Το παρόν σχόλιο πιθανόν να συμβάλει σε ένα διάλογο που δεν έχει ξεκινήσει με τους καλύτερους όρους, μετά από προσπάθειες ανθρώπων του αναρχικού χώρου να θέσουν «εργαλεία» ανάλυσης που ίσως να μην ταιριάζουν με την βραχύβια δράση του «χώρου» ή με τη δομική εναντίωσή του στην εργαλειοποίηση του Λόγου. Η εμφάνιση αυτού του φαινομένου ήταν αναπόφευκτη και εν πολλοίς αναγκαία απέναντι στην ξεραΐλα και ένδεια από την οποία ξεπήδησε η «κομμουνιστοποίηση» του «χώρου»-άλλος ένας ατυχής όρος ενώπιον της αυτονόητης κομμουνιστικής διάστασης του αναρχικού προτάγματος. Έτσι λοιπόν, αναρχικοί που επιθυμούν να βρουν διέξοδο στο δομικό αδιέξοδο των προηγούμενων δεκαετιών σύστασης του «χώρου» στρέφονται -πολύ σωστά- (και) στο επαναστατικό παρελθόν της χώρας τους που φαίνεται να δίνει κάποιο έρμα και μάλιστα σε μια συγκυρία που η παγκοσμιοποίηση ξανακούγεται ως αυτό που είναι: ιμπεριαλισμός, αποικιοκρατία. Αν συνδυαστεί με την άνοδο της άκρας δεξιάς που μέσα στη δημαγωγική της διάθεση να δώσει οριστικές λύσεις στο ζήτημα των ξένων μεταναστών και προσφύγων στην Ελλάδα προβάλει και τον ιστορικισμό της, η ανάδυση αυτού του φαινομένου μέσα στο «χώρο» δείχνει και άλλη μια από τις αιτίες της. Μπορεί όμως άραγε να υπάρξει μια σύνθεση που αφορά την σύνδεση με αυτόν τον επαναστατικό αγώνα που δόθηκε πριν από περίπου 70-80 χρόνια; Αυτό μόνο η πράξη θα το δείξει και οπωσδήποτε ο άμεσος διάλογος ανθρώπων που διαφωνούν και επιμένουν να πείθουν αντί να γυρνάνε την πλάτη. γκ
Γιατί το ΕΑΜ; Γιατί όχι το ΕΑΜ;
«Δε μας τρομάζουν των Γερμανών τα βόλια,
ούτε του Ράλλη τα άτιμα σπαθιά.
Το `χουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας,
λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί και αναρίθμητες ώρες έχουν αφιερωθεί για την αφήγηση του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας και των υπολοίπων βαλκανικών χωρών, από την ιδεολογικά «ρευστή» φάση-στις απαρχές του, μέχρι οριστικά να κυριαρχήσει τη δεκαετία του ‘30 ο «ορθόδοξος» μαρξισμός. Ως διασταλτικό εργαλείο έκφρασης της κρατικής αριστεράς-στην όποια εκδοχή της, το κράτος, ως συνέχεια του προηγούμενου, ενισχυμένου δε από την προβλεπόμενη προλεταριακή δράση θα είναι το πραγματικό έδαφος για το μαρασμό του μέχρι τα έσχατα: την οριστική του κατάργηση. Μέσα σε αυτόν τον πραγματικά οδυνηρό περίπλου ανάγνωσης και έρευνας της τραγωδίας της αριστεράς στον ελλαδικό χώρο, πρόσωπα και πολιτικές επιλογές, ιστορικές περίοδοι και αντικειμενικές συνθήκες, τομές και συνέχειες έχουν πραγματικά καταστεί πρωταγωνιστές αντικρουόμενων συνταγών για την ευτυχία της πανανθρώπινης κοινωνίας ή απλά της χώρας ή της εργατικής τάξης ή όλων αυτών εν τέλει. Το σημαντικό όμως παραμένει ότι το κράτος ή το «άλλο κράτος»-πάντως το κράτος οπωσδήποτε, έχει καταστεί ο βασικός παράγοντας λύτρωσης και απόδοσης της δικαιοσύνης στο συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής και ελλαδικής αριστεράς και αργότερα ενός πολύ σημαντικού εθνικού-κοινωνικού κινήματος που εξέφρασε, μια δεκαετία αργότερα, το ΕΑΜ.
Ιστορικός σταθμός για τα ελλαδικά δεδομένα σε αυτήν την καταιγιστική αλλαγή της δεκαετίας του ’30 προς την οριστικοποίηση του κρατικού προτάγματος, είναι η, εκ μέρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οιονεί πραξικοπηματική τοποθέτηση του Νίκου Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ μετά από μια περίοδο «φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές» και μάλιστα σε μια περίοδο που το άστρο του πατερούλη Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς λάμπει όσο ποτέ άλλοτε. Η σοβιετοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο είναι αυτονόητη πράξη. Αν συνδυαστεί με την άνοδο του φασισμού στις όποιες εκδοχές του- σε όλη την Ευρώπη (δυτική, κεντρική, ανατολική και Βαλκάνια) είναι αυτή, η αριστερά που τοποθετείται ως το αντίπαλον δέος του και ιδιαίτερα μετά την συντριπτική καταστολή του αναρχικού κινήματος κι από τις δυο αυτές αντίρροπες δυνάμεις. Η συμβολική ηρωοποίηση του Ντιμιτρόφ απέναντι στο φασισμό, η Σοβιετική πατρίδα της παγκόσμιας αριστεράς απέναντι στον καπιταλισμό και στο ναζισμό αποτυπώνεται εναργέστατα για την ημετέρα κομμουνιστική ενατένιση στο ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Η μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου»: «…Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη…».
Έτσι, οι τάσεις του ανεξάρτητου, του μη κρατικού, του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού, του ελευθεριακού σοσιαλισμού, αναρχικές, αριστερές-συμβουλιακές-μαρξιανές τάσεις-σαφώς αντικρατικές, η πολλαπλότητα μιας κινηματικής συζήτησης στο πλαίσιο της επανάστασης και του αγώνα έχουν δώσει τη θέση τους μετά από μια ιστορική ήττα, «σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη». Η «λύση» ήδη υπάρχει όμως από την εποχή του Λένιν: η Σοβιετία όλων των κρατιστικών εκδοχών. Αυτή τροφοδοτεί ηθικά, ιδεολογικά, οικονομικά και στρατιωτικά κάθε προσπάθεια που θα μπορέσει να ισχυροποιήσει το προλεταριακό κράτος στη συνείδηση των ήδη ενταγμένων σε σοσιαλδημοκρατικά και στη συνέχεια κομμουνιστικά κόμματα ή οργανώσεις, διεθνώς. Η «λύση» επινοεί την ημετέρα μακεδονική σαλάτα στέλνοντας στο θάνατο, στις φυλακές και στις εξορίες την αφρόκρεμα της ελληνικής νεολαίας, η «λύση» ωθεί τους βούλγαρους «στενούς» σε απονενοημένες εξεγέρσεις και στις εκατόμβες νεκρών τους, η «λύση» κατασπαράσσει το πλειοψηφικό εργατικό-αναρχικό κι άλλων αδέσμευτων τάσεων κίνημα της Ισπανίας στα κελιά των πρακτόρων της Γκεπεού αργότερα επί ηγεσίας «πατερούλη». Το ποτάμι ήδη έχει κυλήσει «σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη» κι όχι μόνο σε πείσμα του «Κυρ-Μέντιου». Κάθε διαφωνία ονοματίζεται με διάφορους χαρακτηρισμούς, αντιμετωπίζεται ως ύψιστο έγκλημα κατά του «αληθινού» σοσιαλισμού ακόμα κι αν εμφορείται από διαθέσεις «εσωτερικής αντιπολίτευσης» κι αποδεχόμενη το ίδιο σχεδόν πολιτικό πλαίσιο. Ποσώς δε μάλλον αν επρόκειτο για τάσεις αυτονομίας, αυτοκαθορισμού ή «αναρχικές» οι οποίες ετίθεντο εις το πυρ το εξώτερον ως μικροαστικές και οπορτουρνιστικές ή και «φασιστικές» από την άποψη της ιδεολογικής πάλης. Στις φυλακές, στις εξορίες, σε δολοφονίες, σε εκκαθαρίσεις, στην κοινωνική απομόνωση, στην συστηματική συκοφαντία, από την άποψη της πραγματικής τους αντιμετώπισης.
Στον ελλαδικό χώρο τα πράγματα αλλάζουν δραματικά, αμέσως μετά την επιβολή της γερμανικής κατοχής. Σύσσωμο, σχεδόν, το πολιτικό σύστημα, το σύνολο των εκφραστών της αστικής τάξης αποχωρεί από την κατεχόμενη Ελλάδα επιδιώκοντας να σωθεί στις αγκαλιές του αγγλικού παράγοντα που έχει πιάσει τα πόστα στην Αίγυπτο για να δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις ασφαλούς επαναφοράς του, στη χώρα, διαμέσου της μοναρχίας. Αυτό το τεράστιο κενό είναι που σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, καλύπτεται από την ηγεμονική φυσιογνωμία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και των άλλων δομών του που αναδύθηκαν στη συνέχεια και εξέφραζαν την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια επανάστασης μετά το 1821. Ένα μεγαλειώδες κίνημα εξαπλώθηκε απ’ άκρη σε άκρη της κατεχόμενης χώρας το οποίο ενεργούσε πολύπλευρα και πολυδιάστατα με στόχους την απελευθέρωση της χώρας από την κατοχή όπως και για τον πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό μετασχηματισμό της. Ήταν αυτό που έδωσε τις ένοπλες μάχες με τους κατακτητές, ήταν αυτό που έδωσε τη μάχη κατά του λιμού, που έδωσε τις μάχες για την προστασία της παραγωγής, ήταν αυτό που έδωσε την ιδεολογική μάχη για ένα ιερό πατριωτικό και διεθνιστικό σκοπό: «θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». Είναι ένα κίνημα γεμάτο αντιφάσεις αφού πολιτικά στηρίζεται και καθοδηγείται από ένα κόμμα που μόλις άγγιξε ένα 6% στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση του 1936 και το οποίο είχε ήδη αποδεκατιστεί στη δικτατορία του Μεταξά. Είναι ένα κίνημα που κυρίως ακμάζει στην περιφέρεια και διαψεύδει σχεδόν την προλεταριακή πάλη, παρ’ όλο που είναι υποδειγματικές οι απεργίες του ενάντια στην πείνα και την επιστράτευση. Είναι ένα κίνημα εθνικό με σοσιαλιστική προοπτική και μόλο που έχει αναπτυχθεί πολύτροπα και σε διαφορετικές συνθήκες, εν τέλει υποτάσσεται στην ηγεσία. Ένα άλλο κράτος είναι το ιδανικό, αυτό που μοιάζει με την «άλλη θάλασσα» κι «άλλη γη». Ένα άλλο κράτος μοιάζει να είναι το ιδανικό πεπρωμένο, δίπλα σε όνειρα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίστηκαν και ονειρεύτηκαν μια άλλη Ελλάδα, ένα άλλο κόσμο. Αυτή είναι η χίμαιρα που κατατρώει όλον αυτόν τον αγώνα, τους ανθρώπους που οραματίστηκαν πριν οι ορδές των Αγγλοαμερικάνων και των ντόπιων μοναρχοφασιστών τσακίσουν τον αφρό αυτού του κινήματος.
Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να ερωτηθούν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του κινήματος: συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, που οι όροι τους ενοχοποιούν το ίδιο το κίνημα εξισώνοντάς το με τα προδοτικά τάγματα ασφαλείας, οι στρατηγικές για μια σίγουρη αποτυχία στις μάχες του Δεκέμβρη, οι προσυμφωνίες της Μόσχας κι αργότερα η συμφωνία της Γιάλτας-Βάρκιζας που προέκυψαν. Μετά ο εμφύλιος και η ήττα. Οι εκτελέσεις, οι δολοφονίες, οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι αποκλεισμοί, οι δηλώσεις μετάνοιας, τα βασανιστήρια, οι σκευωρίες, ένα ατέλειωτο μαρτύριο για εκείνη την Ελλάδα που αγωνίστηκε και ονειρεύτηκε έναν άλλο κόσμο.
Τι είναι αυτό που συνεχίζει και μας αγγίζει; Τι είναι αυτό που μας απωθεί;
«Αέρας στις κορφές
μαύρο φεγγάρι στις καρδιές
έλα και πάρε μόνος σου τη λευτεριά
με τραγούδια, όπλα και σπαθιά»
Είναι ολοφάνερο ότι για το ελλαδικό ελευθεριακό κίνημα της μεταπολίτευσης, το ζήτημα της κατοχής, της εθνικής αντίστασης, του εμφυλίου ήταν ένα ζήτημα δυσπρόσιτο, ήταν ‘’αγκάθι’’. Ήταν βασική αναφορά των ανταγωνιστικών αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ήταν έτοιμο να μετατραπεί σε ένα κακοστημένο άλλοθι («και το βράδυ στις ταβέρνες, ρετσίνα κι αντάρτικα» που τραγούδησε ο Πανούσης) και πιο ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’80 που η εθνική αντίσταση αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος. Έθιγε τις ιδεολογικές καταβολές του χώρου στη σχέση του με το έθνος και τους αγώνες που προέκυψαν για αυτό. Ήταν ένα κίνημα «εξουσιαστικό», με ηγεσία, με δομές, με όργανα επιβολής. Ένας κατά κύριο λόγο μεταμοντέρνος χώρος με επιρροές κυρίως από το Μάη του ’68 δεν θα μπορούσε να υιοθετήσει ως καταγωγική του αναφορά το κίνημα της εθνικής αντίστασης, ούτε καν κριτικά.
Λοιπόν, προς τα πού θα μπορούσε να στραφεί για να βρει τις αναφορές του όταν ξεκίνησε τη δράση του; Η εγχώρια αναζήτηση δεν θα μπορούσε να αρκεστεί για πολλά χρόνια από τις μικροϊστορίες των αναρχικών του μεταιχμίου 19ου-20ου αιώνα, των αναρχικών της Πάτρας, της Σερίφου του ’17, της Θεσσαλονίκης του ’36, των δολοφονημένων αρχειομαρξιστών, του πρόσφατου Πολυτεχνείου του ’73 και τις όποιες «φάσεις» προέκυψαν αργότερα (Χημεία, Πολυτεχνεία κλπ). Πώς να φτιάξεις αφήγηση με τόσα λίγα και αποσπασματικά γεγονότα που δεν μπορούν να «δέσουν»; Από την άλλη, η αντιπαράθεση με το ΕΑΜ κι έχοντας αναφορές-ανθρώπους όπως ο Στίνας ή ο Ταμτάκος, που εκτός από την ιδεολογική τους αρτηριοσκλήρωση η οποία έφτανε στην εξίσωση ευθύνης του κατοχικού στρατού με αυτήν του ΕΛΑΣ ή της ΟΠΛΑ, άφησαν μια ελάχιστη παρακαταθήκη, φτωχή περιεχομένου, εμμονική και εν πολλοίς άδικη. Επίσης, τα κινηματικά γεγονότα στις χώρες της Δ&Κ Ευρώπης ή στις ΗΠΑ (καταλήψεις, νέα υποκείμενα, αντιφασισμός κλπ.) ενώ εισάγονται, δύσκολα μπορούν να αποκτήσουν μια ευρεία απήχηση, όχι μόνο για το γεγονός ότι ανταποκρίνονται σε άλλες κοινωνικές δομές αλλά διότι δεν συγκροτούν μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Έτσι ο ασφαλής τρόπος δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την περίφημη ισπανική ελευθεριακή εμπειρία αλλά και τους διευρυμένους αγώνες που προέκυψαν μετά ή πριν από αυτήν. Όμως και η Ισπανία είναι πολύ μακριά. Ακόμα πιο μακριά η Τσιάπας, αργότερα. Η πιο κοντινή Ροζάβα, σήμερα, είναι σχεδόν άγνωστη και αμφισβητήσιμη για τις όψιμες ελευθεριακές διακηρύξεις της.
Τα πράγματα ξεκινούν εκ νέου τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την κήρυξη της κρίσης, των εφαρμογών των μνημονιακών συμβάσεων με τους ξένους δανειστές, την επανεμφάνιση των φασιστών με ρόλο δήθεν αντισυστημικό. Την επανεμφάνιση της Γερμανίας με ρόλο κατακτητή. Ποια άλλη ιστορική, εγχώρια αναφορά από το ΕΑΜ θα μπορούσε να καλύψει σε ένα μεγάλο βαθμό, σε αυτήν την εποχή την ανάγκη να εμπνευστούμε, εδώ και τώρα, από το «εδώ και τότε»; Από πού αλλού μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα θάρρους, ηρωισμού, αυταπάρνησης, αγώνα; Αυτό συμβαίνει και σήμερα όταν το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και ο Μελιγαλάς Του, απαιτούν με ιστορική ατσαλοσύνη, ημιμάθεια και εφηβική ατσουμπαλιά «όχι άλλη Βάρκιζα». Αυτή την ιστορική αναφορά οφείλουμε πλέον να την ξαναδούμε σε όλο το μεγαλείο της, σε όλη τη φαιδρότητά της, σε όλη την χιμαιρική της τραγικότητα. Από αυτήν προερχόμαστε, παιδιά της είμαστε, εγγόνια είμαστε της είμαστε, δισέγγονα αλλά όχι προεκτάσεις της. Κι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για μια νέα ισορροπία της κόψης του ξυραφιού, στο σήμερα.
Γιατί όχι το ΕΑΜ;
«Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά»
Η νέα αυτή προσήλωση τμήματος του ελευθεριακού κινήματος στην ιστορική περίοδο της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου ως συνέχειάς του και η ανάδειξη αυτής της εποχής ως μήτρας για τη σημερινή συνέχεια, χωρίς μια ενδελεχή κριτική αποτίμηση έχει πολλές σημασίες. Αποκαλύπτει τη θεωρητική γύμνια του ολιγόχρονου ελευθεριακού χώρου, αποκαλύπτει την πορεία της πρόχειρης, εμπειρικής του αναζήτησης χωρίς μπούσουλα-χωρίς σταθερό πεδίο σκέψης. Αποκαλύπτει τα όρια της απομάγευσης ή αποδόμησης για την ιστορική συνέχεια και του ιστορικού χώρου που έχουμε την τύχη ή ατυχία να ζούμε και είχαν την τύχη ή ατυχία να ζήσουν οι παλαιότεροι. Αποκαλύπτει τα όρια της ανυπαρξίας δομών, της έλλειψης δημοκρατίας και του προτάγματός της, της τυραννίας του να μην υπάρχει έστω και η άμεσα ανακλητή εξουσία για πρακτικούς λόγους-από κει και η αναζήτηση μιας οργάνωσης που θα μοιάζει με ένα αριστερό κόμμα, ως αντίδοτο. Αποκαλύπτει τα όρια του «εναντίον όλων» και «κάθε» μορφής εξουσίας. Πρόκειται ίσως σε κάποιες περιστάσεις για μια ολοκληρωμένη αναζήτηση που τείνει να μιμείται τη θεωρία, την οργάνωση και τη δράση μιας μαρξιστικής οργάνωσης αλλά σε γενικές γραμμές σημεία ενός τέτοιου προγράμματος ολοένα και περισσότερο γίνονται επικίνδυνα αποδεκτά. Το ζήτημα όμως είναι πιο βαθύ κι αυτό αντικατοπτρίζεται σε μια μεγαλειώδη αντίφαση: Η μη αναγνώριση της συνέχειας του ελευθεριακού κινήματος από την εποχή της αντίστασης, η οποία στην αντίθετη περίπτωση θα προϋπέθετε μια σοβαρή ενδελεχή κριτική-άρα και συμπεράσματα για το σήμερα, προσκόμισε ακριβώς το αντίθετο. Σημαντικό τμήμα του ελευθεριακού χώρου υιοθέτησε την εποχή του ’40 στη φαρέτρα του.
Ό γέγονε γέγονε;
«Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες, πονηρούς συμβολαιογράφους.
Κόψανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο.
Εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν
Τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα.
Τώρα καταλαβαίνω ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν στέκεις βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν».
Το υστερόγραφο, Μιχάλης Κατσαρός
Ό γέγονε γέγονε; Ελπίζουμε πως όχι, αφού ως άνθρωποι του αγώνα και της αγωνίας μπορούμε να εμπνεόμαστε από προηγούμενους αγώνες στην ίδια μας τη χώρα, με τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά της, θέτοντας τις αδυναμίες της εποχής ως βασικές για τα όσα δεν συνέβησαν όπως «θα έπρεπε», δηλαδή όπως θα θέλαμε. Αγαπάμε την ανιδιοτέλεια των αγωνιστών της αντίστασης και του εμφυλίου αλλά πιστεύουμε ότι η δημοκρατία πρόσωπο με πρόσωπο και η ομόσπονδη δομή είναι απαραίτητη για να μη συμβούν τα ίδια λάθη. Σεβόμαστε την φιλοπατρία των αγαπημένων μας παππούδων και αναγνωρίζουμε πως ήταν διεθνιστές αλλά δεν ζητάμε σύνορα ή «νέα σύνορα» αλλά να χτίσουμε γέφυρες με όλους του λαούς που είναι γύρω μας. Αναγνωρίζουμε την αυταπάρνηση που είχαν και που έθεταν στόχο την υπακοή προς το κόμμα και την ηγεσία του, αλλά η ελευθεριακή μας αντίληψη επιβεβαιώνεται ιστορικά στην πράξη για τα αδιέξοδα της ιεραρχίας: δεν έχουμε ανάγκη από την κομματική γραφειοκρατία που μας ωθεί στο αδιέξοδο. Αγαπάμε ή λατρεύουμε ή σεβόμαστε ή τιμούμε όλους αυτούς τους ήρωες που έγιναν ηγέτες κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά, όπως ο Άρης Βελουχιώτης αλλά πιστεύουμε ότι τμήμα του αδιεξόδου αποτελεί και η ανάδειξη ενός «φυσικού» ηγέτη σε αναντίρρητη παραδοχή. Άλλωστε σε τι ωφελεί η παράδοση των αγώνων αν δεν υπάρχει η ανανέωσή τους, όχι απλά σε πρόσωπα αλλά, στις δομές και κυρίως στην αντίληψη που τις διέπει; Τι νόημα έχει η προσφυγή στην Ιστορία αν τιμούμε τους αγώνες των προγόνων μας για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, και δεν αντιληφθούμε τα «λάθη» τους, όχι ως εσκεμμένες πράξεις αλλά ως λάθη που ήταν αναπόδραστα και που δεν πρέπει να επαναληφθούν από εμάς;
Κι αυτά τα λάθη έχουν όνομα: ιεραρχία, κάθετη οργάνωση, κράτος. Δυστυχώς αυτά ήταν τα πρότυπα. Σήμερα όμως δίπλα μας, η ανατολική ευτοπία στο Κουρδιστάν, μας δίνει την καλύτερη ίσως απάντηση στο ίδιο λάθος το οποίο φαίνεται να σταματά, συνειδητά, στο κοινωνικό, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Η αλλαγή πλεύσης στη Ροζάβα και στο Μπακούρ δεν σημαίνει ότι λοιδορούμε τους αγώνες που έδωσε το ΡΚΚ στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε το αίμα χιλιάδων αγωνιστών που έδιναν το αίμα τους για τον ΑΠΟ, για το κόμμα και την αυτοδιάθεση-εθνικό κράτος του Κουρδιστάν. Τιμούμε αυτούς τους αγώνες, και σήμερα που οι κούρδοι στη Συρία και στην Τουρκία δίνουν τη μάχη για τη δημοκρατική αυτονομία και το συνομοσπονδισμό-κι όχι για ένα κράτος επιπλέον, αντιλαμβανόμαστε ότι πραγματοποιούν όπως μπορούν μια θεωρητική και έμπρακτη κριτική στο άμεσο παρελθόν τους.
Εμείς γιατί δεν μπορούμε;
γκ
Γιατί το ΕΑΜ; Γιατί όχι το ΕΑΜ;
«Δε μας τρομάζουν των Γερμανών τα βόλια,
ούτε του Ράλλη τα άτιμα σπαθιά.
Το `χουμε γράψει βαθιά μες στην καρδιά μας,
λαοκρατία και όχι βασιλιά».
Τόνοι μελάνης έχουν χυθεί και αναρίθμητες ώρες έχουν αφιερωθεί για την αφήγηση του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας και των υπολοίπων βαλκανικών χωρών, από την ιδεολογικά «ρευστή» φάση-στις απαρχές του, μέχρι οριστικά να κυριαρχήσει τη δεκαετία του ‘30 ο «ορθόδοξος» μαρξισμός. Ως διασταλτικό εργαλείο έκφρασης της κρατικής αριστεράς-στην όποια εκδοχή της, το κράτος, ως συνέχεια του προηγούμενου, ενισχυμένου δε από την προβλεπόμενη προλεταριακή δράση θα είναι το πραγματικό έδαφος για το μαρασμό του μέχρι τα έσχατα: την οριστική του κατάργηση. Μέσα σε αυτόν τον πραγματικά οδυνηρό περίπλου ανάγνωσης και έρευνας της τραγωδίας της αριστεράς στον ελλαδικό χώρο, πρόσωπα και πολιτικές επιλογές, ιστορικές περίοδοι και αντικειμενικές συνθήκες, τομές και συνέχειες έχουν πραγματικά καταστεί πρωταγωνιστές αντικρουόμενων συνταγών για την ευτυχία της πανανθρώπινης κοινωνίας ή απλά της χώρας ή της εργατικής τάξης ή όλων αυτών εν τέλει. Το σημαντικό όμως παραμένει ότι το κράτος ή το «άλλο κράτος»-πάντως το κράτος οπωσδήποτε, έχει καταστεί ο βασικός παράγοντας λύτρωσης και απόδοσης της δικαιοσύνης στο συλλογικό φαντασιακό της ελληνικής και ελλαδικής αριστεράς και αργότερα ενός πολύ σημαντικού εθνικού-κοινωνικού κινήματος που εξέφρασε, μια δεκαετία αργότερα, το ΕΑΜ.
Ιστορικός σταθμός για τα ελλαδικά δεδομένα σε αυτήν την καταιγιστική αλλαγή της δεκαετίας του ’30 προς την οριστικοποίηση του κρατικού προτάγματος, είναι η, εκ μέρους της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οιονεί πραξικοπηματική τοποθέτηση του Νίκου Ζαχαριάδη στην ηγεσία του ΚΚΕ μετά από μια περίοδο «φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές» και μάλιστα σε μια περίοδο που το άστρο του πατερούλη Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς λάμπει όσο ποτέ άλλοτε. Η σοβιετοποίηση του κομμουνιστικού κινήματος εκείνη την περίοδο είναι αυτονόητη πράξη. Αν συνδυαστεί με την άνοδο του φασισμού στις όποιες εκδοχές του- σε όλη την Ευρώπη (δυτική, κεντρική, ανατολική και Βαλκάνια) είναι αυτή, η αριστερά που τοποθετείται ως το αντίπαλον δέος του και ιδιαίτερα μετά την συντριπτική καταστολή του αναρχικού κινήματος κι από τις δυο αυτές αντίρροπες δυνάμεις. Η συμβολική ηρωοποίηση του Ντιμιτρόφ απέναντι στο φασισμό, η Σοβιετική πατρίδα της παγκόσμιας αριστεράς απέναντι στον καπιταλισμό και στο ναζισμό αποτυπώνεται εναργέστατα για την ημετέρα κομμουνιστική ενατένιση στο ποίημα του Κώστα Βάρναλη «Η μπαλάντα του Κυρ-Μέντιου»: «…Koίτα οι άλλοι έχουν κινήσει έχει η πλάση κοκκινίσει άλλος ήλιος έχει βγει σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη…».
Έτσι, οι τάσεις του ανεξάρτητου, του μη κρατικού, του αντιεξουσιαστικού σοσιαλισμού, του ελευθεριακού σοσιαλισμού, αναρχικές, αριστερές-συμβουλιακές-μαρξιανές τάσεις-σαφώς αντικρατικές, η πολλαπλότητα μιας κινηματικής συζήτησης στο πλαίσιο της επανάστασης και του αγώνα έχουν δώσει τη θέση τους μετά από μια ιστορική ήττα, «σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη». Η «λύση» ήδη υπάρχει όμως από την εποχή του Λένιν: η Σοβιετία όλων των κρατιστικών εκδοχών. Αυτή τροφοδοτεί ηθικά, ιδεολογικά, οικονομικά και στρατιωτικά κάθε προσπάθεια που θα μπορέσει να ισχυροποιήσει το προλεταριακό κράτος στη συνείδηση των ήδη ενταγμένων σε σοσιαλδημοκρατικά και στη συνέχεια κομμουνιστικά κόμματα ή οργανώσεις, διεθνώς. Η «λύση» επινοεί την ημετέρα μακεδονική σαλάτα στέλνοντας στο θάνατο, στις φυλακές και στις εξορίες την αφρόκρεμα της ελληνικής νεολαίας, η «λύση» ωθεί τους βούλγαρους «στενούς» σε απονενοημένες εξεγέρσεις και στις εκατόμβες νεκρών τους, η «λύση» κατασπαράσσει το πλειοψηφικό εργατικό-αναρχικό κι άλλων αδέσμευτων τάσεων κίνημα της Ισπανίας στα κελιά των πρακτόρων της Γκεπεού αργότερα επί ηγεσίας «πατερούλη». Το ποτάμι ήδη έχει κυλήσει «σ’ άλλη θάλασσα, άλλη γη» κι όχι μόνο σε πείσμα του «Κυρ-Μέντιου». Κάθε διαφωνία ονοματίζεται με διάφορους χαρακτηρισμούς, αντιμετωπίζεται ως ύψιστο έγκλημα κατά του «αληθινού» σοσιαλισμού ακόμα κι αν εμφορείται από διαθέσεις «εσωτερικής αντιπολίτευσης» κι αποδεχόμενη το ίδιο σχεδόν πολιτικό πλαίσιο. Ποσώς δε μάλλον αν επρόκειτο για τάσεις αυτονομίας, αυτοκαθορισμού ή «αναρχικές» οι οποίες ετίθεντο εις το πυρ το εξώτερον ως μικροαστικές και οπορτουρνιστικές ή και «φασιστικές» από την άποψη της ιδεολογικής πάλης. Στις φυλακές, στις εξορίες, σε δολοφονίες, σε εκκαθαρίσεις, στην κοινωνική απομόνωση, στην συστηματική συκοφαντία, από την άποψη της πραγματικής τους αντιμετώπισης.
Στον ελλαδικό χώρο τα πράγματα αλλάζουν δραματικά, αμέσως μετά την επιβολή της γερμανικής κατοχής. Σύσσωμο, σχεδόν, το πολιτικό σύστημα, το σύνολο των εκφραστών της αστικής τάξης αποχωρεί από την κατεχόμενη Ελλάδα επιδιώκοντας να σωθεί στις αγκαλιές του αγγλικού παράγοντα που έχει πιάσει τα πόστα στην Αίγυπτο για να δημιουργήσει όλες τις προϋποθέσεις ασφαλούς επαναφοράς του, στη χώρα, διαμέσου της μοναρχίας. Αυτό το τεράστιο κενό είναι που σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της κατοχής, καλύπτεται από την ηγεμονική φυσιογνωμία του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και των άλλων δομών του που αναδύθηκαν στη συνέχεια και εξέφραζαν την πιο ολοκληρωμένη προσπάθεια επανάστασης μετά το 1821. Ένα μεγαλειώδες κίνημα εξαπλώθηκε απ’ άκρη σε άκρη της κατεχόμενης χώρας το οποίο ενεργούσε πολύπλευρα και πολυδιάστατα με στόχους την απελευθέρωση της χώρας από την κατοχή όπως και για τον πολιτικό-κοινωνικό-οικονομικό μετασχηματισμό της. Ήταν αυτό που έδωσε τις ένοπλες μάχες με τους κατακτητές, ήταν αυτό που έδωσε τη μάχη κατά του λιμού, που έδωσε τις μάχες για την προστασία της παραγωγής, ήταν αυτό που έδωσε την ιδεολογική μάχη για ένα ιερό πατριωτικό και διεθνιστικό σκοπό: «θέλουμε ελεύθερη εμείς πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά». Είναι ένα κίνημα γεμάτο αντιφάσεις αφού πολιτικά στηρίζεται και καθοδηγείται από ένα κόμμα που μόλις άγγιξε ένα 6% στην τελευταία εκλογική αναμέτρηση του 1936 και το οποίο είχε ήδη αποδεκατιστεί στη δικτατορία του Μεταξά. Είναι ένα κίνημα που κυρίως ακμάζει στην περιφέρεια και διαψεύδει σχεδόν την προλεταριακή πάλη, παρ’ όλο που είναι υποδειγματικές οι απεργίες του ενάντια στην πείνα και την επιστράτευση. Είναι ένα κίνημα εθνικό με σοσιαλιστική προοπτική και μόλο που έχει αναπτυχθεί πολύτροπα και σε διαφορετικές συνθήκες, εν τέλει υποτάσσεται στην ηγεσία. Ένα άλλο κράτος είναι το ιδανικό, αυτό που μοιάζει με την «άλλη θάλασσα» κι «άλλη γη». Ένα άλλο κράτος μοιάζει να είναι το ιδανικό πεπρωμένο, δίπλα σε όνειρα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που αγωνίστηκαν και ονειρεύτηκαν μια άλλη Ελλάδα, ένα άλλο κόσμο. Αυτή είναι η χίμαιρα που κατατρώει όλον αυτόν τον αγώνα, τους ανθρώπους που οραματίστηκαν πριν οι ορδές των Αγγλοαμερικάνων και των ντόπιων μοναρχοφασιστών τσακίσουν τον αφρό αυτού του κινήματος.
Όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται χωρίς να ερωτηθούν οι αγωνιστές και οι αγωνίστριες του κινήματος: συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, που οι όροι τους ενοχοποιούν το ίδιο το κίνημα εξισώνοντάς το με τα προδοτικά τάγματα ασφαλείας, οι στρατηγικές για μια σίγουρη αποτυχία στις μάχες του Δεκέμβρη, οι προσυμφωνίες της Μόσχας κι αργότερα η συμφωνία της Γιάλτας-Βάρκιζας που προέκυψαν. Μετά ο εμφύλιος και η ήττα. Οι εκτελέσεις, οι δολοφονίες, οι φυλακίσεις, οι εξορίες, οι αποκλεισμοί, οι δηλώσεις μετάνοιας, τα βασανιστήρια, οι σκευωρίες, ένα ατέλειωτο μαρτύριο για εκείνη την Ελλάδα που αγωνίστηκε και ονειρεύτηκε έναν άλλο κόσμο.
Τι είναι αυτό που συνεχίζει και μας αγγίζει; Τι είναι αυτό που μας απωθεί;
«Αέρας στις κορφές
μαύρο φεγγάρι στις καρδιές
έλα και πάρε μόνος σου τη λευτεριά
με τραγούδια, όπλα και σπαθιά»
Είναι ολοφάνερο ότι για το ελλαδικό ελευθεριακό κίνημα της μεταπολίτευσης, το ζήτημα της κατοχής, της εθνικής αντίστασης, του εμφυλίου ήταν ένα ζήτημα δυσπρόσιτο, ήταν ‘’αγκάθι’’. Ήταν βασική αναφορά των ανταγωνιστικών αριστερών κομμάτων και οργανώσεων. Ήταν έτοιμο να μετατραπεί σε ένα κακοστημένο άλλοθι («και το βράδυ στις ταβέρνες, ρετσίνα κι αντάρτικα» που τραγούδησε ο Πανούσης) και πιο ιδιαίτερα μετά τη δεκαετία του ’80 που η εθνική αντίσταση αναγνωρίστηκε επίσημα από το κράτος. Έθιγε τις ιδεολογικές καταβολές του χώρου στη σχέση του με το έθνος και τους αγώνες που προέκυψαν για αυτό. Ήταν ένα κίνημα «εξουσιαστικό», με ηγεσία, με δομές, με όργανα επιβολής. Ένας κατά κύριο λόγο μεταμοντέρνος χώρος με επιρροές κυρίως από το Μάη του ’68 δεν θα μπορούσε να υιοθετήσει ως καταγωγική του αναφορά το κίνημα της εθνικής αντίστασης, ούτε καν κριτικά.
Λοιπόν, προς τα πού θα μπορούσε να στραφεί για να βρει τις αναφορές του όταν ξεκίνησε τη δράση του; Η εγχώρια αναζήτηση δεν θα μπορούσε να αρκεστεί για πολλά χρόνια από τις μικροϊστορίες των αναρχικών του μεταιχμίου 19ου-20ου αιώνα, των αναρχικών της Πάτρας, της Σερίφου του ’17, της Θεσσαλονίκης του ’36, των δολοφονημένων αρχειομαρξιστών, του πρόσφατου Πολυτεχνείου του ’73 και τις όποιες «φάσεις» προέκυψαν αργότερα (Χημεία, Πολυτεχνεία κλπ). Πώς να φτιάξεις αφήγηση με τόσα λίγα και αποσπασματικά γεγονότα που δεν μπορούν να «δέσουν»; Από την άλλη, η αντιπαράθεση με το ΕΑΜ κι έχοντας αναφορές-ανθρώπους όπως ο Στίνας ή ο Ταμτάκος, που εκτός από την ιδεολογική τους αρτηριοσκλήρωση η οποία έφτανε στην εξίσωση ευθύνης του κατοχικού στρατού με αυτήν του ΕΛΑΣ ή της ΟΠΛΑ, άφησαν μια ελάχιστη παρακαταθήκη, φτωχή περιεχομένου, εμμονική και εν πολλοίς άδικη. Επίσης, τα κινηματικά γεγονότα στις χώρες της Δ&Κ Ευρώπης ή στις ΗΠΑ (καταλήψεις, νέα υποκείμενα, αντιφασισμός κλπ.) ενώ εισάγονται, δύσκολα μπορούν να αποκτήσουν μια ευρεία απήχηση, όχι μόνο για το γεγονός ότι ανταποκρίνονται σε άλλες κοινωνικές δομές αλλά διότι δεν συγκροτούν μια ολοκληρωμένη αφήγηση. Έτσι ο ασφαλής τρόπος δεν θα μπορούσε να ήταν άλλος από την περίφημη ισπανική ελευθεριακή εμπειρία αλλά και τους διευρυμένους αγώνες που προέκυψαν μετά ή πριν από αυτήν. Όμως και η Ισπανία είναι πολύ μακριά. Ακόμα πιο μακριά η Τσιάπας, αργότερα. Η πιο κοντινή Ροζάβα, σήμερα, είναι σχεδόν άγνωστη και αμφισβητήσιμη για τις όψιμες ελευθεριακές διακηρύξεις της.
Τα πράγματα ξεκινούν εκ νέου τα τελευταία χρόνια και ιδιαίτερα μετά την κήρυξη της κρίσης, των εφαρμογών των μνημονιακών συμβάσεων με τους ξένους δανειστές, την επανεμφάνιση των φασιστών με ρόλο δήθεν αντισυστημικό. Την επανεμφάνιση της Γερμανίας με ρόλο κατακτητή. Ποια άλλη ιστορική, εγχώρια αναφορά από το ΕΑΜ θα μπορούσε να καλύψει σε ένα μεγάλο βαθμό, σε αυτήν την εποχή την ανάγκη να εμπνευστούμε, εδώ και τώρα, από το «εδώ και τότε»; Από πού αλλού μπορούμε να αντλήσουμε παραδείγματα θάρρους, ηρωισμού, αυταπάρνησης, αγώνα; Αυτό συμβαίνει και σήμερα όταν το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ και ο Μελιγαλάς Του, απαιτούν με ιστορική ατσαλοσύνη, ημιμάθεια και εφηβική ατσουμπαλιά «όχι άλλη Βάρκιζα». Αυτή την ιστορική αναφορά οφείλουμε πλέον να την ξαναδούμε σε όλο το μεγαλείο της, σε όλη τη φαιδρότητά της, σε όλη την χιμαιρική της τραγικότητα. Από αυτήν προερχόμαστε, παιδιά της είμαστε, εγγόνια είμαστε της είμαστε, δισέγγονα αλλά όχι προεκτάσεις της. Κι αυτό είναι το κρίσιμο σημείο για μια νέα ισορροπία της κόψης του ξυραφιού, στο σήμερα.
Γιατί όχι το ΕΑΜ;
«Σπάμε την άτιμη την αλυσίδα
που μας εβάραινε θανατερά,
θέλουμε λεύτερη εμείς πατρίδα
και πανανθρώπινη τη λευτεριά»
Η νέα αυτή προσήλωση τμήματος του ελευθεριακού κινήματος στην ιστορική περίοδο της εθνικής αντίστασης και του εμφυλίου ως συνέχειάς του και η ανάδειξη αυτής της εποχής ως μήτρας για τη σημερινή συνέχεια, χωρίς μια ενδελεχή κριτική αποτίμηση έχει πολλές σημασίες. Αποκαλύπτει τη θεωρητική γύμνια του ολιγόχρονου ελευθεριακού χώρου, αποκαλύπτει την πορεία της πρόχειρης, εμπειρικής του αναζήτησης χωρίς μπούσουλα-χωρίς σταθερό πεδίο σκέψης. Αποκαλύπτει τα όρια της απομάγευσης ή αποδόμησης για την ιστορική συνέχεια και του ιστορικού χώρου που έχουμε την τύχη ή ατυχία να ζούμε και είχαν την τύχη ή ατυχία να ζήσουν οι παλαιότεροι. Αποκαλύπτει τα όρια της ανυπαρξίας δομών, της έλλειψης δημοκρατίας και του προτάγματός της, της τυραννίας του να μην υπάρχει έστω και η άμεσα ανακλητή εξουσία για πρακτικούς λόγους-από κει και η αναζήτηση μιας οργάνωσης που θα μοιάζει με ένα αριστερό κόμμα, ως αντίδοτο. Αποκαλύπτει τα όρια του «εναντίον όλων» και «κάθε» μορφής εξουσίας. Πρόκειται ίσως σε κάποιες περιστάσεις για μια ολοκληρωμένη αναζήτηση που τείνει να μιμείται τη θεωρία, την οργάνωση και τη δράση μιας μαρξιστικής οργάνωσης αλλά σε γενικές γραμμές σημεία ενός τέτοιου προγράμματος ολοένα και περισσότερο γίνονται επικίνδυνα αποδεκτά. Το ζήτημα όμως είναι πιο βαθύ κι αυτό αντικατοπτρίζεται σε μια μεγαλειώδη αντίφαση: Η μη αναγνώριση της συνέχειας του ελευθεριακού κινήματος από την εποχή της αντίστασης, η οποία στην αντίθετη περίπτωση θα προϋπέθετε μια σοβαρή ενδελεχή κριτική-άρα και συμπεράσματα για το σήμερα, προσκόμισε ακριβώς το αντίθετο. Σημαντικό τμήμα του ελευθεριακού χώρου υιοθέτησε την εποχή του ’40 στη φαρέτρα του.
Ό γέγονε γέγονε;
«Η διαθήκη μου πριν διαβαστεί
ήταν ένα ζεστό άλογο ακέραιο.
Πριν διαβαστεί
όχι οι κληρονόμοι που περίμεναν
αλλά σφετεριστές καταπατήσαν τα χωράφια.
Η διαθήκη μου για σένα
χρόνια καταχωνιάστηκε στα χρονοντούλαπα
από γραφιάδες, πονηρούς συμβολαιογράφους.
Κόψανε φράσεις σημαντικές
ώρες σκυμμένοι πάνω της με τρόμο.
Εξαφανίσανε τα μέρη με τους ποταμούς
τη νέα βουή στα δάση
τον άνεμο τον σκότωσαν
Τώρα καταλαβαίνω πια τι έχασα.
Τώρα καταλαβαίνω ποιος είναι αυτός που πνίγει.
Και συ λοιπόν στέκεις βουβός με τόσες παραιτήσεις
από φωνή
από τροφή
από άλογο
από σπίτι.
Στέκεις απαίσια βουβός σαν πεθαμένος:
Ελευθερία ανάπηρη πάλι σου τάζουν».
Το υστερόγραφο, Μιχάλης Κατσαρός
Ό γέγονε γέγονε; Ελπίζουμε πως όχι, αφού ως άνθρωποι του αγώνα και της αγωνίας μπορούμε να εμπνεόμαστε από προηγούμενους αγώνες στην ίδια μας τη χώρα, με τα ιδιαίτερα ιστορικά χαρακτηριστικά της, θέτοντας τις αδυναμίες της εποχής ως βασικές για τα όσα δεν συνέβησαν όπως «θα έπρεπε», δηλαδή όπως θα θέλαμε. Αγαπάμε την ανιδιοτέλεια των αγωνιστών της αντίστασης και του εμφυλίου αλλά πιστεύουμε ότι η δημοκρατία πρόσωπο με πρόσωπο και η ομόσπονδη δομή είναι απαραίτητη για να μη συμβούν τα ίδια λάθη. Σεβόμαστε την φιλοπατρία των αγαπημένων μας παππούδων και αναγνωρίζουμε πως ήταν διεθνιστές αλλά δεν ζητάμε σύνορα ή «νέα σύνορα» αλλά να χτίσουμε γέφυρες με όλους του λαούς που είναι γύρω μας. Αναγνωρίζουμε την αυταπάρνηση που είχαν και που έθεταν στόχο την υπακοή προς το κόμμα και την ηγεσία του, αλλά η ελευθεριακή μας αντίληψη επιβεβαιώνεται ιστορικά στην πράξη για τα αδιέξοδα της ιεραρχίας: δεν έχουμε ανάγκη από την κομματική γραφειοκρατία που μας ωθεί στο αδιέξοδο. Αγαπάμε ή λατρεύουμε ή σεβόμαστε ή τιμούμε όλους αυτούς τους ήρωες που έγιναν ηγέτες κυριολεκτικά μέσα στη φωτιά, όπως ο Άρης Βελουχιώτης αλλά πιστεύουμε ότι τμήμα του αδιεξόδου αποτελεί και η ανάδειξη ενός «φυσικού» ηγέτη σε αναντίρρητη παραδοχή. Άλλωστε σε τι ωφελεί η παράδοση των αγώνων αν δεν υπάρχει η ανανέωσή τους, όχι απλά σε πρόσωπα αλλά, στις δομές και κυρίως στην αντίληψη που τις διέπει; Τι νόημα έχει η προσφυγή στην Ιστορία αν τιμούμε τους αγώνες των προγόνων μας για την ελευθερία και τη δικαιοσύνη, και δεν αντιληφθούμε τα «λάθη» τους, όχι ως εσκεμμένες πράξεις αλλά ως λάθη που ήταν αναπόδραστα και που δεν πρέπει να επαναληφθούν από εμάς;
Κι αυτά τα λάθη έχουν όνομα: ιεραρχία, κάθετη οργάνωση, κράτος. Δυστυχώς αυτά ήταν τα πρότυπα. Σήμερα όμως δίπλα μας, η ανατολική ευτοπία στο Κουρδιστάν, μας δίνει την καλύτερη ίσως απάντηση στο ίδιο λάθος το οποίο φαίνεται να σταματά, συνειδητά, στο κοινωνικό, στο οικονομικό και πολιτικό πεδίο. Η αλλαγή πλεύσης στη Ροζάβα και στο Μπακούρ δεν σημαίνει ότι λοιδορούμε τους αγώνες που έδωσε το ΡΚΚ στην Τουρκία, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε το αίμα χιλιάδων αγωνιστών που έδιναν το αίμα τους για τον ΑΠΟ, για το κόμμα και την αυτοδιάθεση-εθνικό κράτος του Κουρδιστάν. Τιμούμε αυτούς τους αγώνες, και σήμερα που οι κούρδοι στη Συρία και στην Τουρκία δίνουν τη μάχη για τη δημοκρατική αυτονομία και το συνομοσπονδισμό-κι όχι για ένα κράτος επιπλέον, αντιλαμβανόμαστε ότι πραγματοποιούν όπως μπορούν μια θεωρητική και έμπρακτη κριτική στο άμεσο παρελθόν τους.
Εμείς γιατί δεν μπορούμε;
γκ