Τάσος Τσακίρογλου
«Σήμερα, ο ολοκληρωτισμός του Κεφαλαίου που δείχνει να απορροφά τα πάντα αντιπροσωπεύει μια συναινετική βία...Η σημερινή βία δεν εκπηγάζει τόσο από τον ανταγωνισμό της διαφωνίας όσο από τον κομφορμισμό της συναίνεσης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μιλήσουμε, αντίθετα προς τον Χάμπερμας, για βία της συναίνεσης». Αυτό γράφει ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του «Η κοινωνία της κόπωσης» (Εκδόσεις Opera), εννοώντας ουσιαστικά ότι αυτή η συναίνεση προϋποθέτει μια προηγούμενη άσκηση βίας, με την απόσπασή της.
Πώς γίνεται αυτό; Με την «ενημέρωση-οδοστρωτήρα», η οποία λειτουργεί ομογενοποιητικά, με τη διαρκή επανάληψη του ίδιου καθησυχαστικού «νανουρίσματος»: όλα πάνε καλά στη χώρα, η αέναη ανάπτυξη συνεχίζεται απρόσκοπτα, η ανεργία μειώνεται, τα εθνικά θέματα βρίσκονται σε καλά χέρια και η κυβέρνηση είναι εδώ για όλους τους πολίτες, χωρίς να κάνει διακρίσεις. Αυτή η μυθοποιητική σάγκα αποχαυνώνει, «κοιμίζοντας» τις τάσεις για αντίσταση και αντίδραση. Καθημερινά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη χρησιμοποιεί αυτό το αφήγημα, επιχειρώντας να φιμώσει τον «ανταγωνισμό της διαφωνίας», ο οποίος πηγάζει από τις διαφορετικές θέσεις, τα αντικρουόμενα επιχειρήματα και τη διαδικασία του διαλόγου.
Η κουλτούρα και η μελέτη της Ιστορίας απαιτούν μια βαθιά προσοχή, η οποία στις μέρες μας ουσιαστικά δεν υπάρχει. Αντίθετα, υπάρχει ένα άλλο είδος προσοχής, η υπερπροσοχή (hyperattention) όπως την ονομάζει ο Χαν. Αυτή η διασκορπισμένη προσοχή «χαρακτηρίζεται από αστραπιαίες εναλλαγές της εστίασης σε διάφορα καθήκοντα, πηγές πληροφόρησης και διεργασίες», κάτι σαν συνώνυμο του multitasking, δηλαδή της ταυτόχρονης ενασχόλησης με πολλά διαφορετικά αντικείμενα ενδιαφέροντος. Σ’ αυτό, λέει ο Χαν, μοιάζουμε με τα άγρια ζώα, τα οποία δεν μπορούν στιγμή να ηρεμήσουν: πρέπει να έχουν τεταμένη την προσοχή τους για πιθανούς θηρευτές, να προφυλάξουν τη λεία από τους ανταγωνιστές τους και να μη χάνουν από τα μάτια τους το σεξουαλικό τους ταίρι.
Αυτή η κατάσταση καθόλου δεν συγκρούεται με τον «κομφορμισμό της συναίνεσης». Αντίθετα, αυτός ο κομφορμισμός μάς είναι αναγκαίος για να μας καθησυχάζει και να λειτουργεί κατευναστικά στον εκνευρισμό που μας προκαλεί ο «ανταγωνισμός της διαφωνίας». Το αγελαίο αίσθημα, όπως έχει δείξει και ο σπουδαίος Εριχ Φρομ, είναι ένα είδος συγκολλητικής ουσίας της κοινωνίας και μας εξασφαλίζει ότι δεν υπέχουμε καμία ευθύνη. Αντίθετα, την αναθέτουμε σε κόμματα, ηγεσίες και «προσωπικότητες», αποφεύγοντας έτσι την άμεση εμπλοκή μας στην καθημερινότητα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ενα ακραίο, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο ναζισμός, ο οποίος «απελευθέρωσε» τους Γερμανούς από κάθε ευθύνη. «Δεν είμαι εγώ που πράττω, δεν είμαι εγώ που αποφασίζω, δεν είμαι εγώ που σκοτώνω και κάνω γενοκτονία! Είναι το κόμμα, είναι ο Χίτλερ και η ναζιστική ηγεσία. Αυτοί ξέρουν!» Αυτή εν ολίγοις ήταν η ψυχοπαθολογία του φασισμού: «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο της ευθύνης».
Πόσες φορές δεν το λέμε και πόσες φορές δεν μετανιώνουμε γι’ αυτή την ανάθεση σε άλλους των υποθέσεών μας; Το ακριβώς αντίθετο μας συμβούλευε καθ’ υπερβολήν ο Ν. Καζαντζάκης: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω». Είναι αυτό που λείπει από τον σημερινό κόσμο και γι’ αυτό ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Κίνδυνος πολιτικός, κοινωνικός, ιστορικός και οικολογικός. Βρισκόμαστε ακριβώς στο σταυροδρόμι της ευθύνης και η επιλογή είναι μόνο δική μας!
«Σήμερα, ο ολοκληρωτισμός του Κεφαλαίου που δείχνει να απορροφά τα πάντα αντιπροσωπεύει μια συναινετική βία...Η σημερινή βία δεν εκπηγάζει τόσο από τον ανταγωνισμό της διαφωνίας όσο από τον κομφορμισμό της συναίνεσης. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να μιλήσουμε, αντίθετα προς τον Χάμπερμας, για βία της συναίνεσης». Αυτό γράφει ο Νοτιοκορεάτης φιλόσοφος Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν στο βιβλίο του «Η κοινωνία της κόπωσης» (Εκδόσεις Opera), εννοώντας ουσιαστικά ότι αυτή η συναίνεση προϋποθέτει μια προηγούμενη άσκηση βίας, με την απόσπασή της.
Πώς γίνεται αυτό; Με την «ενημέρωση-οδοστρωτήρα», η οποία λειτουργεί ομογενοποιητικά, με τη διαρκή επανάληψη του ίδιου καθησυχαστικού «νανουρίσματος»: όλα πάνε καλά στη χώρα, η αέναη ανάπτυξη συνεχίζεται απρόσκοπτα, η ανεργία μειώνεται, τα εθνικά θέματα βρίσκονται σε καλά χέρια και η κυβέρνηση είναι εδώ για όλους τους πολίτες, χωρίς να κάνει διακρίσεις. Αυτή η μυθοποιητική σάγκα αποχαυνώνει, «κοιμίζοντας» τις τάσεις για αντίσταση και αντίδραση. Καθημερινά η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη χρησιμοποιεί αυτό το αφήγημα, επιχειρώντας να φιμώσει τον «ανταγωνισμό της διαφωνίας», ο οποίος πηγάζει από τις διαφορετικές θέσεις, τα αντικρουόμενα επιχειρήματα και τη διαδικασία του διαλόγου.
Η κουλτούρα και η μελέτη της Ιστορίας απαιτούν μια βαθιά προσοχή, η οποία στις μέρες μας ουσιαστικά δεν υπάρχει. Αντίθετα, υπάρχει ένα άλλο είδος προσοχής, η υπερπροσοχή (hyperattention) όπως την ονομάζει ο Χαν. Αυτή η διασκορπισμένη προσοχή «χαρακτηρίζεται από αστραπιαίες εναλλαγές της εστίασης σε διάφορα καθήκοντα, πηγές πληροφόρησης και διεργασίες», κάτι σαν συνώνυμο του multitasking, δηλαδή της ταυτόχρονης ενασχόλησης με πολλά διαφορετικά αντικείμενα ενδιαφέροντος. Σ’ αυτό, λέει ο Χαν, μοιάζουμε με τα άγρια ζώα, τα οποία δεν μπορούν στιγμή να ηρεμήσουν: πρέπει να έχουν τεταμένη την προσοχή τους για πιθανούς θηρευτές, να προφυλάξουν τη λεία από τους ανταγωνιστές τους και να μη χάνουν από τα μάτια τους το σεξουαλικό τους ταίρι.
Αυτή η κατάσταση καθόλου δεν συγκρούεται με τον «κομφορμισμό της συναίνεσης». Αντίθετα, αυτός ο κομφορμισμός μάς είναι αναγκαίος για να μας καθησυχάζει και να λειτουργεί κατευναστικά στον εκνευρισμό που μας προκαλεί ο «ανταγωνισμός της διαφωνίας». Το αγελαίο αίσθημα, όπως έχει δείξει και ο σπουδαίος Εριχ Φρομ, είναι ένα είδος συγκολλητικής ουσίας της κοινωνίας και μας εξασφαλίζει ότι δεν υπέχουμε καμία ευθύνη. Αντίθετα, την αναθέτουμε σε κόμματα, ηγεσίες και «προσωπικότητες», αποφεύγοντας έτσι την άμεση εμπλοκή μας στην καθημερινότητα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής. Ενα ακραίο, αλλά χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτέλεσε ο ναζισμός, ο οποίος «απελευθέρωσε» τους Γερμανούς από κάθε ευθύνη. «Δεν είμαι εγώ που πράττω, δεν είμαι εγώ που αποφασίζω, δεν είμαι εγώ που σκοτώνω και κάνω γενοκτονία! Είναι το κόμμα, είναι ο Χίτλερ και η ναζιστική ηγεσία. Αυτοί ξέρουν!» Αυτή εν ολίγοις ήταν η ψυχοπαθολογία του φασισμού: «Παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο της ευθύνης».
Πόσες φορές δεν το λέμε και πόσες φορές δεν μετανιώνουμε γι’ αυτή την ανάθεση σε άλλους των υποθέσεών μας; Το ακριβώς αντίθετο μας συμβούλευε καθ’ υπερβολήν ο Ν. Καζαντζάκης: «Ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο. Αν χαθεί, εγώ θα φταίω». Είναι αυτό που λείπει από τον σημερινό κόσμο και γι’ αυτό ο κίνδυνος είναι μεγαλύτερος από ποτέ. Κίνδυνος πολιτικός, κοινωνικός, ιστορικός και οικολογικός. Βρισκόμαστε ακριβώς στο σταυροδρόμι της ευθύνης και η επιλογή είναι μόνο δική μας!