Αρκετά σαφείς δηλώσεις μπορεί να βρει κανείς στην τελική δήλωση των G-7 για την προστασία του κλίματος: Για να επιτευχθεί ο στόχος του περιορισμού της αύξησης της παγκόσμιας θερμοκρασίας στους 2 βαθμούς μέχρι το έτος 2100, είναι απαραίτητη μια «Απεξάρτηση της παγκόσμιας οικονομίας από τον άνθρακα», δηλαδή μια σταδιακή έξοδος από τα ορυκτά καύσιμα, από τον άνθρακα, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο. Αυτός ο στόχος θα επιτευχθεί «κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα». Ενάντια σε μια τέτοια δήλωση αντιστεκόταν από καιρό κυρίως η Ιαπωνία και ο Καναδάς.
Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050 πρέπει να είναι «στο ανώτερο όριο» των συστάσεων της επιτροπής του ΟΗΕ για το κλίμα IPCC στο 40-70%. Σαν δική τους συμβολή σε αυτό, οι G-7 χώρες υπόσχονται ότι θα προσπαθήσουν να πετύχουν τον «μετασχηματισμό των ενεργειακών τομέων τους»". Επιπλέον, αποφάσισαν να αναλάβουν μια πρωτοβουλία για την αντιστάθμιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Θα πρέπει 400 εκατομμύρια παραπάνω άνθρωποι από φτωχές χώρες να είναι ασφαλισμένοι ως το 2020 έναντι αντίστοιχων ζημιών. Επιπλέον, οι αφρικανικές χώρες θα πρέπει να υποστηριχθούν στην ανοικοδόμηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Άλλη υπόσχεση: οι G-7 θέλουν να απελευθερώσουν 500 εκατομμύρια ανθρώπους από την πείνα και τον υποσιτισμό έως το 2030. Το πως όμως δεν το κάνανε γνωστό. Απλά στο τελικό ντοκουμέντο τόνισαν τη σπουδαιότητα της γεωργίας των μικροαγροτών για την διατροφική ασφάλεια και ότι στο μέλλον θα την προωθήσουν δεόντως. Μέχρι τώρα οι G 7 προήγαγαν στις υπό ανάπτυξη χώρες μονόπλευρα τις ιδιωτικές επενδύσεις μέσω της αγροβιομηχανίας
Στο παρόν υπάρχουν δύο δις. άνθρωποι στον κόσμο που υποσιτίζονται. Ο ΟΗΕ από τη μεριά του έχει υποσχεθεί ότι μέχρι το 2030 θα έχει εξαφανίσει την ανθρώπινη πείνα. Για να γίνει αυτό, σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό για τη διατροφή FAO, θα έπρεπε μόνο οι G 7 να διαθέτουν 30 δις. δολ.
Όσον αφορά στην προστασία της θάλασσας διακήρυξαν, αλλά χωρίς συγκεκριμένο οικονομικό και χρονικό πλάνο, τον στόχο να εμποδίσουν τη ρύπανση των ωκεανών με πλαστικά, καθώς και ότι θα στηρίξουν διεθνείς κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος κατά την εξόρυξη πρώτων υλών και ορυκτών καυσίμων από τον πυθμένα των θαλασσών.
Για την αποφυγή απειλητικών για τη ζωή συνθηκών εργασίας, όπως στα εργοστάσια ενδυμάτων στο Μπαγκλαντές, θέλουν οι G7 να δημιουργήσουν ένα ταμείο με τίτλο «Vision Zero»(«όραμα μηδέν»). Αυτό το ταμείο θα στηρίζει εταιρείες οι οποίες θα θέλουν να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους.
Κατά τα άλλα, στο χαρτί γίνεται μεγάλος λόγος για τα δικαιώματα του ανθρώπου και την κοινωνική ευθύνη των εταιρειών στις συνθήκες παραγωγής, αλλά μόνο ως μια απλή έκκληση προς τη βιομηχανία, τις «προσπάθειες» της οποίας, οι G7 «καλωσορίζει».
«Παρόλο που η διακήρυξη είναι μια πρόοδος, αυτός δεν είναι λόγος για εφησυχασμό. Από τώρα και στο εξής να μιλήσουν πιο καθαρά με πράξεις, αντί με τις σημερινές ανακοινώσεις», δήλωσε ο διευθυντής της WWF Eberhard Brandes, με αφορμή τις ανακοινώσεις των G7.
«Η εφαρμογή των διακηρύξεων αφήνεται πάλι στη καλή θέληση των εταιρειών. Δεν συνδέθηκαν με ανάλογες νομικές ρυθμίσεις, που θα εξασφάλιζαν την υλοποίησή τους», κριτίκαρε η οργάνωση Oxfam.
Ο πιο εντυπωσιακός από τους στόχους που έβαλαν οι G-7 είναι αυτός της απεξάρτησης από υδρογονάνθρακες της παγκόσμιας οικονομίας κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα και ο μετασχηματισμός του δικού τους ενεργειακού εφοδιασμού ακόμα και μέχρι το 2050 - σχεδόν μια ενεργειακή μετάβαση στο μέτρο των G-7.
Όλα αυτά είναι και πάλι μόνο λόγια στα υπομονετικά χαρτιά. Αλλά οι ανακοινώσεις είναι τέτοιες, ώστε δίνουν ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές για το ποιά τεχνολογία θα έχει μέλλον και ποιά όχι. Επιπλέον, οι συντάκτες του κειμένου θα πρέπει να δικαιολογήσουν στο μέλλον την πιθανή διαφορά ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις.
Αποφασιστικό για την αξιοπιστία των ανακοινώσεων αυτών θα είναι η υλοποίησή τους π.χ. στη Γερμανία. Η Μέρκελ, υπό την σκηνοθεσία της οποίας έγιναν αυτές οι ανακοινώσεις, είχε και πριν από τη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης το 2009 τη φιλοδοξία να ηγηθεί της κλιματικής προστασίας, αλλά μετά την οικονομική κρίση που συνεχίζεται ακόμα, οι εκπομπές διοξιδείου στη χώρα της αυξήθηκαν αντί να μειωθούν. Αρνήθηκε να στηρίξει μέχρι τώρα τον υπουργό Οικονομίας Gabriel στην θαρραλέα δράση του εναντίον των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής καύσης άνθρακα, που καταστρέφουν το κλίμα. Με τέτοια διστακτικότητα κάθε άλλο παρά τη θέλησή της για υλοποίηση της υπόσχεσης της απεξάρτησης από τον άνθρακα δείχνει. Η μέχρι τώρα στάση της αποδεικνύει περισσότερο τη ταύτισή της με τα συμφέροντα του λόμπυ του άνθρακα, παρά με τη στα λόγια θέση της υπέρ της προστασίας του κλίματος.
Η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050 πρέπει να είναι «στο ανώτερο όριο» των συστάσεων της επιτροπής του ΟΗΕ για το κλίμα IPCC στο 40-70%. Σαν δική τους συμβολή σε αυτό, οι G-7 χώρες υπόσχονται ότι θα προσπαθήσουν να πετύχουν τον «μετασχηματισμό των ενεργειακών τομέων τους»". Επιπλέον, αποφάσισαν να αναλάβουν μια πρωτοβουλία για την αντιστάθμιση των κινδύνων της κλιματικής αλλαγής. Θα πρέπει 400 εκατομμύρια παραπάνω άνθρωποι από φτωχές χώρες να είναι ασφαλισμένοι ως το 2020 έναντι αντίστοιχων ζημιών. Επιπλέον, οι αφρικανικές χώρες θα πρέπει να υποστηριχθούν στην ανοικοδόμηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
Άλλη υπόσχεση: οι G-7 θέλουν να απελευθερώσουν 500 εκατομμύρια ανθρώπους από την πείνα και τον υποσιτισμό έως το 2030. Το πως όμως δεν το κάνανε γνωστό. Απλά στο τελικό ντοκουμέντο τόνισαν τη σπουδαιότητα της γεωργίας των μικροαγροτών για την διατροφική ασφάλεια και ότι στο μέλλον θα την προωθήσουν δεόντως. Μέχρι τώρα οι G 7 προήγαγαν στις υπό ανάπτυξη χώρες μονόπλευρα τις ιδιωτικές επενδύσεις μέσω της αγροβιομηχανίας
Στο παρόν υπάρχουν δύο δις. άνθρωποι στον κόσμο που υποσιτίζονται. Ο ΟΗΕ από τη μεριά του έχει υποσχεθεί ότι μέχρι το 2030 θα έχει εξαφανίσει την ανθρώπινη πείνα. Για να γίνει αυτό, σύμφωνα με τον παγκόσμιο οργανισμό για τη διατροφή FAO, θα έπρεπε μόνο οι G 7 να διαθέτουν 30 δις. δολ.
Όσον αφορά στην προστασία της θάλασσας διακήρυξαν, αλλά χωρίς συγκεκριμένο οικονομικό και χρονικό πλάνο, τον στόχο να εμποδίσουν τη ρύπανση των ωκεανών με πλαστικά, καθώς και ότι θα στηρίξουν διεθνείς κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος κατά την εξόρυξη πρώτων υλών και ορυκτών καυσίμων από τον πυθμένα των θαλασσών.
Για την αποφυγή απειλητικών για τη ζωή συνθηκών εργασίας, όπως στα εργοστάσια ενδυμάτων στο Μπαγκλαντές, θέλουν οι G7 να δημιουργήσουν ένα ταμείο με τίτλο «Vision Zero»(«όραμα μηδέν»). Αυτό το ταμείο θα στηρίζει εταιρείες οι οποίες θα θέλουν να εκσυγχρονίσουν την παραγωγή τους.
Κατά τα άλλα, στο χαρτί γίνεται μεγάλος λόγος για τα δικαιώματα του ανθρώπου και την κοινωνική ευθύνη των εταιρειών στις συνθήκες παραγωγής, αλλά μόνο ως μια απλή έκκληση προς τη βιομηχανία, τις «προσπάθειες» της οποίας, οι G7 «καλωσορίζει».
«Παρόλο που η διακήρυξη είναι μια πρόοδος, αυτός δεν είναι λόγος για εφησυχασμό. Από τώρα και στο εξής να μιλήσουν πιο καθαρά με πράξεις, αντί με τις σημερινές ανακοινώσεις», δήλωσε ο διευθυντής της WWF Eberhard Brandes, με αφορμή τις ανακοινώσεις των G7.
«Η εφαρμογή των διακηρύξεων αφήνεται πάλι στη καλή θέληση των εταιρειών. Δεν συνδέθηκαν με ανάλογες νομικές ρυθμίσεις, που θα εξασφάλιζαν την υλοποίησή τους», κριτίκαρε η οργάνωση Oxfam.
Ο πιο εντυπωσιακός από τους στόχους που έβαλαν οι G-7 είναι αυτός της απεξάρτησης από υδρογονάνθρακες της παγκόσμιας οικονομίας κατά τη διάρκεια αυτού του αιώνα και ο μετασχηματισμός του δικού τους ενεργειακού εφοδιασμού ακόμα και μέχρι το 2050 - σχεδόν μια ενεργειακή μετάβαση στο μέτρο των G-7.
Όλα αυτά είναι και πάλι μόνο λόγια στα υπομονετικά χαρτιά. Αλλά οι ανακοινώσεις είναι τέτοιες, ώστε δίνουν ένα σαφές μήνυμα στους επενδυτές για το ποιά τεχνολογία θα έχει μέλλον και ποιά όχι. Επιπλέον, οι συντάκτες του κειμένου θα πρέπει να δικαιολογήσουν στο μέλλον την πιθανή διαφορά ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις.
Αποφασιστικό για την αξιοπιστία των ανακοινώσεων αυτών θα είναι η υλοποίησή τους π.χ. στη Γερμανία. Η Μέρκελ, υπό την σκηνοθεσία της οποίας έγιναν αυτές οι ανακοινώσεις, είχε και πριν από τη συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης το 2009 τη φιλοδοξία να ηγηθεί της κλιματικής προστασίας, αλλά μετά την οικονομική κρίση που συνεχίζεται ακόμα, οι εκπομπές διοξιδείου στη χώρα της αυξήθηκαν αντί να μειωθούν. Αρνήθηκε να στηρίξει μέχρι τώρα τον υπουργό Οικονομίας Gabriel στην θαρραλέα δράση του εναντίον των εργοστασίων ηλεκτροπαραγωγής καύσης άνθρακα, που καταστρέφουν το κλίμα. Με τέτοια διστακτικότητα κάθε άλλο παρά τη θέλησή της για υλοποίηση της υπόσχεσης της απεξάρτησης από τον άνθρακα δείχνει. Η μέχρι τώρα στάση της αποδεικνύει περισσότερο τη ταύτισή της με τα συμφέροντα του λόμπυ του άνθρακα, παρά με τη στα λόγια θέση της υπέρ της προστασίας του κλίματος.