Γιώργος Σταματόπουλος
Ερχόταν τα πρωινά στο καφενείο του χωριού και περνάγαμε μια-δυο ώρες μαζί, ανταλλάσσοντας εύθυμες, όσο μπορούσαμε, κουβεντούλες και κουτσοπίνοντας. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου ή τις πρώτες του Σεπτέμβρη, εκεί που ψιλοανοητολογούσαμε, σηκωνόταν ξαφνικά και έφευγε, γιατί -έλεγε- είχε μια δουλίτσα στο σπίτι που έπρεπε να τη φέρει εις πέρας. Την πρώτη μέρα δεν είπαμε τίποτα· συνέχισε όμως το βιολί του και δεύτερη και τρίτη. «Αμάν, πια», αγανακτήσαμε, «τι διάολο δουλειά είναι αυτή που σε θέλει κάθε μέρα να φεύγεις; Χτίζεις κανέναν ορνιθώνα και μας το κρύβεις;». Απέφευγε να μας απαντήσει και απλώς χαμογελούσε.
Σιωπηρά αποφασίσαμε να τον ακολουθήσουμε. Κρυμμένοι πίσω από ένα φράχτη τον είδαμε με κάτι ξυράφια, κάτι σπάγκους να προσπαθεί να κεντρώσει μια αγριοκαστανιά. Ιδρωνε, ξεΐδρωνε, βλαστήμαγε, αλλά τίποτα -κάτι δεν έκανε καλά και δεν μπορούσε να δέσει το «ταυ» του κεντρώματος. Φύγαμε χωρίς να μας αντιληφθεί και χωρίς να τα έχει καταφέρει και πάλι. Την άλλη μέρα στο καφενείο εντελώς τυχαία πιάσαμε κουβέντα οι υπόλοιποι για τις καστανιές -όπου να 'ναι, σχολιάζαμε, θα είναι έτοιμα.
Κατάλαβε, ευθύς αμέσως. «Εσύ -γυρίζει και μου λέει- με παρακολούθησες. Αλλά τι ξέρεις εσύ από καστανιές; Είναι ευλογημένα δέντρα. Ξέρεις πόσες ζωές έχουν σώσει τα κάστανα, όταν οι άνθρωποι υπέφεραν από την πείνα;». «Φοβάσαι μην έρθουν πάλι λιμοί και θάνατοι;» του ανταποδίδω με ψυχραιμία.
«Πες το ψέματα» με κατακεραυνώνει -και φαίνεται να το πιστεύει... «Οι εποχές είναι δύσκολες, τα μνημόνια συνεχίζονται με ζήλο και έπαρση από την κυβέρνηση, οφείλουμε να βρούμε λύσεις. Ξέρεις ότι λίγα κάστανα είναι μια πλήρης τροφή; Ξέρεις πόσες κοινότητες επέζησαν τον Μεσαίωνα από τη βρώση τους; Και ξέρεις ακόμη ότι ανάγκη πάσα είναι να ξαναθυμηθούμε τις τροφές αυτές που βοήθησαν την ανθρωπότητα να επιβιώσει; Αλλά τι να μας πεις... όλο θεωρίες μού είσαι».
Δεν τον αφήνω σε ησυχία. «Και θα σε σώσει μία καστανιά; Εσύ ούτε να κεντρώσεις δεν ξέρεις. Τι μας λες τώρα; Τι ξέρεις ας πούμε για τα κάστανα;». Και με αποσβολώνει: «Σαν να αντικρίζεις ένα μικρό θαύμα όταν σκάει ο αγκαθωτός φλοιός και αποκαλύπτεται ο θαυμάσιος καρπός του κάστανου -μια μικρή συγκίνηση στους οφθαλμούς και μια μικρή αναστάτωση στη γαστέρα.
»Αρχαίος καρπός, πολύτιμος και θρεπτικός, νόστιμος και επωφελής για τον ανθρώπινο οργανισμό. Βαθύρριζη στον χρόνο η καστανιά, ποτέ δεν έπαψε να διασώζει από την πείνα τους κατοίκους φτωχών και ορεινών χωριών σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη. Καρπός που περιέχει κατά 50% νερό, σχεδόν σαν τον άνθρωπο, αλλά και υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, ασβέστιο, σίδηρο, κάλιο, φώσφορο, ψευδάργυρο, βιταμίνες».
Ηταν προετοιμασμένος σαν να ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τον «στριμώχναμε» για τη νέα του ασχολία. Τον κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα...
Πέρασα το Σαββατοκύριακο τρώγοντας κάστανα στη βεράντα και θυμήθηκα τις φαρμακερά παιχνιδιάρικες στιχομυθίες· είχε δίκιο και το ήξερε, όπως και όλοι μας. Λίγοι είναι πλέον οι καστανάδες στην Αθήνα αλλά όσο λαχταριστά και αν φαίνονται τα κάστανα, λίγοι τα γεύονται. Πάνε οι αρχαίες τροφές επιβίωσης, αλλά γιατί;
Αντί σχολίου:
από το βιβλίο μας Επιστροφή...προς τα μπρος-εκδόσεις ταξιδευτής
"Μας άφησε με το αγροτικό του στο χωριό και πήγαμε στο σπίτι του Τάκη για να συζητήσουμε τις πραγματικές μας εντυπώσεις για το κτήμα. Μας άρεσε οπωσδήποτε, κυρίως γιατί βρισκόταν μέσα στο δάσος με τις καστανιές. Τα κάστανα είναι μια πλήρης τροφή, με πολλές θερμίδες. Θυμηθήκαμε και οι δύο, όταν ήμασταν μικροί στο ίδιο χωριό που μεγαλώναμε, με πόση λαχτάρα ζητούσαμε από τους δικούς μας το χειμώνα να μας δίνουν μια σακουλίτσα με βρασμένα κάστανα για τα διαλλείματα στο δημοτικό. Είχαμε πολλά κάστανα που τα μαζεύαμε σαν οικογένειες κάθε φθινόπωρο από τον κοινοτικό καστανότοπο, τον οποίο είχαν φυτέψει οι προπαππούδες μας, στο βουνό, αρκετά μακριά από το χωριό. Αλλά και αργότερα στην πόλη, μόλις βλέπαμε κανένα καστανά να ψήνει και να πουλά κάστανα, δεν παραλείπαμε να φιλέψουμε τον εαυτό μας μ΄ αυτή την λιχουδιά που μας στέριωνε αμέσως άμα πεινούσαμε στο δρόμο. Εκτός από την παραγωγή των καστανιών του κτήματος που θα αγοράζαμε, θα μπορούσαμε να μαζεύουμε και από τον κοινοτικό καστανότοπο, που εκτεινόταν πάνω από αυτό, αφού κανένας πια δε μάζευε από κει, όπως το κάνανε παλιά οι κάτοικοι της κοινότητας. Αυτό καταλάβαμε από τα λεγόμενα του μεσίτη. Και τα φιρίκια μας άρεσαν. Εμένα ειδικά μου είχαν μείνει απωθημένο, γιατί όταν έφυγα από το χωριό, πολύ σπάνια μπορούσα να βρω αυτό το φρούτο στα μανάβικα. Φαίνεται ότι δεν καλλιεργούνταν πια παρά μόνο σε λίγα μέρη, όπως εδώ ψηλά στο Πήλιο."
Ερχόταν τα πρωινά στο καφενείο του χωριού και περνάγαμε μια-δυο ώρες μαζί, ανταλλάσσοντας εύθυμες, όσο μπορούσαμε, κουβεντούλες και κουτσοπίνοντας. Τις τελευταίες μέρες του Αυγούστου ή τις πρώτες του Σεπτέμβρη, εκεί που ψιλοανοητολογούσαμε, σηκωνόταν ξαφνικά και έφευγε, γιατί -έλεγε- είχε μια δουλίτσα στο σπίτι που έπρεπε να τη φέρει εις πέρας. Την πρώτη μέρα δεν είπαμε τίποτα· συνέχισε όμως το βιολί του και δεύτερη και τρίτη. «Αμάν, πια», αγανακτήσαμε, «τι διάολο δουλειά είναι αυτή που σε θέλει κάθε μέρα να φεύγεις; Χτίζεις κανέναν ορνιθώνα και μας το κρύβεις;». Απέφευγε να μας απαντήσει και απλώς χαμογελούσε.
Σιωπηρά αποφασίσαμε να τον ακολουθήσουμε. Κρυμμένοι πίσω από ένα φράχτη τον είδαμε με κάτι ξυράφια, κάτι σπάγκους να προσπαθεί να κεντρώσει μια αγριοκαστανιά. Ιδρωνε, ξεΐδρωνε, βλαστήμαγε, αλλά τίποτα -κάτι δεν έκανε καλά και δεν μπορούσε να δέσει το «ταυ» του κεντρώματος. Φύγαμε χωρίς να μας αντιληφθεί και χωρίς να τα έχει καταφέρει και πάλι. Την άλλη μέρα στο καφενείο εντελώς τυχαία πιάσαμε κουβέντα οι υπόλοιποι για τις καστανιές -όπου να 'ναι, σχολιάζαμε, θα είναι έτοιμα.
Κατάλαβε, ευθύς αμέσως. «Εσύ -γυρίζει και μου λέει- με παρακολούθησες. Αλλά τι ξέρεις εσύ από καστανιές; Είναι ευλογημένα δέντρα. Ξέρεις πόσες ζωές έχουν σώσει τα κάστανα, όταν οι άνθρωποι υπέφεραν από την πείνα;». «Φοβάσαι μην έρθουν πάλι λιμοί και θάνατοι;» του ανταποδίδω με ψυχραιμία.
«Πες το ψέματα» με κατακεραυνώνει -και φαίνεται να το πιστεύει... «Οι εποχές είναι δύσκολες, τα μνημόνια συνεχίζονται με ζήλο και έπαρση από την κυβέρνηση, οφείλουμε να βρούμε λύσεις. Ξέρεις ότι λίγα κάστανα είναι μια πλήρης τροφή; Ξέρεις πόσες κοινότητες επέζησαν τον Μεσαίωνα από τη βρώση τους; Και ξέρεις ακόμη ότι ανάγκη πάσα είναι να ξαναθυμηθούμε τις τροφές αυτές που βοήθησαν την ανθρωπότητα να επιβιώσει; Αλλά τι να μας πεις... όλο θεωρίες μού είσαι».
Δεν τον αφήνω σε ησυχία. «Και θα σε σώσει μία καστανιά; Εσύ ούτε να κεντρώσεις δεν ξέρεις. Τι μας λες τώρα; Τι ξέρεις ας πούμε για τα κάστανα;». Και με αποσβολώνει: «Σαν να αντικρίζεις ένα μικρό θαύμα όταν σκάει ο αγκαθωτός φλοιός και αποκαλύπτεται ο θαυμάσιος καρπός του κάστανου -μια μικρή συγκίνηση στους οφθαλμούς και μια μικρή αναστάτωση στη γαστέρα.
»Αρχαίος καρπός, πολύτιμος και θρεπτικός, νόστιμος και επωφελής για τον ανθρώπινο οργανισμό. Βαθύρριζη στον χρόνο η καστανιά, ποτέ δεν έπαψε να διασώζει από την πείνα τους κατοίκους φτωχών και ορεινών χωριών σε όλες τις ηπείρους του πλανήτη. Καρπός που περιέχει κατά 50% νερό, σχεδόν σαν τον άνθρωπο, αλλά και υδατάνθρακες, πρωτεΐνες, ασβέστιο, σίδηρο, κάλιο, φώσφορο, ψευδάργυρο, βιταμίνες».
Ηταν προετοιμασμένος σαν να ήξερε ότι κάποια στιγμή θα τον «στριμώχναμε» για τη νέα του ασχολία. Τον κοιτούσαμε με ανοιχτό το στόμα...
Πέρασα το Σαββατοκύριακο τρώγοντας κάστανα στη βεράντα και θυμήθηκα τις φαρμακερά παιχνιδιάρικες στιχομυθίες· είχε δίκιο και το ήξερε, όπως και όλοι μας. Λίγοι είναι πλέον οι καστανάδες στην Αθήνα αλλά όσο λαχταριστά και αν φαίνονται τα κάστανα, λίγοι τα γεύονται. Πάνε οι αρχαίες τροφές επιβίωσης, αλλά γιατί;
Αντί σχολίου:
από το βιβλίο μας Επιστροφή...προς τα μπρος-εκδόσεις ταξιδευτής
"Μας άφησε με το αγροτικό του στο χωριό και πήγαμε στο σπίτι του Τάκη για να συζητήσουμε τις πραγματικές μας εντυπώσεις για το κτήμα. Μας άρεσε οπωσδήποτε, κυρίως γιατί βρισκόταν μέσα στο δάσος με τις καστανιές. Τα κάστανα είναι μια πλήρης τροφή, με πολλές θερμίδες. Θυμηθήκαμε και οι δύο, όταν ήμασταν μικροί στο ίδιο χωριό που μεγαλώναμε, με πόση λαχτάρα ζητούσαμε από τους δικούς μας το χειμώνα να μας δίνουν μια σακουλίτσα με βρασμένα κάστανα για τα διαλλείματα στο δημοτικό. Είχαμε πολλά κάστανα που τα μαζεύαμε σαν οικογένειες κάθε φθινόπωρο από τον κοινοτικό καστανότοπο, τον οποίο είχαν φυτέψει οι προπαππούδες μας, στο βουνό, αρκετά μακριά από το χωριό. Αλλά και αργότερα στην πόλη, μόλις βλέπαμε κανένα καστανά να ψήνει και να πουλά κάστανα, δεν παραλείπαμε να φιλέψουμε τον εαυτό μας μ΄ αυτή την λιχουδιά που μας στέριωνε αμέσως άμα πεινούσαμε στο δρόμο. Εκτός από την παραγωγή των καστανιών του κτήματος που θα αγοράζαμε, θα μπορούσαμε να μαζεύουμε και από τον κοινοτικό καστανότοπο, που εκτεινόταν πάνω από αυτό, αφού κανένας πια δε μάζευε από κει, όπως το κάνανε παλιά οι κάτοικοι της κοινότητας. Αυτό καταλάβαμε από τα λεγόμενα του μεσίτη. Και τα φιρίκια μας άρεσαν. Εμένα ειδικά μου είχαν μείνει απωθημένο, γιατί όταν έφυγα από το χωριό, πολύ σπάνια μπορούσα να βρω αυτό το φρούτο στα μανάβικα. Φαίνεται ότι δεν καλλιεργούνταν πια παρά μόνο σε λίγα μέρη, όπως εδώ ψηλά στο Πήλιο."