by Michail Theodosiadis
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε αφορμή για να καλλιεργηθεί το κατάλληλο πολιτικό κλίμα που θα ευνοούσε την προώθηση του Ευρωπαΐκού ιδεώδους, θέτοντας ως κεντρική του αφήγηση την ενοποίηση των ηπειρωτικών εθνών κρατών, ως ο μοναδικός πολιτικός προσανατολισμός ώστε να δοθεί οριστικό τέλος στις διενέξεις και τις ένοπλες συγκρούσεις που για χρόνια ταλάνιζαν την ήπειρο. Έτσι, με στόχο πάντα την αποδόμηση και απομόνωση του εθνικισμού (ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για τις φρικαλεότητες που άφησε πίσω της η λαίλαπα των συγκρούσεων), ο Ουίνστον Τσώρτσιλ εκφωνεί στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1946 λόγο, προτείνοντας άμεσα τη συγκρότηση μιας «ευρωπαϊκής οικογένειας» που θα προωθεί την ειρήνη και τη διαπολιτισμική επικοινωνία, αφήνοντας πίσω τα εθνικιστικά μίση και τις «παρωχημένες διχόνοιες». Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, και βλέποντας όλες τις χώρες να βυθίζονται η μία μετά την άλλη στη δύνη μιας τοξικής (οικονομικής, πολιτισμικής και, πάνω απ’ όλα, πολιτικής) κρίσης, καλούμαστε να αναρωτηθούμε αν πραγματικά έχει απομείνει τίποτα από το όραμα αυτό. Πολλοί, στα πλαίσια του ζοφερού αυτού πολιτικού κλίματος, κάνουν λόγο για τη επιστροφή του ρατσιστικού εφιάλτη (όπως έδειξαν τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών) που διαβρώνει κάθε μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, ενώ την ίδια στιγμή το αγεφύρωτο (πλέον) χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά και νότου διευρύνεται όλο και περισσότερο. Σύσσωμη η ευρωπαϊκή αριστερά, σπεύδει να μας θυμίσει τις φιλελεύθερες αξίες του Διαφωτισμού (ως αντίδοτο σε τούτη την τοξικότητα), οι οποίες (με βάση τη δική της λογική) θα πρέπει να τεθούν ξανά στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής επανίδρυσης. Κι ενώ οι νεοφιλελεύθερες και προοδευτικές δυνάμεις καταστρατηγούν δικαιώματα και βασικές πολιτικές ελευθερίες, την ίδια στιγμή κάνουν σα να μη θέλουν να δουν την άνοδο της λαϊκιστικής άκρας δεξιάς – ή και των ακροδεξιών νεοφαστικών κομμάτων – που έμμεσα ή άμεσα επενδύουν στη λογική του διχασμού. Μήπως όμως η έξαρση του ρατσισμού δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα παράγωγο αυτής της περιβόητης ολοκλήρωσης; Μήπως, με άλλα λόγια, η υπόσχεση της «ευρωπαϊκής ομοιογένειας» δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο παρά μια ουτοπική ψευδαίσθηση;
Προκειμένου, λοιπόν, το ευρωπαϊκό όραμα να λάβει σάρκα και οστά, μια νέα συλλογική ταυτότητα έπρεπε να κατασκευαστεί, ποντάροντας στον αυτοπροσδιορισμό των μαζών ως Ευρωπαίοι πια πολίτες, παρά ως υπήκοοι ενός έθνους-κράτους. Έτσι, η Ευρωπαϊκή ταυτότητα (κυρίως από το τέλος της δεκαετίας του 90 και έπειτα) ήρθε να θέσει σε δεύτερο ρόλο τις παραδοσιακές εθνικές αξίες οι οποίες βασίζονταν στον πολιτικό (κρατικό) εθνικισμό (civic nationalism) και στις διδαχές του Διαφωτιστικού φιλελεύθερου πνεύματος, απογυμνώνοντας ριζικά την έννοια του λαού από το ουσιαστικό του νόημα, και θέτοντας σταδιακά τα πρώτα θεμέλια της Ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης». Ο Ευρωπαϊκός οδοστρωτήρας λοιπόν, επιτέθηκε, ισοπέδωσε και απονοηματοδότησε τις εθνοτικές ομάδες (δηλαδή τα έθνη-κράτη), προωθώντας την αντίληψη ότι όλοι οι 27 λαοί αποτελούν πανομοιότυπα μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας ενώ, την ίδια στιγμή, κάθε επίκληση στις εθνικές παραδόσεις έφτασε στο σημείο να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ότι δήθεν μια τέτοια ενέργεια ξυπνά «το ναζιστικό τέρας». Αυτή, όμως, η διαδικασία αποδόμησης του πολιτικού εθνικισμού, αντί να ενδυναμώσει το πάθος για αλληλεγγύη και συνεργασία, οδήγησε στην περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών και διεθνικών αντιθέσεων, τη στιγμή που το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς και η ανικανότητα των συγκεντρωτικών Ευρωπαϊκών θεσμών να τιθασεύσουν την καταστροφική υπερδιόγκωση του χρέους και να εμποδίσουν την αναμενόμενη επέλαση της φτώχειας, ήρθαν να δώσουν τη χαριστική βολή. Και εξηγούνται, λοιπόν, παρακάτω οι βαθύτεροι λόγοι που οδήγησαν σε τούτη τη δυστοπία.
Όπως γνωρίζουμε από την ψυχανάλυση (από τους Freud, Bowlby μέχρι και τον Καστοριάδη), ο δεσμός (ή ταύτιση – attachment) αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη για να νοηματοδοτηθεί το ανθρώπινο ζειν. Η πρωταρχική ταύτιση συνήθως εκφράζεται με την προσκόλληση του νεαρού ατόμου στο μητρικό πρόσωπο, λόγω ακριβώς της υλικής φροντίδας που προσφέρει στο νεογέννητο. Στη συνέχεια, το ευρύτερο περιβάλλον (μαζί και οι αξίες που αυτό πρεσβεύει) λειτουργεί καταλυτικά, πλάθοντας τη δική του προσωπικότητά (όπως άλλωστε είχε πει και ο Πλάτωνας, ακόμα και τα τείχη της πόλης εκπαιδεύουν τους πολίτες). Έτσι, δημιουργείται μια ιδιάζουσα ταύτιση του υποκειμένου με το περιβάλλον. Κάθε διάλυση δεσμού, όμως, ενισχύει την ανθρώπινη κενότητα, που με τη σειρά της οδηγεί στην απογοήτευση και τη συντριβή της προσωπικότητας. Η καταρράκωση της εθνικής ταυτότητας είναι εξίσου μια από τις πιο σημαντικές μορφές διάλυσης ενός τόσο καθοριστικού δεσμού σχέσης, πόσο μάλλον όταν αυτή η ταυτότητα αντικαθίσταται από ένα κενό σημαίνον (την Ευρωπαϊκή ομοιογένεια), που παραμένει κενό λόγω ακριβώς της αδυναμίας της να αυτοκαθοριστεί, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν είναι δυνατό να αποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο, εφόσον επικαλείται το σύνολο 27 διαφορετικών εθνών, με διαφορετικά ήθη, έθιμα, ιστορία, γλώσσα (αλλά και ενδοκρατικές υποδιαιρέσεις που ενισχύουν ακόμα περισσότερο τις διαφοροποιήσεις), καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολο τον καθορισμό του τί πραγματικά μπορούμε να ορίσουμε ως Ευρωπαϊκό πολιτισμό (και κατ’ επέκταση, Ευρωπαϊκή ταυτότητα) σε αντίθεση με τις λιγότερο σύνθετες φαντασιακές σημασίες του έθνους-κράτους [1].
Κάτω από την αιγίδα της υποχώρησης του πολιτικού εθνικισμού – στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εγκαθίδρυσης του «ευρωκράτους» Λεβιάθαν – ο παραδοσιακός δεσμός μεταξύ ανθρώπων και εθνικών αξιών συντρίβεται. Και όπως η διάλυση κάθε δεσμού (είτε πρόκειται για απώλεια ενός ανθρώπου σημαντικού – γονείς, συγγενείς, χωρισμός σχέσεων κτλ) οδηγεί σε σύγχυση και καταρράκωση του ψυχικού κόσμου, έτσι και η διάλυση των εθνών κρατών ως σημαίνον ενισχύει το ίδιο αίσθημα απώλειας, ιδίως όταν ο κοινός κόσμος εντός του οποίου τα άτομα μιας κοινωνίας έβρισκαν απαντήσεις αναφορικά με το δικό τους πράττειν δεν υπάρχει πια. Επιπλέον, ο εκμηδενισμός των εθνών κρατών στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης ήταν ως επί τω πλείστο αποτέλεσμα επιθετικών και αντιδημοκρατικών πολιτικών. Έτσι, η κενότητα, η σύγχυση καθώς και η αποδοκιμασία των αυταρχικών αυτών μεθόδων κοινωνικού μετασχηματισμού έχει ως αποτέλεσμα την αναζήτηση ενός – πολύ πιο αντιδραστικού, εσωστρεφούς και συχνά βίαιου – υποκατάστατου ταυτιστικού αντικειμένου (objet petit a), όπως ο φυλετικός εθνικισμός (tribal nationalism), ή σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της έννοιας του πολιτικού εθνικισμού, ενσωματώνοντας, όμως υπόρρητα στοιχεία φυλετικού απομονωτισμού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ρατσιστικά κόμματα όπως το Ουγγρικό Γιόμπικ ή το κόμμα του Βίλντερς αναδύονται, μαζί και το φαινόμενο της Ισλαμοφοβίας αλλά και η γενικευμένη ξενοφοβία.
Αν πάρουμε ως συγκριτικό παράδειγμα την εποχή του μεσοπολέμου – όπως αναφέρει η Arendt (1976, σ.267-304) [2] – θα δούμε ότι με παρόμοιο τρόπο (παραδόξως) ο οικονομικός φιλελευθερισμός συνέβαλε στην εξασθένιση του έθνους-κράτους. Οι θεσμοί του έθνους-κράτους κατέρρευσαν, ενώ την ίδια στιγμή νέοι εθνικισμοί ως υποκατάστατα έπρεπε να αναδειχθούν. Οι εθνικισμοί ήταν κατά βάση ήταν υπερ-εθνικοί, δαρβινοφυλετικοί (tribal nationalism) και βαθύτατα αντισημιτικοί, επιθετικοί και ιδιαίτερα αυταρχικοί, οδηγώντας στην αναρρίχηση ολοκληρωτικών καθεστώτων στην εξουσία, στο ξέσπασμα του ΒΠΠ και στο Ολοκαύτωμα. Στο σημείο αυτό, φυσικά, δημιουργείται και το εξής ερώτημα: πώς είναι όμως δυνατό κάτι τέτοιο να συμβεί, δεδομένου ότι τα έθνη κράτη αποτελούν κατεξοχήν τέκνα του φιλελευθερισμού; Πώς, με άλλα λόγια, ένα φιλελεύθερο καθεστώς έρχεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του; Η απάντηση είναι φυσικά απλή: ο φιλελευθερισμός – φέροντας ως κεντρική του φαντασιακή σημασία την αέναη πρόοδο – μπορεί και δημιουργεί καταστάσεις που ανά πάσα στιγμή αναιρούν μια πραγματικότητα η οποία είχε πιο πριν οικοδομηθεί, πάλι βάσει των αξιών που αυτός πρεσβεύει. Αυτό το αξίωμα μας δίνει να καταλάβουμε ότι μήτε το έθνος κράτος μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη αντιπρόταση στη βαρβαρότητα του φυλετικού φανατισμού, τη στιγμή που η αυτοαναίρεσή του εντάσσεται μέσα στο ευρύ πλαίσιο της ιδεολογίας – της προόδου – που η φιλελεύθερη θεσμισμένη πραγματικότητα επιδιώκει. Η δημιουργία του ευρωκράτους είναι αποτέλεσμα αυτής της φιλελεύθερης τάσης, βάση της οποίας όλοι οι δομικοί θεσμοί θα πρέπει να επεκτείνονται, να μεγεθύνονται, να εξαπλώνονται και να αναπτύσσονται δίχως φρένο και μέτρο (και ως εκ τούτου, δίχως να γνωρίζουν σύνορα και γεωπολιτικούς περιορισμούς), οδηγώντας στο συγκεντρωτισμό μιας διακρατικής τεχνοκρατίας. Συνεπώς, τα εθνικά κοινοβούλια περιορίζονται, και διευθυντήριο ορίζεται πλέον η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι αξιακοί παράγοντες που προσδιόριζαν τον κοινό κόσμο δίνουν τη θέση τους σε ένα νέο ταυτοτικό κώδικα, κομμένο και ραμμένο στα ιδανικά της αέναης προόδου.
Αυτός ο «νέος κώδικας» λοιπόν, όχι μόνο δεν κατάφερε να τερματίσει τις εθνοφυλετικές διχόνοιες, αλλά απέτυχε ακόμα και σε μια άλλη βασική του επιδίωξη, να ενώσει τους ίδιους τους λαούς της Ευρώπης (όπως ξεκάθαρα βλέπουμε τα τελευταία πέντε χρόνια, με το ένα έθνος να στρέφεται εναντίον του άλλου, κυρίως οι ισχυρές χώρες του βορρά εναντίον των ανίσχυρων του νότου, πάντα στα πλαίσια των υπαρκτών εθνικών ανταγωνισμών, οι οποίοι υποτίθεται θα εξαλειφόταν μέσα στον παράδεισο της ευρωπαϊκής οικογένειας). Μπορεί κάποιο ολοκληρωτικό ή φασιστικό κίνημα να μη διαφαίνεται αυτή τη στιγμή πουθενά στον Ευρωπαϊκό ορίζοντα, ωστόσο η ζοφερή αυτή εικόνα που έχουμε μπροστά μας κάθε άλλο παρά να αισιοδοξούμε μας επιτρέπει. Μέσα σ’ όλα αυτά, και διαπιστώνοντας ταυτόχρονα τις εγγενείς αντιφάσεις των φιλελεύθερων δογμάτων, αυτό που προέχει είναι η επαναπροσέγγιση ορισμένων βασικών εννοιών, με στόχο τη μεταστροφή σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη κοινωνία ισοκατανομής, που θα θέτει ως κεντρικό της πυρήνα την αυτοδύναμη κοινότητα και το δήμο, οντότητες που θα διαμορφώνουν και τη δική τους κοινωνική πραγματικότητα. Για το ξεπέρασμα του μοντέλου της προόδου, μια ιδέα που εμπεριέχεται ακόμα και στις δομές του φιλελεύθερου εθνικού κεντρικού κράτους το οποίο θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ενός τοπικοποιημένου κονφεντεραλισμού.
[1] Όπως πολύ σωστά είχε πει και ο Κώστας Λαπαβίτσας, «δεν πιστεύω σε έναν ενιαίο ευρωπαϊκό λαό, δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός δήμος, και δεν πρέπει να υπάρχει. Ευρώπη σημαίνει πολυμορφία, πολλές διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες. Από πότε θέλουμε όλοι να είμαστε απλά Ευρωπαίοι, να είμαστε όλοι ένα πράγμα;»
[2] Βλ, Hannah Arendt (1976). The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
http://www.respublica.gr/2015/04/column/eu-dystopia/
Το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου υπήρξε αφορμή για να καλλιεργηθεί το κατάλληλο πολιτικό κλίμα που θα ευνοούσε την προώθηση του Ευρωπαΐκού ιδεώδους, θέτοντας ως κεντρική του αφήγηση την ενοποίηση των ηπειρωτικών εθνών κρατών, ως ο μοναδικός πολιτικός προσανατολισμός ώστε να δοθεί οριστικό τέλος στις διενέξεις και τις ένοπλες συγκρούσεις που για χρόνια ταλάνιζαν την ήπειρο. Έτσι, με στόχο πάντα την αποδόμηση και απομόνωση του εθνικισμού (ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για τις φρικαλεότητες που άφησε πίσω της η λαίλαπα των συγκρούσεων), ο Ουίνστον Τσώρτσιλ εκφωνεί στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης το 1946 λόγο, προτείνοντας άμεσα τη συγκρότηση μιας «ευρωπαϊκής οικογένειας» που θα προωθεί την ειρήνη και τη διαπολιτισμική επικοινωνία, αφήνοντας πίσω τα εθνικιστικά μίση και τις «παρωχημένες διχόνοιες». Σχεδόν εβδομήντα χρόνια μετά, και βλέποντας όλες τις χώρες να βυθίζονται η μία μετά την άλλη στη δύνη μιας τοξικής (οικονομικής, πολιτισμικής και, πάνω απ’ όλα, πολιτικής) κρίσης, καλούμαστε να αναρωτηθούμε αν πραγματικά έχει απομείνει τίποτα από το όραμα αυτό. Πολλοί, στα πλαίσια του ζοφερού αυτού πολιτικού κλίματος, κάνουν λόγο για τη επιστροφή του ρατσιστικού εφιάλτη (όπως έδειξαν τα πρόσφατα αποτελέσματα των ευρωεκλογών) που διαβρώνει κάθε μορφή κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής, ενώ την ίδια στιγμή το αγεφύρωτο (πλέον) χάσμα μεταξύ ευρωπαϊκού βορρά και νότου διευρύνεται όλο και περισσότερο. Σύσσωμη η ευρωπαϊκή αριστερά, σπεύδει να μας θυμίσει τις φιλελεύθερες αξίες του Διαφωτισμού (ως αντίδοτο σε τούτη την τοξικότητα), οι οποίες (με βάση τη δική της λογική) θα πρέπει να τεθούν ξανά στο τραπέζι της Ευρωπαϊκής επανίδρυσης. Κι ενώ οι νεοφιλελεύθερες και προοδευτικές δυνάμεις καταστρατηγούν δικαιώματα και βασικές πολιτικές ελευθερίες, την ίδια στιγμή κάνουν σα να μη θέλουν να δουν την άνοδο της λαϊκιστικής άκρας δεξιάς – ή και των ακροδεξιών νεοφαστικών κομμάτων – που έμμεσα ή άμεσα επενδύουν στη λογική του διχασμού. Μήπως όμως η έξαρση του ρατσισμού δεν είναι τίποτα περισσότερο παρά ένα παράγωγο αυτής της περιβόητης ολοκλήρωσης; Μήπως, με άλλα λόγια, η υπόσχεση της «ευρωπαϊκής ομοιογένειας» δεν υπήρξε τίποτα περισσότερο παρά μια ουτοπική ψευδαίσθηση;
Προκειμένου, λοιπόν, το ευρωπαϊκό όραμα να λάβει σάρκα και οστά, μια νέα συλλογική ταυτότητα έπρεπε να κατασκευαστεί, ποντάροντας στον αυτοπροσδιορισμό των μαζών ως Ευρωπαίοι πια πολίτες, παρά ως υπήκοοι ενός έθνους-κράτους. Έτσι, η Ευρωπαϊκή ταυτότητα (κυρίως από το τέλος της δεκαετίας του 90 και έπειτα) ήρθε να θέσει σε δεύτερο ρόλο τις παραδοσιακές εθνικές αξίες οι οποίες βασίζονταν στον πολιτικό (κρατικό) εθνικισμό (civic nationalism) και στις διδαχές του Διαφωτιστικού φιλελεύθερου πνεύματος, απογυμνώνοντας ριζικά την έννοια του λαού από το ουσιαστικό του νόημα, και θέτοντας σταδιακά τα πρώτα θεμέλια της Ευρωπαϊκής «ολοκλήρωσης». Ο Ευρωπαϊκός οδοστρωτήρας λοιπόν, επιτέθηκε, ισοπέδωσε και απονοηματοδότησε τις εθνοτικές ομάδες (δηλαδή τα έθνη-κράτη), προωθώντας την αντίληψη ότι όλοι οι 27 λαοί αποτελούν πανομοιότυπα μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας ενώ, την ίδια στιγμή, κάθε επίκληση στις εθνικές παραδόσεις έφτασε στο σημείο να αντιμετωπίζεται με καχυποψία, ότι δήθεν μια τέτοια ενέργεια ξυπνά «το ναζιστικό τέρας». Αυτή, όμως, η διαδικασία αποδόμησης του πολιτικού εθνικισμού, αντί να ενδυναμώσει το πάθος για αλληλεγγύη και συνεργασία, οδήγησε στην περαιτέρω όξυνση των κοινωνικών και διεθνικών αντιθέσεων, τη στιγμή που το ξέσπασμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης, καθώς και η ανικανότητα των συγκεντρωτικών Ευρωπαϊκών θεσμών να τιθασεύσουν την καταστροφική υπερδιόγκωση του χρέους και να εμποδίσουν την αναμενόμενη επέλαση της φτώχειας, ήρθαν να δώσουν τη χαριστική βολή. Και εξηγούνται, λοιπόν, παρακάτω οι βαθύτεροι λόγοι που οδήγησαν σε τούτη τη δυστοπία.
Όπως γνωρίζουμε από την ψυχανάλυση (από τους Freud, Bowlby μέχρι και τον Καστοριάδη), ο δεσμός (ή ταύτιση – attachment) αποτελεί μια αναγκαία συνθήκη για να νοηματοδοτηθεί το ανθρώπινο ζειν. Η πρωταρχική ταύτιση συνήθως εκφράζεται με την προσκόλληση του νεαρού ατόμου στο μητρικό πρόσωπο, λόγω ακριβώς της υλικής φροντίδας που προσφέρει στο νεογέννητο. Στη συνέχεια, το ευρύτερο περιβάλλον (μαζί και οι αξίες που αυτό πρεσβεύει) λειτουργεί καταλυτικά, πλάθοντας τη δική του προσωπικότητά (όπως άλλωστε είχε πει και ο Πλάτωνας, ακόμα και τα τείχη της πόλης εκπαιδεύουν τους πολίτες). Έτσι, δημιουργείται μια ιδιάζουσα ταύτιση του υποκειμένου με το περιβάλλον. Κάθε διάλυση δεσμού, όμως, ενισχύει την ανθρώπινη κενότητα, που με τη σειρά της οδηγεί στην απογοήτευση και τη συντριβή της προσωπικότητας. Η καταρράκωση της εθνικής ταυτότητας είναι εξίσου μια από τις πιο σημαντικές μορφές διάλυσης ενός τόσο καθοριστικού δεσμού σχέσης, πόσο μάλλον όταν αυτή η ταυτότητα αντικαθίσταται από ένα κενό σημαίνον (την Ευρωπαϊκή ομοιογένεια), που παραμένει κενό λόγω ακριβώς της αδυναμίας της να αυτοκαθοριστεί, δεδομένου ότι η Ευρωπαϊκή ταυτότητα δεν είναι δυνατό να αποκτήσει συγκεκριμένο περιεχόμενο, εφόσον επικαλείται το σύνολο 27 διαφορετικών εθνών, με διαφορετικά ήθη, έθιμα, ιστορία, γλώσσα (αλλά και ενδοκρατικές υποδιαιρέσεις που ενισχύουν ακόμα περισσότερο τις διαφοροποιήσεις), καθιστώντας ιδιαίτερα δύσκολο τον καθορισμό του τί πραγματικά μπορούμε να ορίσουμε ως Ευρωπαϊκό πολιτισμό (και κατ’ επέκταση, Ευρωπαϊκή ταυτότητα) σε αντίθεση με τις λιγότερο σύνθετες φαντασιακές σημασίες του έθνους-κράτους [1].
Κάτω από την αιγίδα της υποχώρησης του πολιτικού εθνικισμού – στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και εγκαθίδρυσης του «ευρωκράτους» Λεβιάθαν – ο παραδοσιακός δεσμός μεταξύ ανθρώπων και εθνικών αξιών συντρίβεται. Και όπως η διάλυση κάθε δεσμού (είτε πρόκειται για απώλεια ενός ανθρώπου σημαντικού – γονείς, συγγενείς, χωρισμός σχέσεων κτλ) οδηγεί σε σύγχυση και καταρράκωση του ψυχικού κόσμου, έτσι και η διάλυση των εθνών κρατών ως σημαίνον ενισχύει το ίδιο αίσθημα απώλειας, ιδίως όταν ο κοινός κόσμος εντός του οποίου τα άτομα μιας κοινωνίας έβρισκαν απαντήσεις αναφορικά με το δικό τους πράττειν δεν υπάρχει πια. Επιπλέον, ο εκμηδενισμός των εθνών κρατών στο όνομα της ενωμένης Ευρώπης ήταν ως επί τω πλείστο αποτέλεσμα επιθετικών και αντιδημοκρατικών πολιτικών. Έτσι, η κενότητα, η σύγχυση καθώς και η αποδοκιμασία των αυταρχικών αυτών μεθόδων κοινωνικού μετασχηματισμού έχει ως αποτέλεσμα την αναζήτηση ενός – πολύ πιο αντιδραστικού, εσωστρεφούς και συχνά βίαιου – υποκατάστατου ταυτιστικού αντικειμένου (objet petit a), όπως ο φυλετικός εθνικισμός (tribal nationalism), ή σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της έννοιας του πολιτικού εθνικισμού, ενσωματώνοντας, όμως υπόρρητα στοιχεία φυλετικού απομονωτισμού. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ρατσιστικά κόμματα όπως το Ουγγρικό Γιόμπικ ή το κόμμα του Βίλντερς αναδύονται, μαζί και το φαινόμενο της Ισλαμοφοβίας αλλά και η γενικευμένη ξενοφοβία.
Αν πάρουμε ως συγκριτικό παράδειγμα την εποχή του μεσοπολέμου – όπως αναφέρει η Arendt (1976, σ.267-304) [2] – θα δούμε ότι με παρόμοιο τρόπο (παραδόξως) ο οικονομικός φιλελευθερισμός συνέβαλε στην εξασθένιση του έθνους-κράτους. Οι θεσμοί του έθνους-κράτους κατέρρευσαν, ενώ την ίδια στιγμή νέοι εθνικισμοί ως υποκατάστατα έπρεπε να αναδειχθούν. Οι εθνικισμοί ήταν κατά βάση ήταν υπερ-εθνικοί, δαρβινοφυλετικοί (tribal nationalism) και βαθύτατα αντισημιτικοί, επιθετικοί και ιδιαίτερα αυταρχικοί, οδηγώντας στην αναρρίχηση ολοκληρωτικών καθεστώτων στην εξουσία, στο ξέσπασμα του ΒΠΠ και στο Ολοκαύτωμα. Στο σημείο αυτό, φυσικά, δημιουργείται και το εξής ερώτημα: πώς είναι όμως δυνατό κάτι τέτοιο να συμβεί, δεδομένου ότι τα έθνη κράτη αποτελούν κατεξοχήν τέκνα του φιλελευθερισμού; Πώς, με άλλα λόγια, ένα φιλελεύθερο καθεστώς έρχεται σε σύγκρουση με τον εαυτό του; Η απάντηση είναι φυσικά απλή: ο φιλελευθερισμός – φέροντας ως κεντρική του φαντασιακή σημασία την αέναη πρόοδο – μπορεί και δημιουργεί καταστάσεις που ανά πάσα στιγμή αναιρούν μια πραγματικότητα η οποία είχε πιο πριν οικοδομηθεί, πάλι βάσει των αξιών που αυτός πρεσβεύει. Αυτό το αξίωμα μας δίνει να καταλάβουμε ότι μήτε το έθνος κράτος μπορεί να θεωρηθεί βιώσιμη αντιπρόταση στη βαρβαρότητα του φυλετικού φανατισμού, τη στιγμή που η αυτοαναίρεσή του εντάσσεται μέσα στο ευρύ πλαίσιο της ιδεολογίας – της προόδου – που η φιλελεύθερη θεσμισμένη πραγματικότητα επιδιώκει. Η δημιουργία του ευρωκράτους είναι αποτέλεσμα αυτής της φιλελεύθερης τάσης, βάση της οποίας όλοι οι δομικοί θεσμοί θα πρέπει να επεκτείνονται, να μεγεθύνονται, να εξαπλώνονται και να αναπτύσσονται δίχως φρένο και μέτρο (και ως εκ τούτου, δίχως να γνωρίζουν σύνορα και γεωπολιτικούς περιορισμούς), οδηγώντας στο συγκεντρωτισμό μιας διακρατικής τεχνοκρατίας. Συνεπώς, τα εθνικά κοινοβούλια περιορίζονται, και διευθυντήριο ορίζεται πλέον η Κομισιόν και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ενώ οι αξιακοί παράγοντες που προσδιόριζαν τον κοινό κόσμο δίνουν τη θέση τους σε ένα νέο ταυτοτικό κώδικα, κομμένο και ραμμένο στα ιδανικά της αέναης προόδου.
Αυτός ο «νέος κώδικας» λοιπόν, όχι μόνο δεν κατάφερε να τερματίσει τις εθνοφυλετικές διχόνοιες, αλλά απέτυχε ακόμα και σε μια άλλη βασική του επιδίωξη, να ενώσει τους ίδιους τους λαούς της Ευρώπης (όπως ξεκάθαρα βλέπουμε τα τελευταία πέντε χρόνια, με το ένα έθνος να στρέφεται εναντίον του άλλου, κυρίως οι ισχυρές χώρες του βορρά εναντίον των ανίσχυρων του νότου, πάντα στα πλαίσια των υπαρκτών εθνικών ανταγωνισμών, οι οποίοι υποτίθεται θα εξαλειφόταν μέσα στον παράδεισο της ευρωπαϊκής οικογένειας). Μπορεί κάποιο ολοκληρωτικό ή φασιστικό κίνημα να μη διαφαίνεται αυτή τη στιγμή πουθενά στον Ευρωπαϊκό ορίζοντα, ωστόσο η ζοφερή αυτή εικόνα που έχουμε μπροστά μας κάθε άλλο παρά να αισιοδοξούμε μας επιτρέπει. Μέσα σ’ όλα αυτά, και διαπιστώνοντας ταυτόχρονα τις εγγενείς αντιφάσεις των φιλελεύθερων δογμάτων, αυτό που προέχει είναι η επαναπροσέγγιση ορισμένων βασικών εννοιών, με στόχο τη μεταστροφή σε μια αποκεντρωμένη, επανατοπικοποιημένη κοινωνία ισοκατανομής, που θα θέτει ως κεντρικό της πυρήνα την αυτοδύναμη κοινότητα και το δήμο, οντότητες που θα διαμορφώνουν και τη δική τους κοινωνική πραγματικότητα. Για το ξεπέρασμα του μοντέλου της προόδου, μια ιδέα που εμπεριέχεται ακόμα και στις δομές του φιλελεύθερου εθνικού κεντρικού κράτους το οποίο θα μπορέσουμε να ξεπεράσουμε μέσα σε αυτά τα πλαίσια, ενός τοπικοποιημένου κονφεντεραλισμού.
[1] Όπως πολύ σωστά είχε πει και ο Κώστας Λαπαβίτσας, «δεν πιστεύω σε έναν ενιαίο ευρωπαϊκό λαό, δεν υπάρχει ένας ευρωπαϊκός δήμος, και δεν πρέπει να υπάρχει. Ευρώπη σημαίνει πολυμορφία, πολλές διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες. Από πότε θέλουμε όλοι να είμαστε απλά Ευρωπαίοι, να είμαστε όλοι ένα πράγμα;»
[2] Βλ, Hannah Arendt (1976). The Origins of Totalitarianism. 6th ed. USA: A Harvest Book.
http://www.respublica.gr/2015/04/column/eu-dystopia/