Ανασκόπηση μιας ιστορίας που δεν κατόρθωσε να καρποφορήσει
Το παράδειγμα της Βενεζουέλας, η κυβερνητική χίμαιρα, η καταστροφή του κινήματος έτσι όπως τα αναλύει ένας συνεργάτης του Τσάβες.
Του Ρόλαντ Ντένις*
Περπατώντας στους δρόμους των πόλεων ή στην ύπαιθρο θα συναντήσεις, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ανάμεσα σε όλους εμάς που αποτελέσαμε κομμάτι της ιστορίας των τελευταίων είκοσι ή τριάντα χρόνων, πρόσωπα καταταλαιπωρημένα, απογοητευμένα, εξοργισμένα, καθώς αποχαιρετούν μια ιστορία που, στο κάτω κάτω, ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους. Μια παθιασμένη ιστορία που, για πολλά χρόνια, ονομαζόταντσαβισμός. Ένας αποχαιρετισμός, που όταν δεν είναι τυπικός, κινείται ανάμεσα στην αμφιβολία και τον θρήνο. Για άλλους έχει τη χαρά της απαλλαγής από ένα αφόρητο βάρος. Πάντως είναι και ένας αποχαιρετισμός σε μια ιστορία που δεν κατόρθωσε να καρποφορήσει.
Αυτό το κείμενο έπρεπε ήδη προ πολλού να είχε γραφτεί, αλλά πλέον έφτασε η ώρα να δημοσιοποιηθεί, με λέξεις που στην πραγματικότητα έχουν τόσο προσωπική όσο και πολιτική διάσταση. Δεν έχει και τόσο σημασία, αφού ούτε καν στα βάθη όλων των εκφάνσεων μιας τρικυμιώδους ζωής δεν συνδέονται πάντα τα προσωπικά και πολιτικά ζητήματα, οι κοινωνικές και προσωπικές υποχρεώσεις που έχουμε μέσα μας. Γι’ αυτό και τα πράγματα, τελικά, «πρέπει να τα λες», αν κάτι ακόμα έχει νόημα να ειπωθεί.
Η επανάσταση είναι ανοησίες ρομαντικές, ουτοπικές, ίσως, αλλά πληρούν ολόκληρο τον λόγο ύπαρξής μας, όταν βλέπουμε πώς η καρδιά ενώνεται με την πληθώρα των ονείρων που διαπέρασαν τη ζωή μας και που, τόσες φορές, αναγκάστηκαν να υποστούν τη θηριωδία των κατασταλτικών τεράτων. Πόνος και νοσταλγία, ιδού η αντιπαράθεση που είναι αδύνατο να αποσοβηθεί. Και όπως αναγκάστηκαν να υποστούν τη βαρβαρότητα, έτσι επίσης αισθάνθηκαν το θαύμα της συλλογικής αποθέωσης της ίδιας της κραυγής τους. Υπάρξεις εξεγερμένες, που επιδίωξαν να λησμονήσουν όλη την κατάρα της προαιώνιας σκλαβιάς, τη φτώχεια και την υποτέλεια, για να γίνουν επιτέλους κύριοι των σωμάτων και της γης τους, που θέλησαν να πουν για πάντα αντίο σε εκείνη τη μισητή ιστορία. Αυτή ήταν η επανάσταση και τέτοια θα παραμείνει, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει πλέον χαθεί· ήταν το προαίσθημα μιας μεγάλης αποτυχίας που εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας και που, στην περίπτωσή μου, μπόρεσα να το διακρίνω από πολύ νωρίς.
«Προτιμώ να λέω ΟΧΙ», όπως λέει και το τραγούδι, παρά να συνεχίσω να αποδέχομαι συνθήκες που μέσα μου αρνούμαι. Οποιαδήποτε κι αν είναι η κατεύθυνση που έχουμε δώσει στα βήματα που καθένας μας έχει κάνει ανάμεσα σε αγώνες και όνειρα, αυτό είναι το μήνυμα που αισθάνονται μέσα τους χιλιάδες άνθρωποι που εξακολουθούν να κάνουν ακόμα ό,τι μπορούν για να δώσουν κάποιο νόημα σε μια κόκκινη φανέλα που τους έχει ξεμείνει στο ντουλάπι.
Η Βενεζουέλα είναι μια χώρα μεσαίου μεγέθους, χωρίς μεγάλο ειδικό βάρος για την αυτοκρατορική φάρσα, εκτός από την τεράστια μάζα του ορυκτού πλούτου και των υδατανθράκων της, αλλά γεμάτη θρυλικές μνήμες, που την κάνουν ένα μείγμα από επαναλαμβανόμενους μύθους και παρουσίες επιτήδειων απατεώνων, οι οποίοι βάζουν χέρι στον δημόσιο πλούτο τον συγκεντρωμένο στις τράπεζες και στα ταμεία της. Περίεργη χώρα, που δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε ό, τι αφορά την επικαιρότητά της, αλλά αποτελεί το πρωταρχικό λίκνο των ηρώων της Λατινικής Αμερικής. Τελικά, ένα αδειανό όστρακο, χωρίς καμιά δυνατότητα σύνθεσης ανάμεσα στα περασμένα μεγαλεία και την πλέον άψυχη πραγματικότητα, κάτω από τον έλεγχο εκείνων που ποτέ δεν κατάλαβαν τι είναι ένα βήμα υπέρ της συλλογικής χαράς, ούτε τους ενδιαφέρει στο ελάχιστο.
Όταν δεν υπάρχει εθνικό όραμα, δεν υπάρχουν συλλογικότητες καθοδηγούμενες από ηθικές αξίες και πόσο μάλλον από ένα έθνος που να προτείνει στον κόσμο μια ριζικά διαφορετική ζωή από εκείνη που μας επέβαλε ο καταστροφικός καπιταλισμός –όταν ο βίος του έθνους είναι απλώς ένας πόλεμος που κινείται μεταξύ αφηγήσεων μεγαλειωδών ηρωισμών του παρελθόντος και ενός απελπισμένου πόθου για την ανάληψη του έλεγχου των κερδών και του πλούτου του υπεδάφους, τότε μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι η «επαναστατική και χειραφετική λογική» εξατμίζεται γρήγορα, όπως άλλωστε έχει συμβεί και με ό,τι καλύτερο είχε να δώσει ο τσαβισμός.
Ο τσαβισμός σφυρηλατήθηκε ως ένα ανατρεπτικό στοίχημα που κατάφερε, όταν εμφανίστηκε, να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις που παρέμεναν διάσπαρτες μετά τις μεγάλες αποτυχίες της ένοπλης και ρεφορμιστικής αριστεράς. Ταυτόχρονα συμμετείχε σε ένα παιχνίδι με γκανγκστερικούς κύκλους, που γρήγορα κατάλαβαν ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να αναμειχθούν με την εξεγερμένη διασπορά, που από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 δεν κρατιόταν με τίποτα, έχοντας καλά κρυμμένο κάτω από το τραπέζι τον αληθινό συντηρητισμό που ένωνε, σε μια και την αυτή συνωμοτική αδελφότητα τον γκάνγκστερ με το πιο αντιδραστικό ον, ενωμένους στην ανατρεπτική πτήση των ονειροπόλων.
Σε ένα τέτοιο κοκτέιλ, με αρώματα και γεύσεις τόσο αταίριαστες μεταξύ τους, ήταν προφανές ότι το νέο επαναστατικό κίνημα θα υποχρεωνόταν να πάρει τη μορφή ενός άθλου κάποιου ισχυρού ανδρός, όπως και πράγματι συνέβη. Όντως, ήταν αδύνατο να υπάρχει εκείνη την ώρα μία ιδεολογικά ομοιογενής συλλογική ηγεσία, παρά τις δικαιολογίες της μορφής, «για την πολυμορφία και τον οριζόντιο χαρακτήρα», που επαναλαμβάναμε ξανά και ξανά. Στην περίπτωσή μας, παραδόξως, δεν ήταν παρά ένα καλωσόρισμα στον αρχηγισμό, μια αυτοαναίρεσή μας, εμάς που, ενωμένοι και οργανωμένοι ως λαός και φτωχολογιά, θα αποσυρόμασταν για να αφήσουμε να μας διοικεί το εκλεκτό τέκνο μας, όπως γινόταν επί αιώνες.
Για τους ίδιους αυτούς λόγους, δεν ήταν αποδεκτή η ανάδειξη ενός παντοδύναμου και δεσποτικού ηγέτη, αλλά ενός απλού μαθητευόμενου, προερχόμενου από τη λαϊκή βάση που τον γέννησε, και εδώ βρίσκεται η αξιοθαύμαστη διαδρομή και προσωπικότητα του Τσάβες. Και αυτός, επίσης, όφειλε να είναι «πολύμορφος και οριζόντιος», δηλαδή ίσος και όμοιός μας, κάτι που ο Τσάβες το κατάλαβε και αγωνίστηκε γι’ αυτό, αν και μου έτριψε στα μούτρα το βιβλίο μου, Οι δημιουργοί της εξέγερσης, από αναμφισβήτητη αλαζονεία.
Δυστυχώς, ο ίδιος αυτός ο εκφραστής του πλήθους, των ονείρων του και των σχεδίων του, της ακραίας ριζοσπαστικότητας, όταν πρότεινε έναν νέο ορίζοντα για τη χώρα μας, εκείνον του αρχικά αξιοθαύμαστου προτάγματος της λαϊκής εξουσίας, της απόρριψης του όποιου παρελθόντος, ώστε να πάρει σάρκα και οστά η δυνατότητα του μπολιβαριανού σχεδίου, την ίδια στιγμή μετέτρεψε αυτή την γκανγκστερική σαλάτα σε θέση της κυβέρνησης, που σιγά σιγά καταβρόχθισε όχι μόνο το γραφειοκρατικό λόμπι της προεδρίας και των υπουργείων, αλλά και συλλογικότητες, ηγέτες και ιστορικά στελέχη της επαναστατικής πάλης. Αν υπάρχει μια κληρονομιά του Τσάβες πραγματικά σκοτεινή είναι πως δεν απαλλάχτηκε από τον αρχηγισμό στον οποία υποχρεώθηκε, προκειμένου να γίνει ο ηγέτης ο ικανός να χρησιμοποιήσει την κρατική εξουσία ενάντια σε αυτό το γκανγκστερικό υπόστρωμα που τον συνόδευε κατά τη συνωμοτική και, μεταγενέστερα, δημοκρατική φάση του.
Αυτό το πλέγμα των καταστάσεων προσπαθώ από χρόνια να το κατανοήσω, αφού υπέφερα μέσα στους κόλπους του, μερικές φορές δοκιμάζοντας να γράψω γι’ αυτό, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η αλήθεια πάντως είναι ότι έπρεπε να συμβεί ό,τι συμβαίνει σήμερα για να κάνουμε το βήμα το οποίο πολλοί απλοί άνθρωποι της χώρας μου κάνουν χωρίς ιδιαίτερα περιπλοκές σκέψεις, παρ’ όλο που τα συναισθήματά τους είναι πολύ έντονα: να πούμε αντίο στον τσαβισμό.
Μια επανάσταση συχνά συνεπάγεται καταστάσεις όπου πρέπει να λάβεις σκληρές αποφάσεις, που εμπεριέχουν όλους τους κινδύνους της ιστορίας, και χωρίς αυτές τις αποφάσεις είναι παράλογο, δειλό και ψεύτικο να μιλάμε για επανάσταση, πόσο μάλλον να διοικούμε στο όνομά της.
Αν εδώ δεν έχει γίνει από την αρχή, που τότε ήταν απαραίτητο, οφείλαμε από καιρό να μιλάμε με αυτούς τους όρους. Ο τσαβισμός πεθαίνει μαζί με τον Τσάβες, όπως ο καστρισμός πεθαίνει με την αποχώρηση του Φιντέλ από τη διοίκηση του κράτους. Η Κούβα και η Βενεζουέλα υπήρξαν οι έσχατες ουτοπίες του επαναστατικού κράτους, ενσαρκωμένες από τους ήρωες που άνοιξαν τον δρόμο.
Ο Τσάβες, αφού ανέχτηκε τον καουντίλιο που κατασκεύασαν γύρω του, δεν είχε άλλη διέξοδο από το να διακηρύξει την ανάγκη της ρήξης (με τον υπαρκτό κρατικό μηχανισμό) όταν η ζωή του πλησίαζε στο τέλος της, αλλά ακόμα και έτσι, και προσωπικά δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω το γιατί, δεν το τόλμησε, παρά άφησε άθικτο το γκανγκστερικό υπόστρωμα. Δεν καταλαβαίνω γιατί φοβόταν περισσότερο την εξουσία που τον περιβάλλει, από τον ίδιο του τον θάνατο. Μήπως οι γραφειοκρατικές δομές του κράτους είναι τόσο πολύ ισχυρές, ώστε επιβάλλονται ακόμα και μπρος στον επικείμενο θάνατο; Εδώ υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω, πρόκειται για ένα άγνωστο μεταφυσικό υπόβαθρο, ή απλώς για κάποια πληροφορία που μου λείπει, ή μήπως είμαι ένας ηλίθιος;
Από εκεί και πέρα ήρθε μια καταστροφή της οποίας έχουμε κουραστεί να καταγγέλλουμε τις επιπτώσεις και την υλικοοικονομική, πολιτική και κοινωνική της βάση, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για επανάληψη των ήδη λεχθέντων. Ένας φίλος μου έλεγε ότι τις προάλλες, σ’ ένα από εκείνα τα κουτσομπολίστικα προγράμματα κατά της αντιπολίτευσης του Ντιοσντάντο Καμπέγιο –και ο φίλος δεν μιλά μόνο για τα σχόλια που συνοδεύονται από κάποιες ομιλίες του Τσάβες–, ότι τώρα, μιμούμενος τον ηγέτη, κάνει προγράμματα με πολίτες και στρατιωτικούς που τον χειροκροτούν. Αλλά, ειρωνευόμενος τον ήρωα και αρχηγό του, πρόσφατα κάνει επίσης ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα όπου το κοινό του, επίσης από στρατιωτικούς και πολίτες, χειροκροτεί πάνω επί μια ώρα παρουσιάζοντας τις οικογένειές τους. Δεν είναι η οικογένεια της υπηρέτριάς τους, που θα πρέπει να της χρωστούν ένα σωρό λεφτά, δεν είναι η οικογένεια που στήνεται στην ουρά καταδικασμένη σε έναν άθλιο μισθό, αισχρή εκμετάλλευση της εργατικής της δύναμης για την προσπάθεια που κάνει και την οποία καταχρώνται άλλοι, είναι η οικογένειά τους, οι πατέρες, οι θείοι, οι γιοι, οι αδελφοί και πάει λέγοντας, απολαμβάνοντας τις φρικτές συνέπειες μιας ιστορίας. Η απόλαυσή τους είναι το τέλειο πορτρέτο της κοροϊδίας της εκμετάλλευσής μας ως λαού.
Αλλά τελικά, πέρα από την αποστροφή που μου προκαλεί προσωπικά μια τέτοια χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης, με φωτογραφικές απεικονίσεις πολιτισμικά αντίστοιχες της εποχής του δικτάτορα Γκόμες ή εικονογραφικές της ολιγαρχίας του δέκατου ένατου αιώνα, θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι το «αντίο στον τσαβισμό» δεν λέγεται μόνο από τη θιγμένη τιμή και υπόληψη των φτωχών, παρά, επίσης, κι από εκείνους που απολαμβάνουν, μπροστά στην τηλεόραση, όλες τις θεότητες της εξουσίας. Εάν η οικογένειά μου είναι το ωραίο, ο πλούτος και η πηγή μιας κληρονομημένης πολιτικής φήμης, τότε κι εσείς, φίλε μου, έχετε απορροφηθεί πλήρως μέσα σε μια υπνοβατική ισοδύναμη αντιστοιχία ότι η οικογένειά σας μπορεί να είναι το πορτρέτο της όποιας ευχαρίστησης αξιολογείται ως εθνική. Τι τρέλα εγωκεντρική, αντιδραστική και ηδονιστική! Αντίο στον ελάχιστο λαϊκό τσαβισμό που απομένει πραγματικά! Και προσθέστε του μια προφανή συμβολική αμοιβή: στρατιωτικοί που χειροκροτούν το γεγονός, μεταφέρουν ταυτόχρονα ένα μήνυμα τρόμου, που κάτω από τα πουλημένα χαμόγελά τους μας προσθέτουν, κάνοντας χρήση της εξουσίας των ΜΜΕ που ελέγχουν.
Η εξουσία διαφθείρει, προφανώς, αλλά πάνω απ’ όλα η εξουσία είναι ένα ιστορικό δημιούργημα, από τότε που ένας άνθρωπος στάθηκε πάνω από έναν άλλον δημιουργώντας τις κοινωνικές διαφορές, κάτι που μόνο από την εποχή του Μακιαβέλι θεωρήθηκε πως πολύ λίγο είχε να κάνει με την ίδια την ηθική, παρά με την ικανότητα να επιστρατεύονται οι τεχνικές της εκμετάλλευσης των περιστάσεων στη σχέση φίλου-εχθρού.
Αποτέλεσε υπέρτατο μάθημα αυτή η γνώση, ή αυτό που ενέπνευσε. Διότι έκανε σαφές το τι είναι η πολιτική απέναντι σ’ έναν κόσμο που ετοιμαζόταν να κατακτήσει τον κόσμο ακολουθώντας το μοντέλο του εκμεταλλευτικού μερκαντιλισμού, που θα αποκαλούσαν «δημοκρατία».
Ο τσαβισμός, όπως όλα τα άλλα, θα διαφθειρόταν επίσης αναπαραγόμενος μέσα σε μια κληρονομιά μακιαβελικής χειραγώγησης, όπου, παρά τις τόσες επαναστατικές μνήμες του παρελθόντος, δεν αφήνει τίποτα στην ουσία. Δεν αφήνει τίποτα που να προϋποθέτει ευφυΐα, παραγωγικότητα, επιστήμη, συλλογική οργάνωση, για τα οποία, παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να είμαστε υπερήφανοι. Είναι μια κληρονομιά κενή και εντελώς συμβολική, όπου μόνο οι λίγοι που μπόρεσαν να αντισταθούν στον βίαιο και γραφειοκρατικό αποκλεισμό, στον οποίο καταδίκασαν αυτήν τη χώρα, είναι σε θέση να κραυγάσουν ένα αίτημα επανάστασης και αυτοκυβέρνησης: κοινότητες, κοινόβια, παρακμασμένα τάγματα εργατικού ελέγχου, δεν έχουν καμιά απολύτως δυνατότητα να ενωθούν για να τσακίσουν αυτή τη φρικτή κοροϊδία. Αυτό είναι αδύνατο τώρα, αλλά ίσως αργότερα τα βήματα ενότητας θα πρέπει να τα κάνουμε, και είναι πολλά και απαιτούν πολύ χρόνο.
Το «αντίο στον τσαβισμό» είναι ο αποχαιρετισμός σε ένα εκπληκτικό όνειρο που μπροστά στα μάτια μας μετατράπηκε σε εφιάλτη, σε ένα είδος κατάρας για την οποία όλες οι τάσεις που αυτοαποκαλούνται επαναστατικές κάθε μέρα που περνά προτείνουν και μια λύση. Κάποιες πιο κοντά στις αρχές τους, άλλες πιο ρεαλιστικές, άλλες με τόλμη, απομακρύνονται από την επίσημη πολιτική. Αλλά, επίσης, κάθε μέρα αυτό χάνει όλο και περισσότερο το νόημά του, δεδομένου ότι είναι περιττό να προτείνονται λύσεις, όταν η ουσία τους έχει μείνει εντελώς πνιγμένη από τον γκανγκστερισμό που διαφεντεύει την κυβέρνηση, ελέγχει τη λαϊκή βάση, κυβερνά την απίστευτη λεηλασία που πραγματοποιούν.
Οι αφίσες που θυμίζουν τον τσαβισμό και τον ίδιο τον Τσάβες καταρρέουν ενώπιον της συλλογικής αδιαφορίας, για να περάσουν στο τίποτα, να μεταβληθούν σε απλά σύμβολα χωρίς κάποιο εναλλακτικό μήνυμα απέναντι στον πληροφορικό καπιταλισμό· απέναντι σε αυτή την «αισθητική του κενού» που εγκαινίασαν εδώ και κάποια χρόνια οι υπέροχοι escualidos μας (η αστική φιλελεύθερη, η αντιπολίτευση). Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο ο τσαβισμός πεθαίνει καταδικάζοντας έναν ολόκληρο λαό σε μη παραγωγικότητα, γοητευμένον από την ικανότητα χειραγώγησης που του άφησε ο αρχηγός-πρόεδρός του και που τον σέρνει τώρα, μετά τον θάνατό του, να διαλυθεί με τη σειρά του από τη γοητεία των ΜΜΕ. Λησμόνησαν να κάνουν τον υπολογισμό εγκαίρως, όταν λειτουργούσε αυτή η επιβολή στο συλλογικό υποσυνείδητο. Έφθασε πλέον στο τέλος του, έφτασε πια ο αποχαιρετισμός που εκατομμύρια από εμάς δίνουμε.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι αυτό το αντίο και όλα όσα θα προκύψουν, δεν είναι μόνο ένα φινάλε από απογοητεύσεις, που θα αφήσει πίσω του ευνουχισμένη την επαναστατική περιπέτεια. Αυτό ακριβώς το τεράστιο κενό, αυτή η ριζική αντιπαραγωγικότητα στην οποία εγκαταλείπει ο τσαβισμός τούτη τη χώρα, μπορεί ταυτόχρονα, να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης μιας νέας ονειροπόλου έξαρσης, χωρίς αρχηγίσκους ούτε προκαθορισμένους συμβολικούς κανόνες, με άμεσες σχέσεις, οριζόντιες, επικοινωνιακές και παραγωγικές μεταξύ κοινοτήτων εργαζομένων, όπου θα λάμψει ξανά το «ήθος της εξέγερσης».
Αν προσέξουμε την ειρηνευτική διαδικασία της οργάνωσης FARC και πιθανώς της ELN στην Κολομβία, μπορούμε επίσης να πούμε πως πεθαίνει εκείνο που υπήρξε ένα μεγάλο όνειρο γεμάτο αιματοχυσία. Ή η ίδια η Κούβα, όπου ξαναγεννιέται η απόλαυση της τοκογλυφίας και της συσσώρευσης, μετά από δεκαετίες απίστευτων προσπαθειών, σε συνδυασμό με τη φιλία με τις ΗΠΑ.
Ίσως μετά από όλα αυτά που έζησαν οι γενιές μας να μείνουμε εγκλωβισμένοι σε αυτή την απογοήτευση, θα προσπαθήσω πάντως να μη συμβεί αυτό στην περίπτωσή μου.
Το λατινοαμερικανικό μας αίμα δεν πρόκειται να μείνει ήσυχο, πόσο μάλλον ανάμεσά σ’ εμάς τους Βενεζουελάνους, όπου ο τσαβισμός, πηγαίνοντας τελικά στην κόλαση, μας αφήνει το καθήκον να κάνουμε τα πάντα, να διατηρήσουμε ζωντανές τις ουτοπίες όσων δεν δέχονται να πεθαίνουν ανάμεσα σε αφίσες και προπαγάνδες. Το τίποτα θα μας υποχρεώσει να δημιουργήσουμε. Ένας νέος κόσμος έρχεται να δημιουργηθεί και η ζωτική ομορφιά του Τσε, που ακόμα και νεκρός έμοιαζε ζωντανός, συνεχίζει να εμπνέει. Στο μεταξύ, ας πάνε στο διάβολο όλοι αυτοί οι τερατώδεις απατεώνες, κλέφτες, ψεύτες, προδότες, επειδή ο λαός της Βενεζουέλας και της Λατινικής Αμερικής απαιτεί διέξοδο και, αν δεν του τη δώσουν, με το αίμα του θα την πάρει, καθώς δεν υπάρχει λαός ηττημένος!
*Ο Ρόλαντ Ντένις είναι λαϊκός αγωνιστής, επαναστάτης, με μακρά πορεία στην αριστερά της Βενεζουέλας. Πτυχιούχος φιλοσοφίας, υπήρξε υφυπουργός Σχεδιασμού και Ανάπτυξης στο διάστημα 2002-3. Στη δεκαετία του ’80 συμμετείχε στο Κίνημα Απείθειας και κατόπιν στο Σχέδιο «Αμερικής Μας / Κίνηση 13ης Απριλίου». Είναι συγγραφέας των βιβλίων Οι Δημιουργοί της Εξέγερσης (2001) και Οι Τρεις Δημοκρατίες (2012).
μετάφραση: Στράτος Ιωαννίδης
pigi
Το παράδειγμα της Βενεζουέλας, η κυβερνητική χίμαιρα, η καταστροφή του κινήματος έτσι όπως τα αναλύει ένας συνεργάτης του Τσάβες.
Του Ρόλαντ Ντένις*
Περπατώντας στους δρόμους των πόλεων ή στην ύπαιθρο θα συναντήσεις, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, ανάμεσα σε όλους εμάς που αποτελέσαμε κομμάτι της ιστορίας των τελευταίων είκοσι ή τριάντα χρόνων, πρόσωπα καταταλαιπωρημένα, απογοητευμένα, εξοργισμένα, καθώς αποχαιρετούν μια ιστορία που, στο κάτω κάτω, ανήκει σε αυτούς τους ανθρώπους. Μια παθιασμένη ιστορία που, για πολλά χρόνια, ονομαζόταντσαβισμός. Ένας αποχαιρετισμός, που όταν δεν είναι τυπικός, κινείται ανάμεσα στην αμφιβολία και τον θρήνο. Για άλλους έχει τη χαρά της απαλλαγής από ένα αφόρητο βάρος. Πάντως είναι και ένας αποχαιρετισμός σε μια ιστορία που δεν κατόρθωσε να καρποφορήσει.
Αυτό το κείμενο έπρεπε ήδη προ πολλού να είχε γραφτεί, αλλά πλέον έφτασε η ώρα να δημοσιοποιηθεί, με λέξεις που στην πραγματικότητα έχουν τόσο προσωπική όσο και πολιτική διάσταση. Δεν έχει και τόσο σημασία, αφού ούτε καν στα βάθη όλων των εκφάνσεων μιας τρικυμιώδους ζωής δεν συνδέονται πάντα τα προσωπικά και πολιτικά ζητήματα, οι κοινωνικές και προσωπικές υποχρεώσεις που έχουμε μέσα μας. Γι’ αυτό και τα πράγματα, τελικά, «πρέπει να τα λες», αν κάτι ακόμα έχει νόημα να ειπωθεί.
Η επανάσταση είναι ανοησίες ρομαντικές, ουτοπικές, ίσως, αλλά πληρούν ολόκληρο τον λόγο ύπαρξής μας, όταν βλέπουμε πώς η καρδιά ενώνεται με την πληθώρα των ονείρων που διαπέρασαν τη ζωή μας και που, τόσες φορές, αναγκάστηκαν να υποστούν τη θηριωδία των κατασταλτικών τεράτων. Πόνος και νοσταλγία, ιδού η αντιπαράθεση που είναι αδύνατο να αποσοβηθεί. Και όπως αναγκάστηκαν να υποστούν τη βαρβαρότητα, έτσι επίσης αισθάνθηκαν το θαύμα της συλλογικής αποθέωσης της ίδιας της κραυγής τους. Υπάρξεις εξεγερμένες, που επιδίωξαν να λησμονήσουν όλη την κατάρα της προαιώνιας σκλαβιάς, τη φτώχεια και την υποτέλεια, για να γίνουν επιτέλους κύριοι των σωμάτων και της γης τους, που θέλησαν να πουν για πάντα αντίο σε εκείνη τη μισητή ιστορία. Αυτή ήταν η επανάσταση και τέτοια θα παραμείνει, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση έχει πλέον χαθεί· ήταν το προαίσθημα μιας μεγάλης αποτυχίας που εκρήγνυται μπροστά στα μάτια μας και που, στην περίπτωσή μου, μπόρεσα να το διακρίνω από πολύ νωρίς.
«Προτιμώ να λέω ΟΧΙ», όπως λέει και το τραγούδι, παρά να συνεχίσω να αποδέχομαι συνθήκες που μέσα μου αρνούμαι. Οποιαδήποτε κι αν είναι η κατεύθυνση που έχουμε δώσει στα βήματα που καθένας μας έχει κάνει ανάμεσα σε αγώνες και όνειρα, αυτό είναι το μήνυμα που αισθάνονται μέσα τους χιλιάδες άνθρωποι που εξακολουθούν να κάνουν ακόμα ό,τι μπορούν για να δώσουν κάποιο νόημα σε μια κόκκινη φανέλα που τους έχει ξεμείνει στο ντουλάπι.
Η Βενεζουέλα είναι μια χώρα μεσαίου μεγέθους, χωρίς μεγάλο ειδικό βάρος για την αυτοκρατορική φάρσα, εκτός από την τεράστια μάζα του ορυκτού πλούτου και των υδατανθράκων της, αλλά γεμάτη θρυλικές μνήμες, που την κάνουν ένα μείγμα από επαναλαμβανόμενους μύθους και παρουσίες επιτήδειων απατεώνων, οι οποίοι βάζουν χέρι στον δημόσιο πλούτο τον συγκεντρωμένο στις τράπεζες και στα ταμεία της. Περίεργη χώρα, που δεν έχει τίποτα να προσφέρει σε ό, τι αφορά την επικαιρότητά της, αλλά αποτελεί το πρωταρχικό λίκνο των ηρώων της Λατινικής Αμερικής. Τελικά, ένα αδειανό όστρακο, χωρίς καμιά δυνατότητα σύνθεσης ανάμεσα στα περασμένα μεγαλεία και την πλέον άψυχη πραγματικότητα, κάτω από τον έλεγχο εκείνων που ποτέ δεν κατάλαβαν τι είναι ένα βήμα υπέρ της συλλογικής χαράς, ούτε τους ενδιαφέρει στο ελάχιστο.
Όταν δεν υπάρχει εθνικό όραμα, δεν υπάρχουν συλλογικότητες καθοδηγούμενες από ηθικές αξίες και πόσο μάλλον από ένα έθνος που να προτείνει στον κόσμο μια ριζικά διαφορετική ζωή από εκείνη που μας επέβαλε ο καταστροφικός καπιταλισμός –όταν ο βίος του έθνους είναι απλώς ένας πόλεμος που κινείται μεταξύ αφηγήσεων μεγαλειωδών ηρωισμών του παρελθόντος και ενός απελπισμένου πόθου για την ανάληψη του έλεγχου των κερδών και του πλούτου του υπεδάφους, τότε μπορείτε να είστε βέβαιοι ότι η «επαναστατική και χειραφετική λογική» εξατμίζεται γρήγορα, όπως άλλωστε έχει συμβεί και με ό,τι καλύτερο είχε να δώσει ο τσαβισμός.
Ο τσαβισμός σφυρηλατήθηκε ως ένα ανατρεπτικό στοίχημα που κατάφερε, όταν εμφανίστηκε, να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις που παρέμεναν διάσπαρτες μετά τις μεγάλες αποτυχίες της ένοπλης και ρεφορμιστικής αριστεράς. Ταυτόχρονα συμμετείχε σε ένα παιχνίδι με γκανγκστερικούς κύκλους, που γρήγορα κατάλαβαν ότι το καλύτερο που είχαν να κάνουν ήταν να αναμειχθούν με την εξεγερμένη διασπορά, που από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 δεν κρατιόταν με τίποτα, έχοντας καλά κρυμμένο κάτω από το τραπέζι τον αληθινό συντηρητισμό που ένωνε, σε μια και την αυτή συνωμοτική αδελφότητα τον γκάνγκστερ με το πιο αντιδραστικό ον, ενωμένους στην ανατρεπτική πτήση των ονειροπόλων.
Σε ένα τέτοιο κοκτέιλ, με αρώματα και γεύσεις τόσο αταίριαστες μεταξύ τους, ήταν προφανές ότι το νέο επαναστατικό κίνημα θα υποχρεωνόταν να πάρει τη μορφή ενός άθλου κάποιου ισχυρού ανδρός, όπως και πράγματι συνέβη. Όντως, ήταν αδύνατο να υπάρχει εκείνη την ώρα μία ιδεολογικά ομοιογενής συλλογική ηγεσία, παρά τις δικαιολογίες της μορφής, «για την πολυμορφία και τον οριζόντιο χαρακτήρα», που επαναλαμβάναμε ξανά και ξανά. Στην περίπτωσή μας, παραδόξως, δεν ήταν παρά ένα καλωσόρισμα στον αρχηγισμό, μια αυτοαναίρεσή μας, εμάς που, ενωμένοι και οργανωμένοι ως λαός και φτωχολογιά, θα αποσυρόμασταν για να αφήσουμε να μας διοικεί το εκλεκτό τέκνο μας, όπως γινόταν επί αιώνες.
Για τους ίδιους αυτούς λόγους, δεν ήταν αποδεκτή η ανάδειξη ενός παντοδύναμου και δεσποτικού ηγέτη, αλλά ενός απλού μαθητευόμενου, προερχόμενου από τη λαϊκή βάση που τον γέννησε, και εδώ βρίσκεται η αξιοθαύμαστη διαδρομή και προσωπικότητα του Τσάβες. Και αυτός, επίσης, όφειλε να είναι «πολύμορφος και οριζόντιος», δηλαδή ίσος και όμοιός μας, κάτι που ο Τσάβες το κατάλαβε και αγωνίστηκε γι’ αυτό, αν και μου έτριψε στα μούτρα το βιβλίο μου, Οι δημιουργοί της εξέγερσης, από αναμφισβήτητη αλαζονεία.
Δυστυχώς, ο ίδιος αυτός ο εκφραστής του πλήθους, των ονείρων του και των σχεδίων του, της ακραίας ριζοσπαστικότητας, όταν πρότεινε έναν νέο ορίζοντα για τη χώρα μας, εκείνον του αρχικά αξιοθαύμαστου προτάγματος της λαϊκής εξουσίας, της απόρριψης του όποιου παρελθόντος, ώστε να πάρει σάρκα και οστά η δυνατότητα του μπολιβαριανού σχεδίου, την ίδια στιγμή μετέτρεψε αυτή την γκανγκστερική σαλάτα σε θέση της κυβέρνησης, που σιγά σιγά καταβρόχθισε όχι μόνο το γραφειοκρατικό λόμπι της προεδρίας και των υπουργείων, αλλά και συλλογικότητες, ηγέτες και ιστορικά στελέχη της επαναστατικής πάλης. Αν υπάρχει μια κληρονομιά του Τσάβες πραγματικά σκοτεινή είναι πως δεν απαλλάχτηκε από τον αρχηγισμό στον οποία υποχρεώθηκε, προκειμένου να γίνει ο ηγέτης ο ικανός να χρησιμοποιήσει την κρατική εξουσία ενάντια σε αυτό το γκανγκστερικό υπόστρωμα που τον συνόδευε κατά τη συνωμοτική και, μεταγενέστερα, δημοκρατική φάση του.
Αυτό το πλέγμα των καταστάσεων προσπαθώ από χρόνια να το κατανοήσω, αφού υπέφερα μέσα στους κόλπους του, μερικές φορές δοκιμάζοντας να γράψω γι’ αυτό, χωρίς μεγάλη επιτυχία. Η αλήθεια πάντως είναι ότι έπρεπε να συμβεί ό,τι συμβαίνει σήμερα για να κάνουμε το βήμα το οποίο πολλοί απλοί άνθρωποι της χώρας μου κάνουν χωρίς ιδιαίτερα περιπλοκές σκέψεις, παρ’ όλο που τα συναισθήματά τους είναι πολύ έντονα: να πούμε αντίο στον τσαβισμό.
Μια επανάσταση συχνά συνεπάγεται καταστάσεις όπου πρέπει να λάβεις σκληρές αποφάσεις, που εμπεριέχουν όλους τους κινδύνους της ιστορίας, και χωρίς αυτές τις αποφάσεις είναι παράλογο, δειλό και ψεύτικο να μιλάμε για επανάσταση, πόσο μάλλον να διοικούμε στο όνομά της.
Αν εδώ δεν έχει γίνει από την αρχή, που τότε ήταν απαραίτητο, οφείλαμε από καιρό να μιλάμε με αυτούς τους όρους. Ο τσαβισμός πεθαίνει μαζί με τον Τσάβες, όπως ο καστρισμός πεθαίνει με την αποχώρηση του Φιντέλ από τη διοίκηση του κράτους. Η Κούβα και η Βενεζουέλα υπήρξαν οι έσχατες ουτοπίες του επαναστατικού κράτους, ενσαρκωμένες από τους ήρωες που άνοιξαν τον δρόμο.
Ο Τσάβες, αφού ανέχτηκε τον καουντίλιο που κατασκεύασαν γύρω του, δεν είχε άλλη διέξοδο από το να διακηρύξει την ανάγκη της ρήξης (με τον υπαρκτό κρατικό μηχανισμό) όταν η ζωή του πλησίαζε στο τέλος της, αλλά ακόμα και έτσι, και προσωπικά δεν μπορώ ακόμη να καταλάβω το γιατί, δεν το τόλμησε, παρά άφησε άθικτο το γκανγκστερικό υπόστρωμα. Δεν καταλαβαίνω γιατί φοβόταν περισσότερο την εξουσία που τον περιβάλλει, από τον ίδιο του τον θάνατο. Μήπως οι γραφειοκρατικές δομές του κράτους είναι τόσο πολύ ισχυρές, ώστε επιβάλλονται ακόμα και μπρος στον επικείμενο θάνατο; Εδώ υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνω, πρόκειται για ένα άγνωστο μεταφυσικό υπόβαθρο, ή απλώς για κάποια πληροφορία που μου λείπει, ή μήπως είμαι ένας ηλίθιος;
Από εκεί και πέρα ήρθε μια καταστροφή της οποίας έχουμε κουραστεί να καταγγέλλουμε τις επιπτώσεις και την υλικοοικονομική, πολιτική και κοινωνική της βάση, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν πρόκειται για επανάληψη των ήδη λεχθέντων. Ένας φίλος μου έλεγε ότι τις προάλλες, σ’ ένα από εκείνα τα κουτσομπολίστικα προγράμματα κατά της αντιπολίτευσης του Ντιοσντάντο Καμπέγιο –και ο φίλος δεν μιλά μόνο για τα σχόλια που συνοδεύονται από κάποιες ομιλίες του Τσάβες–, ότι τώρα, μιμούμενος τον ηγέτη, κάνει προγράμματα με πολίτες και στρατιωτικούς που τον χειροκροτούν. Αλλά, ειρωνευόμενος τον ήρωα και αρχηγό του, πρόσφατα κάνει επίσης ένα τηλεοπτικό πρόγραμμα όπου το κοινό του, επίσης από στρατιωτικούς και πολίτες, χειροκροτεί πάνω επί μια ώρα παρουσιάζοντας τις οικογένειές τους. Δεν είναι η οικογένεια της υπηρέτριάς τους, που θα πρέπει να της χρωστούν ένα σωρό λεφτά, δεν είναι η οικογένεια που στήνεται στην ουρά καταδικασμένη σε έναν άθλιο μισθό, αισχρή εκμετάλλευση της εργατικής της δύναμης για την προσπάθεια που κάνει και την οποία καταχρώνται άλλοι, είναι η οικογένειά τους, οι πατέρες, οι θείοι, οι γιοι, οι αδελφοί και πάει λέγοντας, απολαμβάνοντας τις φρικτές συνέπειες μιας ιστορίας. Η απόλαυσή τους είναι το τέλειο πορτρέτο της κοροϊδίας της εκμετάλλευσής μας ως λαού.
Αλλά τελικά, πέρα από την αποστροφή που μου προκαλεί προσωπικά μια τέτοια χειραγώγηση των μέσων ενημέρωσης, με φωτογραφικές απεικονίσεις πολιτισμικά αντίστοιχες της εποχής του δικτάτορα Γκόμες ή εικονογραφικές της ολιγαρχίας του δέκατου ένατου αιώνα, θα ήθελα απλώς να επισημάνω ότι το «αντίο στον τσαβισμό» δεν λέγεται μόνο από τη θιγμένη τιμή και υπόληψη των φτωχών, παρά, επίσης, κι από εκείνους που απολαμβάνουν, μπροστά στην τηλεόραση, όλες τις θεότητες της εξουσίας. Εάν η οικογένειά μου είναι το ωραίο, ο πλούτος και η πηγή μιας κληρονομημένης πολιτικής φήμης, τότε κι εσείς, φίλε μου, έχετε απορροφηθεί πλήρως μέσα σε μια υπνοβατική ισοδύναμη αντιστοιχία ότι η οικογένειά σας μπορεί να είναι το πορτρέτο της όποιας ευχαρίστησης αξιολογείται ως εθνική. Τι τρέλα εγωκεντρική, αντιδραστική και ηδονιστική! Αντίο στον ελάχιστο λαϊκό τσαβισμό που απομένει πραγματικά! Και προσθέστε του μια προφανή συμβολική αμοιβή: στρατιωτικοί που χειροκροτούν το γεγονός, μεταφέρουν ταυτόχρονα ένα μήνυμα τρόμου, που κάτω από τα πουλημένα χαμόγελά τους μας προσθέτουν, κάνοντας χρήση της εξουσίας των ΜΜΕ που ελέγχουν.
Η εξουσία διαφθείρει, προφανώς, αλλά πάνω απ’ όλα η εξουσία είναι ένα ιστορικό δημιούργημα, από τότε που ένας άνθρωπος στάθηκε πάνω από έναν άλλον δημιουργώντας τις κοινωνικές διαφορές, κάτι που μόνο από την εποχή του Μακιαβέλι θεωρήθηκε πως πολύ λίγο είχε να κάνει με την ίδια την ηθική, παρά με την ικανότητα να επιστρατεύονται οι τεχνικές της εκμετάλλευσης των περιστάσεων στη σχέση φίλου-εχθρού.
Αποτέλεσε υπέρτατο μάθημα αυτή η γνώση, ή αυτό που ενέπνευσε. Διότι έκανε σαφές το τι είναι η πολιτική απέναντι σ’ έναν κόσμο που ετοιμαζόταν να κατακτήσει τον κόσμο ακολουθώντας το μοντέλο του εκμεταλλευτικού μερκαντιλισμού, που θα αποκαλούσαν «δημοκρατία».
Ο τσαβισμός, όπως όλα τα άλλα, θα διαφθειρόταν επίσης αναπαραγόμενος μέσα σε μια κληρονομιά μακιαβελικής χειραγώγησης, όπου, παρά τις τόσες επαναστατικές μνήμες του παρελθόντος, δεν αφήνει τίποτα στην ουσία. Δεν αφήνει τίποτα που να προϋποθέτει ευφυΐα, παραγωγικότητα, επιστήμη, συλλογική οργάνωση, για τα οποία, παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαμε να είμαστε υπερήφανοι. Είναι μια κληρονομιά κενή και εντελώς συμβολική, όπου μόνο οι λίγοι που μπόρεσαν να αντισταθούν στον βίαιο και γραφειοκρατικό αποκλεισμό, στον οποίο καταδίκασαν αυτήν τη χώρα, είναι σε θέση να κραυγάσουν ένα αίτημα επανάστασης και αυτοκυβέρνησης: κοινότητες, κοινόβια, παρακμασμένα τάγματα εργατικού ελέγχου, δεν έχουν καμιά απολύτως δυνατότητα να ενωθούν για να τσακίσουν αυτή τη φρικτή κοροϊδία. Αυτό είναι αδύνατο τώρα, αλλά ίσως αργότερα τα βήματα ενότητας θα πρέπει να τα κάνουμε, και είναι πολλά και απαιτούν πολύ χρόνο.
Το «αντίο στον τσαβισμό» είναι ο αποχαιρετισμός σε ένα εκπληκτικό όνειρο που μπροστά στα μάτια μας μετατράπηκε σε εφιάλτη, σε ένα είδος κατάρας για την οποία όλες οι τάσεις που αυτοαποκαλούνται επαναστατικές κάθε μέρα που περνά προτείνουν και μια λύση. Κάποιες πιο κοντά στις αρχές τους, άλλες πιο ρεαλιστικές, άλλες με τόλμη, απομακρύνονται από την επίσημη πολιτική. Αλλά, επίσης, κάθε μέρα αυτό χάνει όλο και περισσότερο το νόημά του, δεδομένου ότι είναι περιττό να προτείνονται λύσεις, όταν η ουσία τους έχει μείνει εντελώς πνιγμένη από τον γκανγκστερισμό που διαφεντεύει την κυβέρνηση, ελέγχει τη λαϊκή βάση, κυβερνά την απίστευτη λεηλασία που πραγματοποιούν.
Οι αφίσες που θυμίζουν τον τσαβισμό και τον ίδιο τον Τσάβες καταρρέουν ενώπιον της συλλογικής αδιαφορίας, για να περάσουν στο τίποτα, να μεταβληθούν σε απλά σύμβολα χωρίς κάποιο εναλλακτικό μήνυμα απέναντι στον πληροφορικό καπιταλισμό· απέναντι σε αυτή την «αισθητική του κενού» που εγκαινίασαν εδώ και κάποια χρόνια οι υπέροχοι escualidos μας (η αστική φιλελεύθερη, η αντιπολίτευση). Και αυτός ακριβώς είναι ο λόγος για τον οποίο ο τσαβισμός πεθαίνει καταδικάζοντας έναν ολόκληρο λαό σε μη παραγωγικότητα, γοητευμένον από την ικανότητα χειραγώγησης που του άφησε ο αρχηγός-πρόεδρός του και που τον σέρνει τώρα, μετά τον θάνατό του, να διαλυθεί με τη σειρά του από τη γοητεία των ΜΜΕ. Λησμόνησαν να κάνουν τον υπολογισμό εγκαίρως, όταν λειτουργούσε αυτή η επιβολή στο συλλογικό υποσυνείδητο. Έφθασε πλέον στο τέλος του, έφτασε πια ο αποχαιρετισμός που εκατομμύρια από εμάς δίνουμε.
Είμαι βέβαιος, ωστόσο, ότι αυτό το αντίο και όλα όσα θα προκύψουν, δεν είναι μόνο ένα φινάλε από απογοητεύσεις, που θα αφήσει πίσω του ευνουχισμένη την επαναστατική περιπέτεια. Αυτό ακριβώς το τεράστιο κενό, αυτή η ριζική αντιπαραγωγικότητα στην οποία εγκαταλείπει ο τσαβισμός τούτη τη χώρα, μπορεί ταυτόχρονα, να αποτελέσει το σημείο εκκίνησης μιας νέας ονειροπόλου έξαρσης, χωρίς αρχηγίσκους ούτε προκαθορισμένους συμβολικούς κανόνες, με άμεσες σχέσεις, οριζόντιες, επικοινωνιακές και παραγωγικές μεταξύ κοινοτήτων εργαζομένων, όπου θα λάμψει ξανά το «ήθος της εξέγερσης».
Αν προσέξουμε την ειρηνευτική διαδικασία της οργάνωσης FARC και πιθανώς της ELN στην Κολομβία, μπορούμε επίσης να πούμε πως πεθαίνει εκείνο που υπήρξε ένα μεγάλο όνειρο γεμάτο αιματοχυσία. Ή η ίδια η Κούβα, όπου ξαναγεννιέται η απόλαυση της τοκογλυφίας και της συσσώρευσης, μετά από δεκαετίες απίστευτων προσπαθειών, σε συνδυασμό με τη φιλία με τις ΗΠΑ.
Ίσως μετά από όλα αυτά που έζησαν οι γενιές μας να μείνουμε εγκλωβισμένοι σε αυτή την απογοήτευση, θα προσπαθήσω πάντως να μη συμβεί αυτό στην περίπτωσή μου.
Το λατινοαμερικανικό μας αίμα δεν πρόκειται να μείνει ήσυχο, πόσο μάλλον ανάμεσά σ’ εμάς τους Βενεζουελάνους, όπου ο τσαβισμός, πηγαίνοντας τελικά στην κόλαση, μας αφήνει το καθήκον να κάνουμε τα πάντα, να διατηρήσουμε ζωντανές τις ουτοπίες όσων δεν δέχονται να πεθαίνουν ανάμεσα σε αφίσες και προπαγάνδες. Το τίποτα θα μας υποχρεώσει να δημιουργήσουμε. Ένας νέος κόσμος έρχεται να δημιουργηθεί και η ζωτική ομορφιά του Τσε, που ακόμα και νεκρός έμοιαζε ζωντανός, συνεχίζει να εμπνέει. Στο μεταξύ, ας πάνε στο διάβολο όλοι αυτοί οι τερατώδεις απατεώνες, κλέφτες, ψεύτες, προδότες, επειδή ο λαός της Βενεζουέλας και της Λατινικής Αμερικής απαιτεί διέξοδο και, αν δεν του τη δώσουν, με το αίμα του θα την πάρει, καθώς δεν υπάρχει λαός ηττημένος!
*Ο Ρόλαντ Ντένις είναι λαϊκός αγωνιστής, επαναστάτης, με μακρά πορεία στην αριστερά της Βενεζουέλας. Πτυχιούχος φιλοσοφίας, υπήρξε υφυπουργός Σχεδιασμού και Ανάπτυξης στο διάστημα 2002-3. Στη δεκαετία του ’80 συμμετείχε στο Κίνημα Απείθειας και κατόπιν στο Σχέδιο «Αμερικής Μας / Κίνηση 13ης Απριλίου». Είναι συγγραφέας των βιβλίων Οι Δημιουργοί της Εξέγερσης (2001) και Οι Τρεις Δημοκρατίες (2012).
μετάφραση: Στράτος Ιωαννίδης
pigi