Του Γιάννη Παρασκευουλάκου
Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό.
Διονύσιος Σολωμός
Γνωστή φράση και χρησιμοποιημένη κατά κόρον. Αναφέρομαι σε αυτήν γιατί είναι σχετική με την ιδέα της Αλήθειας και όχι γιατί θέλω να κάνω οποιαδήποτε ανάλυση στη σκέψη του Σολωμού. Υποθέτω πως ο Σολωμός λέγοντας «εθνικό» εννοούσε μεταξύ άλλων και μια σειρά από πράγματα: τους εθνικούς μύθους, το εθνικό συμφέρον, την εθνική άποψη κ.ο.κ.
Παρατήρηση 1η: Ο Σολωμός είναι «εθνικός» μας ποιητής. Δεν είναι κάποια υπέρτατη αυθεντία, προς τις απόψεις της οποίας δεν μπορεί κανείς παρά να συμμορφώνεται τυφλά. Ο,τιδήποτε, όποιας σημασίας και αν είναι, κι αν είναι μεγάλης σημασίας ακόμα περισσότερο, δεν μπορεί παρά να περνάει από την κρίση και αποδοχή όλων όσους αφορά ή τουλάχιστον των περισσοτέρων, αν πρόκειται ένας ολόκληρος λαός να αλλάξει πορεία ή να μεταβάλλει άποψη επί σημαντικών ζητημάτων. Πρέπει κάποτε να συζητήσουμε τι και γιατί το προτιμάμε. Και, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, δεν έγινε ποτέ καμία συστηματική συζήτηση για το ζήτημα.
Παρατήρηση 2η: Ο Σολωμός είπε μεν για εμάς τους Έλληνες να προτάξουμε την αλήθεια έναντι του λεγόμενου «εθνικού συμφέροντος» ή «εθνικής άποψης» ή «εθνικού μύθου», αλλά προφανώς δεν υπενόησε (ελπίζω) ότι άλλα έθνη το έχουν ήδη πετύχει αυτό. Παίρνω ως δεδομένο ότι η αναφορά του αυτή περιέλαβε μόνο την πατρίδα μας επειδή, εύλογα, ο καθένας απευθύνεται στον κύκλο των ανθρώπων που τον αφορά και με τους οποίους συνδέεται και όχι γιατί υπάρχουν κάποια άλλα «σοφά» έθνη που έχουν ήδη διανύσει τον μακρύ και κακοτράχαλο δρόμο της αυτογνωσίας και στη χορεία των οποίων φιλοδοξούσε να μας εντάξει ο Σολωμός.
Αν υπάρχουν τέτοια έθνη, είναι προφανώς άγνωστα σε εμένα. Μια σύντομη ματιά στην ιστορία των τελευταίων αιώνων, των ευρωπαϊκών χωρών τουλάχιστον που είναι το συνηθέστατο πεδίο αναφοράς μας, με τους παγκόσμιους πολέμους, τους θρησκευτικούς πολέμους, τη δουλεία, τη λεηλασία του πλούτου των αποικιών τους κ.ο.κ. από τη μια, σε συνδυασμό με μηδενικές επανορθώσεις από την άλλη, μας παρέχουν ένα μέτρο κρίσης. Για πείτε σε ένα βρετανό ή ένα γάλλο να δίνουν κάθε χρόνο ένα μέρος του εθνικού τους εισοδήματος στις πρώην αποικίες τους για αποκατάσταση μέρους των αδικιών και θα δείτε τι σημαίνει εθνικό συμφέρον και εθνικός μύθος.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η αυτογνωσία είναι δύσκολη υπόθεση. Όταν όμως αφορά ολόκληρους λαούς και μάλιστα οργανωμένους σε κράτη, τότε μου φαίνεται ότι η επιδίωξή της πλησιάζει το ακατόρθωτο.
Παρατήρηση 3η: Εδώ και δεκαετίες πολλοί που διεκδίκησαν τον χαρακτηρισμό «διανοούμενοι», κυρίως όταν διαφωνούν με τις κυρίαρχες γραμμές (ή «αφηγήματα» όπως συνηθίσαμε να λέμε) σε πολιτικά, θρησκευτικά, εθνικά και οικονομικά ζητήματα, κατά κόρο χρησιμοποιούν τη φράση του Σολωμού για να αφοπλίσουν τους αντιπάλους τους.
Παίρνουν ως δεδομένο, χρησιμοποιώντας μιαν υποτιθέμενη αυθεντία (εν προκειμένω τον Σολωμό), ότι όλοι συμφωνούμε και παραβιάζουν έτσι την πρώτη αρχή μιας δημοκρατίας: ότι οι αυθεντίες δεν επαρκούν. Χρειάζεται διάλογος προκειμένου ελεύθερα ο καθένας να καταλήξει στην κρίση του, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καν λαός αλλά συνονθύλευμα ανθρώπων κοντά στην αγέλη.
Ακόμα πιο δεδομένο είναι κατ’ αυτούς ότι γνωρίζουν και ποια είναι η αλήθεια που πρέπει να αντικαταστήσει τα εθνικά «αφηγήματα» ή μύθους. Επίσης, ακούγοντάς τους, έχει κανείς την αίσθηση ότι η μετάβαση από τον μύθο στην αλήθεια είναι σχεδόν άμεση, αρκεί να το θελήσουμε, ενώ για εγχειρήματα τέτοιου μεγέθους, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ομοφωνούμε και λύνουμε και τα προβλήματα που θα αναφέρω πιο κάτω, λογικά θα χρειαστούν γενιές ολόκληρες και επίπονη διαδικασία.
Άλλο είναι το ζήτημα όταν έχουμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο γεγονός για το οποίο υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία και που μια ματιά σε αυτά (αν το θελήσουμε) μπορεί να είναι αρκετή για να διακρίνουμε ανάμεσα στον μύθο και στην αλήθεια.
Ίσως το πρόβλημα με πολλούς από τους διανοούμενους είναι ότι αγαπάνε πολύ περισσότερο τη δημοσιότητα που μπορούν να αποκομίσουν παρά την ευόδωση του εγχειρήματος, για τούτο και βιάζονται πολύ.
Στη συνέχεια, παίρνω ως δεδομένο ότι ζούμε με εθνικούς -και άλλους- μύθους, χωρίς να σημαίνει ότι όπως σε όλα τα ζητήματα δεν χωράει αντίλογος. Πιο συγκεκριμένα θεωρώ μύθους όχι μόνο τους συνηθισμένους, του τύπου: Έλληνες, ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, Ελλάδα, η αρχή όλου του ανθρώπινου πολιτισμού και τα συναφή, αλλά και τα ισοπεδωτικά αντίθετά τους: είμαστε (λένε κάποιοι) λαός ανεπρόκοπων ντενεκέδων που ζουν εις βάρος άλλων, αμόρφωτοι και απολίτιστοι, εαυτούληδες και καθοδηγούμενοι δίκην αγέλης από το φόβο και το ρουσφέτι.
Υπό αυτή την προϋπόθεση, προκύπτει το πρώτο ερώτημα: μας ενδιαφέρει η μετάβαση από τον μύθο στην αλήθεια και αν ναι για ποιόν λόγο; Γιατί μας το είπε η οικογένειά μας; Γιατί μας το δίδαξαν στο σχολείο; Γιατί μας το επιβάλλει κάποια αυθεντία; Γιατί είναι «καλό»;
Επίσης, θα πρέπει ταυτόχρονα να διευκρινιστεί τι συνιστά αλήθεια και τι μύθο – και πάλι υποθέτω ως δεδομένο για χάρη της συζήτησης ότι η επιλογή της αλήθειας δεν μπορεί να συνίσταται σε κρίση μόνον επί συγκεκριμένων γεγονότων (αυτό είναι αλήθεια - αυτό είναι μύθος), γιατί αυτό θα σήμαινε ή ότι ο λαός ασχολείται μόνο με το παρελθόν και κρίνει επί πραγμάτων που έγιναν και πέρασαν (γεγονός = αυτό που έχει ήδη γίνει) ή ότι έχει περιπέσει στο άκρον άωτο της αδράνειας, δεν δημιουργεί το μέλλον του, αλλά περιμένει μοιρολατρικά διάφορα γεγονότα να συμβούν, για να τα κρίνει εκ των υστέρων.
Με άλλα λόγια, η επιλογή «αλήθεια έναντι μύθου» δεν μπορεί να είναι μια εφ’ άπαξ διαδικασία αναθεώρησης του παρελθόντος και μόνο, γιατί τότε δεν θα έχουμε καταπιαστεί με τα αίτια δημιουργίας των εθνικών μύθων, οπότε το μέλλον μας θα είναι γεμάτο από αυτούς.
Επειδή ένας λαός έχει και παρελθόν αλλά και παρόν και μέλλον, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιό είναι εκείνο το στοιχείο που πρέπει να αναζητήσουμε και να αποκτήσουμε, ώστε –αν έχουμε καταλήξει στο ότι είναι προτιμητέα η αλήθεια από τον μύθο– να μην έχουμε ανάγκη τους μύθους και να τους ξεχωρίζουμε από την αλήθεια. Και όλα αυτά με ένα συλλογικό τρόπο, πράγμα που στα δικά μου μάτια φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολο.
Δεύτερο ερώτημα: Πώς θα εξετάσουμε το προηγούμενο ερώτημα και πώς θα αποφανθούμε; Το υποκείμενο που προβληματίζεται εν προκειμένω πρέπει να είναι ένας ολόκληρος λαός ή ένα έθνος. Θα ασχοληθεί ολόκληρος ο λαός με το πρόβλημα ή κάποιο ειδικά καθορισμένο τμήμα του, δηλαδή κάποιοι αντιπρόσωποί του, και πως θα επιλεγούν αυτοί οι αντιπρόσωποι; Ή μήπως κάποιοι αντιπρόσωποί του από τους υπάρχοντες θεσμούς;
Τρίτο ερώτημα: Ας υποθέσουμε ότι έγκυρα διαβουλευτήκαμε και καταλήξαμε σε θετική απόφαση: ναι, θέλουμε να περάσουμε από το μύθο στην αλήθεια. Ποιες διαδικασίες θα θεσπίσουμε και ποιοι φορείς θα αναλάβουν το εγχείρημα; Δεν νομίζω να χρειάζεται διδακτορικό στην παιδαγωγική, την ψυχολογία και την φιλοσοφία ταυτόχρονα, για να καταλάβουμε ότι κάτι που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά και διαχέεται σε όλη την κοινωνία μέσα από ποικίλους θεσμούς και εργαλεία επί δεκαετίες ή εκατονταετίες προφανώς έχει διαποτίσει ολόκληρη τη συνείδηση και μάλιστα σε βαθμό τέτοιο που δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Συνήθειες, κοινωνικά ένστικτα ή αυτοματισμοί, πεποιθήσεις, αρέσκειες και απαρέσκειες, συμφέροντα, τρόποι του σκέπτεσθαι κ.ο.κ. επηρεάζονται καθοριστικά και υποδόρια, συχνότατα εκτός γνωστικών ή συνειδητών διεργασιών. Ο καθένας από εμάς και όλοι μαζί αποτελούμε εν δυνάμει αντιπάλους ή τουλάχιστον ανασταλτικούς παράγοντες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, όταν επιχειρηθεί, αφού θα αισθανόμαστε ότι θίγονται τα ιερά και τα όσιά μας.
Επανέρχομαι στο ερώτημα, ποιος φορέας θα αναλάβει το εγχείρημα; Ο λαός σαν σύνολο; Μήπως η δημόσια εκπαίδευση; Σκεφθείτε τις πολιτικές δυνάμεις να ομονοούν σε ένα τέτοιο τεράστιο ζήτημα. Έπειτα σκεφθείτε το ωρολόγιο πρόγραμμα και την διδακτέα ύλη – ποτέ δεν βρήκαμε χρόνο στα σχολεία μας για να διδάξουμε τα παιδιά πώς να γίνουν σκεπτόμενοι άνθρωποι ή καλύτεροι πολίτες ή καλύτεροι σύντροφοι και σύζυγοι ή καλύτεροι γονείς κ.ο.κ. Το έλλειμμα αυτό εξακολουθεί να υφίσταται και αυξάνει. Πώς θα γίνει το τεράστιο άλμα στο άγνωστο και την ανασφάλεια που συνεπάγεται – την αγάπη για την αλήθεια και ενδεχομένως με οποιοδήποτε κόστος (ανάλογα με την απάντηση που δίνουμε στην προηγούμενη παράγραφο);
Επιπλέον, ποια θα είναι τα όρια του εγχειρήματος; Αλλαγή από το μύθο στην αλήθεια με οποιοδήποτε κόστος και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες; Ή βλέπουμε και κάνουμε; Ή μήπως κάτι σε πιο light;
Φοβάμαι πως αυτοί που χρησιμοποιούν συχνότατα τη ρήση του Σολωμού εμφανώς εμφορούνται από τη στέρεα εδραιωμένη πεποίθηση όχι μόνον ότι γνωρίζουν την αλήθεια, την οποία πρόθυμα προτίθενται να υποδείξουν, αλλά και ότι δεν χρειάζεται τίποτα να αλλαχθεί επάνω τους, τίποτα καινούργιο να μάθουν – πρόκειται για το άκρον άωτο της αρτηριοσκλήρυνσης.
Φέρονται σαν τάχα η αλήθεια να είναι ένα πακέτο συμπεριφορών και μόνο, στερεότυπα και αέναα επαναλαμβανόμενων σε όλο το μέλλον, που η απόκτησή τους σε διασφαλίζει δια παντός από τους μύθους. Ίσως με αυτό το κριτήριο κάποιοι μακαρίζουν ορισμένους βορειοευρωπαϊκούς λαούς ως υποδείγματα.
Με όλα τα παραπάνω δεν εισηγούμαι ένα συνεχή προβληματισμό που θα οδηγούσε σε παράλυση. Ξέρω όμως πολλούς ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να εκστρατεύσουν με ζήλο ιεραπόστολου, χωρίς να ξέρουν ούτε ποιος είναι ο εχθρός, ούτε που βρίσκεται, ούτε ποιες είναι οι δικές τους δυνάμεις, ούτε καν το λόγο που εκστρατεύουν.
Πίσω από τη βιασύνη εντοπίζουμε κάποιες φορές την τάση να μην ασχοληθούμε με τα του εαυτού μας. Η συνεχής κίνηση προς τα έξω, οι πολλές ασχολίες και επαφές, οι θόρυβοι της καθημερινότητας, δημιουργούν μια ψευδαίσθηση δραστηριότητας, ενώ η μέσα αδράνεια παραμένει και οξύνεται. Πρόκειται για μονομέρεια και λανθασμένο προσανατολισμό. Η κίνηση προς τα έξω είναι απαραίτητη, προϋποτιθεμένου ότι έχει προηγηθεί μια ανάλογη κίνηση και προς τα μέσα.
Αν μέσα μας είμαστε στεγνοί και αδρανείς, αυτό και τίποτα άλλο θα εισφέρουμε στο περιβάλλον μας. Αν πάλι μέσα μας είμαστε δημιουργικοί αλλά χωρίς επικοινωνία και εξωστρέφεια, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα περιπέσουμε στο λάθος και την αδράνεια, γιατί είναι αλήθεια πως «δεν υπάρχει όριο στη βλακεία που μπορεί να προσεγγίσει κάποιος, όταν σκέπτεται για πολύ καιρό μόνος».
Το είδος μας είναι τόσο βυθισμένο στην αδράνεια που έχει υποτιμήσει τη δυναμική η οποία μπορεί να αναπτυχθεί - ακόμα κι από λίγους ανθρώπους - όταν αυτοί ξεφύγουν από την εσωτερική τους αδράνεια.
Γιάννης Παρασκευουλάκος
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
(solon.org.gr)
Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό.
Διονύσιος Σολωμός
Γνωστή φράση και χρησιμοποιημένη κατά κόρον. Αναφέρομαι σε αυτήν γιατί είναι σχετική με την ιδέα της Αλήθειας και όχι γιατί θέλω να κάνω οποιαδήποτε ανάλυση στη σκέψη του Σολωμού. Υποθέτω πως ο Σολωμός λέγοντας «εθνικό» εννοούσε μεταξύ άλλων και μια σειρά από πράγματα: τους εθνικούς μύθους, το εθνικό συμφέρον, την εθνική άποψη κ.ο.κ.
Παρατήρηση 1η: Ο Σολωμός είναι «εθνικός» μας ποιητής. Δεν είναι κάποια υπέρτατη αυθεντία, προς τις απόψεις της οποίας δεν μπορεί κανείς παρά να συμμορφώνεται τυφλά. Ο,τιδήποτε, όποιας σημασίας και αν είναι, κι αν είναι μεγάλης σημασίας ακόμα περισσότερο, δεν μπορεί παρά να περνάει από την κρίση και αποδοχή όλων όσους αφορά ή τουλάχιστον των περισσοτέρων, αν πρόκειται ένας ολόκληρος λαός να αλλάξει πορεία ή να μεταβάλλει άποψη επί σημαντικών ζητημάτων. Πρέπει κάποτε να συζητήσουμε τι και γιατί το προτιμάμε. Και, απ’ όσο μπορώ να θυμηθώ, δεν έγινε ποτέ καμία συστηματική συζήτηση για το ζήτημα.
Παρατήρηση 2η: Ο Σολωμός είπε μεν για εμάς τους Έλληνες να προτάξουμε την αλήθεια έναντι του λεγόμενου «εθνικού συμφέροντος» ή «εθνικής άποψης» ή «εθνικού μύθου», αλλά προφανώς δεν υπενόησε (ελπίζω) ότι άλλα έθνη το έχουν ήδη πετύχει αυτό. Παίρνω ως δεδομένο ότι η αναφορά του αυτή περιέλαβε μόνο την πατρίδα μας επειδή, εύλογα, ο καθένας απευθύνεται στον κύκλο των ανθρώπων που τον αφορά και με τους οποίους συνδέεται και όχι γιατί υπάρχουν κάποια άλλα «σοφά» έθνη που έχουν ήδη διανύσει τον μακρύ και κακοτράχαλο δρόμο της αυτογνωσίας και στη χορεία των οποίων φιλοδοξούσε να μας εντάξει ο Σολωμός.
Αν υπάρχουν τέτοια έθνη, είναι προφανώς άγνωστα σε εμένα. Μια σύντομη ματιά στην ιστορία των τελευταίων αιώνων, των ευρωπαϊκών χωρών τουλάχιστον που είναι το συνηθέστατο πεδίο αναφοράς μας, με τους παγκόσμιους πολέμους, τους θρησκευτικούς πολέμους, τη δουλεία, τη λεηλασία του πλούτου των αποικιών τους κ.ο.κ. από τη μια, σε συνδυασμό με μηδενικές επανορθώσεις από την άλλη, μας παρέχουν ένα μέτρο κρίσης. Για πείτε σε ένα βρετανό ή ένα γάλλο να δίνουν κάθε χρόνο ένα μέρος του εθνικού τους εισοδήματος στις πρώην αποικίες τους για αποκατάσταση μέρους των αδικιών και θα δείτε τι σημαίνει εθνικό συμφέρον και εθνικός μύθος.
Γενικά μπορούμε να πούμε ότι η αυτογνωσία είναι δύσκολη υπόθεση. Όταν όμως αφορά ολόκληρους λαούς και μάλιστα οργανωμένους σε κράτη, τότε μου φαίνεται ότι η επιδίωξή της πλησιάζει το ακατόρθωτο.
Παρατήρηση 3η: Εδώ και δεκαετίες πολλοί που διεκδίκησαν τον χαρακτηρισμό «διανοούμενοι», κυρίως όταν διαφωνούν με τις κυρίαρχες γραμμές (ή «αφηγήματα» όπως συνηθίσαμε να λέμε) σε πολιτικά, θρησκευτικά, εθνικά και οικονομικά ζητήματα, κατά κόρο χρησιμοποιούν τη φράση του Σολωμού για να αφοπλίσουν τους αντιπάλους τους.
Παίρνουν ως δεδομένο, χρησιμοποιώντας μιαν υποτιθέμενη αυθεντία (εν προκειμένω τον Σολωμό), ότι όλοι συμφωνούμε και παραβιάζουν έτσι την πρώτη αρχή μιας δημοκρατίας: ότι οι αυθεντίες δεν επαρκούν. Χρειάζεται διάλογος προκειμένου ελεύθερα ο καθένας να καταλήξει στην κρίση του, χωρίς την οποία δεν υπάρχει καν λαός αλλά συνονθύλευμα ανθρώπων κοντά στην αγέλη.
Ακόμα πιο δεδομένο είναι κατ’ αυτούς ότι γνωρίζουν και ποια είναι η αλήθεια που πρέπει να αντικαταστήσει τα εθνικά «αφηγήματα» ή μύθους. Επίσης, ακούγοντάς τους, έχει κανείς την αίσθηση ότι η μετάβαση από τον μύθο στην αλήθεια είναι σχεδόν άμεση, αρκεί να το θελήσουμε, ενώ για εγχειρήματα τέτοιου μεγέθους, ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ομοφωνούμε και λύνουμε και τα προβλήματα που θα αναφέρω πιο κάτω, λογικά θα χρειαστούν γενιές ολόκληρες και επίπονη διαδικασία.
Άλλο είναι το ζήτημα όταν έχουμε να κάνουμε με ένα μεμονωμένο γεγονός για το οποίο υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία και που μια ματιά σε αυτά (αν το θελήσουμε) μπορεί να είναι αρκετή για να διακρίνουμε ανάμεσα στον μύθο και στην αλήθεια.
Ίσως το πρόβλημα με πολλούς από τους διανοούμενους είναι ότι αγαπάνε πολύ περισσότερο τη δημοσιότητα που μπορούν να αποκομίσουν παρά την ευόδωση του εγχειρήματος, για τούτο και βιάζονται πολύ.
Στη συνέχεια, παίρνω ως δεδομένο ότι ζούμε με εθνικούς -και άλλους- μύθους, χωρίς να σημαίνει ότι όπως σε όλα τα ζητήματα δεν χωράει αντίλογος. Πιο συγκεκριμένα θεωρώ μύθους όχι μόνο τους συνηθισμένους, του τύπου: Έλληνες, ο εξυπνότερος λαός του κόσμου, Ελλάδα, η αρχή όλου του ανθρώπινου πολιτισμού και τα συναφή, αλλά και τα ισοπεδωτικά αντίθετά τους: είμαστε (λένε κάποιοι) λαός ανεπρόκοπων ντενεκέδων που ζουν εις βάρος άλλων, αμόρφωτοι και απολίτιστοι, εαυτούληδες και καθοδηγούμενοι δίκην αγέλης από το φόβο και το ρουσφέτι.
Υπό αυτή την προϋπόθεση, προκύπτει το πρώτο ερώτημα: μας ενδιαφέρει η μετάβαση από τον μύθο στην αλήθεια και αν ναι για ποιόν λόγο; Γιατί μας το είπε η οικογένειά μας; Γιατί μας το δίδαξαν στο σχολείο; Γιατί μας το επιβάλλει κάποια αυθεντία; Γιατί είναι «καλό»;
Επίσης, θα πρέπει ταυτόχρονα να διευκρινιστεί τι συνιστά αλήθεια και τι μύθο – και πάλι υποθέτω ως δεδομένο για χάρη της συζήτησης ότι η επιλογή της αλήθειας δεν μπορεί να συνίσταται σε κρίση μόνον επί συγκεκριμένων γεγονότων (αυτό είναι αλήθεια - αυτό είναι μύθος), γιατί αυτό θα σήμαινε ή ότι ο λαός ασχολείται μόνο με το παρελθόν και κρίνει επί πραγμάτων που έγιναν και πέρασαν (γεγονός = αυτό που έχει ήδη γίνει) ή ότι έχει περιπέσει στο άκρον άωτο της αδράνειας, δεν δημιουργεί το μέλλον του, αλλά περιμένει μοιρολατρικά διάφορα γεγονότα να συμβούν, για να τα κρίνει εκ των υστέρων.
Με άλλα λόγια, η επιλογή «αλήθεια έναντι μύθου» δεν μπορεί να είναι μια εφ’ άπαξ διαδικασία αναθεώρησης του παρελθόντος και μόνο, γιατί τότε δεν θα έχουμε καταπιαστεί με τα αίτια δημιουργίας των εθνικών μύθων, οπότε το μέλλον μας θα είναι γεμάτο από αυτούς.
Επειδή ένας λαός έχει και παρελθόν αλλά και παρόν και μέλλον, θα πρέπει να αναρωτηθούμε ποιό είναι εκείνο το στοιχείο που πρέπει να αναζητήσουμε και να αποκτήσουμε, ώστε –αν έχουμε καταλήξει στο ότι είναι προτιμητέα η αλήθεια από τον μύθο– να μην έχουμε ανάγκη τους μύθους και να τους ξεχωρίζουμε από την αλήθεια. Και όλα αυτά με ένα συλλογικό τρόπο, πράγμα που στα δικά μου μάτια φαντάζει ιδιαίτερα δύσκολο.
Δεύτερο ερώτημα: Πώς θα εξετάσουμε το προηγούμενο ερώτημα και πώς θα αποφανθούμε; Το υποκείμενο που προβληματίζεται εν προκειμένω πρέπει να είναι ένας ολόκληρος λαός ή ένα έθνος. Θα ασχοληθεί ολόκληρος ο λαός με το πρόβλημα ή κάποιο ειδικά καθορισμένο τμήμα του, δηλαδή κάποιοι αντιπρόσωποί του, και πως θα επιλεγούν αυτοί οι αντιπρόσωποι; Ή μήπως κάποιοι αντιπρόσωποί του από τους υπάρχοντες θεσμούς;
Τρίτο ερώτημα: Ας υποθέσουμε ότι έγκυρα διαβουλευτήκαμε και καταλήξαμε σε θετική απόφαση: ναι, θέλουμε να περάσουμε από το μύθο στην αλήθεια. Ποιες διαδικασίες θα θεσπίσουμε και ποιοι φορείς θα αναλάβουν το εγχείρημα; Δεν νομίζω να χρειάζεται διδακτορικό στην παιδαγωγική, την ψυχολογία και την φιλοσοφία ταυτόχρονα, για να καταλάβουμε ότι κάτι που αναπαράγεται από γενιά σε γενιά και διαχέεται σε όλη την κοινωνία μέσα από ποικίλους θεσμούς και εργαλεία επί δεκαετίες ή εκατονταετίες προφανώς έχει διαποτίσει ολόκληρη τη συνείδηση και μάλιστα σε βαθμό τέτοιο που δεν μπορούμε να διανοηθούμε. Συνήθειες, κοινωνικά ένστικτα ή αυτοματισμοί, πεποιθήσεις, αρέσκειες και απαρέσκειες, συμφέροντα, τρόποι του σκέπτεσθαι κ.ο.κ. επηρεάζονται καθοριστικά και υποδόρια, συχνότατα εκτός γνωστικών ή συνειδητών διεργασιών. Ο καθένας από εμάς και όλοι μαζί αποτελούμε εν δυνάμει αντιπάλους ή τουλάχιστον ανασταλτικούς παράγοντες σε ένα τέτοιο εγχείρημα, όταν επιχειρηθεί, αφού θα αισθανόμαστε ότι θίγονται τα ιερά και τα όσιά μας.
Επανέρχομαι στο ερώτημα, ποιος φορέας θα αναλάβει το εγχείρημα; Ο λαός σαν σύνολο; Μήπως η δημόσια εκπαίδευση; Σκεφθείτε τις πολιτικές δυνάμεις να ομονοούν σε ένα τέτοιο τεράστιο ζήτημα. Έπειτα σκεφθείτε το ωρολόγιο πρόγραμμα και την διδακτέα ύλη – ποτέ δεν βρήκαμε χρόνο στα σχολεία μας για να διδάξουμε τα παιδιά πώς να γίνουν σκεπτόμενοι άνθρωποι ή καλύτεροι πολίτες ή καλύτεροι σύντροφοι και σύζυγοι ή καλύτεροι γονείς κ.ο.κ. Το έλλειμμα αυτό εξακολουθεί να υφίσταται και αυξάνει. Πώς θα γίνει το τεράστιο άλμα στο άγνωστο και την ανασφάλεια που συνεπάγεται – την αγάπη για την αλήθεια και ενδεχομένως με οποιοδήποτε κόστος (ανάλογα με την απάντηση που δίνουμε στην προηγούμενη παράγραφο);
Επιπλέον, ποια θα είναι τα όρια του εγχειρήματος; Αλλαγή από το μύθο στην αλήθεια με οποιοδήποτε κόστος και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες; Ή βλέπουμε και κάνουμε; Ή μήπως κάτι σε πιο light;
Φοβάμαι πως αυτοί που χρησιμοποιούν συχνότατα τη ρήση του Σολωμού εμφανώς εμφορούνται από τη στέρεα εδραιωμένη πεποίθηση όχι μόνον ότι γνωρίζουν την αλήθεια, την οποία πρόθυμα προτίθενται να υποδείξουν, αλλά και ότι δεν χρειάζεται τίποτα να αλλαχθεί επάνω τους, τίποτα καινούργιο να μάθουν – πρόκειται για το άκρον άωτο της αρτηριοσκλήρυνσης.
Φέρονται σαν τάχα η αλήθεια να είναι ένα πακέτο συμπεριφορών και μόνο, στερεότυπα και αέναα επαναλαμβανόμενων σε όλο το μέλλον, που η απόκτησή τους σε διασφαλίζει δια παντός από τους μύθους. Ίσως με αυτό το κριτήριο κάποιοι μακαρίζουν ορισμένους βορειοευρωπαϊκούς λαούς ως υποδείγματα.
Με όλα τα παραπάνω δεν εισηγούμαι ένα συνεχή προβληματισμό που θα οδηγούσε σε παράλυση. Ξέρω όμως πολλούς ανθρώπους που είναι πρόθυμοι να εκστρατεύσουν με ζήλο ιεραπόστολου, χωρίς να ξέρουν ούτε ποιος είναι ο εχθρός, ούτε που βρίσκεται, ούτε ποιες είναι οι δικές τους δυνάμεις, ούτε καν το λόγο που εκστρατεύουν.
Πίσω από τη βιασύνη εντοπίζουμε κάποιες φορές την τάση να μην ασχοληθούμε με τα του εαυτού μας. Η συνεχής κίνηση προς τα έξω, οι πολλές ασχολίες και επαφές, οι θόρυβοι της καθημερινότητας, δημιουργούν μια ψευδαίσθηση δραστηριότητας, ενώ η μέσα αδράνεια παραμένει και οξύνεται. Πρόκειται για μονομέρεια και λανθασμένο προσανατολισμό. Η κίνηση προς τα έξω είναι απαραίτητη, προϋποτιθεμένου ότι έχει προηγηθεί μια ανάλογη κίνηση και προς τα μέσα.
Αν μέσα μας είμαστε στεγνοί και αδρανείς, αυτό και τίποτα άλλο θα εισφέρουμε στο περιβάλλον μας. Αν πάλι μέσα μας είμαστε δημιουργικοί αλλά χωρίς επικοινωνία και εξωστρέφεια, αναπόφευκτα κάποια στιγμή θα περιπέσουμε στο λάθος και την αδράνεια, γιατί είναι αλήθεια πως «δεν υπάρχει όριο στη βλακεία που μπορεί να προσεγγίσει κάποιος, όταν σκέπτεται για πολύ καιρό μόνος».
Το είδος μας είναι τόσο βυθισμένο στην αδράνεια που έχει υποτιμήσει τη δυναμική η οποία μπορεί να αναπτυχθεί - ακόμα κι από λίγους ανθρώπους - όταν αυτοί ξεφύγουν από την εσωτερική τους αδράνεια.
Γιάννης Παρασκευουλάκος
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
(solon.org.gr)