Valérie Fournier, University of Leicester School of Management, Leicester, UK
Παρόλο που υπάρχει μια αυξανόμενη αποδοχή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, οι πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης ή οικολογικού εκσυγχρονισμού που προτείνονται από εθνικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς δεν φαίνεται να κάνουν τίποτε περισσότερο από το «να διατηρούν το μη βιώσιμο». Στοχεύοντας να συμφιλιώσουν την οικονομική ανάπτυξη με το περιβάλλον, αποτυγχάνουν να αμφισβητήσουν την οικονομική αρχή της αέναης ανάπτυξης που ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, εναλλακτικές προτάσεις που βασίζονται στην κριτική της οικονομικής ανάπτυξης προσφέρουν μια πιο υποσχόμενη αφετηρία. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει πώς το κίνημα της αποανάπτυξης που αναδύθηκε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας συνάδει και μπορεί να συμβάλει στις λεγόμενες πράσινες πολιτικές. Μετά την τοποθέτηση του κινήματος στο γενικότερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών πολιτικών και αφού επιχειρηθεί μια σύντομη ανασκόπηση της εξέλιξής του, το άρθρο επικεντρώνεται στο κεντρικό θέμα του
- την έξοδο από την οικονομία. Υποστηρίζεται εδώ η θέση ότι η κύρια έμφαση του κινήματος δεν έγκειται απλώς σε μια έκκληση για λιγότερη οικονομική ανάπτυξη, παραγωγή ή κατανάλωση, αλλά σε ένα θεμελιώδες κάλεσμα εκ νέου πολιτικοποίησης και αλλαγής των όρων με τους οποίους καθορίζονται οι οικονομικές σχέσεις και ταυτότητες. Αυτή η πολιτικοποίηση της οικονομίας συζητείται σε σχέση με την επανεμφάνιση των εννοιών της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη, ως ενδιαφέροντα σημεία εκκίνησης για τη σύλληψη αλλά και εφαρμογή εναλλακτικών ως προς τον καταναλωτικό καπιταλισμό. Το τελευταίο μέρος της εργασίας διερευνά το πώς η στάση του κινήματος της αποανάπτυξης σχετικά με τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση δύο προβληματικών θεμάτων των περιβαλλοντικών πολιτικών: την συμμετοχή των πολιτών και την ύπαρξη κινήτρων.
Εισαγωγή
Καθώς έχει πλέον γίνει ευρέως αποδεκτό ότι η κλιματική αλλαγή οφείλεται σε ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η αναζήτηση εναλλακτικών οικονομικών μοντέλων προς τον καταναλωτικό καπιταλισμό αποτε- λεί ένα ζήτημα καίριο και πιεστικό όσο ποτέ (Wall 2007). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το κίνημα της αποανάπτυξης που αναδύθηκε στη Γαλλία την προηγούμενη δεκαετία μπορεί να προσφέρει μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιδέες που κυκλοφορούν μέσα στο κίνημα αποανάπτυξης στη Γαλλία συνάδουν με τις κριτικές στην ανάπτυξη που έχουν γίνει στα πλαίσια πράσινων ή αναπτυξιακών πολιτικών (βλέπε για παράδειγμα, Curtis 2003, De Rivero 2001, Douthwaite 1992, Escobar 1995, Meadows et al. 1972, Scott-Cato 2006, Seabrook 1993, Trainer 2002, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα). Ωστόσο, το κίνημα της αποανάπτυξης μπορεί να έχει κάτι επιπλέον να προσθέσει σε αυτές τις κριτικές. Ειδικότερα, όπως θα υποστηριχθεί στην παρούσα μελέτη, το πρωταρχικό μοτίβο του κινήματος - να ξεφύγουμε ή ακριβέστερα, να δραπετεύσουμε από την οικονομία - παρέχει ενδιαφέροντα σημεία εκκίνησης για την εννοιολογική σύλληψη αλλά και την εφαρμογή εναλλακτικών προτάσεων στον Δυτικού τύπου καταναλωτικό καπιταλισμό, κυρίως μέσω της επαναφοράς στο προσκήνιο της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη. Η κριτική του κινήματος της αποανάπτυξης στην οικονομική ανάπτυξη είναι ενταγμένη μέσα σε ένα εννοι- ολογικό πλαίσιο που καταγγέλλει την ορθόδοξη οικονομική σκέψη ή τον «οικονομισμό» για την «αποικιοποίηση του φαντασιακού μας» (Latouche 2005a). Από αυτή την σκοπιά, ο κύριος υπαίτιος δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη καθ' αυτή αλλά η ιδεολογία της ανάπτυξης, ένα σύστημα αναπαράστασης που μεταφράζει τα πάντα σε μια πραγμοποιημένη (reified) και αυτόνομη οικονομική πραγματικότητα που κατοικείται από ιδιοτελείς καταναλωτές. Αυτό συνεπάγεται ότι για να αμφισβητήσουμε την «τυραννία της οικονομικής ανάπτυξης», δεν αρκεί να ζητούμε λιγότερη, πιο αργή ή πιο πράσινη ανάπτυξη, διότι αυτό μας αφήνει παγιδευμένους μέσα στην ίδια οικονομική λογική. Αντιθέτως, θα πρέπει να ξεφύγουμε από την οικονομία ως σύστημα αναπαράστασης. Αυτό σημαίνει να φανταστούμε εκ νέου τις οικονομικές μας σχέσεις, ταυτότητες και δραστηριότητες με διαφορετικούς όρους. Και είναι για το σκοπό αυτό που το κίνημα της αποανάπτυξης προβάλλει τις έννοιες της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη.
Πριν εξετάσουμε περαιτέρω πώς το κίνημα της αποανάπτυξης προτείνει να ξεφύγουμε από την οικονομία, θα επιχειρήσουμε πρώτα να τοποθετήσουμε το κίνημα μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών πολιτικών. Το δεύτερο μέρος του κειμένου θα προσφέρει μια σύντομη εισαγωγή στην ανάδυση του κινήματος της αποανάπτυξης στη Γαλλία. Το τρίτο μέρος θα επιστρέψει στο κύριο αίτημα του κινήματος, «να εξέλθουμε από την οικονομία», και θα συζητήσει τη σύνδεσή του με τις έννοιες της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη. Το τελευταίο θα διερευνήσει το πώς η θέση του κινήματος της αποανάπτυξης σχετικά με τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση δύο προβληματικών εννοιών των περιβαλλοντικών πολιτικών: την συμμετοχή των πολιτών και την ύπαρξη κινήτρων.
Τοποθετώντας την αποανάπτυξη στις περιβαλλοντικές συζητήσεις
Όπως παρατήρησε ο Gibbs (2007), είμαστε πλέον όλοι περιβαλλοντιστές, καθώς είναι δύσκολο να αποφύγουμε να γνωρίζουμε για την κλιματική αλλαγή ή για την εξάντληση των πετρελαϊκών αποθεμάτων, καθώς και για τον πιθανό αντίκτυπο αυτών στη ζωή μας. Τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από την οικονομική ανάπτυξη έχουν γίνει πρωτοσέλιδα και η πληθώρα δεδομένων που καταδεικνύουν τη μη βιωσιμότητα των υφιστάμενων προτύπων οικονομικής ανάπτυξης μάλλον δεν χρειάζεται να αποδειχθούν ξανά εδώ. Αρκεί να σημειωθούν μερικές από τις πιο αποκαλυπτικές στατιστικές:
• Θα χρειάζονταν πέντε έως έξι πλανήτες ώστε το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού να μπορεί να καταναλώνει και να ρυπαίνει στο επίπεδο των πολιτών των ΗΠΑ (και περίπου τρεις πλανήτες για τα Ευρωπαϊκά επίπεδα) (Walter και Simms 2006).
• Οι αναλύσεις για το οικολογικό αποτύπωμα δείχνουν ότι οι άνθρωποι στον Βορρά ζουν πολύ πέραν των οικολογικών τους μέσων. Ενώ η μέση βιολογικά παραγωγική διαθέσιμη περιοχή (αν θεωρήσουμε ότι θα υπάρχει ίση κατανομή) για κάθε πολίτη του κόσμου το 2003 ήταν 1,8 εκτάρια, το αποτύπωμα των πολιτών των ΗΠΑ ήταν 9,6 εκτάρια, εκείνο των πολιτών της ΕΕ ήταν 4,8 εκτάρια και εκείνο των πολιτών από χώρες με χαμηλό εισόδημα 0,8 εκτάρια (Global Footprint Network 2006)[1].
Παρά τον επείγοντα χαρακτήρα αυτών των προβλημάτων, οι πολιτικοί σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο ήταν απασχολημένοι με τη χάραξη πολιτικών με στόχο, για παράδειγμα, τον περιορισμό εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ πολλές επιχειρήσεις έχουν επίσης ενταχθεί στην περιβαλλοντική μόδα, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός οργανισμών αναπτύξει «πράσινες» πολιτικές (π.χ. Banerjee 2001, Fineman 2001). Για παράδειγμα, την άνοιξη του 2007 αρκετές αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων, συμπεριλαμ- βανομένης της Tesco, της Marks & Spencer και της Wal-Marts, ανακοίνωσαν τη δέσμευσή τους να αποκτήσουν ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα.
Με τη διεύρυνση του κοινού του, ο περιβαλλοντισμός έχει διατυπωθεί αναφορικά με προγράμματα μεταρρυθμίσεων, κάτω από διάφορες καθησυχα- στικές ταμπέλες, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη ή ο οικολογικός εκσυγχρονισμός (Baker 2006, Blühdorn και Welsh 2007, Gibbs 2007). Αυτά τα προγράμματα των μεταρρυθμίσεων τείνουν να προσφέρουν μια αισιόδοξη προοπτική βασισμένη στη χρήση οικολογικά αποδοτικών τεχνολογιών για την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και συνήθως προβάλλονται ως «ορθολογικές» και «εφαρμόσιμες» λύσεις. Έτσι, ο διάλογος περί περιβαλλοντικού εκσυγχρονισμού, ενστερνιζόμενος από πολλές εταιρίες, τείνει να τονίζει τον πραγματισμό του και την πρακτική σημασία του απέναντι στην αφέλεια ή την ακρότητα των πιο ριζοσπαστικών απόψεων (Prasad και Elmes 2005). Κεντρικό ρόλο σε αυτά τα προγράμματα και τον «πραγματισμό» τους έχει η πίστη στη συμβατότητα ανάμεσα στον καταναλωτικό καπιταλισμό και στην οικολογική βιωσιμότητα. Πράγματι, αυτή η πεποίθηση έχει εξελιχθεί σε ένα ηγεμονικό και βολικό μοτίβο (Blühdorn και Welsh 2007), το οποίο τροφοδοτείται από την πίστη στην οικο-τεχνολογία και στους μηχανισμούς της αγοράς. Έτσι, ενώ οι περιβαλλοντικές ανησυχίες έχουν βρει κεντρικό ρόλο στην ατζέντα κυβερνήσεων και πολλών εταιριών, οι θεμελιώδεις αρχές των Δυτικών προτύπων κατανάλωσης και παραγωγής παραμένουν αδιαπραγμάτευτες. Η οικολογική βιωσιμότητα, όπως διαμορφώνεται από τις εθνικές κυβερνήσεις ή τους διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Agenda 21, το Πρωτόκολλο του Κιότο, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), παραμένει σταθερά υποκείμενη στην οικονομική ανάπτυξη. Ενώ υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις για τον οικολογικό εκσυγχρονισμό ή τη βιώσιμη ανάπτυξη (π.χ. Barry 2005, Christoff 1996), το κεντρικό μοτίβο είναι ο συμβιβασμός των εντάσεων μεταξύ της τεχνολογίας και της οικολογίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της οικολογίας, καθώς και μεταξύ της ανταγωνιστικής αγοράς και της οικολογίας (Blühdorn και Welsh 2007). Σε αυτή τη βολική απεικόνιση, η οικονομική ανάπτυξη και η περιβαλλοντική προστασία συνδέονται στενά με στρατηγικές αμοιβαίου κέρδους (win-win), υπονοώντας ότι μπορούμε να έχουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να αντιμετωπίζουμε κανέ- ναν κίνδυνο (Milne et al. 2006). Ωστόσο, αυτή η πολιτική εξομάλυνση της έννοιας της βιωσιμότητας[2] έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρών επικρίσεων (π.χ. Blühdorn και Welsh 2007, de Geus 2003, Harvey 1996, York et al. 2003). Από τη στιγμή που άρχισε να αποτελεί την κυρίαρχη τάση, η βιωσιμότητα έχει απολέσει τις πιο ριζοσπαστικές αμφισβητήσεις των οικονομικών μοντέλων, και ειδικότερα της οικονομικής ανάπτυξης. Γ ια πολλούς, ήδη από τη δημοσίευση της έκθεσης «Τα Όρια της Ανάπτυξης» (Limits to Growth) το 1972 (Meadows et al. 1972), αν πρόκειται να υπάρξει οποιαδή- ποτε ελπίδα για ένα βιώσιμο μέλλον, πρέπει να αμφισβητηθεί η οικονομική ανάπτυξη (π.χ. Carruthers 2001, Milne et al. 2006, Trainer 2002, Scott-Cato 2005). Όπως υπογραμμίζουν οι Prasad και Elmes (2005), οι πολιτικές της βιώσιμης ανάπτυξης, ο εταιρικός περιβαλλοντισμός ή ο οικολογικός εκσυγχρονισμός είναι «εφαρμόσιμα» μόνο στο βαθμό που συνεπάγονται την ελάχιστη δυνατή αναστάτωση και ενόχληση για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές στον Βορρά, αλλά σίγουρα όχι λόγω της ικανότητάς τους να παράσχουν ένα πιο βιώσιμο μέλλον. Πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυτό που αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο της πολιτικής της βιώσιμης ανάπτυξης δεν είναι η πορεία προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον, αλλά μάλλον η αδυναμία και η απροθυμία μας να ακολουθήσουμε μια τέτοια πορεία (Blühdorn και Welsh 2007). Έτσι, μπροστά στις αυξανόμενες οικολογικές καταστροφές σε όλο τον κόσμο, από ξηρασίες σε πλημμύρες, και από ερημοποιήσεις σε εξαφανίσεις ειδών, η συνεχιζόμενη επιμονή στην αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας και στις λύσεις μέσω των αγορών, και η ταυτόχρονη άρνηση ότι η καπιταλιστική αρχή της αέναης ανάπτυξης είναι μη βιώσιμη μόνο ως παθολογικές μπορεί να χαρακτηριστούν (Blühdorn και Welsh 2007). Ο λόγος και οι πολιτικές της βιώσιμης ανάπτυξης και του οικολογικού εκσυγχρονισμού χρησιμεύουν μόνο για να «συντηρούν το μη βιώσιμο» (Blühdorn 2007). Όχι μόνο απαλλάσσουν τις μεγάλες εταιρείες και την καπιταλιστική οικονομία αέναης ανάπτυξης από τις περιβαλλοντικές τους ευθύνες, αλλά και τις προβάλλουν ως τους νέους ήρωες της βιωσιμότητας: η BP (British Petroleum) θα μας πάει «Πέρα από το πετρέλαιο»[3] και η οικονομική ανάπτυξη προς ένα βιώσιμο μέλλον.
Το κίνημα για την αποανάπτυξη είναι σταθερά θεμελιωμένο σε αυτή την κριτική στις «λύσεις» ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση που παραμένουν προσανατολισμένες στην οικονομική ανάπτυξη, όπως θα γίνει φανερό στην ακόλουθη συζήτηση.
Εισαγωγή στο κίνημα της αποανάπτυξης
Η ιδέα της αποανάπτυξης, ή décroissance, και οι συζητήσεις που έχει προκα- λέσει εντάσσονται μέσα σε μια μακρά κριτική παράδοση ενάντια στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, το κίνημα αναγνωρίζει τον Gandhi, τον Gorz (1975), την Arendt (1958), τον Illich (1973) και τον Schumacher (1973) (για να αναφέρουμε μόνο μερικούς) ως προδρόμους του. Ο όρος décroissance εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γαλλική μετάφραση της σημαντικής μελέτης του Georgescu-Roegen (1971) «Ο νόμος της εντροπίας και η οικονομική διαδικασία»[4]. Έκτοτε διαδόθηκε από διάφορους συγγραφείς, ως επί το πλείστον ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους, όπως οι Latouche, Ariès, Cheney και Schneider, για να αναφέρουμε μερικούς από τους πιο εξέχοντες υποστηρικτές της, μέσα από τις σελίδες της Monde Diplomatique (π.χ. Latouche 2004b, 2006b) και διάφορες άλλες δημοσιεύσεις (π.χ. Ariès 2005, 2006, Cheynet et al. 2003, Latouche 2001, 2004a, 2005a,b, 2006a). Οι ιδέες της έχουν κυκλοφορήσει και συζητηθεί σε διάφορα μέσα, για παράδειγμα σε ένα μηνιαίο περιοδικό με τίτλο «La Décroissance», μέσω ενός ερευνητικού κέντρου - το «Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Σπουδών για τη Βιώσιμη Αποανάπτυξη» (Institut d’Etudes Economiques et Sociales pour la Décroissance Soutenable), μέσω ενός πολιτικού κόμματος
- το «Κόμμα για την Αποανάπτυξη» (le Parti pour la Décroissance), καθώς και μέσω πιο άτυπων τοπικών ή διαδικτυακών ομάδων.
Ο Georgescu-Roegen (1971) εισήγαγε την έννοια της αποανάπτυξης ως απάντηση στη μη αναστρέψιμη βλάβη που θεωρούσε ότι προκαλούν οι πολιτικές της αέναης ανάπτυξης τις οποίες κηρύσσει η νεοφιλελεύθερη οικονομία. Υποστήριζε ότι η κλασσική οικονομική επιστήμη βασίζεται σε μια μηχανιστική θεώρηση η οποία αγνοεί την αρχή της εντροπίας, δηλαδή τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Σύμφωνα με τον νόμο της εντροπίας, ενώ η ενέργεια μπορεί διατηρείται («τίποτε δεν χάνεται, όλα μεταμορφώνονται»), ωστόσο υποβαθμίζεται ή μετασχηματίζεται με τη χρήση της, και επομένως δεν μπορεί να επιστρέψει στην αρχική της κατάσταση και να χρησιμοποιηθεί ξανά με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, η ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός υπολογιστή δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει στην αρχική της κατάσταση και να χρησιμοποιηθεί για να φτιαχτεί ένας άλλος υπολογιστής. Συνεπώς, η αέναη οικονομική ανάπτυξη, η οποία στηρίζεται σε μια συνεχώς αυξανόμενη χρήση των φυσικών πόρων, θα οδηγήσει στην εξάντληση και τη λεηλασία της φέρουσας ικανότητας της γης και αποτελεί μια φυσική εκτροπή (physical aberration). Για τον Georgescu-Roegen, η κλασσική οικονομική επιστήμη, αγνοώντας το νόμο της εντροπίας είναι ταυτόχρονα όχι αρκετά υλιστική ώστε να μην λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα των φυσικών πόρων, και υπερβολικά υλιστική με την έννοια ότι υποβιβάζει τα ανθρώπινα όντα στην οικονομική τους λειτουργία ως παραγωγούς και καταναλωτές - το οποίο αποτελεί βασικό επιχείρημα του κινήματος για την αποανάπτυξη, στο οποίο θα επιστρέψω στην επόμενη ενότητα.
Αντλώντας επιχειρήματα από το έργο του Georgescu-Roegen, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης καταγγέλλουν την οικονομική σκέψη και τα συστήματα που βλέπουν την οικονομική ανάπτυξη ως το υπέρτατο αγαθό. Προσφέρουν την αποανάπτυξη ως ένα συμβολικό όπλο ή «έννοια-βόμβα» (mot οbus) (Ariès 2005) ενάντια στην «τυραννία της οικονομικής ανάπτυξης» και για να μας προκαλέσουν να στραφούμε προς εναλλακτικές. Εκτός από το να καταδεικνύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη και η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση δεν είναι βιώσιμες από κοινωνική και οικολογική σκοπιά, αμφισβητούν επίσης τους δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης, όπως το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (π.χ. Aries 2005, Clementin 2005). Οι δείκτες αυτοί λαμβάνουν υπόψη μόνο την παραγωγή και την πώληση των εμπορευματοποιημένων αγαθών και υπηρεσιών, αγνοώντας τις βλαβερές συνέπειες που αυτά προκαλούν σε άλλα «αγαθά»: τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τη δημοκρατία, την υγεία των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων, την ποιότητα ζωής, τις κοινωνικές σχέσεις. Τονίζουν τον παραλογισμό ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην «ανάπτυξη» όταν αυτό που πρέπει να «αναπτυχθεί» παραμένει αυθαίρετο. Επομένως, τα αυξανόμενα κρούσματα καρκίνου, τα τροχαία δυστυχήματα, η παχυσαρκία, οι οικολογικές καταστροφές, οι πόλεμοι, όλα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη μέσω της κατανάλωσης των ασφαλιστικών και ιατρικών προϊόντων και υπηρεσιών, της βιομηχανίας καθαρισμού, όπλων και ούτω καθεξής - ένα επιχείρημα που έχει προβληθεί από πολλούς στο πλαίσιο πράσινων πολιτικών (π.χ. Scott-Cato 2006).
Το κίνημα της αποανάπτυξης είναι εξίσου καυστικό προς κάθε προσπάθεια να συμβιβαστούν οικονομική ανάπτυξη και περιβαλλοντικές ανησυχίες. Για παράδειγμα, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρείται «σχήμα οξύμωρο» (Latouche 2004b), διότι η οικονομική ανάπτυξη είτε είναι αειφόρος, πράσινη ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζεται, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη. Στον πυρήνα αυτού του επιχειρήματος βρίσκεται η κριτική στην εξάρτηση και πίστη στις οικολογικές τεχνολογίες που θα μας οδηγήσουν σε μια «πρασινότερη» ανάπτυξη. Το κύριο επιχείρημα εδώ σχετίζεται με αυτό που έχει γίνει γνωστό ως το «φαινόμενο αναπήδησης» (rebound effect) (Binswanger 2003, Schneider 2002, 2003): κάθε κέρδος σε ενέργεια που προέρχεται από τη χρήση πιο αποδοτικής τεχνολογίας συνήθως ακυρώνεται από την αύξηση της κατανάλωσης. Οι οικολογικά αποδοτικές τεχνολογίες μας κάνουν απλώς να καταναλώνουμε περισσότερο, μια διαπίστωση που επιβεβαιώνεται και από άλλους (π.χ. Princen 2003, Herring 2002). Για παράδειγμα, τα αυτοκίνητα με υψηλή απόδοση καυσίμου μας δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε περισσότερο. Η χρήση της ηλιακής ενέργειας μας επιτρέπει να θερμάνουμε το σπίτι ή το νερό μας περισσότερο, και ούτω καθεξής. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις οικολογικά αποδοτικές τεχνολογίες καθ’ αυτές που δυνητικά μπορεί να είναι χρήσιμες, αλλά στην ένταξή τους μέσα σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή την χρησιμοποίησή τους για την αύξηση της κατανάλωσης και της παραγωγής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συσσώρευσης οικολογικών (και κοινωνικών) συ- ντριμμιών, του παράλογου και αυθαίρετου ορισμού της ανάπτυξης, καθώς και της επιδίωξης της οικονομικής ανάπτυξης (κι ας είναι «βιώσιμη») με κάθε κόστος, η αποανάπτυξη προσφέρεται κυρίως ως ένα εννοιολογικό ή ιδεολογικό όπλο. Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αμφισβητούν τη «φυσικότητα», το υποτιθέμενα αναπόφευκτο και επιθυμητό της οικονομικής ανάπτυξης. Ανατίθενται προς την ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης (περισσότερο από ότι στην οικονομική ανάπτυξη καθ’ αυτή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας αυθαίρετος υπολογισμός), και προσφέρουν την αποανάπτυξη ως μια «λέξη-βόμβα» (Ariès 2005), ένα πολιτικό όπλο για να αποαποικιοποιήσουμε το συλλογικό φαντασιακό και να το ελευθερώσουμε από την τυραννία της οικονομικής ανάπτυξης (Latouche 2005a). Έτσι η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως ένα πρόγραμμα, μια ιδεολογία ή μια άλλη οικονομική θεωρία (Latouche 2006b), αλλά ως μια συμβολική πρόκληση ενάντια σε πολιτικές που θεωρούν την οικονομική ανάπτυξη ως αυτοσκοπό. Η αποανάπτυξη δεν προορίζεται να μετατραπεί σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή αυτοσκοπό, αλλά να παραμείνει ένα μέσο για την προώθηση ενός κριτικού πνεύματος (Ariès 2005), που θα αμφισβητεί την προτεραιότητα που αποδίδεται στις οικονομικές αξίες και αρχές[5]. Σύμφωνα με τον Ariès (2005), αυτή η κριτική πρόθεση αποδίδεται καλά με τον όρο «αποανάπτυξη» (degrowth). Μολονότι ο όρος μπορεί να έχει μια αρνητική χροιά, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι δεν είναι εύκολο να ανακτηθεί και χρησιμοποιηθεί από τον καπιταλισμό και τη λογική του «όλο και περισσότερο» στην οποία εκείνος βασίζεται. Πράγματι, όπως ο Monbiot (2007) εύστοχα θέτει σε ένα επικριτικό σχόλιο για τις προσπάθειες των σούπερ μάρκετ να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: τα σούπερ μάρκετ μπορεί να προσπαθούν να μας πουλήσουν «πράσινα» και «ηθικά», αλλά ένα πράγμα που τα σούπερ μάρκετ ή ο καπιταλισμός εν γένει δεν μπορεί να μας πουλήσει είναι «λιγότερο».
Η αποανάπτυξη όμως δεν είναι απλώς ένα ποσοτικό ζήτημα του να κάνουμε τα ίδια αλλά λιγότερο. Είναι, ακόμα περισσότερο, μια παραδειγματική αναδιάταξη αξιών, ιδίως η εκ νέου επιβεβαίωση των κοινωνικών και οικολογικών αξιών και η εκ νέου πολιτικοποίηση της οικονομίας. Στοχεύει να μας βγάλει έξω από την οικονομία, από τον τομέα του υπολογίσιμου και οικονομικού ορθολογισμού, και να θέσει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη φύση του πλούτου, τη διανομή, τη χρήση και την κατάχρησή του. Συνεπώς, η αποανάπτυξη δεν είναι απλώς ένα ποσοτικό ζήτημα του να παράγουμε και να καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά ένα εργαλείο που προτείνεται για να ξεκινήσει μια πιο ριζική ρήξη με την κυρίαρχη οικονομική σκέψη. Αυτή η ριζική αλλαγή σηματοδοτείται κατά πρώτο λόγο από ένα κάλεσμα για την επαναφορά δημοκρατικών επιλογών και συζητήσεων στη διαμόρφωση της οικονομίας και, κατά δεύτερο λόγο, από το να φανταστούμε εκ νέου τις οικονομικές μας σχέσεις και ταυτότητες με διαφορετικούς όρους. Και οι δύο αυτές προτάσεις αντανακλούνται στη βασική θέση του κινήματος της αποα- νάπτυξης: να ξεφύγουμε ή να δραπετεύσουμε από την οικονομία (escaping from the economy, sortir de l'economie). Αυτό το θέμα θα διερευνηθεί στην επόμενη ενότητα, αλλά πρώτα ίσως αξίζει να περιγράψουμε εν συντομία τους διάφορους τρόπους με τους οποίους το κίνημα της αποανάπτυξης έχει εκδηλωθεί στη γαλλική πολιτική.
Το κίνημα της αποανάπτυξης είναι ένα χαλαρό και ανοικτό δίκτυο που περιλαμβάνει διάφορα φόρουμ για την κυκλοφορία, την ανταλλαγή και συζήτηση ιδεών και εμπειριών. Αυτές οι ανταλλαγές πραγματοποιούνται μέσα από διάφορα μέσα και πλατφόρμες, για παράδειγμα, το μηνιαίο περιοδικό «De- croissance: Le Journal de la Joie de Vivre», διάφορα φόρα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο (για παράδειγμα μια ανοιχτή πλατφόρμα συζήτησης διαφορετικών προοπτικών για την αποανάπτυξη τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πιο πρακτικό επίπεδο, στο www.decroissance.info), και ένα κέντρο έρευνας για την αποανάπτυξη (Institut d'Etudes Economiques et Sociales pour la Décroissance Soutenable, www.Decroissance.org). Επιπλέον, το κίνημα της αποανάπτυξης διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις για να μεταφέρει τις ιδέες του στο κοινό. Οι δύο πιο σημαντικές εκδηλώσεις είναι η «ημέρα που δεν αγοράζουμε τίποτα» (buy nothing day) κάθε Νοέμβριο, και η διοργάνωση της Marche pour la Decroissance (Πορεία για την Αποανάπτυξη). Η πρώτη πορεία διοργανώθη- κε το καλοκαίρι του 2005, με τους συμμετέχοντες να παίρνουν μέρος από μια μέρα έως τέσσερις εβδομάδες. Η πορεία χαρακτηρίστηκε ως επιτυχημένη όχι μόνο γιατί έκανε ορατή την ιδέα της αποανάπτυξης, αλλά και γιατί προώθησε πειράματα αποανάπτυξης με τους συμμετέχοντες να συμβιώνουν αρμονικά, μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις για ένα μήνα. Παρόμοιες πορείες έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 2006 και του 2007. Σε πιο επίσημο επίπεδο, το κίνημα της αποανάπτυξης οδήγησε στο σχηματισμό ενός πολιτικού κόμματος τον Απρίλιο του 2006, το Parti pour la Decroissance (www.partipourlaDecroissance. net).
Για να ολοκληρώσω αυτή τη σύντομη επισκόπηση της εξέλιξης του κινήματος της αποανάπτυξης, υπάρχουν τρία σημεία που αξίζει να τονιστούν. Το πρώτο είναι η θεμελίωση του κινήματος εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Πολλοί από τους εκπροσώπους του (π.χ. Ariès, Latouche, Cheynet, Schneider) είναι πανεπιστημιακοί που έχουν αναπτύξει δεσμούς με διάφορα Ευρωπαϊκά ερευνητικά ιδρύματα συμπεριλαμβανομένων των European Society for Ecological Economics (ESEE, www.euroecolecon.org), Sustainable Europe Research Institute (SERI, www.seri.at) και Research and Degrowth/Recherche et Decroissance (R&D, www.degrowth.net). Αυτά τα ιδρύματα σε συνεργασία μεταξύ τους, διοργανώνουν ένα διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη («Οικονομική Αποανάπτυξη για την Βιωσιμότητα και τη Δικαιοσύνη»). Δεύτερον, η αυξανόμενη διεθνής διάσταση του κινήματος αντανακλάται επίσης σε ένα πιο λαϊκό επίπεδο με την εμφάνιση ενός δικτύου αποανάπτυξης στην Ιταλία (Decrescita, www.decrescita.it), και ενός πανευρωπαϊκού δικτύου των Αντιρρησιών Μεγέθυνσης για τη Μετά- Ανάπτυξη/Reseau d'Objecteurs de Croissance pour l'Apres-Developpement (ROCADE, www.apres-developpement.org). Τέλος, η ανάπτυξη του κινήματος της αποανάπτυξης στη Γαλλία είναι ενδιαφέρουσα δεδομένου ότι έχει αποκτήσει ένα επίπεδο προβολής και οργάνωσης που ίσως δεν έχει επιτευχθεί αλλού. Πράγματι, είναι ένας όρος με τον οποίο οι περισσότεροι υποψήφιοι για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2007, καθώς και ο καθεστωτικός Τύπος, έπρεπε να ασχοληθούν, ακόμη και για να τον παραποιήσουν ή υπονομεύσουν (Latouche 2007).
Βάζοντας την οικονομία στη θέση της
Το να βάλουμε την οικονομία πίσω στη θέση της, ή «το να ξεφύγουμε από την οικονομία» (sortir de l'économie) (Homs 2006, Latouche 2005a,b) έχει καταστεί κεντρικό μοτίβο του κινήματος της αποανάπτυξης, και συμπυκνώνει ορισμένα από τα κεντρικά θέματά της, ειδικά την έμφαση στη δημοκρατική επιλογή, και την πρόταξη των κοινωνικών και ανθρωπιστικών αξιών πάνω από την οικονομική λογική. Το να βάλουμε την οικονομία πίσω στη θέση της εμπεριέχει την επιβεβαίωση των ανθρωπιστικών αξιών και των πολιτειακών ιδεωδών της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης (Ariès 2007, Cheynet 2007).
Για τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, προκειμένου να αντικρούσει κανείς τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της ανάπτυξης, δεν είναι αρκετό για να προτείνει εναλλακτικά οικονομικά μοντέλα, διότι η πρόταση εναλλακτικών οικονομιών δεν αρκεί για να αμφισβητήσει τη σημασία που αποδίδεται στην οικονομία καθεαυτή. Αν θέλουμε να αντιταχθούμε στον οικονομικό ντετερμινισμό ή τον «οικονομισμό» πρέπει να αναθεωρήσουμε τον ρόλο των αξιών και να επιστρέψουμε στο έδαφος της πολιτικής. Επομένως, μια από τις αφετηρίες του κινήματος της αποανάπτυξης είναι να πολιτικοποιήσει την οικονομία, να την αποκαλύψει ως μια αφηρημένη ιδέα, ως ένα αυτοαναφορικό σύστημα αναπαραστάσεων (Latouche 2005b, Homs 2006) και όχι ως μια αντικειμενική πραγματικότητα, μια σειρά από «δεδομένα» γεγονότα, όπως συνήθως παρουσιάζεται. Φυσικά, σε αυτό το σημείο, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αντλούν επιχειρήματα από μια ολόκληρη παράδοση που από την εποχή του Polanyi (1944) προσπάθησε να αποδομήσει τη φυσικότητα της οικονομίας (βλ. για παράδειγμα, Caille 2005, Callon 1998, Gibson- Graham 1996, 2006) και να αμφισβητήσει την «στιβαρότητα», τη «δεδομενοποίηση» ή το δήθεν αναπόφευκτο των οικονομικών «πραγματικοτήτων», όπως η αγορά, η εργασία ή η αξία. Από αυτή την σκοπιά, η οικονομία θεωρείται ως μια ιστορική διαδικασία που δημιουργήθηκε μέσω διαλογικών πρακτικών και όχι ως ένα φυσικό, αυτόνομο και μη ιστορικό φαινόμενο. Για παράδειγμα, οι Gibson-Graham (1996, 2002, 2006) έχουν απευθύνει έκκληση για μια επαναεννοιοποίηση (reconceptualisation) των οικονομικών σχέσεων και ταυτοτήτων μακριά από την «κεφαλαιοκεντρική» (capitalocentric) σκέψη. Σε ολόκληρο το πλούσιο έργο τους, οι Gibson-Graham (π.χ. 1996, 2002, 2006, Communities Economies Collective 2001) προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν τις οικονομικές δραστηριότητες αναφορικά με τη συνύπαρξη των διαφόρων μορφών συναλλαγών, την εργασία, καθώς και τους τρόπους παραγωγής και διανομής του πλεονάσματος. Κατά την εμπλοκή τους σε διάφορα προγράμματα αναζωογόνησης τοπικών κοινοτήτων, οι Gibson-Graham και οι συνεργάτες τους στην Κολεκτίβα Οικονομιών των Κοινοτήτων προσκάλεσαν τους ανθρώπους να φανταστούν ξανά την οικονομική τους δραστηριότητα με όρους διαφορετικούς από εκείνους που παρέχονται από τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, επιδίωξαν να παρουσιάσουν εκ νέου διαφορετικές μορφές συναλλαγών, έξω από την αγορά εμπορευμάτων (π.χ. τοπικά συστήματα ανταλλαγών, δώρα, αμοιβαίες ανταλλαγές μεταξύ νοικοκυριών), διάφορες μορφές εργασίας εκτός από τη μισθωτή εργασία (π.χ. αυτο-απασχόληση, εθελοντισμός, οικιακή εργασία) και διαφορετικές μορφές της διανομής του πλεονάσματος εκτός από τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την «επιτακτική» επιδίωξη του κέρδους (π.χ. μορφές που διέπονται από μια κοινωνική ή περιβαλλοντική ηθική). Αυτή η διεύρυνση της «οικονομίας» δημιούργησε δυνατότητες ώστε οι άνθρωποι να φανταστούν ξανά τις «οικονομικές τους δραστηριότητες» όσον αφορά στις εθελοντικές τους συνεισφορές, την αμοιβαία βοήθεια και την παροχή «δωρεάν υπηρεσιών», στις οποίες συμμετέχουν καθημερινά στο σπίτι, στη γειτονιά ή στην ευρύτερη κοινότητα.
Το κίνημα της αποανάπτυξης συμμερίζεται μεγάλο μέρος της κριτικής διάθεσης των Gibson-Graham, και υποστηρίζει εξίσου το ότι η οικονομία είναι ανοικτή σε επιλογές και πολλαπλές δυνατότητες. Και οι δύο προσεγγίσεις συμβάλλουν στην απελευθέρωση της σύλληψης και εννοιοποίησης υλικών πρακτικών από την κυριαρχία του καπιταλισμού. Ωστόσο, αν και οι δύο μοιράζονται μια έγνοια για την πολιτικοποίηση της οικονομίας, προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πρώτον, ενώ οι Gibson- Graham ενδιαφέρονται να απελευθερώσουν την οικονομία από την καπιταλιστική ερμηνεία, και να χαράξουν τις οικονομικές σχέσεις με όρους διαφορετικούς από εκείνους που παρέχονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού, το κίνημα της αποανάπτυξης έχει ως αφετηρία πολιτικές έννοιες ή αξίες (δημοκρατία, ιδιότητα του πολίτη) με σκοπό να αναδιατυπώσει τις οικονομικές δραστηριότητες με πολιτικούς όρους. Δεύτερον, το κίνημα της αποανάπτυξης εντάσσει την επαναεννοιοποίηση της οικονομίας μέσα στο πλαίσιο περιβαλλοντικών ανησυχιών, και έτσι θα μπορούσε να σφυρηλατήσει δεσμούς μεταξύ περιβαλλοντικών και οικονομικών καλεσμάτων να ξανασκεφτούμε την οικονομία.
Η επιμονή στην κατασκευασμένη φύση της «οικονομίας», δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε τη σημασία διαφόρων υλικών πρακτικών που στοχεύουν στην κάλυψη των αναγκών μας. Ωστόσο, για τους υποστηρικτές του κινήματος της αποανάπτυξης (καθώς και για τους περισσότερους προανα- φερθέντες συγγραφείς, οι οποίοι τονίζουν την κατασκευασμένη και πολιτική φύση της οικονομίας), οι πρακτικές αυτές πρέπει να ενσωματωθούν εκ νέου στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, αντί να θεωρούνται ότι ανήκουν σε ένα αυτόνομο, πραγμοποιημένο πεδίο «της οικονομίας».
Η απόδραση από την οικονομία είναι τόσο ένα θέμα αποαποικιοποίησης του φαντασιακού όσο και θέμα θέσπισης νέων πρακτικών, μας καλεί να ξανα- σκεφτούμε την οικονομία (ή όπως το θέτει ο Caille 2005, «να από- σκεφτούμε το οικονομικό»), ή να ξανασκεφτούμε τους εαυτούς μας έξω από τις οικονομικές σχέσεις, για παράδειγμα, μαχόμενοι την υποβάθμιση των ανθρώπων στην οικονομική λειτουργία τους, ως παραγωγών και καταναλωτών (Ariès 2005). Αυτή η εκ νέου σκέψη έξω από την οικονομία διευκρινίζεται εδώ με δύο εννοιολογικές μετατοπίσεις στις συζητήσεις για την αποανάπτυξη, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί στην επιβεβαίωση ενός διαφορετικού συνόλου αξιών από εκείνες του «οικονομικού ορθολογισμού»: την αντικατάσταση του διαλόγου περί οικονομικών προσταγών από αυτόν της επιλογής και της δημοκρατίας, και τον επαναπροσδιορισμό του καταναλωτή ως πολίτη.
Από τις οικονομικές επιταγές στη δημοκρατική επιλογή
Μια κεντρική έννοια της αποανάπτυξης είναι αυτή της δημοκρατίας, και μαζί με αυτήν, η επιβεβαίωση της ύπαρξης επιλογών σε αντίθεση προς την υποτιθέμενη βεβαιότητα ή αυτονομία της οικονομίας της διαρκούς ανάπτυξης. Η αποανάπτυξη προτάσσει την επιλογή τοποθετώντας όσα συνήθως παρουσιάζονται ως αναπόφευκτοι οικονομικοί κανόνες ή δυνάμεις μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, και αμφισβητεί «αμετάτρεπτες» οικονομικές επιταγές όπως η συνήθως προβαλλόμενη ιδέα ότι η οικονομική ανάπτυξη (και η απο- δοτικότητα) συμβάλει στην προστασία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και σίγουρα κανείς δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό! Γ ια τους πολιτικούς και τα διευθυντικά στελέχη, η προστασία και η δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελούσε πάντα ένα μαγικό κόλπο (ή όπως οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης ίσως πιο εύστοχα αποκαλούν, μια εκβιαστική στρατηγική) που χρησιμοποιούν για να επικαλεστούν και να νομιμοποιήσουν μέτρα απο- δοτικότητας σχεδιασμένα να προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα ή προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης, λες και οι «θέσεις εργασίας» είναι από μόνες τους ένας αναντίρρητος αυτοσκοπός. Και μάλιστα ένα από τα κύρια επιχειρήματα που έχουν επικαλεστεί εναντίον του κινήματος της αποανάπτυξης είναι ότι θα οδηγήσει στην απώλεια θέσεων εργασίας. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αμφισβητούν την κοινωνική χρησιμότητα της δημιουργίας ή της προστασίας επιβλαβών ή χωρίς νόημα θέσεων εργασίας, για παράδειγμα, ρωτούν: τι είδους θέσεις εργασίας; Υπό ποιές συνθήκες; Γ ια να παράγουν τί; Γ ια ποιόν; Με ποιές συνέπειες; Γ ια ποιά κοινωνική χρησιμότητα; Αυτά τα ερωτήματα έχουν οδηγήσει σε συζητήσεις μέσα στο κίνημα της αποανάπτυξης που όχι μόνο παρέχουν μια κριτική της αξίας που δίνεται στην (μισθωτή) εργασία, αλλά επίσης καλούν για εθελοντική μείωση του χρόνου εργασίας λαμβάνοντας μονομερώς άδεια άνευ αποδοχών (π.χ. Homs 2007).
Ενώ το κίνημα της αποανάπτυξης σκοπεύει να μας απαλλάξει από τις οικονομικές προσταγές, είναι εξίσου καχύποπτο με τις πολιτικές ή οικολογικές επιταγές. Συνεπώς, έχει συνείδηση του πιθανού κινδύνου να αναδυθούν αυταρχικές απαντήσεις στην περιβαλλοντική κρίση. Υπάρχει μια παλιά ένταση μέσα στο οικολογικό κίνημα ανάμεσα στη δέσμευση για περισσότερη δημοκρατία και ευρεία λαϊκή συμμετοχή από τη μία πλευρά, και την τάση για άμεση δράση και αποτελέσματα υπό το πρίσμα της ταχείας οικολογικής υποβάθμισης, από την άλλη (Latta 2007, Torgerson 1999). Πράγματι, η αίσθηση μιας περιβαλλοντικής κρίσης θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα μέσο (εκτός από την επίκληση της απειλής της τρομοκρατίας) για την ενίσχυση της κρατικής εξουσίας (Bluhdorn και Welsh 2007).
Το κίνημα της αποανάπτυξης αναγνωρίζει τον κίνδυνο του να σκεφτόμαστε «προσανατολισμένοι στους σκοπούς», όπου η αντίληψη μιας κρίσης παράγει μια «πολιτική επιταγή» που παραγκωνίζει τη δημοκρατική συζήτηση και μας καλεί όλους να ενεργήσουμε με συντονισμένο τρόπο. Όπως σημειώνει ο Latouche (2006b), ενόψει των σοβαρών περιβαλλοντικών απειλών, οι άνθρωποι που έχουν περισσότερα να χάσουν (κυρίως στο Βορρά), θα μπορούσαν κάλλιστα να παραδώσουν την ελευθερία τους σε κρατικούς αντιπροσώπους που τους υπόσχονται να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους. Αυτό βέβαια συνεπάγεται μια δραστική επιδείνωση των αδικιών παγκοσμίως, και θα είναι ένα σοβαρό πλήγμα για τη δημοκρατία. Η αποανάπτυξη προσφέρει μια κατεύθυνση για την αποφυγή της «οικο-κρατίας» (ecocracy) στο μέλλον, μια εναλλακτική που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε σήμερα για να παραμείνουμε σε θέση να μπορούμε να διαμορφώσουμε συλλογικά και δημοκρατικά το μέλλον μας εν όψει μιας οικολογικής υποβάθμισης. Όσο περισσότερο περιμένουμε, τόσο σκληρότερο μπορεί να είναι το σοκ που θα μας επιβληθεί από τα φυσικά όρια της γης και τόσο υψηλότερος ο κίνδυνος να προκύψουν οικο-ολοκληρωτικές (ecototalitarian) λύσεις. Ωστόσο, αν και αναγνωρίζουν την απειλή από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη δημοκρατία για κάποια «οικολογική επιταγή» περισσότερο από όσο για κάποια οικονομική ή πολιτική επιταγή.
Σε αντίθεση με μερικούς ριζοσπάστες οικολόγους, ιδίως υποστηρικτές της βαθιάς οικολογίας (deep ecology) (π.χ. Naess 1989, Sessions 1995), οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης είναι πρόθυμοι να ξεφύγουν τόσο από την «ισχύ» της φύσης όσο και από την κυριαρχία του καπιταλισμού ή της αγοράς. Η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως μια οικολογική προσταγή (αν και μπορεί να περιλαμβάνει και αυτό), αλλά ως μια ευκαιρία για να ξεκινήσουμε έναν διάλογο και να επανοικειοποιηθούμε αποφάσεις για την οργάνωση των οικονομικών και κοινωνικών μας δραστηριοτήτων. Επομένως, ο Aries (2005) επιμένει ότι η αποανάπτυξη δεν είναι μια «επιβαλλόμενη επιλογή» εν όψει μιας καταστροφικής περιβαλλοντικής κρίσης. Προτιμά να κρατά αποστάσεις από μελλοντικές εικόνες αποκάλυψης που θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν επιβαλλόμενες λύσεις, και ισχυρίζεται ότι η αποανάπτυξη είναι μια επιλογή που οι υπερασπιστές της θα έκαναν ακόμα και χωρίς την επερ- χόμενη οικολογική κρίση, «απλά για να είναι άνθρωποι». Η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα, αλλά ως επιλογή, που πρέπει να γίνει δημοκρατικά και ανοιχτά. Ομοίως, για τον Latouche (2006b), ενώ μπορεί η αποανάπτυξη να επιβάλλεται μέσω των φυσικών ορίων, είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία να διεκδικήσουμε δημοκρατικά και να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, ή «να κάνουμε την ανάγκη αρετή». Οι υλικές συνθήκες, που καθορίζονται από τον περιορισμένο οικολογικό χώρο και την τρέχουσα υπερβολική χρήση του, μπορούν να δημιουργήσουν ένα πρόταγμα για ριζική αλλαγή στον τρόπο που οργανώνουμε τους εαυτούς μας, χωρίς όμως να υπαγορεύουν πώς πρέπει να γίνει αυτό.
Αυτή η έμφαση στη δημοκρατική επιλογή σε βάρος της «προσταγής» συνοδεύεται από την προνομιακή μεταχείριση των ανθρώπινων και κοινωνικών αξιών σε σχέση με τις οικολογικές. Μπορεί η αποανάπτυξη να χρειάζεται να λειτουργεί εντός οικολογικών ορίων, δεν παύει όμως να είναι έντονα βασισμένη σε ανθρωπιστικές αξίες. Έτσι διάφοροι υποστηρικτές της πασχίζουν να δείξουν ότι οι ανησυχίες τους είναι κατά κύριο λόγο συνυφασμένες με αξίες ανθρωπισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι οικολογικές. Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, ο Aries (2005) θα υποστήριζε την αποανάπτυξη ακόμη και χωρίς την επερχόμενη οικολογική κρίση, απλά «για να είμαστε άνθρωποι». Παρομοίως, το Κόμμα για την Αποανάπτυξη αυτοχαρακτηρίζεται πρώτα ως «ανθρωπιστικό» και μετά ως οικολογικό. Για τον Latouche (2006a), η αποανάπτυξη δεν απαιτεί μόνο την προστασία του περιβάλλοντος, μα είναι παράλληλα ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Γενικότερα, υποστηρίζεται ότι η οικολογική κρίση είναι ένα μόνο αποτέλεσμα της ιδεολογίας της οικονομικής ανάπτυξης που καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό (δημιουργώντας ανισότητες και φτώχεια), τη δημοκρατία, καθώς και το περιβάλλον. Εν ολίγοις, η αποανάπτυξη δεν υποστηρίζεται ως αναγκαιότητα, αλλά ως πολιτική επιλογή: δεν είμαστε καταδικασμένοι στην αποανάπτυξη, αλλά αυτή αποτελεί ένα δρόμο που μπορούμε να επιλέξουμε και να διαμορφώσουμε.
Συνεπώς, η αποανάπτυξη δεν γίνεται αντιληπτή με όρους θυσίας, ή λιτότητας και έλλειψης (όπως συχνά κατηγορείται), αλλά ως μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε τί συνιστά την καλή ζωή. Αυτή η έμφαση στην καλή ζωή σημα- τοδοτείται από τη χρήση όρων όπως η συμβιωτικότητα (conviviality) (moms de biens, plus de liens - «λιγότερα αγαθά, περισσότερες σχέσεις», ένα από τα συνθήματα του κινήματος) και η ευημερία (ο υπότιτλος του Journal de La Decroisssance είναι La Joie de Vivre, η χαρά της ζώής). Οι υπερασπιστές του κινήματος επιμένουν ότι η αποανάπτυξη δεν απαιτεί τη μείωση της ποιότητας ζωής, αλλά απλά μια διαφορετική αντίληψη για την ποιότητα ζωής, που να δίνει μεγαλύτερη σημασία στις εμπειρίες των αισθήσεων, στις σχέσεις, στη συμβιωτικότητα, στη σιωπή και στην ομορφιά από ότι στην κατανάλωση (Aries 2005).
Αντικαθιστώντας τον καταναλωτή με τον πολίτη
Η ανάκτηση της ιδιότητας του πολίτη και η προώθηση αυτού του ρόλου σε σχέση με οικονομικούς ρόλους, όπως αυτόν του καταναλωτή, υπήρξε ένα σημαντικό μοτίβο της πρόσφατης πολιτικής οικολογίας (π.χ. Dobson 2003, 2006, Dobson και Bell 2006, Dobson και Βαλένθια-Saiz 2005, Doherty και de Geus 1996, Hayward 2006, Latta 2007)[6]. Η ιδέα του Dobson (2003) περί οικολογικής ιδιότητας του πολίτη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ καθώς η έμφαση στο πολιτικό αντί του ηθικού σκέλους συνάδει με την σκοπιά της αποανάπτυξης. Ο ορισμός του Dobson (2003) για την οικολογική ιδιότητα του πολίτη στηρίζεται στην ιδέα του οικολογικού αποτυπώματος. Η οικολογική ιδιότητα του πολίτη δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον περιορισμένο οικολογικό χώρο και το υπερβολικό οικολογικό αποτύπωμα. Στηρίζεται σε υλικές σχέσεις αλλά μεταφράζει αυτές τις σχέσεις σε πολιτικές. Συνεπώς, οι σημερινές τεράστιες ανισότητες οικολογικών αποτυπωμάτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών καθορίζουν σχέσεις υποχρέωσης, ιδιαίτερα για τους πλούσιους ώστε να επιφέρουν μια πιο δίκαιη κατανομή του οικολογικού χώρου (Dobson 2003). Για τον Dobson, η θεμε- λίωση της οικολογικής ιδιότητας του πολίτη στις υλικές σχέσεις που σχετίζονται με τον περιορισμένο οικολογικό χώρο, την καθιστά μια κατ’ εξοχήν πολιτική έννοια διότι καθορίζει τους όρους της δικαιοσύνης και της αδικίας: «Σύμφωνα με την αντίληψη μου, η πολιτική υποχρέωση μεταξύ των πολιτών δημιουργείται, από τις απαιτήσεις για δικαιοσύνη υπό συνθήκες ανεπάρκειας οικολογικού χώρου» (Dobson 2006: 448). Έτσι, η οικολογική ιδιότητα του πολίτη, νοούμενη με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ένα ηθικό ζήτημα, αλλά είναι πολιτική έννοια, όπως προσπαθεί να δείξει ο Dobson (2003, 2006). Η κοινότητα που δημιουργείται από τις υλικές σχέσεις που καθορίζονται από το οικολογικό αποτύπωμα είναι μια πολιτική κοινότητα, και όχι μια κοινότητα που καθορίζεται από μια «κοινή ανθρώπινη ιδιότητα».
Αυτή η έμφαση στην πολιτική φύση της ιδιότητας του πολίτη είναι ένα χαρακτηριστικό που συμμερίζεται το κίνημα της αποανάπτυξης. Στην περίπτωση αυτή η ιδιότητα του πολίτη γίνεται αντιληπτή επίσης με όρους συλλογικής, πολιτικής πρακτικής. Πράγματι, είναι η συλλογική και πολιτική φύση της ιδιότητας του πολίτη, που ανοίγει την οδό διαφυγής από την οικονομία. Επικαλούμενοι τους πολίτες, απομακρυνόμαστε από τα ατομικά, ιδιο- τελή κίνητρα του καταναλωτή. Αυτό χρησιμεύει για να συνδέσουμε ατομικές επιλογές και συμπεριφορές με συλλογική δράση και να τις εντάξουμε σε ένα πολιτικό πλαίσιο, όχι μόνο «ανοίγοντας δυνατότητες ελέγχου της ιδιοτέλειας σε σχέση με το κοινό καλό» (Dobson και Valencia Saiz 2005, σ. 158), αλλά επίσης και για να ανυψώσουμε μεμονωμένες ατομικές αποφάσεις και ενέργειες του τρόπου ζωής (π.χ. ανακύκλωση, αγορά πράσινων προϊόντων), σε ένα ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Αυτή η πολιτικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη είναι ιδιαίτερα κεντρική στην πρόταση του κινήματος της αποανάπτυ- ξης για μια γενική καταναλωτική απεργία.
Μια συγκεκριμένη στρατηγική που προβάλλεται ως πολιτικό όπλο για την επανοικειοποίηση των ανθρώπων ως πολιτών είναι η ιδέα μιας καταναλωτικής απεργίας (Aries 2006). Εντούτοις, αυτή η καταναλωτική απεργία δεν γίνεται αντιληπτή ως κάποια μεμονωμένη πράξη ατόμων, ως ένα πείραμα τρόπου ζωής όπου κάποια άτομα μποϊκοτάρουν ένα συγκεκριμένο προϊόν ή επιλέγουν την εθελούσια απλότητα (αν και αυτές οι στρατηγικές θεωρούνται ότι έχουν επίσης μια αξία). Περισσότερο προτείνεται ως μια πολιτική πράξη που θα μπορούσε να συνοδεύεται από συλλογικές απαιτήσεις προς την κυβέρνηση και τις βιομηχανίες (Aries 2006). Οι πολίτες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να ζητήσουν θεσμικά ή νομικά πλαίσια που να τοποθετούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως ένα καθολικό δικαίωμα σε αξιοπρεπή στέγαση, σε δωρεάν δημόσιες μεταφορές) πάνω από τα δικαιώματα των καταναλωτών να επιλέγουν φτηνά αναλώσιμα προϊόντα, ή το δικαίωμα των παραγωγών να διαφημίζονται. Έτσι, η ιδέα της καταναλωτικής απεργίας δεν είναι η άσκηση εξουσίας ως καταναλωτές (δηλαδή ένα είδος «ψήφου με καλάθι ή πορτοφόλι»), αλλά περισσότερο η άρνηση να προσδιορίζουμε τον εαυτό μας ως καταναλωτή.
Αυτή η καταναλωτική απεργία θα μπορούσε να οργανωθεί σταδιακά, έτσι ώστε οι μελλοντικοί «πρώην-καταναλωτές» να μάθουν να χρησιμοποιούν αυτό το όπλο και να ζουν χωρίς κατανάλωση. Τα μέτρα που προτείνονται περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τη συμμετοχή στην «ημέρα που δεν αγοράζουμε τίποτα» που πραγματοποιείται ήδη το Νοέμβριο κάθε έτους και την οργάνωση άλλων παρόμοιων, τη στοχοποίηση μορφών κατανάλωσης που θεωρούνται ιδιαίτερα επιζήμιες (π.χ. φθηνά «αναλώσιμα» προϊόντα που κατασκευάζονται υπό συνθήκες δουλείας), ή το κάλεσμα προς άλλους ανθρώπους να προβληματιστούν σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να καταναλώνουν λιγότερο (Aries 2006). Και καθώς μαθαίνουμε να ζούμε έξω από την οικονομία, ή το πεδίο της εμπορευματικής συναλλαγής, η καταναλωτική απεργία θα μπορούσε επίσης να γίνει ο επόμενος στόχος. Σε αντίθεση με την απεργία των εργαζομένων, η οποία στοχεύει στην επιστροφή στην εργασία, ο στόχος της απεργίας των καταναλωτών δεν είναι να επιστρέψουμε στην κατανάλωση, αλλά να μάθουμε να ξεφεύγουμε από αυτή. Επομένως, η γενική καταναλωτική απεργία θα μπορούσε να είναι τόσο μέσο όσο και σκοπός: ένα όπλο για να επιτεθούμε στον πυρήνα του καπιταλισμού και των οικονομικών της ανάπτυξης - την αγιοποίηση της κατανάλωσης - αλλά την ίδια στιγμή κι ένας τρόπος για να μάθουμε να ζούμε διαφορετικά από τον οικονομικό άνθρωπο (homo economicus) στον οποίο συνήθως μας υποβιβάζουν.
Εάν η γενική καταναλωτική απεργία μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μηχανισμός για να προτάξουμε τον πολίτη πάνω από τον καταναλωτή, μια άλλη εννοιολογική στρατηγική που έχει προταθεί είναι να φανταστούμε εκ νέου την αγορά ως ένα χώρο που μας καλεί ως πολίτες, που εκκαλεί το αίσθημά μας για πολιτική συμμετοχή και όχι τον «οικονομικό μας ορθολογισμό». Συνεπώς, ο Latouche (2003) προτείνει να επαναπροσδιορίσουμε την αγορά σε σχέση με την Αγορά. Με βάση τις μελέτες των αγορών στην Αφρική, καθώς και την απεικόνιση της Αγοράς στην Αρχαία Ελλάδα, προτείνει ότι o επαναπροσδιορισμός της αγοράς σε Αγορά θα επανεντάξει τις συναλλαγές μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, και θα μας θεωρήσει πολίτες και όχι καταναλωτές. Οι «αγορές» δεν θα θεωρείται πλέον πως είναι απλώς τόποι εμπορευματικών συναλλαγών, αλλά ότι έχουν επίσης κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια αγορά δεν θα έχει οικονομικές λειτουργίες, αλλά ότι δεν θα υποβιβάζεται μόνο σε αυτές. Για τον Latouche, η Αγορά είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο ένα μέρος της δημόσιας ζωής και της κοινωνίας των πολιτών. Είναι ένας τόπος συνάντησης με το ξένο, το διαφορετικό (ένα σχολείο ανεκτικότητας). Είναι επίσης ένα φόρουμ για την πολιτική ζωή, όπου εκλεγμένοι εκπρόσωποι και υποψήφιοι βγαίνουν να μιλήσουν, να προπαγανδίσουν και να συζητήσουν. Και η Αγορά είναι επίσης ένα μέρος αντι-εξουσίας στην επίσημη εξουσία (της Ακρόπολης). Για παράδειγμα, στην Αφρική είναι ένα μέρος όπου οι γυναίκες μπορούν να ανατρέψουν τον υποδεέστερο ρόλο τους και να επιβεβαιώσουν τον εαυτό τους ως πολίτες.
Στο πρακτικό κομμάτι, η επανεξέταση της αγοράς υπό το πρίσμα της Αγοράς σημαίνει να την εντάξουμε μέσα στο χρόνο και το χώρο, και να την ενσωματώσουμε στα τοπικά πλαίσια, έτσι ώστε να αποτελεί μια αμεσότερη πραγματικότητα για τους συμμετέχοντες. Έτσι, η αγορά δεν είναι πλέον μια αφη- ρημένη, μακρινή, καθολική, πανταχού παρούσα και πανίσχυρη «δύναμη», αλλά μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα σταθερά θεμελιωμένη στο χώρο και το χρόνο. Πράγματι, η τοπικοποίηση των συναλλαγών, της παραγωγής, της οικονομίας και της πολιτικής αντιμετωπίζεται ως «το πιο σημαντικό στρατηγικό μέσο» της αποανάπτυξης (Latouche 2006a). Γ ια τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, αυτό σημαίνει παραγωγή σε τοπικό επίπεδο των περισσότερων από τα προϊόντα που πρόκειται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών, τοπική χρηματοδότηση οργανισμών μέσω της αξιοποίησης τοπικών πιστώσεων, τοπικά συστήματα συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βασίζονται σε τοπικό χρήμα, και σε πολιτικό επίπεδο, δημιουργία «μικρών πολιτειών» όπου όλοι οι πολίτες συμμετέχουν στις δημόσιες υποθέσεις της περιοχής τους.
Εν ολίγοις, οι έννοιες της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη είναι ισχυρά μοτίβα του κινήματος της αποανάπτυξης, και αποτελούν και τα δυο μέρος της ευρύτερης πρόθεσής του να «ξεφύγουμε από την οικονομία», να επαναπροσδιορίσουμε τις οικονομικές σχέσεις και ταυτότητες με πολιτικούς όρους. Η έμφαση που δίνεται στη δημοκρατία αντικρούει ρητά κάθε οικονομική ή οικολογική επιταγή και τοποθετεί τις αποφάσεις μας σχετικά με θέματα οργάνωσης στο πλαίσιο των συλλογικών μας ικανοτήτων. Επίσης, η πρόταξη της εικόνας του πολίτη πάνω από εκείνη του καταναλωτή ανοίγει το δρόμο για μορφές συλλογικής δέσμευσης που μας απομακρύνουν από τις ιδιοτελείς δράσεις του οικονομικού ανθρώπου. Ωστόσο, από αυτή τη διπλή έμφαση στη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη δεν λείπουν πιθανές εντάσεις, που εντοπίζονται εξίσου στο ευρύτερο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής και που συζητούνται στην επόμενη ενότητα.
Ποιός θέλει να είναι πολίτης;
Οποιαδήποτε συζήτηση για τη δημοκρατία ή την ιδιότητα του πολίτη εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη συμμετοχή και τον αποκλεισμό: ποιοί θα θέλουν/ μπορούν να λάβουν μέρος στην κοινωνία των πολιτών; Θα είναι αυτή, όπως αναφέρουν συχνά για την περιβαλλοντική πολιτική, το προνόμιο μιας μικρής μειοψηφίας; (π.χ. Latta 2007, Schosberg 1999) ή μπορεί να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να εμπλέξει και να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό; Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει μια πιθανή ένταση μεταξύ περιβαλλοντι- σμού και δημοκρατίας (Torgerson 1999, Latta 2007). Για το θέμα αυτό, το κίνημα της αποανάπτυξης υποστηρίζει ρητά τη δημοκρατία πριν από την οικολογία, και όπως προανέφερα, δυσπιστεί προς τον λόγο της «οικολογικής επιταγής». Προκρίνοντας την επιλογή και τη δημοκρατία στην προσπάθεια να πολιτικοποιήσει την οικονομία, προσέχει ώστε να μην πέσει σε μια διαφορετικού τύπου μορφή ντετερμινισμού, οικολογικού ή άλλου, και επιμένει ότι ενώ οι υλικές συνθήκες που καθορίζονται από τον περιορισμένο οικολογικό χώρο και την άδικη κατανομή του δημιουργούν μια επιτακτική ανάγκη για ριζική αλλαγή, δεν υπαγορεύει ως κίνημα τους τρόπους με τους οποίους αυτό θα πρέπει να γίνει. Πράγματι, η οικολογική κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για να διαμορφώσουμε το μέλλον μας. Επιπλέον, η έμφαση που δίνεται στην ιδιότητα του πολίτη μέσα στο κίνημα της αποανάπτυξης καθώς και σε ορισμένες πρόσφατες μελέτες πολιτικής οικολογίας (π.χ. Dobson 2003, 2006, Doherty και de Geus 1996), μας καλεί όλους να συμμετέχουμε σε περιβαλλοντικές δράσεις. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί αποκλειστικά μέσω κυβερνητικών πολιτικών, αλλά μέσα από τις καθημερινές αποφάσεις και τις δράσεις όλων μας (π.χ. Berglund και Matti 2006). Εάν, σύμφωνα με τον Dobson (2003), ορίσουμε την ιδιότητα του πολίτη με όρους υλικών σχέσεων θεμελιωμένων στην οικολογική ανεπάρκεια, τότε είμαστε όλοι εμπλεκόμενοι ως πολίτες, καλούμαστε να δράσουμε και να συμμετέχουμε στη δίκαιη κατανομή των περιορισμένων φυσικών πόρων. Είμαστε όλοι είτε οφειλέτες ή πιστωτές οικολογικού χώρου (Dobson 2006).
Ωστόσο, αυτός ο ορισμός της (οικολογικής) ιδιότητας του πολίτη που μας περιλαμβάνει όλους αφήνει δύο ερωτήματα αναπάντητα. Το πρώτο αφορά στους μηχανισμούς μέσω των οποίων καλούμαστε ως πολίτες (πώς μπορούμε να λάβουμε το κάλεσμα;), το δεύτερο αφορά την βούλησή μας να απαντήσουμε σε αυτό το κάλεσμα, με άλλα λόγια, γιατί να θέλουμε να είμαστε πολίτες;
Όσον αφορά στο πρώτο σημείο, το κίνημα της αποανάπτυξης μπορεί να προσφέρει μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά. Έχει προτείνει ή οργανώσει τη δημιουργία διαφόρων χώρων για την κοινωνία των πολιτών και την ιδιότητα του πολίτη, από ημερήσιες εκδηλώσεις όπως η «ημέρα που δεν αγοράζουμε τίποτα», μέχρι την πιο φιλόδοξη γενική καταναλωτική απεργία, και μεγάλες μηνιαίες εκδηλώσεις, όπως η Πορεία για την Αποανάπτυξη, ή επιχειρεί να επανεντάξει τις αγορές στον τοπικό κοινωνικό ιστό και την πολιτική. Ωστόσο, αν και οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης είναι πρόθυμοι να ανοίξουν χώρους για την εγκαθίδρυση της τοπικής δημοκρατίας, είναι εξίσου προσεκτικοί με τον κίνδυνο να αφήσουν την πολιτική συμμετοχή σε αυτά τα σχετικά μικρά και τοπικά επίπεδα, διότι όπως υποστηρίζουν, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε φαινόμενα τοπικισμού, και στον περιορισμό της κριτικής και των εναλλακτικών λύσεων από μικρές περιθωριοποιημένες ομάδες. Επομένως, για να αμφισβητήσουμε την υποτιθέμενη νεοφιλελεύθερη συναίνεση γύρω από την οικονομική ανάπτυξη, και να πολιτικοποιήσουμε εκ νέου τις οικονομικές συζητήσεις και πρακτικές, είναι ανάγκη να εμπλέξουμε και να συμπεριλάβουμε ένα ευρύτερο κοινό. Για να γίνει η αποανάπτυξη πραγματικά συμμετοχική, δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια της τοπικής ή άμεσης συμμετοχής, αλλά πρέπει να επεκταθεί σε ευρύτερο επίπεδο, χρειάζεται να γίνει ένα μαζικό κίνημα. Αυτό δεν αρνείται τη σημασία των πρωτοβουλιών βάσης, των τοπικών πολιτικών και των «μικρών γεγονότων». Αλλά σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, πρέπει επίσης να αναπτύξουμε μηχανισμούς που θα συνδέσουν τις δράσεις σε τοπικό επίπεδο με ένα ευρύτερο πολιτικό κίνημα, και θα μεταφέρουν τις συζητήσεις σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Αυτό περιλαμβάνει την είσοδο στην κοινοβουλευτική αρένα (Αι^ 2007). Για αυτόν τον λόγο δημιουργήθηκε το Κόμμα για την Αποανάπτυξη, και κάποιοι υποστηρικτές της αποανάπτυξης υποστηρίζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πιστεύουν ότι ενώ η άμεση δημοκρατία είναι κατάλληλη σε ένα μικρό τοπικό επίπεδο, δεν μπορεί να οργανωθεί πέρα από μικρές ομάδες των 50 ατόμων, αποκλείοντας έτσι την πλειοψηφία των πολιτών (Cheynet 2007). Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι απαραίτητη για την οργάνωση της συλλογικής δράσης και συζήτησης χωρίς αποκλεισμούς. Και πράγματι, φαίνεται ότι η στρατηγική αυτή κατάφερε να φέρει την ιδέα της αποανάπτυξης στη κεντρική δημόσια σκηνή, διότι, όπως προαναφέρθη- κε, έχει γίνει ένας όρος τον οποίο ο Τύπος και οι πολιτικοί δεν μπορούν να αγνοήσουν (αν και συνήθως τον κατακρίνουν).
Το δεύτερο θέμα που θέτει η έμφαση στην ιδιότητα του πολίτη αφορά στην ύπαρξη κινήτρων. Λαμβάνοντας υπ' όψη τις ανέσεις που πολλοί από εμάς στο Βορρά έχουμε ως καταναλωτές, γιατί να επιθυμούμε το βάρος, τις υποχρεώσεις και την ευθύνη του πολίτη; Πράγματι, μια γρήγορη ανάγνωση των κυβερνητικών αλλά και ατομικών αντιδράσεων για την αντιμετώπιση της ραγδαία κλιμακούμενης υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν μας δίνει πολλές ελπίδες. Αν και υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός των ατόμων και κυβερνήσεων που αναγνωρίζουν το επείγον των οικολογικών απειλών, παραμένουν απρόθυμοι ή ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από το να «συντηρούν το μη βιώσιμο», για να δανειστώ μια φράση από τον Blühdorn (2007). Αυτή είναι, πράγματι, μια αντίδραση που συνήθως αντιμετωπίζω όταν μιλάω σε φοιτητές σχετικά με το είδος της εναλλακτικής οικονομίας που θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε ως απάντηση στην περιβαλλοντική και κοινωνική υποβάθμιση. Ενώ πολλοί από τους φοιτητές φαίνεται ότι γνωρίζουν καλά τις καταστροφικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις που προκαλεί η δυτικού τύπου κατανάλωση και παραγωγή, παραδέχονται ότι αδυνατούν να ζήσουν χωρίς fast food, επώνυμες μάρκες ρούχων ή φτηνά καταναλωτικά αγαθά. Έτσι, πέραν των αυταρχικών λύσεων που θα έλυναν το πρόβλημα του κινήτρου, και που το κίνημα της αποανά- πτυξης επιθυμεί ρητά να αποφύγει, τί άλλο θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την άνεση του καταναλωτισμού και να ανα- λάβουν τις υποχρεώσεις του πολίτη; Διάφορες ιδέες έχουν προταθεί. Για παράδειγμα, ο Dobson (2003, 2006) συζητώντας την οικολογική ιδιότητα του πολίτη υποστηρίζει ότι το αίσθημα δικαιοσύνης θα μας παρακινήσει να αναγνωρίσουμε και να δράσουμε σύμφωνα με τις υποχρεώσεις μας. Συμφωνεί ότι η απλή αναγνώριση των υλικών ασυμμετριών στην χρήση οικολογικών πόρων δεν αποτελεί επαρκή λόγο για δράση. Χρειάζεται να υπάρχουν λόγοι που να συνδέουν τα γεγονότα των ασυμμετριών με τα συμπεράσματα σχετικά με το πώς να δράσουμε. Κατά την άποψή του, αυτόν τον ρόλο μπο- ρεί να παίξει η δικαιοσύνη: «Η δικαιοσύνη είναι ο λόγος που συνδέει τα γεγονότα (άνιση κατανομή του οικολογικού χώρου) με το κανονιστικό συμπέρασμα (δράση ώστε να μειωθεί η κατοχή του οικολογικού χώρου εκεί όπου εν- δείκνυται)» (Dobson 2006: 450). Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να αφήνει ανοικτό το ερώτημα γιατί να έχουμε ως κίνητρο τη δικαιοσύνη. Ο Dobson (2006: 451) ασχολείται με αυτό σε μια υποσημείωση, όπου ισχυρίζεται: «ελπίζω ότι δεν θα κληθώ να εξηγήσω γιατί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν κίνητρο την απόδοση δικαιοσύνης, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολύ δυνατότερα μυαλά από το δικό μου». Πράγματι, αλλά τότε γυρνάμε πίσω στην αφετηρία.
Σε απάντηση της μελέτης του Dobson, ο Hayward (2006: 442) προσπαθεί να αποφύγει το ζήτημα του κινήτρου προβάλλοντας την «επινοητικότητα» ως κύρια οικολογική αρετή. Αυτή, υποστηρίζει, «περιλαμβάνει την ανάπτυξη και την άσκηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, και αυτό αποτελεί μέρος της ουσίας της καλής ανθρώπινης ζωής. Επίσης μετριάζει την πίεση επί των πεπερασμένων φυσικών πόρων που απαιτούνται έτσι σε (περίπου) αντίστροφη αναλογία προς την επινοητικότητα». Για τον Hayward, η επινοητικότητα εξορισμού αποφεύγει το πρόβλημα των κινήτρων που αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη του Dobson. Αφού η επινοητικότητα στηρίζεται στην ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων, καθορίζει επίσης την καλή ζωή. Με άλλα λόγια, θα πρέπει όλοι να θέλουμε να την αναπτύξουμε, αν θέλουμε να γίνουμε πλήρεις ως άνθρωποι, να πραγματώσουμε τις δυνατότητές μας ως ανθρώπινα όντα. Συνεπώς, η επινοητικότητα ευθυγραμμίζει τις οικολογικές ανησυχίες με τα προσωπικά συμφέροντα. Καθώς τα άτομα αναπτύσσουν την εφευρετικότητα τους για να μειώσουν τη χρήση φυσικών πόρων, αναπτύσσουν παράλληλα και τον εαυτό τους και πραγματώνουν τις ανθρώπινες δυνατότητές τους. Αλλά, όπως σημειώνει ο Dobson (2006), δεν είναι σαφές γιατί η επινοητικότητα παρουσιάζεται ως οικολογική ιδιότητα. Πράγματι, οι άνθρωποι έχουν χρησιμοποιήσει και εφαρμόσει την εφευρετι- κότητά τους σε πολλά έργα και για διαφορετικούς σκοπούς, από την εξερεύνηση του διαστήματος μέχρι την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ή τον σχεδιασμό πολεμικών μηχανών και πυρηνικών όπλων. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η μείωση της χρήσης των φυσικών πόρων, δεν αποτελεί βασική προτεραιότητα.
Οι αξίες τόσο της δικαιοσύνης όσο και της επινοητικότητας μπορούν να α- ναγνωσθούν μέσα σε ένα πλαίσιο αποανάπτυξης. Η έγνοια για δικαιοσύνη ενισχύει τις αναγνωρισμένες αξίες της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, καθώς και τη στήριξη της δημοκρατικής επιλογής και της ιδιότητας του πολίτη. Κάποιος θα μπορούσε επίσης να διακρίνει έναν παραλληλισμό μεταξύ της επινοητικότητας του Hayward και της έμφασης του κινήματος της αποανάπτυξης στις ανθρωπιστικές αξίες. Για παράδειγμα, η θέση του Aries (2005) ότι θα στήριζε την αποανάπτυξη, ακόμη και χωρίς την οικολογική κρίση, μόνο και μόνο για να είναι «άνθρωπος», υπονοεί την ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων πέρα από την «κατανάλωση». Ωστόσο, το θέμα ίσως δεν είναι να βρούμε τί θα μπορούσε να μας παρακινήσει να είμαστε «καλοί οικολόγοι πολίτες», καθώς είναι σχεδόν βέβαιο πως κάθε απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είναι απλοϊκή και ανεπαρκής και θα μπορούσε να αφομοιωθεί σε ένα άλλο σύνολο μέτρων, αλλά περισσότερο το να δημιουργήσουμε χώρους όπου μπορούμε να δράσουμε ως πολίτες και όχι ως καταναλωτές, όποια και αν είναι τα κίνητρά μας (κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική δικαιοσύνη, προσωπική ανάπτυξη). Με άλλα λόγια, αντί να προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τα κίνητρά που θα μας ωθήσουν να δράσουμε ως πολίτες, θα μπορούσαμε απλώς να δημιουργήσουμε όσο το δυνα- τόν περισσότερους χώρους όπου θα καθοριζόμαστε με βάση όρους διαφορετικούς από αυτούς της οικονομικής λογικής: όχι ως καταναλωτές που θέλουν περισσότερο (πληρώνοντας λιγότερο), που κυνηγούν προσφορές που αξίζουν τα λεφτά τους, ή την τελευταία φθηνή ευκαιρία. Μολονότι το κίνημα της αποανάπτυξης δεν είναι σε καλύτερη θέση από άλλες θεωρίες ή συγγραφείς της οικολογίας να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα των κινήτρων, μπορεί ωστόσο να συμβάλλει στο πεδίο της πολιτικής οικολογίας με το άνοιγμα τέτοιων χώρων.
Όπως πρότεινα νωρίτερα, η αποανάπτυξη δεν αφορά μόνο το να καταναλώνουμε και να παράγουμε λιγότερο, αφορά κατά πρώτο και κύριο λόγο την παροχή μιας κριτικής στην οικονομία και της αποικιακής της επίδρασης, δείχνοντας παράλληλα και οδούς διαφυγής. Το να ξεφύγουμε επομένως από την οικονομία παρέχει μια σημαντική αφετηρία για να συλλάβουμε μορφές κοινωνικής οργάνωσης που δεν βασίζονται στο οικονομικό λεξιλόγιο, να φανταστούμε πρακτικές όπως οι καταναλωτικές απεργίες που αποκηρύσ- σουν τον οικονομικό ορθολογισμό, να αναπτύξουμε χώρους όπως είναι οι τοπικές αγορές, στους οποίους μπορούμε να πειραματιστούμε με μη- οικονομικές σχέσεις και ταυτότητες. Συνεπώς, ίσως η κύρια συμβολή του κινήματος της αποανάπτυξης στις περιβαλλοντικές πολιτικές και συζητήσεις είναι ότι μέσα από την έμφαση που δίνει στη «διαφυγή από την οικονομία», παρέχει τόσο εννοιολογικές όσο και πρακτικές στρατηγικές για την αμφισβήτηση της οικονομίας της ανάπτυξης. Και το κάνει αυτό, καλώντας μας να ξανασκεφτούμε τις οικονομικές πρακτικές με όρους δημοκρατικών επιλογών και δράσεων με την ιδιότητα του πολίτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι μη οικονομικοί χώροι δεν υπάρχουν ήδη. Ο μύθος της καθολικής εμπορευματοποίησης τείνει να αγνοεί το γεγονός ότι πολλοί από εμάς περνούμε ένα σημαντικό μέρος του χρόνου μας φροντίζοντας τον εαυτό μας, ή βοηθώντας τους άλλους να φροντίσουν τον εαυτό τους, χωρίς να στηριζόμαστε στην αγορά (π.χ. Williams 2004, 2005a,b). Επιπλέον, έχουν γίνει παρόμοιες παρατηρήσεις σχετικά με την ανάγκη να ξεφύγουμε από το «ορθόδοξο οικονομικό πλαίσιο». Όπως προαναφέρθηκε, οι Gibson-Graham (1996, 2002, 2006) πρότειναν την επαναεννοιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και ταυτοτήτων μακριά από την κεφαλαιο-κεντρική σκέψη. Ωστόσο, λαμβά- νοντας υπόψη τη σοβαρότητα της οικολογικής και κοινωνικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, το να πολλαπλασιάσουμε τις φωνές που μας καλούν να ξεφύγουμε από την οικονομία και να εξερευνήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο σημεία εξόδου δεν φαντάζει καθόλου περιττό.
Αναφορές
Arendt, H. (1958), The Human Condition, University of Chicago Press, Chicago, IL. Ariès, P. (2005), Decroissance ou Barbarie, Golias, Lyon.
Ariès, P. (2006), No Conso: Vers la Greve Generale de la Consommation, Golias, Lyon.
Ariès, P. (2007), “Adresse aux objecteurs de croissance qui veulent faire de la politique”, Les Cahiers de l'IEEDSS, Vol. 1, Decembre, pp. 4-7.
Baker, S. (2006), Sustainable Development, Routledge, London.
Banerjee, S. (2001), “Managerial perceptions of corporate environmentalism: interpretations from industry and strategic implications for organizations”, Journal of Management Studies, Vol. 38 No. 4, pp. 489-513.
Barry, J. (2005), “Ecological modernization”, in Dryzek, J. and Schlosberg, D. (Eds), Debating the Earth, Oxford University Press, Oxford, pp. 303-21.
Baykan, B. (2007), “From limits to growth to degrowth within French politics”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 3, pp. 513-17.
Berglund, C. and Matti, S. (2006), “Citizen and consumer: the dual role of individuals in environmental policy”, Environmental Politics, Vol. 15 No. 4, pp. 550-71.
Binswanger, M. (2001), “Technological progress and sustainable development: what about the rebound effect?”, Ecological Economics, Vol. 36, pp. 119-32.
Blühdorn, I. (2007), “Sustaining the unsustainable: symbolic politics and the politics of simulation”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 2, pp. 251-75.
Blühdorn, I. and Welsh, I. (2007), "Eco-politics beyond the paradigm of sustainability: a conceptual framework and research agenda”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 2, pp. 185-205.
Caillé, A. (2005), Dé-penser l'Economique: Contre la Fatalite', La Découverte, Paris.
Callon, M. (Ed.) (1998), The Laws of the Markets, Blackwell, London.
Carruthers, D. (2001), “From opposition to orthodoxy: the remaking of sustainable development”, Journal of Third World Studies, Vol. 18 No. 2, pp. 93-122.
Cheynet, V. (2007), “Pour une Decroissance civilise”, Les Cahiers de l'IEEDSS, Vol. 1, Decembre, pp. 8-11.
Cheynet, V., Clementin, B. and Bernard, M. (Eds) (2003), Objectif décroissance, Parangon, Lyon.
Christoff, P. (1996), “Ecological modernisation, ecological modernities”, Environmental Politics, Vol. 5 No. 3, pp. 476-500.
Clémentin, B. (2005), “La Croissance n'existe pas, Institut d’études économiques et sociales pour la décroissance soutenable”, available at:
www.Décroissance.org/index.php?chemin=textes/croissance (accessed 28 January 2008).
Community Economy Collectives (2001), “Imagining and enabling noncapitalist futures”,
Socialist Review, Vol. 28 No. 3/4, pp. 93-135.
Curtis, F. (2003), "Eco-localism and sustainability”, Ecological Economics, Vol. 46 No. 1, pp. 83-102.
De Geus, M. (2003), The End of Over-Consumption: Towards a Lifestyle of Moderation and Self- Restraint, International Books, Utrecht.
de Riveros, O. (2001), The Myth of Development: The Non-Viable Economics of the 21st Century, Zed Books, London.
Dobson, A. (2003), Citizenship and the Environment, Oxford University Press, Oxford.
Dobson, A. (2006), “Ecological citizenship: a defence”, Environmental Politics, Vol. 15 No. 3, pp. 447-51.
Dobson, A. and Bell, D. (Eds) (2006), Environmental Citizenship, MIT Press, Cambridge, MA.
Dobson, A. and Valencia Saiz, A. (2005), “Introduction”, Environmental Politics, Vol. 14 No. 2, pp. 157-62.
Doherty, B. and de Geus, M. (Eds) (1996), Democracy and Green Political Thought: Sustainability, Rights and Citizenship, Routledge, London.
Douthwaite, R. (1992), The Growth Illusion: How Economic Growth has Enriched the Few, Improvished the Many and Endangered the Planet, Lilliput Press, Dublin.
Escobar, A. (1995), Encountering Development: The Making and Unmaking of the Third World, Princeton University Press, Princeton, NJ.
Fineman, S. (2001), “Fashioning the environment”, Organization, Vol. 8 No. 1, pp. 1731.
Fotopoulos, T. (2007), “Is degrowth compatible with a market economy?”, International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3 No. 1.
Georgescu-Roegen, N. (1971), The Entropy Law and the Economic Process, Harvard University Press, Cambridge, MA.
Georgescu-Roegen, N. (1979), Décroissance: Entropie-Ecologie-Economie (translated by Grinevald, J. and Rens, I.), Pierre-Marcel Favre, Lausanne.
Georgescu-Roegen, N. (1980), “Afterword”, in Rifkin, J. and Howard, T. (Eds), Entropy: A New World View, The Viking Press, New York, NY.
Gibbs, D. (2007), "Neoliberalism, ecological modernisation and the future of local economic development”, paper presented at the “Local Economic Development: Restructuring for Climate Change” Workshop, University of Liverpool, Liverpool, 6 February, available at: www.liv.ac.uk/geography/seminars/DG_Liverpool_seminar.doc (accessed 16 January 2008).
Gibson-Graham, J.K. (1996), The End of Capitalism (As We Knew It): A Feminist Critique of Political Economy. Blackwell, Oxford.
Gibson-Graham, J.K. (2002), “Beyond global vs. local: economic politics outside the binary frame”, in Herod, A. andWright, M. (Eds), Geographies of Power: Placing Scale, Blackwell, Oxford, pp. 25-60.
Gibson-Graham, J.K. (2006), A Postcapitalist Politics, University of Minnesota Press, Minneapolis, MN.
Global Footprint Network (2006), Living Planet Report 2006, available at: www.footprintnetwork.org/download.php?id=303 (accessed 18 January 2008).
Gorz, A. (1975), Ecologie et Politique, Galile'e, Paris.
Harvey, D. (1996), Justice, Nature and the Geography of Difference, Blackwell, Oxford.
Hayward, T. (2006), “Ecological citizenship: justice, rights and the virtue of resourcefulness”, Environmental Politics, Vol. 15 No. 3, pp. 435-46.
Herring, H. (2002), “Is energy efficiency environmentally friendly?”, Energy & Environment, Vol. 11, pp. 313-25.
Homs, C. (2006), “Sortir de l'Economie' Ea veut dire quoi?”, available at: www.Décroissance.info/Sortir-de-l-economie-ca-veut-dire (accessed 16 January 2008).
Homs, C. (2007), “De l'abolition du travail”, available at: www.Decroissance.info/De- l-abolition-du-Travail-a (accessed 28 January 2008).
Illich, I. (1973), Tools for Conviviality, Calder and Boyars, London.
Latouche, S. (2001), La deraison de la raison economique, Albin Michel, Paris.
Latouche, S. (2003), “Le marché, l'agora et l’acropole: Se réapproprier le marché”, Refractions, Vol. 9, pp. 17-26.
Latouche, S. (2004a), Survivre au développement, Mille et une nuit, Paris.
Latouche, S. (2004b), "Degrowth economics: why less should be much more”, Le Monde Diplomatique, November, available at: http://mondediplo.com/2004/11/14latouche
Latouche, S. (2005a), Décoloniser l'imaginaire, Parangon, Lyon.
Latouche, S. (2005b), L’invention de l'Economie, Albin Michel, Paris.
Latouche, S. (2006a), Le pari de la décroissance, Fayard, Paris.
Latouche, S. (2006b), “The globe downshifted: how do we learn to want less?”, Le Monde Diplomatique, English ed., January, available at: http://mondediplo.com/2006/01/13degrowth.
Latouche, S. (2007), "Degrowth: an electoral stake?”, International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3 No. 1.
Latta, P. (2007), “Locating democratic politics in ecological citizenship”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 3, pp. 377-93.
Meadows, D., Meadows, D. and Randes, J. (1972), Limits to Growth, UniverseBooks, NewYork, NY.
Milne, M., Kearins, K. and Walton, S. (2006), “Creating adventures in Wonderland: the journey metaphor and environmental sustainability”, Organization, Vol. 13 No. 6, pp. 801-39.
Monbiot, G. (2007), “If Tesco and Wal-Mart are friends of the earth, are there any enemies left?”, The Guardian, 23 January.
Næss, A. (1989), Ecology, Community and Lifestyle: Outline of an Ecosophy (translated by
Rothenberg, D.), Cambridge University Press, Cambridge.
Polanyi, K. (1944), The Great Transformation, Farrar and Reinhart, New York, NY.
Prasad, P. and Elmes, M. (2005), “In the name of the practical: unearthing the hegemony of pragmatics in the discourse of environmental management”, Journal of Management Studies, Vol. 42 No. 4, pp. 846-67.
Princen, T. (2003), “Principles for sustainability: from cooperation and efficiency to sufficiency”, Global Environmental Politics, Vol. 3 No. 1, pp. 33-50.
Pumar, E. (2005), “Social networks and the institutionalization of the ideology of sustainable development”, International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 25 No. 1/2, pp. 63-86.
Schneider, F. (2002), “Point d'efficacité sans sobriété: Mieux vaut débondir que rebondir”, Silence, Vol. 280 (février).
Schneider, F. (2003), “L’effet rebond”, L’Ecologiste, Vol. 4 No. 3, pp. 45-8.
Schosberg, D. (1999), Environmental Justice and the New Pluralism, Oxford University Press, Oxford.
Schumacher, E.F. (1973), Small is Beautiful: Economics as if People Mattered, Blong and Briggs, London.
Scott-Cato, M. (2006), Market, Schmarket: Building the Post-Capitalist Economy, New Clarion Press, Cheltenham.
Seabrook, J. (1993), Victims of Development, Verso, London.
Sessions, G. (Ed.) (1995), Deep Ecology for the Twenty-first Century, Shambhala, Boston, MA.
Shaw, D. (2007), “Consumer voters in imagined communities”, International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 27 No. 3/4, pp. 135-50.
Torgerson, D. (1999), The Promise of Green Politics: Environmentalism and the Green Public Sphere, Duke University Press, Durham, NC.
Trainer, T. (2002), “Recognising the limits to growth: a challenge to political economy”, Journal of Australian Political Economy, Vol. 50 No. 2, pp. 163-78.
UNDP (2006), Human Development Report 2006, United Nations, New York, NY.
Wall, D. (2007), “Realist utopias? Green alternatives to capitalism”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 3, pp. 518-22.
Walter, J. and Simms, A. (2006), The End of Development? Global Warming Disasters and the Great Reversal of Human Progress, New Economic Foundation, London.
Williams, C. (2004), “The myth of marketization: an evaluation of the persistence of non-market activities in advanced economies”, International Sociology, Vol. 19 No. 4, pp. 437-49.
Williams, C.C. (2005a), A Commodified World? Mapping the Limits of Capitalism, Zed, London.
Williams, C. (2005b), “The market illusion: re-reading work in advanced economies”,
International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 25 No. 10/11, pp. 106-18.
York, R., Rosa, E. and Dietz, T. (2003), “A rift in modernity? Assessing the anthropogenic sources of global climate change with the STIRPAT model”, International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 23 No. 10. p. 3151.
[1] Η οικονομική ανάπτυξη δεν τα πάει πολύ καλύτερα από την άποψη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η παγκόσμια ανισότητα στη χρήση του οικολογικού χώρου έχει συνοδευτεί από μία αύξηση των ανισοτήτων στην κατανομή του πλούτου. Η οικονομική ανάπτυξη που τροφοδοτείται από την αυξημένη κατανάλωση δεν φέρνει περισσότερο πλούτο σε αυτούς που το χρειάζονται, όπως μας κάνει να πιστεύουμε το «φαινόμενο της διάχυσης προς τα κάτω» (trickle-down effect). Μάλλον τείνει να πριμοδοτεί τους πλουσιότερους και εκείνους που ήδη καταναλώνουν πέρα από το δίκαιο μερίδιο πόρων που τους αναλογεί. Συνεπώς, ενώ το ποσό του παγκόσμιου πλούτου ποτέ δεν ήταν τόσο υψηλό, 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό, 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα και 2,8 δισεκατομμύρια με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Αυτό αντιπροσωπεύει το 45 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού (UNDP 2006). Το φτωχότερο 20 τοις εκατό του πλανήτη κατείχε το 1,1 τοις εκατό του παγκόσμιου εισοδήματος το 2006 έναντι του 2,3 τοις εκατό το 1970. Το πλουσιότερο 20 τοις εκατό (που ζει κυρίως στο Βορρά) κατέχει το 86 τοις εκατό του παγκόσμιου εισοδήματος, έναντι του 70 τοις εκατό το 1970.
[2] Από την άποψη αυτή, ο Pumar (2005) προσφέρει μια ενδιαφέρουσα άποψη για τον τρόπο με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη της βιωσιμότητας, και κατέληξε να απαλείψει πιο ριζοσπαστικές προοπτικές.
[3] [Σ.τ.Μ.] Εδώ πρόκειται για λογοπαίγνιο με τα αρχικά της εταιρείας. Η φράση «Πέρα από το πετρέλαιο» (Beyond Petroleum) στα αγγλικά έχει τα ίδια αρχικά με αυτά της εταιρείας
[4] Το βιβλίο μεταφράστηκε στα γαλλικά ως Décroissance: Entropie-Ecologie-Economie (Georgescu-Roegen 1979).
[5] Αυτή η έμφαση στην κριτική αντικατοπτρίζεται επίσης στο μανιφέστο και στο καταστατικό του «Κόμματος για τη Αποανάπτυξη». Το κόμμα αυτοπροσδιορίζεται ως αντι- εξουσιαστικό και το καταστατικό του περιέχει μία ρήτρα που ορίζει ότι κάθε μέλος που εκλέγεται σε θέση εκτελεστικής εξουσίας θα πρέπει να παραιτείται από το κόμμα για τη διάρκεια της θητείας του/της.
[6] Παρά το γεγονός ότι οι όροι «καταναλωτής» και «πολίτης» χρησιμοποιούνται συνήθως για να εκφράσουν διαφορετικές ανησυχίες ή κίνητρα (την επιδίωξη και ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων ενάντια στην ηθική και συλλογική ευθύνη), η διάκριση αυτή δεν είναι πάντοτε σαφής. Όπως σημειώνει η Shaw (2007), δεδομένου του αντίκτυπου που έχουν τα καταναλωτικά πρότυπα στην κοινωνία και το περιβάλλον, έχουν καταστεί, για κάποιους, ένα όχημα για την πραγμάτωση της ιδιότητας του πολίτη και της οικοδόμησης της κοινότητας.
Παρόλο που υπάρχει μια αυξανόμενη αποδοχή της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, οι πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης ή οικολογικού εκσυγχρονισμού που προτείνονται από εθνικές κυβερνήσεις και διεθνείς οργανισμούς δεν φαίνεται να κάνουν τίποτε περισσότερο από το «να διατηρούν το μη βιώσιμο». Στοχεύοντας να συμφιλιώσουν την οικονομική ανάπτυξη με το περιβάλλον, αποτυγχάνουν να αμφισβητήσουν την οικονομική αρχή της αέναης ανάπτυξης που ευθύνεται κατά κύριο λόγο για την καταστροφή του περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό, εναλλακτικές προτάσεις που βασίζονται στην κριτική της οικονομικής ανάπτυξης προσφέρουν μια πιο υποσχόμενη αφετηρία. Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει πώς το κίνημα της αποανάπτυξης που αναδύθηκε στη Γαλλία κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας συνάδει και μπορεί να συμβάλει στις λεγόμενες πράσινες πολιτικές. Μετά την τοποθέτηση του κινήματος στο γενικότερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών πολιτικών και αφού επιχειρηθεί μια σύντομη ανασκόπηση της εξέλιξής του, το άρθρο επικεντρώνεται στο κεντρικό θέμα του
- την έξοδο από την οικονομία. Υποστηρίζεται εδώ η θέση ότι η κύρια έμφαση του κινήματος δεν έγκειται απλώς σε μια έκκληση για λιγότερη οικονομική ανάπτυξη, παραγωγή ή κατανάλωση, αλλά σε ένα θεμελιώδες κάλεσμα εκ νέου πολιτικοποίησης και αλλαγής των όρων με τους οποίους καθορίζονται οι οικονομικές σχέσεις και ταυτότητες. Αυτή η πολιτικοποίηση της οικονομίας συζητείται σε σχέση με την επανεμφάνιση των εννοιών της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη, ως ενδιαφέροντα σημεία εκκίνησης για τη σύλληψη αλλά και εφαρμογή εναλλακτικών ως προς τον καταναλωτικό καπιταλισμό. Το τελευταίο μέρος της εργασίας διερευνά το πώς η στάση του κινήματος της αποανάπτυξης σχετικά με τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη μπορεί να βοηθήσει στην αντιμετώπιση δύο προβληματικών θεμάτων των περιβαλλοντικών πολιτικών: την συμμετοχή των πολιτών και την ύπαρξη κινήτρων.
Εισαγωγή
Καθώς έχει πλέον γίνει ευρέως αποδεκτό ότι η κλιματική αλλαγή οφείλεται σε ανθρωπογενείς εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, η αναζήτηση εναλλακτικών οικονομικών μοντέλων προς τον καταναλωτικό καπιταλισμό αποτε- λεί ένα ζήτημα καίριο και πιεστικό όσο ποτέ (Wall 2007). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το κίνημα της αποανάπτυξης που αναδύθηκε στη Γαλλία την προηγούμενη δεκαετία μπορεί να προσφέρει μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι ιδέες που κυκλοφορούν μέσα στο κίνημα αποανάπτυξης στη Γαλλία συνάδουν με τις κριτικές στην ανάπτυξη που έχουν γίνει στα πλαίσια πράσινων ή αναπτυξιακών πολιτικών (βλέπε για παράδειγμα, Curtis 2003, De Rivero 2001, Douthwaite 1992, Escobar 1995, Meadows et al. 1972, Scott-Cato 2006, Seabrook 1993, Trainer 2002, για να αναφέρουμε μόνο μερικά παραδείγματα). Ωστόσο, το κίνημα της αποανάπτυξης μπορεί να έχει κάτι επιπλέον να προσθέσει σε αυτές τις κριτικές. Ειδικότερα, όπως θα υποστηριχθεί στην παρούσα μελέτη, το πρωταρχικό μοτίβο του κινήματος - να ξεφύγουμε ή ακριβέστερα, να δραπετεύσουμε από την οικονομία - παρέχει ενδιαφέροντα σημεία εκκίνησης για την εννοιολογική σύλληψη αλλά και την εφαρμογή εναλλακτικών προτάσεων στον Δυτικού τύπου καταναλωτικό καπιταλισμό, κυρίως μέσω της επαναφοράς στο προσκήνιο της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη. Η κριτική του κινήματος της αποανάπτυξης στην οικονομική ανάπτυξη είναι ενταγμένη μέσα σε ένα εννοι- ολογικό πλαίσιο που καταγγέλλει την ορθόδοξη οικονομική σκέψη ή τον «οικονομισμό» για την «αποικιοποίηση του φαντασιακού μας» (Latouche 2005a). Από αυτή την σκοπιά, ο κύριος υπαίτιος δεν είναι η οικονομική ανάπτυξη καθ' αυτή αλλά η ιδεολογία της ανάπτυξης, ένα σύστημα αναπαράστασης που μεταφράζει τα πάντα σε μια πραγμοποιημένη (reified) και αυτόνομη οικονομική πραγματικότητα που κατοικείται από ιδιοτελείς καταναλωτές. Αυτό συνεπάγεται ότι για να αμφισβητήσουμε την «τυραννία της οικονομικής ανάπτυξης», δεν αρκεί να ζητούμε λιγότερη, πιο αργή ή πιο πράσινη ανάπτυξη, διότι αυτό μας αφήνει παγιδευμένους μέσα στην ίδια οικονομική λογική. Αντιθέτως, θα πρέπει να ξεφύγουμε από την οικονομία ως σύστημα αναπαράστασης. Αυτό σημαίνει να φανταστούμε εκ νέου τις οικονομικές μας σχέσεις, ταυτότητες και δραστηριότητες με διαφορετικούς όρους. Και είναι για το σκοπό αυτό που το κίνημα της αποανάπτυξης προβάλλει τις έννοιες της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη.
Πριν εξετάσουμε περαιτέρω πώς το κίνημα της αποανάπτυξης προτείνει να ξεφύγουμε από την οικονομία, θα επιχειρήσουμε πρώτα να τοποθετήσουμε το κίνημα μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο των περιβαλλοντικών πολιτικών. Το δεύτερο μέρος του κειμένου θα προσφέρει μια σύντομη εισαγωγή στην ανάδυση του κινήματος της αποανάπτυξης στη Γαλλία. Το τρίτο μέρος θα επιστρέψει στο κύριο αίτημα του κινήματος, «να εξέλθουμε από την οικονομία», και θα συζητήσει τη σύνδεσή του με τις έννοιες της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη. Το τελευταίο θα διερευνήσει το πώς η θέση του κινήματος της αποανάπτυξης σχετικά με τη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη μπορεί να συμβάλει στην αντιμετώπιση δύο προβληματικών εννοιών των περιβαλλοντικών πολιτικών: την συμμετοχή των πολιτών και την ύπαρξη κινήτρων.
Τοποθετώντας την αποανάπτυξη στις περιβαλλοντικές συζητήσεις
Όπως παρατήρησε ο Gibbs (2007), είμαστε πλέον όλοι περιβαλλοντιστές, καθώς είναι δύσκολο να αποφύγουμε να γνωρίζουμε για την κλιματική αλλαγή ή για την εξάντληση των πετρελαϊκών αποθεμάτων, καθώς και για τον πιθανό αντίκτυπο αυτών στη ζωή μας. Τα κοινωνικά και περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν από την οικονομική ανάπτυξη έχουν γίνει πρωτοσέλιδα και η πληθώρα δεδομένων που καταδεικνύουν τη μη βιωσιμότητα των υφιστάμενων προτύπων οικονομικής ανάπτυξης μάλλον δεν χρειάζεται να αποδειχθούν ξανά εδώ. Αρκεί να σημειωθούν μερικές από τις πιο αποκαλυπτικές στατιστικές:
• Θα χρειάζονταν πέντε έως έξι πλανήτες ώστε το σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού να μπορεί να καταναλώνει και να ρυπαίνει στο επίπεδο των πολιτών των ΗΠΑ (και περίπου τρεις πλανήτες για τα Ευρωπαϊκά επίπεδα) (Walter και Simms 2006).
• Οι αναλύσεις για το οικολογικό αποτύπωμα δείχνουν ότι οι άνθρωποι στον Βορρά ζουν πολύ πέραν των οικολογικών τους μέσων. Ενώ η μέση βιολογικά παραγωγική διαθέσιμη περιοχή (αν θεωρήσουμε ότι θα υπάρχει ίση κατανομή) για κάθε πολίτη του κόσμου το 2003 ήταν 1,8 εκτάρια, το αποτύπωμα των πολιτών των ΗΠΑ ήταν 9,6 εκτάρια, εκείνο των πολιτών της ΕΕ ήταν 4,8 εκτάρια και εκείνο των πολιτών από χώρες με χαμηλό εισόδημα 0,8 εκτάρια (Global Footprint Network 2006)[1].
Παρά τον επείγοντα χαρακτήρα αυτών των προβλημάτων, οι πολιτικοί σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο ήταν απασχολημένοι με τη χάραξη πολιτικών με στόχο, για παράδειγμα, τον περιορισμό εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ενώ πολλές επιχειρήσεις έχουν επίσης ενταχθεί στην περιβαλλοντική μόδα, καθώς ένας αυξανόμενος αριθμός οργανισμών αναπτύξει «πράσινες» πολιτικές (π.χ. Banerjee 2001, Fineman 2001). Για παράδειγμα, την άνοιξη του 2007 αρκετές αλυσίδες εμπορικών καταστημάτων, συμπεριλαμ- βανομένης της Tesco, της Marks & Spencer και της Wal-Marts, ανακοίνωσαν τη δέσμευσή τους να αποκτήσουν ουδέτερο ισοζύγιο άνθρακα.
Με τη διεύρυνση του κοινού του, ο περιβαλλοντισμός έχει διατυπωθεί αναφορικά με προγράμματα μεταρρυθμίσεων, κάτω από διάφορες καθησυχα- στικές ταμπέλες, όπως η βιώσιμη ανάπτυξη ή ο οικολογικός εκσυγχρονισμός (Baker 2006, Blühdorn και Welsh 2007, Gibbs 2007). Αυτά τα προγράμματα των μεταρρυθμίσεων τείνουν να προσφέρουν μια αισιόδοξη προοπτική βασισμένη στη χρήση οικολογικά αποδοτικών τεχνολογιών για την επίλυση των περιβαλλοντικών προβλημάτων και συνήθως προβάλλονται ως «ορθολογικές» και «εφαρμόσιμες» λύσεις. Έτσι, ο διάλογος περί περιβαλλοντικού εκσυγχρονισμού, ενστερνιζόμενος από πολλές εταιρίες, τείνει να τονίζει τον πραγματισμό του και την πρακτική σημασία του απέναντι στην αφέλεια ή την ακρότητα των πιο ριζοσπαστικών απόψεων (Prasad και Elmes 2005). Κεντρικό ρόλο σε αυτά τα προγράμματα και τον «πραγματισμό» τους έχει η πίστη στη συμβατότητα ανάμεσα στον καταναλωτικό καπιταλισμό και στην οικολογική βιωσιμότητα. Πράγματι, αυτή η πεποίθηση έχει εξελιχθεί σε ένα ηγεμονικό και βολικό μοτίβο (Blühdorn και Welsh 2007), το οποίο τροφοδοτείται από την πίστη στην οικο-τεχνολογία και στους μηχανισμούς της αγοράς. Έτσι, ενώ οι περιβαλλοντικές ανησυχίες έχουν βρει κεντρικό ρόλο στην ατζέντα κυβερνήσεων και πολλών εταιριών, οι θεμελιώδεις αρχές των Δυτικών προτύπων κατανάλωσης και παραγωγής παραμένουν αδιαπραγμάτευτες. Η οικολογική βιωσιμότητα, όπως διαμορφώνεται από τις εθνικές κυβερνήσεις ή τους διεθνείς οργανισμούς (π.χ. Agenda 21, το Πρωτόκολλο του Κιότο, η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο), παραμένει σταθερά υποκείμενη στην οικονομική ανάπτυξη. Ενώ υπάρχουν διάφορες προσεγγίσεις για τον οικολογικό εκσυγχρονισμό ή τη βιώσιμη ανάπτυξη (π.χ. Barry 2005, Christoff 1996), το κεντρικό μοτίβο είναι ο συμβιβασμός των εντάσεων μεταξύ της τεχνολογίας και της οικολογίας, της οικονομικής ανάπτυξης και της οικολογίας, καθώς και μεταξύ της ανταγωνιστικής αγοράς και της οικολογίας (Blühdorn και Welsh 2007). Σε αυτή τη βολική απεικόνιση, η οικονομική ανάπτυξη και η περιβαλλοντική προστασία συνδέονται στενά με στρατηγικές αμοιβαίου κέρδους (win-win), υπονοώντας ότι μπορούμε να έχουμε ό,τι θέλουμε, χωρίς να αντιμετωπίζουμε κανέ- ναν κίνδυνο (Milne et al. 2006). Ωστόσο, αυτή η πολιτική εξομάλυνση της έννοιας της βιωσιμότητας[2] έχει αποτελέσει αντικείμενο σοβαρών επικρίσεων (π.χ. Blühdorn και Welsh 2007, de Geus 2003, Harvey 1996, York et al. 2003). Από τη στιγμή που άρχισε να αποτελεί την κυρίαρχη τάση, η βιωσιμότητα έχει απολέσει τις πιο ριζοσπαστικές αμφισβητήσεις των οικονομικών μοντέλων, και ειδικότερα της οικονομικής ανάπτυξης. Γ ια πολλούς, ήδη από τη δημοσίευση της έκθεσης «Τα Όρια της Ανάπτυξης» (Limits to Growth) το 1972 (Meadows et al. 1972), αν πρόκειται να υπάρξει οποιαδή- ποτε ελπίδα για ένα βιώσιμο μέλλον, πρέπει να αμφισβητηθεί η οικονομική ανάπτυξη (π.χ. Carruthers 2001, Milne et al. 2006, Trainer 2002, Scott-Cato 2005). Όπως υπογραμμίζουν οι Prasad και Elmes (2005), οι πολιτικές της βιώσιμης ανάπτυξης, ο εταιρικός περιβαλλοντισμός ή ο οικολογικός εκσυγχρονισμός είναι «εφαρμόσιμα» μόνο στο βαθμό που συνεπάγονται την ελάχιστη δυνατή αναστάτωση και ενόχληση για τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές στον Βορρά, αλλά σίγουρα όχι λόγω της ικανότητάς τους να παράσχουν ένα πιο βιώσιμο μέλλον. Πράγματι, θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι αυτό που αποτελεί αντικείμενο διαχείρισης στο πλαίσιο της πολιτικής της βιώσιμης ανάπτυξης δεν είναι η πορεία προς ένα πιο βιώσιμο μέλλον, αλλά μάλλον η αδυναμία και η απροθυμία μας να ακολουθήσουμε μια τέτοια πορεία (Blühdorn και Welsh 2007). Έτσι, μπροστά στις αυξανόμενες οικολογικές καταστροφές σε όλο τον κόσμο, από ξηρασίες σε πλημμύρες, και από ερημοποιήσεις σε εξαφανίσεις ειδών, η συνεχιζόμενη επιμονή στην αποτελεσματικότητα της τεχνολογίας και στις λύσεις μέσω των αγορών, και η ταυτόχρονη άρνηση ότι η καπιταλιστική αρχή της αέναης ανάπτυξης είναι μη βιώσιμη μόνο ως παθολογικές μπορεί να χαρακτηριστούν (Blühdorn και Welsh 2007). Ο λόγος και οι πολιτικές της βιώσιμης ανάπτυξης και του οικολογικού εκσυγχρονισμού χρησιμεύουν μόνο για να «συντηρούν το μη βιώσιμο» (Blühdorn 2007). Όχι μόνο απαλλάσσουν τις μεγάλες εταιρείες και την καπιταλιστική οικονομία αέναης ανάπτυξης από τις περιβαλλοντικές τους ευθύνες, αλλά και τις προβάλλουν ως τους νέους ήρωες της βιωσιμότητας: η BP (British Petroleum) θα μας πάει «Πέρα από το πετρέλαιο»[3] και η οικονομική ανάπτυξη προς ένα βιώσιμο μέλλον.
Το κίνημα για την αποανάπτυξη είναι σταθερά θεμελιωμένο σε αυτή την κριτική στις «λύσεις» ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση που παραμένουν προσανατολισμένες στην οικονομική ανάπτυξη, όπως θα γίνει φανερό στην ακόλουθη συζήτηση.
Εισαγωγή στο κίνημα της αποανάπτυξης
Η ιδέα της αποανάπτυξης, ή décroissance, και οι συζητήσεις που έχει προκα- λέσει εντάσσονται μέσα σε μια μακρά κριτική παράδοση ενάντια στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη της οικονομικής ανάπτυξης. Επομένως, το κίνημα αναγνωρίζει τον Gandhi, τον Gorz (1975), την Arendt (1958), τον Illich (1973) και τον Schumacher (1973) (για να αναφέρουμε μόνο μερικούς) ως προδρόμους του. Ο όρος décroissance εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη γαλλική μετάφραση της σημαντικής μελέτης του Georgescu-Roegen (1971) «Ο νόμος της εντροπίας και η οικονομική διαδικασία»[4]. Έκτοτε διαδόθηκε από διάφορους συγγραφείς, ως επί το πλείστον ακαδημαϊκούς και δημοσιογράφους, όπως οι Latouche, Ariès, Cheney και Schneider, για να αναφέρουμε μερικούς από τους πιο εξέχοντες υποστηρικτές της, μέσα από τις σελίδες της Monde Diplomatique (π.χ. Latouche 2004b, 2006b) και διάφορες άλλες δημοσιεύσεις (π.χ. Ariès 2005, 2006, Cheynet et al. 2003, Latouche 2001, 2004a, 2005a,b, 2006a). Οι ιδέες της έχουν κυκλοφορήσει και συζητηθεί σε διάφορα μέσα, για παράδειγμα σε ένα μηνιαίο περιοδικό με τίτλο «La Décroissance», μέσω ενός ερευνητικού κέντρου - το «Ινστιτούτο Κοινωνικών και Οικονομικών Σπουδών για τη Βιώσιμη Αποανάπτυξη» (Institut d’Etudes Economiques et Sociales pour la Décroissance Soutenable), μέσω ενός πολιτικού κόμματος
- το «Κόμμα για την Αποανάπτυξη» (le Parti pour la Décroissance), καθώς και μέσω πιο άτυπων τοπικών ή διαδικτυακών ομάδων.
Ο Georgescu-Roegen (1971) εισήγαγε την έννοια της αποανάπτυξης ως απάντηση στη μη αναστρέψιμη βλάβη που θεωρούσε ότι προκαλούν οι πολιτικές της αέναης ανάπτυξης τις οποίες κηρύσσει η νεοφιλελεύθερη οικονομία. Υποστήριζε ότι η κλασσική οικονομική επιστήμη βασίζεται σε μια μηχανιστική θεώρηση η οποία αγνοεί την αρχή της εντροπίας, δηλαδή τον δεύτερο νόμο της θερμοδυναμικής. Σύμφωνα με τον νόμο της εντροπίας, ενώ η ενέργεια μπορεί διατηρείται («τίποτε δεν χάνεται, όλα μεταμορφώνονται»), ωστόσο υποβαθμίζεται ή μετασχηματίζεται με τη χρήση της, και επομένως δεν μπορεί να επιστρέψει στην αρχική της κατάσταση και να χρησιμοποιηθεί ξανά με τον ίδιο τρόπο. Για παράδειγμα, η ενέργεια που χρησιμοποιείται για την παραγωγή ενός υπολογιστή δεν μπορεί ποτέ να επιστρέψει στην αρχική της κατάσταση και να χρησιμοποιηθεί για να φτιαχτεί ένας άλλος υπολογιστής. Συνεπώς, η αέναη οικονομική ανάπτυξη, η οποία στηρίζεται σε μια συνεχώς αυξανόμενη χρήση των φυσικών πόρων, θα οδηγήσει στην εξάντληση και τη λεηλασία της φέρουσας ικανότητας της γης και αποτελεί μια φυσική εκτροπή (physical aberration). Για τον Georgescu-Roegen, η κλασσική οικονομική επιστήμη, αγνοώντας το νόμο της εντροπίας είναι ταυτόχρονα όχι αρκετά υλιστική ώστε να μην λαμβάνει υπόψη την πραγματικότητα των φυσικών πόρων, και υπερβολικά υλιστική με την έννοια ότι υποβιβάζει τα ανθρώπινα όντα στην οικονομική τους λειτουργία ως παραγωγούς και καταναλωτές - το οποίο αποτελεί βασικό επιχείρημα του κινήματος για την αποανάπτυξη, στο οποίο θα επιστρέψω στην επόμενη ενότητα.
Αντλώντας επιχειρήματα από το έργο του Georgescu-Roegen, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης καταγγέλλουν την οικονομική σκέψη και τα συστήματα που βλέπουν την οικονομική ανάπτυξη ως το υπέρτατο αγαθό. Προσφέρουν την αποανάπτυξη ως ένα συμβολικό όπλο ή «έννοια-βόμβα» (mot οbus) (Ariès 2005) ενάντια στην «τυραννία της οικονομικής ανάπτυξης» και για να μας προκαλέσουν να στραφούμε προς εναλλακτικές. Εκτός από το να καταδεικνύουν ότι η οικονομική ανάπτυξη και η συνεχώς αυξανόμενη κατανάλωση δεν είναι βιώσιμες από κοινωνική και οικολογική σκοπιά, αμφισβητούν επίσης τους δείκτες της οικονομικής ανάπτυξης, όπως το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (π.χ. Aries 2005, Clementin 2005). Οι δείκτες αυτοί λαμβάνουν υπόψη μόνο την παραγωγή και την πώληση των εμπορευματοποιημένων αγαθών και υπηρεσιών, αγνοώντας τις βλαβερές συνέπειες που αυτά προκαλούν σε άλλα «αγαθά»: τη δικαιοσύνη, την ισότητα, τη δημοκρατία, την υγεία των ανθρώπων και των οικοσυστημάτων, την ποιότητα ζωής, τις κοινωνικές σχέσεις. Τονίζουν τον παραλογισμό ενός οικονομικού συστήματος που βασίζεται στην «ανάπτυξη» όταν αυτό που πρέπει να «αναπτυχθεί» παραμένει αυθαίρετο. Επομένως, τα αυξανόμενα κρούσματα καρκίνου, τα τροχαία δυστυχήματα, η παχυσαρκία, οι οικολογικές καταστροφές, οι πόλεμοι, όλα συμβάλλουν στην οικονομική ανάπτυξη μέσω της κατανάλωσης των ασφαλιστικών και ιατρικών προϊόντων και υπηρεσιών, της βιομηχανίας καθαρισμού, όπλων και ούτω καθεξής - ένα επιχείρημα που έχει προβληθεί από πολλούς στο πλαίσιο πράσινων πολιτικών (π.χ. Scott-Cato 2006).
Το κίνημα της αποανάπτυξης είναι εξίσου καυστικό προς κάθε προσπάθεια να συμβιβαστούν οικονομική ανάπτυξη και περιβαλλοντικές ανησυχίες. Για παράδειγμα, η έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης θεωρείται «σχήμα οξύμωρο» (Latouche 2004b), διότι η οικονομική ανάπτυξη είτε είναι αειφόρος, πράσινη ή όπως αλλιώς χαρακτηρίζεται, δεν μπορεί να είναι βιώσιμη. Στον πυρήνα αυτού του επιχειρήματος βρίσκεται η κριτική στην εξάρτηση και πίστη στις οικολογικές τεχνολογίες που θα μας οδηγήσουν σε μια «πρασινότερη» ανάπτυξη. Το κύριο επιχείρημα εδώ σχετίζεται με αυτό που έχει γίνει γνωστό ως το «φαινόμενο αναπήδησης» (rebound effect) (Binswanger 2003, Schneider 2002, 2003): κάθε κέρδος σε ενέργεια που προέρχεται από τη χρήση πιο αποδοτικής τεχνολογίας συνήθως ακυρώνεται από την αύξηση της κατανάλωσης. Οι οικολογικά αποδοτικές τεχνολογίες μας κάνουν απλώς να καταναλώνουμε περισσότερο, μια διαπίστωση που επιβεβαιώνεται και από άλλους (π.χ. Princen 2003, Herring 2002). Για παράδειγμα, τα αυτοκίνητα με υψηλή απόδοση καυσίμου μας δίνουν τη δυνατότητα να ταξιδεύουμε περισσότερο. Η χρήση της ηλιακής ενέργειας μας επιτρέπει να θερμάνουμε το σπίτι ή το νερό μας περισσότερο, και ούτω καθεξής. Το πρόβλημα δεν εντοπίζεται στις οικολογικά αποδοτικές τεχνολογίες καθ’ αυτές που δυνητικά μπορεί να είναι χρήσιμες, αλλά στην ένταξή τους μέσα σε ένα μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, δηλαδή την χρησιμοποίησή τους για την αύξηση της κατανάλωσης και της παραγωγής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο συσσώρευσης οικολογικών (και κοινωνικών) συ- ντριμμιών, του παράλογου και αυθαίρετου ορισμού της ανάπτυξης, καθώς και της επιδίωξης της οικονομικής ανάπτυξης (κι ας είναι «βιώσιμη») με κάθε κόστος, η αποανάπτυξη προσφέρεται κυρίως ως ένα εννοιολογικό ή ιδεολογικό όπλο. Οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αμφισβητούν τη «φυσικότητα», το υποτιθέμενα αναπόφευκτο και επιθυμητό της οικονομικής ανάπτυξης. Ανατίθενται προς την ιδεολογία της οικονομικής ανάπτυξης (περισσότερο από ότι στην οικονομική ανάπτυξη καθ’ αυτή που δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένας αυθαίρετος υπολογισμός), και προσφέρουν την αποανάπτυξη ως μια «λέξη-βόμβα» (Ariès 2005), ένα πολιτικό όπλο για να αποαποικιοποιήσουμε το συλλογικό φαντασιακό και να το ελευθερώσουμε από την τυραννία της οικονομικής ανάπτυξης (Latouche 2005a). Έτσι η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως ένα πρόγραμμα, μια ιδεολογία ή μια άλλη οικονομική θεωρία (Latouche 2006b), αλλά ως μια συμβολική πρόκληση ενάντια σε πολιτικές που θεωρούν την οικονομική ανάπτυξη ως αυτοσκοπό. Η αποανάπτυξη δεν προορίζεται να μετατραπεί σε ένα συγκεκριμένο σχέδιο ή αυτοσκοπό, αλλά να παραμείνει ένα μέσο για την προώθηση ενός κριτικού πνεύματος (Ariès 2005), που θα αμφισβητεί την προτεραιότητα που αποδίδεται στις οικονομικές αξίες και αρχές[5]. Σύμφωνα με τον Ariès (2005), αυτή η κριτική πρόθεση αποδίδεται καλά με τον όρο «αποανάπτυξη» (degrowth). Μολονότι ο όρος μπορεί να έχει μια αρνητική χροιά, παρουσιάζει το πλεονέκτημα ότι δεν είναι εύκολο να ανακτηθεί και χρησιμοποιηθεί από τον καπιταλισμό και τη λογική του «όλο και περισσότερο» στην οποία εκείνος βασίζεται. Πράγματι, όπως ο Monbiot (2007) εύστοχα θέτει σε ένα επικριτικό σχόλιο για τις προσπάθειες των σούπερ μάρκετ να μειώσουν τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα: τα σούπερ μάρκετ μπορεί να προσπαθούν να μας πουλήσουν «πράσινα» και «ηθικά», αλλά ένα πράγμα που τα σούπερ μάρκετ ή ο καπιταλισμός εν γένει δεν μπορεί να μας πουλήσει είναι «λιγότερο».
Η αποανάπτυξη όμως δεν είναι απλώς ένα ποσοτικό ζήτημα του να κάνουμε τα ίδια αλλά λιγότερο. Είναι, ακόμα περισσότερο, μια παραδειγματική αναδιάταξη αξιών, ιδίως η εκ νέου επιβεβαίωση των κοινωνικών και οικολογικών αξιών και η εκ νέου πολιτικοποίηση της οικονομίας. Στοχεύει να μας βγάλει έξω από την οικονομία, από τον τομέα του υπολογίσιμου και οικονομικού ορθολογισμού, και να θέσει θεμελιώδη ερωτήματα σχετικά με τη φύση του πλούτου, τη διανομή, τη χρήση και την κατάχρησή του. Συνεπώς, η αποανάπτυξη δεν είναι απλώς ένα ποσοτικό ζήτημα του να παράγουμε και να καταναλώνουμε λιγότερο, αλλά ένα εργαλείο που προτείνεται για να ξεκινήσει μια πιο ριζική ρήξη με την κυρίαρχη οικονομική σκέψη. Αυτή η ριζική αλλαγή σηματοδοτείται κατά πρώτο λόγο από ένα κάλεσμα για την επαναφορά δημοκρατικών επιλογών και συζητήσεων στη διαμόρφωση της οικονομίας και, κατά δεύτερο λόγο, από το να φανταστούμε εκ νέου τις οικονομικές μας σχέσεις και ταυτότητες με διαφορετικούς όρους. Και οι δύο αυτές προτάσεις αντανακλούνται στη βασική θέση του κινήματος της αποα- νάπτυξης: να ξεφύγουμε ή να δραπετεύσουμε από την οικονομία (escaping from the economy, sortir de l'economie). Αυτό το θέμα θα διερευνηθεί στην επόμενη ενότητα, αλλά πρώτα ίσως αξίζει να περιγράψουμε εν συντομία τους διάφορους τρόπους με τους οποίους το κίνημα της αποανάπτυξης έχει εκδηλωθεί στη γαλλική πολιτική.
Το κίνημα της αποανάπτυξης είναι ένα χαλαρό και ανοικτό δίκτυο που περιλαμβάνει διάφορα φόρουμ για την κυκλοφορία, την ανταλλαγή και συζήτηση ιδεών και εμπειριών. Αυτές οι ανταλλαγές πραγματοποιούνται μέσα από διάφορα μέσα και πλατφόρμες, για παράδειγμα, το μηνιαίο περιοδικό «De- croissance: Le Journal de la Joie de Vivre», διάφορα φόρα σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο (για παράδειγμα μια ανοιχτή πλατφόρμα συζήτησης διαφορετικών προοπτικών για την αποανάπτυξη τόσο σε θεωρητικό όσο και σε πιο πρακτικό επίπεδο, στο www.decroissance.info), και ένα κέντρο έρευνας για την αποανάπτυξη (Institut d'Etudes Economiques et Sociales pour la Décroissance Soutenable, www.Decroissance.org). Επιπλέον, το κίνημα της αποανάπτυξης διοργανώνει διάφορες εκδηλώσεις για να μεταφέρει τις ιδέες του στο κοινό. Οι δύο πιο σημαντικές εκδηλώσεις είναι η «ημέρα που δεν αγοράζουμε τίποτα» (buy nothing day) κάθε Νοέμβριο, και η διοργάνωση της Marche pour la Decroissance (Πορεία για την Αποανάπτυξη). Η πρώτη πορεία διοργανώθη- κε το καλοκαίρι του 2005, με τους συμμετέχοντες να παίρνουν μέρος από μια μέρα έως τέσσερις εβδομάδες. Η πορεία χαρακτηρίστηκε ως επιτυχημένη όχι μόνο γιατί έκανε ορατή την ιδέα της αποανάπτυξης, αλλά και γιατί προώθησε πειράματα αποανάπτυξης με τους συμμετέχοντες να συμβιώνουν αρμονικά, μειώνοντας τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις για ένα μήνα. Παρόμοιες πορείες έλαβαν χώρα το καλοκαίρι του 2006 και του 2007. Σε πιο επίσημο επίπεδο, το κίνημα της αποανάπτυξης οδήγησε στο σχηματισμό ενός πολιτικού κόμματος τον Απρίλιο του 2006, το Parti pour la Decroissance (www.partipourlaDecroissance. net).
Για να ολοκληρώσω αυτή τη σύντομη επισκόπηση της εξέλιξης του κινήματος της αποανάπτυξης, υπάρχουν τρία σημεία που αξίζει να τονιστούν. Το πρώτο είναι η θεμελίωση του κινήματος εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας. Πολλοί από τους εκπροσώπους του (π.χ. Ariès, Latouche, Cheynet, Schneider) είναι πανεπιστημιακοί που έχουν αναπτύξει δεσμούς με διάφορα Ευρωπαϊκά ερευνητικά ιδρύματα συμπεριλαμβανομένων των European Society for Ecological Economics (ESEE, www.euroecolecon.org), Sustainable Europe Research Institute (SERI, www.seri.at) και Research and Degrowth/Recherche et Decroissance (R&D, www.degrowth.net). Αυτά τα ιδρύματα σε συνεργασία μεταξύ τους, διοργανώνουν ένα διεθνές συνέδριο για την αποανάπτυξη («Οικονομική Αποανάπτυξη για την Βιωσιμότητα και τη Δικαιοσύνη»). Δεύτερον, η αυξανόμενη διεθνής διάσταση του κινήματος αντανακλάται επίσης σε ένα πιο λαϊκό επίπεδο με την εμφάνιση ενός δικτύου αποανάπτυξης στην Ιταλία (Decrescita, www.decrescita.it), και ενός πανευρωπαϊκού δικτύου των Αντιρρησιών Μεγέθυνσης για τη Μετά- Ανάπτυξη/Reseau d'Objecteurs de Croissance pour l'Apres-Developpement (ROCADE, www.apres-developpement.org). Τέλος, η ανάπτυξη του κινήματος της αποανάπτυξης στη Γαλλία είναι ενδιαφέρουσα δεδομένου ότι έχει αποκτήσει ένα επίπεδο προβολής και οργάνωσης που ίσως δεν έχει επιτευχθεί αλλού. Πράγματι, είναι ένας όρος με τον οποίο οι περισσότεροι υποψήφιοι για τις γαλλικές προεδρικές εκλογές του 2007, καθώς και ο καθεστωτικός Τύπος, έπρεπε να ασχοληθούν, ακόμη και για να τον παραποιήσουν ή υπονομεύσουν (Latouche 2007).
Βάζοντας την οικονομία στη θέση της
Το να βάλουμε την οικονομία πίσω στη θέση της, ή «το να ξεφύγουμε από την οικονομία» (sortir de l'économie) (Homs 2006, Latouche 2005a,b) έχει καταστεί κεντρικό μοτίβο του κινήματος της αποανάπτυξης, και συμπυκνώνει ορισμένα από τα κεντρικά θέματά της, ειδικά την έμφαση στη δημοκρατική επιλογή, και την πρόταξη των κοινωνικών και ανθρωπιστικών αξιών πάνω από την οικονομική λογική. Το να βάλουμε την οικονομία πίσω στη θέση της εμπεριέχει την επιβεβαίωση των ανθρωπιστικών αξιών και των πολιτειακών ιδεωδών της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης (Ariès 2007, Cheynet 2007).
Για τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, προκειμένου να αντικρούσει κανείς τη νεοφιλελεύθερη οικονομία της ανάπτυξης, δεν είναι αρκετό για να προτείνει εναλλακτικά οικονομικά μοντέλα, διότι η πρόταση εναλλακτικών οικονομιών δεν αρκεί για να αμφισβητήσει τη σημασία που αποδίδεται στην οικονομία καθεαυτή. Αν θέλουμε να αντιταχθούμε στον οικονομικό ντετερμινισμό ή τον «οικονομισμό» πρέπει να αναθεωρήσουμε τον ρόλο των αξιών και να επιστρέψουμε στο έδαφος της πολιτικής. Επομένως, μια από τις αφετηρίες του κινήματος της αποανάπτυξης είναι να πολιτικοποιήσει την οικονομία, να την αποκαλύψει ως μια αφηρημένη ιδέα, ως ένα αυτοαναφορικό σύστημα αναπαραστάσεων (Latouche 2005b, Homs 2006) και όχι ως μια αντικειμενική πραγματικότητα, μια σειρά από «δεδομένα» γεγονότα, όπως συνήθως παρουσιάζεται. Φυσικά, σε αυτό το σημείο, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αντλούν επιχειρήματα από μια ολόκληρη παράδοση που από την εποχή του Polanyi (1944) προσπάθησε να αποδομήσει τη φυσικότητα της οικονομίας (βλ. για παράδειγμα, Caille 2005, Callon 1998, Gibson- Graham 1996, 2006) και να αμφισβητήσει την «στιβαρότητα», τη «δεδομενοποίηση» ή το δήθεν αναπόφευκτο των οικονομικών «πραγματικοτήτων», όπως η αγορά, η εργασία ή η αξία. Από αυτή την σκοπιά, η οικονομία θεωρείται ως μια ιστορική διαδικασία που δημιουργήθηκε μέσω διαλογικών πρακτικών και όχι ως ένα φυσικό, αυτόνομο και μη ιστορικό φαινόμενο. Για παράδειγμα, οι Gibson-Graham (1996, 2002, 2006) έχουν απευθύνει έκκληση για μια επαναεννοιοποίηση (reconceptualisation) των οικονομικών σχέσεων και ταυτοτήτων μακριά από την «κεφαλαιοκεντρική» (capitalocentric) σκέψη. Σε ολόκληρο το πλούσιο έργο τους, οι Gibson-Graham (π.χ. 1996, 2002, 2006, Communities Economies Collective 2001) προσπάθησαν να επαναπροσδιορίσουν τις οικονομικές δραστηριότητες αναφορικά με τη συνύπαρξη των διαφόρων μορφών συναλλαγών, την εργασία, καθώς και τους τρόπους παραγωγής και διανομής του πλεονάσματος. Κατά την εμπλοκή τους σε διάφορα προγράμματα αναζωογόνησης τοπικών κοινοτήτων, οι Gibson-Graham και οι συνεργάτες τους στην Κολεκτίβα Οικονομιών των Κοινοτήτων προσκάλεσαν τους ανθρώπους να φανταστούν ξανά την οικονομική τους δραστηριότητα με όρους διαφορετικούς από εκείνους που παρέχονται από τον καπιταλισμό. Για παράδειγμα, επιδίωξαν να παρουσιάσουν εκ νέου διαφορετικές μορφές συναλλαγών, έξω από την αγορά εμπορευμάτων (π.χ. τοπικά συστήματα ανταλλαγών, δώρα, αμοιβαίες ανταλλαγές μεταξύ νοικοκυριών), διάφορες μορφές εργασίας εκτός από τη μισθωτή εργασία (π.χ. αυτο-απασχόληση, εθελοντισμός, οικιακή εργασία) και διαφορετικές μορφές της διανομής του πλεονάσματος εκτός από τη συσσώρευση του κεφαλαίου και την «επιτακτική» επιδίωξη του κέρδους (π.χ. μορφές που διέπονται από μια κοινωνική ή περιβαλλοντική ηθική). Αυτή η διεύρυνση της «οικονομίας» δημιούργησε δυνατότητες ώστε οι άνθρωποι να φανταστούν ξανά τις «οικονομικές τους δραστηριότητες» όσον αφορά στις εθελοντικές τους συνεισφορές, την αμοιβαία βοήθεια και την παροχή «δωρεάν υπηρεσιών», στις οποίες συμμετέχουν καθημερινά στο σπίτι, στη γειτονιά ή στην ευρύτερη κοινότητα.
Το κίνημα της αποανάπτυξης συμμερίζεται μεγάλο μέρος της κριτικής διάθεσης των Gibson-Graham, και υποστηρίζει εξίσου το ότι η οικονομία είναι ανοικτή σε επιλογές και πολλαπλές δυνατότητες. Και οι δύο προσεγγίσεις συμβάλλουν στην απελευθέρωση της σύλληψης και εννοιοποίησης υλικών πρακτικών από την κυριαρχία του καπιταλισμού. Ωστόσο, αν και οι δύο μοιράζονται μια έγνοια για την πολιτικοποίηση της οικονομίας, προσεγγίζουν το θέμα από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Πρώτον, ενώ οι Gibson- Graham ενδιαφέρονται να απελευθερώσουν την οικονομία από την καπιταλιστική ερμηνεία, και να χαράξουν τις οικονομικές σχέσεις με όρους διαφορετικούς από εκείνους που παρέχονται στο πλαίσιο του καπιταλισμού, το κίνημα της αποανάπτυξης έχει ως αφετηρία πολιτικές έννοιες ή αξίες (δημοκρατία, ιδιότητα του πολίτη) με σκοπό να αναδιατυπώσει τις οικονομικές δραστηριότητες με πολιτικούς όρους. Δεύτερον, το κίνημα της αποανάπτυξης εντάσσει την επαναεννοιοποίηση της οικονομίας μέσα στο πλαίσιο περιβαλλοντικών ανησυχιών, και έτσι θα μπορούσε να σφυρηλατήσει δεσμούς μεταξύ περιβαλλοντικών και οικονομικών καλεσμάτων να ξανασκεφτούμε την οικονομία.
Η επιμονή στην κατασκευασμένη φύση της «οικονομίας», δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθούμε τη σημασία διαφόρων υλικών πρακτικών που στοχεύουν στην κάλυψη των αναγκών μας. Ωστόσο, για τους υποστηρικτές του κινήματος της αποανάπτυξης (καθώς και για τους περισσότερους προανα- φερθέντες συγγραφείς, οι οποίοι τονίζουν την κατασκευασμένη και πολιτική φύση της οικονομίας), οι πρακτικές αυτές πρέπει να ενσωματωθούν εκ νέου στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, αντί να θεωρούνται ότι ανήκουν σε ένα αυτόνομο, πραγμοποιημένο πεδίο «της οικονομίας».
Η απόδραση από την οικονομία είναι τόσο ένα θέμα αποαποικιοποίησης του φαντασιακού όσο και θέμα θέσπισης νέων πρακτικών, μας καλεί να ξανα- σκεφτούμε την οικονομία (ή όπως το θέτει ο Caille 2005, «να από- σκεφτούμε το οικονομικό»), ή να ξανασκεφτούμε τους εαυτούς μας έξω από τις οικονομικές σχέσεις, για παράδειγμα, μαχόμενοι την υποβάθμιση των ανθρώπων στην οικονομική λειτουργία τους, ως παραγωγών και καταναλωτών (Ariès 2005). Αυτή η εκ νέου σκέψη έξω από την οικονομία διευκρινίζεται εδώ με δύο εννοιολογικές μετατοπίσεις στις συζητήσεις για την αποανάπτυξη, κάθε μία από τις οποίες αντιστοιχεί στην επιβεβαίωση ενός διαφορετικού συνόλου αξιών από εκείνες του «οικονομικού ορθολογισμού»: την αντικατάσταση του διαλόγου περί οικονομικών προσταγών από αυτόν της επιλογής και της δημοκρατίας, και τον επαναπροσδιορισμό του καταναλωτή ως πολίτη.
Από τις οικονομικές επιταγές στη δημοκρατική επιλογή
Μια κεντρική έννοια της αποανάπτυξης είναι αυτή της δημοκρατίας, και μαζί με αυτήν, η επιβεβαίωση της ύπαρξης επιλογών σε αντίθεση προς την υποτιθέμενη βεβαιότητα ή αυτονομία της οικονομίας της διαρκούς ανάπτυξης. Η αποανάπτυξη προτάσσει την επιλογή τοποθετώντας όσα συνήθως παρουσιάζονται ως αναπόφευκτοι οικονομικοί κανόνες ή δυνάμεις μέσα σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο, και αμφισβητεί «αμετάτρεπτες» οικονομικές επιταγές όπως η συνήθως προβαλλόμενη ιδέα ότι η οικονομική ανάπτυξη (και η απο- δοτικότητα) συμβάλει στην προστασία και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, και σίγουρα κανείς δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό! Γ ια τους πολιτικούς και τα διευθυντικά στελέχη, η προστασία και η δημιουργία θέσεων εργασίας αποτελούσε πάντα ένα μαγικό κόλπο (ή όπως οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης ίσως πιο εύστοχα αποκαλούν, μια εκβιαστική στρατηγική) που χρησιμοποιούν για να επικαλεστούν και να νομιμοποιήσουν μέτρα απο- δοτικότητας σχεδιασμένα να προωθήσουν την ανταγωνιστικότητα ή προγράμματα οικονομικής ανάπτυξης, λες και οι «θέσεις εργασίας» είναι από μόνες τους ένας αναντίρρητος αυτοσκοπός. Και μάλιστα ένα από τα κύρια επιχειρήματα που έχουν επικαλεστεί εναντίον του κινήματος της αποανάπτυξης είναι ότι θα οδηγήσει στην απώλεια θέσεων εργασίας. Ωστόσο, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης αμφισβητούν την κοινωνική χρησιμότητα της δημιουργίας ή της προστασίας επιβλαβών ή χωρίς νόημα θέσεων εργασίας, για παράδειγμα, ρωτούν: τι είδους θέσεις εργασίας; Υπό ποιές συνθήκες; Γ ια να παράγουν τί; Γ ια ποιόν; Με ποιές συνέπειες; Γ ια ποιά κοινωνική χρησιμότητα; Αυτά τα ερωτήματα έχουν οδηγήσει σε συζητήσεις μέσα στο κίνημα της αποανάπτυξης που όχι μόνο παρέχουν μια κριτική της αξίας που δίνεται στην (μισθωτή) εργασία, αλλά επίσης καλούν για εθελοντική μείωση του χρόνου εργασίας λαμβάνοντας μονομερώς άδεια άνευ αποδοχών (π.χ. Homs 2007).
Ενώ το κίνημα της αποανάπτυξης σκοπεύει να μας απαλλάξει από τις οικονομικές προσταγές, είναι εξίσου καχύποπτο με τις πολιτικές ή οικολογικές επιταγές. Συνεπώς, έχει συνείδηση του πιθανού κινδύνου να αναδυθούν αυταρχικές απαντήσεις στην περιβαλλοντική κρίση. Υπάρχει μια παλιά ένταση μέσα στο οικολογικό κίνημα ανάμεσα στη δέσμευση για περισσότερη δημοκρατία και ευρεία λαϊκή συμμετοχή από τη μία πλευρά, και την τάση για άμεση δράση και αποτελέσματα υπό το πρίσμα της ταχείας οικολογικής υποβάθμισης, από την άλλη (Latta 2007, Torgerson 1999). Πράγματι, η αίσθηση μιας περιβαλλοντικής κρίσης θα μπορούσε να γίνει ένα ακόμα μέσο (εκτός από την επίκληση της απειλής της τρομοκρατίας) για την ενίσχυση της κρατικής εξουσίας (Bluhdorn και Welsh 2007).
Το κίνημα της αποανάπτυξης αναγνωρίζει τον κίνδυνο του να σκεφτόμαστε «προσανατολισμένοι στους σκοπούς», όπου η αντίληψη μιας κρίσης παράγει μια «πολιτική επιταγή» που παραγκωνίζει τη δημοκρατική συζήτηση και μας καλεί όλους να ενεργήσουμε με συντονισμένο τρόπο. Όπως σημειώνει ο Latouche (2006b), ενόψει των σοβαρών περιβαλλοντικών απειλών, οι άνθρωποι που έχουν περισσότερα να χάσουν (κυρίως στο Βορρά), θα μπορούσαν κάλλιστα να παραδώσουν την ελευθερία τους σε κρατικούς αντιπροσώπους που τους υπόσχονται να διατηρήσουν τον τρόπο ζωής τους. Αυτό βέβαια συνεπάγεται μια δραστική επιδείνωση των αδικιών παγκοσμίως, και θα είναι ένα σοβαρό πλήγμα για τη δημοκρατία. Η αποανάπτυξη προσφέρει μια κατεύθυνση για την αποφυγή της «οικο-κρατίας» (ecocracy) στο μέλλον, μια εναλλακτική που θα μπορούσαμε να επιλέξουμε σήμερα για να παραμείνουμε σε θέση να μπορούμε να διαμορφώσουμε συλλογικά και δημοκρατικά το μέλλον μας εν όψει μιας οικολογικής υποβάθμισης. Όσο περισσότερο περιμένουμε, τόσο σκληρότερο μπορεί να είναι το σοκ που θα μας επιβληθεί από τα φυσικά όρια της γης και τόσο υψηλότερος ο κίνδυνος να προκύψουν οικο-ολοκληρωτικές (ecototalitarian) λύσεις. Ωστόσο, αν και αναγνωρίζουν την απειλή από την υποβάθμιση του περιβάλλοντος, οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης δεν είναι έτοιμοι να θυσιάσουν τη δημοκρατία για κάποια «οικολογική επιταγή» περισσότερο από όσο για κάποια οικονομική ή πολιτική επιταγή.
Σε αντίθεση με μερικούς ριζοσπάστες οικολόγους, ιδίως υποστηρικτές της βαθιάς οικολογίας (deep ecology) (π.χ. Naess 1989, Sessions 1995), οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης είναι πρόθυμοι να ξεφύγουν τόσο από την «ισχύ» της φύσης όσο και από την κυριαρχία του καπιταλισμού ή της αγοράς. Η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως μια οικολογική προσταγή (αν και μπορεί να περιλαμβάνει και αυτό), αλλά ως μια ευκαιρία για να ξεκινήσουμε έναν διάλογο και να επανοικειοποιηθούμε αποφάσεις για την οργάνωση των οικονομικών και κοινωνικών μας δραστηριοτήτων. Επομένως, ο Aries (2005) επιμένει ότι η αποανάπτυξη δεν είναι μια «επιβαλλόμενη επιλογή» εν όψει μιας καταστροφικής περιβαλλοντικής κρίσης. Προτιμά να κρατά αποστάσεις από μελλοντικές εικόνες αποκάλυψης που θα μπορούσαν να νομιμοποιήσουν επιβαλλόμενες λύσεις, και ισχυρίζεται ότι η αποανάπτυξη είναι μια επιλογή που οι υπερασπιστές της θα έκαναν ακόμα και χωρίς την επερ- χόμενη οικολογική κρίση, «απλά για να είναι άνθρωποι». Η αποανάπτυξη δεν παρουσιάζεται ως αναγκαιότητα, αλλά ως επιλογή, που πρέπει να γίνει δημοκρατικά και ανοιχτά. Ομοίως, για τον Latouche (2006b), ενώ μπορεί η αποανάπτυξη να επιβάλλεται μέσω των φυσικών ορίων, είναι ταυτόχρονα μια ευκαιρία να διεκδικήσουμε δημοκρατικά και να επανεξετάσουμε τον τρόπο με τον οποίο ζούμε, ή «να κάνουμε την ανάγκη αρετή». Οι υλικές συνθήκες, που καθορίζονται από τον περιορισμένο οικολογικό χώρο και την τρέχουσα υπερβολική χρήση του, μπορούν να δημιουργήσουν ένα πρόταγμα για ριζική αλλαγή στον τρόπο που οργανώνουμε τους εαυτούς μας, χωρίς όμως να υπαγορεύουν πώς πρέπει να γίνει αυτό.
Αυτή η έμφαση στη δημοκρατική επιλογή σε βάρος της «προσταγής» συνοδεύεται από την προνομιακή μεταχείριση των ανθρώπινων και κοινωνικών αξιών σε σχέση με τις οικολογικές. Μπορεί η αποανάπτυξη να χρειάζεται να λειτουργεί εντός οικολογικών ορίων, δεν παύει όμως να είναι έντονα βασισμένη σε ανθρωπιστικές αξίες. Έτσι διάφοροι υποστηρικτές της πασχίζουν να δείξουν ότι οι ανησυχίες τους είναι κατά κύριο λόγο συνυφασμένες με αξίες ανθρωπισμού και κοινωνικής δικαιοσύνης και όχι οικολογικές. Έτσι, όπως προαναφέρθηκε, ο Aries (2005) θα υποστήριζε την αποανάπτυξη ακόμη και χωρίς την επερχόμενη οικολογική κρίση, απλά «για να είμαστε άνθρωποι». Παρομοίως, το Κόμμα για την Αποανάπτυξη αυτοχαρακτηρίζεται πρώτα ως «ανθρωπιστικό» και μετά ως οικολογικό. Για τον Latouche (2006a), η αποανάπτυξη δεν απαιτεί μόνο την προστασία του περιβάλλοντος, μα είναι παράλληλα ένα ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης. Γενικότερα, υποστηρίζεται ότι η οικολογική κρίση είναι ένα μόνο αποτέλεσμα της ιδεολογίας της οικονομικής ανάπτυξης που καταστρέφει τον κοινωνικό ιστό (δημιουργώντας ανισότητες και φτώχεια), τη δημοκρατία, καθώς και το περιβάλλον. Εν ολίγοις, η αποανάπτυξη δεν υποστηρίζεται ως αναγκαιότητα, αλλά ως πολιτική επιλογή: δεν είμαστε καταδικασμένοι στην αποανάπτυξη, αλλά αυτή αποτελεί ένα δρόμο που μπορούμε να επιλέξουμε και να διαμορφώσουμε.
Συνεπώς, η αποανάπτυξη δεν γίνεται αντιληπτή με όρους θυσίας, ή λιτότητας και έλλειψης (όπως συχνά κατηγορείται), αλλά ως μια ευκαιρία να επανεξετάσουμε τί συνιστά την καλή ζωή. Αυτή η έμφαση στην καλή ζωή σημα- τοδοτείται από τη χρήση όρων όπως η συμβιωτικότητα (conviviality) (moms de biens, plus de liens - «λιγότερα αγαθά, περισσότερες σχέσεις», ένα από τα συνθήματα του κινήματος) και η ευημερία (ο υπότιτλος του Journal de La Decroisssance είναι La Joie de Vivre, η χαρά της ζώής). Οι υπερασπιστές του κινήματος επιμένουν ότι η αποανάπτυξη δεν απαιτεί τη μείωση της ποιότητας ζωής, αλλά απλά μια διαφορετική αντίληψη για την ποιότητα ζωής, που να δίνει μεγαλύτερη σημασία στις εμπειρίες των αισθήσεων, στις σχέσεις, στη συμβιωτικότητα, στη σιωπή και στην ομορφιά από ότι στην κατανάλωση (Aries 2005).
Αντικαθιστώντας τον καταναλωτή με τον πολίτη
Η ανάκτηση της ιδιότητας του πολίτη και η προώθηση αυτού του ρόλου σε σχέση με οικονομικούς ρόλους, όπως αυτόν του καταναλωτή, υπήρξε ένα σημαντικό μοτίβο της πρόσφατης πολιτικής οικολογίας (π.χ. Dobson 2003, 2006, Dobson και Bell 2006, Dobson και Βαλένθια-Saiz 2005, Doherty και de Geus 1996, Hayward 2006, Latta 2007)[6]. Η ιδέα του Dobson (2003) περί οικολογικής ιδιότητας του πολίτη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον εδώ καθώς η έμφαση στο πολιτικό αντί του ηθικού σκέλους συνάδει με την σκοπιά της αποανάπτυξης. Ο ορισμός του Dobson (2003) για την οικολογική ιδιότητα του πολίτη στηρίζεται στην ιδέα του οικολογικού αποτυπώματος. Η οικολογική ιδιότητα του πολίτη δεσμεύεται από τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τον περιορισμένο οικολογικό χώρο και το υπερβολικό οικολογικό αποτύπωμα. Στηρίζεται σε υλικές σχέσεις αλλά μεταφράζει αυτές τις σχέσεις σε πολιτικές. Συνεπώς, οι σημερινές τεράστιες ανισότητες οικολογικών αποτυπωμάτων μεταξύ πλουσίων και φτωχών χωρών καθορίζουν σχέσεις υποχρέωσης, ιδιαίτερα για τους πλούσιους ώστε να επιφέρουν μια πιο δίκαιη κατανομή του οικολογικού χώρου (Dobson 2003). Για τον Dobson, η θεμε- λίωση της οικολογικής ιδιότητας του πολίτη στις υλικές σχέσεις που σχετίζονται με τον περιορισμένο οικολογικό χώρο, την καθιστά μια κατ’ εξοχήν πολιτική έννοια διότι καθορίζει τους όρους της δικαιοσύνης και της αδικίας: «Σύμφωνα με την αντίληψη μου, η πολιτική υποχρέωση μεταξύ των πολιτών δημιουργείται, από τις απαιτήσεις για δικαιοσύνη υπό συνθήκες ανεπάρκειας οικολογικού χώρου» (Dobson 2006: 448). Έτσι, η οικολογική ιδιότητα του πολίτη, νοούμενη με αυτόν τον τρόπο, δεν είναι ένα ηθικό ζήτημα, αλλά είναι πολιτική έννοια, όπως προσπαθεί να δείξει ο Dobson (2003, 2006). Η κοινότητα που δημιουργείται από τις υλικές σχέσεις που καθορίζονται από το οικολογικό αποτύπωμα είναι μια πολιτική κοινότητα, και όχι μια κοινότητα που καθορίζεται από μια «κοινή ανθρώπινη ιδιότητα».
Αυτή η έμφαση στην πολιτική φύση της ιδιότητας του πολίτη είναι ένα χαρακτηριστικό που συμμερίζεται το κίνημα της αποανάπτυξης. Στην περίπτωση αυτή η ιδιότητα του πολίτη γίνεται αντιληπτή επίσης με όρους συλλογικής, πολιτικής πρακτικής. Πράγματι, είναι η συλλογική και πολιτική φύση της ιδιότητας του πολίτη, που ανοίγει την οδό διαφυγής από την οικονομία. Επικαλούμενοι τους πολίτες, απομακρυνόμαστε από τα ατομικά, ιδιο- τελή κίνητρα του καταναλωτή. Αυτό χρησιμεύει για να συνδέσουμε ατομικές επιλογές και συμπεριφορές με συλλογική δράση και να τις εντάξουμε σε ένα πολιτικό πλαίσιο, όχι μόνο «ανοίγοντας δυνατότητες ελέγχου της ιδιοτέλειας σε σχέση με το κοινό καλό» (Dobson και Valencia Saiz 2005, σ. 158), αλλά επίσης και για να ανυψώσουμε μεμονωμένες ατομικές αποφάσεις και ενέργειες του τρόπου ζωής (π.χ. ανακύκλωση, αγορά πράσινων προϊόντων), σε ένα ευρύτερο πολιτικό πεδίο. Αυτή η πολιτικοποίηση της ιδιότητας του πολίτη είναι ιδιαίτερα κεντρική στην πρόταση του κινήματος της αποανάπτυ- ξης για μια γενική καταναλωτική απεργία.
Μια συγκεκριμένη στρατηγική που προβάλλεται ως πολιτικό όπλο για την επανοικειοποίηση των ανθρώπων ως πολιτών είναι η ιδέα μιας καταναλωτικής απεργίας (Aries 2006). Εντούτοις, αυτή η καταναλωτική απεργία δεν γίνεται αντιληπτή ως κάποια μεμονωμένη πράξη ατόμων, ως ένα πείραμα τρόπου ζωής όπου κάποια άτομα μποϊκοτάρουν ένα συγκεκριμένο προϊόν ή επιλέγουν την εθελούσια απλότητα (αν και αυτές οι στρατηγικές θεωρούνται ότι έχουν επίσης μια αξία). Περισσότερο προτείνεται ως μια πολιτική πράξη που θα μπορούσε να συνοδεύεται από συλλογικές απαιτήσεις προς την κυβέρνηση και τις βιομηχανίες (Aries 2006). Οι πολίτες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να ζητήσουν θεσμικά ή νομικά πλαίσια που να τοποθετούν τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως ένα καθολικό δικαίωμα σε αξιοπρεπή στέγαση, σε δωρεάν δημόσιες μεταφορές) πάνω από τα δικαιώματα των καταναλωτών να επιλέγουν φτηνά αναλώσιμα προϊόντα, ή το δικαίωμα των παραγωγών να διαφημίζονται. Έτσι, η ιδέα της καταναλωτικής απεργίας δεν είναι η άσκηση εξουσίας ως καταναλωτές (δηλαδή ένα είδος «ψήφου με καλάθι ή πορτοφόλι»), αλλά περισσότερο η άρνηση να προσδιορίζουμε τον εαυτό μας ως καταναλωτή.
Αυτή η καταναλωτική απεργία θα μπορούσε να οργανωθεί σταδιακά, έτσι ώστε οι μελλοντικοί «πρώην-καταναλωτές» να μάθουν να χρησιμοποιούν αυτό το όπλο και να ζουν χωρίς κατανάλωση. Τα μέτρα που προτείνονται περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, τη συμμετοχή στην «ημέρα που δεν αγοράζουμε τίποτα» που πραγματοποιείται ήδη το Νοέμβριο κάθε έτους και την οργάνωση άλλων παρόμοιων, τη στοχοποίηση μορφών κατανάλωσης που θεωρούνται ιδιαίτερα επιζήμιες (π.χ. φθηνά «αναλώσιμα» προϊόντα που κατασκευάζονται υπό συνθήκες δουλείας), ή το κάλεσμα προς άλλους ανθρώπους να προβληματιστούν σχετικά με το πώς θα μπορούσαν να καταναλώνουν λιγότερο (Aries 2006). Και καθώς μαθαίνουμε να ζούμε έξω από την οικονομία, ή το πεδίο της εμπορευματικής συναλλαγής, η καταναλωτική απεργία θα μπορούσε επίσης να γίνει ο επόμενος στόχος. Σε αντίθεση με την απεργία των εργαζομένων, η οποία στοχεύει στην επιστροφή στην εργασία, ο στόχος της απεργίας των καταναλωτών δεν είναι να επιστρέψουμε στην κατανάλωση, αλλά να μάθουμε να ξεφεύγουμε από αυτή. Επομένως, η γενική καταναλωτική απεργία θα μπορούσε να είναι τόσο μέσο όσο και σκοπός: ένα όπλο για να επιτεθούμε στον πυρήνα του καπιταλισμού και των οικονομικών της ανάπτυξης - την αγιοποίηση της κατανάλωσης - αλλά την ίδια στιγμή κι ένας τρόπος για να μάθουμε να ζούμε διαφορετικά από τον οικονομικό άνθρωπο (homo economicus) στον οποίο συνήθως μας υποβιβάζουν.
Εάν η γενική καταναλωτική απεργία μπορεί να θεωρηθεί ως ένας μηχανισμός για να προτάξουμε τον πολίτη πάνω από τον καταναλωτή, μια άλλη εννοιολογική στρατηγική που έχει προταθεί είναι να φανταστούμε εκ νέου την αγορά ως ένα χώρο που μας καλεί ως πολίτες, που εκκαλεί το αίσθημά μας για πολιτική συμμετοχή και όχι τον «οικονομικό μας ορθολογισμό». Συνεπώς, ο Latouche (2003) προτείνει να επαναπροσδιορίσουμε την αγορά σε σχέση με την Αγορά. Με βάση τις μελέτες των αγορών στην Αφρική, καθώς και την απεικόνιση της Αγοράς στην Αρχαία Ελλάδα, προτείνει ότι o επαναπροσδιορισμός της αγοράς σε Αγορά θα επανεντάξει τις συναλλαγές μέσα στο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο, και θα μας θεωρήσει πολίτες και όχι καταναλωτές. Οι «αγορές» δεν θα θεωρείται πλέον πως είναι απλώς τόποι εμπορευματικών συναλλαγών, αλλά ότι έχουν επίσης κοινωνικές και πολιτικές λειτουργίες. Αυτό δεν σημαίνει ότι μια τέτοια αγορά δεν θα έχει οικονομικές λειτουργίες, αλλά ότι δεν θα υποβιβάζεται μόνο σε αυτές. Για τον Latouche, η Αγορά είναι κατά πρώτο και κύριο λόγο ένα μέρος της δημόσιας ζωής και της κοινωνίας των πολιτών. Είναι ένας τόπος συνάντησης με το ξένο, το διαφορετικό (ένα σχολείο ανεκτικότητας). Είναι επίσης ένα φόρουμ για την πολιτική ζωή, όπου εκλεγμένοι εκπρόσωποι και υποψήφιοι βγαίνουν να μιλήσουν, να προπαγανδίσουν και να συζητήσουν. Και η Αγορά είναι επίσης ένα μέρος αντι-εξουσίας στην επίσημη εξουσία (της Ακρόπολης). Για παράδειγμα, στην Αφρική είναι ένα μέρος όπου οι γυναίκες μπορούν να ανατρέψουν τον υποδεέστερο ρόλο τους και να επιβεβαιώσουν τον εαυτό τους ως πολίτες.
Στο πρακτικό κομμάτι, η επανεξέταση της αγοράς υπό το πρίσμα της Αγοράς σημαίνει να την εντάξουμε μέσα στο χρόνο και το χώρο, και να την ενσωματώσουμε στα τοπικά πλαίσια, έτσι ώστε να αποτελεί μια αμεσότερη πραγματικότητα για τους συμμετέχοντες. Έτσι, η αγορά δεν είναι πλέον μια αφη- ρημένη, μακρινή, καθολική, πανταχού παρούσα και πανίσχυρη «δύναμη», αλλά μια συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα σταθερά θεμελιωμένη στο χώρο και το χρόνο. Πράγματι, η τοπικοποίηση των συναλλαγών, της παραγωγής, της οικονομίας και της πολιτικής αντιμετωπίζεται ως «το πιο σημαντικό στρατηγικό μέσο» της αποανάπτυξης (Latouche 2006a). Γ ια τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, αυτό σημαίνει παραγωγή σε τοπικό επίπεδο των περισσότερων από τα προϊόντα που πρόκειται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες των τοπικών πληθυσμών, τοπική χρηματοδότηση οργανισμών μέσω της αξιοποίησης τοπικών πιστώσεων, τοπικά συστήματα συναλλαγών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που βασίζονται σε τοπικό χρήμα, και σε πολιτικό επίπεδο, δημιουργία «μικρών πολιτειών» όπου όλοι οι πολίτες συμμετέχουν στις δημόσιες υποθέσεις της περιοχής τους.
Εν ολίγοις, οι έννοιες της δημοκρατίας και της ιδιότητας του πολίτη είναι ισχυρά μοτίβα του κινήματος της αποανάπτυξης, και αποτελούν και τα δυο μέρος της ευρύτερης πρόθεσής του να «ξεφύγουμε από την οικονομία», να επαναπροσδιορίσουμε τις οικονομικές σχέσεις και ταυτότητες με πολιτικούς όρους. Η έμφαση που δίνεται στη δημοκρατία αντικρούει ρητά κάθε οικονομική ή οικολογική επιταγή και τοποθετεί τις αποφάσεις μας σχετικά με θέματα οργάνωσης στο πλαίσιο των συλλογικών μας ικανοτήτων. Επίσης, η πρόταξη της εικόνας του πολίτη πάνω από εκείνη του καταναλωτή ανοίγει το δρόμο για μορφές συλλογικής δέσμευσης που μας απομακρύνουν από τις ιδιοτελείς δράσεις του οικονομικού ανθρώπου. Ωστόσο, από αυτή τη διπλή έμφαση στη δημοκρατία και την ιδιότητα του πολίτη δεν λείπουν πιθανές εντάσεις, που εντοπίζονται εξίσου στο ευρύτερο πλαίσιο της περιβαλλοντικής πολιτικής και που συζητούνται στην επόμενη ενότητα.
Ποιός θέλει να είναι πολίτης;
Οποιαδήποτε συζήτηση για τη δημοκρατία ή την ιδιότητα του πολίτη εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη συμμετοχή και τον αποκλεισμό: ποιοί θα θέλουν/ μπορούν να λάβουν μέρος στην κοινωνία των πολιτών; Θα είναι αυτή, όπως αναφέρουν συχνά για την περιβαλλοντική πολιτική, το προνόμιο μιας μικρής μειοψηφίας; (π.χ. Latta 2007, Schosberg 1999) ή μπορεί να γίνει με τέτοιο τρόπο ώστε να εμπλέξει και να απευθυνθεί σε ένα ευρύτερο κοινό; Όπως προαναφέρθηκε, υπάρχει μια πιθανή ένταση μεταξύ περιβαλλοντι- σμού και δημοκρατίας (Torgerson 1999, Latta 2007). Για το θέμα αυτό, το κίνημα της αποανάπτυξης υποστηρίζει ρητά τη δημοκρατία πριν από την οικολογία, και όπως προανέφερα, δυσπιστεί προς τον λόγο της «οικολογικής επιταγής». Προκρίνοντας την επιλογή και τη δημοκρατία στην προσπάθεια να πολιτικοποιήσει την οικονομία, προσέχει ώστε να μην πέσει σε μια διαφορετικού τύπου μορφή ντετερμινισμού, οικολογικού ή άλλου, και επιμένει ότι ενώ οι υλικές συνθήκες που καθορίζονται από τον περιορισμένο οικολογικό χώρο και την άδικη κατανομή του δημιουργούν μια επιτακτική ανάγκη για ριζική αλλαγή, δεν υπαγορεύει ως κίνημα τους τρόπους με τους οποίους αυτό θα πρέπει να γίνει. Πράγματι, η οικολογική κρίση θα μπορούσε να θεωρηθεί ως μια ευκαιρία για να διαμορφώσουμε το μέλλον μας. Επιπλέον, η έμφαση που δίνεται στην ιδιότητα του πολίτη μέσα στο κίνημα της αποανάπτυξης καθώς και σε ορισμένες πρόσφατες μελέτες πολιτικής οικολογίας (π.χ. Dobson 2003, 2006, Doherty και de Geus 1996), μας καλεί όλους να συμμετέχουμε σε περιβαλλοντικές δράσεις. Η υποβάθμιση του περιβάλλοντος δεν είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να λυθεί αποκλειστικά μέσω κυβερνητικών πολιτικών, αλλά μέσα από τις καθημερινές αποφάσεις και τις δράσεις όλων μας (π.χ. Berglund και Matti 2006). Εάν, σύμφωνα με τον Dobson (2003), ορίσουμε την ιδιότητα του πολίτη με όρους υλικών σχέσεων θεμελιωμένων στην οικολογική ανεπάρκεια, τότε είμαστε όλοι εμπλεκόμενοι ως πολίτες, καλούμαστε να δράσουμε και να συμμετέχουμε στη δίκαιη κατανομή των περιορισμένων φυσικών πόρων. Είμαστε όλοι είτε οφειλέτες ή πιστωτές οικολογικού χώρου (Dobson 2006).
Ωστόσο, αυτός ο ορισμός της (οικολογικής) ιδιότητας του πολίτη που μας περιλαμβάνει όλους αφήνει δύο ερωτήματα αναπάντητα. Το πρώτο αφορά στους μηχανισμούς μέσω των οποίων καλούμαστε ως πολίτες (πώς μπορούμε να λάβουμε το κάλεσμα;), το δεύτερο αφορά την βούλησή μας να απαντήσουμε σε αυτό το κάλεσμα, με άλλα λόγια, γιατί να θέλουμε να είμαστε πολίτες;
Όσον αφορά στο πρώτο σημείο, το κίνημα της αποανάπτυξης μπορεί να προσφέρει μια ενδιαφέρουσα συνεισφορά. Έχει προτείνει ή οργανώσει τη δημιουργία διαφόρων χώρων για την κοινωνία των πολιτών και την ιδιότητα του πολίτη, από ημερήσιες εκδηλώσεις όπως η «ημέρα που δεν αγοράζουμε τίποτα», μέχρι την πιο φιλόδοξη γενική καταναλωτική απεργία, και μεγάλες μηνιαίες εκδηλώσεις, όπως η Πορεία για την Αποανάπτυξη, ή επιχειρεί να επανεντάξει τις αγορές στον τοπικό κοινωνικό ιστό και την πολιτική. Ωστόσο, αν και οι υποστηρικτές της αποανάπτυξης είναι πρόθυμοι να ανοίξουν χώρους για την εγκαθίδρυση της τοπικής δημοκρατίας, είναι εξίσου προσεκτικοί με τον κίνδυνο να αφήσουν την πολιτική συμμετοχή σε αυτά τα σχετικά μικρά και τοπικά επίπεδα, διότι όπως υποστηρίζουν, αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε φαινόμενα τοπικισμού, και στον περιορισμό της κριτικής και των εναλλακτικών λύσεων από μικρές περιθωριοποιημένες ομάδες. Επομένως, για να αμφισβητήσουμε την υποτιθέμενη νεοφιλελεύθερη συναίνεση γύρω από την οικονομική ανάπτυξη, και να πολιτικοποιήσουμε εκ νέου τις οικονομικές συζητήσεις και πρακτικές, είναι ανάγκη να εμπλέξουμε και να συμπεριλάβουμε ένα ευρύτερο κοινό. Για να γίνει η αποανάπτυξη πραγματικά συμμετοχική, δεν μπορεί να αφεθεί στα χέρια της τοπικής ή άμεσης συμμετοχής, αλλά πρέπει να επεκταθεί σε ευρύτερο επίπεδο, χρειάζεται να γίνει ένα μαζικό κίνημα. Αυτό δεν αρνείται τη σημασία των πρωτοβουλιών βάσης, των τοπικών πολιτικών και των «μικρών γεγονότων». Αλλά σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, πρέπει επίσης να αναπτύξουμε μηχανισμούς που θα συνδέσουν τις δράσεις σε τοπικό επίπεδο με ένα ευρύτερο πολιτικό κίνημα, και θα μεταφέρουν τις συζητήσεις σε ένα ευρύτερο ακροατήριο. Αυτό περιλαμβάνει την είσοδο στην κοινοβουλευτική αρένα (Αι^ 2007). Για αυτόν τον λόγο δημιουργήθηκε το Κόμμα για την Αποανάπτυξη, και κάποιοι υποστηρικτές της αποανάπτυξης υποστηρίζουν την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Πιστεύουν ότι ενώ η άμεση δημοκρατία είναι κατάλληλη σε ένα μικρό τοπικό επίπεδο, δεν μπορεί να οργανωθεί πέρα από μικρές ομάδες των 50 ατόμων, αποκλείοντας έτσι την πλειοψηφία των πολιτών (Cheynet 2007). Σύμφωνα με τους υποστηρικτές της αποανάπτυξης, η αντιπροσωπευτική δημοκρατία είναι απαραίτητη για την οργάνωση της συλλογικής δράσης και συζήτησης χωρίς αποκλεισμούς. Και πράγματι, φαίνεται ότι η στρατηγική αυτή κατάφερε να φέρει την ιδέα της αποανάπτυξης στη κεντρική δημόσια σκηνή, διότι, όπως προαναφέρθη- κε, έχει γίνει ένας όρος τον οποίο ο Τύπος και οι πολιτικοί δεν μπορούν να αγνοήσουν (αν και συνήθως τον κατακρίνουν).
Το δεύτερο θέμα που θέτει η έμφαση στην ιδιότητα του πολίτη αφορά στην ύπαρξη κινήτρων. Λαμβάνοντας υπ' όψη τις ανέσεις που πολλοί από εμάς στο Βορρά έχουμε ως καταναλωτές, γιατί να επιθυμούμε το βάρος, τις υποχρεώσεις και την ευθύνη του πολίτη; Πράγματι, μια γρήγορη ανάγνωση των κυβερνητικών αλλά και ατομικών αντιδράσεων για την αντιμετώπιση της ραγδαία κλιμακούμενης υποβάθμισης του περιβάλλοντος δεν μας δίνει πολλές ελπίδες. Αν και υπάρχει ένας αυξανόμενος αριθμός των ατόμων και κυβερνήσεων που αναγνωρίζουν το επείγον των οικολογικών απειλών, παραμένουν απρόθυμοι ή ανίκανοι να κάνουν οτιδήποτε άλλο εκτός από το να «συντηρούν το μη βιώσιμο», για να δανειστώ μια φράση από τον Blühdorn (2007). Αυτή είναι, πράγματι, μια αντίδραση που συνήθως αντιμετωπίζω όταν μιλάω σε φοιτητές σχετικά με το είδος της εναλλακτικής οικονομίας που θα μπορούσαμε να οικοδομήσουμε ως απάντηση στην περιβαλλοντική και κοινωνική υποβάθμιση. Ενώ πολλοί από τους φοιτητές φαίνεται ότι γνωρίζουν καλά τις καταστροφικές περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιπτώσεις που προκαλεί η δυτικού τύπου κατανάλωση και παραγωγή, παραδέχονται ότι αδυνατούν να ζήσουν χωρίς fast food, επώνυμες μάρκες ρούχων ή φτηνά καταναλωτικά αγαθά. Έτσι, πέραν των αυταρχικών λύσεων που θα έλυναν το πρόβλημα του κινήτρου, και που το κίνημα της αποανά- πτυξης επιθυμεί ρητά να αποφύγει, τί άλλο θα μπορούσε να οδηγήσει τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν την άνεση του καταναλωτισμού και να ανα- λάβουν τις υποχρεώσεις του πολίτη; Διάφορες ιδέες έχουν προταθεί. Για παράδειγμα, ο Dobson (2003, 2006) συζητώντας την οικολογική ιδιότητα του πολίτη υποστηρίζει ότι το αίσθημα δικαιοσύνης θα μας παρακινήσει να αναγνωρίσουμε και να δράσουμε σύμφωνα με τις υποχρεώσεις μας. Συμφωνεί ότι η απλή αναγνώριση των υλικών ασυμμετριών στην χρήση οικολογικών πόρων δεν αποτελεί επαρκή λόγο για δράση. Χρειάζεται να υπάρχουν λόγοι που να συνδέουν τα γεγονότα των ασυμμετριών με τα συμπεράσματα σχετικά με το πώς να δράσουμε. Κατά την άποψή του, αυτόν τον ρόλο μπο- ρεί να παίξει η δικαιοσύνη: «Η δικαιοσύνη είναι ο λόγος που συνδέει τα γεγονότα (άνιση κατανομή του οικολογικού χώρου) με το κανονιστικό συμπέρασμα (δράση ώστε να μειωθεί η κατοχή του οικολογικού χώρου εκεί όπου εν- δείκνυται)» (Dobson 2006: 450). Ωστόσο, αυτό εξακολουθεί να αφήνει ανοικτό το ερώτημα γιατί να έχουμε ως κίνητρο τη δικαιοσύνη. Ο Dobson (2006: 451) ασχολείται με αυτό σε μια υποσημείωση, όπου ισχυρίζεται: «ελπίζω ότι δεν θα κληθώ να εξηγήσω γιατί οι άνθρωποι πρέπει να έχουν κίνητρο την απόδοση δικαιοσύνης, καθώς πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει πολύ δυνατότερα μυαλά από το δικό μου». Πράγματι, αλλά τότε γυρνάμε πίσω στην αφετηρία.
Σε απάντηση της μελέτης του Dobson, ο Hayward (2006: 442) προσπαθεί να αποφύγει το ζήτημα του κινήτρου προβάλλοντας την «επινοητικότητα» ως κύρια οικολογική αρετή. Αυτή, υποστηρίζει, «περιλαμβάνει την ανάπτυξη και την άσκηση των ανθρώπινων δυνατοτήτων, και αυτό αποτελεί μέρος της ουσίας της καλής ανθρώπινης ζωής. Επίσης μετριάζει την πίεση επί των πεπερασμένων φυσικών πόρων που απαιτούνται έτσι σε (περίπου) αντίστροφη αναλογία προς την επινοητικότητα». Για τον Hayward, η επινοητικότητα εξορισμού αποφεύγει το πρόβλημα των κινήτρων που αντιμετωπίζει η δικαιοσύνη του Dobson. Αφού η επινοητικότητα στηρίζεται στην ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων, καθορίζει επίσης την καλή ζωή. Με άλλα λόγια, θα πρέπει όλοι να θέλουμε να την αναπτύξουμε, αν θέλουμε να γίνουμε πλήρεις ως άνθρωποι, να πραγματώσουμε τις δυνατότητές μας ως ανθρώπινα όντα. Συνεπώς, η επινοητικότητα ευθυγραμμίζει τις οικολογικές ανησυχίες με τα προσωπικά συμφέροντα. Καθώς τα άτομα αναπτύσσουν την εφευρετικότητα τους για να μειώσουν τη χρήση φυσικών πόρων, αναπτύσσουν παράλληλα και τον εαυτό τους και πραγματώνουν τις ανθρώπινες δυνατότητές τους. Αλλά, όπως σημειώνει ο Dobson (2006), δεν είναι σαφές γιατί η επινοητικότητα παρουσιάζεται ως οικολογική ιδιότητα. Πράγματι, οι άνθρωποι έχουν χρησιμοποιήσει και εφαρμόσει την εφευρετι- κότητά τους σε πολλά έργα και για διαφορετικούς σκοπούς, από την εξερεύνηση του διαστήματος μέχρι την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, ή τον σχεδιασμό πολεμικών μηχανών και πυρηνικών όπλων. Μέχρι στιγμής τουλάχιστον, η μείωση της χρήσης των φυσικών πόρων, δεν αποτελεί βασική προτεραιότητα.
Οι αξίες τόσο της δικαιοσύνης όσο και της επινοητικότητας μπορούν να α- ναγνωσθούν μέσα σε ένα πλαίσιο αποανάπτυξης. Η έγνοια για δικαιοσύνη ενισχύει τις αναγνωρισμένες αξίες της δημοκρατίας, της ισότητας και της αλληλεγγύης, καθώς και τη στήριξη της δημοκρατικής επιλογής και της ιδιότητας του πολίτη. Κάποιος θα μπορούσε επίσης να διακρίνει έναν παραλληλισμό μεταξύ της επινοητικότητας του Hayward και της έμφασης του κινήματος της αποανάπτυξης στις ανθρωπιστικές αξίες. Για παράδειγμα, η θέση του Aries (2005) ότι θα στήριζε την αποανάπτυξη, ακόμη και χωρίς την οικολογική κρίση, μόνο και μόνο για να είναι «άνθρωπος», υπονοεί την ανάπτυξη των ανθρώπινων δυνατοτήτων πέρα από την «κατανάλωση». Ωστόσο, το θέμα ίσως δεν είναι να βρούμε τί θα μπορούσε να μας παρακινήσει να είμαστε «καλοί οικολόγοι πολίτες», καθώς είναι σχεδόν βέβαιο πως κάθε απάντηση στο ερώτημα αυτό θα είναι απλοϊκή και ανεπαρκής και θα μπορούσε να αφομοιωθεί σε ένα άλλο σύνολο μέτρων, αλλά περισσότερο το να δημιουργήσουμε χώρους όπου μπορούμε να δράσουμε ως πολίτες και όχι ως καταναλωτές, όποια και αν είναι τα κίνητρά μας (κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική δικαιοσύνη, προσωπική ανάπτυξη). Με άλλα λόγια, αντί να προσπαθούμε να διαμορφώσουμε τα κίνητρά που θα μας ωθήσουν να δράσουμε ως πολίτες, θα μπορούσαμε απλώς να δημιουργήσουμε όσο το δυνα- τόν περισσότερους χώρους όπου θα καθοριζόμαστε με βάση όρους διαφορετικούς από αυτούς της οικονομικής λογικής: όχι ως καταναλωτές που θέλουν περισσότερο (πληρώνοντας λιγότερο), που κυνηγούν προσφορές που αξίζουν τα λεφτά τους, ή την τελευταία φθηνή ευκαιρία. Μολονότι το κίνημα της αποανάπτυξης δεν είναι σε καλύτερη θέση από άλλες θεωρίες ή συγγραφείς της οικολογίας να απαντήσει στο μεγάλο ερώτημα των κινήτρων, μπορεί ωστόσο να συμβάλλει στο πεδίο της πολιτικής οικολογίας με το άνοιγμα τέτοιων χώρων.
Όπως πρότεινα νωρίτερα, η αποανάπτυξη δεν αφορά μόνο το να καταναλώνουμε και να παράγουμε λιγότερο, αφορά κατά πρώτο και κύριο λόγο την παροχή μιας κριτικής στην οικονομία και της αποικιακής της επίδρασης, δείχνοντας παράλληλα και οδούς διαφυγής. Το να ξεφύγουμε επομένως από την οικονομία παρέχει μια σημαντική αφετηρία για να συλλάβουμε μορφές κοινωνικής οργάνωσης που δεν βασίζονται στο οικονομικό λεξιλόγιο, να φανταστούμε πρακτικές όπως οι καταναλωτικές απεργίες που αποκηρύσ- σουν τον οικονομικό ορθολογισμό, να αναπτύξουμε χώρους όπως είναι οι τοπικές αγορές, στους οποίους μπορούμε να πειραματιστούμε με μη- οικονομικές σχέσεις και ταυτότητες. Συνεπώς, ίσως η κύρια συμβολή του κινήματος της αποανάπτυξης στις περιβαλλοντικές πολιτικές και συζητήσεις είναι ότι μέσα από την έμφαση που δίνει στη «διαφυγή από την οικονομία», παρέχει τόσο εννοιολογικές όσο και πρακτικές στρατηγικές για την αμφισβήτηση της οικονομίας της ανάπτυξης. Και το κάνει αυτό, καλώντας μας να ξανασκεφτούμε τις οικονομικές πρακτικές με όρους δημοκρατικών επιλογών και δράσεων με την ιδιότητα του πολίτη. Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτοί οι μη οικονομικοί χώροι δεν υπάρχουν ήδη. Ο μύθος της καθολικής εμπορευματοποίησης τείνει να αγνοεί το γεγονός ότι πολλοί από εμάς περνούμε ένα σημαντικό μέρος του χρόνου μας φροντίζοντας τον εαυτό μας, ή βοηθώντας τους άλλους να φροντίσουν τον εαυτό τους, χωρίς να στηριζόμαστε στην αγορά (π.χ. Williams 2004, 2005a,b). Επιπλέον, έχουν γίνει παρόμοιες παρατηρήσεις σχετικά με την ανάγκη να ξεφύγουμε από το «ορθόδοξο οικονομικό πλαίσιο». Όπως προαναφέρθηκε, οι Gibson-Graham (1996, 2002, 2006) πρότειναν την επαναεννοιοποίηση των οικονομικών σχέσεων και ταυτοτήτων μακριά από την κεφαλαιο-κεντρική σκέψη. Ωστόσο, λαμβά- νοντας υπόψη τη σοβαρότητα της οικολογικής και κοινωνικής κρίσης που αντιμετωπίζουμε, το να πολλαπλασιάσουμε τις φωνές που μας καλούν να ξεφύγουμε από την οικονομία και να εξερευνήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο σημεία εξόδου δεν φαντάζει καθόλου περιττό.
Αναφορές
Arendt, H. (1958), The Human Condition, University of Chicago Press, Chicago, IL. Ariès, P. (2005), Decroissance ou Barbarie, Golias, Lyon.
Ariès, P. (2006), No Conso: Vers la Greve Generale de la Consommation, Golias, Lyon.
Ariès, P. (2007), “Adresse aux objecteurs de croissance qui veulent faire de la politique”, Les Cahiers de l'IEEDSS, Vol. 1, Decembre, pp. 4-7.
Baker, S. (2006), Sustainable Development, Routledge, London.
Banerjee, S. (2001), “Managerial perceptions of corporate environmentalism: interpretations from industry and strategic implications for organizations”, Journal of Management Studies, Vol. 38 No. 4, pp. 489-513.
Barry, J. (2005), “Ecological modernization”, in Dryzek, J. and Schlosberg, D. (Eds), Debating the Earth, Oxford University Press, Oxford, pp. 303-21.
Baykan, B. (2007), “From limits to growth to degrowth within French politics”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 3, pp. 513-17.
Berglund, C. and Matti, S. (2006), “Citizen and consumer: the dual role of individuals in environmental policy”, Environmental Politics, Vol. 15 No. 4, pp. 550-71.
Binswanger, M. (2001), “Technological progress and sustainable development: what about the rebound effect?”, Ecological Economics, Vol. 36, pp. 119-32.
Blühdorn, I. (2007), “Sustaining the unsustainable: symbolic politics and the politics of simulation”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 2, pp. 251-75.
Blühdorn, I. and Welsh, I. (2007), "Eco-politics beyond the paradigm of sustainability: a conceptual framework and research agenda”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 2, pp. 185-205.
Caillé, A. (2005), Dé-penser l'Economique: Contre la Fatalite', La Découverte, Paris.
Callon, M. (Ed.) (1998), The Laws of the Markets, Blackwell, London.
Carruthers, D. (2001), “From opposition to orthodoxy: the remaking of sustainable development”, Journal of Third World Studies, Vol. 18 No. 2, pp. 93-122.
Cheynet, V. (2007), “Pour une Decroissance civilise”, Les Cahiers de l'IEEDSS, Vol. 1, Decembre, pp. 8-11.
Cheynet, V., Clementin, B. and Bernard, M. (Eds) (2003), Objectif décroissance, Parangon, Lyon.
Christoff, P. (1996), “Ecological modernisation, ecological modernities”, Environmental Politics, Vol. 5 No. 3, pp. 476-500.
Clémentin, B. (2005), “La Croissance n'existe pas, Institut d’études économiques et sociales pour la décroissance soutenable”, available at:
www.Décroissance.org/index.php?chemin=textes/croissance (accessed 28 January 2008).
Community Economy Collectives (2001), “Imagining and enabling noncapitalist futures”,
Socialist Review, Vol. 28 No. 3/4, pp. 93-135.
Curtis, F. (2003), "Eco-localism and sustainability”, Ecological Economics, Vol. 46 No. 1, pp. 83-102.
De Geus, M. (2003), The End of Over-Consumption: Towards a Lifestyle of Moderation and Self- Restraint, International Books, Utrecht.
de Riveros, O. (2001), The Myth of Development: The Non-Viable Economics of the 21st Century, Zed Books, London.
Dobson, A. (2003), Citizenship and the Environment, Oxford University Press, Oxford.
Dobson, A. (2006), “Ecological citizenship: a defence”, Environmental Politics, Vol. 15 No. 3, pp. 447-51.
Dobson, A. and Bell, D. (Eds) (2006), Environmental Citizenship, MIT Press, Cambridge, MA.
Dobson, A. and Valencia Saiz, A. (2005), “Introduction”, Environmental Politics, Vol. 14 No. 2, pp. 157-62.
Doherty, B. and de Geus, M. (Eds) (1996), Democracy and Green Political Thought: Sustainability, Rights and Citizenship, Routledge, London.
Douthwaite, R. (1992), The Growth Illusion: How Economic Growth has Enriched the Few, Improvished the Many and Endangered the Planet, Lilliput Press, Dublin.
Escobar, A. (1995), Encountering Development: The Making and Unmaking of the Third World, Princeton University Press, Princeton, NJ.
Fineman, S. (2001), “Fashioning the environment”, Organization, Vol. 8 No. 1, pp. 1731.
Fotopoulos, T. (2007), “Is degrowth compatible with a market economy?”, International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3 No. 1.
Georgescu-Roegen, N. (1971), The Entropy Law and the Economic Process, Harvard University Press, Cambridge, MA.
Georgescu-Roegen, N. (1979), Décroissance: Entropie-Ecologie-Economie (translated by Grinevald, J. and Rens, I.), Pierre-Marcel Favre, Lausanne.
Georgescu-Roegen, N. (1980), “Afterword”, in Rifkin, J. and Howard, T. (Eds), Entropy: A New World View, The Viking Press, New York, NY.
Gibbs, D. (2007), "Neoliberalism, ecological modernisation and the future of local economic development”, paper presented at the “Local Economic Development: Restructuring for Climate Change” Workshop, University of Liverpool, Liverpool, 6 February, available at: www.liv.ac.uk/geography/seminars/DG_Liverpool_seminar.doc (accessed 16 January 2008).
Gibson-Graham, J.K. (1996), The End of Capitalism (As We Knew It): A Feminist Critique of Political Economy. Blackwell, Oxford.
Gibson-Graham, J.K. (2002), “Beyond global vs. local: economic politics outside the binary frame”, in Herod, A. andWright, M. (Eds), Geographies of Power: Placing Scale, Blackwell, Oxford, pp. 25-60.
Gibson-Graham, J.K. (2006), A Postcapitalist Politics, University of Minnesota Press, Minneapolis, MN.
Global Footprint Network (2006), Living Planet Report 2006, available at: www.footprintnetwork.org/download.php?id=303 (accessed 18 January 2008).
Gorz, A. (1975), Ecologie et Politique, Galile'e, Paris.
Harvey, D. (1996), Justice, Nature and the Geography of Difference, Blackwell, Oxford.
Hayward, T. (2006), “Ecological citizenship: justice, rights and the virtue of resourcefulness”, Environmental Politics, Vol. 15 No. 3, pp. 435-46.
Herring, H. (2002), “Is energy efficiency environmentally friendly?”, Energy & Environment, Vol. 11, pp. 313-25.
Homs, C. (2006), “Sortir de l'Economie' Ea veut dire quoi?”, available at: www.Décroissance.info/Sortir-de-l-economie-ca-veut-dire (accessed 16 January 2008).
Homs, C. (2007), “De l'abolition du travail”, available at: www.Decroissance.info/De- l-abolition-du-Travail-a (accessed 28 January 2008).
Illich, I. (1973), Tools for Conviviality, Calder and Boyars, London.
Latouche, S. (2001), La deraison de la raison economique, Albin Michel, Paris.
Latouche, S. (2003), “Le marché, l'agora et l’acropole: Se réapproprier le marché”, Refractions, Vol. 9, pp. 17-26.
Latouche, S. (2004a), Survivre au développement, Mille et une nuit, Paris.
Latouche, S. (2004b), "Degrowth economics: why less should be much more”, Le Monde Diplomatique, November, available at: http://mondediplo.com/2004/11/14latouche
Latouche, S. (2005a), Décoloniser l'imaginaire, Parangon, Lyon.
Latouche, S. (2005b), L’invention de l'Economie, Albin Michel, Paris.
Latouche, S. (2006a), Le pari de la décroissance, Fayard, Paris.
Latouche, S. (2006b), “The globe downshifted: how do we learn to want less?”, Le Monde Diplomatique, English ed., January, available at: http://mondediplo.com/2006/01/13degrowth.
Latouche, S. (2007), "Degrowth: an electoral stake?”, International Journal of Inclusive Democracy, Vol. 3 No. 1.
Latta, P. (2007), “Locating democratic politics in ecological citizenship”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 3, pp. 377-93.
Meadows, D., Meadows, D. and Randes, J. (1972), Limits to Growth, UniverseBooks, NewYork, NY.
Milne, M., Kearins, K. and Walton, S. (2006), “Creating adventures in Wonderland: the journey metaphor and environmental sustainability”, Organization, Vol. 13 No. 6, pp. 801-39.
Monbiot, G. (2007), “If Tesco and Wal-Mart are friends of the earth, are there any enemies left?”, The Guardian, 23 January.
Næss, A. (1989), Ecology, Community and Lifestyle: Outline of an Ecosophy (translated by
Rothenberg, D.), Cambridge University Press, Cambridge.
Polanyi, K. (1944), The Great Transformation, Farrar and Reinhart, New York, NY.
Prasad, P. and Elmes, M. (2005), “In the name of the practical: unearthing the hegemony of pragmatics in the discourse of environmental management”, Journal of Management Studies, Vol. 42 No. 4, pp. 846-67.
Princen, T. (2003), “Principles for sustainability: from cooperation and efficiency to sufficiency”, Global Environmental Politics, Vol. 3 No. 1, pp. 33-50.
Pumar, E. (2005), “Social networks and the institutionalization of the ideology of sustainable development”, International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 25 No. 1/2, pp. 63-86.
Schneider, F. (2002), “Point d'efficacité sans sobriété: Mieux vaut débondir que rebondir”, Silence, Vol. 280 (février).
Schneider, F. (2003), “L’effet rebond”, L’Ecologiste, Vol. 4 No. 3, pp. 45-8.
Schosberg, D. (1999), Environmental Justice and the New Pluralism, Oxford University Press, Oxford.
Schumacher, E.F. (1973), Small is Beautiful: Economics as if People Mattered, Blong and Briggs, London.
Scott-Cato, M. (2006), Market, Schmarket: Building the Post-Capitalist Economy, New Clarion Press, Cheltenham.
Seabrook, J. (1993), Victims of Development, Verso, London.
Sessions, G. (Ed.) (1995), Deep Ecology for the Twenty-first Century, Shambhala, Boston, MA.
Shaw, D. (2007), “Consumer voters in imagined communities”, International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 27 No. 3/4, pp. 135-50.
Torgerson, D. (1999), The Promise of Green Politics: Environmentalism and the Green Public Sphere, Duke University Press, Durham, NC.
Trainer, T. (2002), “Recognising the limits to growth: a challenge to political economy”, Journal of Australian Political Economy, Vol. 50 No. 2, pp. 163-78.
UNDP (2006), Human Development Report 2006, United Nations, New York, NY.
Wall, D. (2007), “Realist utopias? Green alternatives to capitalism”, Environmental Politics, Vol. 16 No. 3, pp. 518-22.
Walter, J. and Simms, A. (2006), The End of Development? Global Warming Disasters and the Great Reversal of Human Progress, New Economic Foundation, London.
Williams, C. (2004), “The myth of marketization: an evaluation of the persistence of non-market activities in advanced economies”, International Sociology, Vol. 19 No. 4, pp. 437-49.
Williams, C.C. (2005a), A Commodified World? Mapping the Limits of Capitalism, Zed, London.
Williams, C. (2005b), “The market illusion: re-reading work in advanced economies”,
International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 25 No. 10/11, pp. 106-18.
York, R., Rosa, E. and Dietz, T. (2003), “A rift in modernity? Assessing the anthropogenic sources of global climate change with the STIRPAT model”, International Journal of Sociology and Social Policy, Vol. 23 No. 10. p. 3151.
[1] Η οικονομική ανάπτυξη δεν τα πάει πολύ καλύτερα από την άποψη της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η παγκόσμια ανισότητα στη χρήση του οικολογικού χώρου έχει συνοδευτεί από μία αύξηση των ανισοτήτων στην κατανομή του πλούτου. Η οικονομική ανάπτυξη που τροφοδοτείται από την αυξημένη κατανάλωση δεν φέρνει περισσότερο πλούτο σε αυτούς που το χρειάζονται, όπως μας κάνει να πιστεύουμε το «φαινόμενο της διάχυσης προς τα κάτω» (trickle-down effect). Μάλλον τείνει να πριμοδοτεί τους πλουσιότερους και εκείνους που ήδη καταναλώνουν πέρα από το δίκαιο μερίδιο πόρων που τους αναλογεί. Συνεπώς, ενώ το ποσό του παγκόσμιου πλούτου ποτέ δεν ήταν τόσο υψηλό, 1,1 δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε πόσιμο νερό, 1,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν με λιγότερο από 1 δολάριο την ημέρα και 2,8 δισεκατομμύρια με λιγότερα από 2 δολάρια την ημέρα. Αυτό αντιπροσωπεύει το 45 τοις εκατό του παγκόσμιου πληθυσμού (UNDP 2006). Το φτωχότερο 20 τοις εκατό του πλανήτη κατείχε το 1,1 τοις εκατό του παγκόσμιου εισοδήματος το 2006 έναντι του 2,3 τοις εκατό το 1970. Το πλουσιότερο 20 τοις εκατό (που ζει κυρίως στο Βορρά) κατέχει το 86 τοις εκατό του παγκόσμιου εισοδήματος, έναντι του 70 τοις εκατό το 1970.
[2] Από την άποψη αυτή, ο Pumar (2005) προσφέρει μια ενδιαφέρουσα άποψη για τον τρόπο με τον οποίο θεσμοθετήθηκε η νεοφιλελεύθερη αντίληψη της βιωσιμότητας, και κατέληξε να απαλείψει πιο ριζοσπαστικές προοπτικές.
[3] [Σ.τ.Μ.] Εδώ πρόκειται για λογοπαίγνιο με τα αρχικά της εταιρείας. Η φράση «Πέρα από το πετρέλαιο» (Beyond Petroleum) στα αγγλικά έχει τα ίδια αρχικά με αυτά της εταιρείας
[4] Το βιβλίο μεταφράστηκε στα γαλλικά ως Décroissance: Entropie-Ecologie-Economie (Georgescu-Roegen 1979).
[5] Αυτή η έμφαση στην κριτική αντικατοπτρίζεται επίσης στο μανιφέστο και στο καταστατικό του «Κόμματος για τη Αποανάπτυξη». Το κόμμα αυτοπροσδιορίζεται ως αντι- εξουσιαστικό και το καταστατικό του περιέχει μία ρήτρα που ορίζει ότι κάθε μέλος που εκλέγεται σε θέση εκτελεστικής εξουσίας θα πρέπει να παραιτείται από το κόμμα για τη διάρκεια της θητείας του/της.
[6] Παρά το γεγονός ότι οι όροι «καταναλωτής» και «πολίτης» χρησιμοποιούνται συνήθως για να εκφράσουν διαφορετικές ανησυχίες ή κίνητρα (την επιδίωξη και ικανοποίηση ατομικών συμφερόντων ενάντια στην ηθική και συλλογική ευθύνη), η διάκριση αυτή δεν είναι πάντοτε σαφής. Όπως σημειώνει η Shaw (2007), δεδομένου του αντίκτυπου που έχουν τα καταναλωτικά πρότυπα στην κοινωνία και το περιβάλλον, έχουν καταστεί, για κάποιους, ένα όχημα για την πραγμάτωση της ιδιότητας του πολίτη και της οικοδόμησης της κοινότητας.