Όλη νύχτα φυσούσε δυνατή νοτιά και άκουγα τους γδούπους κάθε τόσο. Έχω μια μεγάλη πορτοκαλιά ματσίτικια, από το αίμα βγαίνει η λέξη Σαραντάκο αγαπητέ, σαγκουίνι δηλαδή, έξω από το παράθυρο του καλυβιού ήταν φυτεμένη από παλιά για να σκιάζει την ανατολή. Το πρωί με το φως βγήκα και αντίκρισα τα πορτοκάλια κάτω. Μάζεψα έναν κουβά κι άλλον ένα μαντερίνια χιώτικα που πέσανε κι αυτά μες στο χωράφι από τη μεγάλη τη μαντερινιά που είναι φορτωμένη.
Σκέφτηκα ότι μέχρι τον δεύτερο πόλεμο η Χίος ήταν πλούσια από τις εξαγωγές εσπεριδοειδών. Δεκάδες εταιρίες εξαγωγής στην πόλη και στον Κάμπο απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες στο κόψιμο, στο χάρτωμα, στη συσκευασία. Τα χαρτώνανε τότε ένα ένα σαν πολύτιμους λίθους τα πορτοκάλια και τα μαντερίνια και έρχονταν βαπόρια στο λιμάνι του νησιού και φόρτωναν μυριάδες κιβώτια για Ρωσία, Ρουμανία, Θεσσαλονίκη και από κει σε όλα τα Βαλκάνια, μέχρι και στην Αγγλία έφταναν τα εσπεριδοειδή του νησιού και άνθιζε η γεωργία και η ναυτιλία λόγω αυτών. Το μαστιχάκι τότε ήταν τίποτα μπροστά στα πορτοκάλια.
Κάποτε με το Πελινναίο εκδώσαμε ένα μεγάλο λεύκωμα με αρχειακό υλικό του φίλου Γιώργου Μουτσάτσου που περιγράφει την εποχή εκείνη της αυτάρκειας του νησιού.
Μετά έκανε επέλαση η αποικιοκρατία του καταναλωτισμού και χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια, γίναμε υπόδουλοι της αυτοκρατορίας των Αγορών.
Σήμερα τα πορτοκάλια δεν τα ζητάνε ούτε για χυμοποίηση καλά καλά, λιγοστά μαντερίνια πωλούνται στις λαϊκές των Αθηνών ακριβούτσικα σε σχέση με τα άλλα, τα άνοστα και ακούκουτσα που κυκλοφορούν, τα περισσότερα όμως πέφτουν στη γη και σαπίζουν κάθε χρόνο. Άλλαξαν οι εποχές και από αφέντες του εαυτού μας γίναμε δούλοι του.
Προχθές άκουγα έναν συγχωριανό που κόβει και εμπορεύεται καυσόξυλα, να υπολογίζει πόσο πρέπει να δουλέψει και πόσα ξύλα να κόψει, να κουβαλήσει και να πουλήσει για να αποσβέσει το πετρέλαιο που αγόρασε για τα καλοριφέρ του σπιτιού του.
Η λεγόμενη ανάπτυξη, πρόοδος, εξέλιξη δεν είναι τίποτε άλλο από σκληρή αποικιοκρατία, που πάντα κάποια ώρα αποδεικνύεται πολύ οδυνηρή, όταν δεν συνοδεύεται από τεχνογνωσία, παραγωγή, δημόσια αυτοδιαχείριση φυσικών πόρων και φυσικά μυαλό στον τόπο του.
Σκέφτηκα ότι μέχρι τον δεύτερο πόλεμο η Χίος ήταν πλούσια από τις εξαγωγές εσπεριδοειδών. Δεκάδες εταιρίες εξαγωγής στην πόλη και στον Κάμπο απασχολούσαν εκατοντάδες εργάτες στο κόψιμο, στο χάρτωμα, στη συσκευασία. Τα χαρτώνανε τότε ένα ένα σαν πολύτιμους λίθους τα πορτοκάλια και τα μαντερίνια και έρχονταν βαπόρια στο λιμάνι του νησιού και φόρτωναν μυριάδες κιβώτια για Ρωσία, Ρουμανία, Θεσσαλονίκη και από κει σε όλα τα Βαλκάνια, μέχρι και στην Αγγλία έφταναν τα εσπεριδοειδή του νησιού και άνθιζε η γεωργία και η ναυτιλία λόγω αυτών. Το μαστιχάκι τότε ήταν τίποτα μπροστά στα πορτοκάλια.
Κάποτε με το Πελινναίο εκδώσαμε ένα μεγάλο λεύκωμα με αρχειακό υλικό του φίλου Γιώργου Μουτσάτσου που περιγράφει την εποχή εκείνη της αυτάρκειας του νησιού.
Μετά έκανε επέλαση η αποικιοκρατία του καταναλωτισμού και χάσαμε τα αυγά και τα πασχάλια, γίναμε υπόδουλοι της αυτοκρατορίας των Αγορών.
Σήμερα τα πορτοκάλια δεν τα ζητάνε ούτε για χυμοποίηση καλά καλά, λιγοστά μαντερίνια πωλούνται στις λαϊκές των Αθηνών ακριβούτσικα σε σχέση με τα άλλα, τα άνοστα και ακούκουτσα που κυκλοφορούν, τα περισσότερα όμως πέφτουν στη γη και σαπίζουν κάθε χρόνο. Άλλαξαν οι εποχές και από αφέντες του εαυτού μας γίναμε δούλοι του.
Προχθές άκουγα έναν συγχωριανό που κόβει και εμπορεύεται καυσόξυλα, να υπολογίζει πόσο πρέπει να δουλέψει και πόσα ξύλα να κόψει, να κουβαλήσει και να πουλήσει για να αποσβέσει το πετρέλαιο που αγόρασε για τα καλοριφέρ του σπιτιού του.
Η λεγόμενη ανάπτυξη, πρόοδος, εξέλιξη δεν είναι τίποτε άλλο από σκληρή αποικιοκρατία, που πάντα κάποια ώρα αποδεικνύεται πολύ οδυνηρή, όταν δεν συνοδεύεται από τεχνογνωσία, παραγωγή, δημόσια αυτοδιαχείριση φυσικών πόρων και φυσικά μυαλό στον τόπο του.