμογής και σ΄αυτή τη χώρα. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες οι εξής διευκρινήσεις :
Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Νόμου 2773 / 1999 η ΔΕΗ εισπράττει από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας ειδικό τέλος κατ΄αναλογία της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν. Το ειδικό αυτό τέλος καλύπτει μικρό μόνον μέρος των απαιτούμενων ποσών για την πληρωμή της παραγόμενης από ανεξάρτητους παραγωγούς ΑΠΕ ηλεκτρικής ενέργειας. Στη διετία εφαρμογής του σχετικού μέτρου, το ειδικό τέλος ΑΠΕ προσδιορίστηκε με βάση Υπουργικές Αποφάσεις αρχικά σε 0,00045 € / KWh = 0,045 Eurocents / KWh , ακολούθως σε 0,0006 € / KWh = 0,06 Eurocents / KWh και τελευταία σε 0,0008 € / KWh = 0,08 Eurocents / KWh. Για μία μέση οικιακή κατανάλωση με 3.000 KWh / έτος, η αντίστοιχη επιβάρυνση υπολογίζεται σε 1,8 € / έτος ή σε 0,15 € / μήνα. Πρόκειται για ένα αμελητέο ποσό σε σύγκριση με τα μηνιαία έξοδα μιάς ελληνικής οικογένειας. Το ποσοστό της εν λόγω επιβάρυνσης στη συνολική τιμή της κιλοβατώρας (δηλ. στην τιμή την οποία καταβάλλει ο μέσος καταναλωτής και στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλοι οι φόροι και τέλη) ανέρχεται περίπου σε 0,6 % . Τα μεγέθη αυτά εκφράζουν μία συγκριτικά πολλαπλά μικρότερη επιβάρυνση του έλληνα πολίτη από την αντίστοιχη του γερμανού πολίτη. Προσφερόταν επομένως η δυνατότητα στην κυβέρνηση, με υπουργική απόφαση να αυξήσει αισθητά το ύψος του ειδικού τέλους. Κατ΄αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατό να εξευρεθούν οι σχετικοί πόροι, οι οποίοι να αποτελέσουν τη διάδοχη λύση των επιχορηγήσεων. Η μετακύλιση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης των αιολικών πάρκων (αλλά και των άλλων έργων ΑΠΕ) στον τελικό καταναλωτή προσφέρει την ευκαιρία να συνεχιστούν και να διευρυνθούν οι εφαρμογές των ΑΠΕ.
Το επιχείρημα ότι για λόγους δημοσιονομικής ή κοινωνικής πολιτικής δεν είναι επιτρεπτή η μετακύλιση της οικονομικής υποστήριξης των ΑΠΕ στα λαϊκά στρώματα δεν ευσταθεί όχι μόνον από τη άποψη της περιφερειακής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, αλλά και από περιβαλλοντική άποψη: ή α) προτιμούμε να καταβάλουμε το οικονομικό τίμημα της μείωσης των αερίων -που προκαλούν το φαινόμενο του Θερμοκηπίου- με την υποστήριξη των ΑΠΕ μέσω της αύξησης της επιβάρυνσης του προαναφερόμενου ειδικού τέλους, ή β) προτιμούμε την καταβολή του ιδίου τιμήματος -ως φορολογούμενοι έλληνες πολίτες στην ουσία- μέσω των προστίμων που σύντομα θα χρειασθεί να καταβάλει η χώρα, διότι δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο του Κυότο και αυξάνει τους εκπεμπόμενους εγχώρια αέριους ρύπους.
Η διαφοροποίηση των τιμών είναι από πολλές πλευρές αποτελεσματική όσον αφορά στην ανάπτυξη των σχετικών τεχνολογιών και τη διασπορά των έργων : ανάλογα με τον επιμέρους τομέα ΑΠΕ (αιολική ενέργεια, βιομάζα, ηλιακή ενέργεια κ.λπ) και το στάδιο ωριμότητας της αντίστοιχης τεχνολογίας, ανάλογα με το μέγεθος μονάδων αξιοποίησης (π.χ. στον τομέα της βιομάζας), ανάλογα με την ποιότητα της θέσης αξιοποίησης (βλ. αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας σε περιοχές μέτριου αιολικού δυναμικού σε σύγκριση με εκείνες υψηλού αιολικού δυναμικού ) κ.λπ..
Στο νόμο 3468/06 η ηλεκτρική ενέργεια που παράγoνταν από Παραγωγό ή Αυτοπαραγωγό μέσω σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. τιμολογήθηκε, σε μηνιαία βάση και είχαν ενταχθεί μόνο επιχειρηματίες επενδυτές.
Στη συνέχεια με το νόμο 3851/2010 εντάχθηκαν επίσης και οι επαγγελματίες αγρότες, καθώς και τα νοικοκυριά, όσον αφορά στις φ/β εγκαταστάσεις. Η σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από σταθμούς Α.Π.Ε. ισχύει για είκοσι (20) έτη και μπορεί να παρατείνεται. Η νέα τιμολόγηση [1]
Εκτός από τη τιμή μπορεί να προωθηθούν οι ΑΠΕ και με φοροελαφρύνσεις. Φορολογικά κίνητρα μπορούν εν προκειμένω να έχουν τη μορφή φορολογικών εκπτώσεων όπως αυτές που βρίσκουν έως τώρα εφαρμογή στη Γερμανία. Είναι δυνατό όμως να έχουν τη μορφή μείωσης του φορολογικού συντελεστή των προερχόμενων από την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ καθαρών εσόδων. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών από 25 % σταδιακά σε 20 %, συνεισφέρει οπωσδήποτε στο σχηματισμό ενός πακέτου επαρκών οικονομικών κινήτρων. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ελκυστικών οικονομικών αποδόσεων συμβάλλει και η μείωση των απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων από 30 % στα 25 % με βάση το νέο Αναπτυξιακό Νόμο 3299/2004. Συνακόλουθα, εάν οι ελληνικές τράπεζες εννοούν στα σοβαρά ότι επιθυμούν τη στήριξη οικονομικής ανάπτυξης και μάλιστα με περιβαλλοντική χροιά, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν στη διαμόρφωση ελκυστικών δανειακών προσφορών, ειδικά για τη χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ.
Χρειάζεται βέβαια ταυτόχρονα και αναπροσαρμογή του ενεργειακού δικαίου και του εταιρικού δικαίου-ιδίως των ετερόρρυθμων εταιρειών- προς την ίδια κατεύθυνση. Για την άρση υπαρκτών εμποδίων απαιτούνται αλλαγές όπως: Χορήγηση άδειας παραγωγής για μικρό έργο (π.χ. αιολικό πάρκο ισχύος έως 3 MW) χωρίς υποβολή και αξιολόγηση χρηματοδοτικών δεδομένων. Ακολούθως, η άδεια εγκατάστασης θα μπορεί να χορηγείται, εφόσον στο μεταξύ έχουν εισέλθει στην ετερόρρυθμη εταιρεία το σύνολο των ετερόρρυθμων μικρομεσαίων επενδυτών. Για την εν λόγω είσοδο δεν θα απαιτείται τροποποίηση της άδειας παραγωγής.
Για να λειτουργήσει το σχήμα «χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ μέσω συμμετοχής μικρομεσαίων επενδυτών σε ετερόρρυθμες εταιρείες», ασφαλώς χρειάζεται προσαρμογή του καθεστώτος των ετερορρύθμων εταιρειών, ειδικά για τις περιπτώσεις σύστασης και δραστηριοποίησής τους στον τομέα των ΑΠΕ. Απαραίτητα θα είναι επίσης συμπληρωματικά μέτρα για την προστασία των μικροεπενδυτών-πολιτών. Να υπάρχει αξιοπιστία δικαίου, και θωράκιση των επενδύσεων ΑΠΕ. Επείγοντα χαρακτήρα έχει η θεσμοθέτηση -αποδεκτού από την κάθε τοπική κοινωνία - Ειδικού Χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ και η συντόμευση των αδειοδοτικών διαδικασιών.
Χρειάζεται βέβαια πρώτα από όλα να ξεπεράσουμε σαν πολίτες - δημότες τη νοοτροπία «πρόσκαιρου», του «δε με νοιάζει τι θα γίνει αύριο» και του «να πιάσουμε την καλή, μια και έξω». Να μη καταναλώνουμε σε νέα ωραία αυτοκίνητα τις οικονομίες μας ή να τις «παίζουμε» χάνοντάς τες στο χρηματιστήριο ή καταθέτοντάς τες στις τράπεζες και σε άλλες μετοχές, για τα χρηματιστικά τους παιχνίδια. Να προτιμάμε -αποσύροντας τις μικροκαταθέσεις μας στις τράπεζες- να συμμετέχουμε π.χ. σε εταιρείες λαϊκής βάσης για δημιουργία μικρών τοπικών αιολικών ή φ/β πάρκων με τις οικονομίες μας, ή να εγκαθιστούμε φ/β στα σπίτια μας, στα υπόστεγα, στις αποθήκες ή στα άγονα χωράφια μας.
Το πρόβλημα βέβαια θα υπάρχει με τα όρια εγκαταστημένης ισχύος ανά χρόνο, που προβλέπεται από το νόμο και τις υπουργικές αποφάσεις, ώστε να υπάρχει αδειοδότηση και ένταξη της παραγωγής της ενέργειας των διάφορων εγκαταστάσεων στις επιδοτήσεις μέσω της τιμολόγησης αγοράς της για το δίκτυο. Και αυτό γιατί από τη μια το δίκτυο μέχρι τώρα είναι κεντρικό, από την άλλη έχουν προωθηθεί μεγάλες κατά το πλείστον εγκαταστάσεις. Έτσι για τα φ/β πάρκα π.χ. που προωθήθηκαν από το 2006 και μετά υπήρξαν τόσες αιτήσεις από τους επιχειρηματίες-επενδυτές, που υπερκαλύφθηκε ήδη από το 2010 το όριο των 2.200 MW, που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, μέχρι το 2020.[2]
Για να αναπτυχθεί ένα κίνημα και στη Ελλάδα -γιατί για παράδειγμα στη Γερμανία επρόκειτο για κίνημα πραγματικά- πρέπει να υπάρξει αποκεντροποίηση και της παραγωγής και της παροχής της ηλεκτρικής ενέργειας. Να αρχίσει και εδώ να περνά ο εφοδιασμός της ενέργειας στα χέρια των ΟΤΑ και των πολιτών τους.
Τώρα που έχει σταματήσει κάθε κρατική επιχορήγηση και κάθε χρηματοδότηση από τις τράπεζες, αλλά και μειώθηκε πολύ η τιμή της κιλοβατώρας από ΑΠΕ[3], καθώς κατόπιν απαίτησης της τρόικα και η φορολόγηση των παραγωγών ενέργειας από ΑΠΕ, δεν μένει παρά η σύσταση συνεταιρισμών κοινωνικής οικονομίας από τους πολίτες που έχουν κάποιες οικονομίες ακόμα-έστω και μικρές- στις τράπεζες. Για να παράξουν ενέργεια την οποία θα διαθέσουν στα τοπικά δίκτυα τα οποία με τη σειρά τους θα πρέπει να περάσουν στα χέρια των ΟΤΑ(βλέπε ανάρτησή μας: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/07/473.html)
[1] http://www.cres.gr/kape/neos%20nomos%20RES_N3851_2010.pdf
[2] Βλέπε σχετική ερώτηση στη βουλή των Τσίπρα και Διώτη, που υποστηρίζουν ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2010 είχαν κατατεθεί αιτήσεις για εγκατάσταση φ/β πάνω από 3.000 MW και στηλιτεύουν σαν εμπαιγμό την επιβάρυνση των αγροτών με αμοιβές των μελετητικών γραφείων από 2.200 έως 4.000 ευρώ και η κατάθεση παράβολου 300 έως 500 ευρώ στη ΔΕΗ για την εξέταση του φακέλου κάθε αγρότη, καθώς εκτιμάται ότι οι κυρίως ωφελημένοι θα είναι οι επιχειρήσεις του κλάδου των ΑΠΕ, και όχι οι οικονομικά εξουθενωμένοι αγρότες (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=199336). Βέβαια θα γίνει μάλλον αναπροσαρμογή με υπουργική απόφαση στα όρια του 2.500-3.500 MW, αλλά και πάλι θα υπάρξει πρόβλημα, γιατί από το 2010 μπήκαν στην εφαρμογή και οι αδειοδοτήσεις για τους οικιακούς καταναλωτές.
[3] ΑΠΕ: «ταφόπλακα» για τις επενδύσεις τα σχεδιαζόμενα μέτρα στο:
http://www.econews.gr/2013/07/12/ependuseis-ape-102793/
Μέχρι το 2006, το σχήμα οικονομικής ενίσχυσης έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα συνδιαμορφώνονταν με τις γνωστές επιχορηγήσεις. Αυτές προέρχονταν είτε από εθνικούς πόρους (βλ. Αναπτυξιακός Νόμος) είτε από κοινοτικούς πόρους της ΕΕ (βλ. Β΄ΚΠΣ / ΕΠΕ και Γ΄ΚΠΣ / ΕΠΑΝ). Οι εθνικοί συνολικά διαθέσιμοι για επενδύσεις πόροι είχαν συρρικνωθεί απελπιστικά, ενώ οι κοινοτικοί πόροι –ακόμη και αν η απορρόφησή τους ολοκληρωνόταν ομαλά – είχαν περιορισμένο χρονικό ορίζοντα έως το 2006. «Τι έπρεπε να γίνει» λοιπόν ; Το δοκιμασμένο με απόλυτη επιτυχία στη Γερμανία, στην Ισπανία, και στη Δανία, σχήμα της επιδότησης της παραγόμενης από ΑΠΕ κιλοβατώρας (KWh) ήταν αυτό που προσφερόταν να τύχει εφαρμογής και σ΄αυτή τη χώρα. Στο σημείο αυτό είναι απαραίτητες οι εξής διευκρινήσεις :
Σύμφωνα με το άρθρο 40 του Νόμου 2773 / 1999 η ΔΕΗ εισπράττει από τους καταναλωτές ηλεκτρικής ενέργειας ειδικό τέλος κατ΄αναλογία της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώνουν. Το ειδικό αυτό τέλος καλύπτει μικρό μόνον μέρος των απαιτούμενων ποσών για την πληρωμή της παραγόμενης από ανεξάρτητους παραγωγούς ΑΠΕ ηλεκτρικής ενέργειας. Στη διετία εφαρμογής του σχετικού μέτρου, το ειδικό τέλος ΑΠΕ προσδιορίστηκε με βάση Υπουργικές Αποφάσεις αρχικά σε 0,00045 € / KWh = 0,045 Eurocents / KWh , ακολούθως σε 0,0006 € / KWh = 0,06 Eurocents / KWh και τελευταία σε 0,0008 € / KWh = 0,08 Eurocents / KWh. Για μία μέση οικιακή κατανάλωση με 3.000 KWh / έτος, η αντίστοιχη επιβάρυνση υπολογίζεται σε 1,8 € / έτος ή σε 0,15 € / μήνα. Πρόκειται για ένα αμελητέο ποσό σε σύγκριση με τα μηνιαία έξοδα μιάς ελληνικής οικογένειας. Το ποσοστό της εν λόγω επιβάρυνσης στη συνολική τιμή της κιλοβατώρας (δηλ. στην τιμή την οποία καταβάλλει ο μέσος καταναλωτής και στην οποία συμπεριλαμβάνονται όλοι οι φόροι και τέλη) ανέρχεται περίπου σε 0,6 % . Τα μεγέθη αυτά εκφράζουν μία συγκριτικά πολλαπλά μικρότερη επιβάρυνση του έλληνα πολίτη από την αντίστοιχη του γερμανού πολίτη. Προσφερόταν επομένως η δυνατότητα στην κυβέρνηση, με υπουργική απόφαση να αυξήσει αισθητά το ύψος του ειδικού τέλους. Κατ΄αυτόν τον τρόπο θα ήταν δυνατό να εξευρεθούν οι σχετικοί πόροι, οι οποίοι να αποτελέσουν τη διάδοχη λύση των επιχορηγήσεων. Η μετακύλιση της χρηματοδοτικής ενίσχυσης των αιολικών πάρκων (αλλά και των άλλων έργων ΑΠΕ) στον τελικό καταναλωτή προσφέρει την ευκαιρία να συνεχιστούν και να διευρυνθούν οι εφαρμογές των ΑΠΕ.
Το επιχείρημα ότι για λόγους δημοσιονομικής ή κοινωνικής πολιτικής δεν είναι επιτρεπτή η μετακύλιση της οικονομικής υποστήριξης των ΑΠΕ στα λαϊκά στρώματα δεν ευσταθεί όχι μόνον από τη άποψη της περιφερειακής ανάπτυξης και της δημιουργίας θέσεων απασχόλησης, αλλά και από περιβαλλοντική άποψη: ή α) προτιμούμε να καταβάλουμε το οικονομικό τίμημα της μείωσης των αερίων -που προκαλούν το φαινόμενο του Θερμοκηπίου- με την υποστήριξη των ΑΠΕ μέσω της αύξησης της επιβάρυνσης του προαναφερόμενου ειδικού τέλους, ή β) προτιμούμε την καταβολή του ιδίου τιμήματος -ως φορολογούμενοι έλληνες πολίτες στην ουσία- μέσω των προστίμων που σύντομα θα χρειασθεί να καταβάλει η χώρα, διότι δεν εφαρμόζει το Πρωτόκολλο του Κυότο και αυξάνει τους εκπεμπόμενους εγχώρια αέριους ρύπους.
Η διαφοροποίηση των τιμών είναι από πολλές πλευρές αποτελεσματική όσον αφορά στην ανάπτυξη των σχετικών τεχνολογιών και τη διασπορά των έργων : ανάλογα με τον επιμέρους τομέα ΑΠΕ (αιολική ενέργεια, βιομάζα, ηλιακή ενέργεια κ.λπ) και το στάδιο ωριμότητας της αντίστοιχης τεχνολογίας, ανάλογα με το μέγεθος μονάδων αξιοποίησης (π.χ. στον τομέα της βιομάζας), ανάλογα με την ποιότητα της θέσης αξιοποίησης (βλ. αύξηση της τιμής της κιλοβατώρας σε περιοχές μέτριου αιολικού δυναμικού σε σύγκριση με εκείνες υψηλού αιολικού δυναμικού ) κ.λπ..
Στο νόμο 3468/06 η ηλεκτρική ενέργεια που παράγoνταν από Παραγωγό ή Αυτοπαραγωγό μέσω σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. τιμολογήθηκε, σε μηνιαία βάση και είχαν ενταχθεί μόνο επιχειρηματίες επενδυτές.
Στη συνέχεια με το νόμο 3851/2010 εντάχθηκαν επίσης και οι επαγγελματίες αγρότες, καθώς και τα νοικοκυριά, όσον αφορά στις φ/β εγκαταστάσεις. Η σύμβαση πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας, που παράγεται από σταθμούς Α.Π.Ε. ισχύει για είκοσι (20) έτη και μπορεί να παρατείνεται. Η νέα τιμολόγηση [1]
Εκτός από τη τιμή μπορεί να προωθηθούν οι ΑΠΕ και με φοροελαφρύνσεις. Φορολογικά κίνητρα μπορούν εν προκειμένω να έχουν τη μορφή φορολογικών εκπτώσεων όπως αυτές που βρίσκουν έως τώρα εφαρμογή στη Γερμανία. Είναι δυνατό όμως να έχουν τη μορφή μείωσης του φορολογικού συντελεστή των προερχόμενων από την ηλεκτροπαραγωγή από ΑΠΕ καθαρών εσόδων. Η μείωση του φορολογικού συντελεστή ομορρύθμων και ετερορρύθμων εταιρειών από 25 % σταδιακά σε 20 %, συνεισφέρει οπωσδήποτε στο σχηματισμό ενός πακέτου επαρκών οικονομικών κινήτρων. Αξίζει στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι, στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ελκυστικών οικονομικών αποδόσεων συμβάλλει και η μείωση των απαιτούμενων ιδίων κεφαλαίων από 30 % στα 25 % με βάση το νέο Αναπτυξιακό Νόμο 3299/2004. Συνακόλουθα, εάν οι ελληνικές τράπεζες εννοούν στα σοβαρά ότι επιθυμούν τη στήριξη οικονομικής ανάπτυξης και μάλιστα με περιβαλλοντική χροιά, τότε θα πρέπει να προχωρήσουν στη διαμόρφωση ελκυστικών δανειακών προσφορών, ειδικά για τη χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ.
Χρειάζεται βέβαια ταυτόχρονα και αναπροσαρμογή του ενεργειακού δικαίου και του εταιρικού δικαίου-ιδίως των ετερόρρυθμων εταιρειών- προς την ίδια κατεύθυνση. Για την άρση υπαρκτών εμποδίων απαιτούνται αλλαγές όπως: Χορήγηση άδειας παραγωγής για μικρό έργο (π.χ. αιολικό πάρκο ισχύος έως 3 MW) χωρίς υποβολή και αξιολόγηση χρηματοδοτικών δεδομένων. Ακολούθως, η άδεια εγκατάστασης θα μπορεί να χορηγείται, εφόσον στο μεταξύ έχουν εισέλθει στην ετερόρρυθμη εταιρεία το σύνολο των ετερόρρυθμων μικρομεσαίων επενδυτών. Για την εν λόγω είσοδο δεν θα απαιτείται τροποποίηση της άδειας παραγωγής.
Για να λειτουργήσει το σχήμα «χρηματοδότηση έργων ΑΠΕ μέσω συμμετοχής μικρομεσαίων επενδυτών σε ετερόρρυθμες εταιρείες», ασφαλώς χρειάζεται προσαρμογή του καθεστώτος των ετερορρύθμων εταιρειών, ειδικά για τις περιπτώσεις σύστασης και δραστηριοποίησής τους στον τομέα των ΑΠΕ. Απαραίτητα θα είναι επίσης συμπληρωματικά μέτρα για την προστασία των μικροεπενδυτών-πολιτών. Να υπάρχει αξιοπιστία δικαίου, και θωράκιση των επενδύσεων ΑΠΕ. Επείγοντα χαρακτήρα έχει η θεσμοθέτηση -αποδεκτού από την κάθε τοπική κοινωνία - Ειδικού Χωροταξικού πλαισίου για τις ΑΠΕ και η συντόμευση των αδειοδοτικών διαδικασιών.
Χρειάζεται βέβαια πρώτα από όλα να ξεπεράσουμε σαν πολίτες - δημότες τη νοοτροπία «πρόσκαιρου», του «δε με νοιάζει τι θα γίνει αύριο» και του «να πιάσουμε την καλή, μια και έξω». Να μη καταναλώνουμε σε νέα ωραία αυτοκίνητα τις οικονομίες μας ή να τις «παίζουμε» χάνοντάς τες στο χρηματιστήριο ή καταθέτοντάς τες στις τράπεζες και σε άλλες μετοχές, για τα χρηματιστικά τους παιχνίδια. Να προτιμάμε -αποσύροντας τις μικροκαταθέσεις μας στις τράπεζες- να συμμετέχουμε π.χ. σε εταιρείες λαϊκής βάσης για δημιουργία μικρών τοπικών αιολικών ή φ/β πάρκων με τις οικονομίες μας, ή να εγκαθιστούμε φ/β στα σπίτια μας, στα υπόστεγα, στις αποθήκες ή στα άγονα χωράφια μας.
Το πρόβλημα βέβαια θα υπάρχει με τα όρια εγκαταστημένης ισχύος ανά χρόνο, που προβλέπεται από το νόμο και τις υπουργικές αποφάσεις, ώστε να υπάρχει αδειοδότηση και ένταξη της παραγωγής της ενέργειας των διάφορων εγκαταστάσεων στις επιδοτήσεις μέσω της τιμολόγησης αγοράς της για το δίκτυο. Και αυτό γιατί από τη μια το δίκτυο μέχρι τώρα είναι κεντρικό, από την άλλη έχουν προωθηθεί μεγάλες κατά το πλείστον εγκαταστάσεις. Έτσι για τα φ/β πάρκα π.χ. που προωθήθηκαν από το 2006 και μετά υπήρξαν τόσες αιτήσεις από τους επιχειρηματίες-επενδυτές, που υπερκαλύφθηκε ήδη από το 2010 το όριο των 2.200 MW, που προβλέπει το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, μέχρι το 2020.[2]
Για να αναπτυχθεί ένα κίνημα και στη Ελλάδα -γιατί για παράδειγμα στη Γερμανία επρόκειτο για κίνημα πραγματικά- πρέπει να υπάρξει αποκεντροποίηση και της παραγωγής και της παροχής της ηλεκτρικής ενέργειας. Να αρχίσει και εδώ να περνά ο εφοδιασμός της ενέργειας στα χέρια των ΟΤΑ και των πολιτών τους.
Τώρα που έχει σταματήσει κάθε κρατική επιχορήγηση και κάθε χρηματοδότηση από τις τράπεζες, αλλά και μειώθηκε πολύ η τιμή της κιλοβατώρας από ΑΠΕ[3], καθώς κατόπιν απαίτησης της τρόικα και η φορολόγηση των παραγωγών ενέργειας από ΑΠΕ, δεν μένει παρά η σύσταση συνεταιρισμών κοινωνικής οικονομίας από τους πολίτες που έχουν κάποιες οικονομίες ακόμα-έστω και μικρές- στις τράπεζες. Για να παράξουν ενέργεια την οποία θα διαθέσουν στα τοπικά δίκτυα τα οποία με τη σειρά τους θα πρέπει να περάσουν στα χέρια των ΟΤΑ(βλέπε ανάρτησή μας: http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/07/473.html)
[1] http://www.cres.gr/kape/neos%20nomos%20RES_N3851_2010.pdf
[2] Βλέπε σχετική ερώτηση στη βουλή των Τσίπρα και Διώτη, που υποστηρίζουν ότι μέχρι τον Ιούνιο του 2010 είχαν κατατεθεί αιτήσεις για εγκατάσταση φ/β πάνω από 3.000 MW και στηλιτεύουν σαν εμπαιγμό την επιβάρυνση των αγροτών με αμοιβές των μελετητικών γραφείων από 2.200 έως 4.000 ευρώ και η κατάθεση παράβολου 300 έως 500 ευρώ στη ΔΕΗ για την εξέταση του φακέλου κάθε αγρότη, καθώς εκτιμάται ότι οι κυρίως ωφελημένοι θα είναι οι επιχειρήσεις του κλάδου των ΑΠΕ, και όχι οι οικονομικά εξουθενωμένοι αγρότες (http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=199336). Βέβαια θα γίνει μάλλον αναπροσαρμογή με υπουργική απόφαση στα όρια του 2.500-3.500 MW, αλλά και πάλι θα υπάρξει πρόβλημα, γιατί από το 2010 μπήκαν στην εφαρμογή και οι αδειοδοτήσεις για τους οικιακούς καταναλωτές.
[3] ΑΠΕ: «ταφόπλακα» για τις επενδύσεις τα σχεδιαζόμενα μέτρα στο:
http://www.econews.gr/2013/07/12/ependuseis-ape-102793/