ΜΟΤΟ
Η πρωταρχική συσσώρευση με την ίδια κίνηση αποστερεί τον άνθρωπο τόσο από τη κοινοτική όσο και, από την οικογενειακή ιδιοκτησία. Σήμερα στην Ελλάδα η απαλλοτρίωση των κοινών αγαθών από την μία και των οικογενειακών περιουσιών από την άλλη (ιδιωτικοποιήσεις αλλά και πλειστηριασμοί, κατασχέσεις, εξοντωτική φορολόγηση στα όρια της δήμευσης) αποτελούν μέρη της ίδιας διαδικασίας
Η οικογενειακή μικροϊδιοκτησία και τα κοινά
Του Γιώργου Λιερού
Η «τραγωδία των κοινών» που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα έχει επίσης βαρύτατες συνέπειες όσον αφορά την επιβίωση των οικογενειακών μικροιδιοκτησιών. Στην ελληνική κοινωνία η ισχυρότατη, εκτεταμένη και με μεγάλο ιστορικό βάθος παρουσία της μικροϊδιοκτησίας, μέχρι τη δεκαετία του 1970 δεν βρίσκοταν σε σύγκρουση με τα κοινά αλλά αποτελούσε μια από τις προϋποθέσεις τους. Σε ένα χωριό ενός νησιού του Αιγαίου συνήθως είχαμε μια πολύ ρευστή και ασταθή ιεραρχία από σόγια αποτελούμενα από οικογένειες που η καθεμία προστάτευε ζηλότυπα την ιδιοκτησία της. Οι ίδιες οικογένειες όμως ταυτόχρονα ανέπτυσσαν ένα μεγάλο πλούτο από κοινωνικές πρακτικές συνεργασίας και αλληλοβοήθειας και στα πανηγύρια ,αλλά και πέρα από αυτά, επιδίδονταν σε μια πλειοδοσία δωρισμού προς την κοινότητα η οποία είχε συχνά εξαιρετικά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, επικύρωνε τις όποιες κοινωνικές ιεραρχίες, ωστόσο εξασφάλιζε και με το παραπάνω τις κοινοτικές υποδομές και βοηθούσε αποφασιστικά την κοινότητα να συγκροτηθεί ως τέτοια.
Μια ελληνική ιδιαιτερότητα; Και όμως τα παραδείγματα που δίνει η Ε. Όστρομ στο βιβλίο της «Η διαχείριση των κοινών πόρων» (τα κοινά δάση και βοσκοτόπια των Ελβετικών Άλπεων και των Ιαπωνικών βουνών, τα αρδευτικά συστήματα της Αραγωνίας και των Φιλιππίνων) αφορούν κοινά στα οποία οι δρώντες σχετίζονται ως «ιδιοκτήτες». Ο Μάικλ Μαν γράφει ότι «πουθενά δεν βρίσκουμε μια καθαρά ατομική ή ολοκληρωτικά κοινοτική ιδιοκτησία» ότι περουσιακά στοιχεία όπως εργαλεία σκάφη και μουλάρια είναι εγγενώς «ιδιωτικά» ενώ εργαστήρια και πάγκοι θεωρούνται συνήθως ιδιωτική ιδιοκτησία ακόμη και σε κοινωνίες με καθεστώτα κοινοκτημοσύνης. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι παρατηρήσεις:
- Έχουν μια ιδιαίτερη αξία για την προσέγγιση των κοινών τουλάχιστον σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου καθώς όπως γράφει ο Χαλίλ Ιναλτζίκ στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή οι αγρότες ήταν εδώ και χιλιετηρίδες κάτοχοι, ο καθένας για τον εαυτό του, ενός οικογενειακού κλήρου (βλέπε επίσης την θεωρία του Σαγιάνωφ για τον αγροτικό τρόπο παραγωγής την οποία υιοθετεί ο Ιναλτζίκ).
- Βοηθούν να τονίσουμε τον ρόλο των σχέσεων μεταξύ προσώπων με πάγια περιγράμματα στις πρακτικές των κοινών και την μεσολάβησή τους από το Δώρο. Να αντιληφθούμε τα κοινά σαν θεσμίζουσα δραστηριότητα και να μη μπερδεύουμε τη δωρεά με το τζάμπα, την πρόσβαση στα κοινά αγαθά (που είναι πάντα υπό όρους) με τον κανόνα της αρπαγής, με το Χομπσιανό δικαίωμα των πάντων στα πάντα (όπως κάνει μια ορισμένη άποψη που αντιπαραθέτει το «μοίρασμα» στο δώρο βγάζοντας συμπεράσματα από τους κυνηγούς τροφοσυλλέκτες , από κοινωνικές ομάδες με λίγες δεκάδες άτομα, για τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις μέσω διαδικτυου, για συμπεριφορές τυπικές της καταναλωτικής κοινωνίας ή για θεσμούς όπως το κράτος πρόνοιας).
Η σχέση αλληλοτροφοδότησης (θετικής αλληλόδρασης) ανάμεσα στην οικογενειακή μικροϊδιοκτησία και τα κοινά έχει να κάνει με τη διαλεκτική προσωπικού / συλλογικού και προσωπικού /δημόσιου που διέπει την κοινή κτήση (κοινοκτημοσύνη). Στα πλαίσια αυτής της διαλεκτικής έχουμε μάλλον μια μέθεξη των ανθρώπων με τα πιο προσωπικά από τα πράγματά τους παρά μια ατομική ιδιοκτησία με την έννοια της πλήρους κυριότητας, δηλαδή του δικαιώματος που παρέχει στον δικαιούχο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα. Στις κοινωνίες με καθεστώτα κοινοκτημοσύνης αντικείμενο ατομικής «ιδιοκτησίας» μπορεί να είναι τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης, ένας χώρος στον οποίο το άτομο μπορεί να κρυφτεί από τα μάτια των άλλων και προπάντων πράγματα με υψηλή συμβολική αξία που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο σαν πρόσωπο. Και ακριβώς αυτή η ατομική «ιδιοκτησία» μένει έξω από τις σχέσεις ανταλλαγής ή μοιράσματος ή υπεισέρχεται σ’ αυτές υπό αυστηρούς όρους και με πολλούς περιορισμούς. Ο Μαρσέλ Μως τονίζει τους περιορισμούς που έθετε το κινέζικο Δίκαιο ή το αρχαίο γερμανικό και γαλλικό στην πώληση της οικογενειακής γης. Με την απόδοση του δικαιώματος πλήρους κυριότητας αυτοί οι περιορισμοί αίρονται, ο προσωπικός δεσμός ανθρώπου πράγματος διαρρηγνύεται και η γη του, το σπίτι του, τα εργαλεία ή τα όπλα μπορούν ελεύθερα να διατεθούν στην αγορά.
Ο άνθρωπος τώρα θεωρείται ιδιοκτήτης του εαυτού του, δεν είναι οι ικανότητές του, έχει τις ικανότητες του, και κατά συνέπεια μπορεί να τις πουλήσει στην αγορά. Έτσι ο άνθρωπος ως κάτοχος του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας απελευθερώνεται από τις ικανότητες και την περιουσία του και γίνεται μισθωτός εργάτης ή σαν κεφαλαιοκράτης καρπώνεται με τον πλούτο του τις ικανότητες των άλλων. Η πρωταρχική συσσώρευση με την ίδια κίνηση αποστερεί τον άνθρωπο τόσο από τη κοινοτική όσο και, από την οικογενειακή ιδιοκτησία. Η πρωταρχική συσσώρευση όπως τονίζει η Άρεντ είναι επίσης «η πολύ απτή απώλεια ενός ιδιωτικά κατεχόμενου κλήρου μέσα στον κόσμο». Κατά συνέπεια, αντιστρέφοντας τα συνθήματα της δεξιάς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο κομμουνισμός έρχεται να δώσει στους ανθρώπους πίσω τα «σπίτια» τους, να ξαναδώσει χώρο στον καθένα, τις ρίζες του μέσα στον κόσμο. Αυτή η κίνηση του κομμουνισμού, η άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από τον κόσμο, είναι η άλλη πλευρά της κίνησης με την οποία αίρεται η αλλοτρίωση του εργάτη από τις ικανότητές του.
Σήμερα στην Ελλάδα η απαλλοτρίωση των κοινών αγαθών από την μία και των οικογενειακών περιουσιών από την άλλη (ιδιωτικοποιήσεις αλλά και πλειστηριασμοί, κατασχέσεις, εξοντωτική φορολόγηση στα όρια της δήμευσης) αποτελούν μέρη της ίδιας διαδικασίας. Όμως ο δεσμός των οικογενειακών ιδιοκτησιών με τα κοινά είχε πολλαπλά τραυματιστεί και διαρραγεί ήδη εδώ και πολλές δεκαετίες. Η ελληνική «τραγωδία των κοινών» - η οποία οφείλεται επίσης και σε παλιές παθογένειες της ελληνικής οικογενειακής (μικρο)ιδιοκτησίας, που πήραν νέα περιεχόμενα και έκταση με την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στη παγκόσμια αγορά – προηγήθηκε, προετοίμασε την σημερινή κρίση και αποτελεί βασική της πλευρά. Ένα πλατύ και με πλειοψηφικά χαρακτηριστικά κίνημα εναντίον των νέων περιφράξεων που έχουν δρομολογηθεί στην χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα από την αναδημιουργία αυτού του δεσμού ανάμεσα στις οικογενειακές μικροϊδιοκτησίες και τα κοινά – χωρίς τον συνεταιρισμό, χωρίς την ενδυνάμωση των πρακτικών των κοινών οι οικογενειακές μικροϊδιοκτησίες δεν μπορούν να διασωθούν.
Η πρωταρχική συσσώρευση με την ίδια κίνηση αποστερεί τον άνθρωπο τόσο από τη κοινοτική όσο και, από την οικογενειακή ιδιοκτησία. Σήμερα στην Ελλάδα η απαλλοτρίωση των κοινών αγαθών από την μία και των οικογενειακών περιουσιών από την άλλη (ιδιωτικοποιήσεις αλλά και πλειστηριασμοί, κατασχέσεις, εξοντωτική φορολόγηση στα όρια της δήμευσης) αποτελούν μέρη της ίδιας διαδικασίας
Η οικογενειακή μικροϊδιοκτησία και τα κοινά
Του Γιώργου Λιερού
Η «τραγωδία των κοινών» που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα έχει επίσης βαρύτατες συνέπειες όσον αφορά την επιβίωση των οικογενειακών μικροιδιοκτησιών. Στην ελληνική κοινωνία η ισχυρότατη, εκτεταμένη και με μεγάλο ιστορικό βάθος παρουσία της μικροϊδιοκτησίας, μέχρι τη δεκαετία του 1970 δεν βρίσκοταν σε σύγκρουση με τα κοινά αλλά αποτελούσε μια από τις προϋποθέσεις τους. Σε ένα χωριό ενός νησιού του Αιγαίου συνήθως είχαμε μια πολύ ρευστή και ασταθή ιεραρχία από σόγια αποτελούμενα από οικογένειες που η καθεμία προστάτευε ζηλότυπα την ιδιοκτησία της. Οι ίδιες οικογένειες όμως ταυτόχρονα ανέπτυσσαν ένα μεγάλο πλούτο από κοινωνικές πρακτικές συνεργασίας και αλληλοβοήθειας και στα πανηγύρια ,αλλά και πέρα από αυτά, επιδίδονταν σε μια πλειοδοσία δωρισμού προς την κοινότητα η οποία είχε συχνά εξαιρετικά ανταγωνιστικό χαρακτήρα, επικύρωνε τις όποιες κοινωνικές ιεραρχίες, ωστόσο εξασφάλιζε και με το παραπάνω τις κοινοτικές υποδομές και βοηθούσε αποφασιστικά την κοινότητα να συγκροτηθεί ως τέτοια.
Μια ελληνική ιδιαιτερότητα; Και όμως τα παραδείγματα που δίνει η Ε. Όστρομ στο βιβλίο της «Η διαχείριση των κοινών πόρων» (τα κοινά δάση και βοσκοτόπια των Ελβετικών Άλπεων και των Ιαπωνικών βουνών, τα αρδευτικά συστήματα της Αραγωνίας και των Φιλιππίνων) αφορούν κοινά στα οποία οι δρώντες σχετίζονται ως «ιδιοκτήτες». Ο Μάικλ Μαν γράφει ότι «πουθενά δεν βρίσκουμε μια καθαρά ατομική ή ολοκληρωτικά κοινοτική ιδιοκτησία» ότι περουσιακά στοιχεία όπως εργαλεία σκάφη και μουλάρια είναι εγγενώς «ιδιωτικά» ενώ εργαστήρια και πάγκοι θεωρούνται συνήθως ιδιωτική ιδιοκτησία ακόμη και σε κοινωνίες με καθεστώτα κοινοκτημοσύνης. Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι παρατηρήσεις:
- Έχουν μια ιδιαίτερη αξία για την προσέγγιση των κοινών τουλάχιστον σ’ αυτή την περιοχή του κόσμου καθώς όπως γράφει ο Χαλίλ Ιναλτζίκ στη Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή οι αγρότες ήταν εδώ και χιλιετηρίδες κάτοχοι, ο καθένας για τον εαυτό του, ενός οικογενειακού κλήρου (βλέπε επίσης την θεωρία του Σαγιάνωφ για τον αγροτικό τρόπο παραγωγής την οποία υιοθετεί ο Ιναλτζίκ).
- Βοηθούν να τονίσουμε τον ρόλο των σχέσεων μεταξύ προσώπων με πάγια περιγράμματα στις πρακτικές των κοινών και την μεσολάβησή τους από το Δώρο. Να αντιληφθούμε τα κοινά σαν θεσμίζουσα δραστηριότητα και να μη μπερδεύουμε τη δωρεά με το τζάμπα, την πρόσβαση στα κοινά αγαθά (που είναι πάντα υπό όρους) με τον κανόνα της αρπαγής, με το Χομπσιανό δικαίωμα των πάντων στα πάντα (όπως κάνει μια ορισμένη άποψη που αντιπαραθέτει το «μοίρασμα» στο δώρο βγάζοντας συμπεράσματα από τους κυνηγούς τροφοσυλλέκτες , από κοινωνικές ομάδες με λίγες δεκάδες άτομα, για τις σύγχρονες κοινωνικές σχέσεις μέσω διαδικτυου, για συμπεριφορές τυπικές της καταναλωτικής κοινωνίας ή για θεσμούς όπως το κράτος πρόνοιας).
Η σχέση αλληλοτροφοδότησης (θετικής αλληλόδρασης) ανάμεσα στην οικογενειακή μικροϊδιοκτησία και τα κοινά έχει να κάνει με τη διαλεκτική προσωπικού / συλλογικού και προσωπικού /δημόσιου που διέπει την κοινή κτήση (κοινοκτημοσύνη). Στα πλαίσια αυτής της διαλεκτικής έχουμε μάλλον μια μέθεξη των ανθρώπων με τα πιο προσωπικά από τα πράγματά τους παρά μια ατομική ιδιοκτησία με την έννοια της πλήρους κυριότητας, δηλαδή του δικαιώματος που παρέχει στον δικαιούχο άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο πράγμα. Στις κοινωνίες με καθεστώτα κοινοκτημοσύνης αντικείμενο ατομικής «ιδιοκτησίας» μπορεί να είναι τα απαραίτητα μέσα επιβίωσης, ένας χώρος στον οποίο το άτομο μπορεί να κρυφτεί από τα μάτια των άλλων και προπάντων πράγματα με υψηλή συμβολική αξία που ξεχωρίζουν τον άνθρωπο σαν πρόσωπο. Και ακριβώς αυτή η ατομική «ιδιοκτησία» μένει έξω από τις σχέσεις ανταλλαγής ή μοιράσματος ή υπεισέρχεται σ’ αυτές υπό αυστηρούς όρους και με πολλούς περιορισμούς. Ο Μαρσέλ Μως τονίζει τους περιορισμούς που έθετε το κινέζικο Δίκαιο ή το αρχαίο γερμανικό και γαλλικό στην πώληση της οικογενειακής γης. Με την απόδοση του δικαιώματος πλήρους κυριότητας αυτοί οι περιορισμοί αίρονται, ο προσωπικός δεσμός ανθρώπου πράγματος διαρρηγνύεται και η γη του, το σπίτι του, τα εργαλεία ή τα όπλα μπορούν ελεύθερα να διατεθούν στην αγορά.
Ο άνθρωπος τώρα θεωρείται ιδιοκτήτης του εαυτού του, δεν είναι οι ικανότητές του, έχει τις ικανότητες του, και κατά συνέπεια μπορεί να τις πουλήσει στην αγορά. Έτσι ο άνθρωπος ως κάτοχος του δικαιώματος της πλήρους κυριότητας απελευθερώνεται από τις ικανότητες και την περιουσία του και γίνεται μισθωτός εργάτης ή σαν κεφαλαιοκράτης καρπώνεται με τον πλούτο του τις ικανότητες των άλλων. Η πρωταρχική συσσώρευση με την ίδια κίνηση αποστερεί τον άνθρωπο τόσο από τη κοινοτική όσο και, από την οικογενειακή ιδιοκτησία. Η πρωταρχική συσσώρευση όπως τονίζει η Άρεντ είναι επίσης «η πολύ απτή απώλεια ενός ιδιωτικά κατεχόμενου κλήρου μέσα στον κόσμο». Κατά συνέπεια, αντιστρέφοντας τα συνθήματα της δεξιάς μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι ο κομμουνισμός έρχεται να δώσει στους ανθρώπους πίσω τα «σπίτια» τους, να ξαναδώσει χώρο στον καθένα, τις ρίζες του μέσα στον κόσμο. Αυτή η κίνηση του κομμουνισμού, η άρση της αλλοτρίωσης του ανθρώπου από τον κόσμο, είναι η άλλη πλευρά της κίνησης με την οποία αίρεται η αλλοτρίωση του εργάτη από τις ικανότητές του.
Σήμερα στην Ελλάδα η απαλλοτρίωση των κοινών αγαθών από την μία και των οικογενειακών περιουσιών από την άλλη (ιδιωτικοποιήσεις αλλά και πλειστηριασμοί, κατασχέσεις, εξοντωτική φορολόγηση στα όρια της δήμευσης) αποτελούν μέρη της ίδιας διαδικασίας. Όμως ο δεσμός των οικογενειακών ιδιοκτησιών με τα κοινά είχε πολλαπλά τραυματιστεί και διαρραγεί ήδη εδώ και πολλές δεκαετίες. Η ελληνική «τραγωδία των κοινών» - η οποία οφείλεται επίσης και σε παλιές παθογένειες της ελληνικής οικογενειακής (μικρο)ιδιοκτησίας, που πήραν νέα περιεχόμενα και έκταση με την ένταξη της ελληνικής οικονομίας στη παγκόσμια αγορά – προηγήθηκε, προετοίμασε την σημερινή κρίση και αποτελεί βασική της πλευρά. Ένα πλατύ και με πλειοψηφικά χαρακτηριστικά κίνημα εναντίον των νέων περιφράξεων που έχουν δρομολογηθεί στην χώρα μας, δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα από την αναδημιουργία αυτού του δεσμού ανάμεσα στις οικογενειακές μικροϊδιοκτησίες και τα κοινά – χωρίς τον συνεταιρισμό, χωρίς την ενδυνάμωση των πρακτικών των κοινών οι οικογενειακές μικροϊδιοκτησίες δεν μπορούν να διασωθούν.