Γιώργος Σταματόπουλος
Υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες δεν εξαρτώνται από το χρήμα αποκλειστικά και οι οποίες προσδίδουν νόημα στη ζωή, μακριά από την υστερία και τη φρενίτιδα να καταναλώνουμε αντικείμενα απερισκεψίας και πολυτέλειας.
Το να αφιερώνεις λ.χ. περισσότερο χρόνο με τους φίλους και την οικογένεια· να αναπτύσσεις κοινωνικές και κοινοτικές σχέσεις· να επιχειρείς την καλλιτεχνική ή πνευματική δημιουργία· να στραφείς στην οικιακή παραγωγή· να συμμετέχεις σε κινήσεις της γειτονιάς που αποσκοπούν στη βελτίωσή της (κι άλλες, πολλές άλλες).
Προϋπόθεση όλων αυτών είναι να γίνει κτήμα του καθενός η εκούσια απλότητα, όρος που επινοήθηκε από έναν κοινωνικό φιλόσοφο, τον Ρίτσαρντ Γκρεγκ, το 1936, λίγα χρόνια μετά το μεγάλο κραχ στις ΗΠΑ.
Χωρίς αυτήν, θα ψάχνουμε να ικανοποιήσουμε τη λαχτάρα μας για νόημα σε άθλιους καταναλωτισμούς και απόκτηση, άχρηστων τις περισσότερες φορές, υλικών αγαθών, κυρίως τεχνολογικών.
Βέβαια η απλότητα της διαβίωσης ουδέποτε βρήκε πολλούς υποστηρικτές, ίσως γιατί οι ευαγγελιστές της την προώθησαν με ακραίους τρόπους, όπως οι Κυνικοί π.χ. στην αρχαία Ελλάδα (Στωικοί, Πυθαγόρειοι, Επικούρειοι...).
Πολυπληθείς ομάδες και κινήματα έδειξαν στον 20ό αιώνα την απέχθειά τους για τα υλικά αγαθά και τον αφηνιασμένο καταναλωτισμό. Αλλά και στον 19ο αι., η Ευρώπη κατακλύστηκε από μποέμ και οι ΗΠΑ ευτύχησαν να ζήσουν στα χώματά τους ο Χένρι Θορώ, ο Εμερσον (οι υπερβατιστές της Νέας Αγγλίας), στην Ινδία ο Γκάντι κ.ά.
Σημασία έχει ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι σε Ανατολή και Δύση προσπαθούν να απεμπλακούν από τα γρανάζια της κατευθυνόμενης κατανάλωσης και να απλοποιήσουν τις ζωές τους, όχι σαν αναχωρητές ή αρνούμενοι το σύστημα αλλά ζώντας εντός του, προσπαθώντας να το «μετασχηματίσουν».
Γνωρίζουν ότι η στάση τους δεν μπορεί να αλλάξει τις οικονομικές -και άρα πολιτικές- δομές του συστήματος, ο τρόπος ζωής τους όμως ανοίγει θεμέλια, ώστε να χτιστεί μια νέα κουλτούρα εναρμονίζουσα τον άνθρωπο με τη φύση.
Ειδικά τα κινήματα αντιωφελιμισμού και αποανάπτυξης προωθούν έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο που είναι απόρροια στοχασμού και σύνεσης, επάρκειας και αυτάρκειας, σχόλης και συντροφικότητας.
Ένας τέτοιος τύπος όφειλε να ζυμώνεται και να πλάθεται στον χώρο εργασίας του καθενός, ειδικά εκεί όπου επιχειρούνται συνεργατικές μορφές επαγγελματισμού με στόχο την επιβίωση αρχικά και την ευτυχία στη συνέχεια· ξέρουμε εδώ και δεκαετίες ότι το μικρό είναι όμορφο· ή μήπως δεν το ακούσαμε ποτέ μας;
Θα πει κανείς, μέσα στην τόση ανεργία που δέρνει τη χώρα, «εδώ δεν έχουμε δουλειά να ζήσουμε, ο νέος ανθρωπολογικός τύπος μάς μάρανε». Ίσως να 'χει δίκιο εν τη απογνώσει του, αλλά, τελικά, μόνο ο συνεργατικός άνθρωπος φαίνεται ότι μπορεί να αντισταθεί στην καταιγίδα της ανεργίας· για να το σκεφτούμε λίγο...
Μαυρίζουν την καρδιά (και τον νου) οι Μαύρες Παρασκευές, εξευτελίζουν το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα, καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια, ασχημαίνουν την πραγματικότητα, αλλά τι να κάνουμε - αυτά έχει η παιδεία μας και ο πολιτισμός μας· οι πολλοί ουδέποτε συλλάβαμε το ιδανικό της απλότητας και του μέτρου, άρα είμαστε υπεύθυνοι για τη γελοιοποίησή μας.
Όταν ηδονίζεσαι με το επίκτητο, πώς να χαρείς με το αυτεξούσιο;
Υπάρχουν δραστηριότητες οι οποίες δεν εξαρτώνται από το χρήμα αποκλειστικά και οι οποίες προσδίδουν νόημα στη ζωή, μακριά από την υστερία και τη φρενίτιδα να καταναλώνουμε αντικείμενα απερισκεψίας και πολυτέλειας.
Το να αφιερώνεις λ.χ. περισσότερο χρόνο με τους φίλους και την οικογένεια· να αναπτύσσεις κοινωνικές και κοινοτικές σχέσεις· να επιχειρείς την καλλιτεχνική ή πνευματική δημιουργία· να στραφείς στην οικιακή παραγωγή· να συμμετέχεις σε κινήσεις της γειτονιάς που αποσκοπούν στη βελτίωσή της (κι άλλες, πολλές άλλες).
Προϋπόθεση όλων αυτών είναι να γίνει κτήμα του καθενός η εκούσια απλότητα, όρος που επινοήθηκε από έναν κοινωνικό φιλόσοφο, τον Ρίτσαρντ Γκρεγκ, το 1936, λίγα χρόνια μετά το μεγάλο κραχ στις ΗΠΑ.
Χωρίς αυτήν, θα ψάχνουμε να ικανοποιήσουμε τη λαχτάρα μας για νόημα σε άθλιους καταναλωτισμούς και απόκτηση, άχρηστων τις περισσότερες φορές, υλικών αγαθών, κυρίως τεχνολογικών.
Βέβαια η απλότητα της διαβίωσης ουδέποτε βρήκε πολλούς υποστηρικτές, ίσως γιατί οι ευαγγελιστές της την προώθησαν με ακραίους τρόπους, όπως οι Κυνικοί π.χ. στην αρχαία Ελλάδα (Στωικοί, Πυθαγόρειοι, Επικούρειοι...).
Πολυπληθείς ομάδες και κινήματα έδειξαν στον 20ό αιώνα την απέχθειά τους για τα υλικά αγαθά και τον αφηνιασμένο καταναλωτισμό. Αλλά και στον 19ο αι., η Ευρώπη κατακλύστηκε από μποέμ και οι ΗΠΑ ευτύχησαν να ζήσουν στα χώματά τους ο Χένρι Θορώ, ο Εμερσον (οι υπερβατιστές της Νέας Αγγλίας), στην Ινδία ο Γκάντι κ.ά.
Σημασία έχει ότι σήμερα πολλοί άνθρωποι σε Ανατολή και Δύση προσπαθούν να απεμπλακούν από τα γρανάζια της κατευθυνόμενης κατανάλωσης και να απλοποιήσουν τις ζωές τους, όχι σαν αναχωρητές ή αρνούμενοι το σύστημα αλλά ζώντας εντός του, προσπαθώντας να το «μετασχηματίσουν».
Γνωρίζουν ότι η στάση τους δεν μπορεί να αλλάξει τις οικονομικές -και άρα πολιτικές- δομές του συστήματος, ο τρόπος ζωής τους όμως ανοίγει θεμέλια, ώστε να χτιστεί μια νέα κουλτούρα εναρμονίζουσα τον άνθρωπο με τη φύση.
Ειδικά τα κινήματα αντιωφελιμισμού και αποανάπτυξης προωθούν έναν νέο ανθρωπολογικό τύπο που είναι απόρροια στοχασμού και σύνεσης, επάρκειας και αυτάρκειας, σχόλης και συντροφικότητας.
Ένας τέτοιος τύπος όφειλε να ζυμώνεται και να πλάθεται στον χώρο εργασίας του καθενός, ειδικά εκεί όπου επιχειρούνται συνεργατικές μορφές επαγγελματισμού με στόχο την επιβίωση αρχικά και την ευτυχία στη συνέχεια· ξέρουμε εδώ και δεκαετίες ότι το μικρό είναι όμορφο· ή μήπως δεν το ακούσαμε ποτέ μας;
Θα πει κανείς, μέσα στην τόση ανεργία που δέρνει τη χώρα, «εδώ δεν έχουμε δουλειά να ζήσουμε, ο νέος ανθρωπολογικός τύπος μάς μάρανε». Ίσως να 'χει δίκιο εν τη απογνώσει του, αλλά, τελικά, μόνο ο συνεργατικός άνθρωπος φαίνεται ότι μπορεί να αντισταθεί στην καταιγίδα της ανεργίας· για να το σκεφτούμε λίγο...
Μαυρίζουν την καρδιά (και τον νου) οι Μαύρες Παρασκευές, εξευτελίζουν το ανθρώπινο σώμα και πνεύμα, καταρρακώνουν την αξιοπρέπεια, ασχημαίνουν την πραγματικότητα, αλλά τι να κάνουμε - αυτά έχει η παιδεία μας και ο πολιτισμός μας· οι πολλοί ουδέποτε συλλάβαμε το ιδανικό της απλότητας και του μέτρου, άρα είμαστε υπεύθυνοι για τη γελοιοποίησή μας.
Όταν ηδονίζεσαι με το επίκτητο, πώς να χαρείς με το αυτεξούσιο;