Δύο πρόσωπα που εμπιστεύονται κομμάτι-κομμάτι την περιπετειώδη ζωή τους σ’ έναν αφανή ακροατή
Γιάννης Μακριδάκης
Η πρώτη φλέβα.
Νουβέλα
Εκδόσεις Εστία,
Ενας άντρας και μια γυναίκα: δύο πρόσωπα που εμπιστεύονται κομμάτι-κομμάτι την περιπετειώδη ζωή τους σ’ έναν αφανή ακροατή ο οποίος θα εντάξει εν συνεχεία τις αφηγήσεις τους σ’ ένα ενιαίο κείμενο με εναλλασσόμενη διάταξη. Οι ομιλητές δεν έχουν επιλεγεί τυχαία. Εζησαν, μεγάλωσαν και άσκησαν το επάγγελμά τους την ίδια εποχή, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960 και τερματίζοντας τη δράση τους περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, γνώρισαν έναν άπειρο αριθμό ανθρώπων και ταξίδεψαν σε πλήθος τόπους: ο άντρας βρέθηκε λόγω της ναυτοσύνης του στα πέρατα του κόσμου αλλά λάτρεψε τη Βραζιλία και την Ιαπωνία, η γυναίκα δεν άφησε μέρος στην Ελλάδα που να μην επισκεφθεί (η δόξα της πάντως έφτασε μέχρι το Παρίσι) αλλά ρίζωσε για το μεγαλύτερο διάστημα του επαγγελματικού της βίου στην Κρήτη.
Κανένας από τους δυο δεν πρόλαβε ή δεν επέτρεψε στον εαυτό του να πλήξει με τη δουλειά: ο άντρας δεν βαρέθηκε ποτέ τα καράβια, η γυναίκα δεν βαρέθηκε ποτέ να δέχεται αρσενικούς επί πληρωμή στο σπίτι της, πολλώ δε μάλλον που δεν ανέχθηκε πάτρωνα και υπήρξε πάντοτε αυτεξούσια. Και να αίφνης το σημείο τομής των δύο αφηγήσεων που διαπλέκει ο Γιάννης Μακριδάκης στο καινούργιο βιβλίο του: ο άντρας δεν εννοεί να σταματήσει να δοκιμάζει πόρνες από λιμάνι σε λιμάνι, νιώθοντας την ίδια ένταση σε κάθε νέα συνάντηση, η γυναίκα δεν εννοεί να σταματήσει να αλλάζει αρραβωνιαστικούς όσο πέφτει επαγγελματικά στο κρεβάτι. Αμφότεροι δεν εννοούν ούτε μία στιγμή να αποβάλουν το πνεύμα της διαρκούς περιπλάνησης, και δεν θα στεριώσουν ό,τι κι αν συμβεί πουθενά: ο άντρας θα προχωρήσει σ’ έναν αποτυχημένο γάμο μόνο μετά την επαγγελματική του αποστράτευση, η γυναίκα θα τρέξει μακριά από όλους τους αρραβώνες της για να ζήσει στο τέλος μόνο με την πληρότητα της μοναξιάς της.
Ο Μακριδάκης δεν είναι άσχετος με τη χρήση του ντοκουμέντου (θυμίζω το βιβλίο τουΣυρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι: Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή) και ξέρει τη δύναμη που πηγάζει από τον λόγο της μαρτυρίας - ακόμα περισσότερο που εδώ δεν έχει ιστοριογραφικούς περιορισμούς και διαθέτει κάποια (δεν ξέρω πόση ακριβώς) μυθοπλαστική ευχέρεια μαζί με μια μεγάλη (αυτή είναι ολοφάνερη) σκηνοθετική άνεση.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της νουβέλας του, η οποία έχει χρονικό ανάπτυγμα μυθιστορήματος, δεν είναι η ίδια η μαρτυρία (αν πρόκειται εν τέλει περί μαρτυρίας) αλλά οι χαρακτήρες των δύο ομιλητών: αταλάντευτα μοναχικοί, έξω από κάθε σκιά και μιζέρια, έτοιμοι να αντλήσουν και τον παραμικρό ζωικό χυμό, θα ζωγραφίσουν με τα πιο ζωηρά χρώματα την καθημερινότητά τους (μια καθημερινότητα σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης) χωρίς να σπαταλήσουν ούτε μία στάλα από όσα γενναία τους προσφέρθηκαν.
Κι ας σημειωθεί ότι ο Μακριδάκης δουλεύει ωραία και με τη γλώσσα των προσώπων του: με κάποια ίχνη από την επαγγελματική ή την κοινωνική τους αργκό, με την αταξία και το χαλαρό ύφος που επιβάλλει η προφορικότητα, με τις μικρές μεταπτώσεις ή αναστολές που απαιτεί το εξομολογητικό ξετύλιγμα της μνήμης καθώς και με το φίλτρο του λελογισμένου αισθήματος στο οποίο εκ των πραγμάτων καταφεύγει όποιος έχει μετρήσει κατά πώς ήθελε τα χρόνια του.
Πηγή
Γιάννης Μακριδάκης
Η πρώτη φλέβα.
Νουβέλα
Εκδόσεις Εστία,
Ενας άντρας και μια γυναίκα: δύο πρόσωπα που εμπιστεύονται κομμάτι-κομμάτι την περιπετειώδη ζωή τους σ’ έναν αφανή ακροατή ο οποίος θα εντάξει εν συνεχεία τις αφηγήσεις τους σ’ ένα ενιαίο κείμενο με εναλλασσόμενη διάταξη. Οι ομιλητές δεν έχουν επιλεγεί τυχαία. Εζησαν, μεγάλωσαν και άσκησαν το επάγγελμά τους την ίδια εποχή, ξεκινώντας από τη δεκαετία του 1960 και τερματίζοντας τη δράση τους περίπου τριάντα χρόνια αργότερα, γνώρισαν έναν άπειρο αριθμό ανθρώπων και ταξίδεψαν σε πλήθος τόπους: ο άντρας βρέθηκε λόγω της ναυτοσύνης του στα πέρατα του κόσμου αλλά λάτρεψε τη Βραζιλία και την Ιαπωνία, η γυναίκα δεν άφησε μέρος στην Ελλάδα που να μην επισκεφθεί (η δόξα της πάντως έφτασε μέχρι το Παρίσι) αλλά ρίζωσε για το μεγαλύτερο διάστημα του επαγγελματικού της βίου στην Κρήτη.
Κανένας από τους δυο δεν πρόλαβε ή δεν επέτρεψε στον εαυτό του να πλήξει με τη δουλειά: ο άντρας δεν βαρέθηκε ποτέ τα καράβια, η γυναίκα δεν βαρέθηκε ποτέ να δέχεται αρσενικούς επί πληρωμή στο σπίτι της, πολλώ δε μάλλον που δεν ανέχθηκε πάτρωνα και υπήρξε πάντοτε αυτεξούσια. Και να αίφνης το σημείο τομής των δύο αφηγήσεων που διαπλέκει ο Γιάννης Μακριδάκης στο καινούργιο βιβλίο του: ο άντρας δεν εννοεί να σταματήσει να δοκιμάζει πόρνες από λιμάνι σε λιμάνι, νιώθοντας την ίδια ένταση σε κάθε νέα συνάντηση, η γυναίκα δεν εννοεί να σταματήσει να αλλάζει αρραβωνιαστικούς όσο πέφτει επαγγελματικά στο κρεβάτι. Αμφότεροι δεν εννοούν ούτε μία στιγμή να αποβάλουν το πνεύμα της διαρκούς περιπλάνησης, και δεν θα στεριώσουν ό,τι κι αν συμβεί πουθενά: ο άντρας θα προχωρήσει σ’ έναν αποτυχημένο γάμο μόνο μετά την επαγγελματική του αποστράτευση, η γυναίκα θα τρέξει μακριά από όλους τους αρραβώνες της για να ζήσει στο τέλος μόνο με την πληρότητα της μοναξιάς της.
Ο Μακριδάκης δεν είναι άσχετος με τη χρήση του ντοκουμέντου (θυμίζω το βιβλίο τουΣυρματένιοι, ξεσυρματένιοι· όλοι: Χιώτες πρόσφυγες και στρατιώτες στη Μέση Ανατολή) και ξέρει τη δύναμη που πηγάζει από τον λόγο της μαρτυρίας - ακόμα περισσότερο που εδώ δεν έχει ιστοριογραφικούς περιορισμούς και διαθέτει κάποια (δεν ξέρω πόση ακριβώς) μυθοπλαστική ευχέρεια μαζί με μια μεγάλη (αυτή είναι ολοφάνερη) σκηνοθετική άνεση.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της νουβέλας του, η οποία έχει χρονικό ανάπτυγμα μυθιστορήματος, δεν είναι η ίδια η μαρτυρία (αν πρόκειται εν τέλει περί μαρτυρίας) αλλά οι χαρακτήρες των δύο ομιλητών: αταλάντευτα μοναχικοί, έξω από κάθε σκιά και μιζέρια, έτοιμοι να αντλήσουν και τον παραμικρό ζωικό χυμό, θα ζωγραφίσουν με τα πιο ζωηρά χρώματα την καθημερινότητά τους (μια καθημερινότητα σε καθεστώς εκτάκτου ανάγκης) χωρίς να σπαταλήσουν ούτε μία στάλα από όσα γενναία τους προσφέρθηκαν.
Κι ας σημειωθεί ότι ο Μακριδάκης δουλεύει ωραία και με τη γλώσσα των προσώπων του: με κάποια ίχνη από την επαγγελματική ή την κοινωνική τους αργκό, με την αταξία και το χαλαρό ύφος που επιβάλλει η προφορικότητα, με τις μικρές μεταπτώσεις ή αναστολές που απαιτεί το εξομολογητικό ξετύλιγμα της μνήμης καθώς και με το φίλτρο του λελογισμένου αισθήματος στο οποίο εκ των πραγμάτων καταφεύγει όποιος έχει μετρήσει κατά πώς ήθελε τα χρόνια του.
Πηγή