Με αφορμή το διάβασμα του του βιβλίου του Massimo de Angelis: Κοινά Περιφράξεις και Κρίσεις, από τις εκδόσεις των ξένων.
Τις μέχρι τώρα κρίσεις του το κεφάλαιο, για να εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγέθυνσης και της παραπέρα συσσώρευσής του, τις αντιμετώπιζε μετασχηματίζοντας και αναδιαμορφώνοντας τα συστήματα διακυβέρνησης και τις ταξικές σχέσεις στον κοινωνικό σχηματισμό.
Τον περασμένο αιώνα το έκανε αυτό π.χ. μετά τη κρίση του 1929 και κυρίως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, υιοθετώντας τον Κεϋνσιανισμό, ενώ έκανε το ίδιο και μετά τη κρίση του `70-στις αρχές της 10ετίας του`80-περνώντας στον νεοφιλελευθερισμό.
Μέχρι τώρα είχε φαίνεται τη δυνατότητα να αφομοιώνει κάποιους σε έξαρση κοινωνικούς αγώνες με ελκυστικές συμφωνίες με κάποια τμήματα της εργατικής τάξης στη δύση-βορρά, επειδή μπορούσε να μεταθέσει το κόστος της αναδιανομής της πίττας σε άλλα τμήματα του πληθυσμού και σε απομακρυσμένα περιβάλλοντα –οικοσυστήματα, σε άλλες γωνιές του πλανήτη.
Κάποιες φορές –όταν οι κοινωνικοί αγώνες βρίσκονταν σε ύφεση- πέρναγε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, επιβάλλοντας μέτρα μεγιστοποίησης της συσσώρευσής του. Πάντα η ταχτική που ακολουθούσε ήταν η κάθετη διαίρεση του κοινωνικού σώματος και η άνιση διανομή της πίττας.
Στη σημερινή όμως κρίση, η οποία δεν είναι απλά μια ύφεση, αλλά πρόκειται να εξελιχθεί σε κρίση κοινωνικής σταθερότητας, τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Το κεφάλαιο αντιμετωπίζει ένα αδιέξοδο, γιατί αμφισβητείται η δυνατότητά του να πετύχει κοινωνική συναίνεση και δεν έχει την κοινωνική υποστήριξη που θα χρειαζόταν για να πετύχει την αναζωογόνησή του. Και αυτό συμβαίνει για τους εξής σοβαρούς λόγους:
α) Από τη μια είναι υποχρεωμένο να παράγει όλο και περισσότερα υλικά-άυλα αγαθά, ώστε πουλώντας τα σε τιμές που εξαρτώνται και από την αγοραστική δύναμη των πολλών καταναλωτών, να μεγιστοποιεί τα κέρδη του κάθε χρονιά(τις χρονιές του οικονομικού «μπουμ» π.χ. οι μεγάλες εταιρείες, οι εισηγμένες στα χρηματιστήρια, έπρεπε να παρουσιάζουν αυξήσεις της τάξης του 20% ετησίως για να επενδύουν οι επενδυτές στις μετοχές τους). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αυξάνει και τη συνολική αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, ώστε να εξασφαλίζεται η αγορά όλων αυτών των διαφορετικών προϊόντων. Όσα θαύματα να κάνει η διαφήμιση, αν δεν υπάρχουν και τα χρήματα δε μπορούν να αγορασθούν τόσα-πολλές φορές και αχρείαστα-προϊόντα.
Από την άλλη είναι υποχρεωμένο να «αγοράζει» όλο και φθηνότερα την εργατική δύναμη. Άρα και να αμείβει τους εργαζόμενους-παραγωγούς (που είναι και η πλειοψηφία των καταναλωτών), όσο γίνεται λιγότερο. Πολλούς μάλιστα να τους θέτει εκτός σχέσεων μισθωτής εργασίας, με επιδόματα ανεργίας. Αλλά μειωμένη αγοραστική δύναμη σημαίνει μειωμένη κατανάλωση, άρα πτώση τιμών και άρα μείωση κερδών. Να λοιπόν μια πρώτη αξεπέραστη αντίφαση που λύνεται μόνο με συναίνεση των «κοινωνικών εταίρων», ώστε να επιτυγχάνεται η περίφημη κοινωνική σταθερότητα για το κεφάλαιο.
Αυτή η αντίφαση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από το εξής γεγονός: όταν κάποια από τα εμπορεύματα αγορασθούν από κάποιους καταναλωτές(νοικοκυριά, δίκτυα, σωματεία κ.λπ.) εξέρχονται από τη σφαίρα της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και μπαίνουν συνήθως σε μη καπιταλιστικές σφαίρες κοινωνικής συνεργασίας, αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας. Μπορεί να μπαίνουν-και αυτό συμβαίνει σήμερα όλο και πιο συχνά-στη σφαίρα που έχουμε ονομάσει γενικά «τα κοινά».
Έτσι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης συμβαίνει εν μέρει και εκτός των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής-αναπαραγωγής. Αν και σε στενή ακόμα σχέση με την καπιταλιστική σφαίρα, οι σχέσεις που δημιουργούνται στα πλαίσια των «κοινών» διεκδικούν ένα μεγάλο μέρος της πολιτισμικής και υλικής αναπαραγωγής των εργαζομένων που συμμετέχουν σε αυτά τα «κοινά». Ιδίως τα τελευταία 30 χρόνια, που υπάρχει μείωση των μισθών και της πρόνοιας χωρίς προοπτική βελτίωσης.
Αυτό οδηγεί και σε αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων από τη μεριά των εργαζομένων και των καταναλωτών, όσον αφορά στη μοναδικότητα των παραπάνω σχέσεων να αναπαράγουν τη καθημερινή ζωή τους. Αυτή η πιθανή στάση των εργαζομένων, πέρα από το ότι δεν είναι υποστηρικτική για το κεφάλαιο, μπορεί να τους οδηγεί και στην απόρριψή του, ιδίως όταν βλέπουν- μέσω των παραδειγμάτων της οικονομίας των «κοινών» -ότι υπάρχει η δυνατότητα να επιβιώνουν και στα πλαίσια μη καπιταλιστικών σχέσεων.
β) Μια δεύτερη, πολύ πιο αξεπέραστη αντίφαση την οποία αντιμετωπίζει το κεφάλαιο για πρώτη φορά σήμερα, είναι το πεπερασμένο των φυσικών παραγωγικών πόρων και ενέργειας. Από τη μια χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες από αυτά, σε όλο και φθηνότερες τιμές, αν όχι σε μηδενικές τιμές που πολλές φορές εξασφάλιζε μέχρι σήμερα. Από την άλλη, λόγω της σπανιότητάς τους που συνεχώς εξελίσσεται αφού υπήρξε κατασπατάλησή τους τη τελευταία 30ετία, είναι υποχρεωμένο να εκμεταλλευθεί και τα τελευταία δυσπρόσιτα αποθέματα με μεγάλο κόστος για να τα κάνει εκμεταλλεύσιμα.
Τα φυσικά οικοσυστήματα λοιπόν μπορούν όλο και λιγότερο να στηρίξουν το κεφάλαιο στη διαρκή αναζήτησή του για όλο και μεγαλύτερη και φθηνότερη απόσπαση πόρων από αυτά. Το ίδιο συμβαίνει και με την αναγκαιότητα απόθεσης στο περιβάλλον όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων απόβλητων.
Δεν είναι χωρίς κόστος η όλο και μεγαλύτερη χρήση της ατμόσφαιρας π.χ. σαν απύθμενη αποθήκη εναπόθεσης των αερίων του θερμοκηπίου. Γιατί αυτό οδηγώντας στην όξυνση του φαινομένου του «θερμοκηπίου» έχει σαν αποτέλεσμα την κλιματική αλλαγή με τις επακόλουθες καταστροφές, που στο μέλλον θα είναι μη αντιστρέψιμες και για την ίδια τη συσσώρευση του κεφαλαίου(προς το παρόν αυτό φαίνεται από τον κίνδυνο που διατρέχει το μέρος του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στις ασφάλειες και που έχει τεράστιες ζημιές πια, αποζημιώνοντας τους ασφαλισμένους έναντι αυτών των καταστροφών: πλημμύρες, ανεμοστρόβιλοι, τυφώνες κ.λπ).
Το ίδιο και με τη χρήση του εδάφους και των θαλασσών σαν αντίστοιχες αποθήκες όλο και περισσότερων τοξικών αποβλήτων, με επακόλουθο π.χ. τη μείωση ή μόλυνση της φυτικής-ζωικής τροφής και των αλιευμάτων.
Σύμφωνα με όσα περιγράψαμε περιληπτικά πιο πάνω λοιπόν, ο καπιταλισμός έχει φθάσει σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Δε μπορεί να υποσχεθεί πια νέες μέρες αφθονίας και ευημερίας για τις πλειοψηφίες των πληθυσμών, εκτός ίσως για κάποιες στις αναδυόμενες περιοχές(π.χ. Κίνα), που όμως γρήγορα θα του τελειώσει αυτή η δυνατότητα και σε αυτές.
Αν αυτό το αδιέξοδο θα ξεπερασθεί με τους όρους που βάζει το κεφάλαιο, δηλαδή υπό τον έλεγχό του, τότε πάμε προς μια διέξοδο κοινωνικής και οικολογικής «αποκάλυψης». Πάμε προς μια δυστοπία του λυκόφωτος για την ανθρωπότητα και τις άλλες μορφές ζωής στον πλανήτη. Στην καλύτερη περίπτωση οδεύουμε προς σκληρές κοινωνικές συγκρούσεις.
Οι στρατηγικές και οι «ρυθμίσεις που μπορεί να έχει στη διάθεσή του το κεφάλαιο σήμερα οδηγούν στην επιτάχυνση της κρίσης, όσον αφορά στην κοινωνική και οικολογική παραγωγή-αναπαραγωγή της ζωής στον πλανήτη. Αυτό θα οδηγεί και στην επιτάχυνση και την ενίσχυση της αντίστασης της ίδιας της ζωής παντού. Το αν θα είναι επιτυχής ή όχι αυτή η συνεπαγόμενη αντίσταση θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει να δώσει μια μετακαπιταλιστική διέξοδο, εστιάζοντας στο κέντρο του αδιεξόδου που αναφερθήκαμε.
Αν η αντίσταση περιορισθεί στα πλαίσια του καπιταλισμού, τότε αυτός θα μπορέσει και πάλι να διαμορφώσει τους όρους για μια τέτοιας μορφής διαχείριση και διακυβέρνηση των «από κάτω», που θα του επιτρέψει να συγκρατήσει την κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής στα μέτρα του. Επιβάλλοντας δηλαδή περικοπές στις δαπάνες για την κοινωνική αναπαραγωγή του( π.χ. περικοπές του κοινωνικού μισθού, μείωση μισθών-συντάξεων κ.λπ.).
Με την επικοινωνιακή διαχείριση του φόβου για τα επερχόμενα «χειρότερα», με την ιδεολογική επιβολή της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης»(«ώστε να υπάρξει βελτίωση στο μέλλον»), με τη χρήση της βίας των κατασταλτικών μηχανισμών του, όπου οι εξέγερση των «από κάτω» θα εκδηλώνεται, μπορεί και να τα ξανακαταφέρει το κεφάλαιο να ξεπεράσει το σημερινό του αδιέξοδο. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί στην ουσία και από το πώς θα ξεπεράσει τα αδιέξοδα και το κίνημα των «από κάτω». Από το πώς θα ξεπεράσει τα αδιέξοδά του και το κίνημα των «κοινών». Αλλά για το αδιέξοδο των «κοινών» σε ένα επόμενο άρθρο.
Τις μέχρι τώρα κρίσεις του το κεφάλαιο, για να εξασφαλίζει τη συνέχιση της μεγέθυνσης και της παραπέρα συσσώρευσής του, τις αντιμετώπιζε μετασχηματίζοντας και αναδιαμορφώνοντας τα συστήματα διακυβέρνησης και τις ταξικές σχέσεις στον κοινωνικό σχηματισμό.
Τον περασμένο αιώνα το έκανε αυτό π.χ. μετά τη κρίση του 1929 και κυρίως μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, υιοθετώντας τον Κεϋνσιανισμό, ενώ έκανε το ίδιο και μετά τη κρίση του `70-στις αρχές της 10ετίας του`80-περνώντας στον νεοφιλελευθερισμό.
Μέχρι τώρα είχε φαίνεται τη δυνατότητα να αφομοιώνει κάποιους σε έξαρση κοινωνικούς αγώνες με ελκυστικές συμφωνίες με κάποια τμήματα της εργατικής τάξης στη δύση-βορρά, επειδή μπορούσε να μεταθέσει το κόστος της αναδιανομής της πίττας σε άλλα τμήματα του πληθυσμού και σε απομακρυσμένα περιβάλλοντα –οικοσυστήματα, σε άλλες γωνιές του πλανήτη.
Κάποιες φορές –όταν οι κοινωνικοί αγώνες βρίσκονταν σε ύφεση- πέρναγε σε αυταρχικές μορφές διακυβέρνησης, επιβάλλοντας μέτρα μεγιστοποίησης της συσσώρευσής του. Πάντα η ταχτική που ακολουθούσε ήταν η κάθετη διαίρεση του κοινωνικού σώματος και η άνιση διανομή της πίττας.
Στη σημερινή όμως κρίση, η οποία δεν είναι απλά μια ύφεση, αλλά πρόκειται να εξελιχθεί σε κρίση κοινωνικής σταθερότητας, τα πράγματα είναι πολύ πιο πολύπλοκα. Το κεφάλαιο αντιμετωπίζει ένα αδιέξοδο, γιατί αμφισβητείται η δυνατότητά του να πετύχει κοινωνική συναίνεση και δεν έχει την κοινωνική υποστήριξη που θα χρειαζόταν για να πετύχει την αναζωογόνησή του. Και αυτό συμβαίνει για τους εξής σοβαρούς λόγους:
α) Από τη μια είναι υποχρεωμένο να παράγει όλο και περισσότερα υλικά-άυλα αγαθά, ώστε πουλώντας τα σε τιμές που εξαρτώνται και από την αγοραστική δύναμη των πολλών καταναλωτών, να μεγιστοποιεί τα κέρδη του κάθε χρονιά(τις χρονιές του οικονομικού «μπουμ» π.χ. οι μεγάλες εταιρείες, οι εισηγμένες στα χρηματιστήρια, έπρεπε να παρουσιάζουν αυξήσεις της τάξης του 20% ετησίως για να επενδύουν οι επενδυτές στις μετοχές τους). Αυτό σημαίνει ότι θα πρέπει να αυξάνει και τη συνολική αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, ώστε να εξασφαλίζεται η αγορά όλων αυτών των διαφορετικών προϊόντων. Όσα θαύματα να κάνει η διαφήμιση, αν δεν υπάρχουν και τα χρήματα δε μπορούν να αγορασθούν τόσα-πολλές φορές και αχρείαστα-προϊόντα.
Από την άλλη είναι υποχρεωμένο να «αγοράζει» όλο και φθηνότερα την εργατική δύναμη. Άρα και να αμείβει τους εργαζόμενους-παραγωγούς (που είναι και η πλειοψηφία των καταναλωτών), όσο γίνεται λιγότερο. Πολλούς μάλιστα να τους θέτει εκτός σχέσεων μισθωτής εργασίας, με επιδόματα ανεργίας. Αλλά μειωμένη αγοραστική δύναμη σημαίνει μειωμένη κατανάλωση, άρα πτώση τιμών και άρα μείωση κερδών. Να λοιπόν μια πρώτη αξεπέραστη αντίφαση που λύνεται μόνο με συναίνεση των «κοινωνικών εταίρων», ώστε να επιτυγχάνεται η περίφημη κοινωνική σταθερότητα για το κεφάλαιο.
Αυτή η αντίφαση γίνεται ακόμα μεγαλύτερη από το εξής γεγονός: όταν κάποια από τα εμπορεύματα αγορασθούν από κάποιους καταναλωτές(νοικοκυριά, δίκτυα, σωματεία κ.λπ.) εξέρχονται από τη σφαίρα της καπιταλιστικής κυκλοφορίας και μπαίνουν συνήθως σε μη καπιταλιστικές σφαίρες κοινωνικής συνεργασίας, αλληλέγγυας και συνεργατικής οικονομίας. Μπορεί να μπαίνουν-και αυτό συμβαίνει σήμερα όλο και πιο συχνά-στη σφαίρα που έχουμε ονομάσει γενικά «τα κοινά».
Έτσι η αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης συμβαίνει εν μέρει και εκτός των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής-αναπαραγωγής. Αν και σε στενή ακόμα σχέση με την καπιταλιστική σφαίρα, οι σχέσεις που δημιουργούνται στα πλαίσια των «κοινών» διεκδικούν ένα μεγάλο μέρος της πολιτισμικής και υλικής αναπαραγωγής των εργαζομένων που συμμετέχουν σε αυτά τα «κοινά». Ιδίως τα τελευταία 30 χρόνια, που υπάρχει μείωση των μισθών και της πρόνοιας χωρίς προοπτική βελτίωσης.
Αυτό οδηγεί και σε αμφισβήτηση των καπιταλιστικών σχέσεων από τη μεριά των εργαζομένων και των καταναλωτών, όσον αφορά στη μοναδικότητα των παραπάνω σχέσεων να αναπαράγουν τη καθημερινή ζωή τους. Αυτή η πιθανή στάση των εργαζομένων, πέρα από το ότι δεν είναι υποστηρικτική για το κεφάλαιο, μπορεί να τους οδηγεί και στην απόρριψή του, ιδίως όταν βλέπουν- μέσω των παραδειγμάτων της οικονομίας των «κοινών» -ότι υπάρχει η δυνατότητα να επιβιώνουν και στα πλαίσια μη καπιταλιστικών σχέσεων.
β) Μια δεύτερη, πολύ πιο αξεπέραστη αντίφαση την οποία αντιμετωπίζει το κεφάλαιο για πρώτη φορά σήμερα, είναι το πεπερασμένο των φυσικών παραγωγικών πόρων και ενέργειας. Από τη μια χρειάζεται όλο και μεγαλύτερες ποσότητες από αυτά, σε όλο και φθηνότερες τιμές, αν όχι σε μηδενικές τιμές που πολλές φορές εξασφάλιζε μέχρι σήμερα. Από την άλλη, λόγω της σπανιότητάς τους που συνεχώς εξελίσσεται αφού υπήρξε κατασπατάλησή τους τη τελευταία 30ετία, είναι υποχρεωμένο να εκμεταλλευθεί και τα τελευταία δυσπρόσιτα αποθέματα με μεγάλο κόστος για να τα κάνει εκμεταλλεύσιμα.
Τα φυσικά οικοσυστήματα λοιπόν μπορούν όλο και λιγότερο να στηρίξουν το κεφάλαιο στη διαρκή αναζήτησή του για όλο και μεγαλύτερη και φθηνότερη απόσπαση πόρων από αυτά. Το ίδιο συμβαίνει και με την αναγκαιότητα απόθεσης στο περιβάλλον όλο και μεγαλύτερων ποσοτήτων απόβλητων.
Δεν είναι χωρίς κόστος η όλο και μεγαλύτερη χρήση της ατμόσφαιρας π.χ. σαν απύθμενη αποθήκη εναπόθεσης των αερίων του θερμοκηπίου. Γιατί αυτό οδηγώντας στην όξυνση του φαινομένου του «θερμοκηπίου» έχει σαν αποτέλεσμα την κλιματική αλλαγή με τις επακόλουθες καταστροφές, που στο μέλλον θα είναι μη αντιστρέψιμες και για την ίδια τη συσσώρευση του κεφαλαίου(προς το παρόν αυτό φαίνεται από τον κίνδυνο που διατρέχει το μέρος του κεφαλαίου που έχει επενδυθεί στις ασφάλειες και που έχει τεράστιες ζημιές πια, αποζημιώνοντας τους ασφαλισμένους έναντι αυτών των καταστροφών: πλημμύρες, ανεμοστρόβιλοι, τυφώνες κ.λπ).
Το ίδιο και με τη χρήση του εδάφους και των θαλασσών σαν αντίστοιχες αποθήκες όλο και περισσότερων τοξικών αποβλήτων, με επακόλουθο π.χ. τη μείωση ή μόλυνση της φυτικής-ζωικής τροφής και των αλιευμάτων.
Σύμφωνα με όσα περιγράψαμε περιληπτικά πιο πάνω λοιπόν, ο καπιταλισμός έχει φθάσει σε ένα μεγάλο αδιέξοδο. Δε μπορεί να υποσχεθεί πια νέες μέρες αφθονίας και ευημερίας για τις πλειοψηφίες των πληθυσμών, εκτός ίσως για κάποιες στις αναδυόμενες περιοχές(π.χ. Κίνα), που όμως γρήγορα θα του τελειώσει αυτή η δυνατότητα και σε αυτές.
Αν αυτό το αδιέξοδο θα ξεπερασθεί με τους όρους που βάζει το κεφάλαιο, δηλαδή υπό τον έλεγχό του, τότε πάμε προς μια διέξοδο κοινωνικής και οικολογικής «αποκάλυψης». Πάμε προς μια δυστοπία του λυκόφωτος για την ανθρωπότητα και τις άλλες μορφές ζωής στον πλανήτη. Στην καλύτερη περίπτωση οδεύουμε προς σκληρές κοινωνικές συγκρούσεις.
Οι στρατηγικές και οι «ρυθμίσεις που μπορεί να έχει στη διάθεσή του το κεφάλαιο σήμερα οδηγούν στην επιτάχυνση της κρίσης, όσον αφορά στην κοινωνική και οικολογική παραγωγή-αναπαραγωγή της ζωής στον πλανήτη. Αυτό θα οδηγεί και στην επιτάχυνση και την ενίσχυση της αντίστασης της ίδιας της ζωής παντού. Το αν θα είναι επιτυχής ή όχι αυτή η συνεπαγόμενη αντίσταση θα εξαρτηθεί από το αν θα μπορέσει να δώσει μια μετακαπιταλιστική διέξοδο, εστιάζοντας στο κέντρο του αδιεξόδου που αναφερθήκαμε.
Αν η αντίσταση περιορισθεί στα πλαίσια του καπιταλισμού, τότε αυτός θα μπορέσει και πάλι να διαμορφώσει τους όρους για μια τέτοιας μορφής διαχείριση και διακυβέρνηση των «από κάτω», που θα του επιτρέψει να συγκρατήσει την κρίση της κοινωνικής αναπαραγωγής στα μέτρα του. Επιβάλλοντας δηλαδή περικοπές στις δαπάνες για την κοινωνική αναπαραγωγή του( π.χ. περικοπές του κοινωνικού μισθού, μείωση μισθών-συντάξεων κ.λπ.).
Με την επικοινωνιακή διαχείριση του φόβου για τα επερχόμενα «χειρότερα», με την ιδεολογική επιβολή της «κατάστασης έκτακτης ανάγκης»(«ώστε να υπάρξει βελτίωση στο μέλλον»), με τη χρήση της βίας των κατασταλτικών μηχανισμών του, όπου οι εξέγερση των «από κάτω» θα εκδηλώνεται, μπορεί και να τα ξανακαταφέρει το κεφάλαιο να ξεπεράσει το σημερινό του αδιέξοδο. Αυτό όμως θα εξαρτηθεί στην ουσία και από το πώς θα ξεπεράσει τα αδιέξοδα και το κίνημα των «από κάτω». Από το πώς θα ξεπεράσει τα αδιέξοδά του και το κίνημα των «κοινών». Αλλά για το αδιέξοδο των «κοινών» σε ένα επόμενο άρθρο.