Τα πεταμένα συρματοπλέγματα στους δρόμους των Εξαρχείων το πρωί της 7ης Δεκέμβρη 2017 μάς υπενθύμισαν, αυτή τη φορά με τρόπο υλικό και συνάμα συμβολικό, ότι το προηγούμενο βράδυ διεξήχθη ένας πόλεμος. Ένας πόλεμος, που παρά το ένδυμα της προσφιλούς κενής συνθηματολογίας, δεν ήταν ενάντια στο κεφάλαιο. Αν ήταν τέτοιος, θα συνέβαινε αλλού και σίγουρα μια μέρα πριν, έξω από τη Βουλή, όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, κατ’ απαίτησιν ΔΝΤ, κατέθετε την τροπολογία που επιχειρεί να βάλει τέρμα στο δικαίωμα για απεργία των πρωτοβάθμιων σωματείων. Δεν ήταν, όμως, ούτε ένας πόλεμος ενάντια στο κράτος, αν φυσικά δεν είμαστε τόσο αφελείς ώστε να συνοψίσουμε την κυριαρχία στα ένστολα όργανα καταστολής. Αν ήταν τέτοιος, θα συνέβαινε αλλού και σίγουρα μία μέρα μετά, στην αστυνομοκρατούμενη Αθήνα του Ερντογάν, σε ένα γεγονός που συμπυκνώνει την ουσία του κράτους ως εργαλείου γεωστρατηγικής και μηχανής πολέμου.
Διαφορετικά από τον Δεκέμβρη του 2008, το θλιβερό επετειακό βαριετέ της 6ης Δεκεμβρίου 2017 δεν έπληξε ούτε ένα υλικό σύμβολο της ταξικής εκμετάλλευσης και της κρατικής κυριαρχίας. Έπληξε, αντίθετα, τους κατοίκους μιας ούτως ή άλλως ρημαγμένης από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα αθηναϊκής γειτονιάς, που έντρομοι κλείστηκαν στα σπίτια τους –όσοι δεν τα εγκατέλειψαν για να διανυκτερεύσουν αλλού- περιμένοντας τους αυτόκλητους «περιφρουρητές» της γειτονιάς τους να αποτελειώσουν ό,τι είχε αφήσει όρθιο η κρίση. Ο χθεσινός πόλεμος ρήμαξε τις τζαμαρίες και τις εισόδους των καταχρεωμένων από τα λειτουργικά έξοδα, παγωμένων πολυκατοικιών των Εξαρχείων, κατέστρεψε τη μοναδική, υποτυπώδη παιδική χαρά της περιοχής, έπνιξε σε καπνούς και χημικά παιδιά και ηλικιωμένους χωρίς πρόσβαση σε δημόσιες δομές υγείας, άφησε σωρούς από αποκαϊδια και σκουπίδια σε μια γειτονιά ξεχασμένη από τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας. Η εικόνα των ακάνθινων οδοφραγμάτων στα σοκάκια των Εξαρχείων, όση γελοιότητα και αν εκλύει, άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο είναι αδιάψευστος μάρτυρας του κοινωνικού και πολιτικού αμοραλισμού των δημιουργών της. Η μετατροπή των στενών της γειτονιάς σε πεδίο μάχης με την αστυνομία, με οδοφράγματα, εμπρησμούς και μαζική χρήση μολότοφ και φωτοβολίδων - στα ίδια στενά όπου πριν τρεις μόλις εβδομάδες είχε σημειωθεί ο βαρύς τραυματισμός της κατοίκου των Εξαρχείων Α. Τσουκαλά και η λεηλασία σπιτιών, γεγονότα για τα οποία οι περισσότερες των ομάδων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή προτίμησαν τη σιωπή- είναι μια επιλογή κοινωνικής αναισθησίας. Μια επιλογή που δεν συνδέεται με κανένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα και δεν επικοινωνεί με καμιά κοινωνική ανάγκη, μια επιλογή που αδιαφορεί για τις συνέπειες που επιφέρει σε μαζική κοινωνική κλίμακα, περίκλειστη στο εγώ της, αντιδραστική, μικροαστική και λούμπεν, και ως εκ τούτου αντικοινωνική, αντιλαϊκή και αντικινηματική. Πρόκειται για μια επιλογή που όσο κι αν θορυβωδώς αξιώνει τη σύνδεση της με τις εξεγερτικές παρακαταθήκες του Δεκέμβρη, στην πραγματικότητα δεν επικοινωνεί καθόλου με αυτές. Αποτελεί άρνηση τους, αφού δεν ενσωματώνει, ούτε κατ’ ελάχιστο, τα κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά του Δεκέμβρη. Στην πραγματικότητα τα μόνα σημεία επαφής που έχει μαζί του, είναι εκείνα τα οποία ο ίδιος ο Δεκέμβρης μάς καλεί σήμερα να ξεπεράσουμε: την αυτοαναφορικότητα και την εσωστρέφεια, την αποθέωση του αυθόρμητου και τον φετιχισμό της βίας, την έλλειψη ταξικής συνείδησης και πολιτικού προγραμματισμού.
Ας μιλήσουμε καθαρά: ο χθεσινός πόλεμος ήταν ενάντια στους ανθρώπους που ζουν στα Εξάρχεια, στις γυναίκες, τους άνδρες, τα παιδιά, τους νέους, τους ηλικιωμένους, τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, σε όλες και όλους εκείνους που υφίστανται καθημερινά και ποικιλοτρόπως τη μεγαλύτερη επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο στην κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Ήταν ένας πόλεμος ενάντια σε όλες και όλους εκείνους που -παρά την περιφρόνηση που προκαλούν στους εγγενώς επιθυμούντες να ξεχωρίζουν από το πόπολο μικροαστούς διανοούμενους και εξεγερμένους γόνους, καθώς και στους λιμνάζοντες στα απόνερα του μεταμοντερνισμού «επαναστάτες» που, ως άλλες σουσούδες, απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τον «λαό» ως συλλογικό υποκείμενο για να τον υποκαταστήσουν από τις «εξεγερμένες ατομικότητες»- δεν μπορούν παρά να αποτελούν το σταθερό σημείο αναφοράς κάθε πολιτικής συλλογικότητας που αξιώνει την ανατροπή των κυρίαρχων συσχετισμών της ταξικής πάλης.
Ο χθεσινός πόλεμος ήταν μια επίθεση ενάντια στην κοινωνία, ένας πόλεμος με όρους κοινωνικού κανιβαλισμού, με γηπεδική αδρεναλίνη και βαθιά αντιδραστικό πυρήνα. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ένστολες κρατικές συμμορίες και ένα συνονθύλευμα εξεγερμένων/οργισμένων μικροαστών, λούμπεν ακολούθων τους, θυμωμένων εφήβων και διψασμένων για εμπειρίες στην πρωτόγονη περιφέρεια Βορειοευρωπαίων τουριστών.
Τα πεταμένα συρματοπλέγματα στους δρόμους των Εξαρχείων το πρωί της 7ης Δεκέμβρη 2017 είναι προβολή μιας όχι κάπου στο μακρινό μέλλον δυστοπίας. Αποψιλωμένα από οποιαδήποτε δημόσια δομή, εγκαταλελειμμένα από τους κατοίκους τους και με διαλυμένο κοινωνικό ιστό, τα Εξάρχεια φαντάζουν να καταλαμβάνουν τη θέση τους στο μητροπολιτικό χάρτη ως ένα πάρκο ελεγχόμενης εκτόνωσης οργισμένων επισκεπτών, κυβερνούμενα από μαφίες, επενδυτές Airbnb και ξεναγούς σε πακέτα που προσφέρουν σε πρωτοκοσμικούς τουρίστες εμπειρίες εξέγερσης με πραγματικά πυρά και ολίγην από αλληλεγγύη στους πρόσφυγες.
Αθήνα, 11.12.2017
Εργαζόμενες και εργαζόμενοι, κάτοικοι Εξαρχείων
Διαφορετικά από τον Δεκέμβρη του 2008, το θλιβερό επετειακό βαριετέ της 6ης Δεκεμβρίου 2017 δεν έπληξε ούτε ένα υλικό σύμβολο της ταξικής εκμετάλλευσης και της κρατικής κυριαρχίας. Έπληξε, αντίθετα, τους κατοίκους μιας ούτως ή άλλως ρημαγμένης από τη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα αθηναϊκής γειτονιάς, που έντρομοι κλείστηκαν στα σπίτια τους –όσοι δεν τα εγκατέλειψαν για να διανυκτερεύσουν αλλού- περιμένοντας τους αυτόκλητους «περιφρουρητές» της γειτονιάς τους να αποτελειώσουν ό,τι είχε αφήσει όρθιο η κρίση. Ο χθεσινός πόλεμος ρήμαξε τις τζαμαρίες και τις εισόδους των καταχρεωμένων από τα λειτουργικά έξοδα, παγωμένων πολυκατοικιών των Εξαρχείων, κατέστρεψε τη μοναδική, υποτυπώδη παιδική χαρά της περιοχής, έπνιξε σε καπνούς και χημικά παιδιά και ηλικιωμένους χωρίς πρόσβαση σε δημόσιες δομές υγείας, άφησε σωρούς από αποκαϊδια και σκουπίδια σε μια γειτονιά ξεχασμένη από τις δημοτικές υπηρεσίες καθαριότητας. Η εικόνα των ακάνθινων οδοφραγμάτων στα σοκάκια των Εξαρχείων, όση γελοιότητα και αν εκλύει, άλλο τόσο και ακόμα περισσότερο είναι αδιάψευστος μάρτυρας του κοινωνικού και πολιτικού αμοραλισμού των δημιουργών της. Η μετατροπή των στενών της γειτονιάς σε πεδίο μάχης με την αστυνομία, με οδοφράγματα, εμπρησμούς και μαζική χρήση μολότοφ και φωτοβολίδων - στα ίδια στενά όπου πριν τρεις μόλις εβδομάδες είχε σημειωθεί ο βαρύς τραυματισμός της κατοίκου των Εξαρχείων Α. Τσουκαλά και η λεηλασία σπιτιών, γεγονότα για τα οποία οι περισσότερες των ομάδων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή προτίμησαν τη σιωπή- είναι μια επιλογή κοινωνικής αναισθησίας. Μια επιλογή που δεν συνδέεται με κανένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα και δεν επικοινωνεί με καμιά κοινωνική ανάγκη, μια επιλογή που αδιαφορεί για τις συνέπειες που επιφέρει σε μαζική κοινωνική κλίμακα, περίκλειστη στο εγώ της, αντιδραστική, μικροαστική και λούμπεν, και ως εκ τούτου αντικοινωνική, αντιλαϊκή και αντικινηματική. Πρόκειται για μια επιλογή που όσο κι αν θορυβωδώς αξιώνει τη σύνδεση της με τις εξεγερτικές παρακαταθήκες του Δεκέμβρη, στην πραγματικότητα δεν επικοινωνεί καθόλου με αυτές. Αποτελεί άρνηση τους, αφού δεν ενσωματώνει, ούτε κατ’ ελάχιστο, τα κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά του Δεκέμβρη. Στην πραγματικότητα τα μόνα σημεία επαφής που έχει μαζί του, είναι εκείνα τα οποία ο ίδιος ο Δεκέμβρης μάς καλεί σήμερα να ξεπεράσουμε: την αυτοαναφορικότητα και την εσωστρέφεια, την αποθέωση του αυθόρμητου και τον φετιχισμό της βίας, την έλλειψη ταξικής συνείδησης και πολιτικού προγραμματισμού.
Ας μιλήσουμε καθαρά: ο χθεσινός πόλεμος ήταν ενάντια στους ανθρώπους που ζουν στα Εξάρχεια, στις γυναίκες, τους άνδρες, τα παιδιά, τους νέους, τους ηλικιωμένους, τους μαθητές, τους φοιτητές, τους εργαζόμενους, τους ανέργους, σε όλες και όλους εκείνους που υφίστανται καθημερινά και ποικιλοτρόπως τη μεγαλύτερη επίθεση που έχει εξαπολύσει το κεφάλαιο στην κοινωνία τις τελευταίες δεκαετίες. Ήταν ένας πόλεμος ενάντια σε όλες και όλους εκείνους που -παρά την περιφρόνηση που προκαλούν στους εγγενώς επιθυμούντες να ξεχωρίζουν από το πόπολο μικροαστούς διανοούμενους και εξεγερμένους γόνους, καθώς και στους λιμνάζοντες στα απόνερα του μεταμοντερνισμού «επαναστάτες» που, ως άλλες σουσούδες, απορρίπτουν μετά βδελυγμίας τον «λαό» ως συλλογικό υποκείμενο για να τον υποκαταστήσουν από τις «εξεγερμένες ατομικότητες»- δεν μπορούν παρά να αποτελούν το σταθερό σημείο αναφοράς κάθε πολιτικής συλλογικότητας που αξιώνει την ανατροπή των κυρίαρχων συσχετισμών της ταξικής πάλης.
Ο χθεσινός πόλεμος ήταν μια επίθεση ενάντια στην κοινωνία, ένας πόλεμος με όρους κοινωνικού κανιβαλισμού, με γηπεδική αδρεναλίνη και βαθιά αντιδραστικό πυρήνα. Πρωταγωνιστές του ήταν οι ένστολες κρατικές συμμορίες και ένα συνονθύλευμα εξεγερμένων/οργισμένων μικροαστών, λούμπεν ακολούθων τους, θυμωμένων εφήβων και διψασμένων για εμπειρίες στην πρωτόγονη περιφέρεια Βορειοευρωπαίων τουριστών.
Τα πεταμένα συρματοπλέγματα στους δρόμους των Εξαρχείων το πρωί της 7ης Δεκέμβρη 2017 είναι προβολή μιας όχι κάπου στο μακρινό μέλλον δυστοπίας. Αποψιλωμένα από οποιαδήποτε δημόσια δομή, εγκαταλελειμμένα από τους κατοίκους τους και με διαλυμένο κοινωνικό ιστό, τα Εξάρχεια φαντάζουν να καταλαμβάνουν τη θέση τους στο μητροπολιτικό χάρτη ως ένα πάρκο ελεγχόμενης εκτόνωσης οργισμένων επισκεπτών, κυβερνούμενα από μαφίες, επενδυτές Airbnb και ξεναγούς σε πακέτα που προσφέρουν σε πρωτοκοσμικούς τουρίστες εμπειρίες εξέγερσης με πραγματικά πυρά και ολίγην από αλληλεγγύη στους πρόσφυγες.
Αθήνα, 11.12.2017
Εργαζόμενες και εργαζόμενοι, κάτοικοι Εξαρχείων