Μιχάλης Θεοδοσιάδης
Στις αρχές του Φλεβάρη σε μια παλιότερη ανάρτηση στο Eagainst.com με τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ευρώπη «που αλλάζει» και τα διλήμματα για το μέλλον», εξέφρασα ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων της νέας (τότε) κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ένα από τα πιο κομβικά σημεία της συγκεκριμένης παρέμβασης αφορούσε την επιμονή της ελληνικής (και όχι μόνο) αριστεράς – κυρίως της φιλοευρωπαϊκής – στην, επί της ουσίας, αστήριχτη (βάσει γεγονότων) και, ως εκ τούτου, επικίνδυνη ρητορική περί βέβαιης αλλαγής της Ευρώπης με το που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει την εξουσία. Η κυβέρνηση της αριστεράς (υποτίθεται) θα δημιουργούσε σεισμό και τριγμούς σε ένα – αναμφίβολα – άδικο σύστημα, ευαισθητοποιώντας παράλληλα την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη απέναντι στο «Ελληνικό ζήτημα», κυρίως αναφορικά με τα δεινά που προξένησαν στην Ελληνική κοινωνία οι πολιτικές λιτότητας του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Φυσικά, δεν χρειάζεται να γίνει καμία νύξη για το πού οδήγησαν όλες αυτές οι αυταπάτες: εντός λίγων εβδομάδων η Ελληνική Βουλή αναμένεται να ψηφίσει ένα από τα πιο επώδυνα μνημόνια. Παράλληλα η Τρόικα πλέον έφτασε και στο σημείο να ρίξει όλες τις μάσκες της, μιλώντας έμμεσα (και ανοιχτά) για επιβολή ακόμα πιο σκληρών μέτρων λιτότητας (μάλιστα, κάποιοι από τους δανειστές έκαναν λόγο και για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 72), ενώ ακροδεξιοί κυβερνητικοί κύκλοι της Φινλανδίας καλούν για παραδειγματική τιμωρία του Ελληνικού λαού την ίδια στιγμή που Ολλανδικές εφημερίδες εκφράζονται με τον πλέον ρατσιστικό τρόπο, προβάλλοντας σκίτσα που απεικονίζουν ένα μέσο Έλληνα ως ζητιάνο και τζαμπατζή, ακριβώς στο πρότυπο του Εβραίου του μεσοπολέμου, πράγμα, που, φυσικά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι ο Ελληνικός λαός είχε από το 2009 καταστεί στόχος των Ευρωπαϊκών ολιγαρχιών, κάτι που άλλωστε έχει αποδειχθεί πολλάκις (βλ επίσης, The Great Prometheus; reflecting the post-humanist world). Μήτε οι Γερμανοί πολίτες δείχνουν συγκινημένοι από τούτη την τραγωδία: η δημοτικότητα της Μέρκελ βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ενώ τα ποσοστά του σκληρότατου Σόιμπλε ξεπερνούν το 70%. Αλλά και πριν την – αναμενόμενη – φυσικά αποτυχία των διαπραγματεύσεων η στάση μεγάλης μερίδας πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάθε άλλο παρά συμπάθεια προς τον Ελληνικό λαό εξέφραζε. Επιπλέον, στην Ισπανία το κόμμα των Podemos – το πιο συγγενικό του ΣΥΡΙΖΑ – από τον Φλεβάρη και έπειτα χάνει δημοσκοπικό έδαφος, και τέλος, στη Βρετανία οι εκλογές της 5ης Μαΐου έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία στο κόμμα των Συντηρητικών, με το ακροδεξιό UKIP να λαμβάνει τουλάχιστον 3 εκατομμύρια ψήφους.
Ένας υπερφίαλος σουρεαλισμός ως η μόνη αριστερή ρητορική
Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα μέλη του αρνούνται πεισματικά να έρθουν σε επαφή με την εν γένει πραγματικότητα ώστε να τη μετασχηματίσουν, μια πραγματικότητα που ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει πως οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν παρουσιάζουν κάποια πρόθεση αλλαγής, κάτι που σημαίνει ότι είναι μάταιο να ποντάρει κανείς στην «αλλαγή των ανέμων» σε ολόκληρη την ήπειρο (εκτός φυσικά και αν έχουμε στόχο μας να περιμένουμε πότε «θα ωριμάσουν οι συνθήκες»!!!), ώστε να αρχίσει σιγά σιγά ο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναβρίσκει τον εαυτό του, οδηγώντας την κούρσα της ανατροπής. Είναι φανερό ότι ένα μεγάλο ποσοστό αριστερών διανοουμένων και ακτιβιστών/στριών τείνουν να πιστεύουν ότι η υπόλοιπη κοινωνία σκέφτεται όπως τα άτομα του δικού τους κύκλου, τα οποία άθελά τους ταυτίζουν με την πλειοψηφία, καλλιεργώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι σύντομα θα έρθει η μέρα που οι λαοί του κόσμου θα κατέβουν στους δρόμους, κάνοντας τον καπιταλισμό να μοιάζει ένα μακρινό ιστορικό φάντασμα. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει και ο Αλέξης Τσίπρας πριν από δυόμιση χρόνια σε συνέντευξή του στο Μουσείο Μπενάκη «εμείς είμαστε αυτοί που κάναμε τους Ευρωπαίους να φωνάζουν “είμαστε όλοι Έλληνες“». Φυσικά τούτη η διαπίστωση ήταν πέρα για πέρα εσφαλμένη. Διότι αυτοί που βροντοφώναζαν «είμαστε όλοι Έλληνες» ήταν κυρίως Έλληνες μετανάστες που ζουν στο εξωτερικό, ή συνδικαλιστές και αριστεροί/ες ακτιβιστές/στριες (οι οποίοι/ες, σημειωτέον, πέρα του ότι αποτελούν μικρότατη μειοψηφία στις χώρες του βορρά, δεν χαίρουν και ιδιαίτερης εκτίμησης στις αυστηρά πειθαρχημένες αυτές προτεσταντικές κοινωνίες) πράγμα που δεν μας επιτρέπει ούτε καν να μιλάμε για «διεθνιστική αλληλεγγύη» αλλά, απεναντίας, για ένδειξη συμπαράστασης Ελλήνων του εξωτερικού προς στους Έλληνες της Ελλάδας! Το ίδιο ακριβώς συνέβη και κατά την περίοδο των αρχικών διαπραγματεύσεων πριν την 20η Φλεβάρη, με τις συγκεντρώσεις σε πλατείες Ελλήνων του εξωτερικού (και αριστερών και συνδικαλιστών) υπέρ της κυβέρνησης για «μια βιώσιμη συμφωνία», συγκεντρώσεις που από το Newspeak του κόμματος ερμηνεύτηκαν ως πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις υπέρ της Ελλάδας!
Πάνω σε τέτοιου είδους τερατώδεις διαστρεβλώσεις βασίστηκε σχεδόν ολόκληρη η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι ο δρόμος για το πανευρωπαϊκό ντόμινο κινητοποιήσεων ενάντια στη λιτότητα έχει ήδη ανοίξει. Στην ουσία πρόκειται για ταύτιση του πραγματικού με το επιθυμητό, με το δεύτερο να επισκιάζει το πρώτο, στο βαθμό που η σύγχυση αυτή αγγίζει πλέον τα όρια του (πολιτικού) σουρεαλισμού (κατά τον Φρόιντ). Πρόκειται για μια τάση διαρκούς φυγής, όπως θα έλεγε και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, από την ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων, η οποία αντικαθίσταται με μια φανταστική εικαστική αντανάκλαση ενός κόσμου απραγματοποίητων επιθυμιών, κάτι που, επί της ουσίας, όχι μόνο οδηγεί σε καταστροφικά συμπεράσματα, αλλά έμμεσα ενισχύει την γενικευμένη πολιτική απάθεια και την αποχώρηση του ανθρώπου από τη δημόσια σφαίρα, καθώς το έργο του κοινωνικού μετασχηματισμού ανατίθεται στις κομματικές γραφειοκρατίες, οι οποίες «είναι προδιαγεγραμμένο να ολοκληρώσουν νικηφόρα τη διαδικασία αυτή» (γιατί φυσικά «όλοι οι πολίτες είναι με το μέρος μας»). Πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι άρθρο της Μαρίνας Πρεντούλη με τίτλο Μ. Βρετανία: Πώς ένας σοσιαλιστής μπορεί να αλλάξει το πολιτικό τοπίο, αναφορικά με την υποψηφιότητα του αριστερού Τζέρεμυ Κόρμπυν για το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας:
προκειμένου να καταλάβει κανείς τη σημασία της υποψηφιότητας του Τζέρεμυ Κόρμπυν για τη βρετανική πολιτική σκηνή, πρέπει να ανατρέξει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι Εργατικοί σημείωσαν τη μεγαλύτερη μεταστροφή προς τα αριστερά, με ηγέτη τον Μάικλ Φουτ και αρχηγό της αριστερής πτέρυγας του κόμματος τον Τόνυ Μπεν. Ήταν, ταυτόχρονα, η περίοδος που το κόμμα βίωσε τις μεγαλύτερες εκλογικές ήττες και η Θάτσερ, παντοδύναμη, εγκαθίδρυσε τον νεοφιλελευθερισμό ως κυρίαρχη πολιτική λογική που ακόμα και σήμερα μαστίζει όχι μόνο τη Βρετανία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη […] Ανεξάρτητα λοιπόν με το τι επιφυλάσσει το μέλλον για το Εργατικό Κόμμα και τον ίδιο τον Κόρμπυν, μεγάλη σημασία έχει η ύπαρξη μιας δυναμικής που μπορεί να ευνοήσει τη δημιουργία ενός κινήματος κατά της λιτότητας. Απόδειξη, η πορεία κατά της λιτότητας στο Λονδίνο, στις 20 Ιουνίου, που ένωσε διαφορετικές συλλογικότητες και κόμματα σε έναν κοινό αγώνα και κατάφερε να προσελκύσει 250.000 άτομα. Απόδειξη, επίσης, η εκστρατεία συμπαράστασης στον Κόρμπυν, που έχει περισσότερο κινηματικό παρά κομματικό χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια, αυτό που η αριστερή πτέρυγα των εργατικών κατάφερε τη δεκαετία του 80 ήταν να οδηγήσει το κόμμα σε πανωλεθρία, γεγονός που η αρθρογράφος προσπερνά σα να μη σημαίνει τίποτα, θεωρώντας ότι μια ακόμη τέτοια απόπειρα «κατάληψης» των Εργατικών από αριστερούς (τί και αν οι Εργατικοί της μετά-Θάτσερ εποχής κέρδισαν εκλογές μονάχα όταν ανέλαβε η κεντρώα ηγεσία του Μπλαιρ!) αποτελεί ελπίδα αλλαγής για το Βρετανικό πολιτικό τοπίο! (Ειλικρινά, τούτη η τόσο αφελής και – αν μη τι άλλο – εξωπραγματική – ίσως και εξωσυμπαντική – προσέγγιση, απλά με ξεπερνά!) Γιατί λοιπόν να στηρίξει κανείς/μια έτσι απλόχερα την προεδρία του Τζέρεμυ Κόρμπυν; Η υπόρρητη απάντηση, φυσικά, είναι η εξής: γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχει στην Ελλάδα κυβέρνηση αριστεράς, η οποία, κινεί τα νήματα αναμένοντας συμμαχίες αντιλιτότητας, ώστε να έρθει επιτέλους το πολυπόθητο ντόμινο ανατροπής! Σαν να μην ήταν αρκετοί έξι μήνες διαπραγματευτικού βατερλώ (όπου το μοναδικό που επιτεύχθη ήταν να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ο ρατσισμός των Ευρωπαίων εναντίον Ελλήνων στις τέσσερις γωνιές της ηπείρου) ώστε να μας πείσουν σχετικά με την ανυπαρξία της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης! Και τί στην πραγματικότητα σημαίνει μια διαδήλωση 250.000 ανθρώπων κατά της λιτότητας σε μια μεγαλούπολη όπως το Λονδίνο (με τον πληθυσμό να υπερβαίνει τους 10.000.000 κατοίκους); Αν μη τι άλλο αυτή η κινητοποίηση, όσους αποδέκτες και αν βρήκε, δεν είναι αντιπροσωπευτική της στάσης του συνόλου των Βρετανών, που, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, πλειοψηφικά τάσσεται υπέρ των περικοπών (πράγμα που κανένας αριστερός δεν θέλει να παραδεχτεί) με εξαίρεση, ίσως, το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας (το NHS) για του οποίου τη δυσλειτουργία έχουν καταστεί υπεύθυνοι στη συνείδηση των πολιτών οι μετανάστες από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακριβώς επειδή έχουν το δικαίωμα να εισχωρούν σε αυτό, και όχι οι πολιτικές των Συντηρητικών (τουλάχιστον αυτή είναι η στάση των μεγαλύτερων σε κυκλοφορία εφημερίδων Daily Mail και Daily Telegraph, φυλλάδες που φυσικά κινούνται στο χώρο της δεξιάς και της άκρας δεξιάς, ούτε καν της κεντροαριστεράς!) Επιπλέον, θα ήταν λάθος να εκλάβουμε την ύπαρξη φωνών κατά της λιτότητας ως ένδειξη σύνδεσης των δύο περιπτώσεων, της Ελληνικής κρίσης με την Βρετανική περίπτωση, δεδομένου ότι αρκετοί από αυτούς που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις της Αγγλίας απλά επιθυμούν η Βρετανική κυβέρνηση να σταματήσει τις περικοπές, στις οποίες (δήθεν) αναγκάζεται να προσφύγει προκειμένου να αμείβει τους «τεμπέληδες Έλληνες».
Ιδεολογική κατάρρευση και ενσωμάτωση
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται επίσης και άρθρο του Κώστα Δουζίνα («Αριστερή μελαγχολία και ιστορική αναγκαιότητα») στο οποίο είχα ασκήσει κριτική σε παλιότερη ανάρτηση αποδομώντας ακόμη πιο εξονυχιστικά όλον αυτόν τον αποπροσανατολιστικό κομφουζιονισμό που σκιαγραφεί όχι την πραγματικότητα (που δικαίως θέλουμε να μετασχηματίσουμε), όπως όμως πραγματικά υφίσταται η ίδια, αλλά αυτήν που εμείς θέλουμε να βλέπουμε, πάντα από τη σκοπιά των δικών μας ιδεοληπτικών επιθυμιών, οι οποίες (επιθυμίες) επεμβαίνουν και διαστρεβλώνουν το σύνολο όλων όσων διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας. Βέβαια τούτος ο υπερφίαλος δονκιχωτισμός δεν είναι αποτέλεσμα μόνο ταυτιστικών διεργασιών, ή και συναναστροφών μόνο με ανθρώπους του ίδιου κύκλου (αριστεροί/ες με αριστερούς). Το πρόβλημα εντοπίζεται, εξίσου, και στις ιδεολογικές αφετηρίες του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και της σύγχρονης Ευρωπαϊκής αριστεράς), ένα πρόβλημα διττό που αντικατοπτρίζει χρόνιες παθογένειες, από τις οποίες η αριστερά ουδέποτε κατάφερε να απογαλακτιστεί. Έτσι λοιπόν έχουμε:
Αντί επιλόγου…
Τη στιγμή που η κυβέρνηση της αριστεράς προσφεύγει στο να υπογράψει μια ταπεινωτική και νεοαποικιοκρατική συνθήκη, η επιλογή μας δεν μπορεί να είναι άλλη παρά το τέλος της ανάθεσης οποιασδήποτε «ελπίδας» σε κάθε κόμμα ή οργάνωση που ακολουθεί την ίδια γραμμή. Γιατί, αν πραγματικά υπήρξε κάτι που κατάφερε να δείξει το δρόμο για το άνοιγμα πεδίων παρέμβασης κοινωνικών δυνάμεων, για τη δημιουργία περαιτέρω κινημάτων, αυτό δεν ήταν η στάση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες μέρες της φάρσας/διαπραγμάτευσης αλλά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου (δηλαδή το δημοκρατικό γεγονός) και, φυσικά, η επικράτηση του ΟΧΙ. Το έργο μας, φυσικά, δεν τελειώνει με το δημοψήφισμα. Αντιθέτως, το έργο μας τώρα ξεκινά, αρχικά μέσω της αναγνώρισης των δυσκολιών που έχουμε: διότι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με την κοινωνία μέσα στην οποία θέλουμε να ζούμε ως ελεύθεροι άνθρωποι, θα πρέπει πρώτα να διατηρούμε μια σχέση ειλικρίνειας με τον ίδιο μας τον εαυτό, και να μην αφήνουμε τις επιθυμίες μας – όσο δίκαιες και αν είναι – να επισκιάσουν το υπαρκτό. Με βάση, λοιπόν, αυτές τις δυσκολίες θα πρέπει να συνδιαμορφώσουμε ένα σχέδιο ρήξης τόσο με τις υπάρχουσες υπερδομές, καταστρώνοντας ένα πεδίο αγώνα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση, ένα «πλάνο» που δε θα στηρίζεται σε ιδεολογικούς χάρτες (είτε πρόκειται για μαρξιστικούς, αναρχικούς, φιλελεύθερους, εθνικιστικούς κοκ) αλλά θα βασίζεται στις πρωτοβουλίες των οργανωμένων κινημάτων στη νότια Ευρώπη. Τα ολιγαρχικά κόμματα, είτε της αριστεράς είτε της λαϊκιστικής δεξιάς, δείχνουν ανέντιμα και ανίκανα να σταματήσουν τη λεηλασία των κοινών, ενώ τα όσα πεδία παρέμβασης είδαμε μέχρι στιγμής να ανοίγονται, πάντοτε φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα των πολιτών. Αν, όμως, οι κοινωνίες δεν οργανωθούν, αν δεν τεθούν οι πρώτες βάσεις για δημοκρατική ρήξη και διαρκή ανταγωνισμό με τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, τότε ίσως να μην φαντάζει και τόσο μακρινή η στιγμή που πολίτες των χωρών της Ευρώπης (ακόμα και των σχετικά πιο εύπορων κρατών) θα αναγκάζονται να μεταναστεύουν ακόμα και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που μια γερασμένη, αυταρχική και μισανθρωπική Ευρώπη αδυνατεί να τους προσφέρει.
[1] Άλλωστε, ο θαυμασμός του Τσίπρα για τους πρώτους «ευρωπαϊστές» είναι δεδομένος. Ο ίδιος πιστεύει ότι η Ευρώπη θα ξαναεπιστρέψει στις ιδρυτικές της αξίες με το τέλος της λιτότητας. Αυτό κατά βάση δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ιδεοληπτική αυταπάτη και αδυναμία κατανόησης του καπιταλισμού, όχι μόνο ως σύστημα οικονομικών σχέσεων, αλλά πάνω απ’ όλα ως συνισταμένη αξιών. Δηλαδή η επιστροφή της Ευρώπης στις «ιδρυτικές της αξίες» δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από οπισθοχώρηση της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης δύο στάδια πιο πριν από το σημερινό, πίσω στη δεκαετία του 70. Ακόμα όμως και αν κάτι τέτοιο συμβεί αργά και σταθερά πάλι η Ευρώπη θα οδηγηθεί στον σημερινό εφιάλτη λόγω ακριβώς της ιδεολογίας της αέναης εξέλιξης και προόδου ως αυτοσκοπού (που ενσωματώνεται στο φαντασιακό του φιλελευθερισμού), ενώ οποιοδήποτε μέτρο και αν παρθεί εναντίον της εξάπλωσης της τοξικής αυτής ιδεολογίας, πάλι – ξανά και τούμπαλιν – η τάξη πραγμάτων θα τείνει να καταλήξει σε μια κατάσταση παρόμοια με τη σημερινή.
Πηγή:ResPublica
Στις αρχές του Φλεβάρη σε μια παλιότερη ανάρτηση στο Eagainst.com με τίτλο «Ο ΣΥΡΙΖΑ, η Ευρώπη «που αλλάζει» και τα διλήμματα για το μέλλον», εξέφρασα ορισμένους προβληματισμούς σχετικά με την πορεία των διαπραγματεύσεων της νέας (τότε) κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Ένα από τα πιο κομβικά σημεία της συγκεκριμένης παρέμβασης αφορούσε την επιμονή της ελληνικής (και όχι μόνο) αριστεράς – κυρίως της φιλοευρωπαϊκής – στην, επί της ουσίας, αστήριχτη (βάσει γεγονότων) και, ως εκ τούτου, επικίνδυνη ρητορική περί βέβαιης αλλαγής της Ευρώπης με το που ο ΣΥΡΙΖΑ αναλάβει την εξουσία. Η κυβέρνηση της αριστεράς (υποτίθεται) θα δημιουργούσε σεισμό και τριγμούς σε ένα – αναμφίβολα – άδικο σύστημα, ευαισθητοποιώντας παράλληλα την Ευρωπαϊκή κοινή γνώμη απέναντι στο «Ελληνικό ζήτημα», κυρίως αναφορικά με τα δεινά που προξένησαν στην Ελληνική κοινωνία οι πολιτικές λιτότητας του Βερολίνου και των Βρυξελλών. Φυσικά, δεν χρειάζεται να γίνει καμία νύξη για το πού οδήγησαν όλες αυτές οι αυταπάτες: εντός λίγων εβδομάδων η Ελληνική Βουλή αναμένεται να ψηφίσει ένα από τα πιο επώδυνα μνημόνια. Παράλληλα η Τρόικα πλέον έφτασε και στο σημείο να ρίξει όλες τις μάσκες της, μιλώντας έμμεσα (και ανοιχτά) για επιβολή ακόμα πιο σκληρών μέτρων λιτότητας (μάλιστα, κάποιοι από τους δανειστές έκαναν λόγο και για αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης στα 72), ενώ ακροδεξιοί κυβερνητικοί κύκλοι της Φινλανδίας καλούν για παραδειγματική τιμωρία του Ελληνικού λαού την ίδια στιγμή που Ολλανδικές εφημερίδες εκφράζονται με τον πλέον ρατσιστικό τρόπο, προβάλλοντας σκίτσα που απεικονίζουν ένα μέσο Έλληνα ως ζητιάνο και τζαμπατζή, ακριβώς στο πρότυπο του Εβραίου του μεσοπολέμου, πράγμα, που, φυσικά δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, δεδομένου ότι ο Ελληνικός λαός είχε από το 2009 καταστεί στόχος των Ευρωπαϊκών ολιγαρχιών, κάτι που άλλωστε έχει αποδειχθεί πολλάκις (βλ επίσης, The Great Prometheus; reflecting the post-humanist world). Μήτε οι Γερμανοί πολίτες δείχνουν συγκινημένοι από τούτη την τραγωδία: η δημοτικότητα της Μέρκελ βρίσκεται σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα, ενώ τα ποσοστά του σκληρότατου Σόιμπλε ξεπερνούν το 70%. Αλλά και πριν την – αναμενόμενη – φυσικά αποτυχία των διαπραγματεύσεων η στάση μεγάλης μερίδας πολιτών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κάθε άλλο παρά συμπάθεια προς τον Ελληνικό λαό εξέφραζε. Επιπλέον, στην Ισπανία το κόμμα των Podemos – το πιο συγγενικό του ΣΥΡΙΖΑ – από τον Φλεβάρη και έπειτα χάνει δημοσκοπικό έδαφος, και τέλος, στη Βρετανία οι εκλογές της 5ης Μαΐου έδωσαν απόλυτη πλειοψηφία στο κόμμα των Συντηρητικών, με το ακροδεξιό UKIP να λαμβάνει τουλάχιστον 3 εκατομμύρια ψήφους.
Ένας υπερφίαλος σουρεαλισμός ως η μόνη αριστερή ρητορική
Είναι φανερό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και τα μέλη του αρνούνται πεισματικά να έρθουν σε επαφή με την εν γένει πραγματικότητα ώστε να τη μετασχηματίσουν, μια πραγματικότητα που ούτε λίγο ούτε πολύ μας λέει πως οι Ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν παρουσιάζουν κάποια πρόθεση αλλαγής, κάτι που σημαίνει ότι είναι μάταιο να ποντάρει κανείς στην «αλλαγή των ανέμων» σε ολόκληρη την ήπειρο (εκτός φυσικά και αν έχουμε στόχο μας να περιμένουμε πότε «θα ωριμάσουν οι συνθήκες»!!!), ώστε να αρχίσει σιγά σιγά ο ΣΥΡΙΖΑ να ξαναβρίσκει τον εαυτό του, οδηγώντας την κούρσα της ανατροπής. Είναι φανερό ότι ένα μεγάλο ποσοστό αριστερών διανοουμένων και ακτιβιστών/στριών τείνουν να πιστεύουν ότι η υπόλοιπη κοινωνία σκέφτεται όπως τα άτομα του δικού τους κύκλου, τα οποία άθελά τους ταυτίζουν με την πλειοψηφία, καλλιεργώντας έτσι την ψευδαίσθηση ότι σύντομα θα έρθει η μέρα που οι λαοί του κόσμου θα κατέβουν στους δρόμους, κάνοντας τον καπιταλισμό να μοιάζει ένα μακρινό ιστορικό φάντασμα. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει και ο Αλέξης Τσίπρας πριν από δυόμιση χρόνια σε συνέντευξή του στο Μουσείο Μπενάκη «εμείς είμαστε αυτοί που κάναμε τους Ευρωπαίους να φωνάζουν “είμαστε όλοι Έλληνες“». Φυσικά τούτη η διαπίστωση ήταν πέρα για πέρα εσφαλμένη. Διότι αυτοί που βροντοφώναζαν «είμαστε όλοι Έλληνες» ήταν κυρίως Έλληνες μετανάστες που ζουν στο εξωτερικό, ή συνδικαλιστές και αριστεροί/ες ακτιβιστές/στριες (οι οποίοι/ες, σημειωτέον, πέρα του ότι αποτελούν μικρότατη μειοψηφία στις χώρες του βορρά, δεν χαίρουν και ιδιαίτερης εκτίμησης στις αυστηρά πειθαρχημένες αυτές προτεσταντικές κοινωνίες) πράγμα που δεν μας επιτρέπει ούτε καν να μιλάμε για «διεθνιστική αλληλεγγύη» αλλά, απεναντίας, για ένδειξη συμπαράστασης Ελλήνων του εξωτερικού προς στους Έλληνες της Ελλάδας! Το ίδιο ακριβώς συνέβη και κατά την περίοδο των αρχικών διαπραγματεύσεων πριν την 20η Φλεβάρη, με τις συγκεντρώσεις σε πλατείες Ελλήνων του εξωτερικού (και αριστερών και συνδικαλιστών) υπέρ της κυβέρνησης για «μια βιώσιμη συμφωνία», συγκεντρώσεις που από το Newspeak του κόμματος ερμηνεύτηκαν ως πανευρωπαϊκές κινητοποιήσεις υπέρ της Ελλάδας!
Πάνω σε τέτοιου είδους τερατώδεις διαστρεβλώσεις βασίστηκε σχεδόν ολόκληρη η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, θεωρώντας ότι ο δρόμος για το πανευρωπαϊκό ντόμινο κινητοποιήσεων ενάντια στη λιτότητα έχει ήδη ανοίξει. Στην ουσία πρόκειται για ταύτιση του πραγματικού με το επιθυμητό, με το δεύτερο να επισκιάζει το πρώτο, στο βαθμό που η σύγχυση αυτή αγγίζει πλέον τα όρια του (πολιτικού) σουρεαλισμού (κατά τον Φρόιντ). Πρόκειται για μια τάση διαρκούς φυγής, όπως θα έλεγε και ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες, από την ισχύουσα κατάσταση πραγμάτων, η οποία αντικαθίσταται με μια φανταστική εικαστική αντανάκλαση ενός κόσμου απραγματοποίητων επιθυμιών, κάτι που, επί της ουσίας, όχι μόνο οδηγεί σε καταστροφικά συμπεράσματα, αλλά έμμεσα ενισχύει την γενικευμένη πολιτική απάθεια και την αποχώρηση του ανθρώπου από τη δημόσια σφαίρα, καθώς το έργο του κοινωνικού μετασχηματισμού ανατίθεται στις κομματικές γραφειοκρατίες, οι οποίες «είναι προδιαγεγραμμένο να ολοκληρώσουν νικηφόρα τη διαδικασία αυτή» (γιατί φυσικά «όλοι οι πολίτες είναι με το μέρος μας»). Πολύ αντιπροσωπευτικό δείγμα μιας τέτοιας περίπτωσης είναι άρθρο της Μαρίνας Πρεντούλη με τίτλο Μ. Βρετανία: Πώς ένας σοσιαλιστής μπορεί να αλλάξει το πολιτικό τοπίο, αναφορικά με την υποψηφιότητα του αριστερού Τζέρεμυ Κόρμπυν για το Εργατικό Κόμμα της Βρετανίας:
προκειμένου να καταλάβει κανείς τη σημασία της υποψηφιότητας του Τζέρεμυ Κόρμπυν για τη βρετανική πολιτική σκηνή, πρέπει να ανατρέξει στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν οι Εργατικοί σημείωσαν τη μεγαλύτερη μεταστροφή προς τα αριστερά, με ηγέτη τον Μάικλ Φουτ και αρχηγό της αριστερής πτέρυγας του κόμματος τον Τόνυ Μπεν. Ήταν, ταυτόχρονα, η περίοδος που το κόμμα βίωσε τις μεγαλύτερες εκλογικές ήττες και η Θάτσερ, παντοδύναμη, εγκαθίδρυσε τον νεοφιλελευθερισμό ως κυρίαρχη πολιτική λογική που ακόμα και σήμερα μαστίζει όχι μόνο τη Βρετανία αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη […] Ανεξάρτητα λοιπόν με το τι επιφυλάσσει το μέλλον για το Εργατικό Κόμμα και τον ίδιο τον Κόρμπυν, μεγάλη σημασία έχει η ύπαρξη μιας δυναμικής που μπορεί να ευνοήσει τη δημιουργία ενός κινήματος κατά της λιτότητας. Απόδειξη, η πορεία κατά της λιτότητας στο Λονδίνο, στις 20 Ιουνίου, που ένωσε διαφορετικές συλλογικότητες και κόμματα σε έναν κοινό αγώνα και κατάφερε να προσελκύσει 250.000 άτομα. Απόδειξη, επίσης, η εκστρατεία συμπαράστασης στον Κόρμπυν, που έχει περισσότερο κινηματικό παρά κομματικό χαρακτήρα.
Με άλλα λόγια, αυτό που η αριστερή πτέρυγα των εργατικών κατάφερε τη δεκαετία του 80 ήταν να οδηγήσει το κόμμα σε πανωλεθρία, γεγονός που η αρθρογράφος προσπερνά σα να μη σημαίνει τίποτα, θεωρώντας ότι μια ακόμη τέτοια απόπειρα «κατάληψης» των Εργατικών από αριστερούς (τί και αν οι Εργατικοί της μετά-Θάτσερ εποχής κέρδισαν εκλογές μονάχα όταν ανέλαβε η κεντρώα ηγεσία του Μπλαιρ!) αποτελεί ελπίδα αλλαγής για το Βρετανικό πολιτικό τοπίο! (Ειλικρινά, τούτη η τόσο αφελής και – αν μη τι άλλο – εξωπραγματική – ίσως και εξωσυμπαντική – προσέγγιση, απλά με ξεπερνά!) Γιατί λοιπόν να στηρίξει κανείς/μια έτσι απλόχερα την προεδρία του Τζέρεμυ Κόρμπυν; Η υπόρρητη απάντηση, φυσικά, είναι η εξής: γιατί αυτή τη στιγμή υπάρχει στην Ελλάδα κυβέρνηση αριστεράς, η οποία, κινεί τα νήματα αναμένοντας συμμαχίες αντιλιτότητας, ώστε να έρθει επιτέλους το πολυπόθητο ντόμινο ανατροπής! Σαν να μην ήταν αρκετοί έξι μήνες διαπραγματευτικού βατερλώ (όπου το μοναδικό που επιτεύχθη ήταν να ενισχυθεί ακόμα περισσότερο ο ρατσισμός των Ευρωπαίων εναντίον Ελλήνων στις τέσσερις γωνιές της ηπείρου) ώστε να μας πείσουν σχετικά με την ανυπαρξία της Ευρωπαϊκής αλληλεγγύης! Και τί στην πραγματικότητα σημαίνει μια διαδήλωση 250.000 ανθρώπων κατά της λιτότητας σε μια μεγαλούπολη όπως το Λονδίνο (με τον πληθυσμό να υπερβαίνει τους 10.000.000 κατοίκους); Αν μη τι άλλο αυτή η κινητοποίηση, όσους αποδέκτες και αν βρήκε, δεν είναι αντιπροσωπευτική της στάσης του συνόλου των Βρετανών, που, όπως δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, πλειοψηφικά τάσσεται υπέρ των περικοπών (πράγμα που κανένας αριστερός δεν θέλει να παραδεχτεί) με εξαίρεση, ίσως, το δημόσιο σύστημα υγείας της χώρας (το NHS) για του οποίου τη δυσλειτουργία έχουν καταστεί υπεύθυνοι στη συνείδηση των πολιτών οι μετανάστες από άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακριβώς επειδή έχουν το δικαίωμα να εισχωρούν σε αυτό, και όχι οι πολιτικές των Συντηρητικών (τουλάχιστον αυτή είναι η στάση των μεγαλύτερων σε κυκλοφορία εφημερίδων Daily Mail και Daily Telegraph, φυλλάδες που φυσικά κινούνται στο χώρο της δεξιάς και της άκρας δεξιάς, ούτε καν της κεντροαριστεράς!) Επιπλέον, θα ήταν λάθος να εκλάβουμε την ύπαρξη φωνών κατά της λιτότητας ως ένδειξη σύνδεσης των δύο περιπτώσεων, της Ελληνικής κρίσης με την Βρετανική περίπτωση, δεδομένου ότι αρκετοί από αυτούς που συμμετέχουν στις διαδηλώσεις της Αγγλίας απλά επιθυμούν η Βρετανική κυβέρνηση να σταματήσει τις περικοπές, στις οποίες (δήθεν) αναγκάζεται να προσφύγει προκειμένου να αμείβει τους «τεμπέληδες Έλληνες».
Ιδεολογική κατάρρευση και ενσωμάτωση
Σε παρόμοιο μήκος κύματος κινείται επίσης και άρθρο του Κώστα Δουζίνα («Αριστερή μελαγχολία και ιστορική αναγκαιότητα») στο οποίο είχα ασκήσει κριτική σε παλιότερη ανάρτηση αποδομώντας ακόμη πιο εξονυχιστικά όλον αυτόν τον αποπροσανατολιστικό κομφουζιονισμό που σκιαγραφεί όχι την πραγματικότητα (που δικαίως θέλουμε να μετασχηματίσουμε), όπως όμως πραγματικά υφίσταται η ίδια, αλλά αυτήν που εμείς θέλουμε να βλέπουμε, πάντα από τη σκοπιά των δικών μας ιδεοληπτικών επιθυμιών, οι οποίες (επιθυμίες) επεμβαίνουν και διαστρεβλώνουν το σύνολο όλων όσων διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια μας. Βέβαια τούτος ο υπερφίαλος δονκιχωτισμός δεν είναι αποτέλεσμα μόνο ταυτιστικών διεργασιών, ή και συναναστροφών μόνο με ανθρώπους του ίδιου κύκλου (αριστεροί/ες με αριστερούς). Το πρόβλημα εντοπίζεται, εξίσου, και στις ιδεολογικές αφετηρίες του ΣΥΡΙΖΑ (καθώς και της σύγχρονης Ευρωπαϊκής αριστεράς), ένα πρόβλημα διττό που αντικατοπτρίζει χρόνιες παθογένειες, από τις οποίες η αριστερά ουδέποτε κατάφερε να απογαλακτιστεί. Έτσι λοιπόν έχουμε:
- το Μαρξιστικό μεσιανισμό, που ούτε λίγο ούτε πολύ καλλιεργεί την αντίληψη πως οι φτωχοί νομοτελειακά θα εξεγερθούν σπάζοντας τις αλυσίδες τους, ώστε τα όνειρα να πάρουν εκδίκηση! Κάτι τέτοιο καλλιέργησε, φυσικά, και την ψευδαίσθηση ότι τα εξίσου αδικημένα – από τις πολιτικές των περικοπών – στρώματα σε όλες τις χώρες της Ευρώπης θα συστρατευθούν με τη γραμμή του ΣΥΡΙΖΑ, καλώντας τις κυβερνήσεις τους να τερματίσουν τη λιτότητα τόσο στην Ελλάδα όσο και στη δική τους χώρα, ή ότι (στη χειρότερη των περιπτώσεων) θα οδηγηθούμε σε ντόμινο εξεγέρσεων (και πάλι). Με βάση αυτό το σκεπτικό, το δίκιο του καταπιεσμένου νομοτελειακά θα υπερισχύσει, οδηγώντας την κοινωνία σε χειραφέτηση από τα δεσμά των οικονομικών ελίτ που ξεζουμίζουν έναν ολόκληρο λαό! Πού, φυσικά, παραπέμπει η περίφημη φράση του πρωθυπουργού στη συγκέντρωση του Συντάγματος μόλις δυο μέρες πριν το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, ότι «έχουμε το δίκιο με το μέρος μας» και ως εκ τούτου, «ο μόνος φόβος είναι ο ίδιος ο φόβος» (είπε επίσης, δανειζόμενος τη φράση αυτήν από τον Ρούσβελτ), αν όχι σε τούτη την αφελέστατη θεώρηση, πως κατά βάθος υπάρχει μια αδιάψευστη αρχή, να νικά στο τέλος η δικαιοσύνη και η ηθική νομιμότητα; Βέβαια, κάποιοι εύλογα θα ρωτούσαν, τί σχέση έχουν οι πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ με τη φιλοσοφία του Μαρξ που μιλά για επανάσταση, ρήξη με την μπουρζουαζία, και όχι για «έντιμους συμβιβασμούς» με το κεφάλαιο; Η απάντηση είναι απλή και ξεκάθαρη: Καμία απολύτως σχέση! Κατά βάση, η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ – όντας ένα ρεφορμιστικό σχήμα – άδειασε πλήρως το περιεχόμενο του Μαρξισμού (δηλαδή το ζήτημα της εκμετάλλευσης, της επανάστασης, της αταξικής κοινωνίας και της ισότητας), αντικαθιστώντας το με αστικές σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις, κρατώντας μόνο τον πατερναλισμό των Μαρξιστών (εντός του οποίου παρέμεινε για πάντα εγκλωβισμένος). Διατήρησε, δηλαδή, την ευθεία και συμμετρική αντίληψη του Μαρξ και του Λένιν για την ιστορία και την κοινωνία, ενώ από τη σκέψη τους απομάκρυνε την ουσία. Έτσι, από το 2012 και έπειτα, μπήκε σε φάση αυτομετασχηματισμού, από κόμμα Δημοκρατικού Σοσιαλισμού σε ένα αμάγαλμα ήπιας σοσιαλδημοκρατίας, μπολιασμένη με λαϊκιστικό λόγο, πατριωτισμό και μπόλικο αέρα κοπανιστό, που διαρκώς επαναλαμβάνει ασταμάτητα τις γνωστές φανφάρες περί αδιαμφισβήτητης νίκης (διότι ο καταπιεσμένος έχει με το μέρος του το δίκιο και νομοτελειακά νικά πάντα στο τέλος).
- μέσα σ’ όλα δεν πρέπει να ξεχνάμε και την αυταπάτη του φιλοευρωπαϊσμού, ως απόρροια της ιδεολογίας του ευρωκομμουνισμού, που στην προσπάθειά του (δικαίως φυσικά) να αποδεσμεύσει τον κομμουνισμό από τον σταλινικό σεχταρισμό, μην μπορώντας να εντοπίσει κάποιο βιώσιμο δημοκρατικό πρόταγμα, διαστρεβλώνει τον Γκράμσι και ενστερνίζεται φιλελεύθερες αξίες. Κομμάτι αυτών των αξιών είναι και ο φετιχισμός του αντιεθνικισμού ως ιδεολογία (και όχι ως στάση), βάσει του οποίου όλα τα έθνη, καθώς και οι θεσμοί, τα ήθη, τα έθιμα και οι παραδόσεις θα πρέπει να ομογενοποιηθούν ή και να καταργηθούν αν ορθώνονται ως εμπόδιο στο «φυσικό» παιγνίδι της ομογενοποιημένης αγοράς, όπως θα έλεγε και ο Μισέα, ή και ο ίδιος ο Μαρξ με τον Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο. Ο φιλελευθερισμός, επίσης, θέτει ως κεντρική του σημασία την ιδέα της προόδου (όπως πολύ σωστά είχε αναλύσει τόσο ο Βέμπερ όσο και ο Καστοριάδης): δηλαδή, μια από τις πρωταρχικές αξίες του καπιταλισμού του ίδιου είναι η αέναη εξάπλωση των δυνατοτήτων του, εν ολίγοις, η ολοένα και περισσότερη συσσώρευση, πράγμα που οδήγησε στη αναζήτηση μεθόδων ώστε το κεφάλαιο να μπορεί να αναπαράγεται, όχι μέσω της εργασίας αλλά χρησιμοποιώντας τον ίδιο του τον εαυτό, δηλαδή το χρήμα (βλ, επίσης Χάνα Άρεντ «Εξουσία και αστική τάξη», Ρόζα Λούξεμπουργκ «Η συσσώρευση του Κεφαλαίου ΙΙ»). Αυτό έχει ως αποτέλεσμα το υπερσυσσωρευμένο κεφάλαιο να μην μπορεί να κινηθεί εντός των γεωγραφικών συνόρων, κι έτσι ο μηχανισμός που κατεξοχήν το προστατεύει και το ενισχύει – το κράτος – να αναζητά συμμαχία με κάποιο άλλο, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο μια ευρύτερη συμμαχία κρατών, στην οποία θα ενταχθούν και άλλα νέα κράτη, εντός των οποίων το κεφάλαιο θα μπορεί να κινείται δίχως προσκόμματα και νεκρούς χρόνους, σε μια τεράστια και ενοποιημένη αγορά, η οποία δε θα λογαριάζει μήτε παραδόσεις και αξίες, πέρα της κατανάλωσης και της εξάπλωσης. Κάπως έτσι, λοιπόν, δημιουργήθηκε το υπερκράτος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μέσα στο οποίο ευελπιστεί η φιλοευρωπαϊκή αριστερά να προτάξει ριζοσπαστικές και αντικαπιταλιστικές πολιτικές (!!!) δηλαδή με λίγα λόγια, να τετραγωνίσει τον κύκλο!
Αντί επιλόγου…
Τη στιγμή που η κυβέρνηση της αριστεράς προσφεύγει στο να υπογράψει μια ταπεινωτική και νεοαποικιοκρατική συνθήκη, η επιλογή μας δεν μπορεί να είναι άλλη παρά το τέλος της ανάθεσης οποιασδήποτε «ελπίδας» σε κάθε κόμμα ή οργάνωση που ακολουθεί την ίδια γραμμή. Γιατί, αν πραγματικά υπήρξε κάτι που κατάφερε να δείξει το δρόμο για το άνοιγμα πεδίων παρέμβασης κοινωνικών δυνάμεων, για τη δημιουργία περαιτέρω κινημάτων, αυτό δεν ήταν η στάση του ΣΥΡΙΖΑ κατά τις τελευταίες μέρες της φάρσας/διαπραγμάτευσης αλλά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου (δηλαδή το δημοκρατικό γεγονός) και, φυσικά, η επικράτηση του ΟΧΙ. Το έργο μας, φυσικά, δεν τελειώνει με το δημοψήφισμα. Αντιθέτως, το έργο μας τώρα ξεκινά, αρχικά μέσω της αναγνώρισης των δυσκολιών που έχουμε: διότι αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς με την κοινωνία μέσα στην οποία θέλουμε να ζούμε ως ελεύθεροι άνθρωποι, θα πρέπει πρώτα να διατηρούμε μια σχέση ειλικρίνειας με τον ίδιο μας τον εαυτό, και να μην αφήνουμε τις επιθυμίες μας – όσο δίκαιες και αν είναι – να επισκιάσουν το υπαρκτό. Με βάση, λοιπόν, αυτές τις δυσκολίες θα πρέπει να συνδιαμορφώσουμε ένα σχέδιο ρήξης τόσο με τις υπάρχουσες υπερδομές, καταστρώνοντας ένα πεδίο αγώνα ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ολοκλήρωση, ένα «πλάνο» που δε θα στηρίζεται σε ιδεολογικούς χάρτες (είτε πρόκειται για μαρξιστικούς, αναρχικούς, φιλελεύθερους, εθνικιστικούς κοκ) αλλά θα βασίζεται στις πρωτοβουλίες των οργανωμένων κινημάτων στη νότια Ευρώπη. Τα ολιγαρχικά κόμματα, είτε της αριστεράς είτε της λαϊκιστικής δεξιάς, δείχνουν ανέντιμα και ανίκανα να σταματήσουν τη λεηλασία των κοινών, ενώ τα όσα πεδία παρέμβασης είδαμε μέχρι στιγμής να ανοίγονται, πάντοτε φέρουν ανεξίτηλη τη σφραγίδα των πολιτών. Αν, όμως, οι κοινωνίες δεν οργανωθούν, αν δεν τεθούν οι πρώτες βάσεις για δημοκρατική ρήξη και διαρκή ανταγωνισμό με τη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, τότε ίσως να μην φαντάζει και τόσο μακρινή η στιγμή που πολίτες των χωρών της Ευρώπης (ακόμα και των σχετικά πιο εύπορων κρατών) θα αναγκάζονται να μεταναστεύουν ακόμα και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής προκειμένου να εξασφαλίσουν αυτά που μια γερασμένη, αυταρχική και μισανθρωπική Ευρώπη αδυνατεί να τους προσφέρει.
[1] Άλλωστε, ο θαυμασμός του Τσίπρα για τους πρώτους «ευρωπαϊστές» είναι δεδομένος. Ο ίδιος πιστεύει ότι η Ευρώπη θα ξαναεπιστρέψει στις ιδρυτικές της αξίες με το τέλος της λιτότητας. Αυτό κατά βάση δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ιδεοληπτική αυταπάτη και αδυναμία κατανόησης του καπιταλισμού, όχι μόνο ως σύστημα οικονομικών σχέσεων, αλλά πάνω απ’ όλα ως συνισταμένη αξιών. Δηλαδή η επιστροφή της Ευρώπης στις «ιδρυτικές της αξίες» δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από οπισθοχώρηση της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης δύο στάδια πιο πριν από το σημερινό, πίσω στη δεκαετία του 70. Ακόμα όμως και αν κάτι τέτοιο συμβεί αργά και σταθερά πάλι η Ευρώπη θα οδηγηθεί στον σημερινό εφιάλτη λόγω ακριβώς της ιδεολογίας της αέναης εξέλιξης και προόδου ως αυτοσκοπού (που ενσωματώνεται στο φαντασιακό του φιλελευθερισμού), ενώ οποιοδήποτε μέτρο και αν παρθεί εναντίον της εξάπλωσης της τοξικής αυτής ιδεολογίας, πάλι – ξανά και τούμπαλιν – η τάξη πραγμάτων θα τείνει να καταλήξει σε μια κατάσταση παρόμοια με τη σημερινή.
Πηγή:ResPublica