Μια προσπάθεια παράτασης του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης κάτω από τον μανδύα της «Αέναης Προόδου»
«ε) Βιώσιμη ανάπτυξη: η ανάπτυξη που συνθέτει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους στην κατεύθυνση: 1) επίτευξης διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης και έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης, 2) της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, της δίκαιης κατανομής πόρων και της άρσης των αποκλεισμών, 3) της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και του τοπίου και της αειφόρου χρήσης των φυσικών πόρων…». Αυτός ο ορισμός αποτελεί ενσωμάτωση της αρχής της βιωσιμότητας και της αειφορίας στο ελληνικό δίκαιο κατ` απαίτηση και των μνημονίων βεβαίως.
Η έννοια της βιωσιμότητας και το μήνυμά της προέρχεται κατά πρώτον από τον αγγλικό όρο sustainability, που σημαίνει στήριξη- διατήρηση. Διατήρηση του υπάρχοντος και στήριξή του με τρόπο που να γίνει αιώνια βιώσιμο, να είναι αειφόρο. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά κατά τη 10ετία του 1970, όπου οι ιδέες του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης άρχισαν να μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο της πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν και οι πρώτες επιπτώσεις από τα πρωτοφανή τοπικά και πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα-ατυχήματα[1]. Τα οποία βέβαια με τη σειρά τους αναδείκνυαν επίσης στο επίκεντρο του διεθνούς πολιτικού ενδιαφέροντος τις οικολογικές ιδέες και αφύπνιζαν συνειδήσεις δημιουργώντας τα πρώτα περιβαλλοντικά-οικολογικά κινήματα.
Μετά το 1980 ο όρος αναφέρεται περισσότερο στη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη και συνδέεται με πολιτικά αιτήματα για τον έλεγχο και τον περιορισμό της παραγωγικής-καταναλωτικής οικονομικής δραστηριότητας, για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και κυρίως από την πυρηνική ενέργεια.
Κατά δεύτερο, ο όρος Growth (ανάπτυξη) σημαίνει αύξηση-μεγέθυνση-διόγκωση, και ιδιαιτέρως στην οικονομία σημαίνει βελτίωση των οικονομικών δεικτών, αύξηση του ΑΕΠ, των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων. Έρχεται προφανώς σε μεγάλη αντίθεση με τον όρο βιωσιμότητα.
Η έκθεση Μπούτλαντ («Το κοινό μας μέλλον» 1987) χρησιμοποιεί την έννοια της βιωσιμότητας για πρώτη φορά σαν επίθετο sustainable. Και το χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει μια νέας μορφής οικονομική ανάπτυξη (sustainable development) και μια καπιταλιστική αναθεώρηση, ανταποκρινόμενη ταυτόχρονα στο αίτημα της ευρωπαϊκής Αριστεράς για μια μετακαπιταλιστική Ευρώπη(No: Kapitalism, Klerikalism, Konservativism, Kartells , Όχι στα 4 Κ) και στο αίτημα της Δεξιάς για «αέναη πρόοδο».
Είχε προηγηθεί φυσικά η έκθεση του «Κλαμπ της Ρώμης» το 1972 για «Τα όρια της ανάπτυξης», που έθετε σε αμφισβήτηση τις κοινωνίες της «κατανάλωσης» και της «αφθονίας».
Με την «Ατζέντα 21»[2] εισάγεται ένα οικονομικό σύστημα, το οποίο έχει στόχο τη συνεχή ανάπτυξη χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και στους φυσικούς πόρους. Με τη χρήση των εργαλείων της αγοράς, υποτίθεται ότι θα προωθήσει την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών μη ρυπογόνων και φιλικών στο περιβάλλον, θα διαχειρισθεί τα απόβλητα, θα αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, θα προστατέψει τα νερά και το έδαφος. Με την αποδοτική χρήση των πόρων και την καινοτομία θα εξελιχθεί σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα με αποτέλεσμα τη συγκράτηση της ανόδου της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας, καθώς και σε οικονομία που θα καταπολεμήσει τη φτώχεια, θα μειώσει τις ανισότητες και θα βελτιώσει την υγεία των πολιτών, παντού.
Με τη γνωστή μας συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) για την Ευρώπη, εντάχθηκε η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης στις αρχές και τους σκοπούς της ΕΕ[3]. Με την προπαγάνδα που ακολούθησε, μετατράπηκε η θετική προδιάθεση που υπήρχε, σε αποδοχή της συνθήκης από τις κυβερνήσεις, αλλά και από την πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, που τότε δεν είχαν και πολλούς λόγους να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα της αειφόρου ανάπτυξης, εκτός από τους «θεμελιακούς» του οικολογικού κινήματος, που υποστήριζαν ότι δεν ήταν δυνατή μια βιώσιμη ανάπτυξη, αν αφεθεί αυτή στην αγορά και δεν υπάρξει αποκαπιταλιστικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων.
Το μήνυμα λοιπόν της επιθυμητής αειφόρου- βιώσιμης ανάπτυξης δεν πέρασε μόνο από -και στα- κόμματα εξουσίας, αλλά και πλατιά, ιδίως στα περιβαλλοντικά κινήματα. Ειδικά τα περιβαλλοντικά πράσινα κόμματα εξειδίκευσαν το μήνυμα και άρχισαν να μιλάνε και για την «πράσινη ανάπτυξη»!
Το «Πρωτόκολλο του Κιότο»(1977), απετέλεσε τη διεθνή συνθήκη για εφαρμογή της σύμβασης Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Αλλαγή του Κλίματος που ήταν ένας από τους στόχους της αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης. Μέσω του πρωτοκόλλου θα επιδιωκόταν η προστασία του κλίματος από την αγορά. Με το σύστημα αγοραπωλησίας των δικαιωμάτων ρύπων από κυβερνήσεις και εταιρείες, θα σταματούσαν την άνοδο της θερμοκρασίας και την κλιματική αλλαγή. Είχαν βάλει στόχο για μια μέση μείωση των εκπομπών μόνο κατά 5% από τα επίπεδα του 1990 και αυτή όχι να γίνει άμεσα , αλλά μέχρι το 2010-ενώ οι επιστήμονες είχαν προτείνει μείωση 60% εκείνης της χρονιάς, για να αποφευχθούν οι συνέπειες από το φαινόμενο του Θερμοκηπίου. (http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/-greenhouse-effect).
Η επιστημονική επιτροπή του ΟΗΕ είχε επισημάνει μια σειρά αποφασιστικών αλλαγών, απαραίτητων για αυτό: στην οικονομία και το μοντέλο ανάπτυξης καθώς και στον τρόπο ζωής, βασικά του «αναπτυγμένου κόσμου». Αυτές οι αλλαγές θα έπρεπε να έχουν στόχο την καθαρότερη και ορθολογικότερη (που να ικανοποιεί ουσιαστικές και όχι καταναλωτικές ανάγκες) παραγωγή, την εξοικονόμηση ενέργειας, την προώθηση των ήπιων –ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, την προώθηση εναλλακτικών τρόπων δόμησης(Βιοκλιματική αρχιτεκτονική).Θα έπρεπε να προωθηθούν εναλλακτικές μεταφορές και εναλλακτικό εμπόριο. Να καταργηθεί π.χ. το εμπόριο του τροπικού ξύλου, ώστε να διασωθεί το τροπικό δάσος που είναι ένας από τους κύριους συντελεστές μείωσης του CO2. (Για να γίνει όμως αυτό θα έπρεπε οι βιομηχανικές χώρες να χαρίσουν τα «χρέη» των τροπικών χωρών, αυτών των τόσο πλούσιων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά τόσο φτωχών λόγω της στυγνής εκμετάλλευσής τους). Να υπάρξει αλλαγή στον σχεδιασμό των πόλεων και να περιορισθεί η αυτοκίνηση υπέρ της δημόσιας αντιρρυπαντικής συγκοινωνίας. Να υπάρξει αλλαγή στα μοντέλα κατανάλωσης και γενικά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Αντ` αυτού είχαμε μια σύμβαση που έλεγε στην ουσία ότι μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πάντα με την ανάπτυξη. Γιατί τι θα μπορούσε να αλλάξει με την απόφασή τους για μια τόση μικρή μείωση κατά 5% και με το να εξαγοράζονται[4] τα «δικαιώματα εκπομπών» των φτωχών χωρών από τις χώρες και τις επιχειρήσεις που θα έπρεπε να μειώσουν τις δικές τους εκπομπές; Ακριβώς αυτό, να μπορούν να συνεχίζουν οι «αναπτυγμένοι» όπως και πριν. Η μείωση του 5% θα μπορούσε να επιτευχθεί για παράδειγμα από τις κερδοφόρες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πράγμα για το οποίο καλούσαν ένα μέρος του κεφαλαίου να γίνει με αυτόν τον τρόπο «πράσινο».
Μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που μετατράπηκε σε κρίση δημοσιονομικών χρεών, όχι μόνο δεν είχαμε μείωση του οικολογικού αποτυπώματος, της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά με ετήσιους ρυθμούς «βιώσιμης» ανάπτυξης 2-3% της παγκόσμιας οικονομίας-καπιταλιστικής και «σοσιαλιστικής»-ξεπεράσθηκε η φέρουσα ικανότητα του πλανήτη- καταναλώναμε το 130% των δυνατοτήτων του- σε πόρους και απορρόφηση αποβλήτων.
Στη συνέχεια, το 2009 στη Κοπεγχάγη, οι παγκόσμιοι «ηγέτες» δεν ήθελαν να ακούσουν για ατζέντα 21 και δεσμευτικά μέτρα για το κλίμα[5]-του οποίου η αλλαγή και οι επιπτώσεις βέβαια ήταν ήδη εδώ. Είχαν να ασχοληθούν με την οικονομική κρίση και την επιστροφή στην πούρα ανάπτυξη, χωρίς το επίθετο «αειφόρος» ή βιώσιμη, αλλά με μείωση των τιμών των μη ανανεώσιμων παραγωγικών συντελεστών, όπως είναι η ενέργεια από το πετρέλαιο ή από την εργασιακή δύναμη.
Η διασύνδεση της ατζέντα 21 του ΟΗΕ από τη μια με τις διαθρωτικές προσαρμογές του ΟΟΣΑ και τις χρηματοδοτήσεις από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα(ΠΤ), και από την άλλη με Εθνικές Επιτροπές αειφόρου ανάπτυξης και αντίστοιχες Τοπικές Αυτοδιοικήσεις, καθώς και με τις εθνικές και διεθνείς ΜΚΟ, είχε τρία σημαντικά αποτελέσματα: α) τη πολλαπλασιαστική διείσδυση του μηνύματός της σε ευρείες κοινωνικές ομάδες, β) την ενσωμάτωση της αειφορίας στις εθνικές πολιτικές, ως προϋπόθεση για κρατική χρηματοδότηση μέσω δανεισμών από τη ΠΤ και το ΔΝΤ, συνοδευόμενοι αυτοί οι δανεισμοί με αντίστοιχα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής, γνωστά ως Μνημόνια που θυματοποίησαν ολόκληρες κοινωνίες και γ) τη συσχέτιση της αειφόρου ανάπτυξης με την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση και τον έλεγχο των φυσικών πόρων.
Και ενώ στην πράξη είχε αυτά τα αποτελέσματα, στην ουσία του διακηρυγμένου της στόχου, δεν κατάφερε ούτε και αυτή τη μικρή μείωση των εκπομπών που απαιτούσε το πρωτόκολλο του Κιότο. Είχαμε αύξηση των συνολικών εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως-ακόμα και στη Γερμανία που πρωτοστάτησε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας(ΑΠΕ)[6] και είχε μικρή μείωση εκπομπών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ είχε τέτοια αύξηση στους άλλους τομείς, που την υπερκέρασαν. Είχαμε εκθετική αύξηση του οικολογικού αποτυπώματος και αύξηση της κατανάλωσης των περιορισμένων πόρων του πλανήτη, συνέχιση της ερημοποίησης, υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε πολύ λίγα χέρια και όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, μείωση των δασών και της βιοποικιλότητας, τοπικούς πολέμους και αύξηση του ρεύματος των οικονομικών-πολιτικών –περιβαλλοντικών μεταναστών κ.λπ., κ.λπ.
Από το Παρίσι (2015) και 20 χρόνια σχεδόν μετά το Κιότο, επιτεύχθηκε και πάλι συμφωνία μεταξύ 197 χωρών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Άρχισαν να μιλάνε πάλι για βιώσιμη ανάπτυξη και συγκράτηση της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής σε υποφερτά επίπεδα, με λήψη μέτρων ώστε η άνοδος της θερμοκρασίας να παραμείνει στο επίπεδο του 1,5-2 βαθμών Κελσίου.
Στη συνδιάσκεψη του Μαρακές (2016), όπου έπρεπε να συνεχισθεί η συζήτηση του Παρισιού για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων από τα κράτη, 110 από αυτά δήλωσαν ότι πέρασαν τη συμφωνία του Παρισιού από τα κοινοβούλια τους. Αντιπροσωπεύουν το 75% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Όμως ούτε σε αυτή τη συνδιάσκεψη προχώρησαν σε συγκεκριμένα μέτρα[7]. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι φοβούνται ότι οι ΗΠΑ με τον Τραμπ θα αποχωρήσουν όχι μόνο από τη συμφωνία του Παρισιού, αλλά και από την Σύμβαση του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, καθώς και από τις διεθνείς της συνδιασκέψεις.
Από την άλλη αποκαλύφθηκε από την οργάνωση Oxfam ότι για παράδειγμα η «κλιματική βοήθεια»[8] των βιομηχανικών χωρών προς τις «υπ` ανάπτυξην» χώρες δεν «ρέει» κανονικά, όπως είχε υποσχεθεί στη Συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης. Για το 2014 προβλεπόταν 41 δις δολ. και από αυτά «έρρευσαν» μόνο 11-21 δις δολ. Με τέτοια ποσά πώς να αντιμετωπίσουν οι «υπανάπτυκτες» χώρες το πρόβλημα των εκπομπών και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής που υπάρχει ήδη; Και από αυτήν, όπως είναι γνωστόν, υποφέρουν περισσότερο οι φτωχοί αυτού του πλανήτη, παρόλο που είναι αποδεδειγμένα οι λιγότερο υπεύθυνοι για αυτήν. Που είναι η «κλιματική δικαιοσύνη» που ήταν μια από τις σημαίες της «αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης»;
Ειδικά για την Ελλάδα, την παραδειγματική ναυαγό της -όπως και να την πούμε- ανάπτυξης, η μοναδική επιλογή που της μένει για το ξεπέρασμα της κρίσης, την έξοδο από τα μνημόνια και την μετάβαση στην μετά την ανάπτυξη και τον καπιταλισμό εποχή, είναι να αποδεχθεί το μήνυμα που διαμορφώνει το πρόταγμα της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης-κοινοτισμού-άμεσης δημοκρατίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες «από κάτω» θα χρειασθεί:
[1] Σεβέζο Ιταλία 1976, Μπομπαλ Ινδία 1984, Sandoz Γερμανία 1986, Τσερνομπίλ Ουκρανία 1986…
[2] Πρόγραμμα δράσης για περιβαλλοντικές πολιτικές και πολιτικές ανάπτυξης στον 21ο αιώνα. Ένα κείμενο με κατευθυντήριες γραμμές για την αειφόρο ανάπτυξη που εγκρίθηκε από 172 χώρες κατά τη διάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992.
[3] Στην Ελλάδα η έννοια της αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1996 σε νομολογία του ΣτΕ.
[4] Δημιουργήθηκε Χρηματιστήριο «Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου» και δικτυακός τόπος για εταιρείες και κυβερνήσεις.
[5] Ο στόχος 20-20-20 π.χ. της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ΕΕ/2009/29 για μείωση 20% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, για μείωση 20% της κατανάλωσης και για αύξηση 20% της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, πήγε περίπατο και περιορίσθηκε μόνο στο ένα 20, στην αύξηση 20% των ΑΠΕ, μια και οι ΑΠΕ ήταν από ότι φαίνεται μια διέξοδος για το ευρωπαϊκό-κύρια γερμανικό-κεφάλαιο σε περίοδο κρίσης. Ένα παράδειγμα: η γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW προσφέρει σε μια μαροκινή εταιρεία κατασκευής ανεμογεννητριών ένα ευνοϊκό δάνειο. Αυτό είναι «κλιματική βοήθεια» της Γερμανίας προς το Μαρόκο ή μια ιδιωτική επιδίωξη του χρηματωπιστωτικού συστήματος και της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, στα πλαίσια της «αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης βεβαίως-βεβαίως;
[6] Λόγω του ότι μέσα από το οικολογικό-αντιπυρηνικό κίνημα ανέλαβαν στην αρχή οι ίδιοι οι πολίτες με την αυτοοργάνωσή τους σε συναιτερισμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και όχι γιατί στράφηκαν οι εταιρείες ενέργειας προς αυτές.
[7] Η γερμανική κυβέρνηση που κατέβηκε στη συνδιάσκεψη με το πιο προχωρημένο πρόγραμμα προστασίας του κλίματος μέχρι το 2050, κατηγορείται από τις ΜΚΟ και την αντιπολίτευση στη χώρα ότι το πρόγραμμα απέχει πολύ από μια δραστική προστασία και ότι είναι πολύ «λάιτ», γιατί λείπει το χρονοδιάγραμμα π.χ. για την έξοδο από την «οικονομία του άνθρακα».
[8] Στη Κοπεγχάγη το 2009, το μόνο που είχε συμφωνηθεί ως εφαρμόσιμο εθελοντικά μέτρο-με τη μορφή υπόσχεσης δηλαδή- για την προστασία του κλίματος, ήταν η εθελούσια βοήθεια των βιομηχανικών χωρών προς τις φτωχές χώρες που υποφέρουν από την κλιματική αλλαγή. Αυτή η «κλιματική βοήθεια» όπως ονομάσθηκε, θα έπρεπε σταδιακά να αυξάνεται και μέχρι το 2020 να φθάσει στο ποσό των 100 δις δολ. ετησίως και να παρέχεται για να μπορέσουν και οι φτωχές χώρες να μειώσουν τις εκπομπές τους, αλλά και για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την υπάρχουσα ήδη κλιματική αλλαγή.
- Το μήνυμα της «αειφόρου- βιώσιμης ανάπτυξης»
«ε) Βιώσιμη ανάπτυξη: η ανάπτυξη που συνθέτει κοινωνικούς, οικονομικούς και περιβαλλοντικούς στόχους στην κατεύθυνση: 1) επίτευξης διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης με τη δημιουργία ισχυρής παραγωγικής βάσης και έμφαση στην καινοτομία και την αύξηση της απασχόλησης, 2) της εδαφικής και κοινωνικής συνοχής, της δίκαιης κατανομής πόρων και της άρσης των αποκλεισμών, 3) της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, της βιοποικιλότητας και του τοπίου και της αειφόρου χρήσης των φυσικών πόρων…». Αυτός ο ορισμός αποτελεί ενσωμάτωση της αρχής της βιωσιμότητας και της αειφορίας στο ελληνικό δίκαιο κατ` απαίτηση και των μνημονίων βεβαίως.
Η έννοια της βιωσιμότητας και το μήνυμά της προέρχεται κατά πρώτον από τον αγγλικό όρο sustainability, που σημαίνει στήριξη- διατήρηση. Διατήρηση του υπάρχοντος και στήριξή του με τρόπο που να γίνει αιώνια βιώσιμο, να είναι αειφόρο. Χρησιμοποιήθηκε αρχικά κατά τη 10ετία του 1970, όπου οι ιδέες του νεοφιλελευθερισμού και της παγκοσμιοποίησης άρχισαν να μπαίνουν δυναμικά στο προσκήνιο της πολιτικής, ενώ ταυτόχρονα εμφανίζονταν και οι πρώτες επιπτώσεις από τα πρωτοφανή τοπικά και πλανητικά περιβαλλοντικά προβλήματα-ατυχήματα[1]. Τα οποία βέβαια με τη σειρά τους αναδείκνυαν επίσης στο επίκεντρο του διεθνούς πολιτικού ενδιαφέροντος τις οικολογικές ιδέες και αφύπνιζαν συνειδήσεις δημιουργώντας τα πρώτα περιβαλλοντικά-οικολογικά κινήματα.
Μετά το 1980 ο όρος αναφέρεται περισσότερο στη διατήρηση της ζωής στον πλανήτη και συνδέεται με πολιτικά αιτήματα για τον έλεγχο και τον περιορισμό της παραγωγικής-καταναλωτικής οικονομικής δραστηριότητας, για την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και κυρίως από την πυρηνική ενέργεια.
Κατά δεύτερο, ο όρος Growth (ανάπτυξη) σημαίνει αύξηση-μεγέθυνση-διόγκωση, και ιδιαιτέρως στην οικονομία σημαίνει βελτίωση των οικονομικών δεικτών, αύξηση του ΑΕΠ, των θέσεων εργασίας και των εισοδημάτων. Έρχεται προφανώς σε μεγάλη αντίθεση με τον όρο βιωσιμότητα.
Η έκθεση Μπούτλαντ («Το κοινό μας μέλλον» 1987) χρησιμοποιεί την έννοια της βιωσιμότητας για πρώτη φορά σαν επίθετο sustainable. Και το χρησιμοποιεί για να χαρακτηρίσει μια νέας μορφής οικονομική ανάπτυξη (sustainable development) και μια καπιταλιστική αναθεώρηση, ανταποκρινόμενη ταυτόχρονα στο αίτημα της ευρωπαϊκής Αριστεράς για μια μετακαπιταλιστική Ευρώπη(No: Kapitalism, Klerikalism, Konservativism, Kartells , Όχι στα 4 Κ) και στο αίτημα της Δεξιάς για «αέναη πρόοδο».
Είχε προηγηθεί φυσικά η έκθεση του «Κλαμπ της Ρώμης» το 1972 για «Τα όρια της ανάπτυξης», που έθετε σε αμφισβήτηση τις κοινωνίες της «κατανάλωσης» και της «αφθονίας».
Με την «Ατζέντα 21»[2] εισάγεται ένα οικονομικό σύστημα, το οποίο έχει στόχο τη συνεχή ανάπτυξη χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις στο περιβάλλον και στους φυσικούς πόρους. Με τη χρήση των εργαλείων της αγοράς, υποτίθεται ότι θα προωθήσει την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών μη ρυπογόνων και φιλικών στο περιβάλλον, θα διαχειρισθεί τα απόβλητα, θα αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή, θα προστατέψει τα νερά και το έδαφος. Με την αποδοτική χρήση των πόρων και την καινοτομία θα εξελιχθεί σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα με αποτέλεσμα τη συγκράτηση της ανόδου της μέσης πλανητικής θερμοκρασίας, καθώς και σε οικονομία που θα καταπολεμήσει τη φτώχεια, θα μειώσει τις ανισότητες και θα βελτιώσει την υγεία των πολιτών, παντού.
Με τη γνωστή μας συνθήκη του Μάαστριχτ (1992) για την Ευρώπη, εντάχθηκε η αρχή της αειφόρου ανάπτυξης στις αρχές και τους σκοπούς της ΕΕ[3]. Με την προπαγάνδα που ακολούθησε, μετατράπηκε η θετική προδιάθεση που υπήρχε, σε αποδοχή της συνθήκης από τις κυβερνήσεις, αλλά και από την πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών, που τότε δεν είχαν και πολλούς λόγους να αμφισβητήσουν την αναγκαιότητα της αειφόρου ανάπτυξης, εκτός από τους «θεμελιακούς» του οικολογικού κινήματος, που υποστήριζαν ότι δεν ήταν δυνατή μια βιώσιμη ανάπτυξη, αν αφεθεί αυτή στην αγορά και δεν υπάρξει αποκαπιταλιστικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων.
Το μήνυμα λοιπόν της επιθυμητής αειφόρου- βιώσιμης ανάπτυξης δεν πέρασε μόνο από -και στα- κόμματα εξουσίας, αλλά και πλατιά, ιδίως στα περιβαλλοντικά κινήματα. Ειδικά τα περιβαλλοντικά πράσινα κόμματα εξειδίκευσαν το μήνυμα και άρχισαν να μιλάνε και για την «πράσινη ανάπτυξη»!
- Στόχος του μηνήματος: η παράταση του καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης
Το «Πρωτόκολλο του Κιότο»(1977), απετέλεσε τη διεθνή συνθήκη για εφαρμογή της σύμβασης Πλαίσιο του ΟΗΕ για την Αλλαγή του Κλίματος που ήταν ένας από τους στόχους της αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης. Μέσω του πρωτοκόλλου θα επιδιωκόταν η προστασία του κλίματος από την αγορά. Με το σύστημα αγοραπωλησίας των δικαιωμάτων ρύπων από κυβερνήσεις και εταιρείες, θα σταματούσαν την άνοδο της θερμοκρασίας και την κλιματική αλλαγή. Είχαν βάλει στόχο για μια μέση μείωση των εκπομπών μόνο κατά 5% από τα επίπεδα του 1990 και αυτή όχι να γίνει άμεσα , αλλά μέχρι το 2010-ενώ οι επιστήμονες είχαν προτείνει μείωση 60% εκείνης της χρονιάς, για να αποφευχθούν οι συνέπειες από το φαινόμενο του Θερμοκηπίου. (http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/-greenhouse-effect).
Η επιστημονική επιτροπή του ΟΗΕ είχε επισημάνει μια σειρά αποφασιστικών αλλαγών, απαραίτητων για αυτό: στην οικονομία και το μοντέλο ανάπτυξης καθώς και στον τρόπο ζωής, βασικά του «αναπτυγμένου κόσμου». Αυτές οι αλλαγές θα έπρεπε να έχουν στόχο την καθαρότερη και ορθολογικότερη (που να ικανοποιεί ουσιαστικές και όχι καταναλωτικές ανάγκες) παραγωγή, την εξοικονόμηση ενέργειας, την προώθηση των ήπιων –ανανεώσιμων μορφών ενέργειας, την προώθηση εναλλακτικών τρόπων δόμησης(Βιοκλιματική αρχιτεκτονική).Θα έπρεπε να προωθηθούν εναλλακτικές μεταφορές και εναλλακτικό εμπόριο. Να καταργηθεί π.χ. το εμπόριο του τροπικού ξύλου, ώστε να διασωθεί το τροπικό δάσος που είναι ένας από τους κύριους συντελεστές μείωσης του CO2. (Για να γίνει όμως αυτό θα έπρεπε οι βιομηχανικές χώρες να χαρίσουν τα «χρέη» των τροπικών χωρών, αυτών των τόσο πλούσιων σε πλουτοπαραγωγικές πηγές, αλλά τόσο φτωχών λόγω της στυγνής εκμετάλλευσής τους). Να υπάρξει αλλαγή στον σχεδιασμό των πόλεων και να περιορισθεί η αυτοκίνηση υπέρ της δημόσιας αντιρρυπαντικής συγκοινωνίας. Να υπάρξει αλλαγή στα μοντέλα κατανάλωσης και γενικά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Αντ` αυτού είχαμε μια σύμβαση που έλεγε στην ουσία ότι μπορούμε να συνεχίσουμε όπως πάντα με την ανάπτυξη. Γιατί τι θα μπορούσε να αλλάξει με την απόφασή τους για μια τόση μικρή μείωση κατά 5% και με το να εξαγοράζονται[4] τα «δικαιώματα εκπομπών» των φτωχών χωρών από τις χώρες και τις επιχειρήσεις που θα έπρεπε να μειώσουν τις δικές τους εκπομπές; Ακριβώς αυτό, να μπορούν να συνεχίζουν οι «αναπτυγμένοι» όπως και πριν. Η μείωση του 5% θα μπορούσε να επιτευχθεί για παράδειγμα από τις κερδοφόρες επενδύσεις στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πράγμα για το οποίο καλούσαν ένα μέρος του κεφαλαίου να γίνει με αυτόν τον τρόπο «πράσινο».
Μέχρι την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 που μετατράπηκε σε κρίση δημοσιονομικών χρεών, όχι μόνο δεν είχαμε μείωση του οικολογικού αποτυπώματος, της φτώχειας και των κοινωνικών ανισοτήτων, αλλά με ετήσιους ρυθμούς «βιώσιμης» ανάπτυξης 2-3% της παγκόσμιας οικονομίας-καπιταλιστικής και «σοσιαλιστικής»-ξεπεράσθηκε η φέρουσα ικανότητα του πλανήτη- καταναλώναμε το 130% των δυνατοτήτων του- σε πόρους και απορρόφηση αποβλήτων.
Στη συνέχεια, το 2009 στη Κοπεγχάγη, οι παγκόσμιοι «ηγέτες» δεν ήθελαν να ακούσουν για ατζέντα 21 και δεσμευτικά μέτρα για το κλίμα[5]-του οποίου η αλλαγή και οι επιπτώσεις βέβαια ήταν ήδη εδώ. Είχαν να ασχοληθούν με την οικονομική κρίση και την επιστροφή στην πούρα ανάπτυξη, χωρίς το επίθετο «αειφόρος» ή βιώσιμη, αλλά με μείωση των τιμών των μη ανανεώσιμων παραγωγικών συντελεστών, όπως είναι η ενέργεια από το πετρέλαιο ή από την εργασιακή δύναμη.
Η διασύνδεση της ατζέντα 21 του ΟΗΕ από τη μια με τις διαθρωτικές προσαρμογές του ΟΟΣΑ και τις χρηματοδοτήσεις από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα(ΠΤ), και από την άλλη με Εθνικές Επιτροπές αειφόρου ανάπτυξης και αντίστοιχες Τοπικές Αυτοδιοικήσεις, καθώς και με τις εθνικές και διεθνείς ΜΚΟ, είχε τρία σημαντικά αποτελέσματα: α) τη πολλαπλασιαστική διείσδυση του μηνύματός της σε ευρείες κοινωνικές ομάδες, β) την ενσωμάτωση της αειφορίας στις εθνικές πολιτικές, ως προϋπόθεση για κρατική χρηματοδότηση μέσω δανεισμών από τη ΠΤ και το ΔΝΤ, συνοδευόμενοι αυτοί οι δανεισμοί με αντίστοιχα Προγράμματα Διαρθρωτικής Προσαρμογής, γνωστά ως Μνημόνια που θυματοποίησαν ολόκληρες κοινωνίες και γ) τη συσχέτιση της αειφόρου ανάπτυξης με την παγκόσμια οικονομική διακυβέρνηση και τον έλεγχο των φυσικών πόρων.
Και ενώ στην πράξη είχε αυτά τα αποτελέσματα, στην ουσία του διακηρυγμένου της στόχου, δεν κατάφερε ούτε και αυτή τη μικρή μείωση των εκπομπών που απαιτούσε το πρωτόκολλο του Κιότο. Είχαμε αύξηση των συνολικών εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως-ακόμα και στη Γερμανία που πρωτοστάτησε στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας(ΑΠΕ)[6] και είχε μικρή μείωση εκπομπών στον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ είχε τέτοια αύξηση στους άλλους τομείς, που την υπερκέρασαν. Είχαμε εκθετική αύξηση του οικολογικού αποτυπώματος και αύξηση της κατανάλωσης των περιορισμένων πόρων του πλανήτη, συνέχιση της ερημοποίησης, υπερσυγκέντρωση του πλούτου σε πολύ λίγα χέρια και όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, μείωση των δασών και της βιοποικιλότητας, τοπικούς πολέμους και αύξηση του ρεύματος των οικονομικών-πολιτικών –περιβαλλοντικών μεταναστών κ.λπ., κ.λπ.
Από το Παρίσι (2015) και 20 χρόνια σχεδόν μετά το Κιότο, επιτεύχθηκε και πάλι συμφωνία μεταξύ 197 χωρών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Άρχισαν να μιλάνε πάλι για βιώσιμη ανάπτυξη και συγκράτηση της επερχόμενης κλιματικής αλλαγής σε υποφερτά επίπεδα, με λήψη μέτρων ώστε η άνοδος της θερμοκρασίας να παραμείνει στο επίπεδο του 1,5-2 βαθμών Κελσίου.
Στη συνδιάσκεψη του Μαρακές (2016), όπου έπρεπε να συνεχισθεί η συζήτηση του Παρισιού για τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων από τα κράτη, 110 από αυτά δήλωσαν ότι πέρασαν τη συμφωνία του Παρισιού από τα κοινοβούλια τους. Αντιπροσωπεύουν το 75% των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου. Όμως ούτε σε αυτή τη συνδιάσκεψη προχώρησαν σε συγκεκριμένα μέτρα[7]. Οι περισσότεροι αντιπρόσωποι φοβούνται ότι οι ΗΠΑ με τον Τραμπ θα αποχωρήσουν όχι μόνο από τη συμφωνία του Παρισιού, αλλά και από την Σύμβαση του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή, καθώς και από τις διεθνείς της συνδιασκέψεις.
Από την άλλη αποκαλύφθηκε από την οργάνωση Oxfam ότι για παράδειγμα η «κλιματική βοήθεια»[8] των βιομηχανικών χωρών προς τις «υπ` ανάπτυξην» χώρες δεν «ρέει» κανονικά, όπως είχε υποσχεθεί στη Συνδιάσκεψη της Κοπεγχάγης. Για το 2014 προβλεπόταν 41 δις δολ. και από αυτά «έρρευσαν» μόνο 11-21 δις δολ. Με τέτοια ποσά πώς να αντιμετωπίσουν οι «υπανάπτυκτες» χώρες το πρόβλημα των εκπομπών και των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής που υπάρχει ήδη; Και από αυτήν, όπως είναι γνωστόν, υποφέρουν περισσότερο οι φτωχοί αυτού του πλανήτη, παρόλο που είναι αποδεδειγμένα οι λιγότερο υπεύθυνοι για αυτήν. Που είναι η «κλιματική δικαιοσύνη» που ήταν μια από τις σημαίες της «αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης»;
- Το μήνυμα της Αποανάπτυξης
Ειδικά για την Ελλάδα, την παραδειγματική ναυαγό της -όπως και να την πούμε- ανάπτυξης, η μοναδική επιλογή που της μένει για το ξεπέρασμα της κρίσης, την έξοδο από τα μνημόνια και την μετάβαση στην μετά την ανάπτυξη και τον καπιταλισμό εποχή, είναι να αποδεχθεί το μήνυμα που διαμορφώνει το πρόταγμα της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης-κοινοτισμού-άμεσης δημοκρατίας.
Αυτό σημαίνει ότι οι Έλληνες «από κάτω» θα χρειασθεί:
- Να απορρίψουν το μήνυμα και την μέχρι τώρα ιδεολογία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ακόμα και με τη μορφή της «αειφόρου» ή της «βιώσιμης». Να απορρίψουν ακόμα και την ψευδαίσθηση της «πράσινης» ανάπτυξης σε συνθήκες αγοράς και καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Να επιδιώξουν την αποκαπιταλιστικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων και του κοινωνικού σχηματισμού.
- Να επιδιώξουν λύση της σημερινής κρίσης των δημοσιονομικών χρεών υπέρ της κοινωνίας και όχι για άλλη μια φορά υπέρ των «από πάνω».
- Να αρνηθούν τη θέση που έχει σήμερα η χώρα στα πλαίσια του παγκοσμιοποιημένου καπιταλιστικού μοντέλου ανάπτυξης.
- Να αρνηθούν την κοινωνική εκμετάλλευση και τη λεηλασία της φύσης, την υπερκατανάλωση και την κυριαρχία του οικονομικού στο πολιτικό.
- Να επιλέξουν μια νέα αντίληψη για τη ζωή, για μια κοινωνία στην οποία η ποιότητα να βαραίνει περισσότερο από την ποσότητα, η εγκράτεια και η επιδίωξη της επάρκειας να υπερτερεί της απληστίας.
- Να αναδιανείμουν τους φυσικούς πόρους προς όφελος όσων βρίσκονται σε μειονεκτική θέση και να διευρύνουν τις συμβιωτικές κοινοτικές σχέσεις-σχεσιακά αγαθά- σε ένα περιβάλλον που θα χαρακτηρίζεται από συνεργασία, αλληλεγγύη, ολιγάρκεια, εκούσια απλότητα και λιτή κατανάλωση υλικών αγαθών.
- Να προτάσσουν τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά, την κοινοκτημοσύνη απέναντι στη λογική της ιδιοκτησίας.
- Να υπερασπίζονται τον ελεύθερο χρόνο και την επιβράδυνση των ρυθμών ζωής, σε αντίθεση με την ψυχαναγκαστική εργασία, την απεξάρτηση από την αγορά και την εμπορευματοποίηση των διαπροσωπικών σχέσεων.
- Να επιδιώξουν την εγγύτητα και τις μικρές αποστάσεις διεκδικώντας τα πρωτεία του τοπικού έναντι του παγκόσμιου.
[1] Σεβέζο Ιταλία 1976, Μπομπαλ Ινδία 1984, Sandoz Γερμανία 1986, Τσερνομπίλ Ουκρανία 1986…
[2] Πρόγραμμα δράσης για περιβαλλοντικές πολιτικές και πολιτικές ανάπτυξης στον 21ο αιώνα. Ένα κείμενο με κατευθυντήριες γραμμές για την αειφόρο ανάπτυξη που εγκρίθηκε από 172 χώρες κατά τη διάσκεψη του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, στο Ρίο ντε Τζανέιρο το 1992.
[3] Στην Ελλάδα η έννοια της αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης εμφανίσθηκε για πρώτη φορά το 1996 σε νομολογία του ΣτΕ.
[4] Δημιουργήθηκε Χρηματιστήριο «Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής Αερίων του Θερμοκηπίου» και δικτυακός τόπος για εταιρείες και κυβερνήσεις.
[5] Ο στόχος 20-20-20 π.χ. της Οδηγίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ΕΕ/2009/29 για μείωση 20% των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, για μείωση 20% της κατανάλωσης και για αύξηση 20% της παραγωγής ενέργειας από ΑΠΕ, πήγε περίπατο και περιορίσθηκε μόνο στο ένα 20, στην αύξηση 20% των ΑΠΕ, μια και οι ΑΠΕ ήταν από ότι φαίνεται μια διέξοδος για το ευρωπαϊκό-κύρια γερμανικό-κεφάλαιο σε περίοδο κρίσης. Ένα παράδειγμα: η γερμανική αναπτυξιακή τράπεζα KfW προσφέρει σε μια μαροκινή εταιρεία κατασκευής ανεμογεννητριών ένα ευνοϊκό δάνειο. Αυτό είναι «κλιματική βοήθεια» της Γερμανίας προς το Μαρόκο ή μια ιδιωτική επιδίωξη του χρηματωπιστωτικού συστήματος και της καπιταλιστικής επιχειρηματικότητας, στα πλαίσια της «αειφόρου-βιώσιμης ανάπτυξης βεβαίως-βεβαίως;
[6] Λόγω του ότι μέσα από το οικολογικό-αντιπυρηνικό κίνημα ανέλαβαν στην αρχή οι ίδιοι οι πολίτες με την αυτοοργάνωσή τους σε συναιτερισμούς παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ και όχι γιατί στράφηκαν οι εταιρείες ενέργειας προς αυτές.
[7] Η γερμανική κυβέρνηση που κατέβηκε στη συνδιάσκεψη με το πιο προχωρημένο πρόγραμμα προστασίας του κλίματος μέχρι το 2050, κατηγορείται από τις ΜΚΟ και την αντιπολίτευση στη χώρα ότι το πρόγραμμα απέχει πολύ από μια δραστική προστασία και ότι είναι πολύ «λάιτ», γιατί λείπει το χρονοδιάγραμμα π.χ. για την έξοδο από την «οικονομία του άνθρακα».
[8] Στη Κοπεγχάγη το 2009, το μόνο που είχε συμφωνηθεί ως εφαρμόσιμο εθελοντικά μέτρο-με τη μορφή υπόσχεσης δηλαδή- για την προστασία του κλίματος, ήταν η εθελούσια βοήθεια των βιομηχανικών χωρών προς τις φτωχές χώρες που υποφέρουν από την κλιματική αλλαγή. Αυτή η «κλιματική βοήθεια» όπως ονομάσθηκε, θα έπρεπε σταδιακά να αυξάνεται και μέχρι το 2020 να φθάσει στο ποσό των 100 δις δολ. ετησίως και να παρέχεται για να μπορέσουν και οι φτωχές χώρες να μειώσουν τις εκπομπές τους, αλλά και για να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις από την υπάρχουσα ήδη κλιματική αλλαγή.