«Όλα είναι μέσα στη γυάλα
Ο ήλιος κι η θάλασσα
Τα ψάρια κι οι άνθρωποι
Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια
Οι αγάπες και τα μίση
Μερικά βογγητά έρωτα
Πολλά πόνου
Όλα εδώ μέσα στη γυάλα
Που όταν μένει ακίνητη
Δεν είναι
Παρά μια γυάλα μ’ έναν κόσμο μέσα της
Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει
-και την κουνάει συχνά-
Ένα πικρό πυκνό χιόνι
Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα»
«ΑΤΙΤΛΟ», Αργύρης Χιόνης
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο στον οποίο ζούμε, προκειμένου εκ των συμπερασμάτων να εφοδιάσουμε τις όποιες δυνατότητες έχουν απομείνει, αίροντας τις «περιφράξεις» που έχουν τοποθετήσει βαθμιαία -και στην εποχή μας ραγδαία, η κρατική γραφειοκρατία με τις αυτοδιοικητικές της προεκτάσεις, η οικονομία της αγοράς και η περιρρέουσα ιδεολογία της απαλλαγής από το μόχθο. Τα χαρακτηριστικά είτε πρόκειται για δυνατότητες είτε πρόκειται για προβλήματα, αυτής της ιδιαίτερης περιοχής που πάντοτε ήταν στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, για τη δική μας αναζήτηση είναι επιγραμματικά:
Α)Η μέχρι προσφάτως παραδοσιακή σχέση με τη μικρή ιδιοκτησία γης, όπως και ιδιαίτερα τα κατά τόπους εθιμικά δίκαια που ακόμα ίσως τηρούνται. Ιστορικά, όπου η μικρή ανεξάρτητη ιδιοκτησία γης άκμασε, μπόρεσε να δημιουργήσει συνεργατικές δυναμικές.
Β)Η μέχρι και σήμερα ισχύς της οικογενειακής αλληλεγγύης που αποδεικνύεται καθημερινά. Ίσως ο «αναχρονιστικός» αυτός θεσμός είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πραγματικές σχέσεις αλληλεγγύης και στήριξης με όλες τις αντιφάσεις που συνεργούν στην ύπαρξη και δομή του. Τον, εν πολλοίς ή εν ολίγοις, περιορισμό των συμπτωμάτων της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τον χρωστάμε στην ελληνική οικογένεια. Η πραγματική οικονομία, στην κυριολεξία, έχει τις συγγενικές σχέσεις ως κυρίαρχη συνιστώσα.
Γ)Η διαρκής αν και απρόσφορη νοσταλγία «για το χωριό» με μνήμες που ανήκουν σε γενιές που ακόμα ζουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ζήσαμε στην Ελλάδα μια απότομη, βίαιη αστικοποίηση που οφείλεται σε ιστορικά γεγονότα (π.χ. εμφύλιος) αλλά και πολιτικές επιλογές («ανήκομεν εις την Δύσιν»).
Δ)Η ακόμα σχετικά καλή ζωή σε πολλά χωριά της Ελλαδικής περιφέρειας με όλη την αμηχανία που κατατρέχει τον κόσμο της, εν μέσω αστυφιλίας που συνεχίζεται και κυμάτων οικονομικής μετανάστευσης.
Ε)Οι ακόμα δυνατότητες που ενυπάρχουν στην περιφέρεια από μια βραχύβια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, η οποία όμως -συγκριτικά με άλλες χώρες- μπορεί να είναι αντιστρέψιμη, στο βαθμό που μελετηθεί προσεχτικά. Ακόμα ζουν άνθρωποι της γενιάς που κατέχει βασικές γνώσεις στα ζητήματα της καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Από την άλλη στις «περιφράξεις» συγκαταλέγονται ως εξής:
Α)Πυκνή δόμηση της υπαίθρου (σαλαμινοποίηση) και ιδιαίτερα στις τουριστικές παράλιες και νησιωτικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές έχουν επιβληθεί χωροταξικά σχέδια απαγόρευσης ακόμα και των ορνιθώνων.
Β)Ο τουρισμός ο οποίος έχει καταστεί μονόδρομος ειδικά στις προαναφερόμενες περιοχές έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων: 1)Έλλειψη πόσιμου νερού 2)Καταστροφή πηγαδιών-μετατροπή τους σε βόθρους 3)Εγκατάλειψη παραδοσιακών τρόπων συγκράτησης του νερού 4)Παγίωση της τουριστικής συνείδησης που έχει αδρανοποιήσει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και ιδιαίτερα τους νέους 5)Σοβαρό πρόβλημα με τα σκουπίδια και τη διαχείρισή τους.
Γ)Τα χρέη μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού προς την Αγροτική Τράπεζα είναι ανασχετικά προς τις δυνατότητες ενός νέου αποικισμού ή αποκέντρωσης. Αυτήν την περίοδο καραδοκούν ξένοι αγοραστές γης. Η επικείμενη άρση επίσης των επιδοτήσεων που μετέτρεψαν τους παραγωγούς σε άγνωστης ταυτότητας επαγγελματίες, κάνει το τοπίο ακόμα πιο θολό. Η εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας ως επαγγέλματα που «δεν βγάζουν λεφτά» είναι μια συνάγουσα πραγματικότητα. Το τοπίο που έχει διαμορφωθεί είναι απίστευτα αποκαρδιωτικό. Από την άλλη οι «νέες καλλιέργειες» ή νέοι «προσανατολισμοί» (π.χ. καλλιέργεια ιπποφαούς κι άλλες μπούρδες όπως η εμπορία γαϊδουρινού γάλατος) εντείνουν τη σύγχυση.
Δ)Υπάρχει σοβαρή επιβάρυνση της γης, των επίγειων και υπόγειων υδάτων και της θάλασσας από την, εδώ και λίγες δεκαετίες, συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων της εκβιομηχανισμένης Γεωργία ή τις εδώ και μια εικοσαετία ιχθυοκαλλιέργειες οι οποίες προσφάτως, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση απειλούν μια ακόμα δυνατότητα. Επιπροσθέτως τα σκουπίδια και κάθε χρήσιμο απόβλητο έχουν μετατρέψει πλαγιές και θάλασσες σε χωματερές και χαβούζες, αντίστοιχα.
Ε)Η εγκατάλειψη των δασών και η ραγδαία καταστροφή τους με ορόσημο τις φωτιές του 2007 σηματοδοτούν ένα κακό ορίζοντα. Τα δάση, τα οποία μεταπολεμικά κάλυπταν περίπου το 45% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που συνεργούσε στην πραγματική οικονομία. Η συγκράτηση των νερών και σε αρκετές περιπτώσεις οι μικρές παρεμβάσεις για την άρδευση και ύδρευση, η βοσκή, η κάλυψη σε καυσόξυλα και εμπορία ξυλείας, η συλλογή ρητίνης, η καθημερινή λειτουργία τους, συμπληρωματικά για την επιβίωση (κυνήγι, συλλογή καρπών, δασοχώματος κλπ.) ήταν βασικές λειτουργίες στα δάση και οι οποίες ήταν οι απαραίτητες για τη συντήρησή τους πριν ανακαλύψουμε, όψιμα, την ορειβασία, τις βαθιές αναπνοές, τα μέτρα διάσωσης-προστασίας και τις άπειρες γνώσεις μας επί των ορεινών οικοσυστημάτων.
ΣΤ)Η εγκατάλειψη από το κράτος και τον αυτοδιοικητικό του παράγοντα, τομέων όπως της Υγείας, της Εκπαίδευσης, των Μεταφορών καθώς και άλλων υποδομών, κάνει το τοπίο ακόμα πιο απροσπέλαστο. Η «επανίδρυση», η «ανασυγκρότηση» ή η «νέα αρχιτεκτονική» του κράτους έτσι όπως επικαλέστηκαν και επικαλούνται οι κλόουν της ημεδαπής μας πολιτικής σκηνής, που ξεκίνησε με τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 90, συνεχίστηκε με τον «Καποδίστρια» και ολοκληρώνεται με το «καλό κράτος» του «Καλλικράτη» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της αποδόμησης κάθε κοινής ωφέλειας που εξισορροπούσε σε ένα βαθμό τις ανισότητες.
Ζ)Τα «κληρονομικά» (αδελφομοιράδια κλπ.) αποτελούν ένα ακόμα βραχνά δίπλα στην αλλαγή αξίας χρήσης της γης. Τόσο οι συχνές κόντρες που έχουν κάνει χρυσούς τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους μέσα στις οικογένειες, όπως και τα διακηρυγμένα αιτήματα για τα δικαιώματα κατάτμησης της αγροτικής γης με στόχο την πώληση και την οικοδόμηση, είναι δυο από τις βασικές πληγές σε περιοχές της ελληνικής επαρχίας.
Η ελληνική εκδοχή μιας πολυδιάστατης κρίσης και οι προϋποθέσεις για την κοινωνική της υπέρβαση
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν».
«Ο τόπος μας είναι κλειστός», Γιώργος Σεφέρης
Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις που μπορούν να μπουν στο εργαστήρι της κοινωνικής επανάστασης και να αποτελέσουν αντικείμενα ανάλυσης και κατ’ επέκτασιν παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, μπορούμε από σήμερα ευρέως να συζητούμε, με στόχο μια όσο το δυνατόν συντονισμένη αποκέντρωση και ανάληψη ευθύνης για την κοινωνική παραγωγή.
Α)Η οικογένεια και οι συγγενικές σχέσεις είναι ο κυρίαρχος πυλώνας σ’ αυτήν την αναζήτηση. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη αναπτύσσει ένα προσεγγίσιμο πλαίσιο αναφοράς διότι πιθανότατα ενυπάρχει εκ των προτέρων μια αυτονόητη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εναπομείναντα κοινωνικό ιστό των χωριών και των ανθρώπων που από εκεί «κρατεί η σκούφια τους». Οι διαπλεκόμενες μνήμες που περιστασιακά ανακινούνται στα πανηγύρια, στις κηδείες και «στις χαρές», εμπεριέχουν τους ανθρώπους που θα αποφασίσουν να αποτελέσουν κομμάτι μιας νέας Αφήγησης.
Β)Η δημιουργία κοινωνικών σχολών για την επανάκτηση της γνώσης για την Γεωργία, την Κτηνοτροφία και την Αλιεία, γνώσης που προέβλεπε την ισορροπία στη Φύση εν μέσω των καθημερινών ανθρώπινων παρεμβάσεων, είναι ένας απαραίτητος όρος για να ξαναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατόν ομαλή μετάβαση στην πρωτογενή οικονομία. Από την άλλη, γνώσεις για τη συγκράτηση του νερού, για τη διαχείριση των απορριμμάτων, μπορούν να εκσυγχρονίζονται με νέες δυνατότητες και πατέντες που μπορούν να προστεθούν.
Γ)Στις τουριστικές περιοχές, το αγκάθι του τουρισμού οφείλει να μετατρέπεται σε ανθό γνωριμίας και δημιουργίας, ισχυρών δεσμών ντόπιων και επισκεπτών. Η αποκέντρωσή του και η στροφή του σε μια γνώση για τον τόπο, σε μια ουσιαστικότερη σχέση με τις αθέατες ομορφιές του και τα προβλήματά του, δίνει μια προοπτική επιβίωσης και ανανέωσης του πολιτισμού και της οικονομίας του. Η φιλοξενία, το χάρισμα, το δώρο κι οι ανταλλαγές του, η χρήση και λειτουργία υποδομών μακριά από τα περίφημα κέντρα μιας πολύβουης παραλίας με μπαρ και ξαπλώστρες, είναι στοιχεία μιας πραγματικής οικονομίας αλλά και μιας έμπρακτης σύγκρουσης με τον όγκο της τουριστικής αγελάδας.
Δ)Το νερό και τα απόβλητα-απορρίμματα είναι ένα ενιαίο σοβαρό πρόβλημα που οφείλει να μας απασχολεί μέχρι να τεθούν ξανά σε εφαρμογή, με πιθανούς εκσυγχρονισμούς, όλες οι παραδοσιακές μέθοδοι διαχείρισής τους. Με τις στέρνες, τη δεντροφύτευση και φυτική εδαφοκάλυψη σε περιοχές που πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, τους επίγειους ταμιευτήρες, τα μικρά φράγματα τύπου Απειράθου, την βελτίωση κάθε υποδομής σχετικής με το νερό και τη διανομή του για άρδευση και ύδρευση, με κοινωνικούς περιορισμούς σε περιστάσεις, το νερό πολύ πιθανόν να ξαναπάρει τη θεϊκή του υπόσταση. Από την άλλη τα απόβλητα-απορρίμματα, μπορούν να μετατρέπονται σε χρήσιμα υλικά ανατροφοδότησης της γης σε οργανικές ουσίες, σε ζωοτροφές ή σε ενέργεια μέσω της κοινοτικής κλίμακας διαχείριση.
Ε)Η σχέση με την πολιτική, ενός τέτοιου αναστοχασμού και πολυδιάστατης πρακτικής, είναι βασικά η προσπάθεια για κοινωνική απαίτηση –με όσο το δυνατόν διαχείριση βάσης- των όποιων κονδυλίων από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης, ώστε να δημιουργηθούν ή να ενισχυθούν οι υποδομές των τοπικών κοινωνιών. Είναι βασικό κι αν δεν επιθυμούμε απλώς να παίξουμε ή να πειραματιστούμε με ρεφενέ, πρωτίστως, να δώσουμε την ώθηση για ένα κοινοτικό συνδικαλισμό ή «αυτοαξιοποίηση της εργατικής μας δύναμης» κατ’ άλλους, με στόχο τις κοινοτικές υποδομές ώστε να καταστούν οι ανανεωμένες κοινότητες, οικονομικά αυτοδύναμες. Τα χρηματικά πακέτα που θα επενδύσουν στην «ανάπτυξη» και στην «ανταγωνιστικότητα», τα χρηματικά αποθέματα των Αυτοδιοικήσεων, που προορίζονται για τους εργολάβους με ιμάντα μεταφοράς χρήματος τους Δήμους και τις Περιφέρειες οφείλουμε να τα απαιτούμε για την αναδιοργάνωση των τοπικών κοινωνιών με στόχο την οικονομική αυτοδυναμία. Ενδεικτικά, οι τρόποι συγκράτησης του νερού, η αναβίωση της ξερολιθιάς, οι δυνατότητες σχετικής μεταποίησης αγαθών, οι ικανές προσπάθειες για τη κοινωνικά ελεγχόμενη διακίνηση και διάθεση των αγαθών, η αξιοποίηση κοινοτικών υποδομών στην κατεύθυνση ενός άλλου τουρισμού, κρίνονται τουλάχιστον απαραίτητες τόσο για τις καθημερινές συνθήκες όσο και για μια ικανή αποκέντρωση. Από την άλλη, οι όποιες ιδιοκτησίες σε γη αφορούν κατόχους που έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος (μεγαλογαιοκτήμονες, εκκλησιαστική περιουσία, δημοτική περιουσία, κρατική περιουσία, περιουσίες ιδρυμάτων κλπ.) πρέπει να τεθούν σε μια βάση πραγματικής χρήσης, με τους τρόπους που θα επιλέξει το νέο αίμα της κοινότητας συμμεριζόμενο τις ιστορικές ιδιαιτερότητες σε κάθε περίσταση. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός δημοκρατικού, δημόσιου χώρου είναι από επιθυμητή έως απαραίτητη.
ΣΤ)Η προσπάθεια για ένα νέο πολιτισμό της περιφέρειας προϋποθέτει μια διάθεση κατανόησης που μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν συγκρητισμό. Η ανοχή της «πολυπολιτισμικής» συναναστροφής όχι μόνο δεν δημιούργησε πεδία κατανόησης πέρα από τις έθνικ κουζίνες και μουσικές, αλλά εξύφανε και δρόμους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διασταυρωθούν αν όχι να αποτελέσουν ένα κόμβο συγκρούσεων βεβαιοτήτων, ένθεν κι ένθεν. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να φορέσει το κουστούμι του για την παρέλαση της 28ης ή να απαγγείλει τον Απόστολο από το βήμα του ιεροψάλτη τις Κυριακές. Όμως οφείλει να συνδράμει και να ανανεώσει τρόπους αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και συνεκτικότητας των κοινοτήτων σ’ ένα ρίσκο επανακατοίκησης στην ελληνική επαρχία που δεν είναι ούτε ντόγκβιλ, ούτε παράδεισος.
Επίλογος
«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια παλιά εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας».
«Το ναυάγιο», Μανόλης Αναγνωστάκης
Είναι αυτονόητο ότι το παρόν δεν αποτελεί μια απόπειρα εγχειριδίου προς ναυτιλλόμενους αλλά επισημαίνει κάποιες από τις αλήθειες που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα με τις όποιες αποκλίσεις μπορεί να υπάρχουν στο διάβα μιας έντιμης και δυνητικά οργανωμένης επιστροφής. Από τη μια αναδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα που πιθανόν να τροχοπεδούν κάθε προσπάθεια που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Από κει και πέρα ανήκει στα ίδια τα πρόσωπα και στις πραγματικές τους ανάγκες, συνειδητά, να ανοίξουν την αυλαία σε ένα πραγματικό δρώμενο ζωής που να μπορέσει να τους κρατήσει στα πόδια τους και να δημιουργήσει της προϋποθέσεις ώστε ένα αντιαστικό ρεύμα να πλησιάζει τις συνθήκες της οικονομικής αυτοδυναμίας, της ισότητας και της ισορροπίας με τη Φύση.
Γιώργος Κυριακού
Ο ήλιος κι η θάλασσα
Τα ψάρια κι οι άνθρωποι
Τα σπίτια τα βουνά και τα ποτάμια
Οι αγάπες και τα μίση
Μερικά βογγητά έρωτα
Πολλά πόνου
Όλα εδώ μέσα στη γυάλα
Που όταν μένει ακίνητη
Δεν είναι
Παρά μια γυάλα μ’ έναν κόσμο μέσα της
Αλλ’ όταν κάποιο χέρι την κουνήσει
-και την κουνάει συχνά-
Ένα πικρό πυκνό χιόνι
Σηκώνεται και σκεπάζει τα πάντα»
«ΑΤΙΤΛΟ», Αργύρης Χιόνης
Κατ’ αρχήν οφείλουμε να εξετάσουμε τον ιδιαίτερο γεωγραφικό και ιστορικό χώρο στον οποίο ζούμε, προκειμένου εκ των συμπερασμάτων να εφοδιάσουμε τις όποιες δυνατότητες έχουν απομείνει, αίροντας τις «περιφράξεις» που έχουν τοποθετήσει βαθμιαία -και στην εποχή μας ραγδαία, η κρατική γραφειοκρατία με τις αυτοδιοικητικές της προεκτάσεις, η οικονομία της αγοράς και η περιρρέουσα ιδεολογία της απαλλαγής από το μόχθο. Τα χαρακτηριστικά είτε πρόκειται για δυνατότητες είτε πρόκειται για προβλήματα, αυτής της ιδιαίτερης περιοχής που πάντοτε ήταν στο όριο μεταξύ Ανατολής και Δύσης, για τη δική μας αναζήτηση είναι επιγραμματικά:
Α)Η μέχρι προσφάτως παραδοσιακή σχέση με τη μικρή ιδιοκτησία γης, όπως και ιδιαίτερα τα κατά τόπους εθιμικά δίκαια που ακόμα ίσως τηρούνται. Ιστορικά, όπου η μικρή ανεξάρτητη ιδιοκτησία γης άκμασε, μπόρεσε να δημιουργήσει συνεργατικές δυναμικές.
Β)Η μέχρι και σήμερα ισχύς της οικογενειακής αλληλεγγύης που αποδεικνύεται καθημερινά. Ίσως ο «αναχρονιστικός» αυτός θεσμός είναι το «κλειδί» που ανοίγει τις πραγματικές σχέσεις αλληλεγγύης και στήριξης με όλες τις αντιφάσεις που συνεργούν στην ύπαρξη και δομή του. Τον, εν πολλοίς ή εν ολίγοις, περιορισμό των συμπτωμάτων της οικονομικής κρίσης που βιώνουμε τον χρωστάμε στην ελληνική οικογένεια. Η πραγματική οικονομία, στην κυριολεξία, έχει τις συγγενικές σχέσεις ως κυρίαρχη συνιστώσα.
Γ)Η διαρκής αν και απρόσφορη νοσταλγία «για το χωριό» με μνήμες που ανήκουν σε γενιές που ακόμα ζουν. Δεν είναι τυχαίο ότι ζήσαμε στην Ελλάδα μια απότομη, βίαιη αστικοποίηση που οφείλεται σε ιστορικά γεγονότα (π.χ. εμφύλιος) αλλά και πολιτικές επιλογές («ανήκομεν εις την Δύσιν»).
Δ)Η ακόμα σχετικά καλή ζωή σε πολλά χωριά της Ελλαδικής περιφέρειας με όλη την αμηχανία που κατατρέχει τον κόσμο της, εν μέσω αστυφιλίας που συνεχίζεται και κυμάτων οικονομικής μετανάστευσης.
Ε)Οι ακόμα δυνατότητες που ενυπάρχουν στην περιφέρεια από μια βραχύβια συνεχιζόμενη ανάπτυξη, η οποία όμως -συγκριτικά με άλλες χώρες- μπορεί να είναι αντιστρέψιμη, στο βαθμό που μελετηθεί προσεχτικά. Ακόμα ζουν άνθρωποι της γενιάς που κατέχει βασικές γνώσεις στα ζητήματα της καλλιέργειας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Από την άλλη στις «περιφράξεις» συγκαταλέγονται ως εξής:
Α)Πυκνή δόμηση της υπαίθρου (σαλαμινοποίηση) και ιδιαίτερα στις τουριστικές παράλιες και νησιωτικές περιοχές. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις περιοχές αυτές έχουν επιβληθεί χωροταξικά σχέδια απαγόρευσης ακόμα και των ορνιθώνων.
Β)Ο τουρισμός ο οποίος έχει καταστεί μονόδρομος ειδικά στις προαναφερόμενες περιοχές έχει δημιουργήσει σωρεία προβλημάτων: 1)Έλλειψη πόσιμου νερού 2)Καταστροφή πηγαδιών-μετατροπή τους σε βόθρους 3)Εγκατάλειψη παραδοσιακών τρόπων συγκράτησης του νερού 4)Παγίωση της τουριστικής συνείδησης που έχει αδρανοποιήσει το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού και ιδιαίτερα τους νέους 5)Σοβαρό πρόβλημα με τα σκουπίδια και τη διαχείρισή τους.
Γ)Τα χρέη μεγάλου μέρους του αγροτικού πληθυσμού προς την Αγροτική Τράπεζα είναι ανασχετικά προς τις δυνατότητες ενός νέου αποικισμού ή αποκέντρωσης. Αυτήν την περίοδο καραδοκούν ξένοι αγοραστές γης. Η επικείμενη άρση επίσης των επιδοτήσεων που μετέτρεψαν τους παραγωγούς σε άγνωστης ταυτότητας επαγγελματίες, κάνει το τοπίο ακόμα πιο θολό. Η εγκατάλειψη σε μεγάλο βαθμό της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας ως επαγγέλματα που «δεν βγάζουν λεφτά» είναι μια συνάγουσα πραγματικότητα. Το τοπίο που έχει διαμορφωθεί είναι απίστευτα αποκαρδιωτικό. Από την άλλη οι «νέες καλλιέργειες» ή νέοι «προσανατολισμοί» (π.χ. καλλιέργεια ιπποφαούς κι άλλες μπούρδες όπως η εμπορία γαϊδουρινού γάλατος) εντείνουν τη σύγχυση.
Δ)Υπάρχει σοβαρή επιβάρυνση της γης, των επίγειων και υπόγειων υδάτων και της θάλασσας από την, εδώ και λίγες δεκαετίες, συστηματική χρήση φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων της εκβιομηχανισμένης Γεωργία ή τις εδώ και μια εικοσαετία ιχθυοκαλλιέργειες οι οποίες προσφάτως, με την Κοινή Υπουργική Απόφαση απειλούν μια ακόμα δυνατότητα. Επιπροσθέτως τα σκουπίδια και κάθε χρήσιμο απόβλητο έχουν μετατρέψει πλαγιές και θάλασσες σε χωματερές και χαβούζες, αντίστοιχα.
Ε)Η εγκατάλειψη των δασών και η ραγδαία καταστροφή τους με ορόσημο τις φωτιές του 2007 σηματοδοτούν ένα κακό ορίζοντα. Τα δάση, τα οποία μεταπολεμικά κάλυπταν περίπου το 45% της συνολικής έκτασης της Ελλάδας, ήταν ο σημαντικότερος παράγοντας που συνεργούσε στην πραγματική οικονομία. Η συγκράτηση των νερών και σε αρκετές περιπτώσεις οι μικρές παρεμβάσεις για την άρδευση και ύδρευση, η βοσκή, η κάλυψη σε καυσόξυλα και εμπορία ξυλείας, η συλλογή ρητίνης, η καθημερινή λειτουργία τους, συμπληρωματικά για την επιβίωση (κυνήγι, συλλογή καρπών, δασοχώματος κλπ.) ήταν βασικές λειτουργίες στα δάση και οι οποίες ήταν οι απαραίτητες για τη συντήρησή τους πριν ανακαλύψουμε, όψιμα, την ορειβασία, τις βαθιές αναπνοές, τα μέτρα διάσωσης-προστασίας και τις άπειρες γνώσεις μας επί των ορεινών οικοσυστημάτων.
ΣΤ)Η εγκατάλειψη από το κράτος και τον αυτοδιοικητικό του παράγοντα, τομέων όπως της Υγείας, της Εκπαίδευσης, των Μεταφορών καθώς και άλλων υποδομών, κάνει το τοπίο ακόμα πιο απροσπέλαστο. Η «επανίδρυση», η «ανασυγκρότηση» ή η «νέα αρχιτεκτονική» του κράτους έτσι όπως επικαλέστηκαν και επικαλούνται οι κλόουν της ημεδαπής μας πολιτικής σκηνής, που ξεκίνησε με τις μεταρρυθμίσεις των αρχών του 90, συνεχίστηκε με τον «Καποδίστρια» και ολοκληρώνεται με το «καλό κράτος» του «Καλλικράτη» έχει αυτά τα χαρακτηριστικά της αποδόμησης κάθε κοινής ωφέλειας που εξισορροπούσε σε ένα βαθμό τις ανισότητες.
Ζ)Τα «κληρονομικά» (αδελφομοιράδια κλπ.) αποτελούν ένα ακόμα βραχνά δίπλα στην αλλαγή αξίας χρήσης της γης. Τόσο οι συχνές κόντρες που έχουν κάνει χρυσούς τους δικηγόρους και τους συμβολαιογράφους μέσα στις οικογένειες, όπως και τα διακηρυγμένα αιτήματα για τα δικαιώματα κατάτμησης της αγροτικής γης με στόχο την πώληση και την οικοδόμηση, είναι δυο από τις βασικές πληγές σε περιοχές της ελληνικής επαρχίας.
Η ελληνική εκδοχή μιας πολυδιάστατης κρίσης και οι προϋποθέσεις για την κοινωνική της υπέρβαση
«Ο τόπος μας είναι κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα.
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ήχος στεκάμενος, κούφιος, ίδιος με τη μοναξιά μας, ίδιος με την αγάπη μας, ίδιος με τα σώματά μας.
Μας φαίνεται παράξενο που κάποτε μπορέσαμε να χτίσουμε τα σπίτια, τα καλύβια και τις στάνες μας.
Και οι γάμοι μας, τα δροσερά στεφάνια και τα δάχτυλα, γίνουνται αινίγματα ανεξήγητα για την ψυχή μας. Πώς γεννήθηκαν, πώς δυναμώσανε τα παιδιά μας;
Δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε πηγές. Μονάχα λίγες στέρνες, άδειες κι αυτές.
Που ηχούν και που τις προσκυνούμε. Ο τόπος μας είναι κλειστός. Τον κλείνουν οι δυο μαύρες Συμπληγάδες.
Στα λιμάνια την Κυριακή σαν κατεβούμε ν’ ανασάνουμε, βλέπουμε να φωτίζουνται στο ηλιόγερμα σπασμένα ξύλα, από ταξίδια που δεν τέλειωσαν σώματα που δεν ξέρουν πια πώς ν’ αγαπήσουν».
«Ο τόπος μας είναι κλειστός», Γιώργος Σεφέρης
Αν εξαιρέσουμε περιπτώσεις που μπορούν να μπουν στο εργαστήρι της κοινωνικής επανάστασης και να αποτελέσουν αντικείμενα ανάλυσης και κατ’ επέκτασιν παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή, μπορούμε από σήμερα ευρέως να συζητούμε, με στόχο μια όσο το δυνατόν συντονισμένη αποκέντρωση και ανάληψη ευθύνης για την κοινωνική παραγωγή.
Α)Η οικογένεια και οι συγγενικές σχέσεις είναι ο κυρίαρχος πυλώνας σ’ αυτήν την αναζήτηση. Η επιστροφή στα πάτρια εδάφη αναπτύσσει ένα προσεγγίσιμο πλαίσιο αναφοράς διότι πιθανότατα ενυπάρχει εκ των προτέρων μια αυτονόητη σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα στον εναπομείναντα κοινωνικό ιστό των χωριών και των ανθρώπων που από εκεί «κρατεί η σκούφια τους». Οι διαπλεκόμενες μνήμες που περιστασιακά ανακινούνται στα πανηγύρια, στις κηδείες και «στις χαρές», εμπεριέχουν τους ανθρώπους που θα αποφασίσουν να αποτελέσουν κομμάτι μιας νέας Αφήγησης.
Β)Η δημιουργία κοινωνικών σχολών για την επανάκτηση της γνώσης για την Γεωργία, την Κτηνοτροφία και την Αλιεία, γνώσης που προέβλεπε την ισορροπία στη Φύση εν μέσω των καθημερινών ανθρώπινων παρεμβάσεων, είναι ένας απαραίτητος όρος για να ξαναδημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια όσο το δυνατόν ομαλή μετάβαση στην πρωτογενή οικονομία. Από την άλλη, γνώσεις για τη συγκράτηση του νερού, για τη διαχείριση των απορριμμάτων, μπορούν να εκσυγχρονίζονται με νέες δυνατότητες και πατέντες που μπορούν να προστεθούν.
Γ)Στις τουριστικές περιοχές, το αγκάθι του τουρισμού οφείλει να μετατρέπεται σε ανθό γνωριμίας και δημιουργίας, ισχυρών δεσμών ντόπιων και επισκεπτών. Η αποκέντρωσή του και η στροφή του σε μια γνώση για τον τόπο, σε μια ουσιαστικότερη σχέση με τις αθέατες ομορφιές του και τα προβλήματά του, δίνει μια προοπτική επιβίωσης και ανανέωσης του πολιτισμού και της οικονομίας του. Η φιλοξενία, το χάρισμα, το δώρο κι οι ανταλλαγές του, η χρήση και λειτουργία υποδομών μακριά από τα περίφημα κέντρα μιας πολύβουης παραλίας με μπαρ και ξαπλώστρες, είναι στοιχεία μιας πραγματικής οικονομίας αλλά και μιας έμπρακτης σύγκρουσης με τον όγκο της τουριστικής αγελάδας.
Δ)Το νερό και τα απόβλητα-απορρίμματα είναι ένα ενιαίο σοβαρό πρόβλημα που οφείλει να μας απασχολεί μέχρι να τεθούν ξανά σε εφαρμογή, με πιθανούς εκσυγχρονισμούς, όλες οι παραδοσιακές μέθοδοι διαχείρισής τους. Με τις στέρνες, τη δεντροφύτευση και φυτική εδαφοκάλυψη σε περιοχές που πρέπει να αποκατασταθούν άμεσα, τους επίγειους ταμιευτήρες, τα μικρά φράγματα τύπου Απειράθου, την βελτίωση κάθε υποδομής σχετικής με το νερό και τη διανομή του για άρδευση και ύδρευση, με κοινωνικούς περιορισμούς σε περιστάσεις, το νερό πολύ πιθανόν να ξαναπάρει τη θεϊκή του υπόσταση. Από την άλλη τα απόβλητα-απορρίμματα, μπορούν να μετατρέπονται σε χρήσιμα υλικά ανατροφοδότησης της γης σε οργανικές ουσίες, σε ζωοτροφές ή σε ενέργεια μέσω της κοινοτικής κλίμακας διαχείριση.
Ε)Η σχέση με την πολιτική, ενός τέτοιου αναστοχασμού και πολυδιάστατης πρακτικής, είναι βασικά η προσπάθεια για κοινωνική απαίτηση –με όσο το δυνατόν διαχείριση βάσης- των όποιων κονδυλίων από τους μηχανισμούς χρηματοδότησης, ώστε να δημιουργηθούν ή να ενισχυθούν οι υποδομές των τοπικών κοινωνιών. Είναι βασικό κι αν δεν επιθυμούμε απλώς να παίξουμε ή να πειραματιστούμε με ρεφενέ, πρωτίστως, να δώσουμε την ώθηση για ένα κοινοτικό συνδικαλισμό ή «αυτοαξιοποίηση της εργατικής μας δύναμης» κατ’ άλλους, με στόχο τις κοινοτικές υποδομές ώστε να καταστούν οι ανανεωμένες κοινότητες, οικονομικά αυτοδύναμες. Τα χρηματικά πακέτα που θα επενδύσουν στην «ανάπτυξη» και στην «ανταγωνιστικότητα», τα χρηματικά αποθέματα των Αυτοδιοικήσεων, που προορίζονται για τους εργολάβους με ιμάντα μεταφοράς χρήματος τους Δήμους και τις Περιφέρειες οφείλουμε να τα απαιτούμε για την αναδιοργάνωση των τοπικών κοινωνιών με στόχο την οικονομική αυτοδυναμία. Ενδεικτικά, οι τρόποι συγκράτησης του νερού, η αναβίωση της ξερολιθιάς, οι δυνατότητες σχετικής μεταποίησης αγαθών, οι ικανές προσπάθειες για τη κοινωνικά ελεγχόμενη διακίνηση και διάθεση των αγαθών, η αξιοποίηση κοινοτικών υποδομών στην κατεύθυνση ενός άλλου τουρισμού, κρίνονται τουλάχιστον απαραίτητες τόσο για τις καθημερινές συνθήκες όσο και για μια ικανή αποκέντρωση. Από την άλλη, οι όποιες ιδιοκτησίες σε γη αφορούν κατόχους που έχουν ένα ιδιαίτερο βάρος (μεγαλογαιοκτήμονες, εκκλησιαστική περιουσία, δημοτική περιουσία, κρατική περιουσία, περιουσίες ιδρυμάτων κλπ.) πρέπει να τεθούν σε μια βάση πραγματικής χρήσης, με τους τρόπους που θα επιλέξει το νέο αίμα της κοινότητας συμμεριζόμενο τις ιστορικές ιδιαιτερότητες σε κάθε περίσταση. Συνεπώς, κάθε προσπάθεια στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός δημοκρατικού, δημόσιου χώρου είναι από επιθυμητή έως απαραίτητη.
ΣΤ)Η προσπάθεια για ένα νέο πολιτισμό της περιφέρειας προϋποθέτει μια διάθεση κατανόησης που μπορεί να οδηγήσει σ’ έναν συγκρητισμό. Η ανοχή της «πολυπολιτισμικής» συναναστροφής όχι μόνο δεν δημιούργησε πεδία κατανόησης πέρα από τις έθνικ κουζίνες και μουσικές, αλλά εξύφανε και δρόμους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διασταυρωθούν αν όχι να αποτελέσουν ένα κόμβο συγκρούσεων βεβαιοτήτων, ένθεν κι ένθεν. Αυτό δε σημαίνει ότι θα πρέπει κανείς να φορέσει το κουστούμι του για την παρέλαση της 28ης ή να απαγγείλει τον Απόστολο από το βήμα του ιεροψάλτη τις Κυριακές. Όμως οφείλει να συνδράμει και να ανανεώσει τρόπους αλληλεγγύης, αλληλοβοήθειας και συνεκτικότητας των κοινοτήτων σ’ ένα ρίσκο επανακατοίκησης στην ελληνική επαρχία που δεν είναι ούτε ντόγκβιλ, ούτε παράδεισος.
Επίλογος
«Θα μείνω κι εγώ μαζί σας μες στη βάρκα
ύστερα απ’ το φριχτό ναυάγιο και το χαμό
το πλοίο βουλιάζει τώρα μακριά
που πήγαν οι άλλες βάρκες ποιοι γλίτωσαν
εμείς θα βρούμε κάποτε μια ξέρα
ένα νησί ερημικό
εκεί θα στήσουμε τα σπίτια μας
γύρω-γύρω στη μεγάλη πλατεία
και στη μέση μια παλιά εκκλησιά
θα κρεμάσουμε μέσα τη φωτογραφία
του καπετάνιου μας που χάθηκε ψηλά-ψηλά
λίγο πιο χαμηλά του δεύτερου πιο χαμηλά του τρίτου
θ’ αλλάξουμε τις γυναίκες μας και θα κάνουμε πολλά παιδιά
κι ύστερα θα καλαφατίσουμε ένα μεγάλο καράβι καινούργιο
ολοκαίνουργιο και θα το ρίξουμε στη θάλασσα
θα ‘χουμε γεράσει μα θα μας γνωρίζουνε
μόνο τα παιδιά μας δε θα μοιάζουνε με μας».
«Το ναυάγιο», Μανόλης Αναγνωστάκης
Είναι αυτονόητο ότι το παρόν δεν αποτελεί μια απόπειρα εγχειριδίου προς ναυτιλλόμενους αλλά επισημαίνει κάποιες από τις αλήθειες που αφορούν την ελληνική πραγματικότητα με τις όποιες αποκλίσεις μπορεί να υπάρχουν στο διάβα μιας έντιμης και δυνητικά οργανωμένης επιστροφής. Από τη μια αναδεικνύονται οι δυνατότητες αλλά και τα προβλήματα που πιθανόν να τροχοπεδούν κάθε προσπάθεια που μπορεί να πραγματοποιηθεί. Από κει και πέρα ανήκει στα ίδια τα πρόσωπα και στις πραγματικές τους ανάγκες, συνειδητά, να ανοίξουν την αυλαία σε ένα πραγματικό δρώμενο ζωής που να μπορέσει να τους κρατήσει στα πόδια τους και να δημιουργήσει της προϋποθέσεις ώστε ένα αντιαστικό ρεύμα να πλησιάζει τις συνθήκες της οικονομικής αυτοδυναμίας, της ισότητας και της ισορροπίας με τη Φύση.
Γιώργος Κυριακού