Μιχάλης Θεοδωρόπουλος
Περιβαλλοντολόγος, διαχειριστής παράκτιας ζώνης MSc.
«Αν δεν πράξουμε το ακατόρθωτο, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο»
Η οικολογία της ελευθερίας, Murray Bookchin
Η αποανάπτυξη βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής οικολογίας και η πολιτική οικολογία στη καρδιά της αποανάπτυξης. Μέσα από την ολιστική κριτική της ανάπτυξης, του παραγωγισμού και του καταναλωτισμού, σε σχέση με τη φέρουσα ικανότητα (φυσικά όρια) του πλανήτη, αλλά και την περιβαλλοντική κρίση που είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται, γεννήθηκε η πολιτική οικολογία σε επιστημονικό και κινηματικό επίπεδο ήδη από τη δεκαετία του 1960, αλλά κυρίως αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970. Ζητήματα όπως η ρύπανση και η ποιότητα των υδάτων, τα πυρηνικά, η ερημοποίηση και η προστασία της βιοποικιλότητας, τα χημικά στη διατροφή και οι επιπτώσεις στην υγεία, οι συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις και ο υπερπληθυσμός άρχισαν να μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση. Τα δυναμικά κοινωνικά κινήματα των δεκαετιών 1960-1970, το αντιπολεμικό, το αντιπυρηνικό, το φεμινιστικό, των ελευθεριών, της μη-βίαιης πολιτικής ανυπακοής, το περιβαλλοντικό μετουσιώθηκαν και βρήκαν μια κοινή συνιστώσα μέσα από την πολιτική δραστηριοποίηση για την οικολογία που ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό το δυναμικό τους.
Η πολιτικοποίηση της οικολογίας
Στο ακαδημαϊκό επίπεδο, ήδη από το 1962 ο Murray Bookchin κυκλοφόρησε το «Our synthetic Environment» (Το συνθετικό μας περιβάλλον) που έκανε μια πρώτη διασύνδεση των περιβαλλοντικών προβλημάτων (ρύπανση, αστικοποίηση) με τις κοινωνικές και παραγωγικές διεργασίες, ενώ την ίδια χρονιά εκδόθηκε ένα από τα πρώτα βιβλία που άσκησαν μεγάλη επιρροή στο οικολογικό κίνημα, το «Silent Spring» (Η σιωπηλή Άνοιξη) της Rachel Carson, που εναντιώθηκε στη χρήση χημικών στη (βιομηχανική) γεωργία. Ο Murray Bookchin με το σύγγραμμα «Οικολογία και επαναστατική σκέψη» το 1964 κάνει μια πρώτη απόπειρα διασύνδεσης της οικολογίας με τη ριζοσπαστική πολιτική θεωρία, η οποία πήρε μορφή μέσα από σημαντικά βιβλία για το οικολογικό κίνημα (Bookchin 1971, 1980, 1982, 1990a) και οδήγησε στην ανάπτυξη του κλάδου της κοινωνικής οικολογίας (Bookchin 1992), του φιλοσοφικού ρεύματος του διαλεκτικού νατουραλισμού (Bookchin 1990b) και τη πρόταση για τον ελευθεριακό κοινοτισμό (Bookchin and Biehl 1998), μια αποκεντρωμένη κοινωνικοπολιτική οργάνωση στη βάση οικολογικών και δημοκρατικών αρχών.
Ο Bookchin αναλύει σε βάθος τις ιεραρχικές δομές της κοινωνίας και την εξουσιαστική εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, αλλά και του ανθρώπου από τον άνθρωπο, διαχωρίζει την πολιτική οικολογία από τον περιβαλλοντισμό και τον οικο-μαρξισμό κυρίως λόγω της αποαναπτυξιακής του προσέγγισης, ενώ προτείνει την αναδόμηση των κοινωνικοπολιτικών δομών στο τοπικό επίπεδο και την κριτική ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών αιτιών που δημιουργούν τα οικολογικά προβλήματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των τελευταίων. Είναι κριτικός ως προς τον τεχνοκρατισμό, το δόγμα του ανταγωνισμού της αχαλίνωτης ανάπτυξης και της κατανάλωσης, καθώς και ως προς τη δαρβίνεια έννοια της εξέλιξης-προόδου, της «ορθολογικής» δηλαδή επιβολής του ανθρώπου στα άλλα είδη και τη φύση. Αντιτάσσει τη συνεργασία, τη συμπληρωματικότητα και τη συνύπαρξη των ειδών, αμφισβητεί τους ιεραρχικούς θεσμούς και αναζητά την ελευθερία και τη χειραφέτηση του ατόμου σε ένα νέο ηθικό πλαίσιο κοινοτικής αυτοδιαχείρισης σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.
O Eric Wolf στο άρθρο του «Ιδιοκτησία και πολιτική οικολογία» (1972) είναι από τους πρώτους που κάνει χρήση του όρου πολιτική οικολογία προσπαθώντας να αναλύσει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ πολιτικής οικονομίας και φύσης, περιγράφοντας πώς οι τοπικοί κανόνες ιδιοκτησίας και κληρονομιάς μεσολαβούν μεταξύ των πιέσεων που προέρχονται από την ευρύτερη κοινωνία και τις ανάγκες των τοπικών οικοσυστημάτων. Την ίδια χρονιά η Λέσχη της Ρώμης εκδίδει το αμφιλεγόμενο, αλλά επιδραστικό «Τα όρια της ανάπτυξης» (Meadows et al. 1972) και το βρετανικό περιοδικό Ecologist (1972) τον «Οδηγό επιβίωσης» (Blueprint for survival), τα οποία αναγνωρίζουν ότι η οικονομική μεγέθυνση που χαρακτηρίζει τον βιομηχανικό (καπιταλιστικό) τρόπο ζωής δεν είναι βιώσιμη σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους και ότι μια βιώσιμη κοινωνία δεν θα έπρεπε να στηρίζεται στην συνεχή ανάπτυξη, αλλά τη σταθερότητα (μηδενική ανάπτυξη), την αυτάρκεια και την αποκέντρωση-μικρή κλίμακα.
^ν επόμενη χρονιά εκδίδεται άλλο ένα εμβληματικό βιβλίο για την οικολογία, το «Small is beautiful: economics as if people mattered» (Schumacher 1973). Το μικρό είναι και όμορφο εκτός από σύνθημα του οικολογικού κινήματος τα πρώτα χρόνια ύπαρξής του, αποτέλεσε την αφετηρία για τα οικολογικά οικονομικά και την αναζήτηση λιγότερο εντατικών οικονομικών διεργασιών που θα βρίσκονται σε αρμονία με τους φυσικούς νόμους, καθώς δεν μπορούμε να μιλάμε για απεριόριστη ανάπτυξη σε ένα πεπερασμένο πλανήτη (Georgescu-Roegen 1971), αλλά και μικρότερων σε κλίμακα θεσμών, πιο κοντά στη γη και τον άνθρωπο.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ivan Illich (1973) τονίζει ότι «ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται να φανταστεί ότι ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός σημαίνει χρήση λιγότερης και όχι περισσότερης ενέργειας», ενώ ο Andre Gorz στα γραπτά του (1975, 1977, 1979, 1991,
2010) κάνει μια κριτική εφ' όλης της ύλης στον βιομηχανικό τρόπο ζωής, τη θεοποίηση της τεχνολογίας και τον καπιταλισμό, τονίζει ότι η (πολιτική) οικολογία είναι μια επιστήμη βαθιά αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική, ενώ προτάσσει τη σπουδαιότητα του αυτοπεριορισμού των αναγκών και την απόρριψη της οικονομίας που στηρίζεται στον παραγωγισμό και την αέναη ανάπτυξη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «το ζητούμενο δεν είναι πώς να απέχουμε από το να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο, αλλά το πώς να καταναλώνουμε όλο και λιγότερο» (Gorz 1975).
Όλοι οι παραπάνω θεωρητικοί της πολιτικής οικολογίας εκθέτουν πλήρως την έλλειψη οποιουδήποτε συσχετισμού μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας, ενώ απορρίπτουν τον παραγωγισμό, τον τεχνοκρατισμό, τα γραφειοκρατικά και απολυταρχικά καθεστώτα, τη μαζική κατανάλωση, τις μονοκαλλιέργειες, τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και την αστικοποίηση. Παράλληλα προτείνουν μια τοπικοποιημένη οικονομία δομημένη πάνω σε κοινοτικούς δεσμούς, μιλούν για αποκέντρωση, χρήση παραδοσιακών/ήπιων τεχνολογιών, για αμειψισπορά και φυσικά λιπάσματα, για αυτάρκεια, μείωση του μεγέθους των πόλεων και πολλά άλλα.
Τι είναι πολιτική οικολογία;
Ο Joan Martinez-Alier (2002) ορίζει την πολιτική οικολογία ως τη μελέτη των συγκρούσεων για την οικολογική διανομή, για τον έλεγχο δηλαδή και την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους. Η πολιτική οικολογία αναδείχθηκε ως μια κοινωνική απάντηση στην απαξίωση της φύσης από την πολιτική οικονομία, καθώς και ως ένα πεδίο θεωρητικής έρευνας και πολιτικής δράσης για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης, την καταστροφή δηλαδή των προϋποθέσεων βιωσιμότητας του ανθρώπινου πολιτισμού που προκαλείται από την επικράτηση της οικονομικής διαδικασίας και της τεχνολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική οικολογία αναλύει την ιστορία της εκμετάλλευσης της φύσης, διερευνά τις σχέσεις εξουσίας και τις συγκρούσεις ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση που αναπτύσσονται γύρω από τη διανομή των φυσικών πόρων και εμπεριέχονται στα συμφέροντα, τους θεσμούς, τις γνώσεις και τα φαντασιακά που απαρτίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι ένα πεδίο χειραφετημένης σκέψης, ηθικής και πολιτικής πρακτικής όπου στρατηγικές εξουσίας αναπτύσσονται για να αποδομήσουν τη μη- βιώσιμη σύγχρονη ορθολογικότητα της παγκόσμιας αγοράς και να κινητοποιήσουν κοινωνικές δομές για την κατασκευή ενός βιώσιμου μέλλοντος και ενός εναλλακτικού περιβαλλοντικού ορθολογισμού (Leff 2012).
H πολιτική οικολογία αναδεικνύει την ανάγκη να κάνουμε τη σύγχρονη κοινωνία πιο βιώσιμη με το να αντιμετωπίζει τον προβληματικό χαρακτήρα πολλών χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι η τυφλή πίστη στην τεχνολογία και την επιστήμη, η εξάρτηση από την οικονομική ανάπτυξη, η ισοπέδωση των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτισμικών θεσμών (M'Gonigle 1999). Η πολιτική οικολογία, όπως και η αποανάπτυξη, παντρεύει τα προτάγματα της πολιτικής αυτονομίας του Καστοριάδη (1974), της οικο-αυτάρκειας και αυτοδιαχείρισης σε κοινοτικό επίπεδο του Bookchin, της αλληλοβοήθειας του Kropotkin (1902), της απελευθερωτικής χειραφέτησης του Marcuze (1972, 1992), του ουτοπισμού των Huxley (1962) και Callenbach (1975) και είναι ένα ολιστικό και κριτικό εργαλείο για να κατανοήσουμε και να επιλύσουμε τα σύγχρονα περιβαλλοντικά προβλήματα, καθώς και να αντιμετωπίσουμε τις κοινωνικές και δομικές αιτίες που τα προκαλούν.
Η πολιτική οικολογία είναι μια βαθιά αντικαπιταλιστική πολιτική θεωρία και πρακτική, ίσως περισσότερο διεισδυτική από το νεο-μαρξισμό και τα προτάγματα της Αριστεράς, επειδή ακριβώς έχει εξ ορισμού ενσωματωμένες τις αρχές της βιώσιμης αποανάπτυξης, όντας κριτικά αποστασιοποιημένη από το φαντασιακό της ανάπτυξης και του οικονομισμού. Υπό το πρίσμα της οικοκεντρικής και μεταϋλιστικής προσέγγισης, σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική και υλιστική προσέγγιση της Αριστεράς, η πολιτική οικολογία προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα τί ανάπτυξη θέλουμε και πώς θέλουμε να ζούμε, τί παράγουμε, γιατί και πώς το παράγουμε και πόσο καταναλώνουμε, πάντα σε σχέση με την οικονομία των φυσικών πόρων και τις αντοχές της βιόσφαιρας. Αντίθετα η παραδοσιακή Αριστερά έχει επικεντρωθεί σε διανεμητικά ζητήματα, την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ανήμπορη να αποδεσμευτεί από τον καλά εγκαθιδρυμένο από τον 19ο αιώνα παραγωγισμό της, που θεωρεί ότι η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο είναι επιθυμητή αλλά και ότι θα επεκταθεί ευρέως υπό ένα σοσιαλιστικό καθεστώς.
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, έναν από τους προδρόμους της αποανάπτυξης κατά τον Serge Latouche, «η οικολογία είναι ανατρεπτική γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν' αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων» (Καστοριάδης 2010). Για τον Έλληνα φιλόσοφο η οικολογία είναι βασικά πολιτική υπόθεση, περισσότερο απ' ότι επιστημονική, ενώ αποτελεί την κατανόηση του βασικού γεγονότος ότι η κοινωνική ζωή δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη με ένα κεντρικό τρόπο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται και λειτουργεί. Για τον Καστοριάδη η ιδέα ότι ο μόνος σκοπός στη ζωή μας είναι να παράγουμε και να καταναλώνουμε περισσότερο είναι παράλογη και εξευτελιστική και πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως και το καπιταλιστικό φαντασιακό της ψευτο-ορθολογικής ψευδο-κυριαρχίας της άνευ ορίων μεγέθυνσης (Καστοριάδης 1993).
Η κριτική της πολιτικής οικολογίας στην Αριστερά
Αρκετοί από τους οικολόγους διατείνονται ότι η οικολογία δεν είναι «ούτε αριστερή, ούτε δεξιά, αλλά μπροστά» καθώς θεωρούν ότι καπιταλισμός και σοσιαλισμός είναι το ίδιο «αντιοικολογικοί» επειδή δέχονται το δόγμα της αέναης (οικονομικής/βιομηχανικής) ανάπτυξης και του παραγωγισμού (Lipietz 1995, Blühdorn 2009). Ενώ η πολιτική οικολογία έχει τη θεωρητική της αφετηρία στο νεομαρξισμό (οικοσοσιαλισμό), στη πορεία διαφοροποιήθηκε καθώς η κριτική στον οικονομισμό και τον παραγωγισμό εντάθηκε, ιδιαίτερα από τους Bookchin, Καστοριάδη και Gorz. Σημεία κριτικής και διαφορές με τον μαρξισμό αποτελούν το γεγονός ότι η Αριστερά και ο σοσιαλισμός έχουν σαν αφετηρία τον άνθρωπο, τις κοινωνικές τάξεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ η πολιτική οικολογία τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους και τις ροές υλικών.
Σε αντίθεση με τον άκρατο ανθρωποκεντρισμό της ανάπτυξης και της προόδου του Διαφωτισμού, της ορθολογικής δηλαδή κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση, η οικοκεντρική αντίληψη προτάσσει ότι ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν είναι απλά μια αποθήκη φυσικών πόρων με χρηστική αξία, αλλά έχει ηθική υπόσταση και εγγενή αξία (αυταξία) (Eckersley 1992). Στην τεκμηρίωση της οικοκεντρικής αντίληψης που διαπέρασε το οικολογικό κίνημα σημαντικό ρόλο έπαιξε και η θεωρία της Γαίας (Lovelock 1979) που παρουσιάζει τον πλανήτη ως ένα αυτοδιαχειριζόμενο πολύπλοκο σύστημα, ως ένα ενιαίο οργανισμό που αυτορυθμίζεται για να παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης στα είδη που φιλοξενεί. Οι κοινωνίες και οι ιεραρχικές σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ ανθρώπων και φύσης εξετάζονται ολιστικά από την πολιτική οικολογία υπό το πρίσμα του πλανητικού συστήματος και όχι ξεκομμένα από αυτό. Η ουσιαστική όμως κριτική της πολιτικής οικολογίας αφορά την προσδοκία για συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση και τον οικονομισμό. Όπως είχε δηλώσει εύστοχα ο Gorz (1975) «ο καπιταλισμός με κίνητρο την ανάπτυξη έχει πεθάνει, ενώ ο σοσιαλισμός με κίνητρο την ανάπτυξη που του μοιάζει πάρα πολύ είναι μια διεστραμμένη αντανάκλαση του παρελθόντος και όχι το μέλλον», ενώ είναι από τους πρώτους που κάνει ουσιαστικά χρήση του όρου αποανάπτυξη (Gorz 1977). Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ivan Illich (1978) αναπαράγει τη ρήση του Jose Antonio Viera Gallo ότι «ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει μόνο πάνω σε ποδήλατο», θέλοντας να αναδείξει ότι μόνο μέσα από τη κριτική στην ανάπτυξη, τη βιομηχανική τεχνολογία και τον παραγωγισμό μπορούν να επιλυθούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα, στην προκειμένη περίπτωση η ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970.
Ο Bookchin χαρακτηρίζει τον μαρξισμό σαν την πιο σοφιστικέ ιδεολογία του προχωρημένου καπιταλισμού γιατί είναι παντρεμένος με τους αρχαϊκούς μύθους της τεχνολογικής προόδου και του οικονομικού ντετερμινισμού (Bookchin 1980). Ο θεωρητικός της κοινωνικής οικολογίας θεωρούσε ότι «η χωρίς όρια ανάπτυξη πήγαινε πίσω το ρολόι της εξέλιξης καθώς μετέτρεπε το γόνιμο έδαφος σε άμμο, τα δάση σε σεληνιακά τοπία, τα ποτάμια, τις λίμνες και τους ωκεανούς σε υπονόμους». Για τον Bookchin η ανάπτυξη μπορεί να περιοριστεί μόνο αν αλλάξουν ριζικά οι αυταρχικοί και ιεραρχικοί θεσμοί που επιβάλλουν τον ανταγωνισμό της οικονομίας των αγορών και της κοινωνίας της κατανάλωσης και αν αντιμετωπιστούν οι ρίζες της χωρίς όρια ανάπτυξης: η συσσώρευση κέρδους, η βιομηχανική επέλαση και η ταύτιση της προόδου με το εταιρικό ιδιοτελές όφελος (Bookchin 1989).
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Καστοριάδης (1993) δήλωνε ότι «ο Μαρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού καθώς σύμφωνα με αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Δεν βρίσκει κανείς στον Μαρξ καμία κριτική της καπιταλιστικής τεχνικής, είτε όσον αφορά την μέθοδο παραγωγής είτε όσον αφορά τον τύπο και τη φύση των προϊόντων που παράγονται». Ο Καστοριάδης προτείνει την έξοδο από το κυρίαρχο φαντασιακό της ανάπτυξης, του «καταναλώνω άρα υπάρχω» λέγοντας ότι «θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν' αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων» (Καστοριάδης 2007).
Άλλα σημεία κριτικής διαφοράς της πολιτικής οικολογίας με τη μαρξιστική θεώρηση σε ότι αφορά τη συμβατότητα με το αποαναπτυξιακό πρόταγμα είναι η χρήση της τεχνολογίας και ο τεχνοκρατισμός, η αποκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής λήψης αποφάσεων, καθώς και η αντίληψη περί ανθρώπινης φύσης και αναγκών. Η δια-ταξική θεοποίηση της τεχνολογίας από τον σοσιαλισμό μέχρι τον καπιταλισμό, ο τεχνολογικός και παραγωγικός συγκεντρωτισμός και η αναγωγή των ανθρώπινων επιθυμιών σε ανάγκες δεν μπορούν παρά να βρίσκουν την πολιτική οικολογία κριτικά απέναντι.
Πολύ εύστοχα ο Γεωργόπουλος (2006) παραθέτει την ιδεολογική «ραχοκοκαλιά» της πολιτικής οικολογίας και του πράσινου πολιτικού λόγου που στηρίζεται στη μη βία, στα όρια της ανάπτυξης, στη μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης και την αειφορική οικονομία, στη μείωση του εργάσιμου και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, στην αποκέντρωση, τη συμμετοχική (άμεση) δημοκρατία, καθώς και τις αυτόνομες κοινότητες. Η κριτική του καταναλωτισμού (που κάνει διακριτό το οικολογικό ως πολιτικό κίνημα) συμπυκνώνεται στην παρότρυνση για ποιοτικότερη ζωή με λιγότερα αγαθά, βασισμένη στην αυτάρκεια και την εθελοντική απλότητα, στην «οικονομία του αρκετά» αντί για την «οικονομία του περισσότερα». Η οικολογία επιδιώκει έναν ριζοσπαστικό επαναπροσδιορισμό των αναγκών (με τί και πόσα είμαστε ευτυχισμένοι;), λαμβάνοντας υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των καταναλωτικών μας επιλογών, εστιάζοντας στο τί, πώς, πού παράγεται και ποιός σχεδιάζει την παραγωγή, αντί για την πάση θυσία δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Προτείνει δε ως αντίδοτο μια αποκεντρωμένη, δημοκρατική κοινωνία που λειτουργεί λαμβάνοντας αποφάσεις σε όσο το δυνατό μικρότερη κλίμακα μέσα από αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες κοινότητες (Γεωργόπουλος 2006). Επομένως τα βασικά ζητήματα της αποανάπτυξης όπως αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια απαντώνται από την πολιτική οικολογία.
Το πράσινο κίνημα και ο περιβαλλοντισμός
Σε αυτό τη σημείο είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε την πολιτική οικολογία από τον περιβαλλοντισμό, επιδιώκοντας μια κριτική στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και στην πρόταση του Green New Deal (Lipietz 2011) από το κυρίαρχο ρεύμα του Πράσινου κινήματος, όπως εκφράζεται από τα σύγχρονα πράσινα κόμματα στην Ευρώπη και παγκόσμια. Όπως είχε γράψει ο Bookchin (1990a) το να μιλάμε για «όρια στην ανάπτυξη» σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι το ίδιο με το να μιλάμε για τα όρια του πολέμου σε μια κοινωνία πολεμιστών. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να πειστεί να περιορίσει την ανάπτυξη και τη συσσώρευση κέρδους όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να πειστεί να μην αναπνέει. Οι προσπάθειες για «πρασίνισμα» του καπιταλισμού για να γίνει πιο οικολογικός, είναι καταδικασμένες από την ίδια τη φύση του καπιταλισμού ως ένα σύστημα ατελείωτης ανάπτυξης.
Το δυναμικό οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του 1970 που ήταν εμποτισμένο με τις παραπάνω ιδέες απέκτησε μια ενιαία πολιτική διάσταση με την ανάδυση του Πράσινου πολιτικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πρώτα στη Γερμανία και την Ευρώπη και έπειτα στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό το νέο «αντι-κόμμα» (Kelly 2001) που αρχικά λειτουργούσε περισσότερο σαν μια συμμαχία κοινωνικών κινημάτων παρά σαν ένα παραδοσιακό κοινοβουλευτικό κόμμα, λάμβανε τις αποφάσεις του τοπικά με αμεσοδημοκρατικό τρόπο, ενώ οι παρεμβάσεις τους ήταν μια σαρωτική οικολογική κριτική σε πολλές πτυχές του πολιτικού διαλόγου, από τον αστικό σχεδιασμό, τη χρήση ενέργειας και τις μεταφορές, στον πυρηνικό αφοπλισμό και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας (Tokar 2008).
Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου στη δεκαετία του 1980 μέσα από ένα αδυσώπητο πόλεμο για ανάπτυξη σε βάρος του περιβάλλοντος και των κοινωνιών (χαρακτηριστικά τα ατυχήματα στο Bhopal και το Chernobyl, οι διοξίνες, η τρύπα του όζοντος, η εκτεταμένη ρύπανση και αποψίλωση των εδαφών) επιβεβαίωσε μεν την κριτική των οικολόγων θεωρητικών, σε συνδυασμό όμως με τη μεγέθυνση της καταναλωτικής μεσαίας τάξης και την αύξηση της επιρροής των (ιδεολογικά απολίτικων) περιβαλλοντικών οργανώσεων (π.χ. Greenpeace, WWF) μετατόπισε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πράσινου κινήματος προς τον περιβαλλοντισμό. Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980, αρχικά στο γερμανικό Πράσινο κόμμα και αργότερα σε άλλες χώρες, διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες τάσεις, οι Foundis (προερχόμενοι από τα ριζοσπαστικά και οικοσοσιαλιστικά προτάγματα της οικολογίας που εστίαζαν στην τοπική πολιτική παρέμβαση και την άμεση δημοκρατία) και οι Realos (που υποστήριζαν πιο μετριοπαθείς, ρεαλιστικές πολιτικές και εστίαζαν στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση). Βασικό στοιχείο διαφωνίας των δύο τάσεων ήταν η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα το ζήτημα των κοινοβουλευτικών συνεργασιών με άλλα κόμματα, π.χ. τους σοσιαλδημοκράτες (Wall 2010). Βέβαια καθ' όλη τη δεκαετία του 1980 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κριτική στην (βιομηχανική) ανάπτυξη, τον καταναλωτικό καπιταλισμό και στην περιβαλλοντοκτόνα και κοινωνικά άδικη αναπτυξιακή οικονομία του καπιταλισμού, καθώς και την καταναλωτική κοινωνία ήταν ο κοινός παρανομαστής που ένωνε πολιτικά όλες τις τάσεις (Blühdorn 2009).
Λόγω της αυξανόμενης ευαισθησίας των πολιτών γύρω από τα περιβαλλοντικά προβλήματα και υπό τον φόβο των απωλειών κέρδους και δύναμης πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες και επιχειρήσεις άρχισαν να ρέπουν επίσης προς τον περιβαλλοντισμό. Καταλυτικής σημασίας υπήρξε η έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης», όπως αναπτύχθηκε από την έκθεση Brundtland (World Commission on Environment and Development 1987) για λογαριασμό της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη και παρουσιάστηκε στη σύνοδο του Ρίο το 1992, η οποία θεωρήθηκε ως κατάκτηση του περιβαλλοντικού κινήματος ενώ αγκαλιάστηκε εξαρχής από την Αριστερά και τους υποστηρικτές τη κρατικά ελεγχόμενης ανάπτυξης. Η «βιώσιμη ανάπτυξη» θεωρεί ότι η οικονομική μεγέθυνση μπορεί να είναι οικολογικά βιώσιμη και αποτέλεσε ουσιαστικά ένα μείγμα περιβαλλοντισμού και καπιταλισμού, καθώς ήταν μια προσπάθεια να διατηρηθεί η οικονομική ανάπτυξη αντί να αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου από την αειφορία, να επιτευχθεί μια διαχείριση των απεχθών επιπτώσεων της άκρατης ανάπτυξης αντί να εξαλειφθούν αυτές και οι αιτίες τους. Γι' αυτόν τον λόγο επιδιώχθηκε η εναρμόνιση του περιβάλλοντος με τους κανόνες της οικονομίας των αγορών και του παγκόσμιου εμπορίου, π.χ. μέσα από το εμπόριο ρύπων και την εξαγορά του δικαιώματος να ρυπαίνεις. Με αυτό το τρόπο ο καταναλωτικός τρόπος ζωής και η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι συμβατά αρκεί οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις να μειώνονται και να ποσοτικοποιούνται σε χρήμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι χάρτινες δεσμεύσεις και οι περιπλανώμενοι θίασοι που ακολούθησαν το Πρωτόκολλο του Κυότο το 1997 για την κλιματική αλλαγή. Είκοσι χρόνια μετά τη Σύνοδο του Ρίο, στον απόηχο της Συνόδου του Ρίο+20, αλλά και 15 χρόνια μετά τη σύνοδο του Κυότο δεν έχει υπάρξει καμιά ουσιαστική αλλαγή παρά ακολουθούμε ένα «business as usual» σενάριο σε ό,τι αφορά την κυριαρχία της κουλτούρας του κέρδους και της οικονομικής μεγέθυνσης έναντι του περιβάλλοντος και της κοινωνικής ευημερίας με τη μορφή ενός «πράσινου» ξεπλύματος των εταιρικών ευθυνών των οικονομικών ελίτ. Δεν είναι τυχαίο που το μεγαλύτερο επίτευγμα της βιώσιμης ανάπτυξης (βλέπε ετήσια γιορτή «Η ώρα της Γης») είναι η ιδιωτικοποίηση της περιβαλλοντικής κρίσης, η μεταφορά της ευθύνης δηλαδή στον καταναλωτή-πολίτη που πρέπει να εστιάσει στη δικιά του συμπεριφορά και όχι στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των πολυεθνικών οικονομικών λόμπι που βρίσκονται πίσω από τα προβλήματα της ανάπτυξης και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2005, το Πράσινο κίνημα μετουσιώθηκε σε ένα κοινοβουλευτικό μέσο άσκησης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης με κυρίαρχο το Γερμανικό Πράσινο Κόμμα, με αποτέλεσμα να χάσει το ριζοσπαστικό και κινηματικό του χαρακτήρα, αλλά να κερδίσει μια θέση στη κεντρική πολιτική σκηνή, ακόμα και σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Υπήρξαν αρκετές κατακτήσεις ιδιαίτερα σε ότι αφορά ζητήματα πυρηνικών, ενέργειας, μεταφορών και δικαιωμάτων. Υπήρξε όμως και μια πλήρης απορρόφηση από το φαντασιακό της (βιώσιμης) ανάπτυξης, της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του τεχνο-διαχειριστικού παραδείγματος του «οικολογικού εκσυγχρονισμού», που βοήθησε εν τέλει τα περιβαλλοντικά ζητήματα να ενσωματωθούν στα πολιτικά προγράμματα και άλλων κομμάτων (Blühdorn 2009).
Από το 2005 και μετά υπήρξε μια αναζωπύρωση του πολιτικού διαλόγου και των ζυμώσεων μέσα στους Πράσινους σχετικά με το ζήτημα ανάπτυξη-αποανάπτυξη. Αφορμή αποτέλεσαν οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του πολιτικού προγράμματος των γερμανών Πράσινων για έναν ριζοσπαστικό ρεαλισμό στην πολιτική οικολογία το 2006 (Blühdorn 2009), καθώς και η πρόταση για μια Νέα Πράσινη Συμφωνία (Green New Deal) με στόχο να αντιμετωπισθούν η πιστωτική κρίση, οι κλιματικές αλλαγές και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου στην Αγγλία (NEF 2008), ενώ στη συνέχεια παρουσιάστηκε ως πολιτική πρόταση και από το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα (GEF 2009).
Το Green New Deal είναι ουσιαστικά ένα πράσινο κεϋνσιανό σχέδιο στοχευμένων κρατικών επενδύσεων σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς τομείς για την οικολογική μεταστροφής της οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Το Green New Deal ως ένα μέσο προσωρινής κοινωνικής ανακούφισης, μια ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο του καπιταλισμού, μπορεί να ακούγεται ελκυστικό στην περίοδο της σφοδρής χρηματοοικονομικής κρίσης των τελευταίων χρόνων. Μάλιστα γνωστός αποαναπτυξιακός ερευνητής των οικολογικών οικονομικών θεωρεί ότι ένα βραχυπρόθεσμο σχέδιο πράσινου κεϋνσιανισμού για τη συγκράτηση της ανεργίας ίσως να είναι επιθυμητό για την έξοδο από την κρίση και να συμβαδίζει με το αποαναπτυξιακό πρόταγμα συμβάλλοντας σε μια ομαλή μετάβαση στη βιώσιμη αποανάπτυξη, αρκεί να μην μετεξελιχθεί σε ένα δόγμα διαρκούς «πράσινης» οικονομικής μεγέθυνσης (Martinez Alier 2009). Το Green New Deal δεν παύει όμως να είναι μια οικονομική πρόταση με επίκεντρο την (με όρια μεν και οικολογική κατεύθυνση) οικονομική ανάπτυξη σε μια οικονομία των αγορών, η οποία απλά διαιωνίζει τα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού (συσσώρευση κέρδους, κοινωνικές ανισότητες, καταστροφή περιβάλλοντος), σε έναν πλανήτη με πεπερασμένους φυσικούς πόρους.
Παράλληλα όμως περίπου από το 2005 υπήρξε και ένας ουσιαστικότερος πολιτικός διάλογος με αφορμή το πρόταγμα της αποανάπτυξης και στα Πράσινα κόμματα, ως απόρροια της ενασχόλησης των μελών τους με τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, της κριτικής στην αναπτυξιακή βοήθεια στον τρίτο κόσμο, καθώς και των χωριών και πόλεων σε μετάβαση. Το 2007 ο Yves Cochet, Γάλλος Πράσινος βουλευτής έκανε προσωπική καμπάνια για την αποανάπτυξη (Baykan 2007), τον Απρίλιο του 2009 το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα σε συνεργασία με τη Λέσχη της Ρώμης διοργάνωσε μια ημερίδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες για την κοινωνικά βιώσιμη αποανάπτυξη (Club of Rome 2009), ενώ τις επόμενες δύο χρονιές φιλοξένησαν τους Tim Jakson και Serge Latouche. Aκόμα και ο Daniel Cohn Bendit (2010) έχει παραδεχθεί την αναγκαιότητα επιλεκτικής αποανάπτυξης συγκεκριμένων παραγωγικών κλάδων (μια αλλαγή του τρόπου που ορίζουμε την ανάπτυξη, τερματισμό της αέναης, ανεξέλεγκτης οικονομικής μεγέθυνσης) σε συνδυασμό βέβαια με ένα πρόγραμμα πράσινων κοινωνικών και περιβαλλοντικών επενδύσεων τύπου Green New Deal, για την ανασυγκρότηση της οικονομίας σε πράσινη κατεύθυνση. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα αφιέρωσε πρόσφατα ένα τεύχος του περιοδικού του στο δίλημμα ανάπτυξη-αποανάπτυξη (GEF 2012), ενώ και η νεολαία του Πράσινου Κινήματος (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Νέων Πράσινων) έχει αντιληφθεί από την αρχή της κρίσης (FYEG 2010) τη σημασία της αποαναπτυξιακής πρότασης και συμβάλει στο δημόσιο διάλογο και τους Ευρωπαίους Πράσινους για να την συμπεριλάβουν πιο ουσιαστικά μέσα στο πρόγραμμά τους.
Στην Ελλάδα οι Οικολόγοι Πράσινοι από το 2009 φιλοξένησαν τους Γιώργο Καλλή και Serge Latouche σε συζητήσεις με αποαναπτυξιακό περιεχόμενο, ενώ το Πράσινο Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα διοργάνωσε μια εκδήλωση το 2013 με θέμα «Από την ανάπτυξη στην αποανάπτυξη: προοπτικές για την αλλαγή του οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού μοντέλου στην Ελλάδα», με τον Ιταλό αποαναπτυξιακό Mauro Bonauiti ανάμεσα σε άλλους ομιλητές. Παρόλα αυτά και ενώ η κριτική στο περιβαλλοντοκτόνο αναπτυξιακό μονόδρομο που ακολούθησε η Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είναι ορατή στο πρόγραμμά τους, η αποανάπτυξη δεν αναφέρεται πουθενά στα προγραμματικά τους κείμενα, τα οποία εμμένουν στη ρητορική περί «βιώσιμης ανάπτυξης» και σε γενικόλογες προτάσεις στα πλαίσια του Green New Deal για τον οικολογικό, «πράσινο» μετασχηματισμό της οικονομίας και της παραγωγής, με ταυτόχρονο εξορθολογισμό της κατανάλωσης και δημιουργία θέσεων εργασίας σε περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς τομείς. Η αποανάπτυξη έχει περιοριστεί στον εσωτερικό διάλογο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν σύνθημα για εσωκομματικούς αντιπολιτευτικούς σκοπούς, παρά για μια επί της ουσίας αλλαγή παραδείγματος και πολιτικής αφήγησης για τους Οικολόγους Πράσινους.
Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά κινήματα από τα οποία προέρχονταν οι Πράσινοι τις προηγούμενες δεκαετίες και που τους ανέδειξαν, το σύγχρονο ρεύμα των Πράσινων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και οι υποστηρικτές τους, δεν επιθυμούν να απελευθερωθούν από τις κατεστημένες κοινωνικοπολιτικές νόρμες και δομές για να ζήσουν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής και κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης. Έχουν απομακρυνθεί από τα κινήματα, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων και θέλουν να συμμετέχουν στην κυρίαρχη κουλτούρα μεσοαστικής κατανάλωσης, όπως βέβαια και ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα της κρίσης
Η κρίση πλέον δεν είναι μόνο περιβαλλοντική και χρηματοοικονομική, αλλά συνάμα δομική, κοινωνική, αξιακή, ηθική, πολιτική, πολιτισμική και αισθητική. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση επιβάλει δραστικές λύσεις και κάνει τα κείμενα των πρώτων θεωρητικών της πολιτικής οικολογίας να μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ έχει πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες είναι μεγαλύτερες από ποτέ, τα περιβαλλοντικά προβλήματα διογκώνονται δραματικά παρά τις εξαγγελίες περί βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ ο καπιταλισμός εξακολουθεί να παράγει κρίσεις με θύματα ανθρώπους και όχι αριθμούς. H οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθούν να παράγουν διαχρονικά χρέος και να διαιωνίζουν τη λατρεία του χρήματος με στόχο να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα έχουμε ή χρειαζόμαστε και να υπάρχουμε για να καταναλώνουμε (Graeber
2011) . Στην Ελλάδα η ανεργία και η φτώχεια θερίζουν, ενώ το περιβάλλον ελέω κρίσης και μνημονίου λιτότητας έχει θυσιαστεί στον βωμό της ιδιωτικοποίησης και της ανάπτυξης με fast track διαδικασίες. Ακόμα και οι έννοιες «βιώσιμη ανάπτυξη» και «πράσινη οικονομία» έχουν βγει από το λεξιλόγιο των πολιτικών, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων.
Η πολιτική οικολογία είναι ένα όχημα για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει απλά το «πρασίνισμα» της βιομηχανίας και της οικονομίας, αλλά τον ριζικό μετασχηματισμό των μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης, τη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση των δημοκρατικών θεσμών, την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών και της διαγενεακής δικαιοσύνης. Σημαίνει να έχουμε πρόοδο χωρίς ανάπτυξη, να εστιάσουμε δηλαδή στους ποιοτικούς δείκτες ευημερίας και όχι στους πλασματικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, επιδιώκοντας ταυτόχρονα ένα ευρύ και βαθύ εκδημοκρατισμό των κοινωνιών. Να επιδιώκουμε την ποικιλότητα και το σεβασμό της διαφορετικότητας, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία για να αποδομήσουμε τη δομική ανηθικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό, τις σχέσης και τις δομές κυριαρχίας που επιβάλλει, για να βρεθούμε και πάλι σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο και τους εαυτούς μας.
Η πολιτική οικολογία εξ ορισμού δεν μπορεί παρά να λειτουργεί κριτικά και αποστασιοποιημένα από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τις «ελεύθερες αγορές» και το «ελεύθερο εμπόριο», την άνιση κατανομή των πόρων και την καταστρατήγηση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετη στη βία, τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Η πολιτική οικολογία είναι μια καθημερινή επανάσταση, η δημιουργία ενός άλλου κόσμου εδώ και τώρα, μιας ρεαλιστικής ουτοπίας στη βάση των αρχών της βιώσιμης αποανάπτυξης και προτάσσει την απλότητα, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, τον επαναπροσδιορισμό των αναγκών, την ποιότητα αντί για την ποσότητα, τη συμβίωση, την προσφορά και το μοίρασμα. Τη δημιουργία ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου (Κολέμπας και Μπίλλας 2012) που θα δώσει ξανά σημασία στις μικρές, εγγενείς ανθρώπινες αξίες: χαρά, όραμα, αξιοπρέπεια, ποιότητα και νόημα στη ζωή. Δηλαδή έναν επαναπροσδιορισμό του ευ ζην.
Η τοπικοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, η συνεργατική οικονομία, η αλληλοβοήθεια, η αυτονομία και η αυτάρκεια, η άμεση δημοκρατία, η πολυπολιτισμικότητα και ο σεβασμός στο διαφορετικό, η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η οικονομία των φυσικών πόρων, η προστασία και διασφάλιση των κοινών αγαθών (π.χ. νερό, ακτές, δάση), η αποκέντρωση, η οικολογική αναδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής, η απεξάρτηση από τα πυρηνικά, το πετρέλαιο και τους ορυκτούς πόρους, η χρήση ποδηλάτου και η απαξίωση του ΙΧ, η ενεργειακή αυτονομία από ΑΠΕ σε επίπεδο κατοικίας και κοινότητας, η αυτοδιαχείριση της υγείας και οι εναλλακτικές θεραπείες, η εναντίωση στις εξορύξεις και στα μεγάλα έργα υποδομών (π.χ. πυρηνικά εργοστάσια, εργοστάσια καύσης απορριμμάτων, φράγματα, αυτοκινητόδρομοι), η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση και τοπική-αποκεντρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων, η ελαχιστοποίηση της παραγωγής και κατανάλωσης κρέατος, η προστασία των δικαιωμάτων των ζώων και της Μητέρας Γης είναι οικολογικές αξίες και προτάσεις που διαχωρίζουν την πολιτική οικολογία από τον περιβαλλοντισμό που έχουν υιοθετήσει πολλά σύγχρονα κόμματα.
Οι πολιτικές προτάσεις της αποανάπτυξης έχουν πολλά κοινά και δίνουν νέα πνοή στην πολιτική οικολογία, την φέρνουν ξανά στο πολιτικό προσκήνιο ως μια ρεαλιστική αλλά ταυτόχρονα επαναστατική εναλλακτική λύση για την έξοδο από την πολυεπίπεδη κρίση, σε απάντηση του δόγματος TINA (there is no alternative - δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) της λιτότητας που προτάσσει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία: λιγότερες ώρες εργασίας αλλά δουλειά για όλους, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, δημιουργία τοπικών νομισμάτων και τοπικών μη-κερδοσκοπικών μικροπιστωτικών ιδρυμάτων, δημιουργία μικρομεσαίων αυτοδιαχειριζόμενων συνεταιριστικών επιχειρήσεων και τραπεζών, φορολόγηση της διαφήμισης και περιορισμός της από τους δημόσιους χώρους, μετατροπή των υποδομών για αυτοκίνηση σε υποδομές για ποδήλατο, περπάτημα και ελεύθερους χώρους, ρυθμιστικά και φορολογικά κίνητρα για την αποθάρρυνση της υπερκατανάλωσης προϊόντων μιας χρήσης και της υποκατανάλωσης προϊόντων πολλαπλών χρήσεων, αναδιανεμητική και οικολογική φορολόγηση, απο-εμπορευματοποίηση της πολιτικής και ενίσχυση της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων (International Conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity, 2010).
Σε πρακτικό επίπεδο το κίνημα της αποανάπτυξης (www.degrowth.net). παίρνοντας τη σκυτάλη και δίνοντας νέα πνοή στο οικολογικό κίνημα, εκφράστηκε ριζοσπαστικά μέσα από την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών από τα κάτω για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου εδώ και τώρα, που προσφέρουν καθημερινές εναλλακτικές λύσεις στο φαντασιακό της ανάπτυξης πέρα από την κρίση και την οικονομία της αγοράς. Οικοκοινότητες και οικοχωριά, επανακτήσεις αγροτικής γης, καταλήψεις στέγης και κέντρα κοινωνικής συμβίωσης, συνεταιρισμοί παραγωγών-καταναλωτών, κοινοτικοί αυτοδιαχειριζόμενοι αγρόκηποι, αεικαλλιέργεια (permaculture), αγρο-οικολογία και βιολογικές βιοδυναμικές καλλιέργειες, ανταλλακτήρια και τράπεζες παραδοσιακών σπόρων, εργασιακές κολεκτίβες, ηθικές τράπεζες, αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα, τοπικά ανταλλακτικά δίκτυα προϊόντων και υπηρεσιών, τράπεζες χρόνου, εναλλακτικές εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δομές, λαϊκές συνελεύσεις και συμμετοχικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο κοινότητας συνθέτουν ένα πολύχρωμο και πολύμορφο παζλ εναλλακτικών προτάσεων σαν απάντηση στην πολλαπλή κρίση που βιώνουμε.
Όλα αυτά είναι καθημερινές ρωγμές στο φαντασιακό του καπιταλισμού (Holloway 2010) που πρέπει να πολλαπλασιαστούν αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία (Holloway 2002), κατά το οικολογικό και αποαναπτυξιακό πρόταγμα. Να σκεφτούμε τη δημοκρατία από τα κάτω, συλλογικά, όπως στους αγώνες ενάντια στην εμπορευματοποίηση του νερού ή τις εξορύξεις, ή απλά έναν καθημερινό αγώνα για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια. Ο κόσμος είναι γεμάτος από αυτές τις ρωγμές αλλά και από σημαντικές προκλήσεις όπως οι κλιματικές αλλαγές, η μείωση της βιοποικιλότητας και η εξάντληση των φυσικών πόρων.
Ήδη από το 2010 και έπειτα σαν απάντηση στη συνεχιζόμενη οικονομική, κοινωνική, και περιβαλλοντική κρίση και στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ (Klein 2007) που εξαπλώθηκε στην Ελλάδα, έχουν αναπτυχθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια σαν τα μανιτάρια, δεκάδες κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών με στόχο την επανάκτηση της ζωής, των κοινών αγαθών, του ελεύθερου δημιουργικού χρόνου και των παραγωγικών διαδικασιών, που προσφέρουν πολύτιμη έμπνευση και αισιοδοξία και αποδεικνύουν ότι ένας άλλος κόσμος είναι υπαρκτός όχι απλά εφικτός (Ηλιόσποροι 2013). Πέρα από τη δικτατορία του καπιταλισμού, των ιδιωτικών τραπεζών και των νεοφιλελεύθερων αγορών οι τοπικές κοινωνίες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και αυτοοργανώνονται στο πλαίσιο μιας άλλης οικονομίας που δεν στηρίζεται στα χρήματα και το κέρδος. Επαναπροσδιορίζουν τις ανάγκες τους, μειώνουν την κατανάλωση, αυτοδιαχειρίζονται την τροφή και την ενέργεια τους, τοπικοποιούν την παραγωγή, γίνονται αυτάρκεις και αυτόνομες. Μαθαίνουν να περνάνε καλύτερα, καταναλώνοντας και έχοντας λιγότερα, δουλεύοντας λιγότερο και έχοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να ζήσουν μια απλούστερη και πιο ευχάριστη ζωή, δίνοντας έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις και τη συμμετοχή στα κοινά.
Στη σύγχρονη Ελλάδα χρειαζόμαστε αλλαγή αφήγησης, αλλαγή φαντασιακού και παραδείγματος και έχουμε μια ιστορική ευκαιρία για να το πετύχουμε μαθαίνοντας από τα λάθη που μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Πρέπει να δούμε συλλογικά και πέρα από την κρίση, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται από αυτή για ριζοσπαστικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία, για μια αλλαγή πορείας και συλλογικού κοινωνικού φαντασιακού περί ανάπτυξης και κατανάλωσης, για να αποφύγουμε την περαιτέρω υποβάθμιση της κοινωνικής ευημερίας και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Να ξεπεράσουμε την εμμονή με την συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση (του ΑΕΠ) και να εστιάσουμε σε όλα αυτά που βελτιώνουν επί της ουσίας το βιοτικό επίπεδο και την ευημερία, π.χ. να έχουμε δουλειά που μας ικανοποιεί αλλά και ελεύθερο χρόνο για να περνάμε όμορφα με αυτούς που αγαπάμε μέσα σε ένα περιβάλλον φιλόξενο και αειφόρο. Να επενδύσουμε σε μια πολιτισμική και θεσμική αποαποικιοποίηση από τον οικονομισμό και τη θρησκεία της ανάπτυξης, να επενδύσουμε στη φύση και την αλλαγή της συνειδητότητάς μας, να πάρουμε τη κατάσταση στα χέρια μας.
Το κίνημα της αποανάπτυξης και οι δεκάδες πρωτοβουλίες από τα κάτω μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο οικολογικό και το Πράσινο κίνημα για μια συντονισμένη θεσμική και εξωθεσμική παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Ιδιαίτερα για τα Πράσινα κόμματα στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι μια ευκαιρία για μια πολιτική επανεκκίνηση, μέσα και μαζί με τα κινήματα και όχι πάνω από αυτά, μια ευκαιρία να ξαναβρούν το χαμένο οικολογικό και πολιτικό τους στίγμα απεξαρτημένα από το φετιχισμό της (βιώσιμης) ανάπτυξης. Η εμπειρία των τελευταίων 20 ετών έχει αποδείξει ότι η «βιώσιμη ανάπτυξη» δεν μπορεί να είναι οικολογικά βιώσιμη, αφού εξακολουθεί να εξαντλεί τους φυσικούς πόρους ενώ δεν έχει βελτιώσει την ευημερία και την ποιότητα ζωής, ούτε έχει συμβάλλει στην ισονομία και την ισότητα. Η αποανάπτυξη από την άλλη, σαν ένα σύνολο ιδεών, πρακτικών εναλλακτικών λύσεων και πολιτικών προτάσεων, από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους, είναι ένα μονοπάτι για την κοινωνική δικαιοσύνη, την ευημερία και την οικολογική βιωσιμότητα, που αποσυνδέει το νόημα της ζωής και της ελευθερίας από την κατανάλωση και τον άκρατο υλισμό.
Με την αποανάπτυξη και την πολιτική οικολογία σαν οδηγό μπορούμε να ξεπεράσουμε τη κρίση που είναι αποτέλεσμα της μη βιώσιμης ανάπτυξης και σηματοδοτεί την αποτυχία του «οικονομισμού» (Kallis et al. 2009, κεφάλαιο 1) και να επιδιώξουμε μια ριζική αλλαγή σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο για να μειώσουμε τις πιέσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες και τα οικοσυστήματα. Να ξεπεράσουμε το φαντασιακό της ανάπτυξης, περνώντας από τη μακροοικονομία των αγορών και του πλεονασματικού εμπορίου στην αλληλέγγυα-συνεργατική οικονομία των φυσικών πόρων, από την κρίση και την απαξίωση των νεοφεουδαρχικών αντιλήψεων στην αυτοοργάνωση της κοινωνίας και την αναδιανομή της οικονομίας σε αποκεντρωμένες και αυτοδιαχειριζόμενες τοπικές δομές με στόχο την αυτάρκεια, τη διάχυτη κοινωνική ευημερία, την οικολογική ισορροπία και την ελευθερία του ατόμου. Όπως ειπώθηκε, αποανάπτυξη και οικολογία δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν και να ζούμε σε σπηλιές, αλλά επιστροφή στο ουτοπικό μέλλον που οραματιζόμαστε και προσδοκάμε, μια κοινωνία ισότητας, ισονομίας, οικολογικής σωφροσύνης και μοιράσματος.
Η αποανάπτυξη και η οικολογία δεν είναι πανάκεια, ούτε μια εύκολη και γρήγορη διαδικασία. Είναι όμως ένας άλλος, δημιουργικός δρόμος για να αλλάξουμε τη ζωή μας προς το καλύτερο, να βιώσουμε τους λόγους για τους οποίους αξίζει κάποιος να ζει ελεύθερα και να ελπίζει για ένα καλύτερο μέλλον με αξιοπρέπεια. Έχουμε την ιστορική ευκαιρία να βάλουμε τους σπόρους ούτως ώστε η ουτοπία του σήμερα να γίνει η πραγματικότητα του αύριο.
Αναφορές
Baykan, B.G. (2007), From limits to growth to degrowth within French Green politics, Environmental Politics, 16:3, 513-517.
Blühdorn, I. (2009), Reinventing Green politics: on the strategic repositioning of the German Green party, German Politics, Vol. 18, No. 1, March 2009, pp. 36-54.
Bookchin, M. (1962). Our synthetic environment. New York: Harper & Row.
Bookchin, M. (1964), Ecology and revolutionary thought, Comment (republished in the British monthly Anarchy in 1965). Ελληνική έκδοση: Η οικολογία και η επαναστατική σκέψη, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1977.
Bookchin, M. (1971), Post scarcity anarchism, Berkeley: Ramparts Press.
Bookchin, M. (1980). Toward an Ecological Society. Ελληνική έκδοση: Προς μια οικολογική κοινωνία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1994.
Bookchin, M. (1982), The ecology of freedom. The emergence and dissolution of hierarchy, Montreal/New York: Black Rose Books. Ελληνική έκδοση: Η οικολογία της ελευθερίας, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1988.
Bookchin, M. (1985) Ηριζοσπαστικοποίηση της φύσης, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1985.
Bookchin, M. (1989), Death of a small planet, The progressive, August 1989, pp 19-23.
Bookchin, M. (1990a), Remaking Society, Montreal/New York: Black Rose Books. Ελληνική έκδοση: Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1993
Bookchin, M. (1990b), The philosophy of social ecology. Essays on dialectical naturalism, Montreal/New York: Black Rose Books.
Bookchin, M. (1992), Τι είναι κοινωνική οικολογία, εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 1992.
Bookchin, M. and Biehl J. (1998), The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism, Montreal: Black Rose Books.
Callenbach, E. (1975), Ecotopia. New York: Banyan Tree Books Carson R. (1962), Silent Spring, Boston: Houghton Mifflin
Club of Rome (2009), Socially Sustainable Economic Degrowth, Editors: Leida Rijnhout and Thomas Schauer, Proceedings of a workshop in the European Parliament on April 16, 2009, upon invitation by The Greens / European Free Alliance: http://goo.gl/DWMnb
Cohn Bendit, D. (2010), Τι να κάνουμε; Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος.
Ecologist (1972), A Blueprint for Survival, Penguin Books.
Eckersley Ρ. (1992), Environmentalism and Political Theory: Toward an Ecocentric Approach, Albany: State University of New York Press.
FYEG - Federation of Young European Greens (2010), Beyond a Green New Deal - Transforming the System, political statement produced by the Green Economy Seminar held in Thessaloniki (Greece) from the 24th to the 29th of November 2010, http://goo.gl/mhRPD
Graeber, D. (2011), Debt the first 5000years, Brooklyn- New York: Melville House.
Georgescu-Roegen, N. (1971), The entropy law and the economic process, Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
GEF - Green European Foundation (2009), A Green New Deal for Europe: towards green modernization in the face of crisis, A report by the Wuppertal Institute for Climate, Environment and Energy commissioned by GREENS/ EFA in the European Parliament, GEF Brussels: http://goo.gl/bHmjz
GEF - Green European Foundation (2012), Beyond growth- degrowth, Green European Journal Volume 3, September 2012, http://goo.gl/I4DAO
Gorz, A. (1975), Ecology As Politics, Paris: Galilée, στα Ελληνικά: Gorz Andre (1984), Οικολογία και πολιτική, Αθήνα: Νέα Σύνορα.
Gorz, A. (1977), Écologie et liberté, Paris: Galilée.
Gorz, A. (1979), Η κοινωνική ιδεολογία του αυτοκινήτου, Οικολογικά. τ. 1, τεύχ. 4-5 Μάιος- Αύγ. 1979: σ. 22-25, 56, http://goo.gl/lwelO
Gorz, A. (1991), Capitalism, Socialism, Ecology, Paris: Galilée, στα Ελληνικά: Gorz Andre (1993), Καπιταλισμός, σοσιαλισμός, οικολογία, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Gorz, A. (2010), Ecologica, London and New York: Seagull Books.
Huxley, A. (1962), Island, London: Harper and Brothers, http://goo.gl/aT2YK
Holloway, J. (2010), Crack Capitalism, New York: Pluto Press, http://goo.gl/VjPOI
Holloway, J. (2002), Change the World Without Taking Power: The Meaning of Revolution Today, New York: Pluto Press, στα Ελληνικά: John Holloway (2006), Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.
Illich, I. (1973), Tools for conviviality, New York: Harper & Row.
Illich, I. (1978), Toward a History of Needs, New York: Pantheon.
International Conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity (2010), Degrowth declaration, 26-29 March 2010, Barcelona: http://goo.gl/q4EfQ
Kallis, G., Martinez- Alier, J., Norgaard, R. B., (2009), Paper assets, real debts: An ecological- economic exploration of the global economic crisis, Critical perspectives on international Business, Vol. 5 No. 1/2, 2009.
Kelly P. (2001), Nonviolence Speaks to Power, Center for Global Nonviolence Planning Project, Spark M. Matsunaga Institute for Peace, University of Hawaii, Honolulu.
Klein, N. (2007), The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism, Knopf Canada, στα Ελληνικά: Ναόμι Κλάιν (2010), Το δόγμα του σοκ, Εκδόσεις Λιβάνης-Νέα Σύνορα, Αθήνα.
Kropotkin, P. (1902), Mutual aid: a factor of evolution, Boston: Extending Horizons Books, στα Ελληνικά: Πιότρ Κροπότκιν (2009) Αλληλοβοήθεια, Ένας παράγοντας της εξέλιξης, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη, http://goo.gl/pVLA1
Leff E. (2012), Political Ecology - A Latin American Perspective, in Culture, Civilization and Human Society, [Eds. UNESCO-EOLSS Joint Committee], in Encyclopedia of Life Support Systems (EOLSS), Eolss Publishers, Oxford, UK.
Lipietz, A. (1995), Green hopes: The future of political ecology, Oxford: Polity Press.
Lipietz, A. (2011), Fears and Hopes: The Crisis of the Liberal-productivist Model and its Green Alternative, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/oP4EV
Lovelock, J. (1979), Gaia. A new look at life on Earth, Oxford: Oxford University Press.
Marcuse, H. (1972), Counterrevolution and revolt, Boston: Bacon Press, http://goo.gl/yPd6m
Marcuse, H. (1992), Ecology and the critique of modern society, Capitalism, nature, socialism, Vol. 3, No. 3, http:/ / goo.gl/Agvpi
Martinez Alier, J. (2002), The environmentalism of the poor, Paper prepared for the conference on: The Political Economy of Sustainable Development: Environmental Conflict, Participation and Movements, United Nations Research Institute for Social Development (UNRISD), http://goo.gl/jXSFO
Martinez Alier, J. (2009), Herman Daly Festschrift: Socially Sustainable Economic Degrowth, The Encyclopedia of Earth, October 9, 2009, http://goo.gl/lKSVx
Meadows, D.H., D.L. Meadows, J. Randers & W.W. Behrens III (1972), The limits to growth, New York: Universe Books.
M'Gonigle, R.M. (1999), Ecological economics and political ecology: towards a necessary synthesis, Ecological Economics 28 (1999) 11-26.
NEF - New Economics Foundation (2008), A Green New Deal, London, http://goo.gl/tefC 1
Tokar, B. (2008), On Bookchin's social ecology and its contributions to social movements, Capitalism Nature Socialism, vol 19, number 1 (March).
Wall, D. (2010), The No-Nonsense Guide to Green Politics, New Internationalist Publications, Limited.
Wolf, E. (1972), Ownership and political ecology, Anthropological quarterly 45(3):201-205
World Commission on Environment and Development (1987), Our Common Future. Oxford: Oxford University Press, http://goo.gl/Y7seZ
Γεωργόπουλος, Α. (2006), Οικολογία και αυτονομία, μπορεί το πράσινο κίνημα να συγκροτήσει μια διακριτή και ρεαλιστική πολιτική εναλλακτική λύση; Στο συλλογικό έργο «Η πολιτική οικολογία στην Ελλάδα», Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ. 2448.
Ηλιόσποροι (2013), Λίστα κοινωνικών αντιστάσεων: http://goo.gl/i8QsP και Ντοκιμαντέρ «Ένας άλλος κόσμος»: http://youtu.be/fX8cEfV8l4U
Καστοριάδης Κ. (1974), Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα.
Καστοριάδης Κ. (1993), Η παγκόσμια ανισορροπία και η επαναστατική δύναμη της οικολογίας, «Κοινωνία και Φύση» (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος).
Καστοριάδης, Κ. (2007), Η άνοδος της ασημαντότητας, Ύψιλον, Αθήνα.
Καστοριάδης Κ. (2010), Ακυβέρνητη κοινωνία: Συνεντεύξεις και συζητήσεις 1974-1997, Ευρασία, Αθήνα.
Κολέμπας Γ, Μπίλλας Γ. (2012) Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης - τοπικοποίησης, Εκδόσεις Συναδέλφων Αθήνα.
Περιβαλλοντολόγος, διαχειριστής παράκτιας ζώνης MSc.
«Αν δεν πράξουμε το ακατόρθωτο, θα έρθουμε αντιμέτωποι με το αδιανόητο»
Η οικολογία της ελευθερίας, Murray Bookchin
Η αποανάπτυξη βρίσκεται στην καρδιά της πολιτικής οικολογίας και η πολιτική οικολογία στη καρδιά της αποανάπτυξης. Μέσα από την ολιστική κριτική της ανάπτυξης, του παραγωγισμού και του καταναλωτισμού, σε σχέση με τη φέρουσα ικανότητα (φυσικά όρια) του πλανήτη, αλλά και την περιβαλλοντική κρίση που είχε ήδη αρχίσει να διαφαίνεται, γεννήθηκε η πολιτική οικολογία σε επιστημονικό και κινηματικό επίπεδο ήδη από τη δεκαετία του 1960, αλλά κυρίως αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1970. Ζητήματα όπως η ρύπανση και η ποιότητα των υδάτων, τα πυρηνικά, η ερημοποίηση και η προστασία της βιοποικιλότητας, τα χημικά στη διατροφή και οι επιπτώσεις στην υγεία, οι συνθήκες διαβίωσης στις πόλεις και ο υπερπληθυσμός άρχισαν να μπαίνουν στη δημόσια συζήτηση. Τα δυναμικά κοινωνικά κινήματα των δεκαετιών 1960-1970, το αντιπολεμικό, το αντιπυρηνικό, το φεμινιστικό, των ελευθεριών, της μη-βίαιης πολιτικής ανυπακοής, το περιβαλλοντικό μετουσιώθηκαν και βρήκαν μια κοινή συνιστώσα μέσα από την πολιτική δραστηριοποίηση για την οικολογία που ενσωμάτωσε σε μεγάλο βαθμό το δυναμικό τους.
Η πολιτικοποίηση της οικολογίας
Στο ακαδημαϊκό επίπεδο, ήδη από το 1962 ο Murray Bookchin κυκλοφόρησε το «Our synthetic Environment» (Το συνθετικό μας περιβάλλον) που έκανε μια πρώτη διασύνδεση των περιβαλλοντικών προβλημάτων (ρύπανση, αστικοποίηση) με τις κοινωνικές και παραγωγικές διεργασίες, ενώ την ίδια χρονιά εκδόθηκε ένα από τα πρώτα βιβλία που άσκησαν μεγάλη επιρροή στο οικολογικό κίνημα, το «Silent Spring» (Η σιωπηλή Άνοιξη) της Rachel Carson, που εναντιώθηκε στη χρήση χημικών στη (βιομηχανική) γεωργία. Ο Murray Bookchin με το σύγγραμμα «Οικολογία και επαναστατική σκέψη» το 1964 κάνει μια πρώτη απόπειρα διασύνδεσης της οικολογίας με τη ριζοσπαστική πολιτική θεωρία, η οποία πήρε μορφή μέσα από σημαντικά βιβλία για το οικολογικό κίνημα (Bookchin 1971, 1980, 1982, 1990a) και οδήγησε στην ανάπτυξη του κλάδου της κοινωνικής οικολογίας (Bookchin 1992), του φιλοσοφικού ρεύματος του διαλεκτικού νατουραλισμού (Bookchin 1990b) και τη πρόταση για τον ελευθεριακό κοινοτισμό (Bookchin and Biehl 1998), μια αποκεντρωμένη κοινωνικοπολιτική οργάνωση στη βάση οικολογικών και δημοκρατικών αρχών.
Ο Bookchin αναλύει σε βάθος τις ιεραρχικές δομές της κοινωνίας και την εξουσιαστική εκμετάλλευση της φύσης από τον άνθρωπο, αλλά και του ανθρώπου από τον άνθρωπο, διαχωρίζει την πολιτική οικολογία από τον περιβαλλοντισμό και τον οικο-μαρξισμό κυρίως λόγω της αποαναπτυξιακής του προσέγγισης, ενώ προτείνει την αναδόμηση των κοινωνικοπολιτικών δομών στο τοπικό επίπεδο και την κριτική ανάλυση των κοινωνικοπολιτικών αιτιών που δημιουργούν τα οικολογικά προβλήματα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των τελευταίων. Είναι κριτικός ως προς τον τεχνοκρατισμό, το δόγμα του ανταγωνισμού της αχαλίνωτης ανάπτυξης και της κατανάλωσης, καθώς και ως προς τη δαρβίνεια έννοια της εξέλιξης-προόδου, της «ορθολογικής» δηλαδή επιβολής του ανθρώπου στα άλλα είδη και τη φύση. Αντιτάσσει τη συνεργασία, τη συμπληρωματικότητα και τη συνύπαρξη των ειδών, αμφισβητεί τους ιεραρχικούς θεσμούς και αναζητά την ελευθερία και τη χειραφέτηση του ατόμου σε ένα νέο ηθικό πλαίσιο κοινοτικής αυτοδιαχείρισης σε αρμονία με το φυσικό περιβάλλον.
O Eric Wolf στο άρθρο του «Ιδιοκτησία και πολιτική οικολογία» (1972) είναι από τους πρώτους που κάνει χρήση του όρου πολιτική οικολογία προσπαθώντας να αναλύσει τις σχέσεις εξουσίας μεταξύ πολιτικής οικονομίας και φύσης, περιγράφοντας πώς οι τοπικοί κανόνες ιδιοκτησίας και κληρονομιάς μεσολαβούν μεταξύ των πιέσεων που προέρχονται από την ευρύτερη κοινωνία και τις ανάγκες των τοπικών οικοσυστημάτων. Την ίδια χρονιά η Λέσχη της Ρώμης εκδίδει το αμφιλεγόμενο, αλλά επιδραστικό «Τα όρια της ανάπτυξης» (Meadows et al. 1972) και το βρετανικό περιοδικό Ecologist (1972) τον «Οδηγό επιβίωσης» (Blueprint for survival), τα οποία αναγνωρίζουν ότι η οικονομική μεγέθυνση που χαρακτηρίζει τον βιομηχανικό (καπιταλιστικό) τρόπο ζωής δεν είναι βιώσιμη σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους και ότι μια βιώσιμη κοινωνία δεν θα έπρεπε να στηρίζεται στην συνεχή ανάπτυξη, αλλά τη σταθερότητα (μηδενική ανάπτυξη), την αυτάρκεια και την αποκέντρωση-μικρή κλίμακα.
^ν επόμενη χρονιά εκδίδεται άλλο ένα εμβληματικό βιβλίο για την οικολογία, το «Small is beautiful: economics as if people mattered» (Schumacher 1973). Το μικρό είναι και όμορφο εκτός από σύνθημα του οικολογικού κινήματος τα πρώτα χρόνια ύπαρξής του, αποτέλεσε την αφετηρία για τα οικολογικά οικονομικά και την αναζήτηση λιγότερο εντατικών οικονομικών διεργασιών που θα βρίσκονται σε αρμονία με τους φυσικούς νόμους, καθώς δεν μπορούμε να μιλάμε για απεριόριστη ανάπτυξη σε ένα πεπερασμένο πλανήτη (Georgescu-Roegen 1971), αλλά και μικρότερων σε κλίμακα θεσμών, πιο κοντά στη γη και τον άνθρωπο.
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ivan Illich (1973) τονίζει ότι «ο σύγχρονος άνθρωπος αρνείται να φανταστεί ότι ανάπτυξη και εκσυγχρονισμός σημαίνει χρήση λιγότερης και όχι περισσότερης ενέργειας», ενώ ο Andre Gorz στα γραπτά του (1975, 1977, 1979, 1991,
2010) κάνει μια κριτική εφ' όλης της ύλης στον βιομηχανικό τρόπο ζωής, τη θεοποίηση της τεχνολογίας και τον καπιταλισμό, τονίζει ότι η (πολιτική) οικολογία είναι μια επιστήμη βαθιά αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική, ενώ προτάσσει τη σπουδαιότητα του αυτοπεριορισμού των αναγκών και την απόρριψη της οικονομίας που στηρίζεται στον παραγωγισμό και την αέναη ανάπτυξη. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «το ζητούμενο δεν είναι πώς να απέχουμε από το να καταναλώνουμε όλο και περισσότερο, αλλά το πώς να καταναλώνουμε όλο και λιγότερο» (Gorz 1975).
Όλοι οι παραπάνω θεωρητικοί της πολιτικής οικολογίας εκθέτουν πλήρως την έλλειψη οποιουδήποτε συσχετισμού μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και κοινωνικής ευημερίας, ενώ απορρίπτουν τον παραγωγισμό, τον τεχνοκρατισμό, τα γραφειοκρατικά και απολυταρχικά καθεστώτα, τη μαζική κατανάλωση, τις μονοκαλλιέργειες, τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και την αστικοποίηση. Παράλληλα προτείνουν μια τοπικοποιημένη οικονομία δομημένη πάνω σε κοινοτικούς δεσμούς, μιλούν για αποκέντρωση, χρήση παραδοσιακών/ήπιων τεχνολογιών, για αμειψισπορά και φυσικά λιπάσματα, για αυτάρκεια, μείωση του μεγέθους των πόλεων και πολλά άλλα.
Τι είναι πολιτική οικολογία;
Ο Joan Martinez-Alier (2002) ορίζει την πολιτική οικολογία ως τη μελέτη των συγκρούσεων για την οικολογική διανομή, για τον έλεγχο δηλαδή και την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους. Η πολιτική οικολογία αναδείχθηκε ως μια κοινωνική απάντηση στην απαξίωση της φύσης από την πολιτική οικονομία, καθώς και ως ένα πεδίο θεωρητικής έρευνας και πολιτικής δράσης για την αντιμετώπιση της περιβαλλοντικής κρίσης, την καταστροφή δηλαδή των προϋποθέσεων βιωσιμότητας του ανθρώπινου πολιτισμού που προκαλείται από την επικράτηση της οικονομικής διαδικασίας και της τεχνολογίας. Σε αυτό το πλαίσιο η πολιτική οικολογία αναλύει την ιστορία της εκμετάλλευσης της φύσης, διερευνά τις σχέσεις εξουσίας και τις συγκρούσεις ανάμεσα στην ανθρωπότητα και τη φύση που αναπτύσσονται γύρω από τη διανομή των φυσικών πόρων και εμπεριέχονται στα συμφέροντα, τους θεσμούς, τις γνώσεις και τα φαντασιακά που απαρτίζουν τις ανθρώπινες κοινωνίες. Είναι ένα πεδίο χειραφετημένης σκέψης, ηθικής και πολιτικής πρακτικής όπου στρατηγικές εξουσίας αναπτύσσονται για να αποδομήσουν τη μη- βιώσιμη σύγχρονη ορθολογικότητα της παγκόσμιας αγοράς και να κινητοποιήσουν κοινωνικές δομές για την κατασκευή ενός βιώσιμου μέλλοντος και ενός εναλλακτικού περιβαλλοντικού ορθολογισμού (Leff 2012).
H πολιτική οικολογία αναδεικνύει την ανάγκη να κάνουμε τη σύγχρονη κοινωνία πιο βιώσιμη με το να αντιμετωπίζει τον προβληματικό χαρακτήρα πολλών χαρακτηριστικών της σύγχρονης κοινωνίας, όπως είναι η τυφλή πίστη στην τεχνολογία και την επιστήμη, η εξάρτηση από την οικονομική ανάπτυξη, η ισοπέδωση των παραδοσιακών κοινωνικών και πολιτισμικών θεσμών (M'Gonigle 1999). Η πολιτική οικολογία, όπως και η αποανάπτυξη, παντρεύει τα προτάγματα της πολιτικής αυτονομίας του Καστοριάδη (1974), της οικο-αυτάρκειας και αυτοδιαχείρισης σε κοινοτικό επίπεδο του Bookchin, της αλληλοβοήθειας του Kropotkin (1902), της απελευθερωτικής χειραφέτησης του Marcuze (1972, 1992), του ουτοπισμού των Huxley (1962) και Callenbach (1975) και είναι ένα ολιστικό και κριτικό εργαλείο για να κατανοήσουμε και να επιλύσουμε τα σύγχρονα περιβαλλοντικά προβλήματα, καθώς και να αντιμετωπίσουμε τις κοινωνικές και δομικές αιτίες που τα προκαλούν.
Η πολιτική οικολογία είναι μια βαθιά αντικαπιταλιστική πολιτική θεωρία και πρακτική, ίσως περισσότερο διεισδυτική από το νεο-μαρξισμό και τα προτάγματα της Αριστεράς, επειδή ακριβώς έχει εξ ορισμού ενσωματωμένες τις αρχές της βιώσιμης αποανάπτυξης, όντας κριτικά αποστασιοποιημένη από το φαντασιακό της ανάπτυξης και του οικονομισμού. Υπό το πρίσμα της οικοκεντρικής και μεταϋλιστικής προσέγγισης, σε αντίθεση με την ανθρωποκεντρική και υλιστική προσέγγιση της Αριστεράς, η πολιτική οικολογία προσπαθεί να απαντήσει στα ερωτήματα τί ανάπτυξη θέλουμε και πώς θέλουμε να ζούμε, τί παράγουμε, γιατί και πώς το παράγουμε και πόσο καταναλώνουμε, πάντα σε σχέση με την οικονομία των φυσικών πόρων και τις αντοχές της βιόσφαιρας. Αντίθετα η παραδοσιακή Αριστερά έχει επικεντρωθεί σε διανεμητικά ζητήματα, την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων και την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ανήμπορη να αποδεσμευτεί από τον καλά εγκαθιδρυμένο από τον 19ο αιώνα παραγωγισμό της, που θεωρεί ότι η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο είναι επιθυμητή αλλά και ότι θα επεκταθεί ευρέως υπό ένα σοσιαλιστικό καθεστώς.
Σύμφωνα με τον Καστοριάδη, έναν από τους προδρόμους της αποανάπτυξης κατά τον Serge Latouche, «η οικολογία είναι ανατρεπτική γιατί θέτει σε αμφισβήτηση το καπιταλιστικό φαντασιακό που δεσπόζει στον πλανήτη. Αρνείται το κεντρικό του μοτίβο, σύμφωνα με το οποίο το πεπρωμένο μας είναι ν' αυξάνουμε ακατάπαυστα την παραγωγή και την κατανάλωση. Δείχνει τον καταστροφικό αντίκτυπο της καπιταλιστικής λογικής στο φυσικό περιβάλλον και στη ζωή των ανθρωπίνων όντων» (Καστοριάδης 2010). Για τον Έλληνα φιλόσοφο η οικολογία είναι βασικά πολιτική υπόθεση, περισσότερο απ' ότι επιστημονική, ενώ αποτελεί την κατανόηση του βασικού γεγονότος ότι η κοινωνική ζωή δεν μπορεί να μη λαμβάνει υπόψη με ένα κεντρικό τρόπο το περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται και λειτουργεί. Για τον Καστοριάδη η ιδέα ότι ο μόνος σκοπός στη ζωή μας είναι να παράγουμε και να καταναλώνουμε περισσότερο είναι παράλογη και εξευτελιστική και πρέπει να εγκαταλειφθεί, όπως και το καπιταλιστικό φαντασιακό της ψευτο-ορθολογικής ψευδο-κυριαρχίας της άνευ ορίων μεγέθυνσης (Καστοριάδης 1993).
Η κριτική της πολιτικής οικολογίας στην Αριστερά
Αρκετοί από τους οικολόγους διατείνονται ότι η οικολογία δεν είναι «ούτε αριστερή, ούτε δεξιά, αλλά μπροστά» καθώς θεωρούν ότι καπιταλισμός και σοσιαλισμός είναι το ίδιο «αντιοικολογικοί» επειδή δέχονται το δόγμα της αέναης (οικονομικής/βιομηχανικής) ανάπτυξης και του παραγωγισμού (Lipietz 1995, Blühdorn 2009). Ενώ η πολιτική οικολογία έχει τη θεωρητική της αφετηρία στο νεομαρξισμό (οικοσοσιαλισμό), στη πορεία διαφοροποιήθηκε καθώς η κριτική στον οικονομισμό και τον παραγωγισμό εντάθηκε, ιδιαίτερα από τους Bookchin, Καστοριάδη και Gorz. Σημεία κριτικής και διαφορές με τον μαρξισμό αποτελούν το γεγονός ότι η Αριστερά και ο σοσιαλισμός έχουν σαν αφετηρία τον άνθρωπο, τις κοινωνικές τάξεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, ενώ η πολιτική οικολογία τον πλανήτη και τα οικοσυστήματα, την ενέργεια, τους φυσικούς πόρους και τις ροές υλικών.
Σε αντίθεση με τον άκρατο ανθρωποκεντρισμό της ανάπτυξης και της προόδου του Διαφωτισμού, της ορθολογικής δηλαδή κυριαρχίας του ανθρώπου στη φύση, η οικοκεντρική αντίληψη προτάσσει ότι ο μη ανθρώπινος κόσμος δεν είναι απλά μια αποθήκη φυσικών πόρων με χρηστική αξία, αλλά έχει ηθική υπόσταση και εγγενή αξία (αυταξία) (Eckersley 1992). Στην τεκμηρίωση της οικοκεντρικής αντίληψης που διαπέρασε το οικολογικό κίνημα σημαντικό ρόλο έπαιξε και η θεωρία της Γαίας (Lovelock 1979) που παρουσιάζει τον πλανήτη ως ένα αυτοδιαχειριζόμενο πολύπλοκο σύστημα, ως ένα ενιαίο οργανισμό που αυτορυθμίζεται για να παρέχει τις κατάλληλες συνθήκες διαβίωσης στα είδη που φιλοξενεί. Οι κοινωνίες και οι ιεραρχικές σχέσεις εκμετάλλευσης μεταξύ ανθρώπων και φύσης εξετάζονται ολιστικά από την πολιτική οικολογία υπό το πρίσμα του πλανητικού συστήματος και όχι ξεκομμένα από αυτό. Η ουσιαστική όμως κριτική της πολιτικής οικολογίας αφορά την προσδοκία για συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση και τον οικονομισμό. Όπως είχε δηλώσει εύστοχα ο Gorz (1975) «ο καπιταλισμός με κίνητρο την ανάπτυξη έχει πεθάνει, ενώ ο σοσιαλισμός με κίνητρο την ανάπτυξη που του μοιάζει πάρα πολύ είναι μια διεστραμμένη αντανάκλαση του παρελθόντος και όχι το μέλλον», ενώ είναι από τους πρώτους που κάνει ουσιαστικά χρήση του όρου αποανάπτυξη (Gorz 1977). Στο ίδιο μήκος κύματος ο Ivan Illich (1978) αναπαράγει τη ρήση του Jose Antonio Viera Gallo ότι «ο σοσιαλισμός μπορεί να έρθει μόνο πάνω σε ποδήλατο», θέλοντας να αναδείξει ότι μόνο μέσα από τη κριτική στην ανάπτυξη, τη βιομηχανική τεχνολογία και τον παραγωγισμό μπορούν να επιλυθούν τα περιβαλλοντικά προβλήματα, στην προκειμένη περίπτωση η ενεργειακή κρίση της δεκαετίας του 1970.
Ο Bookchin χαρακτηρίζει τον μαρξισμό σαν την πιο σοφιστικέ ιδεολογία του προχωρημένου καπιταλισμού γιατί είναι παντρεμένος με τους αρχαϊκούς μύθους της τεχνολογικής προόδου και του οικονομικού ντετερμινισμού (Bookchin 1980). Ο θεωρητικός της κοινωνικής οικολογίας θεωρούσε ότι «η χωρίς όρια ανάπτυξη πήγαινε πίσω το ρολόι της εξέλιξης καθώς μετέτρεπε το γόνιμο έδαφος σε άμμο, τα δάση σε σεληνιακά τοπία, τα ποτάμια, τις λίμνες και τους ωκεανούς σε υπονόμους». Για τον Bookchin η ανάπτυξη μπορεί να περιοριστεί μόνο αν αλλάξουν ριζικά οι αυταρχικοί και ιεραρχικοί θεσμοί που επιβάλλουν τον ανταγωνισμό της οικονομίας των αγορών και της κοινωνίας της κατανάλωσης και αν αντιμετωπιστούν οι ρίζες της χωρίς όρια ανάπτυξης: η συσσώρευση κέρδους, η βιομηχανική επέλαση και η ταύτιση της προόδου με το εταιρικό ιδιοτελές όφελος (Bookchin 1989).
Στο ίδιο μήκος κύματος ο Καστοριάδης (1993) δήλωνε ότι «ο Μαρξ μετέχει πλήρως του καπιταλιστικού φαντασιακού καθώς σύμφωνα με αυτόν, όπως και με την κυρίαρχη ιδεολογία της εποχής του, τα πάντα εξαρτώνται από την αύξηση των παραγωγικών δυνάμεων. Δεν βρίσκει κανείς στον Μαρξ καμία κριτική της καπιταλιστικής τεχνικής, είτε όσον αφορά την μέθοδο παραγωγής είτε όσον αφορά τον τύπο και τη φύση των προϊόντων που παράγονται». Ο Καστοριάδης προτείνει την έξοδο από το κυρίαρχο φαντασιακό της ανάπτυξης, του «καταναλώνω άρα υπάρχω» λέγοντας ότι «θα έπρεπε να θέλουμε μια κοινωνία στην οποία οι οικονομικές αξίες θα έχουν πάψει να κατέχουν κεντρική (ή μοναδική) θέση, όπου η οικονομία θα έχει ξαναμπεί στη θέση της, δηλαδή θα έχει γίνει ένα απλό μέσο του ανθρώπινου βίου και όχι ύστατος σκοπός, στην οποία επομένως θα έχουμε παραιτηθεί από αυτή την τρελή κούρσα προς μια συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση. Αυτό δεν είναι απλώς αναγκαίο για ν' αποφύγουμε την τελεσίδικη καταστροφή του γήινου περιβάλλοντος. Είναι αναγκαίο κυρίως για να βγούμε από την ψυχική και ηθική εξαθλίωση των σύγχρονων ανθρώπων» (Καστοριάδης 2007).
Άλλα σημεία κριτικής διαφοράς της πολιτικής οικολογίας με τη μαρξιστική θεώρηση σε ότι αφορά τη συμβατότητα με το αποαναπτυξιακό πρόταγμα είναι η χρήση της τεχνολογίας και ο τεχνοκρατισμός, η αποκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής λήψης αποφάσεων, καθώς και η αντίληψη περί ανθρώπινης φύσης και αναγκών. Η δια-ταξική θεοποίηση της τεχνολογίας από τον σοσιαλισμό μέχρι τον καπιταλισμό, ο τεχνολογικός και παραγωγικός συγκεντρωτισμός και η αναγωγή των ανθρώπινων επιθυμιών σε ανάγκες δεν μπορούν παρά να βρίσκουν την πολιτική οικολογία κριτικά απέναντι.
Πολύ εύστοχα ο Γεωργόπουλος (2006) παραθέτει την ιδεολογική «ραχοκοκαλιά» της πολιτικής οικολογίας και του πράσινου πολιτικού λόγου που στηρίζεται στη μη βία, στα όρια της ανάπτυξης, στη μείωση της παραγωγής και κατανάλωσης και την αειφορική οικονομία, στη μείωση του εργάσιμου και την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, στην αποκέντρωση, τη συμμετοχική (άμεση) δημοκρατία, καθώς και τις αυτόνομες κοινότητες. Η κριτική του καταναλωτισμού (που κάνει διακριτό το οικολογικό ως πολιτικό κίνημα) συμπυκνώνεται στην παρότρυνση για ποιοτικότερη ζωή με λιγότερα αγαθά, βασισμένη στην αυτάρκεια και την εθελοντική απλότητα, στην «οικονομία του αρκετά» αντί για την «οικονομία του περισσότερα». Η οικολογία επιδιώκει έναν ριζοσπαστικό επαναπροσδιορισμό των αναγκών (με τί και πόσα είμαστε ευτυχισμένοι;), λαμβάνοντας υπόψη το περιβαλλοντικό κόστος των καταναλωτικών μας επιλογών, εστιάζοντας στο τί, πώς, πού παράγεται και ποιός σχεδιάζει την παραγωγή, αντί για την πάση θυσία δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Προτείνει δε ως αντίδοτο μια αποκεντρωμένη, δημοκρατική κοινωνία που λειτουργεί λαμβάνοντας αποφάσεις σε όσο το δυνατό μικρότερη κλίμακα μέσα από αυτόνομες και αυτοδιοικούμενες κοινότητες (Γεωργόπουλος 2006). Επομένως τα βασικά ζητήματα της αποανάπτυξης όπως αναλύθηκαν στα προηγούμενα κεφάλαια απαντώνται από την πολιτική οικολογία.
Το πράσινο κίνημα και ο περιβαλλοντισμός
Σε αυτό τη σημείο είναι σημαντικό να διαχωρίσουμε την πολιτική οικολογία από τον περιβαλλοντισμό, επιδιώκοντας μια κριτική στην έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, αλλά και στην πρόταση του Green New Deal (Lipietz 2011) από το κυρίαρχο ρεύμα του Πράσινου κινήματος, όπως εκφράζεται από τα σύγχρονα πράσινα κόμματα στην Ευρώπη και παγκόσμια. Όπως είχε γράψει ο Bookchin (1990a) το να μιλάμε για «όρια στην ανάπτυξη» σε μια καπιταλιστική οικονομία της αγοράς είναι το ίδιο με το να μιλάμε για τα όρια του πολέμου σε μια κοινωνία πολεμιστών. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να πειστεί να περιορίσει την ανάπτυξη και τη συσσώρευση κέρδους όπως ένας άνθρωπος δεν μπορεί να πειστεί να μην αναπνέει. Οι προσπάθειες για «πρασίνισμα» του καπιταλισμού για να γίνει πιο οικολογικός, είναι καταδικασμένες από την ίδια τη φύση του καπιταλισμού ως ένα σύστημα ατελείωτης ανάπτυξης.
Το δυναμικό οικολογικό κίνημα της δεκαετίας του 1970 που ήταν εμποτισμένο με τις παραπάνω ιδέες απέκτησε μια ενιαία πολιτική διάσταση με την ανάδυση του Πράσινου πολιτικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1980, πρώτα στη Γερμανία και την Ευρώπη και έπειτα στον υπόλοιπο κόσμο. Αυτό το νέο «αντι-κόμμα» (Kelly 2001) που αρχικά λειτουργούσε περισσότερο σαν μια συμμαχία κοινωνικών κινημάτων παρά σαν ένα παραδοσιακό κοινοβουλευτικό κόμμα, λάμβανε τις αποφάσεις του τοπικά με αμεσοδημοκρατικό τρόπο, ενώ οι παρεμβάσεις τους ήταν μια σαρωτική οικολογική κριτική σε πολλές πτυχές του πολιτικού διαλόγου, από τον αστικό σχεδιασμό, τη χρήση ενέργειας και τις μεταφορές, στον πυρηνικό αφοπλισμό και την ενδυνάμωση της δημοκρατίας (Tokar 2008).
Η επικράτηση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού μοντέλου στη δεκαετία του 1980 μέσα από ένα αδυσώπητο πόλεμο για ανάπτυξη σε βάρος του περιβάλλοντος και των κοινωνιών (χαρακτηριστικά τα ατυχήματα στο Bhopal και το Chernobyl, οι διοξίνες, η τρύπα του όζοντος, η εκτεταμένη ρύπανση και αποψίλωση των εδαφών) επιβεβαίωσε μεν την κριτική των οικολόγων θεωρητικών, σε συνδυασμό όμως με τη μεγέθυνση της καταναλωτικής μεσαίας τάξης και την αύξηση της επιρροής των (ιδεολογικά απολίτικων) περιβαλλοντικών οργανώσεων (π.χ. Greenpeace, WWF) μετατόπισε ένα πολύ μεγάλο μέρος του πράσινου κινήματος προς τον περιβαλλοντισμό. Ήδη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1980, αρχικά στο γερμανικό Πράσινο κόμμα και αργότερα σε άλλες χώρες, διαμορφώθηκαν δύο κυρίαρχες τάσεις, οι Foundis (προερχόμενοι από τα ριζοσπαστικά και οικοσοσιαλιστικά προτάγματα της οικολογίας που εστίαζαν στην τοπική πολιτική παρέμβαση και την άμεση δημοκρατία) και οι Realos (που υποστήριζαν πιο μετριοπαθείς, ρεαλιστικές πολιτικές και εστίαζαν στην κοινοβουλευτική εκπροσώπηση). Βασικό στοιχείο διαφωνίας των δύο τάσεων ήταν η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε εθνικό επίπεδο, ιδιαίτερα το ζήτημα των κοινοβουλευτικών συνεργασιών με άλλα κόμματα, π.χ. τους σοσιαλδημοκράτες (Wall 2010). Βέβαια καθ' όλη τη δεκαετία του 1980 μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990 η κριτική στην (βιομηχανική) ανάπτυξη, τον καταναλωτικό καπιταλισμό και στην περιβαλλοντοκτόνα και κοινωνικά άδικη αναπτυξιακή οικονομία του καπιταλισμού, καθώς και την καταναλωτική κοινωνία ήταν ο κοινός παρανομαστής που ένωνε πολιτικά όλες τις τάσεις (Blühdorn 2009).
Λόγω της αυξανόμενης ευαισθησίας των πολιτών γύρω από τα περιβαλλοντικά προβλήματα και υπό τον φόβο των απωλειών κέρδους και δύναμης πολλοί παγκόσμιοι ηγέτες και επιχειρήσεις άρχισαν να ρέπουν επίσης προς τον περιβαλλοντισμό. Καταλυτικής σημασίας υπήρξε η έννοια της «βιώσιμης ανάπτυξης», όπως αναπτύχθηκε από την έκθεση Brundtland (World Commission on Environment and Development 1987) για λογαριασμό της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη και παρουσιάστηκε στη σύνοδο του Ρίο το 1992, η οποία θεωρήθηκε ως κατάκτηση του περιβαλλοντικού κινήματος ενώ αγκαλιάστηκε εξαρχής από την Αριστερά και τους υποστηρικτές τη κρατικά ελεγχόμενης ανάπτυξης. Η «βιώσιμη ανάπτυξη» θεωρεί ότι η οικονομική μεγέθυνση μπορεί να είναι οικολογικά βιώσιμη και αποτέλεσε ουσιαστικά ένα μείγμα περιβαλλοντισμού και καπιταλισμού, καθώς ήταν μια προσπάθεια να διατηρηθεί η οικονομική ανάπτυξη αντί να αντικατασταθεί εξ ολοκλήρου από την αειφορία, να επιτευχθεί μια διαχείριση των απεχθών επιπτώσεων της άκρατης ανάπτυξης αντί να εξαλειφθούν αυτές και οι αιτίες τους. Γι' αυτόν τον λόγο επιδιώχθηκε η εναρμόνιση του περιβάλλοντος με τους κανόνες της οικονομίας των αγορών και του παγκόσμιου εμπορίου, π.χ. μέσα από το εμπόριο ρύπων και την εξαγορά του δικαιώματος να ρυπαίνεις. Με αυτό το τρόπο ο καταναλωτικός τρόπος ζωής και η περιβαλλοντική υποβάθμιση είναι συμβατά αρκεί οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις να μειώνονται και να ποσοτικοποιούνται σε χρήμα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι χάρτινες δεσμεύσεις και οι περιπλανώμενοι θίασοι που ακολούθησαν το Πρωτόκολλο του Κυότο το 1997 για την κλιματική αλλαγή. Είκοσι χρόνια μετά τη Σύνοδο του Ρίο, στον απόηχο της Συνόδου του Ρίο+20, αλλά και 15 χρόνια μετά τη σύνοδο του Κυότο δεν έχει υπάρξει καμιά ουσιαστική αλλαγή παρά ακολουθούμε ένα «business as usual» σενάριο σε ό,τι αφορά την κυριαρχία της κουλτούρας του κέρδους και της οικονομικής μεγέθυνσης έναντι του περιβάλλοντος και της κοινωνικής ευημερίας με τη μορφή ενός «πράσινου» ξεπλύματος των εταιρικών ευθυνών των οικονομικών ελίτ. Δεν είναι τυχαίο που το μεγαλύτερο επίτευγμα της βιώσιμης ανάπτυξης (βλέπε ετήσια γιορτή «Η ώρα της Γης») είναι η ιδιωτικοποίηση της περιβαλλοντικής κρίσης, η μεταφορά της ευθύνης δηλαδή στον καταναλωτή-πολίτη που πρέπει να εστιάσει στη δικιά του συμπεριφορά και όχι στη συμπεριφορά των επιχειρήσεων και των πολυεθνικών οικονομικών λόμπι που βρίσκονται πίσω από τα προβλήματα της ανάπτυξης και την καταστροφή του περιβάλλοντος.
Κατά της διάρκεια της δεκαετίας του 1990 και μέχρι το 2005, το Πράσινο κίνημα μετουσιώθηκε σε ένα κοινοβουλευτικό μέσο άσκησης πολιτικής σε εθνικό επίπεδο σε αρκετές χώρες της Δυτικής Ευρώπης με κυρίαρχο το Γερμανικό Πράσινο Κόμμα, με αποτέλεσμα να χάσει το ριζοσπαστικό και κινηματικό του χαρακτήρα, αλλά να κερδίσει μια θέση στη κεντρική πολιτική σκηνή, ακόμα και σε κυβερνήσεις συνεργασίας. Υπήρξαν αρκετές κατακτήσεις ιδιαίτερα σε ότι αφορά ζητήματα πυρηνικών, ενέργειας, μεταφορών και δικαιωμάτων. Υπήρξε όμως και μια πλήρης απορρόφηση από το φαντασιακό της (βιώσιμης) ανάπτυξης, της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και του τεχνο-διαχειριστικού παραδείγματος του «οικολογικού εκσυγχρονισμού», που βοήθησε εν τέλει τα περιβαλλοντικά ζητήματα να ενσωματωθούν στα πολιτικά προγράμματα και άλλων κομμάτων (Blühdorn 2009).
Από το 2005 και μετά υπήρξε μια αναζωπύρωση του πολιτικού διαλόγου και των ζυμώσεων μέσα στους Πράσινους σχετικά με το ζήτημα ανάπτυξη-αποανάπτυξη. Αφορμή αποτέλεσαν οι συζητήσεις για την αναθεώρηση του πολιτικού προγράμματος των γερμανών Πράσινων για έναν ριζοσπαστικό ρεαλισμό στην πολιτική οικολογία το 2006 (Blühdorn 2009), καθώς και η πρόταση για μια Νέα Πράσινη Συμφωνία (Green New Deal) με στόχο να αντιμετωπισθούν η πιστωτική κρίση, οι κλιματικές αλλαγές και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου στην Αγγλία (NEF 2008), ενώ στη συνέχεια παρουσιάστηκε ως πολιτική πρόταση και από το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα (GEF 2009).
Το Green New Deal είναι ουσιαστικά ένα πράσινο κεϋνσιανό σχέδιο στοχευμένων κρατικών επενδύσεων σε κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς τομείς για την οικολογική μεταστροφής της οικονομίας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας. Το Green New Deal ως ένα μέσο προσωρινής κοινωνικής ανακούφισης, μια ασπιρίνη για τον πονοκέφαλο του καπιταλισμού, μπορεί να ακούγεται ελκυστικό στην περίοδο της σφοδρής χρηματοοικονομικής κρίσης των τελευταίων χρόνων. Μάλιστα γνωστός αποαναπτυξιακός ερευνητής των οικολογικών οικονομικών θεωρεί ότι ένα βραχυπρόθεσμο σχέδιο πράσινου κεϋνσιανισμού για τη συγκράτηση της ανεργίας ίσως να είναι επιθυμητό για την έξοδο από την κρίση και να συμβαδίζει με το αποαναπτυξιακό πρόταγμα συμβάλλοντας σε μια ομαλή μετάβαση στη βιώσιμη αποανάπτυξη, αρκεί να μην μετεξελιχθεί σε ένα δόγμα διαρκούς «πράσινης» οικονομικής μεγέθυνσης (Martinez Alier 2009). Το Green New Deal δεν παύει όμως να είναι μια οικονομική πρόταση με επίκεντρο την (με όρια μεν και οικολογική κατεύθυνση) οικονομική ανάπτυξη σε μια οικονομία των αγορών, η οποία απλά διαιωνίζει τα εγγενή προβλήματα του καπιταλισμού (συσσώρευση κέρδους, κοινωνικές ανισότητες, καταστροφή περιβάλλοντος), σε έναν πλανήτη με πεπερασμένους φυσικούς πόρους.
Παράλληλα όμως περίπου από το 2005 υπήρξε και ένας ουσιαστικότερος πολιτικός διάλογος με αφορμή το πρόταγμα της αποανάπτυξης και στα Πράσινα κόμματα, ως απόρροια της ενασχόλησης των μελών τους με τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, της κριτικής στην αναπτυξιακή βοήθεια στον τρίτο κόσμο, καθώς και των χωριών και πόλεων σε μετάβαση. Το 2007 ο Yves Cochet, Γάλλος Πράσινος βουλευτής έκανε προσωπική καμπάνια για την αποανάπτυξη (Baykan 2007), τον Απρίλιο του 2009 το Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα σε συνεργασία με τη Λέσχη της Ρώμης διοργάνωσε μια ημερίδα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο στις Βρυξέλλες για την κοινωνικά βιώσιμη αποανάπτυξη (Club of Rome 2009), ενώ τις επόμενες δύο χρονιές φιλοξένησαν τους Tim Jakson και Serge Latouche. Aκόμα και ο Daniel Cohn Bendit (2010) έχει παραδεχθεί την αναγκαιότητα επιλεκτικής αποανάπτυξης συγκεκριμένων παραγωγικών κλάδων (μια αλλαγή του τρόπου που ορίζουμε την ανάπτυξη, τερματισμό της αέναης, ανεξέλεγκτης οικονομικής μεγέθυνσης) σε συνδυασμό βέβαια με ένα πρόγραμμα πράσινων κοινωνικών και περιβαλλοντικών επενδύσεων τύπου Green New Deal, για την ανασυγκρότηση της οικονομίας σε πράσινη κατεύθυνση. Επιπλέον, το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα αφιέρωσε πρόσφατα ένα τεύχος του περιοδικού του στο δίλημμα ανάπτυξη-αποανάπτυξη (GEF 2012), ενώ και η νεολαία του Πράσινου Κινήματος (Ευρωπαϊκή Ομοσπονδία Νέων Πράσινων) έχει αντιληφθεί από την αρχή της κρίσης (FYEG 2010) τη σημασία της αποαναπτυξιακής πρότασης και συμβάλει στο δημόσιο διάλογο και τους Ευρωπαίους Πράσινους για να την συμπεριλάβουν πιο ουσιαστικά μέσα στο πρόγραμμά τους.
Στην Ελλάδα οι Οικολόγοι Πράσινοι από το 2009 φιλοξένησαν τους Γιώργο Καλλή και Serge Latouche σε συζητήσεις με αποαναπτυξιακό περιεχόμενο, ενώ το Πράσινο Ινστιτούτο σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Πράσινο Ίδρυμα διοργάνωσε μια εκδήλωση το 2013 με θέμα «Από την ανάπτυξη στην αποανάπτυξη: προοπτικές για την αλλαγή του οικονομικού, κοινωνικού και περιβαλλοντικού μοντέλου στην Ελλάδα», με τον Ιταλό αποαναπτυξιακό Mauro Bonauiti ανάμεσα σε άλλους ομιλητές. Παρόλα αυτά και ενώ η κριτική στο περιβαλλοντοκτόνο αναπτυξιακό μονόδρομο που ακολούθησε η Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια είναι ορατή στο πρόγραμμά τους, η αποανάπτυξη δεν αναφέρεται πουθενά στα προγραμματικά τους κείμενα, τα οποία εμμένουν στη ρητορική περί «βιώσιμης ανάπτυξης» και σε γενικόλογες προτάσεις στα πλαίσια του Green New Deal για τον οικολογικό, «πράσινο» μετασχηματισμό της οικονομίας και της παραγωγής, με ταυτόχρονο εξορθολογισμό της κατανάλωσης και δημιουργία θέσεων εργασίας σε περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς τομείς. Η αποανάπτυξη έχει περιοριστεί στον εσωτερικό διάλογο και χρησιμοποιήθηκε κυρίως σαν σύνθημα για εσωκομματικούς αντιπολιτευτικούς σκοπούς, παρά για μια επί της ουσίας αλλαγή παραδείγματος και πολιτικής αφήγησης για τους Οικολόγους Πράσινους.
Σε αντίθεση με τα εναλλακτικά κινήματα από τα οποία προέρχονταν οι Πράσινοι τις προηγούμενες δεκαετίες και που τους ανέδειξαν, το σύγχρονο ρεύμα των Πράσινων στην Ελλάδα και την Ευρώπη, αλλά και οι υποστηρικτές τους, δεν επιθυμούν να απελευθερωθούν από τις κατεστημένες κοινωνικοπολιτικές νόρμες και δομές για να ζήσουν έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής και κοινωνικο-οικονομικής οργάνωσης. Έχουν απομακρυνθεί από τα κινήματα, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων και θέλουν να συμμετέχουν στην κυρίαρχη κουλτούρα μεσοαστικής κατανάλωσης, όπως βέβαια και ένα μεγάλο κομμάτι της Αριστεράς στην Ελλάδα.
Στην Ελλάδα της κρίσης
Η κρίση πλέον δεν είναι μόνο περιβαλλοντική και χρηματοοικονομική, αλλά συνάμα δομική, κοινωνική, αξιακή, ηθική, πολιτική, πολιτισμική και αισθητική. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση επιβάλει δραστικές λύσεις και κάνει τα κείμενα των πρώτων θεωρητικών της πολιτικής οικολογίας να μοιάζουν με αυτοεκπληρούμενες προφητείες. Ενώ το παγκόσμιο ΑΕΠ έχει πολλαπλασιαστεί τις τελευταίες δεκαετίες, οι κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες είναι μεγαλύτερες από ποτέ, τα περιβαλλοντικά προβλήματα διογκώνονται δραματικά παρά τις εξαγγελίες περί βιώσιμης ανάπτυξης, ενώ ο καπιταλισμός εξακολουθεί να παράγει κρίσεις με θύματα ανθρώπους και όχι αριθμούς. H οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα εξακολουθούν να παράγουν διαχρονικά χρέος και να διαιωνίζουν τη λατρεία του χρήματος με στόχο να ξοδεύουμε περισσότερα από όσα έχουμε ή χρειαζόμαστε και να υπάρχουμε για να καταναλώνουμε (Graeber
2011) . Στην Ελλάδα η ανεργία και η φτώχεια θερίζουν, ενώ το περιβάλλον ελέω κρίσης και μνημονίου λιτότητας έχει θυσιαστεί στον βωμό της ιδιωτικοποίησης και της ανάπτυξης με fast track διαδικασίες. Ακόμα και οι έννοιες «βιώσιμη ανάπτυξη» και «πράσινη οικονομία» έχουν βγει από το λεξιλόγιο των πολιτικών, πέραν ελάχιστων εξαιρέσεων.
Η πολιτική οικολογία είναι ένα όχημα για τον ριζοσπαστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας και της οικονομίας. Αυτό δεν σημαίνει απλά το «πρασίνισμα» της βιομηχανίας και της οικονομίας, αλλά τον ριζικό μετασχηματισμό των μοντέλων παραγωγής και κατανάλωσης, τη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση των δημοκρατικών θεσμών, την εξάλειψη των κοινωνικών ανισοτήτων καθώς και τη διασφάλιση των ατομικών ελευθεριών και της διαγενεακής δικαιοσύνης. Σημαίνει να έχουμε πρόοδο χωρίς ανάπτυξη, να εστιάσουμε δηλαδή στους ποιοτικούς δείκτες ευημερίας και όχι στους πλασματικούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης, επιδιώκοντας ταυτόχρονα ένα ευρύ και βαθύ εκδημοκρατισμό των κοινωνιών. Να επιδιώκουμε την ποικιλότητα και το σεβασμό της διαφορετικότητας, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία για να αποδομήσουμε τη δομική ανηθικότητα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, τον ατομικισμό και τον ανταγωνισμό, τις σχέσης και τις δομές κυριαρχίας που επιβάλλει, για να βρεθούμε και πάλι σε αρμονία με τον φυσικό κόσμο και τους εαυτούς μας.
Η πολιτική οικολογία εξ ορισμού δεν μπορεί παρά να λειτουργεί κριτικά και αποστασιοποιημένα από τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, τις «ελεύθερες αγορές» και το «ελεύθερο εμπόριο», την άνιση κατανομή των πόρων και την καταστρατήγηση δικαιωμάτων και ελευθεριών. Δεν μπορεί παρά να είναι αντίθετη στη βία, τον πόλεμο, τη φτώχεια, τον ρατσισμό και τον εθνικισμό. Η πολιτική οικολογία είναι μια καθημερινή επανάσταση, η δημιουργία ενός άλλου κόσμου εδώ και τώρα, μιας ρεαλιστικής ουτοπίας στη βάση των αρχών της βιώσιμης αποανάπτυξης και προτάσσει την απλότητα, τη συνεργασία, την αλληλεγγύη, τον επαναπροσδιορισμό των αναγκών, την ποιότητα αντί για την ποσότητα, τη συμβίωση, την προσφορά και το μοίρασμα. Τη δημιουργία ενός νέου ανθρωπολογικού τύπου (Κολέμπας και Μπίλλας 2012) που θα δώσει ξανά σημασία στις μικρές, εγγενείς ανθρώπινες αξίες: χαρά, όραμα, αξιοπρέπεια, ποιότητα και νόημα στη ζωή. Δηλαδή έναν επαναπροσδιορισμό του ευ ζην.
Η τοπικοποίηση της παραγωγής και της κατανάλωσης, η συνεργατική οικονομία, η αλληλοβοήθεια, η αυτονομία και η αυτάρκεια, η άμεση δημοκρατία, η πολυπολιτισμικότητα και ο σεβασμός στο διαφορετικό, η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, η οικονομία των φυσικών πόρων, η προστασία και διασφάλιση των κοινών αγαθών (π.χ. νερό, ακτές, δάση), η αποκέντρωση, η οικολογική αναδιοργάνωση της αγροτικής παραγωγής, η απεξάρτηση από τα πυρηνικά, το πετρέλαιο και τους ορυκτούς πόρους, η χρήση ποδηλάτου και η απαξίωση του ΙΧ, η ενεργειακή αυτονομία από ΑΠΕ σε επίπεδο κατοικίας και κοινότητας, η αυτοδιαχείριση της υγείας και οι εναλλακτικές θεραπείες, η εναντίωση στις εξορύξεις και στα μεγάλα έργα υποδομών (π.χ. πυρηνικά εργοστάσια, εργοστάσια καύσης απορριμμάτων, φράγματα, αυτοκινητόδρομοι), η επαναχρησιμοποίηση, η ανακύκλωση και τοπική-αποκεντρωμένη διαχείριση των απορριμμάτων, η ελαχιστοποίηση της παραγωγής και κατανάλωσης κρέατος, η προστασία των δικαιωμάτων των ζώων και της Μητέρας Γης είναι οικολογικές αξίες και προτάσεις που διαχωρίζουν την πολιτική οικολογία από τον περιβαλλοντισμό που έχουν υιοθετήσει πολλά σύγχρονα κόμματα.
Οι πολιτικές προτάσεις της αποανάπτυξης έχουν πολλά κοινά και δίνουν νέα πνοή στην πολιτική οικολογία, την φέρνουν ξανά στο πολιτικό προσκήνιο ως μια ρεαλιστική αλλά ταυτόχρονα επαναστατική εναλλακτική λύση για την έξοδο από την πολυεπίπεδη κρίση, σε απάντηση του δόγματος TINA (there is no alternative - δεν υπάρχει εναλλακτική λύση) της λιτότητας που προτάσσει η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία: λιγότερες ώρες εργασίας αλλά δουλειά για όλους, ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, δημιουργία τοπικών νομισμάτων και τοπικών μη-κερδοσκοπικών μικροπιστωτικών ιδρυμάτων, δημιουργία μικρομεσαίων αυτοδιαχειριζόμενων συνεταιριστικών επιχειρήσεων και τραπεζών, φορολόγηση της διαφήμισης και περιορισμός της από τους δημόσιους χώρους, μετατροπή των υποδομών για αυτοκίνηση σε υποδομές για ποδήλατο, περπάτημα και ελεύθερους χώρους, ρυθμιστικά και φορολογικά κίνητρα για την αποθάρρυνση της υπερκατανάλωσης προϊόντων μιας χρήσης και της υποκατανάλωσης προϊόντων πολλαπλών χρήσεων, αναδιανεμητική και οικολογική φορολόγηση, απο-εμπορευματοποίηση της πολιτικής και ενίσχυση της άμεσης συμμετοχής των πολιτών στη λήψη αποφάσεων (International Conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity, 2010).
Σε πρακτικό επίπεδο το κίνημα της αποανάπτυξης (www.degrowth.net). παίρνοντας τη σκυτάλη και δίνοντας νέα πνοή στο οικολογικό κίνημα, εκφράστηκε ριζοσπαστικά μέσα από την ανάπτυξη πολλών πρωτοβουλιών από τα κάτω για τη δημιουργία ενός άλλου κόσμου εδώ και τώρα, που προσφέρουν καθημερινές εναλλακτικές λύσεις στο φαντασιακό της ανάπτυξης πέρα από την κρίση και την οικονομία της αγοράς. Οικοκοινότητες και οικοχωριά, επανακτήσεις αγροτικής γης, καταλήψεις στέγης και κέντρα κοινωνικής συμβίωσης, συνεταιρισμοί παραγωγών-καταναλωτών, κοινοτικοί αυτοδιαχειριζόμενοι αγρόκηποι, αεικαλλιέργεια (permaculture), αγρο-οικολογία και βιολογικές βιοδυναμικές καλλιέργειες, ανταλλακτήρια και τράπεζες παραδοσιακών σπόρων, εργασιακές κολεκτίβες, ηθικές τράπεζες, αυτοδιαχειριζόμενα κοινωνικά κέντρα, τοπικά ανταλλακτικά δίκτυα προϊόντων και υπηρεσιών, τράπεζες χρόνου, εναλλακτικές εκπαιδευτικές και πολιτιστικές δομές, λαϊκές συνελεύσεις και συμμετοχικοί προϋπολογισμοί σε επίπεδο κοινότητας συνθέτουν ένα πολύχρωμο και πολύμορφο παζλ εναλλακτικών προτάσεων σαν απάντηση στην πολλαπλή κρίση που βιώνουμε.
Όλα αυτά είναι καθημερινές ρωγμές στο φαντασιακό του καπιταλισμού (Holloway 2010) που πρέπει να πολλαπλασιαστούν αν θέλουμε να αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία (Holloway 2002), κατά το οικολογικό και αποαναπτυξιακό πρόταγμα. Να σκεφτούμε τη δημοκρατία από τα κάτω, συλλογικά, όπως στους αγώνες ενάντια στην εμπορευματοποίηση του νερού ή τις εξορύξεις, ή απλά έναν καθημερινό αγώνα για να ζήσουμε με αξιοπρέπεια. Ο κόσμος είναι γεμάτος από αυτές τις ρωγμές αλλά και από σημαντικές προκλήσεις όπως οι κλιματικές αλλαγές, η μείωση της βιοποικιλότητας και η εξάντληση των φυσικών πόρων.
Ήδη από το 2010 και έπειτα σαν απάντηση στη συνεχιζόμενη οικονομική, κοινωνική, και περιβαλλοντική κρίση και στο νεοφιλελεύθερο δόγμα του σοκ (Klein 2007) που εξαπλώθηκε στην Ελλάδα, έχουν αναπτυχθεί σε όλη την ελληνική επικράτεια σαν τα μανιτάρια, δεκάδες κινήματα και πρωτοβουλίες πολιτών με στόχο την επανάκτηση της ζωής, των κοινών αγαθών, του ελεύθερου δημιουργικού χρόνου και των παραγωγικών διαδικασιών, που προσφέρουν πολύτιμη έμπνευση και αισιοδοξία και αποδεικνύουν ότι ένας άλλος κόσμος είναι υπαρκτός όχι απλά εφικτός (Ηλιόσποροι 2013). Πέρα από τη δικτατορία του καπιταλισμού, των ιδιωτικών τραπεζών και των νεοφιλελεύθερων αγορών οι τοπικές κοινωνίες παίρνουν την κατάσταση στα χέρια τους και αυτοοργανώνονται στο πλαίσιο μιας άλλης οικονομίας που δεν στηρίζεται στα χρήματα και το κέρδος. Επαναπροσδιορίζουν τις ανάγκες τους, μειώνουν την κατανάλωση, αυτοδιαχειρίζονται την τροφή και την ενέργεια τους, τοπικοποιούν την παραγωγή, γίνονται αυτάρκεις και αυτόνομες. Μαθαίνουν να περνάνε καλύτερα, καταναλώνοντας και έχοντας λιγότερα, δουλεύοντας λιγότερο και έχοντας περισσότερο ελεύθερο χρόνο για να ζήσουν μια απλούστερη και πιο ευχάριστη ζωή, δίνοντας έμφαση στις διαπροσωπικές σχέσεις και τη συμμετοχή στα κοινά.
Στη σύγχρονη Ελλάδα χρειαζόμαστε αλλαγή αφήγησης, αλλαγή φαντασιακού και παραδείγματος και έχουμε μια ιστορική ευκαιρία για να το πετύχουμε μαθαίνοντας από τα λάθη που μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Πρέπει να δούμε συλλογικά και πέρα από την κρίση, αξιοποιώντας τις ευκαιρίες που παρουσιάζονται από αυτή για ριζοσπαστικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία, για μια αλλαγή πορείας και συλλογικού κοινωνικού φαντασιακού περί ανάπτυξης και κατανάλωσης, για να αποφύγουμε την περαιτέρω υποβάθμιση της κοινωνικής ευημερίας και την εξάντληση των φυσικών πόρων. Να ξεπεράσουμε την εμμονή με την συνεχιζόμενη οικονομική μεγέθυνση (του ΑΕΠ) και να εστιάσουμε σε όλα αυτά που βελτιώνουν επί της ουσίας το βιοτικό επίπεδο και την ευημερία, π.χ. να έχουμε δουλειά που μας ικανοποιεί αλλά και ελεύθερο χρόνο για να περνάμε όμορφα με αυτούς που αγαπάμε μέσα σε ένα περιβάλλον φιλόξενο και αειφόρο. Να επενδύσουμε σε μια πολιτισμική και θεσμική αποαποικιοποίηση από τον οικονομισμό και τη θρησκεία της ανάπτυξης, να επενδύσουμε στη φύση και την αλλαγή της συνειδητότητάς μας, να πάρουμε τη κατάσταση στα χέρια μας.
Το κίνημα της αποανάπτυξης και οι δεκάδες πρωτοβουλίες από τα κάτω μπορούν να δώσουν νέα πνοή στο οικολογικό και το Πράσινο κίνημα για μια συντονισμένη θεσμική και εξωθεσμική παρέμβαση στα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Ιδιαίτερα για τα Πράσινα κόμματα στην Ελλάδα και την Ευρώπη είναι μια ευκαιρία για μια πολιτική επανεκκίνηση, μέσα και μαζί με τα κινήματα και όχι πάνω από αυτά, μια ευκαιρία να ξαναβρούν το χαμένο οικολογικό και πολιτικό τους στίγμα απεξαρτημένα από το φετιχισμό της (βιώσιμης) ανάπτυξης. Η εμπειρία των τελευταίων 20 ετών έχει αποδείξει ότι η «βιώσιμη ανάπτυξη» δεν μπορεί να είναι οικολογικά βιώσιμη, αφού εξακολουθεί να εξαντλεί τους φυσικούς πόρους ενώ δεν έχει βελτιώσει την ευημερία και την ποιότητα ζωής, ούτε έχει συμβάλλει στην ισονομία και την ισότητα. Η αποανάπτυξη από την άλλη, σαν ένα σύνολο ιδεών, πρακτικών εναλλακτικών λύσεων και πολιτικών προτάσεων, από τους ανθρώπους για τους ανθρώπους, είναι ένα μονοπάτι για την κοινωνική δικαιοσύνη, την ευημερία και την οικολογική βιωσιμότητα, που αποσυνδέει το νόημα της ζωής και της ελευθερίας από την κατανάλωση και τον άκρατο υλισμό.
Με την αποανάπτυξη και την πολιτική οικολογία σαν οδηγό μπορούμε να ξεπεράσουμε τη κρίση που είναι αποτέλεσμα της μη βιώσιμης ανάπτυξης και σηματοδοτεί την αποτυχία του «οικονομισμού» (Kallis et al. 2009, κεφάλαιο 1) και να επιδιώξουμε μια ριζική αλλαγή σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο για να μειώσουμε τις πιέσεις στις ανθρώπινες κοινωνίες και τα οικοσυστήματα. Να ξεπεράσουμε το φαντασιακό της ανάπτυξης, περνώντας από τη μακροοικονομία των αγορών και του πλεονασματικού εμπορίου στην αλληλέγγυα-συνεργατική οικονομία των φυσικών πόρων, από την κρίση και την απαξίωση των νεοφεουδαρχικών αντιλήψεων στην αυτοοργάνωση της κοινωνίας και την αναδιανομή της οικονομίας σε αποκεντρωμένες και αυτοδιαχειριζόμενες τοπικές δομές με στόχο την αυτάρκεια, τη διάχυτη κοινωνική ευημερία, την οικολογική ισορροπία και την ελευθερία του ατόμου. Όπως ειπώθηκε, αποανάπτυξη και οικολογία δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν και να ζούμε σε σπηλιές, αλλά επιστροφή στο ουτοπικό μέλλον που οραματιζόμαστε και προσδοκάμε, μια κοινωνία ισότητας, ισονομίας, οικολογικής σωφροσύνης και μοιράσματος.
Η αποανάπτυξη και η οικολογία δεν είναι πανάκεια, ούτε μια εύκολη και γρήγορη διαδικασία. Είναι όμως ένας άλλος, δημιουργικός δρόμος για να αλλάξουμε τη ζωή μας προς το καλύτερο, να βιώσουμε τους λόγους για τους οποίους αξίζει κάποιος να ζει ελεύθερα και να ελπίζει για ένα καλύτερο μέλλον με αξιοπρέπεια. Έχουμε την ιστορική ευκαιρία να βάλουμε τους σπόρους ούτως ώστε η ουτοπία του σήμερα να γίνει η πραγματικότητα του αύριο.
Αναφορές
Baykan, B.G. (2007), From limits to growth to degrowth within French Green politics, Environmental Politics, 16:3, 513-517.
Blühdorn, I. (2009), Reinventing Green politics: on the strategic repositioning of the German Green party, German Politics, Vol. 18, No. 1, March 2009, pp. 36-54.
Bookchin, M. (1962). Our synthetic environment. New York: Harper & Row.
Bookchin, M. (1964), Ecology and revolutionary thought, Comment (republished in the British monthly Anarchy in 1965). Ελληνική έκδοση: Η οικολογία και η επαναστατική σκέψη, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα, 1977.
Bookchin, M. (1971), Post scarcity anarchism, Berkeley: Ramparts Press.
Bookchin, M. (1980). Toward an Ecological Society. Ελληνική έκδοση: Προς μια οικολογική κοινωνία, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη, 1994.
Bookchin, M. (1982), The ecology of freedom. The emergence and dissolution of hierarchy, Montreal/New York: Black Rose Books. Ελληνική έκδοση: Η οικολογία της ελευθερίας, εκδ. Διεθνής Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 1988.
Bookchin, M. (1985) Ηριζοσπαστικοποίηση της φύσης, εκδ. Ελεύθερος Τύπος, 1985.
Bookchin, M. (1989), Death of a small planet, The progressive, August 1989, pp 19-23.
Bookchin, M. (1990a), Remaking Society, Montreal/New York: Black Rose Books. Ελληνική έκδοση: Ξαναφτιάχνοντας την κοινωνία, εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 1993
Bookchin, M. (1990b), The philosophy of social ecology. Essays on dialectical naturalism, Montreal/New York: Black Rose Books.
Bookchin, M. (1992), Τι είναι κοινωνική οικολογία, εκδ. Βιβλιοπέλαγος, Αθήνα, 1992.
Bookchin, M. and Biehl J. (1998), The Politics of Social Ecology: Libertarian Municipalism, Montreal: Black Rose Books.
Callenbach, E. (1975), Ecotopia. New York: Banyan Tree Books Carson R. (1962), Silent Spring, Boston: Houghton Mifflin
Club of Rome (2009), Socially Sustainable Economic Degrowth, Editors: Leida Rijnhout and Thomas Schauer, Proceedings of a workshop in the European Parliament on April 16, 2009, upon invitation by The Greens / European Free Alliance: http://goo.gl/DWMnb
Cohn Bendit, D. (2010), Τι να κάνουμε; Αθήνα: εκδόσεις Κέδρος.
Ecologist (1972), A Blueprint for Survival, Penguin Books.
Eckersley Ρ. (1992), Environmentalism and Political Theory: Toward an Ecocentric Approach, Albany: State University of New York Press.
FYEG - Federation of Young European Greens (2010), Beyond a Green New Deal - Transforming the System, political statement produced by the Green Economy Seminar held in Thessaloniki (Greece) from the 24th to the 29th of November 2010, http://goo.gl/mhRPD
Graeber, D. (2011), Debt the first 5000years, Brooklyn- New York: Melville House.
Georgescu-Roegen, N. (1971), The entropy law and the economic process, Cambridge, Mass.: Harvard University Press.
GEF - Green European Foundation (2009), A Green New Deal for Europe: towards green modernization in the face of crisis, A report by the Wuppertal Institute for Climate, Environment and Energy commissioned by GREENS/ EFA in the European Parliament, GEF Brussels: http://goo.gl/bHmjz
GEF - Green European Foundation (2012), Beyond growth- degrowth, Green European Journal Volume 3, September 2012, http://goo.gl/I4DAO
Gorz, A. (1975), Ecology As Politics, Paris: Galilée, στα Ελληνικά: Gorz Andre (1984), Οικολογία και πολιτική, Αθήνα: Νέα Σύνορα.
Gorz, A. (1977), Écologie et liberté, Paris: Galilée.
Gorz, A. (1979), Η κοινωνική ιδεολογία του αυτοκινήτου, Οικολογικά. τ. 1, τεύχ. 4-5 Μάιος- Αύγ. 1979: σ. 22-25, 56, http://goo.gl/lwelO
Gorz, A. (1991), Capitalism, Socialism, Ecology, Paris: Galilée, στα Ελληνικά: Gorz Andre (1993), Καπιταλισμός, σοσιαλισμός, οικολογία, Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Gorz, A. (2010), Ecologica, London and New York: Seagull Books.
Huxley, A. (1962), Island, London: Harper and Brothers, http://goo.gl/aT2YK
Holloway, J. (2010), Crack Capitalism, New York: Pluto Press, http://goo.gl/VjPOI
Holloway, J. (2002), Change the World Without Taking Power: The Meaning of Revolution Today, New York: Pluto Press, στα Ελληνικά: John Holloway (2006), Ας αλλάξουμε τον κόσμο χωρίς να καταλάβουμε την εξουσία, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα.
Illich, I. (1973), Tools for conviviality, New York: Harper & Row.
Illich, I. (1978), Toward a History of Needs, New York: Pantheon.
International Conference on Economic Degrowth for Ecological Sustainability and Social Equity (2010), Degrowth declaration, 26-29 March 2010, Barcelona: http://goo.gl/q4EfQ
Kallis, G., Martinez- Alier, J., Norgaard, R. B., (2009), Paper assets, real debts: An ecological- economic exploration of the global economic crisis, Critical perspectives on international Business, Vol. 5 No. 1/2, 2009.
Kelly P. (2001), Nonviolence Speaks to Power, Center for Global Nonviolence Planning Project, Spark M. Matsunaga Institute for Peace, University of Hawaii, Honolulu.
Klein, N. (2007), The Shock Doctrine: The Rise of Disaster Capitalism, Knopf Canada, στα Ελληνικά: Ναόμι Κλάιν (2010), Το δόγμα του σοκ, Εκδόσεις Λιβάνης-Νέα Σύνορα, Αθήνα.
Kropotkin, P. (1902), Mutual aid: a factor of evolution, Boston: Extending Horizons Books, στα Ελληνικά: Πιότρ Κροπότκιν (2009) Αλληλοβοήθεια, Ένας παράγοντας της εξέλιξης, Αθήνα: εκδόσεις Καστανιώτη, http://goo.gl/pVLA1
Leff E. (2012), Political Ecology - A Latin American Perspective, in Culture, Civilization and Human Society, [Eds. UNESCO-EOLSS Joint Committee], in Encyclopedia of Life Support Systems (EOLSS), Eolss Publishers, Oxford, UK.
Lipietz, A. (1995), Green hopes: The future of political ecology, Oxford: Polity Press.
Lipietz, A. (2011), Fears and Hopes: The Crisis of the Liberal-productivist Model and its Green Alternative, διαθέσιμο στο: http://goo.gl/oP4EV
Lovelock, J. (1979), Gaia. A new look at life on Earth, Oxford: Oxford University Press.
Marcuse, H. (1972), Counterrevolution and revolt, Boston: Bacon Press, http://goo.gl/yPd6m
Marcuse, H. (1992), Ecology and the critique of modern society, Capitalism, nature, socialism, Vol. 3, No. 3, http:/ / goo.gl/Agvpi
Martinez Alier, J. (2002), The environmentalism of the poor, Paper prepared for the conference on: The Political Economy of Sustainable Development: Environmental Conflict, Participation and Movements, United Nations Research Institute for Social Development (UNRISD), http://goo.gl/jXSFO
Martinez Alier, J. (2009), Herman Daly Festschrift: Socially Sustainable Economic Degrowth, The Encyclopedia of Earth, October 9, 2009, http://goo.gl/lKSVx
Meadows, D.H., D.L. Meadows, J. Randers & W.W. Behrens III (1972), The limits to growth, New York: Universe Books.
M'Gonigle, R.M. (1999), Ecological economics and political ecology: towards a necessary synthesis, Ecological Economics 28 (1999) 11-26.
NEF - New Economics Foundation (2008), A Green New Deal, London, http://goo.gl/tefC 1
Tokar, B. (2008), On Bookchin's social ecology and its contributions to social movements, Capitalism Nature Socialism, vol 19, number 1 (March).
Wall, D. (2010), The No-Nonsense Guide to Green Politics, New Internationalist Publications, Limited.
Wolf, E. (1972), Ownership and political ecology, Anthropological quarterly 45(3):201-205
World Commission on Environment and Development (1987), Our Common Future. Oxford: Oxford University Press, http://goo.gl/Y7seZ
Γεωργόπουλος, Α. (2006), Οικολογία και αυτονομία, μπορεί το πράσινο κίνημα να συγκροτήσει μια διακριτή και ρεαλιστική πολιτική εναλλακτική λύση; Στο συλλογικό έργο «Η πολιτική οικολογία στην Ελλάδα», Ευώνυμος Οικολογική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ. 2448.
Ηλιόσποροι (2013), Λίστα κοινωνικών αντιστάσεων: http://goo.gl/i8QsP και Ντοκιμαντέρ «Ένας άλλος κόσμος»: http://youtu.be/fX8cEfV8l4U
Καστοριάδης Κ. (1974), Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, εκδόσεις Κέδρος, Αθήνα.
Καστοριάδης Κ. (1993), Η παγκόσμια ανισορροπία και η επαναστατική δύναμη της οικολογίας, «Κοινωνία και Φύση» (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος).
Καστοριάδης, Κ. (2007), Η άνοδος της ασημαντότητας, Ύψιλον, Αθήνα.
Καστοριάδης Κ. (2010), Ακυβέρνητη κοινωνία: Συνεντεύξεις και συζητήσεις 1974-1997, Ευρασία, Αθήνα.
Κολέμπας Γ, Μπίλλας Γ. (2012) Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης - τοπικοποίησης, Εκδόσεις Συναδέλφων Αθήνα.