Οι «φιλόδοξοι στόχοι» έως τα έτη 2030 και 2050 δεν οδηγούν στον μηδενισμό των ρύπων, οι προβλεπόμενες επενδύσεις ύψους 137 δισεκατομμυρίων αφορούν μόνο τις μεγάλες επιχειρήσεις ενώ ταυτόχρονα διατηρείται για χρόνια η εξάρτηση από το εισαγόμενο φυσικό αέριο.
Το νέο ΕΣΕΚ παρουσιάστηκε πανηγυρικά από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα. Πρόκειται για επικαιροποίηση του ΕΣΕΚ του έτους 2019 με στόχο η Ελλάδα να είναι, όπως είπε, «από τις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα υποβάλει νέο, πιο φιλόδοξο πλάνο μέχρι τον Απρίλιο 2023».
Στο νέο ΕΣΕΚ γίνεται η παραδοχή ότι μειώνονται οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, «χωρίς όμως να φτάνουν στο μηδέν» όπως είχε αρχικά υπονοηθεί. Μιλά για ραγδαία ανάπτυξη φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, χωρίς να εξηγεί πώς θα εξοικονομηθεί ο απαραίτητος ηλεκτρικός χώρος και πως θα λυθεί το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας του δικτύου. Δηλαδή κατά πόσον μπορούν να «μπουν φορτιστές παντού» για την κυκλοφορία ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Στη παρουσίαση, ο κ. Σκρέκας υπόσχεται κρουνούς επενδύσεων τα επόμενα χρόνια, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιος θα τις κάνει. Ενώ οι ετήσιες επενδύσεις μεταξύ 2016-2020 έφταναν κατά μέσον όρο τα 6,5 δισ., στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να εκτοξευτούν στα 12,5 δισ. μεταξύ 2021-2025 και στα 15 δισ. μεταξύ 2026-2030, χωρίς να περιλαμβάνονται εκείνες που θα χρειασθούν για τον τομέα των μεταφορών (π.χ. αγορά ηλεκτρικών οχημάτων). Αφορούν μόνο την εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών-αιολικών πάρκων (ΑΠΕ), συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και παραγωγής νέων μορφών καυσίμων (π.χ. υδρογόνου) ακόμη και από τα σκουπίδια που παράγονται στις πόλεις.
Τέτοιες επενδύσεις βέβαια δεν μπορούν να υλοποιηθούν από μεμονωμένους πολίτες ή ενεργειακές κοινότητες. Ειδικά αυτές που θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες και στις ενισχύσεις που θα απαιτηθούν να μεταφερθούν στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Μόλις πρόσφατα ο διαχειριστής των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρισμού ΑΔΜΗΕ ζήτησε αύξηση των ρυθμιζόμενων εσόδων του κατά 40% επικαλούμενος τον πληθωρισμό και τα νέα έργα που εκτελεί για τη διασύνδεση των νησιών.
Προκαλεί βεβαίως πολλά ερωτήματα και το γεγονός ότι παρά την εκτόξευση των έργων ΑΠΕ το φυσικό αέριο διατηρεί κυρίαρχο ρόλο στο ενεργειακό μίγμα, αφού διατηρείται κοντά στο 30% του συνόλου μέχρι το έτος 2028 και το 2030 υποχωρεί στο 17%. Αυτή η «υπερδέσμευση» στο φυσικό αέριο και η αναίρεση του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας για το 2050, μάλλον επικυρώνει τη βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να εξαρτά τη χώρα από ένα εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο που θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Μοναδικός στόχος αυτής της επιλογής είναι να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του καρτέλ ενέργειας, το οποίο σωρεύει υπερκέρδη εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Να τονίσουμε επίσης ότι η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στα προγράμματα «Εξοικονομώ» για αναβάθμιση κατοικιών – το πρόγραμμα του 2020 έχει σοβαρότατα προβλήματα πληρωμών και του 2021 είναι «πρακτικά κολλημένο». Το «Εξοικονομώ» για τις επιχειρήσεις αγνοείται πρακτικά από την κυβέρνηση, ενώ «το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ για την ενεργειακή αναβάθμιση των δημοσίων κτιρίων βρίσκεται στο ψυγείο, χωρίς ακόμη κάποια ένταξη έργων.
Το νέο ΕΣΕΚ παρουσιάστηκε πανηγυρικά από τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κώστα Σκρέκα. Πρόκειται για επικαιροποίηση του ΕΣΕΚ του έτους 2019 με στόχο η Ελλάδα να είναι, όπως είπε, «από τις πρώτες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης που θα υποβάλει νέο, πιο φιλόδοξο πλάνο μέχρι τον Απρίλιο 2023».
Στο νέο ΕΣΕΚ γίνεται η παραδοχή ότι μειώνονται οι εκπομπές των αερίων του θερμοκηπίου μέχρι το 2050, «χωρίς όμως να φτάνουν στο μηδέν» όπως είχε αρχικά υπονοηθεί. Μιλά για ραγδαία ανάπτυξη φωτοβολταϊκών και αιολικών πάρκων, χωρίς να εξηγεί πώς θα εξοικονομηθεί ο απαραίτητος ηλεκτρικός χώρος και πως θα λυθεί το ζήτημα της φέρουσας ικανότητας του δικτύου. Δηλαδή κατά πόσον μπορούν να «μπουν φορτιστές παντού» για την κυκλοφορία ηλεκτρικών αυτοκινήτων.
Στη παρουσίαση, ο κ. Σκρέκας υπόσχεται κρουνούς επενδύσεων τα επόμενα χρόνια, χωρίς όμως να προσδιορίζει ποιος θα τις κάνει. Ενώ οι ετήσιες επενδύσεις μεταξύ 2016-2020 έφταναν κατά μέσον όρο τα 6,5 δισ., στα επόμενα χρόνια θα πρέπει να εκτοξευτούν στα 12,5 δισ. μεταξύ 2021-2025 και στα 15 δισ. μεταξύ 2026-2030, χωρίς να περιλαμβάνονται εκείνες που θα χρειασθούν για τον τομέα των μεταφορών (π.χ. αγορά ηλεκτρικών οχημάτων). Αφορούν μόνο την εγκατάσταση νέων φωτοβολταϊκών-αιολικών πάρκων (ΑΠΕ), συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας και παραγωγής νέων μορφών καυσίμων (π.χ. υδρογόνου) ακόμη και από τα σκουπίδια που παράγονται στις πόλεις.
Τέτοιες επενδύσεις βέβαια δεν μπορούν να υλοποιηθούν από μεμονωμένους πολίτες ή ενεργειακές κοινότητες. Ειδικά αυτές που θα μπορέσουν να οδηγήσουν σε εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στις στέγες και στις ενισχύσεις που θα απαιτηθούν να μεταφερθούν στους λογαριασμούς των καταναλωτών. Μόλις πρόσφατα ο διαχειριστής των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρισμού ΑΔΜΗΕ ζήτησε αύξηση των ρυθμιζόμενων εσόδων του κατά 40% επικαλούμενος τον πληθωρισμό και τα νέα έργα που εκτελεί για τη διασύνδεση των νησιών.
Προκαλεί βεβαίως πολλά ερωτήματα και το γεγονός ότι παρά την εκτόξευση των έργων ΑΠΕ το φυσικό αέριο διατηρεί κυρίαρχο ρόλο στο ενεργειακό μίγμα, αφού διατηρείται κοντά στο 30% του συνόλου μέχρι το έτος 2028 και το 2030 υποχωρεί στο 17%. Αυτή η «υπερδέσμευση» στο φυσικό αέριο και η αναίρεση του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας για το 2050, μάλλον επικυρώνει τη βούληση της κυβέρνησης Μητσοτάκη να εξαρτά τη χώρα από ένα εισαγόμενο ορυκτό καύσιμο που θέτει σε κίνδυνο την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας. Μοναδικός στόχος αυτής της επιλογής είναι να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα του καρτέλ ενέργειας, το οποίο σωρεύει υπερκέρδη εις βάρος της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας.
Να τονίσουμε επίσης ότι η Ελλάδα έχει μείνει πίσω στα προγράμματα «Εξοικονομώ» για αναβάθμιση κατοικιών – το πρόγραμμα του 2020 έχει σοβαρότατα προβλήματα πληρωμών και του 2021 είναι «πρακτικά κολλημένο». Το «Εξοικονομώ» για τις επιχειρήσεις αγνοείται πρακτικά από την κυβέρνηση, ενώ «το πρόγραμμα ΗΛΕΚΤΡΑ για την ενεργειακή αναβάθμιση των δημοσίων κτιρίων βρίσκεται στο ψυγείο, χωρίς ακόμη κάποια ένταξη έργων.