Μιχάλης Γιαννεσκής
Ο Βόλφκανγκ Σόιμπλε και η γερμανική ηγεσία της Ευρωζώνης έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν και να διατηρούν μία αδιάλλακτη στάση στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα. Όμως η αποπληρωμή του ελληνικού χρέους που ανέρχεται σε 317 δισεκατομμύρια ευρώ δεν είναι ένας από τους πιο σημαντικούς. Το ελληνικό χρέος είναι αμελητέας σημασίας, σε σύγκριση με το χρηματοπιστωτικό δυναμίτη των γερμανικών (και άλλων) τραπεζών, ο οποίος τους τελευταίους μήνες δίνει καθημερινά περισσότερα σημάδια ανάφλεξης.
Μόνο η Deutsche Bank, η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, βρίσκεται σημαντικά εκτεθειμένη, κατέχοντας αμφιβόλου αξίας χρηματοπιστωτικά προϊόντα, γνωστά ως «παράγωγα», ύψους 67 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για ποσό παρόμοιο με το ΑΕΠ όλης της υφηλίου και 20 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Γερμανίας. Οποιαδήποτε σύγκριση με την κατάσταση της τράπεζας Lehman Brothers το 2008 δεν θα ήταν καθόλου άστοχη. Απλώς όταν χρεοκόπησε η Lehman Brothers είχε στη διάθεσή της παράγωγα αξίας μόνο 31.5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Η κρίση του 2008 επιβεβαίωσε τον συνοπτικό ορισμό των παραγώγων που είχε προτείνει ο Αμερικανός μεγιστάνας Warren Buffet: «οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής».
Μπορεί το 2008 να αποτελεί παρελθόν, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες για τη Deutsche Bank. Οι αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ και της Βρετανίας επέβαλαν στη τράπεζα τον Απρίλιο ένα πρόστιμο-ρεκόρ, (το οποίο, μαζί με ένα προηγούμενο πρόστιμο, ανέρχεται συνολικά σε 2.2 δισεκατομμύρια ευρώ), για νοθεία των διατραπεζικών επιτοκίων. Στις αρχές Ιουνίου παραιτήθηκαν αιφνιδιαστικά οι δύο συν-διευθύνοντες σύμβουλοί της. Εναντίον ενός από αυτούς και τεσσάρων πρώην στελεχών της τράπεζας είχε ήδη ασκηθεί δίωξη από τις γερμανικές δικαστικές αρχές για ψευδείς δηλώσεις και παραπλανητικές καταθέσεις. Λίγες μέρες αργότερα εισαγγελικές αρχές έκαναν έφοδο στα γραφεία της τράπεζας στη Φρανκφούτρη για να συλλέξουν στοιχεία πελατών της.
Ταυτόχρονα, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα γίνονται καθημερινά πιο επισφαλή. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων των «θεσμών» με την Ελλάδα στις 12 Ιουνίου, το ρίσκο των ομολόγων της Ευρωζώνης σημείωσε κάθετη άνοδο. Ο γερμανικός δείκτης οικονομικής προοπτικής ZEW έπεσε στις 16 Ιουνίου για τρίτο συνεχόμενο μήνα, και έχει σημειώσει πτώση 43% μέσα σε τρεις μήνες.
Ομολογουμένως, η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Άλλες χώρες έχουν παρόμοια προβλήματα, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία και η Φιλανδία. Όμως αυτά είναι ελάσσονος σημασίας σε σύγκριση με το μέγεθος των επισφαλών επενδύσεων της Deutsche Bank.
Εν όψει των παραπάνω προβλημάτων, μια πιθανή στάση πληρωμών της Ελλάδας δεν θα έπρεπε να προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην Ευρωζώνη, ιδίως όταν έχει ανακοινωθεί επανειλημμένα ότι οι «θεσμοί» έχουν έτοιμα σχέδια αντιμετώπισης ενδεχομένου Grexit. Μήπως όμως οι εντατικές προσπάθειες της γερμανικής ηγεσίας να προβάλλει την κρίση των οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Ισπανία κοκ.) ως το κύριο πρόβλημα της Ευρωζώνης, απλώς αποτελούν ένα προπέτασμα καπνού για να καλυφθεί η εγγενής σαθρότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Διότι όπως έχουν δείξει οι μέχρι σήμερα εξελίξεις, ο πρωταρχικός στόχος της ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι η προστασία των τραπεζών.
Όταν μία γιγαντιαία τράπεζα πρέπει να ξεφορτωθεί «σκάρτα» ομόλογα ή να προμηθευτεί επιπλέον ρευστότητα, στρέφεται προς την ΕΚΤ. Αμέσως πριν το PSI, η ΕΚΤ βοήθησε τη Deutsche Bank, μεταξύ άλλων, να πωλήσει σε καλή τιμή τα «τοξικά» ελληνικά ομόλογα που κατείχε. Τα οποία έχει τώρα στην κατοχή της η ΕΚΤ, που βέβαια υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους φορολογουμένους. Η Deutsche Bank και οι υπόλοιπες τράπεζες είχαν σχετικά αμελητέες απώλειες από το PSI, σε αντίθεση με τους Έλληνες συνταξιούχους. Και αφού οι τράπεζες δεν υπέστησαν πάθημα, δεν χρειάστηκε να μάθουν κανένα μάθημα, έχοντας την πεποίθηση ότι οι ηγέτες της βορειοδυτικής Ευρώπης δεν θα τις άφηναν σύξυλες σε μία παρόμοια συγκυρία στο μέλλον.
Η συγκυρία αυτή πλησιάζει καθημερινά, και ακόμη και ένα μικρό ταρακούνημα της τραπεζικής βάρκας (μια ελληνική στάση πληρωμών), μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες, όπως μία ανεξέλεγκτη αλυσιδωτή χρεοκοπία. Διότι αν κάτι πάει στραβά, η Deutsche Bank, όπως και οι περισσότερες τράπεζες, έχει τη δυνατότητα να καλύψει μόνο ένα μικρό μέρος των «παραγώγων» και άλλων τοξικών προϊόντων τα οποία κατέχει.
Συνεπώς έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ο κ. Σόιμπλε, η κ. Μέρκελ και οι λοιποί «σκληροί» της Ευρωζώνης. Βέβαια, ο πραγματικός λόγος της ανησυχίας τους και της αδιάλλακτης στάσης τους δεν μπορεί να είναι το ελληνικό χρέος, το οποίο αντιστοιχεί στο 0.5% των παραγώγων που κατέχει μόνο μία γερμανική τράπεζα, αλλά η ανασφάλεια που δημιουργεί η πιθανότητα αναταραχής του χάρτινου πύργου της χρηματοπιστωτικής οικονομίας.
Για τη γερμανική ηγεσία, η ελληνική κρίση αποτελεί ένα βολικό αποδιοπομπαίο τράγο, για να αποσπαστεί η προσοχή του Ευρωπαϊκού κοινού από την επώδυνη πραγματικότητα. Ενώ η σκληρή στάση των δανειστών προς την Ελλάδα και τις χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης αποβλέπει κυρίως στην αποφυγή δύο ανεπιθύμητων εξελίξεων. Πρώτον, ενός ταρακουνήματος της αγοράς, το οποίο μπορεί να προκαλέσει μία στάση πληρωμών ή μία διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους. Δεύτερον, μίας σειράς παραχωρήσεων προς την Ελλάδα, που θα απειλήσουν το ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο κατεστημένο. Όμως όταν η τραπεζική βάρκα μπάζει νερά, η προσαρμογή των Ελλήνων επιβατών στις εντολές των καπετάνιων δεν δύναται από μόνης της να την διατηρήσει εν πλω.
Μάλλον γνωρίζουν πολύ περισσότερα οι Έλληνες διαπραγματευτές από όσα τους πιστώνουν οι συνομιλητές τους και οι «θεσμοί». Οι οποίοι χρησιμοποιούν μία Οργουελιανή τακτική για να παρουσιάσουν ως «απειρία» την εμπεριστατωμένη άρνηση της ελληνικής πλευράς να προσαρμοστεί μέσα σε ένα σαθρό χρηματοπιστωτικό πλαίσιο.
Ο Βόλφκανγκ Σόιμπλε και η γερμανική ηγεσία της Ευρωζώνης έχουν σοβαρούς λόγους να ανησυχούν και να διατηρούν μία αδιάλλακτη στάση στις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα. Όμως η αποπληρωμή του ελληνικού χρέους που ανέρχεται σε 317 δισεκατομμύρια ευρώ δεν είναι ένας από τους πιο σημαντικούς. Το ελληνικό χρέος είναι αμελητέας σημασίας, σε σύγκριση με το χρηματοπιστωτικό δυναμίτη των γερμανικών (και άλλων) τραπεζών, ο οποίος τους τελευταίους μήνες δίνει καθημερινά περισσότερα σημάδια ανάφλεξης.
Μόνο η Deutsche Bank, η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, βρίσκεται σημαντικά εκτεθειμένη, κατέχοντας αμφιβόλου αξίας χρηματοπιστωτικά προϊόντα, γνωστά ως «παράγωγα», ύψους 67 τρισεκατομμυρίων ευρώ. Πρόκειται για ποσό παρόμοιο με το ΑΕΠ όλης της υφηλίου και 20 φορές μεγαλύτερο από το ΑΕΠ της Γερμανίας. Οποιαδήποτε σύγκριση με την κατάσταση της τράπεζας Lehman Brothers το 2008 δεν θα ήταν καθόλου άστοχη. Απλώς όταν χρεοκόπησε η Lehman Brothers είχε στη διάθεσή της παράγωγα αξίας μόνο 31.5 τρισεκατομμύρια ευρώ. Η κρίση του 2008 επιβεβαίωσε τον συνοπτικό ορισμό των παραγώγων που είχε προτείνει ο Αμερικανός μεγιστάνας Warren Buffet: «οικονομικά όπλα μαζικής καταστροφής».
Μπορεί το 2008 να αποτελεί παρελθόν, αλλά οι πρόσφατες εξελίξεις είναι ιδιαίτερα δυσοίωνες για τη Deutsche Bank. Οι αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ και της Βρετανίας επέβαλαν στη τράπεζα τον Απρίλιο ένα πρόστιμο-ρεκόρ, (το οποίο, μαζί με ένα προηγούμενο πρόστιμο, ανέρχεται συνολικά σε 2.2 δισεκατομμύρια ευρώ), για νοθεία των διατραπεζικών επιτοκίων. Στις αρχές Ιουνίου παραιτήθηκαν αιφνιδιαστικά οι δύο συν-διευθύνοντες σύμβουλοί της. Εναντίον ενός από αυτούς και τεσσάρων πρώην στελεχών της τράπεζας είχε ήδη ασκηθεί δίωξη από τις γερμανικές δικαστικές αρχές για ψευδείς δηλώσεις και παραπλανητικές καταθέσεις. Λίγες μέρες αργότερα εισαγγελικές αρχές έκαναν έφοδο στα γραφεία της τράπεζας στη Φρανκφούτρη για να συλλέξουν στοιχεία πελατών της.
Ταυτόχρονα, τα χρηματοπιστωτικά προϊόντα γίνονται καθημερινά πιο επισφαλή. Αμέσως μετά την ανακοίνωση της αποτυχίας των διαπραγματεύσεων των «θεσμών» με την Ελλάδα στις 12 Ιουνίου, το ρίσκο των ομολόγων της Ευρωζώνης σημείωσε κάθετη άνοδο. Ο γερμανικός δείκτης οικονομικής προοπτικής ZEW έπεσε στις 16 Ιουνίου για τρίτο συνεχόμενο μήνα, και έχει σημειώσει πτώση 43% μέσα σε τρεις μήνες.
Ομολογουμένως, η Γερμανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Άλλες χώρες έχουν παρόμοια προβλήματα, όπως η Αυστρία, η Ολλανδία και η Φιλανδία. Όμως αυτά είναι ελάσσονος σημασίας σε σύγκριση με το μέγεθος των επισφαλών επενδύσεων της Deutsche Bank.
Εν όψει των παραπάνω προβλημάτων, μια πιθανή στάση πληρωμών της Ελλάδας δεν θα έπρεπε να προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία στην Ευρωζώνη, ιδίως όταν έχει ανακοινωθεί επανειλημμένα ότι οι «θεσμοί» έχουν έτοιμα σχέδια αντιμετώπισης ενδεχομένου Grexit. Μήπως όμως οι εντατικές προσπάθειες της γερμανικής ηγεσίας να προβάλλει την κρίση των οικονομιών της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Ισπανία κοκ.) ως το κύριο πρόβλημα της Ευρωζώνης, απλώς αποτελούν ένα προπέτασμα καπνού για να καλυφθεί η εγγενής σαθρότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος; Διότι όπως έχουν δείξει οι μέχρι σήμερα εξελίξεις, ο πρωταρχικός στόχος της ευρωπαϊκής ηγεσίας είναι η προστασία των τραπεζών.
Όταν μία γιγαντιαία τράπεζα πρέπει να ξεφορτωθεί «σκάρτα» ομόλογα ή να προμηθευτεί επιπλέον ρευστότητα, στρέφεται προς την ΕΚΤ. Αμέσως πριν το PSI, η ΕΚΤ βοήθησε τη Deutsche Bank, μεταξύ άλλων, να πωλήσει σε καλή τιμή τα «τοξικά» ελληνικά ομόλογα που κατείχε. Τα οποία έχει τώρα στην κατοχή της η ΕΚΤ, που βέβαια υποστηρίζεται από τους Ευρωπαίους φορολογουμένους. Η Deutsche Bank και οι υπόλοιπες τράπεζες είχαν σχετικά αμελητέες απώλειες από το PSI, σε αντίθεση με τους Έλληνες συνταξιούχους. Και αφού οι τράπεζες δεν υπέστησαν πάθημα, δεν χρειάστηκε να μάθουν κανένα μάθημα, έχοντας την πεποίθηση ότι οι ηγέτες της βορειοδυτικής Ευρώπης δεν θα τις άφηναν σύξυλες σε μία παρόμοια συγκυρία στο μέλλον.
Η συγκυρία αυτή πλησιάζει καθημερινά, και ακόμη και ένα μικρό ταρακούνημα της τραπεζικής βάρκας (μια ελληνική στάση πληρωμών), μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες, όπως μία ανεξέλεγκτη αλυσιδωτή χρεοκοπία. Διότι αν κάτι πάει στραβά, η Deutsche Bank, όπως και οι περισσότερες τράπεζες, έχει τη δυνατότητα να καλύψει μόνο ένα μικρό μέρος των «παραγώγων» και άλλων τοξικών προϊόντων τα οποία κατέχει.
Συνεπώς έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν ο κ. Σόιμπλε, η κ. Μέρκελ και οι λοιποί «σκληροί» της Ευρωζώνης. Βέβαια, ο πραγματικός λόγος της ανησυχίας τους και της αδιάλλακτης στάσης τους δεν μπορεί να είναι το ελληνικό χρέος, το οποίο αντιστοιχεί στο 0.5% των παραγώγων που κατέχει μόνο μία γερμανική τράπεζα, αλλά η ανασφάλεια που δημιουργεί η πιθανότητα αναταραχής του χάρτινου πύργου της χρηματοπιστωτικής οικονομίας.
Για τη γερμανική ηγεσία, η ελληνική κρίση αποτελεί ένα βολικό αποδιοπομπαίο τράγο, για να αποσπαστεί η προσοχή του Ευρωπαϊκού κοινού από την επώδυνη πραγματικότητα. Ενώ η σκληρή στάση των δανειστών προς την Ελλάδα και τις χώρες της περιφέρειας της Ευρώπης αποβλέπει κυρίως στην αποφυγή δύο ανεπιθύμητων εξελίξεων. Πρώτον, ενός ταρακουνήματος της αγοράς, το οποίο μπορεί να προκαλέσει μία στάση πληρωμών ή μία διαγραφή μέρους του ελληνικού χρέους. Δεύτερον, μίας σειράς παραχωρήσεων προς την Ελλάδα, που θα απειλήσουν το ευρωπαϊκό νεοφιλελεύθερο κατεστημένο. Όμως όταν η τραπεζική βάρκα μπάζει νερά, η προσαρμογή των Ελλήνων επιβατών στις εντολές των καπετάνιων δεν δύναται από μόνης της να την διατηρήσει εν πλω.
Μάλλον γνωρίζουν πολύ περισσότερα οι Έλληνες διαπραγματευτές από όσα τους πιστώνουν οι συνομιλητές τους και οι «θεσμοί». Οι οποίοι χρησιμοποιούν μία Οργουελιανή τακτική για να παρουσιάσουν ως «απειρία» την εμπεριστατωμένη άρνηση της ελληνικής πλευράς να προσαρμοστεί μέσα σε ένα σαθρό χρηματοπιστωτικό πλαίσιο.