Στον πρόλογο του βιβλίου -που γράψαμε μαζί με τον Γιάννη Μπίλλα- με τίτλο Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης –τοπικοποίησης κάνουμε μια προσπάθεια να «αποδομήσουμε την ιδέα της προόδου». Διαβάστε το αντίστοιχο κείμενο που υπάρχει στην ανάρτησή μας:
http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/03/323.html
Παρακάτω επεξεργάζομαι τις ιδέες της «ανάπτυξης» και της «προόδου», πολύ συνοπτικά, από μια άλλη πλευρά. Αφορμή για αυτό υπήρξε το διάβασμα του βιβλίου του Raoul Vaneigem : Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά του κόσμου που έρχεται, εκδόσεις των ξένων.
Στα ιστορικά χρόνια της ανθρώπινης εξέλιξης(τελευταία 10.000 χρόνια περίπου), διαπιστώνουμε ένα χάσμα μεταξύ της εξέλιξης της τεχνολογίας του ανθρώπου και της εξέλιξης των ηθών του. Θα χρησιμοποιήσω για την πρώτη τον όρο «ανάπτυξη» και για τα δεύτερα τον όρο «πρόοδο», για να μη τα συγχέουμε αυτά τα δύο.
Υπάρχει λοιπόν μεγάλη απόσταση μεταξύ της νεολιθικής π.χ. τεχνολογίας του χαλκού και της σημερινής π.χ. πυρηνικής τεχνολογίας. Όμως υπάρχει ταυτόχρονα πολύ μικρή απόσταση μεταξύ της τότε λεηλασίας κάποιας πόλης από τους κατακτητές της και της σημερινής λεηλασίας των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας χώρας από τους «δανειστές» ή «επενδυτές» της. Καθόλου δε απόσταση μεταξύ της θηριωδίας των τότε στρατιωτών με τα χάλκινα κοντάρια και της κτηνωδίας των σημερινών υπεροπλισμένων- με ρουκέτες και πυραύλους –στρατιωτικών στις διάφορες πολεμικές ή μη συρράξεις του μεταμοντέρνου κάσμου. Τουναντίον –λόγω της καταστροφικότητας των καινούργιων πολεμικών μέσων-αυτή η θηριωδία έχει πολλαπλασιασθεί.
Ο τότε φόβος και εξαθλίωση δεν διαφέρει και σε πολλά από τη σημερινή κραυγή και οδύνη της πάσχουσας ανθρωπότητας. Φαίνεται ότι ο φόβος και η εξαθλίωση έχουν μια μονιμότητα και έρχονται και επανέρχονται κυκλικά αλλά σε διαφορετικό επίπεδο. Ακολουθούν μια καμπύλη με τη μορφή σπείρας. Μιας σπείρας ανοδικής, που είναι μεν κυκλική, αλλά σε διαφορετικό κάθε φορά ανώτερο επίπεδο.
Στον αντίποδα η άνθηση και η ανοδική πορεία της τέχνης το ίδιο διάστημα, που παρήγαγε αριστουργήματα, φαίνεται ότι δεν έχει και μεγάλη επίδραση στην πρόοδο των ηθών. Δε μπορεί να σταματήσει τη σπειροειδή εξέλιξή τους και στέκεται απλά πλάι σαν μια ανοδική ευθεία χωρίς σοβαρή επίδραση σε αυτά. Και αυτό γιατί το κόκκινο νήμα, που χαρακτηρίζει τη διπλή αυτή πορεία-της τέχνης και των ηθών-είναι η κυριαρχία στον άνθρωπο και τη φύση. Αυτή έκανε δυνατή την παράλληλη ύπαρξη π.χ. της μουσικής που εμπλουτίζει την ανθρώπινη κουλτούρα και της δυστυχίας που προκαλεί η πείνα ή οι βασανισμοί από τη δικαιοσύνη των κυρίαρχων εξουσιαστικών ελίτ κάθε φορά. Ή την ύπαρξη της κραυγής εξέγερσης της ποίησης και παράλληλα της υποταγής των ποιητών. Η βία, το ψέμα και η επινοητικότητα των κυρίαρχων μηχανισμών διαχείρισης του φόβου τους έπειθαν-τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, τα δημιουργικά πνεύματα κ.λπ.-είτε με τη δύναμη της μπότας, είτε με την υπόσχεση της δικής τους κοινωνικής ανέλιξης, να επανέρχονται στις γραμμές των κυρίαρχων ελίτ(βλέπε π.χ. την εξέλιξη πρώην εξεγερμένων καλλιτεχνών, που στη συνέχεια ενσωματώνονται στη κουστωδία του καταστημένου εμπορικού συστήματος).
Η επικυριαρχία, διαιρώντας τους ανθρώπους σε λίγους επικυρίαρχους και στους πολλούς κυριαρχούμενους, στρέφει τους μεν εναντίον των δε. Έχοντας μάλιστα στη διάθεσή της τα πολύ εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας της εποχής μας(ΜΜΕ) μπορεί και στρέφει τμήματα των κυριαρχούμενων εναντίον άλλων τμημάτων τους. Μπορεί και κάνει μια κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση στους «από κάτω»-μοιράζοντας διαφορετικό κομμάτι πίτας-ώστε κάθε στρώμα να έχει και από κάτω του άλλα πιο αδύναμα στρώματα εναντίον των οποίων μπορεί να στραφεί, χωρίς να ενοχλεί τους «από πάνω».
Έχουν καταφέρει να φέρνουν αντιμέτωπα διάφορα τμήματα των «από κάτω», χωρίς αυτά να αντιλαμβάνονται τις περισσότερες φορές ότι είναι όλα θύματα των «από πάνω». Χρησιμοποιούν για αυτό, με τον καλύτερο τρόπο, τον ψυχολογικό μηχανισμό της ενοχής. «Ένοχος είναι περισσότερο ο άλλος , ο διπλανός μας, ο αποκάτω μας ή ο από πάνω μας. Αλλά όλοι έχουμε λερωμένη τη φωλιά μας. Όλοι είμαστε συνένοχοι για τις εξελίξεις. Όλοι είμαστε άπληστα όντα και επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατότητα για ατομική-οικογενειακή κατανάλωση και τη κοινωνική ανέλιξη στις πλάτες των άλλων από κάτω μας. Προπάντων όμως μη θεωρήσουμε ένοχους τους κυρίαρχους –πολύ ψηλά μας για να τους φθάσουμε-γιατί αυτοί έτσι και αλλιώς είναι ανώτερα όντα από μας και δε χαρακτηρίζονται από απληστία, αφού ό,τι θέλουν το έχουν.»
Το έγκλημα που κάνουν καθημερινά οι σημερινοί επικυρίαρχοι εναντίον του ανθρώπινου όντος-του ανθρωπολογικού τύπου, όπως τον αποκαλούμε-είναι ότι προωθούν και επικροτούν την αρπακτική πλευρά του, έναντι της ευαισθησίας και της γενναιοδωρίας του. Η ατομικότητα-αρπακτικότητα συνυπάρχει πάντα με την ευαισθησία-γενναιοδωρία και το κοινοτικό πνεύμα στο ανθρώπινο ον. Θα θεωρούσαμε πρόοδο του ανθρώπου την επικράτηση της δεύτερης πλευράς του επί της πρώτης. Και προοδευτική κοινωνία αυτή που επικροτεί και προωθεί αυτή ακριβώς την πλευρά των μελών της, δηλαδή τη γενναιοδωρία-αλληλεγγύη και το κοινοτικό πνεύμα μεταξύ ισότιμων-ισόνομων-αυτοδύναμων πολιτών. Μια κοινωνία –αντίθετα- που μετατρέπει την ευαισθησία και τη γενναιοδωρία μας- η οποία είναι η επικρατούσα πλευρά μας κατά τη παιδική ηλικία-σε βουλιμία, αρπακτικότητα, εγωπάθεια, επιδίωξη της εξουσίας του ενήλικου, είναι μια κοινωνία οπισθοδρομική σε σχέση με τη θετική εξέλιξη του ανθρώπινου όντος.
Το βιολογικό όν άνθρωπος γεννιέται με τη δυνατότητα να εξελιχθεί είτε σε αρπακτικό, είτε σε ευαίσθητο-γενναιόδωρο ον. Αυτό εξαρτάται από την κοινότητα των ανθρώπων στην οποία μεγαλώνει. Εξαρτάται από την κοινωνικοποίησή του στα πλαίσια της κοινωνίας όπου ενηλικιώνεται. Αν αυτή είναι ταξικά διαστρωματωμένη, με κάθετα δομημένη εξουσία, άνιση κατανομή πόρων και με κοινωνικό ανταγωνισμό, τότε θα εξελίσσεται σιγά-σιγά σε ανταγωνιστικό-αρπακτικό ον. Αν η κοινωνία εξελίσσεται σε αταξική, ισότητας και αλληλεγγύης, που εντάσσεται με ισορροπημένο οικολογικό τρόπο στο γενικότερο πλανητικό οικοσύστημα, τότε θα έχουμε σαν αποτέλεσμα και έναν ισορροπημένο, ευαίσθητο, γενναιόδωρο ανθρωπολογικό τύπο.
Η ιδιαιτερότητα του νέου ανθρώπινου όντος είναι η δημιουργικότητα, όσο αυτή δεν καταστρατηγείται από την υποχρέωση να δουλεύουμε για την ίδια τη δυστυχία μας, σαν ενήλικες. Θυμάμαι τα δικά μου όνειρα σαν παιδί: να προσφέρω και να δημιουργήσω πράγματα ικανά να καλυτερεύσουν τη ζωή όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και των άλλων ανθρώπων, ακόμα και των ζώων που εκτρέφαμε. Αργότερα αντιμετώπισα τον χλευασμό αυτών μου των προθέσεων από τον κοινωνικό περίγυρο, που εκθείαζε την κυρίαρχη ηθική της πλεονεξίας και της απανθρωπιάς. Με το πέρασμα των χρόνων και πηγαίνοντας από την επαρχία στην πόλη (για να «σπουδάσεις και να ζήσεις καλύτερα από μας» ήταν η συμβουλή της μάνας και του δάσκαλου) γλιστρούσα σε μια κοινωνία όπου π.χ. θα έπρεπε να ανέβεις πατώντας «επί πτωμάτων», να περιφρονείς τις γυναίκες σαν βιολογικά κατώτερες, να απορρίπτεις τους «διαφορετικούς», τους «ανεπρόκοπους» άνεργους που «στα παίρνουν» μέσω του επιδόματος ανεργίας, να αποδεχθείς τον βασανισμό των ζώων για την «ανάπτυξη» της επιστήμης, να ρίχνεις τα σκουπίδια σου στην αυλή του γείτονα και όταν δεν τα βολεύεις μόνο σου να παρηγορείσαι από την επιθυμία σου να «ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» κ.λπ.
Όταν έφθασε όμως ο καιρός να κάνω παιδιά αυτό με έβγαλε από αυτή την πορεία. Και μόνο η σκέψη ότι θα μεγάλωναν σε μια αβίωτη πόλη, με έκαναν να επιλέξω να μετεγκατασταθώ με πιο δημιουργικό τρόπο-μαζί με μια μικρή παρέα-στην περιφέρεια. Να δημιουργήσουμε από κοινού συνθήκες αξιοβίωτες για τα παιδιά μας, για να μπορούν να κάνουν τα ίδια όνειρα που κάναμε και εμείς σαν παιδιά, για να μη πληγώνεται η έμφυτη ευαισθησία τους και ενστερνισθούν τη βία της εγκληματικής κυρίαρχης κοινωνίας. Η γέννηση ενός παιδιού –κατεξοχήν δημιουργική πράξη- είναι ταυτόχρονα και μια πράξη αγάπης και εξιλέωσης, γιατί ξαναγεννά στον γονιό το αίσθημα της στοργής και της ευθύνης για τον άλλο, πέρα από τον εαυτό. Ο αγώνας για τη νέα ζωή ανανεώνει και τον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία, για ένα καλύτερο περιβάλλον στο οποίο αξίζει να ζει κανείς.
Δε μένει παρά οι υπάρχοντες σήμερα ευαίσθητοι και γενναιόδωροι άνθρωποι –γιατί υπάρχουν ευτυχώς και τέτοιοι-να δημιουργήσουμε μικρές έστω στην αρχή κοινότητες αλληλεγγύης, στα πλαίσια των οποίων θα αναπτύσσεται η επιθυμητή δημιουργική και γενναιόδωρη πλευρά των νέων ανθρώπων της. Ώστε ο πολλαπλασιασμός τους να εγγυηθεί και το πέρασμα σε κοινωνίες προόδου των ηθών της συλλογικής συνείδησης του ανθρώπου από τις νέες γενιές του.
http://www.topikopoiisi.com/1/post/2013/03/323.html
Παρακάτω επεξεργάζομαι τις ιδέες της «ανάπτυξης» και της «προόδου», πολύ συνοπτικά, από μια άλλη πλευρά. Αφορμή για αυτό υπήρξε το διάβασμα του βιβλίου του Raoul Vaneigem : Γράμμα στα παιδιά μου και στα παιδιά του κόσμου που έρχεται, εκδόσεις των ξένων.
Στα ιστορικά χρόνια της ανθρώπινης εξέλιξης(τελευταία 10.000 χρόνια περίπου), διαπιστώνουμε ένα χάσμα μεταξύ της εξέλιξης της τεχνολογίας του ανθρώπου και της εξέλιξης των ηθών του. Θα χρησιμοποιήσω για την πρώτη τον όρο «ανάπτυξη» και για τα δεύτερα τον όρο «πρόοδο», για να μη τα συγχέουμε αυτά τα δύο.
Υπάρχει λοιπόν μεγάλη απόσταση μεταξύ της νεολιθικής π.χ. τεχνολογίας του χαλκού και της σημερινής π.χ. πυρηνικής τεχνολογίας. Όμως υπάρχει ταυτόχρονα πολύ μικρή απόσταση μεταξύ της τότε λεηλασίας κάποιας πόλης από τους κατακτητές της και της σημερινής λεηλασίας των πλουτοπαραγωγικών πηγών μιας χώρας από τους «δανειστές» ή «επενδυτές» της. Καθόλου δε απόσταση μεταξύ της θηριωδίας των τότε στρατιωτών με τα χάλκινα κοντάρια και της κτηνωδίας των σημερινών υπεροπλισμένων- με ρουκέτες και πυραύλους –στρατιωτικών στις διάφορες πολεμικές ή μη συρράξεις του μεταμοντέρνου κάσμου. Τουναντίον –λόγω της καταστροφικότητας των καινούργιων πολεμικών μέσων-αυτή η θηριωδία έχει πολλαπλασιασθεί.
Ο τότε φόβος και εξαθλίωση δεν διαφέρει και σε πολλά από τη σημερινή κραυγή και οδύνη της πάσχουσας ανθρωπότητας. Φαίνεται ότι ο φόβος και η εξαθλίωση έχουν μια μονιμότητα και έρχονται και επανέρχονται κυκλικά αλλά σε διαφορετικό επίπεδο. Ακολουθούν μια καμπύλη με τη μορφή σπείρας. Μιας σπείρας ανοδικής, που είναι μεν κυκλική, αλλά σε διαφορετικό κάθε φορά ανώτερο επίπεδο.
Στον αντίποδα η άνθηση και η ανοδική πορεία της τέχνης το ίδιο διάστημα, που παρήγαγε αριστουργήματα, φαίνεται ότι δεν έχει και μεγάλη επίδραση στην πρόοδο των ηθών. Δε μπορεί να σταματήσει τη σπειροειδή εξέλιξή τους και στέκεται απλά πλάι σαν μια ανοδική ευθεία χωρίς σοβαρή επίδραση σε αυτά. Και αυτό γιατί το κόκκινο νήμα, που χαρακτηρίζει τη διπλή αυτή πορεία-της τέχνης και των ηθών-είναι η κυριαρχία στον άνθρωπο και τη φύση. Αυτή έκανε δυνατή την παράλληλη ύπαρξη π.χ. της μουσικής που εμπλουτίζει την ανθρώπινη κουλτούρα και της δυστυχίας που προκαλεί η πείνα ή οι βασανισμοί από τη δικαιοσύνη των κυρίαρχων εξουσιαστικών ελίτ κάθε φορά. Ή την ύπαρξη της κραυγής εξέγερσης της ποίησης και παράλληλα της υποταγής των ποιητών. Η βία, το ψέμα και η επινοητικότητα των κυρίαρχων μηχανισμών διαχείρισης του φόβου τους έπειθαν-τους ποιητές, τους καλλιτέχνες, τα δημιουργικά πνεύματα κ.λπ.-είτε με τη δύναμη της μπότας, είτε με την υπόσχεση της δικής τους κοινωνικής ανέλιξης, να επανέρχονται στις γραμμές των κυρίαρχων ελίτ(βλέπε π.χ. την εξέλιξη πρώην εξεγερμένων καλλιτεχνών, που στη συνέχεια ενσωματώνονται στη κουστωδία του καταστημένου εμπορικού συστήματος).
Η επικυριαρχία, διαιρώντας τους ανθρώπους σε λίγους επικυρίαρχους και στους πολλούς κυριαρχούμενους, στρέφει τους μεν εναντίον των δε. Έχοντας μάλιστα στη διάθεσή της τα πολύ εξελιγμένα μέσα επικοινωνίας της εποχής μας(ΜΜΕ) μπορεί και στρέφει τμήματα των κυριαρχούμενων εναντίον άλλων τμημάτων τους. Μπορεί και κάνει μια κάθετη κοινωνική διαστρωμάτωση στους «από κάτω»-μοιράζοντας διαφορετικό κομμάτι πίτας-ώστε κάθε στρώμα να έχει και από κάτω του άλλα πιο αδύναμα στρώματα εναντίον των οποίων μπορεί να στραφεί, χωρίς να ενοχλεί τους «από πάνω».
Έχουν καταφέρει να φέρνουν αντιμέτωπα διάφορα τμήματα των «από κάτω», χωρίς αυτά να αντιλαμβάνονται τις περισσότερες φορές ότι είναι όλα θύματα των «από πάνω». Χρησιμοποιούν για αυτό, με τον καλύτερο τρόπο, τον ψυχολογικό μηχανισμό της ενοχής. «Ένοχος είναι περισσότερο ο άλλος , ο διπλανός μας, ο αποκάτω μας ή ο από πάνω μας. Αλλά όλοι έχουμε λερωμένη τη φωλιά μας. Όλοι είμαστε συνένοχοι για τις εξελίξεις. Όλοι είμαστε άπληστα όντα και επιδιώκουμε τη μεγαλύτερη δυνατότητα για ατομική-οικογενειακή κατανάλωση και τη κοινωνική ανέλιξη στις πλάτες των άλλων από κάτω μας. Προπάντων όμως μη θεωρήσουμε ένοχους τους κυρίαρχους –πολύ ψηλά μας για να τους φθάσουμε-γιατί αυτοί έτσι και αλλιώς είναι ανώτερα όντα από μας και δε χαρακτηρίζονται από απληστία, αφού ό,τι θέλουν το έχουν.»
Το έγκλημα που κάνουν καθημερινά οι σημερινοί επικυρίαρχοι εναντίον του ανθρώπινου όντος-του ανθρωπολογικού τύπου, όπως τον αποκαλούμε-είναι ότι προωθούν και επικροτούν την αρπακτική πλευρά του, έναντι της ευαισθησίας και της γενναιοδωρίας του. Η ατομικότητα-αρπακτικότητα συνυπάρχει πάντα με την ευαισθησία-γενναιοδωρία και το κοινοτικό πνεύμα στο ανθρώπινο ον. Θα θεωρούσαμε πρόοδο του ανθρώπου την επικράτηση της δεύτερης πλευράς του επί της πρώτης. Και προοδευτική κοινωνία αυτή που επικροτεί και προωθεί αυτή ακριβώς την πλευρά των μελών της, δηλαδή τη γενναιοδωρία-αλληλεγγύη και το κοινοτικό πνεύμα μεταξύ ισότιμων-ισόνομων-αυτοδύναμων πολιτών. Μια κοινωνία –αντίθετα- που μετατρέπει την ευαισθησία και τη γενναιοδωρία μας- η οποία είναι η επικρατούσα πλευρά μας κατά τη παιδική ηλικία-σε βουλιμία, αρπακτικότητα, εγωπάθεια, επιδίωξη της εξουσίας του ενήλικου, είναι μια κοινωνία οπισθοδρομική σε σχέση με τη θετική εξέλιξη του ανθρώπινου όντος.
Το βιολογικό όν άνθρωπος γεννιέται με τη δυνατότητα να εξελιχθεί είτε σε αρπακτικό, είτε σε ευαίσθητο-γενναιόδωρο ον. Αυτό εξαρτάται από την κοινότητα των ανθρώπων στην οποία μεγαλώνει. Εξαρτάται από την κοινωνικοποίησή του στα πλαίσια της κοινωνίας όπου ενηλικιώνεται. Αν αυτή είναι ταξικά διαστρωματωμένη, με κάθετα δομημένη εξουσία, άνιση κατανομή πόρων και με κοινωνικό ανταγωνισμό, τότε θα εξελίσσεται σιγά-σιγά σε ανταγωνιστικό-αρπακτικό ον. Αν η κοινωνία εξελίσσεται σε αταξική, ισότητας και αλληλεγγύης, που εντάσσεται με ισορροπημένο οικολογικό τρόπο στο γενικότερο πλανητικό οικοσύστημα, τότε θα έχουμε σαν αποτέλεσμα και έναν ισορροπημένο, ευαίσθητο, γενναιόδωρο ανθρωπολογικό τύπο.
Η ιδιαιτερότητα του νέου ανθρώπινου όντος είναι η δημιουργικότητα, όσο αυτή δεν καταστρατηγείται από την υποχρέωση να δουλεύουμε για την ίδια τη δυστυχία μας, σαν ενήλικες. Θυμάμαι τα δικά μου όνειρα σαν παιδί: να προσφέρω και να δημιουργήσω πράγματα ικανά να καλυτερεύσουν τη ζωή όχι μόνο της οικογένειας, αλλά και των άλλων ανθρώπων, ακόμα και των ζώων που εκτρέφαμε. Αργότερα αντιμετώπισα τον χλευασμό αυτών μου των προθέσεων από τον κοινωνικό περίγυρο, που εκθείαζε την κυρίαρχη ηθική της πλεονεξίας και της απανθρωπιάς. Με το πέρασμα των χρόνων και πηγαίνοντας από την επαρχία στην πόλη (για να «σπουδάσεις και να ζήσεις καλύτερα από μας» ήταν η συμβουλή της μάνας και του δάσκαλου) γλιστρούσα σε μια κοινωνία όπου π.χ. θα έπρεπε να ανέβεις πατώντας «επί πτωμάτων», να περιφρονείς τις γυναίκες σαν βιολογικά κατώτερες, να απορρίπτεις τους «διαφορετικούς», τους «ανεπρόκοπους» άνεργους που «στα παίρνουν» μέσω του επιδόματος ανεργίας, να αποδεχθείς τον βασανισμό των ζώων για την «ανάπτυξη» της επιστήμης, να ρίχνεις τα σκουπίδια σου στην αυλή του γείτονα και όταν δεν τα βολεύεις μόνο σου να παρηγορείσαι από την επιθυμία σου να «ψοφήσει η κατσίκα του γείτονα» κ.λπ.
Όταν έφθασε όμως ο καιρός να κάνω παιδιά αυτό με έβγαλε από αυτή την πορεία. Και μόνο η σκέψη ότι θα μεγάλωναν σε μια αβίωτη πόλη, με έκαναν να επιλέξω να μετεγκατασταθώ με πιο δημιουργικό τρόπο-μαζί με μια μικρή παρέα-στην περιφέρεια. Να δημιουργήσουμε από κοινού συνθήκες αξιοβίωτες για τα παιδιά μας, για να μπορούν να κάνουν τα ίδια όνειρα που κάναμε και εμείς σαν παιδιά, για να μη πληγώνεται η έμφυτη ευαισθησία τους και ενστερνισθούν τη βία της εγκληματικής κυρίαρχης κοινωνίας. Η γέννηση ενός παιδιού –κατεξοχήν δημιουργική πράξη- είναι ταυτόχρονα και μια πράξη αγάπης και εξιλέωσης, γιατί ξαναγεννά στον γονιό το αίσθημα της στοργής και της ευθύνης για τον άλλο, πέρα από τον εαυτό. Ο αγώνας για τη νέα ζωή ανανεώνει και τον αγώνα για μια καλύτερη κοινωνία, για ένα καλύτερο περιβάλλον στο οποίο αξίζει να ζει κανείς.
Δε μένει παρά οι υπάρχοντες σήμερα ευαίσθητοι και γενναιόδωροι άνθρωποι –γιατί υπάρχουν ευτυχώς και τέτοιοι-να δημιουργήσουμε μικρές έστω στην αρχή κοινότητες αλληλεγγύης, στα πλαίσια των οποίων θα αναπτύσσεται η επιθυμητή δημιουργική και γενναιόδωρη πλευρά των νέων ανθρώπων της. Ώστε ο πολλαπλασιασμός τους να εγγυηθεί και το πέρασμα σε κοινωνίες προόδου των ηθών της συλλογικής συνείδησης του ανθρώπου από τις νέες γενιές του.