Η εμμονή στη λιτότητα από την πολιτική της γερμανικής χριστιανοδημοκρατίας-σοσιαλδημοκρατίας, δεν είναι ένα λάθος της, αλλά μια επιλογή, που οδηγεί στην αναδιανομή του πλούτου. Για να γίνεται ακόμη πιο πλούσια η ευρωπαϊκή ελίτ από τη μια και να παράγεται από την άλλη ένα πλήθος φτωχών χωρίς δικαιώματα και απαιτήσεις, ώστε να αποτελέσουν τους σύγχρονους υπηρέτες της. Το γερμανικό μοντέλο λιτότητας είναι ένα μείγμα οικονομικού νεοφιλελευθερισμού και ψυχολογικού συνδρόμου, που απαιτεί τη θεϊκή παρέμβαση, όπως την αντιλαμβάνεται ο προτεσταντισμός: υπάρχει πάντα η τιμωρία. Όσοι δεν συμμορφώνονται θα καταστραφούν, όπως πολλές φορές έχουν δηλώσει γερμανοί οικονομικοί παράγοντες κυρίως για την Ελλάδα. Έχουμε δηλαδή ένα νεοφιλελευθερισμό των κανόνων και της ευλάβειας προς τους κανόνες, η δε αμαρτία της μη συμμόρφωσης τιμωρείται.
Καταρχήν δεν είναι λιτότητα για όλους. Η μερκελ-γκαμπριελική[1] αντίληψη της λιτότητας συμπίπτει με την επιβεβλημένη στέρηση. Δεν έχει να κάνει με την απαλλαγή του πολίτη από περιττές ή κατασκευασμένες ανάγκες και επιθυμίες, με την απόρριψη της υπερκατανάλωσης και την επιλογή της επάρκειας, όπως υποστηρίζει η κατεύθυνση της αποανάπτυξης -τοπικοποίησης. Καμιά από τις περιττές και δημιουργημένες ανάγκες-επιθυμίες δεν απειλείται από το είδος της στέρησης που επιβάλλεται σήμερα στους «από κάτω» της Ευρώπης. Ο καταναλωτισμός με το σύνδρομο της απόκτησης Mercedes συνεχίζει να λειτουργεί και να προωθείται, ενώ στα πλήρως ελεγχόμενα μίντια, οι διαφημίσεις άχρηστων αντικειμένων εναλλάσσονται με παρουσιαστές που κλαίνε κι οδύρονται για την ανάγκη περικοπών. Φυσικά η ανάγκη για περικοπές που προωθούν, αφορούν στις κοινωνικές δαπάνες του κοινωνικού κράτους πρόνοιας για τους οικονομικά αδύναμους, που υπήρχε με τις κεϋνσιανικές πολιτικές, πριν τη παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού. Οι κοινωνικές δαπάνες σε καμιά περίπτωση δεν ευθύνονται για την κρίση.
Οι περικοπές μισθών, συντάξεων, κονδυλίων για την Υγεία και την Παιδεία, δεν πλήττουν τα ανώτερα στρώματα, τα οποία και έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τις παροχές αυτές και δεν επιβαρύνονται από τα μέτρα. Οι μικρές επιχειρήσεις και οι μισθωτοί φορολογούνται, αλλά οι μεγάλες επιχειρήσεις και πολυεθνικές μπορούν να φοροαπαλλάσσονται, μέσα από διαδικασίες όπως αυτές που αποκαλύφθηκαν στο Λουξεμβούργο, με ξέπλυμα δηλαδή του χρήματος στην καρδιά της Ευρώπης, με συνταγές του ίδιου του Γιούνγκερ.
Οι κυβερνήσεις με απροκάλυπτες ρυθμίσεις, εξαιρούν τις μεγάλες επιχειρήσεις από την καταβολή φόρων που επιβάλλουν στους υπόλοιπους. Ένας από τους πρώτους μνημονιακούς φόρους στην Ελλάδα ήταν το χαράτσι, που επιβλήθηκε με νόμο. Αμέσως μετά, με δεύτερο νόμο, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών, απάλλαξε όσους έχουν πάνω από 1.000 και 2.000 τετραγωνικά από το χαράτσι αυτό. Ο δε Στουρνάρας ζήτησε την απαλλαγή της κεντρικής τράπεζας από τον ΕΜΦΙΑ.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις κερδίζουν όχι μόνο από την φοροαπαλλαγή, αλλά και από τη συρρίκνωση των μισθών και την ελαστική-μερική απασχόληση. Την οικονομική ελίτ λοιπόν δεν την αγγίζει η «λιτότητα» των ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αντίθετα, κερδίζει και από τη συρρίκνωση τους κόστους και από τις ευκαιρίες αγορών που εμφανίζονται.
Η Μέρκελ έχει καταλάβει ότι δεν είναι δυνατή η υπερκατανάλωση των περιορισμένων ανθρώπινων και φυσικών πόρων από την πολυπληθή ευρωπαϊκή μεσαία τάξη. Ξεκίνησε τη στέρηση από τη μεσαία τάξη της Νότιας καταρχήν Ευρώπης, γιατί η γερμανική μεσαία τάξη την εκλέγει και δεν θέλει να διακινδυνεύσει τη δυνατότητα να επιβάλει τις πολιτικές που επιτυγχάνουν ακριβώς αυτό που είναι η ουσία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού: τη συγκέντρωση του πλούτου στους εκλεκτούς του προτεσταντισμού και τη στέρηση στους «αμαρτωλούς», που είναι ανυπάκουοι και δεν κρατούν τα «συμφωνημένα».
Μια επερχόμενη κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα λοιπόν, που μιλά για κατάργηση της λιτότητας, θα έπρεπε να μιλά καλύτερα για κατάργηση της επιβεβλημένης στέρησης στους «από κάτω». Ταυτόχρονα να οργανώνει έτσι την πολιτική της πραχτική, ώστε να πετύχει-πράγμα δύσκολο χωρίς σύγκρουση- την κατάργηση της δυνατότητας κάθε οικονομικής ελίτ να μπορεί να συνεχίζει ανενόχλητη την υπερκατανάλωση των εναπομεινάντων πόρων.
[1] Ο Γκάμπριελ είναι ο σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος
Καταρχήν δεν είναι λιτότητα για όλους. Η μερκελ-γκαμπριελική[1] αντίληψη της λιτότητας συμπίπτει με την επιβεβλημένη στέρηση. Δεν έχει να κάνει με την απαλλαγή του πολίτη από περιττές ή κατασκευασμένες ανάγκες και επιθυμίες, με την απόρριψη της υπερκατανάλωσης και την επιλογή της επάρκειας, όπως υποστηρίζει η κατεύθυνση της αποανάπτυξης -τοπικοποίησης. Καμιά από τις περιττές και δημιουργημένες ανάγκες-επιθυμίες δεν απειλείται από το είδος της στέρησης που επιβάλλεται σήμερα στους «από κάτω» της Ευρώπης. Ο καταναλωτισμός με το σύνδρομο της απόκτησης Mercedes συνεχίζει να λειτουργεί και να προωθείται, ενώ στα πλήρως ελεγχόμενα μίντια, οι διαφημίσεις άχρηστων αντικειμένων εναλλάσσονται με παρουσιαστές που κλαίνε κι οδύρονται για την ανάγκη περικοπών. Φυσικά η ανάγκη για περικοπές που προωθούν, αφορούν στις κοινωνικές δαπάνες του κοινωνικού κράτους πρόνοιας για τους οικονομικά αδύναμους, που υπήρχε με τις κεϋνσιανικές πολιτικές, πριν τη παγκοσμιοποίηση του καπιταλισμού. Οι κοινωνικές δαπάνες σε καμιά περίπτωση δεν ευθύνονται για την κρίση.
Οι περικοπές μισθών, συντάξεων, κονδυλίων για την Υγεία και την Παιδεία, δεν πλήττουν τα ανώτερα στρώματα, τα οποία και έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν για τις παροχές αυτές και δεν επιβαρύνονται από τα μέτρα. Οι μικρές επιχειρήσεις και οι μισθωτοί φορολογούνται, αλλά οι μεγάλες επιχειρήσεις και πολυεθνικές μπορούν να φοροαπαλλάσσονται, μέσα από διαδικασίες όπως αυτές που αποκαλύφθηκαν στο Λουξεμβούργο, με ξέπλυμα δηλαδή του χρήματος στην καρδιά της Ευρώπης, με συνταγές του ίδιου του Γιούνγκερ.
Οι κυβερνήσεις με απροκάλυπτες ρυθμίσεις, εξαιρούν τις μεγάλες επιχειρήσεις από την καταβολή φόρων που επιβάλλουν στους υπόλοιπους. Ένας από τους πρώτους μνημονιακούς φόρους στην Ελλάδα ήταν το χαράτσι, που επιβλήθηκε με νόμο. Αμέσως μετά, με δεύτερο νόμο, ο Βαγγέλης Βενιζέλος, ως υπουργός Οικονομικών, απάλλαξε όσους έχουν πάνω από 1.000 και 2.000 τετραγωνικά από το χαράτσι αυτό. Ο δε Στουρνάρας ζήτησε την απαλλαγή της κεντρικής τράπεζας από τον ΕΜΦΙΑ.
Οι μεγάλες επιχειρήσεις κερδίζουν όχι μόνο από την φοροαπαλλαγή, αλλά και από τη συρρίκνωση των μισθών και την ελαστική-μερική απασχόληση. Την οικονομική ελίτ λοιπόν δεν την αγγίζει η «λιτότητα» των ευρωπαϊκών νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αντίθετα, κερδίζει και από τη συρρίκνωση τους κόστους και από τις ευκαιρίες αγορών που εμφανίζονται.
Η Μέρκελ έχει καταλάβει ότι δεν είναι δυνατή η υπερκατανάλωση των περιορισμένων ανθρώπινων και φυσικών πόρων από την πολυπληθή ευρωπαϊκή μεσαία τάξη. Ξεκίνησε τη στέρηση από τη μεσαία τάξη της Νότιας καταρχήν Ευρώπης, γιατί η γερμανική μεσαία τάξη την εκλέγει και δεν θέλει να διακινδυνεύσει τη δυνατότητα να επιβάλει τις πολιτικές που επιτυγχάνουν ακριβώς αυτό που είναι η ουσία του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού: τη συγκέντρωση του πλούτου στους εκλεκτούς του προτεσταντισμού και τη στέρηση στους «αμαρτωλούς», που είναι ανυπάκουοι και δεν κρατούν τα «συμφωνημένα».
Μια επερχόμενη κυβέρνηση της αριστεράς στην Ελλάδα λοιπόν, που μιλά για κατάργηση της λιτότητας, θα έπρεπε να μιλά καλύτερα για κατάργηση της επιβεβλημένης στέρησης στους «από κάτω». Ταυτόχρονα να οργανώνει έτσι την πολιτική της πραχτική, ώστε να πετύχει-πράγμα δύσκολο χωρίς σύγκρουση- την κατάργηση της δυνατότητας κάθε οικονομικής ελίτ να μπορεί να συνεχίζει ανενόχλητη την υπερκατανάλωση των εναπομεινάντων πόρων.
[1] Ο Γκάμπριελ είναι ο σοσιαλδημοκράτης αντικαγκελάριος