Στις χώρες της ευρωζώνης-με την επικράτηση παντού του άκρατου νεο-σοσιαλ-φιλελευθερισμού- έχουμε έναν «αγώνα δρόμου προς τα κάτω». Σε όλες έχουμε πιέσεις οικονομικής προσαρμογής από τα πάνω προς τα κάτω, οι οποίες καταλήγουν -μέσω της ευελιξίας, της μερικής απασχόλησης και του περιορισμού των μισθών στην αγορά εργασίας-σε πιέσεις στην αγοραστική δύναμη της πλειοψηφίας των πολιτών, εκτός των οικονομικών ελίτ σε κάθε χώρα.
Από αυτόν τον αγώνα το κεφάλαιο βγαίνει κερδισμένο σε όλη την ευρωζώνη, ενώ η εργασία βγαίνει χαμένη παντού, ακόμα και στη Γερμανία, όπου εφαρμόσθηκε ιδιαιτέρως σκληρή πίεση προς αυτήν μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών(με επιχείρημα μάλιστα ακριβώς αυτή την επανένωση, συναίνεσαν οι εργαζόμενοι με τα συνδικάτα). Βέβαια το τελικό αποτέλεσμα είναι μόνιμο πλεονασματικό ισοζύγιο συναλλαγών για τη Γερμανία, το οποίο όμως χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τα ελλειμματικά ισοζύγια των περιφερειακών χωρών, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας.
Οι στρεβλώσεις της νομισματικής ένωσης- ένωση οικονομιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά και με καμιά δυνατότητα για καθορισμό ανεξάρτητης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής από τις εθνικές κυβερνήσεις- καθώς και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 είχαν και ένα επιπλέον αποτέλεσμα: κατέστησαν τις νότιες χώρες-αδύνατος κρίκος η Ελλάδα- «επαίτες» των χρηματοπιστωτικών -γερμανικών κυρίως-κεφαλαίων, μέσω της κρίσης δημοσίου χρέους τους.
Η ίδια η ευρωζώνη άφησε κάθε κράτος να χειρισθεί μόνο του τη θέση του στις αδηφάγες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επεδίωξαν κάθε φορά να κερδίσουν τα μέγιστα από αυτούς τους χειρισμούς. Έτσι οι περιφερειακές χώρες πιέσθηκαν από την ευρωζώνη να αποδεχθούν και να επιβάλουν στη συνέχεια σκληρά δημοσιονομικά μέτρα στην επικράτειά τους με κριτήρια του ΔΝΤ, ακόμα και χωρίς να παίρνουν δάνεια από το ΔΝΤ(εξαίρεση βέβαια η Ελλάδα που οι όροι και τα μέτρα συνδιαμορφώθηκαν με τη λεγόμενη «τρόικα»). Ο στόχος να εξασφαλισθούν οι διεθνείς τοκογλύφοι. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι ευρωπαϊκές ελίτ τα τελευταία χρόνια κινήθηκαν σχεδιασμένα και μεθοδικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ν’ απαλλαγεί επιτέλους από το κοινωνικό κράτος, που εδώ και πολύ καιρό θεωρείται βάρος για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, στον διεθνή ανταγωνισμό του. Η Ευρώπη χρειάζεται να έχει όπως οι Η.Π.Α, η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία τις δικές της εκτεταμένες εσωτερικές ζώνες εξαθλίωσης.
Προφανώς η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από τον αδύνατο κρίκο, την Ελλάδα. Τον «ναυαγό» της μέχρι τότε «ανάπτυξής» αφού είχε στηριχθεί σε ένα καταστροφικό συνδυασμό:
• τη μανία της ελληνικής οικονομικοπολιτικής ελίτ για γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, στάδια και εξοχικά και άρα όχι για παραγωγικές επενδύσεις
• τις απαιτήσεις της πολυπληθούς της μεσαίας τάξης για μεγάλα σπίτια, αυτοκίνητα κ.λπ.,
• της αγροτιάς για επιδοτούμενα-ανταγωνίσιμα στη παγκόσμια αγορά γεωργικά προϊόντα και μονοκαλλιέργειες
Από την άλλη οι εργαζόμενοι, έχοντας «αναθέσει» τη διαμεσολάβηση σε συνδικάτα διαβρωμένα από τη λογική του κυβερνητικού ή κομματικού συνδικαλισμού, κάθε άλλο παρά ήταν σε θέση να υπερασπισθούν το κοινωνικό κράτος. Μόνο η νεολαία έδειχνε –φάνηκε καθαρά το Δεκέμβρη του 2008, αλλά και στις πλατείες αργότερα-ότι θέλει να ξεσηκώνεται, να μάχεται, να αντιστέκεται. Γι αυτό έπρεπε να πάρει και ένα καλό μάθημα και μέσω αυτής όλες οι Ευρωπαϊκές νεολαίες και εργατικές τάξεις. Και αυτό το μάθημα ήταν η ερήμωση αυτής της χώρας και ο παραδειγματικός εξανδραποδισμός του λαού της.
Η ειρωνεία ήταν ότι θα έπρεπε, πρώτοι οι Έλληνες εργαζόμενοι, να αγωνισθούν για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, αν και οι ίδιοι δεν απόλαυσαν παρά μια λειψή, στρεβλωμένη και διαβρωμένη από τις πελατειακές σχέσεις και την διαφθορά βαλκανική εκδοχή του. Οι Έλληνες εργαζόμενοι δίνουν μια μάχη σ’ ένα πόλεμο που είναι ευρωπαϊκός αν όχι παγκόσμιος. Το ελληνικό κοινωνικό κράτος όμως δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε υπερασπίσιμο. Απετέλεσε ένα συμπληρωματικό διανεμητικό μηχανισμό ενός πελατειακού κράτους το οποίο προΐστατο μιας οικονομίας υπηρεσιών και μιας κοινωνίας στην οποία δέσποζε το καταναλωτικό ήθος των μεσοστρωμάτων και οι φιλοδοξίες τους για εύκολο πλουτισμό. Όλα αυτά δεν μπορούν να διασωθούν πια.
Η κοινωνία της «αφθονίας» που υποσχόταν μέχρι τώρα ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός-και μέσω αυτού και ο ελληνικός-δεν υπάρχει μπροστά μας. Ότι δοκίμασε ο καθένας από αυτή την «αφθονία» είναι πίσω μας. Από δω και πέρα μας περιμένουν κοινωνίες της «γενικευμένης ανασφάλειας» και της «έκτακτης ανάγκης». Καθεστώτα διαχείρισης του φόβου και της επιβολής σωματικής και ψυχολογικής βίας. Το βλέπουμε αυτό καθαρά στο δικό μας παράδειγμα, με την επιβολή των πολιτικών των «μνημονίων» και της «λιτότητας» μέσα από τη διαχείριση της ανασφάλειας και του φόβου της «φτωχοποίησης» της μεσαίας τάξης, από τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις των «μνημονίων»[1].
Και το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει η ελληνική πολυπληθής μεσαία τάξη-αυτή έβγαζε με την ψήφο της τα τελευταία χρόνια μετά την μεταπολίτευση τις κυβερνήσεις που μας έφεραν μέχρι εδώ-να ελπίζει ακόμα στην κοινωνική της άνοδο και στην επιστροφή στην προ κρίσης «ανάπτυξη», ώστε να επιδιώξει πάλι τις φιλοδοξίες που είχε για εύκολο πλουτισμό. Ή θα το πάρει απόφαση ότι η προοπτική που υπάρχει και για αυτήν είναι το πέρασμά της στους «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί: οι μέρες αυτού του τύπου αφθονίας ήταν μετρημένες. Πραγματικά! Το νεοελληνικό όνειρο, μια φαντασίωση ευμάρειας για τους περισσότερους(με κάρτες και με χρέη), τελικά δεν μπορεί να γενικευθεί, είναι για μια ελίτ. Πιθανά ούτε και για αυτούς. Η αναπόφευκτη ύφεση θα τους πάρει και αυτούς σβάρνα.
Επιτέλους εκτός από τις έγνοιες των καπιταλιστών για την πτώση του ποσοστού κέρδους και τις προσπάθειές τους για την αντιστροφή της, υπάρχει επίσης το πολύ σοβαρότερο θέμα της εξάντλησης των οικολογικών αντοχών του πλανήτη.
Καθώς έχουμε ήδη ξεπεράσει τα όρια των δυνατοτήτων του πλανητικού οικοσυστήματος, η αφθονία που έδωσε ο βιομηχανικός και ο μετα-βιομηχανικός πολιτισμός δεν θα είναι δυνατή παρά για όλο και λιγότερους ανθρώπους. Και αυτό την ίδια στιγμή που με την βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας πολλές δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων στους οποίους προστίθενται οι διευρυνόμενες ελίτ των άλλων χωρών του Νότου έρχονται να υιοθετήσουν τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον οι Ευρωπαίοι-και οι Έλληνες σε υπερθετικό βαθμό- εργαζόμενοι δεν μπορούν να κρατήσουν στο σύνολό τους τον τρόπο ζωής τους και ένα ύψος κατανάλωσης το οποίο μάλιστα αντιστοιχεί στο σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο που είχε συναφθεί κατά την προηγούμενη φάση του καπιταλισμού, όταν επικρατούσε ο κεϋνσιανισμός.
Οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις θα πρέπει να σκεφτούν ότι εάν γενικευόταν το βιοτικό επίπεδο του Βορρά, η παραγωγή του πλανήτη θα έπρεπε να αυξηθεί πολλές φορές και σ’ αυτήν την περίπτωση θα χρειαζόμασταν περισσότερους πλανήτες σαν τη γη.
Αντιμετωπίζουμε-έχουμε μάθει έτσι-ξεχωριστά την οικονομική από την περιβαντολλογική κρίση. Παρόλο που οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης περιβαντολλογικής κατάρρευσης θα ήταν για τους περισσότερους πολύ πιο καταστροφικές από εκείνες της οικονομικής κατάρρευσης. Καιρός να πιάσουμε και τα δύο σημαντικά ζητήματα της εποχής μας σαν ενιαίο πρόβλημα. Η πάλη για την διανομή του προϊόντος της εργασίας στα περιορισμένα και στενά πλαίσια του εθνικού κράτους και έχοντας στον οπτικό ορίζοντα μόνο την Δυτική Ευρώπη δεν αρκεί. Πρέπει να τεθεί σε αμφισβήτηση το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης (και φυσικά οι παραγωγικές σχέσεις, αφού μια κεϋνσιανή λύση, μια λύση στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του πεπερασμένου πλανητικού συστήματος , είναι εξαιρετικά αμφίβολη, αν όχι αδύνατη).
«Οι Έλληνες ναυαγοί της ανάπτυξης, βιώνοντας με μεγαλύτερη ένταση αντιφάσεις που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές και τις «αναπτυγμένες» κοινωνίες, θα μπορούσαν να γυρίσουν την πλάτη τους στις απατηλές υποσχέσεις μιας ανάπτυξης αδύνατης πλέον γι’ αυτούς και να επιλέξουν δρόμους, οι οποίοι θα είχαν μια τεράστια σπουδαιότητα για όλους τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και όχι μόνο. Ένας αναγεννημένος από την στάχτη του λαός θα ήταν ικανός να αντιστρέψει τα μειονεκτήματα της ελληνικής κατάστασης σε αντίστοιχα πλεονεκτήματα».
Και αυτό θα ήταν δυνατόν, αν αντί για την επιβεβλημένη ύφεση επιλέγαμε ελεύθερα την απο-ανάπτυξη!
Αντί την ανέχεια και τις στερήσεις, την πληρότητα με τα λιγότερα και επαρκή!
Αντί για την εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των συμπολιτών μας, την κοινή ευζωία όλων και τον πλούσιο κοινωνικά άνθρωπο!
Αντί για την καταστροφή και την ερήμωση του τόπου μια έκρηξη δημιουργικής λαϊκής ευρηματικότητας, που θα έδινε μια ανθηρή κοινωνία συμφιλιωμένη με το φυσικό περιβάλλον της και στηριζόμενη στα συλλογικά αγαθά της!
Για πιο συγκεκριμένες προτάσεις βλέπε και τη σελίδα «τι να κάνουμε»:
http://www.topikopoiisi.com/theta941sigmaepsiloniotasigmaf/8
[1] Ο εκβιασμός και η διαχείριση αυτού του φόβου είναι και η τελευταία ελπίδα της σημερινής κυβέρνησης των Σαμαροβενιζέλων, για να παραμείνει στην εξουσία.
Από αυτόν τον αγώνα το κεφάλαιο βγαίνει κερδισμένο σε όλη την ευρωζώνη, ενώ η εργασία βγαίνει χαμένη παντού, ακόμα και στη Γερμανία, όπου εφαρμόσθηκε ιδιαιτέρως σκληρή πίεση προς αυτήν μετά την επανένωση των δύο Γερμανιών(με επιχείρημα μάλιστα ακριβώς αυτή την επανένωση, συναίνεσαν οι εργαζόμενοι με τα συνδικάτα). Βέβαια το τελικό αποτέλεσμα είναι μόνιμο πλεονασματικό ισοζύγιο συναλλαγών για τη Γερμανία, το οποίο όμως χρηματοδοτείται σε μεγάλο βαθμό από τα ελλειμματικά ισοζύγια των περιφερειακών χωρών, μεταξύ των οποίων και της Ελλάδας.
Οι στρεβλώσεις της νομισματικής ένωσης- ένωση οικονομιών με διαφορετικά χαρακτηριστικά και με καμιά δυνατότητα για καθορισμό ανεξάρτητης νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής από τις εθνικές κυβερνήσεις- καθώς και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008-2009 είχαν και ένα επιπλέον αποτέλεσμα: κατέστησαν τις νότιες χώρες-αδύνατος κρίκος η Ελλάδα- «επαίτες» των χρηματοπιστωτικών -γερμανικών κυρίως-κεφαλαίων, μέσω της κρίσης δημοσίου χρέους τους.
Η ίδια η ευρωζώνη άφησε κάθε κράτος να χειρισθεί μόνο του τη θέση του στις αδηφάγες χρηματοπιστωτικές αγορές, οι οποίες επεδίωξαν κάθε φορά να κερδίσουν τα μέγιστα από αυτούς τους χειρισμούς. Έτσι οι περιφερειακές χώρες πιέσθηκαν από την ευρωζώνη να αποδεχθούν και να επιβάλουν στη συνέχεια σκληρά δημοσιονομικά μέτρα στην επικράτειά τους με κριτήρια του ΔΝΤ, ακόμα και χωρίς να παίρνουν δάνεια από το ΔΝΤ(εξαίρεση βέβαια η Ελλάδα που οι όροι και τα μέτρα συνδιαμορφώθηκαν με τη λεγόμενη «τρόικα»). Ο στόχος να εξασφαλισθούν οι διεθνείς τοκογλύφοι. Αλλά όχι μόνο αυτό. Οι ευρωπαϊκές ελίτ τα τελευταία χρόνια κινήθηκαν σχεδιασμένα και μεθοδικά. Η Ευρωπαϊκή Ένωση ν’ απαλλαγεί επιτέλους από το κοινωνικό κράτος, που εδώ και πολύ καιρό θεωρείται βάρος για το ευρωπαϊκό κεφάλαιο, στον διεθνή ανταγωνισμό του. Η Ευρώπη χρειάζεται να έχει όπως οι Η.Π.Α, η Ινδία, η Κίνα, η Βραζιλία τις δικές της εκτεταμένες εσωτερικές ζώνες εξαθλίωσης.
Προφανώς η αποδόμηση του κοινωνικού κράτους δεν θα μπορούσε παρά να ξεκινήσει από τον αδύνατο κρίκο, την Ελλάδα. Τον «ναυαγό» της μέχρι τότε «ανάπτυξής» αφού είχε στηριχθεί σε ένα καταστροφικό συνδυασμό:
• τη μανία της ελληνικής οικονομικοπολιτικής ελίτ για γέφυρες, λιμάνια, δρόμους, αεροδρόμια, στάδια και εξοχικά και άρα όχι για παραγωγικές επενδύσεις
• τις απαιτήσεις της πολυπληθούς της μεσαίας τάξης για μεγάλα σπίτια, αυτοκίνητα κ.λπ.,
• της αγροτιάς για επιδοτούμενα-ανταγωνίσιμα στη παγκόσμια αγορά γεωργικά προϊόντα και μονοκαλλιέργειες
Από την άλλη οι εργαζόμενοι, έχοντας «αναθέσει» τη διαμεσολάβηση σε συνδικάτα διαβρωμένα από τη λογική του κυβερνητικού ή κομματικού συνδικαλισμού, κάθε άλλο παρά ήταν σε θέση να υπερασπισθούν το κοινωνικό κράτος. Μόνο η νεολαία έδειχνε –φάνηκε καθαρά το Δεκέμβρη του 2008, αλλά και στις πλατείες αργότερα-ότι θέλει να ξεσηκώνεται, να μάχεται, να αντιστέκεται. Γι αυτό έπρεπε να πάρει και ένα καλό μάθημα και μέσω αυτής όλες οι Ευρωπαϊκές νεολαίες και εργατικές τάξεις. Και αυτό το μάθημα ήταν η ερήμωση αυτής της χώρας και ο παραδειγματικός εξανδραποδισμός του λαού της.
Η ειρωνεία ήταν ότι θα έπρεπε, πρώτοι οι Έλληνες εργαζόμενοι, να αγωνισθούν για το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος, αν και οι ίδιοι δεν απόλαυσαν παρά μια λειψή, στρεβλωμένη και διαβρωμένη από τις πελατειακές σχέσεις και την διαφθορά βαλκανική εκδοχή του. Οι Έλληνες εργαζόμενοι δίνουν μια μάχη σ’ ένα πόλεμο που είναι ευρωπαϊκός αν όχι παγκόσμιος. Το ελληνικό κοινωνικό κράτος όμως δεν είναι ούτε βιώσιμο, ούτε υπερασπίσιμο. Απετέλεσε ένα συμπληρωματικό διανεμητικό μηχανισμό ενός πελατειακού κράτους το οποίο προΐστατο μιας οικονομίας υπηρεσιών και μιας κοινωνίας στην οποία δέσποζε το καταναλωτικό ήθος των μεσοστρωμάτων και οι φιλοδοξίες τους για εύκολο πλουτισμό. Όλα αυτά δεν μπορούν να διασωθούν πια.
Η κοινωνία της «αφθονίας» που υποσχόταν μέχρι τώρα ο παγκοσμιοποιημένος καπιταλισμός-και μέσω αυτού και ο ελληνικός-δεν υπάρχει μπροστά μας. Ότι δοκίμασε ο καθένας από αυτή την «αφθονία» είναι πίσω μας. Από δω και πέρα μας περιμένουν κοινωνίες της «γενικευμένης ανασφάλειας» και της «έκτακτης ανάγκης». Καθεστώτα διαχείρισης του φόβου και της επιβολής σωματικής και ψυχολογικής βίας. Το βλέπουμε αυτό καθαρά στο δικό μας παράδειγμα, με την επιβολή των πολιτικών των «μνημονίων» και της «λιτότητας» μέσα από τη διαχείριση της ανασφάλειας και του φόβου της «φτωχοποίησης» της μεσαίας τάξης, από τις μέχρι τώρα κυβερνήσεις των «μνημονίων»[1].
Και το ερώτημα είναι αν θα συνεχίσει η ελληνική πολυπληθής μεσαία τάξη-αυτή έβγαζε με την ψήφο της τα τελευταία χρόνια μετά την μεταπολίτευση τις κυβερνήσεις που μας έφεραν μέχρι εδώ-να ελπίζει ακόμα στην κοινωνική της άνοδο και στην επιστροφή στην προ κρίσης «ανάπτυξη», ώστε να επιδιώξει πάλι τις φιλοδοξίες που είχε για εύκολο πλουτισμό. Ή θα το πάρει απόφαση ότι η προοπτική που υπάρχει και για αυτήν είναι το πέρασμά της στους «από κάτω» της ελληνικής κοινωνίας.
Γιατί: οι μέρες αυτού του τύπου αφθονίας ήταν μετρημένες. Πραγματικά! Το νεοελληνικό όνειρο, μια φαντασίωση ευμάρειας για τους περισσότερους(με κάρτες και με χρέη), τελικά δεν μπορεί να γενικευθεί, είναι για μια ελίτ. Πιθανά ούτε και για αυτούς. Η αναπόφευκτη ύφεση θα τους πάρει και αυτούς σβάρνα.
Επιτέλους εκτός από τις έγνοιες των καπιταλιστών για την πτώση του ποσοστού κέρδους και τις προσπάθειές τους για την αντιστροφή της, υπάρχει επίσης το πολύ σοβαρότερο θέμα της εξάντλησης των οικολογικών αντοχών του πλανήτη.
Καθώς έχουμε ήδη ξεπεράσει τα όρια των δυνατοτήτων του πλανητικού οικοσυστήματος, η αφθονία που έδωσε ο βιομηχανικός και ο μετα-βιομηχανικός πολιτισμός δεν θα είναι δυνατή παρά για όλο και λιγότερους ανθρώπους. Και αυτό την ίδια στιγμή που με την βιομηχανική ανάπτυξη της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας πολλές δεκάδες εκατομμυρίων ανθρώπων στους οποίους προστίθενται οι διευρυνόμενες ελίτ των άλλων χωρών του Νότου έρχονται να υιοθετήσουν τα δυτικά καταναλωτικά πρότυπα. Σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον οι Ευρωπαίοι-και οι Έλληνες σε υπερθετικό βαθμό- εργαζόμενοι δεν μπορούν να κρατήσουν στο σύνολό τους τον τρόπο ζωής τους και ένα ύψος κατανάλωσης το οποίο μάλιστα αντιστοιχεί στο σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο που είχε συναφθεί κατά την προηγούμενη φάση του καπιταλισμού, όταν επικρατούσε ο κεϋνσιανισμός.
Οι ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις θα πρέπει να σκεφτούν ότι εάν γενικευόταν το βιοτικό επίπεδο του Βορρά, η παραγωγή του πλανήτη θα έπρεπε να αυξηθεί πολλές φορές και σ’ αυτήν την περίπτωση θα χρειαζόμασταν περισσότερους πλανήτες σαν τη γη.
Αντιμετωπίζουμε-έχουμε μάθει έτσι-ξεχωριστά την οικονομική από την περιβαντολλογική κρίση. Παρόλο που οι επιπτώσεις μιας ενδεχόμενης περιβαντολλογικής κατάρρευσης θα ήταν για τους περισσότερους πολύ πιο καταστροφικές από εκείνες της οικονομικής κατάρρευσης. Καιρός να πιάσουμε και τα δύο σημαντικά ζητήματα της εποχής μας σαν ενιαίο πρόβλημα. Η πάλη για την διανομή του προϊόντος της εργασίας στα περιορισμένα και στενά πλαίσια του εθνικού κράτους και έχοντας στον οπτικό ορίζοντα μόνο την Δυτική Ευρώπη δεν αρκεί. Πρέπει να τεθεί σε αμφισβήτηση το ίδιο το μοντέλο ανάπτυξης (και φυσικά οι παραγωγικές σχέσεις, αφού μια κεϋνσιανή λύση, μια λύση στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και του πεπερασμένου πλανητικού συστήματος , είναι εξαιρετικά αμφίβολη, αν όχι αδύνατη).
«Οι Έλληνες ναυαγοί της ανάπτυξης, βιώνοντας με μεγαλύτερη ένταση αντιφάσεις που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές και τις «αναπτυγμένες» κοινωνίες, θα μπορούσαν να γυρίσουν την πλάτη τους στις απατηλές υποσχέσεις μιας ανάπτυξης αδύνατης πλέον γι’ αυτούς και να επιλέξουν δρόμους, οι οποίοι θα είχαν μια τεράστια σπουδαιότητα για όλους τους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς και όχι μόνο. Ένας αναγεννημένος από την στάχτη του λαός θα ήταν ικανός να αντιστρέψει τα μειονεκτήματα της ελληνικής κατάστασης σε αντίστοιχα πλεονεκτήματα».
Και αυτό θα ήταν δυνατόν, αν αντί για την επιβεβλημένη ύφεση επιλέγαμε ελεύθερα την απο-ανάπτυξη!
Αντί την ανέχεια και τις στερήσεις, την πληρότητα με τα λιγότερα και επαρκή!
Αντί για την εξαθλίωση και την περιθωριοποίηση του μεγαλύτερου μέρους των συμπολιτών μας, την κοινή ευζωία όλων και τον πλούσιο κοινωνικά άνθρωπο!
Αντί για την καταστροφή και την ερήμωση του τόπου μια έκρηξη δημιουργικής λαϊκής ευρηματικότητας, που θα έδινε μια ανθηρή κοινωνία συμφιλιωμένη με το φυσικό περιβάλλον της και στηριζόμενη στα συλλογικά αγαθά της!
Για πιο συγκεκριμένες προτάσεις βλέπε και τη σελίδα «τι να κάνουμε»:
http://www.topikopoiisi.com/theta941sigmaepsiloniotasigmaf/8
[1] Ο εκβιασμός και η διαχείριση αυτού του φόβου είναι και η τελευταία ελπίδα της σημερινής κυβέρνησης των Σαμαροβενιζέλων, για να παραμείνει στην εξουσία.