Τραγελαφική τουλάχιστον κρίνεται η απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει τις τιμές επιδότησης των παραγόμενων από φωτοβολταϊκά κιλοβατώρων μέχρι και 50%, σε σύγκριση με τις ισχύουσες σήμερα.
Απαράδεκτες είναι οι μειώσεις στα οικιακά ΦΒ τη στιγμή που τα νοικοκυριά θα έπρεπε να ενθαρρύνονται να γίνουν "μικροί πράσινοι επενδυτές" εξασφαλίζοντας πρόσθετο εισόδημα, δημιουργώντας διάσπαρτες θέσεις εργασίας, προστατεύοντας το περιβάλλον και αποτρέποντας την εγκατάσταση μεγάλων ΦΒ σε γεωργικές ή φυσικές περιοχές. Απεναντίας, στόχος εφικτός θα ήταν άμεσα να γίνουν 100.000 ηλιακές στέγες.
Αντί η κυβέρνηση να καταβάλλει προσπάθειες να καλύψει έστω το
συντηρητικό ευρωπαϊκό στόχο (20-20-20) το 2020, κυβερνητικοί παράγοντες
απεργάζονται την περαιτέρω επιδότηση των ορυκτών καυσίμων (που εκτός των άλλων
επιβαρύνουν δυσβάσταχτα το ισοζύγιο των τρεχουσών συναλλαγών). Και μάλιστα
τελευταία χρονιά πριν την τιμολόγηση της εκπομπής ρύπων, την οποία ως κοινωνία
θα πληρώσουμε (μέσω των λογαριασμών -και όχι μόνο- του ηλεκτρικού ρεύματος
ακριβά.
Σύμφωνα με μελέτη του ΙΟΒΕ, η Ελλάδα χρειάζεται 9,1 επιπλέον GW
ισχύ από ανανεώσιμους πόρους (και εκτίμηση για 30.000 νέες θέσεις εργασίας),
προκειμένου να καλύψει τον μίνιμουμ στόχο το 2020. Μπορεί στα χαρτιά να
εμφανίζεται αυξημένη προσφορά, αλλά πλειάδα παραγόντων, όπως συνέβη και τα
αμέσως προηγούμενα χρόνια, στέκονται βασικά εμπόδια, με πρώτα την εντεινόμενη
ύφεση και την απουσία χρηματοδοτικής ρευστότητας, την απουσία ενεργειακού
σχεδιασμού, γραφειοκρατικές ασάφειες αλλά και τοπικές αντιδράσεις-με το δίκιο τους- για τα μεγάλα φ/β πάρκα και τα μεγάλα αιολικά.
Βάσει της μελέτης, η επιδότηση των ανανεώσιμων πόρων
ανέρχεται σήμερα στο 3,3% των δαπανών, ενώ μέρος των οποίων χρηματοδοτεί και
την παραγωγή ενέργειας από φυσικό αέριο. Από την άλλη, κάθε επιπλέον παραγωγή
από ανανεώσιμους πόρους αφαιρεί ποσά από το κόστος των εκπεμπόμενων ρύπων.
Ουσιαστικά πρόκειται για μια έμμεση ανταποδοτικότητα, που αμβλύνει περισσότερο,
παρά επιβαρύνει το ενεργειακό κόστος.
Η πρόφαση για τη μείωση της επιδότησης στην παραγωγή ενέργειας
από τα φωτοβολταϊκά αποδίδεται στο χρέος του ΛΑΓΗΕ, του ειδικού λογαριασμού για
τις ανανεώσιμες πηγές. Το έλλειμμα του όμως δεν οφείλεται στις ΑΠΕ αλλά στις
στρεβλώσεις της αγοράς (αφού ουσιαστικά επιδοτείται το κόστος προμήθειας της
ΔΕΗ, αλλά και η μονάδα συμπαραγωγής με Φυσικό Αέριο του Μυτιληναίου). Την ίδια
στιγμή οι καταναλωτές συνεχίζουν να επιδοτούν άμεσα τα ορυκτά καύσιμα, χώρια
βέβαια τις κρυφές επιδοτήσεις (εξωτερικό κόστος
κλπ).