Δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους κηδείες, μια κλοπή επ’ αγαθώ, μια απροσδόκητη (πλην χαροποιός για όλους) γέννηση, ένας σαλός μοναχός και δυο γενεαλογικά δέντρα που θα αποκαλύψουν μόνο την εσχάτη ώρα τις περίπλοκες διακλαδώσεις τους. Αυτό είναι το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται η δράση στο καινούργιο μυθιστόρημα του Γιάννη Μακριδάκη: ένα βιβλίο όπου παρά τα πολλαπλά κέντρα της εστίασης, ο μίτος της αφήγησης δεν λοξοδρομεί ποτέ, οδεύοντας σταθερά προς το σημείο στο οποίο έχει εξαρχής στοχεύσει. Σταθερό είναι και το σκηνικό τοπίο: ένα νησί του Βορείου Αιγαίου, πολύ κοντά στα σύνορα με την Τουρκία, που δέχεται αλλεπάλληλα κύματα προσφύγων ενώ οι κάτοικοί του περνούν σταδιακά από τη σφοδρή επιθυμία για αλληλεγγύη και παροχή υπηρεσιών στην πλήρη απαξίωση και άρνηση όσων έρχονται από τα απέναντι παράλια. Ο τόπος δεν κατονομάζεται, δεν χωρεί όμως αμφιβολία πως πρόκειται για τη Χίο, η οποία έχει πρωταγωνιστήσει κατ’ επανάληψη στα βιβλία του Μακριδάκη.
Οπως και παλαιότερα, ο συγγραφέας θα ενσωματώσει στη μυθοπλασία του στοιχεία από την τοπική ιστορία του νησιού, επιτρέποντας στο συλλογικό παρελθόν να εικονογραφήσει με σκοτεινά χρώματα την ατομική μοίρα των πρωταγωνιστών του. Τη βαριά σκιά στη ζωή των ηρώων στο «Ολα για καλό» θα ρίξει το Λεπροκομείο ή το Λωβοκομείο της Χίου, που ιδρύθηκε στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα και συνέχισε να λειτουργεί (μείον κάποια ενδιάμεσα διαστήματα) μέχρι το 1959. Η πολυσυζητημένη μορφή κατά τη διάρκεια της τελευταίας ενεργού περιόδου του Λωβοκομείου είναι ο μοναχός Νικηφόρος ο Λεπρός, ο οποίος ονομάστηκε όσιος λόγω της βοήθειας και της υποστήριξης που προσέφερε σε όσους ασθενείς αναζήτησαν την παρηγοριά του. Ο Νικηφόρος, που αποκτά σάρκα και οστά στις σελίδες του Μακριδάκη, είναι επίσης μοναχός (κατά κόσμον Μιχάλης) αλλά δεν μπορεί εξαιτίας της τρέλας του να προσφέρει βοήθεια σε κανέναν. Θα προλάβει, παρ’ όλα αυτά, να συνδεθεί έστω και εμμέσως με τα τεκταινόμενα στο Λωβοκομείο (σπιτάλι κατά την έκφραση των ντόπιων), αποκτώντας έναν γιο και μια κόρη για τους οποίους δεν θα μάθει ποτέ το παραμικρό.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει μέσω πολλαπλών παρατάσεων της αφήγησης το οικογενειακό δράμα που ξεκινάει από τον Μιχάλη ή Νικηφόρο, σπεύδοντας να στρέψει κατ’ αρχάς την προσοχή μας σε δευτερεύοντα στοιχεία της πλοκής, όπως η μετατροπή του εγκαταλελειμμένου χώρου του Λωβοκομείου σε κοινωνικό μαγειρείο, η γέννηση και η φιλοξενία στο σπιτάλι του παιδιού ενός ζευγαριού κούρδων προσφύγων ή ο πνιγμός ενός άλλου πρόσφυγα με τα κλεμμένα λεφτά του οποίου θα διευκολυνθεί (μετά τον θάνατό του) το έργο όσων δεν έχουν πάψει να αγωνίζονται για τους οδοιπόρους και τους πάσχοντες. Οι μυθοπλαστικές αυτές παρακάμψεις θα ανοίξουν με τον κατάλληλο τρόπο τον δρόμο, και θα καλλιεργήσουν επισταμένως το έδαφος μέχρι να ανέβει στην επιφάνεια (χάρη σε μια πυκνή σειρά από προεξαγγελίες ή πρωθύστερα) η πικρή οικογενειακή τύχη των νεότερων πρωταγωνιστών: της Κατρίν και του Δημοσθένη που θα δουν και την ελάχιστη ελπίδα ή προσδοκία τους να σκορπίζει στους πέντε ανέμους χωρίς παρ’ όλα αυτά να μεσολαβήσει κανένας υπερβάλλων συναισθηματικός ζήλος – και χωρίς επίσης να απολέσει ο Μακριδάκης την κατακτημένη παιγνιώδη διάθεσή του για ίντριγκα, ανατροπή και αιφνιδιασμό.
Πηγή
Οπως και παλαιότερα, ο συγγραφέας θα ενσωματώσει στη μυθοπλασία του στοιχεία από την τοπική ιστορία του νησιού, επιτρέποντας στο συλλογικό παρελθόν να εικονογραφήσει με σκοτεινά χρώματα την ατομική μοίρα των πρωταγωνιστών του. Τη βαριά σκιά στη ζωή των ηρώων στο «Ολα για καλό» θα ρίξει το Λεπροκομείο ή το Λωβοκομείο της Χίου, που ιδρύθηκε στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα και συνέχισε να λειτουργεί (μείον κάποια ενδιάμεσα διαστήματα) μέχρι το 1959. Η πολυσυζητημένη μορφή κατά τη διάρκεια της τελευταίας ενεργού περιόδου του Λωβοκομείου είναι ο μοναχός Νικηφόρος ο Λεπρός, ο οποίος ονομάστηκε όσιος λόγω της βοήθειας και της υποστήριξης που προσέφερε σε όσους ασθενείς αναζήτησαν την παρηγοριά του. Ο Νικηφόρος, που αποκτά σάρκα και οστά στις σελίδες του Μακριδάκη, είναι επίσης μοναχός (κατά κόσμον Μιχάλης) αλλά δεν μπορεί εξαιτίας της τρέλας του να προσφέρει βοήθεια σε κανέναν. Θα προλάβει, παρ’ όλα αυτά, να συνδεθεί έστω και εμμέσως με τα τεκταινόμενα στο Λωβοκομείο (σπιτάλι κατά την έκφραση των ντόπιων), αποκτώντας έναν γιο και μια κόρη για τους οποίους δεν θα μάθει ποτέ το παραμικρό.
Ο συγγραφέας αναδεικνύει μέσω πολλαπλών παρατάσεων της αφήγησης το οικογενειακό δράμα που ξεκινάει από τον Μιχάλη ή Νικηφόρο, σπεύδοντας να στρέψει κατ’ αρχάς την προσοχή μας σε δευτερεύοντα στοιχεία της πλοκής, όπως η μετατροπή του εγκαταλελειμμένου χώρου του Λωβοκομείου σε κοινωνικό μαγειρείο, η γέννηση και η φιλοξενία στο σπιτάλι του παιδιού ενός ζευγαριού κούρδων προσφύγων ή ο πνιγμός ενός άλλου πρόσφυγα με τα κλεμμένα λεφτά του οποίου θα διευκολυνθεί (μετά τον θάνατό του) το έργο όσων δεν έχουν πάψει να αγωνίζονται για τους οδοιπόρους και τους πάσχοντες. Οι μυθοπλαστικές αυτές παρακάμψεις θα ανοίξουν με τον κατάλληλο τρόπο τον δρόμο, και θα καλλιεργήσουν επισταμένως το έδαφος μέχρι να ανέβει στην επιφάνεια (χάρη σε μια πυκνή σειρά από προεξαγγελίες ή πρωθύστερα) η πικρή οικογενειακή τύχη των νεότερων πρωταγωνιστών: της Κατρίν και του Δημοσθένη που θα δουν και την ελάχιστη ελπίδα ή προσδοκία τους να σκορπίζει στους πέντε ανέμους χωρίς παρ’ όλα αυτά να μεσολαβήσει κανένας υπερβάλλων συναισθηματικός ζήλος – και χωρίς επίσης να απολέσει ο Μακριδάκης την κατακτημένη παιγνιώδη διάθεσή του για ίντριγκα, ανατροπή και αιφνιδιασμό.
Πηγή