Το Κουρδιστάν βρίσκεται στην καρδιά της Μέσης Ανατολής, στη συνάντηση των τριών ιστορικά σημαντικών λαών, των Τούρκων, Περσών και Αράβων. Η γη περιλαμβάνει περισσότερα από 550.000 τετραγωνικά χιλιόμετρα και εκτείνεται κατά μήκος των υψηλών βουνών Zagros και της ανατολικής οροσειράς του Ταύρου, που συνδέει την Ανατολία, τη Μεσοποταμία, το Ιράν και τον Καύκασο. Αν υπήρχε μια κουρδική ανεξαρτησία, η σημερινή Τουρκία δεν θα είχε καμμία σύνδεση και όρια με τις άλλες τρεις χώρες, πράγμα που θα αποδυνάμωνε αισθητά την γεωστρατηγική θέση της Τουρκίας.
Από κλιματική άποψη όλα τα τμήματα του Κουρδιστάν είναι ημι-άνυδρες περιοχές όπου όμως οι βροχοπτώσεις είναι αρκετές για να κάνουν τη γεωργία πιο παραγωγική. Επιπλέον, η περιοχή διαθέτει μια σχετικά πλούσια χλωρίδα και πανίδα πράγμα που φαίνεται από τη πυκνότητα των δασών που καλύπτουν το 20-25% του εδάφους, γεγονός που υποδηλώνει πλούσιους φυσικούς πόρους. Εδώ και 20 χρόνια, ο τουρκικός στρατός καίει συστηματικά τα δάση στο Κουρδιστάν, προκειμένου να μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά το PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα). Εκτός από τον κουρδικό πληθυσμό κανένας άλλος δε διαμαρτύρεται κατά της πρακτικής αυτής.
Πιο συγκεκριμένα, η χώρα του Κουρδιστάν είναι οικονομικά ενδιαφέρουσα για τους περιφερειακούς κατακτητές, λόγω κυρίως των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και των υδάτινων πόρων της. Εκτός από αυτούς τους τρεις παράγοντες, πρέπει να προστεθούν και τα αποθέματα μετάλλων, άνθρακα, χαλκού, χρυσού, ασβέστη, ξυλείας και γεωργικών προϊόντων σαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Τα τελευταία χρόνια, έχουν ανακαλυφθεί επίσης κοιτάσματα χρυσού στο τουρκικό τμήμα του Κουρδιστάν, η εκμετάλλευση των οποίων μπορεί να φέρει σημαντικά προβλήματα για την οικολογία και τους μόνιμους κατοίκους των αντίστοιχων περιοχών (βλέπε Σκουριές στην Ελλάδα). Στην επαρχία της Marash (Κουρδικά: Meresh) χτίστηκαν δύο τεράστια εργοστάσια ασβεστίου (ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του κόσμου). Οι εταιρείες ρυπαίνουν τη φύση, το έδαφος και τους υδάτινους πόρους μιας ολόκληρης περιοχής.
Στο Κουρδιστάν, ιδιαίτερα στον ανατολικό Ταύρο και τα όρη Ζάγκρος πηγάζουν πολυάριθμα μεγάλα ποτάμια, λόγω της υψηλής βροχόπτωσης στην περιοχή (μέχρι 1500 mm ανά έτος), που μεταφέρουν ένα μεγάλο μέρος των υδατικών πόρων στη Μέση Ανατολή. Ο Τίγρης και ο Ευφράτης κάνουν το τουρκικό τμήμα του Κουρδιστάν στον τομέα της πολιτικής των υδάτων να είναι πάρα πολύ σημαντικό για το τουρκικό κράτος. Με πολλά προγραμματισμένα αλλά και ολοκληρωμένα ήδη φράγματα στα ποτάμια που ρέουν προς το νότο, η Τουρκία μπορεί να μετατρέψει τον πόρο του νερού σε ένα επικίνδυνο όπλο ενάντια στην γειτονική Συρία και το Ιράκ, ελέγχοντας τη ροή τους.
Για τους στόχους μιας περιφερειακής δύναμης, το νερό μπορεί να είναι ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα. Η κατασκευή των φραγμάτων στο Κουρδιστάν (ακόμα και σε μη-κουρδικές περιοχές) συνοδεύεται από μια πολιτική απέλασης, πράγμα που σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος στη φτώχεια για χιλιάδες κατοίκους των περιοχών. Μέχρι σήμερα, 170.000 Κούρδοι έχουν εξοστρακισθεί από τα χωριά και τις πόλεις τους και διπλάσιος αριθμός τους έχουν απειληθεί με έξοδο από τον τόπο τους. Σε πολλά ποτάμια έχουν προγραμματιστεί περαιτέρω κατασκευές φραγμάτων, με επακόλουθο τη σημαντική καταστροφή των παραποτάμιων οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας στις περιοχές του Κουρδιστάν.
Επιπλέον αυτό οδηγεί επίσης σε δραστικές κλιματικές αλλαγές στις πληγείσες περιοχές, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον πληθυσμό, τη γεωργία και την οικολογική ισορροπία. Με τον πλημμυρισμό μεγάλων εκτάσεων στις κοιλάδες, λόγω των φραγμάτων, απειλούνται με καταστροφή ιστορικά στοιχεία από παλαιότερους πολιτισμούς στην περιοχή. Ένα τρομακτικό παράδειγμα εδώ είναι η 12.000 χρόνων αρχαία πόλη της Hasankeyf (στα Κουρδικά Heskîf), με τα πολύ σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία της.
Εκτός από τους φυσικούς πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό των κουρδικών περιοχών αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την Τουρκία, τη Συρία και το Ιράν. Η εργατική τάξη απαρτίζεται πάνω από το 50% από Κούρδους-σες. Ειδικά η οικονομία της Τουρκίας αποκομίζει ένα μεγάλο όφελος από τους φτωχότερους Κούρδους εργαζόμενους, οι οποίοι συνήθως εντάσσονται στον τομέα των χαμηλών μισθών.
Αυτές οι γεωγραφικές, κλιματολογικές και φυσικές συνθήκες στο σύνολό τους είναι και η αιτία για την προηγούμενη και τη συνεχιζόμενη σήμερα κατοχή της χώρας. Αλλά και η μόνιμη καταστολή των Κούρδων-δισών είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της γεωστρατηγικής θέσης και των πλούσιων φυσικών πόρων της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αυξάνεται συνεχώς η καταστολή και οδήγησε σε σφαγές αμάχων, σε εκτοπίσεις, στην αφομοίωση και στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Οι Κούρδοι λοιπόν, ένα έθνος μοιρασμένο σε τέσσερα κράτη είναι το πιο μεγάλο –πληθυσμιακά- αλύτρωτο έθνος στον κόσμο. Για καλή μας τύχη, ένα σημαντικό τμήμα του έχει επιδοθεί σε μια επανάσταση, η οποία επιφυλάσσει καλύτερη μοίρα για αυτόν και δείχνει και το δρόμο για όλους τους λαούς, ώστε να υπάρξει καλύτερη μοίρα για όλον τον πλανήτη. Ένας λαός που τα κράτη της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν εφήρμοσαν στο σώμα του πολιτικές εθνοκτονίας, ένας λαός με αργή αστικοποίηση, με ένα συγκρουσιακό μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, που επιχειρούσε αποσχίσεις τύπου «εθνικής-κρατικής αυτοδιάθεσης», κάνει σήμερα μια παραδειγματική επανάσταση, χτίζοντας δομές μιας δημοκρατικής, δίκαιης και οικολογικής κοινωνίας.
Στις αρχές του 1990, ο πόλεμος στο Κουρδιστάν ήταν στο αποκορύφωμά του. Στη συνέχεια, το 1993, υπήρξε και απαγόρευση της λειτουργίας του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) και πολλών άλλων κουρδικών ενώσεων στην Ευρώπη. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει το 2003 όταν ένας από τους αρχηγούς του ΡΚΚ, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν (ο «Άπο», ο ιδρυτής και αδιαμφισβήτητος ηγέτης του μέχρι τη σύλληψή του στην ελληνική πρεσβεία στην Κένυα τον Φλεβάρη του 1999) έγραψε στη φυλακή στο νησί Ιμραλί –επηρεασμένος και από το Ζαπατίστικο Κίνημα και τα γραφτά του Μάρεϋ Μπούκτσιν- το βιβλίο με τον τίτλο: «κληρονόμοι του Γκιλγκαμές». Στο εν λόγω βιβλίο απορρίπτει όλες - και τις Κούρδικες - μορφές εθνικισμού, κάνει γενική κριτική του κράτους, ακόμα και του σοσιαλιστικού, και προτάσσει την απελευθέρωση των γυναικών. Οδήγησε σε πολλές συζητήσεις και στο ίδιο το κουρδικό κίνημα, αλλά και στο διεθνές, το οποίο ανανέωσε το ενδιαφέρον του για το κουρδικό ζήτημα.
Όταν αποφασίστηκε, το 2009, το πρώτο Κοινωνικό Φόρουμ της Μεσοποταμίας να πραγματοποιηθεί στο Ντιγιαρμπακίρ, υπήρξε παράλληλα ένα Camp, όπου συμμετείχαν πολλές εκατοντάδες άνθρωποι από την Ευρώπη. Σε ανταλλαγή απόψεων με την κουρδική νεολαία και τις γυναικείες οργανώσεις διατυπώθηκε η νέα ιδέα του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος: Λαϊκός συνομοσπονδισμός!
Από τον Μάρτιο του 2011 ήδη είχαν συγκροτηθεί συμβουλιακές δομές στη Rojava και τη Συρία. Επρόκειτο για μια συνειδητή απόφαση του PYD[1], να μη δημιουργηθούν κομματικές δομές, αλλά μια οργάνωση συμβουλίων, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο του πληθυσμού, κατά την έννοια του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού. Οι συμβουλιακές δομές σχηματίσθηκαν τότε ως μια παράλληλη δομή στο κράτος. Δεν συγκρούστηκαν σχεδόν καθόλου άμεσα με το κράτος. Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι το καθεστώς του Μπάαθ δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Κούρδους-σες και είχε επικεντρωθεί στην καταπολέμηση της εξέγερσης των μη-κουρδικών περιοχών.
Ένα σύστημα πολλαπλών επιπέδων, δηλαδή λαϊκά συμβούλια, ομάδες εργασίας και διασυνδέσεις μεταξύ τους, οργανώθηκαν τόσο πλατιά, που σε λίγους μήνες μπόρεσαν να συναντηθούν αντιπρόσωποι από όλες τις περιοχές της Rojava και της Συρίας, για να ιδρύσουν το Λαϊκό Συμβούλιο του Δυτικού Κουρδιστάν (MGRK - Meclîsa Gel Α Rojavayê Kurdistanê). Το MGRK από την ίδρυσή του κατάφερε πολλά δημοκρατικά κουρδικά κόμματα από τη Rojava να συνδεθούν με το συμβουλιακό σύστημα. Απέναντι σε αυτά, το PYD δεν έχει κάποιο ειδικό καθεστώς, έστω και αν ήταν η κύρια δύναμη. Το MGRK έγινε η πολιτικά κυρίαρχη δύναμη στις απελευθερωμένες περιοχές της Rojava.
Η Κομμούνα – Κοινότητα είναι η βάση του συμβουλιακού συστήματος και αποτελείται κατά το πλείστον από περίπου 30 έως 150 νοικοκυριά στις πόλεις και στην ύπαιθρο από ένα χωριό. Το επόμενο επίπεδο προς τα πάνω είναι τα Συνοικιακά Συμβούλια στις πόλεις και στην ύπαιθρο τα Συμβούλια των Χωρικών Ενοτήτων (μια χωρική ενότητα αποτελείται ως επί το πλείστον από επτά έως δέκα χωριά). Σαν τρίτο επίπεδο, έχουμε τα Περιφερειακά Συμβούλια, όπου συναντώνται τα συμβούλια από μια πόλη με την γύρω της ύπαιθρο. Όλα τα Περιφ. Συμβούλια σχηματίζουν το Ανώτατο Συμβούλιο, το Συμβούλιο του Λαού του Δυτικού Κουρδιστάν (MGRK). Στο συμβουλιακό αυτό σύστημα ξεχωριστή θέση έχει το Συμβούλιο Γυναικών, το οποίο αυτό-οργανώνεται σαν ένα ξεχωριστό Συμβούλιο σε όλα τα επίπεδα της αυτοοργάνωσης.
Στις 19 Ιούλη 2012 στο Kobanî της περιοχής Rojava στα δυτικά του Κουρδιστάν ξεκίνησε η επανάσταση, η οποία αντιπροσωπεύει μια μοναδική διαδικασία δημοκρατίας βάσης, ισότητας φύλων και οικολογίας. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Λαϊκού Συμβουλίου του δυτικού Κουρδιστάν (MGRK) ο πληθυσμός έδιωξε το καθεστώς Μπάαθ της Συρίας, σε μεγάλο βαθμό αναίμακτα. Ενώ η υπόλοιπη Συρία βυθιζόταν σε εμφύλιο πόλεμο η Rojava πρότεινε έναν τρίτο δρόμο πέρα από το καθεστώς Μπάαθ και τη Συριακή Αντιπολίτευση.
Το πρόγραμμα της Δημοκρατικής Αυτονομίας και του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού, προσφέρει προοπτικές για μια γενικότερη λύση στα προβλήματα της Μέσης Ανατολής. Διαμορφώνεται και εφαρμόζεται πραγματικά ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο με θεμελειακές αρχές την απελευθέρωση των δύο φύλων και τη συμμετοχή-συνεργασία όλων των εθνοτικών, θρησκευτικών και των άλλων ταυτοτήτων που ζουν στην περιοχή. Αυτές οι προσεγγίσεις ενσωματώνονται στην οικονομία, το περιβάλλον και την εκπαίδευση. Οι λογικές του κινήματος στη Ροζάβα, φαίνεται ότι ξεπερνούν τις παλαιότερες, αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού, μαρξιστικο/λενινιστικού ιδεολογικού υπόβαθρου του PKK, του κόμματος που συνδέεται άμεσα με το PYD της Συρίας και το ένοπλο σκέλος του τις YPG και UPG. Το κουρδικό κίνημα αναπτύσσει και στο τουρκικό Κουρδιστάν-υπό συνθήκες παρανομίας- τις δομές αυτού του κοινοτικού συνοσπονδισμού. Στο δε συριακό Κουρδιστάν στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου, αναπτύσσει ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό πειραματισμό άμεσης δημοκρατίας με βάση τις κουρδικές κοινότητες. Οι Κούρδοι της Συρίας ανέλαβαν τον έλεγχο των εδαφών τους και ανακήρυξαν μια δημοκρατική, πολυεθνική, πολυθρησκευτική αυτονομία, ιδρύοντας τρία αυτοδιοικούμενα καντόνια: Κομπάνι, Αφρίν και Τζαζίρα (Kobanî, Afrîn, Cizîrê).
Τον Ιανουάριο του 2014, μία πλατιά συσταθείσα Επιτροπή, αφού συνέλεξε και αξιολόγησε όλες τις προτάσεις, επεξεργάσθηκε το σχέδιο του «Κοινωνικού Συμβολαίου των δημοκρατικά αυτόνομων διοικήσεων των καντονιών». Σε αυτό απορρίπτεται το έθνος-κράτος και το συγκεντρωτικό καθεστώς και τίθεται ο στόχος της απελευθέρωσης των δύο φύλων και της εξισωτικής οικολογικής κοινωνίας. Στον πολυπολιτισμικό - εθνικό και θρησκευτικό - χαρακτήρα της κοινωνίας της Rojava δίνεται ιδιαίτερη έμφαση. Τονίζεται επίσης ότι τα τρία καντόνια θα πρέπει να είναι μέρος μιας δημοκρατικής Συρίας και ότι αυτά διοικούνται στη βάση της Δημοκρατικής Αυτονομίας. Αναφέρεται επίσης ρητά ότι οι τρεις δημοκρατικά αυτόνομες διοικήσεις θα πρέπει να χρησιμεύουν ως πρότυπα προς μίμηση για όλη τη Συρία. Ενώ η Συρία μετατρεπόταν σε μια πύρινη σφαίρα, οικοδομήθηκε με επιτυχία ένα δίκαιο σύστημα που στη Rojava καθορίζεται από το κλίμα της ειρήνης σε ένα περιβάλλον πολέμου . Για αυτό η Rojava αντιπροσωπεύει μια νέα ελπίδα για όλη τη Μέση Ανατολή.
Τα καντόνια της Rojava λαμβάνουν ως βάση το μοντέλο της κοινοτικής-δημοτικής οικονομίας, με κοινωνικές παροχές, ενάντια στην μεγιστοποίηση του κέρδους και την ερημοποίηση της φύσης που στηρίζονται τα καπιταλιστικά μοντέλα. Φροντίζουν, με τη βοήθεια των συνεταιρισμών, για την οργάνωση της οικονομίας από τη βάση και έχουν ως αρχή ότι όλα τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια για δίκαιη κατανομή των πόρων, για υπέρβαση των ανισοτήτων στην κατανομή και αναπτύσσεται ένα δίκαιο οικονομικό πλαίσιο.
Ένας λαός, καλύτερα ένα μεγάλο μέρος του, κάνει σήμερα μια παραδειγματική επανάσταση. Αρνείται το μοντέρνο κράτος διακηρύσσοντας το δημοκρατικό συνομοσπονδισμό, αρνείται τον εθνικισμό αποδεχόμενος κάθε μειονότητα, αρνείται την πατριαρχία τοποθετώντας στο επίκεντρο τη γυναίκα, αρνείται το μιλιταρισμό με μονάδες αυτοάμυνας, αρνείται τη σύγκρουση με το κράτος στο γήπεδό του και αμύνεται απέναντι σε αυτό αλλά και σε κάθε εισβολέα για να υπερασπίσει της ελευθεριακές του κατακτήσεις, αρνείται να συμμαχήσει με τις δυτικές δυνάμεις που αποσταθεροποιούν έχοντας τις δικές τους βλέψεις για την περιοχή.
Τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με τους Κούρδους της Συρίας μόνο όταν έγιναν ασπίδα κατά της επέλασης των εξτρεμιστών του Ισλαμικού Κράτους, αλλά αποφεύγουν να αναφερθούν στις δημοκρατικές διεργασίες και στις αυτοδιαχειριστικές δομές που χτίζουν στα εδάφη που ελέγχουν, καθιερώνοντας ένα μοναδικό μοντέλο αυτοδιακυβέρνησης στη Μέση Ανατολή.
Αλλά και στο Βόρειο Κουρδιστάν ένας λαός δίχως κράτος επανεφεύρει την πολιτική
Και στην Τουρκία, οι δημοκράτες Κούρδοι δεν επιδιώκουν να σχηματίσουν ένα ακόμη έθνος-κράτος επειδή θεωρούν ότι αυτή η πολιτική οργάνωση είναι αναπόφευκτα μια “εξουσία από τα πάνω” που συντρίβει τους λαούς. Γι' αυτούς, το δημοκρατικό έθνος πρέπει να οργανωθεί “από τα κάτω”, σαν ένα έθνος όπου χωρούν πολλά έθνη ή, κατά τον τρόπο των Ζαπατίστας στο Μεξικό, σαν “ένας κόσμος όπου χωρούν πολλοί κόσμοι”. Και για το κουρδικό κίνημα της Τουρκίας, η κατάργηση της κρατικής οντότητας δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύσταση τοπικών δημοκρατικών οργανώσεων, βασισμένων στους δήμους, αλλά το αντίστροφο.
Το πολιτικό σχέδιο που προτείνουν οι Κούρδοι αγωνιστές στο Βόρειο Κουρδιστάν είναι ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός, όπως και στη Ροχάβα. Μια οργάνωση της πολιτικής ζωής βάσει της ελεύθερης ένωσης δήμων, κοινοτήτων, λαϊκών συνελεύσεων, κοπερατίβων και ενώσεων γυναικών, εργαζομένων ή φοιτητών, που ονομάζονται ακαδημίες. Οι τρεις πυλώνες αυτού του σχεδίου χωρίς σύνορα είναι η οικολογία, η δημοκρατία και η ελευθερία των γυναικών. Ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός δομείται προοδευτικά με αφετηρία τις “κοινοτικές σχέσεις” μεταξύ ενώσεων γυναικών, κινημάτων νεολαίας, οικολογικών ομάδων και άλλων οργανώσεων των πολιτών, όλες αυτόνομες. Το ονομάζουν και δω Δημοκρατική αυτονομία. Αλλά για αυτό θα μας μιλήσει περισσότερο ο συνομιλητής μας…
Τι σημαίνουν για μας αυτές οι εξελίξεις στο Κουρδικό;
«Ο κοινοτισμός επανέρχεται».
Η Ροζάβα, που σε συνθήκες πολέμου ο πληθυσμός της αυξάνεται –έχει σχεδόν διπλασιασθεί-, δίνει ένα υπαρκτό παράδειγμα για το πώς ένας κοινωνικός μετασχηματισμός μπορεί να είναι ίσως ο πιο «σταθεροποιητικός» παράγοντας σε μια διαλυμένη κοινωνία, όπως είναι σήμερα η Συριακή. Πέρα από το πείραμα που συντελείται εκεί, το βασικό ζητούμενο για μας θα πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ελευθεριακός/συνομοσπονδιακός κοινοτισμός μπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά εδώ, στον ελλαδικό/αιγιακό χώρο. Πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση, καλούμαστε να σκεφθούμε και να επιχειρήσουμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός πρακτικού ριζοσπαστικού προσανατολισμού.
Κομούνες και συμβούλια υπήρξαν και στο παρελθόν. Δημιουργήθηκαν στην Παρισινή Κομμούνα, στα επαναστατικά κινήματα του τέλους του 19ου και του 20ου αιώνα-κυρίως στη Ρωσική Επανάσταση και στις εξεγέρσεις στη Γερμανία το 1918, σαν συμβούλια εργατών και στρατιωτών - ως μέρος του επαναστατικού σχεδίου. Το κίνημα των Συμβουλίων εξασθενούσε βέβαια γρήγορα -σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις- είτε ως αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της επανάστασης (Σοβιετική Ένωση), είτε ως αποτέλεσμα της αντεπανάστασης (Παρισινή Κομμούνα, μετά τη δημοκρατία της Βαϊμάρης στη Γερμανία). Όμως δεν έπαψε να χαρακτηρίζεται από πολλούς συγγραφείς σαν «ο χαμένος θησαυρός της δημοκρατίας», σαν αυθόρμητο μέρος της κάθε επανάστασης (Arendt) και ως εναλλακτική λύση στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, γιατί επιτρέπει τη πολιτική συμμετοχή του πληθυσμού.
Ξαναεμφανίσθηκε στο Ζαπατίστικο Κίνημα με τις επιτροπές καλής διακυβέρνησης στην Τσιάπας και μας έρχεται πιο κοντά μας στα καντόνια της κουρδικής αυτονομίας.
Ένα μοντέλο πολύ χρήσιμο και για μας, αλλά και το παγκόσμιο κίνημα της ελευθερίας, της ισότητας, του κοινοτισμού, της οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας. Οι πολύπλευρες και πολυσήμαντες εξελίξεις στη Ροζάβα είναι ένα παράδειγμα που οφείλουμε να εξετάσουμε και να διδαχθούμε. Το ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής και στα μέρη μας, προϋποθέτει την αποκέντρωση σε κοινότητες, δήμους και περιφέρειες και τη δικτύωσή τους σε ανακλητά συμβούλια.
Αυτό που σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι άλλη μία στιγμή κρίσης του ιστορικού Ανατολικού Ζητήματος˙ και αυτό που οφείλουμε να θέσουμε επί χάρτου είναι την πρακτική αντιμετώπισή του μέσα από την οπτική της ριζικής επίλυσης του Κοινωνικού Ζητήματος και αντίστροφα. Δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα το λυτρωτικό από τα διακυβερνητικά μαγειρέματα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των μεγάλων πλανητικών παικτών (ΗΠΑ, Ρωσία), της Τουρκίας και των λοιπών περιφερειακών δυνάμεων της γεινονιάς μας. Η οικονομική ασφυξία που μας έχει επιβληθεί από τις μνημονιακές επιταγές με τη μείωση των μισθών και την κατακόρυφη αύξηση της φορολογίας, η περιστολή των εργατικών δικαιωμάτων, η διαρκής υποβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κ.λπ., η συμβίωση με χιλιάδες νέων προσφύγων και η στήριξή τους, όλα αυτά διαμορφώνουν μία νέα εικόνα, στην οποία το γκρίζο θα τείνει να μαυρίζει όλο και περισσότερο. Η διέξοδος, ώστε αυτό το γκρίζο να αρχίσει να καλύπτεται από χρώματα, είναι η εφαρμογή, προφανώς σημειακή σε πρώτη φάση, ενός μεγαλόπνοου σχεδίου ευτοπικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας.
Σήμερα που οι πολεμικές μηχανές ξεκίνησαν και πάλι να δουλεύουν όλο και πιο εντατικά, που τα σύνορα και οι φράχτες υψώνονται και επεκτείνονται όλο και περισσότερο, που όλος ο σκοταδιστικός βόρβορος του εθνικισμού και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού απειλεί κάθε έννοια ελευθερίας, δικαιώματος και διαφορετικότητας, οφείλουμε να διαμορφώσουμε όχι απλά δράσεις-γέφυρες αλλά περιοχές-γέφυρες μεταξύ των λαών. Σε αυτές τις περιοχές-γέφυρες, βασικό ρόλο θα διαδραματίζουν στοιχεία όπως η κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη και η αναγνώριση των διαφορετικών πολιτισμικών αφηγήσεων που πάντοτε καθόριζε τον μεσογειακό χώρο και ειδικά την ανατολική του πλευρά.
Για τη δημιουργία αυτών των περιοχών-γεφυρών χρειάζεται ένα ευρύ, συνολικό σχέδιο κοινωνικής αναγέννησης και ανασυγκρότησης, παρόμοιο στη σύλληψή του με εκείνο της καλής διακυβέρνησης, που εφαρμόζεται στις ιθαγενικές περιοχές του νότιου Μεξικού, ή εκείνο της δημοκρατικής αυτονομίας, που προωθείται στις κουρδικές περιοχές. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ρόλος των ομόσπονδων αυτόνομων συμβουλίων και η κοινοτικοποίηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων της κοινωνικής και οικονομικής ζωής είναι βασικά γνωρίσματά τους.
Ασφαλώς, δεν γνωρίζουμε τί θα γίνει στο εγγύς μέλλον. Γνωρίζουμε πως τα κινήματα και οι οργανωτικές δομές που είναι συναφείς με αυτά αλλάζουν χαρακτήρα, ριζοσπαστικοποιούνται, συντηρητικοποιούνται ή συνθηκολογούν ανάλογα με τις στρατηγικές επιλογές που κάνουν και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν. Αυτό που όμως γνωρίζουμε είναι πως ένα κίνημα μπορεί να αποκτά όλο και ριζοσπαστικότερα στοιχεία αν μπορεί να αντέξει απέναντι στη καταστολή και στις ευρύτερες πιέσεις που δέχεται και κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μόνο εφόσον έχει τη στήριξη κι άλλων «εξωγενών» παραγόντων. Έχει λοιπόν σημασία, στην προκειμένη περίπτωση, η διεθνιστική αλληλεγγύη των από τα κάτω να αποτελεί ένα σημαντικό τέτοιον «εξωγενή» παράγοντα. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση ο κάθε αγώνας δεν είναι μόνος του και αυτό το μάθημα φαίνεται πως το έλαβε το κουρδικό κίνημα από την καινοτόμα ζαπατιστική αντίσταση.
Ο ελευθεριακός/δημοκρατικός συνομοσπονδισμός είναι η διέξοδος εκείνη που μπορεί να ενώσει τους λαούς στην ανατολική αλλά και στην ευρύτερη Μεσόγειο. Το περιεχόμενο και η εφαρμογή του είναι αυτό που οφείλουμε σήμερα να επιτελέσουμε όλοι εμείς, προκειμένου οι λαοί να συνδεθούν μέσα από τη διεθνιστική αλληλεγγύη και συνεργασία, σεβόμενοι αυτά που μας κάνουν ιδιαίτερους και πολεμώντας καθετί που επιχειρεί να μας μετατρέψει σε «ανώτερους» ή «κατώτερους».
Εμείς οι έλληνες βαλκάνιοι-μεσανατολίτες-μεσογειακοί-νοτιοευρωπαίοι, οφείλουμε να εξετάσουμε ψύχραιμα και πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις το κούρδικο παράδειγμα. Οι οργανώσεις βάσης σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό είναι απαραίτητοι όροι για το σχεδιασμό της παραγωγής, της αλλαγής των θεσμών και της δημιουργίας κοινοτικών δεσμών, προκειμένου να υπερβούμε κατ’ αρχήν στην πράξη το συγκεντρωτικό κράτος( το «κράτος των Αθηνών», όπως εύστοχα αποκαλείται).
Στην ελλαδική αποικία χρέους, με ένα λαό σε επιτήρηση που κυριαρχεί η συνείδηση της παραίτησης και της ανάθεσης σε πολιτικούς «σωτήρες», μας χρειάζεται ένα αποκεντρωμένο σχολείο γνώσης και στοχασμού. Τα κοινοτικά εγχειρήματα κάθε μορφής και αντικειμένου θα είναι και το σχολείο όπου θα αναπτυχθεί η ατομική και κοινωνική συνείδηση της ριζοσπαστικής αλλαγής, που θα θέσει και όλη την κοινωνία σε κίνηση. Σε μια κίνηση μετάβασης προς μια ειρηνική κοινωνία ισοκατανομής πόρων και εξουσιών, κοινωνικής και φυλετικής ισότητας , ενταγμένης με ισορροπία στα τοπικό και πλανητικό οικοσύστημα και τη φύση, δημιουργώντας συνθήκες ευζωίας για τις παρούσες και μελλοντικές γενιές.
Η οικονομία και η πολιτική των μνημονίων δε μπορεί παρά να καταρρεύσει, το επόμενο χρονικό διάστημα. Χρειαζόμαστε μια διαδικασία δημιουργίας αποκεντρωμένων δομών που θα συνδυάζουν τη μόρφωση, την παραγωγική διαδικασία αντίστοιχη των κοινωνικών αναγκών, τη δοκιμή δημοκρατικών θεσμών, που θα απαντά ταυτόχρονα και στην οικονομική και στην κρίση αξιών. Όλη αυτή η αναζήτηση κυρίως μετά το 2011, αμήχανη προς το παρόν, αξίζει τον κόπο να στραφεί στην αλλαγή του γύρω κόσμου με μια επιστροφή στις ενδογενείς δυνατότητες που άφησε ανολοκλήρωτες η ιδιαίτερη ιστορία αυτού του τόπου, εμποτισμένη πια με τις σύγχρονες ελευθεριακές-οικολογικές αντιλήψεις.
Από κλιματική άποψη όλα τα τμήματα του Κουρδιστάν είναι ημι-άνυδρες περιοχές όπου όμως οι βροχοπτώσεις είναι αρκετές για να κάνουν τη γεωργία πιο παραγωγική. Επιπλέον, η περιοχή διαθέτει μια σχετικά πλούσια χλωρίδα και πανίδα πράγμα που φαίνεται από τη πυκνότητα των δασών που καλύπτουν το 20-25% του εδάφους, γεγονός που υποδηλώνει πλούσιους φυσικούς πόρους. Εδώ και 20 χρόνια, ο τουρκικός στρατός καίει συστηματικά τα δάση στο Κουρδιστάν, προκειμένου να μπορεί να καταπολεμήσει αποτελεσματικά το PKK (Κουρδικό Εργατικό Κόμμα). Εκτός από τον κουρδικό πληθυσμό κανένας άλλος δε διαμαρτύρεται κατά της πρακτικής αυτής.
Πιο συγκεκριμένα, η χώρα του Κουρδιστάν είναι οικονομικά ενδιαφέρουσα για τους περιφερειακούς κατακτητές, λόγω κυρίως των μεγάλων αποθεμάτων πετρελαίου, φυσικού αερίου και των υδάτινων πόρων της. Εκτός από αυτούς τους τρεις παράγοντες, πρέπει να προστεθούν και τα αποθέματα μετάλλων, άνθρακα, χαλκού, χρυσού, ασβέστη, ξυλείας και γεωργικών προϊόντων σαν αντικείμενα εκμετάλλευσης. Τα τελευταία χρόνια, έχουν ανακαλυφθεί επίσης κοιτάσματα χρυσού στο τουρκικό τμήμα του Κουρδιστάν, η εκμετάλλευση των οποίων μπορεί να φέρει σημαντικά προβλήματα για την οικολογία και τους μόνιμους κατοίκους των αντίστοιχων περιοχών (βλέπε Σκουριές στην Ελλάδα). Στην επαρχία της Marash (Κουρδικά: Meresh) χτίστηκαν δύο τεράστια εργοστάσια ασβεστίου (ένα από τα μεγαλύτερα συγκροτήματα του κόσμου). Οι εταιρείες ρυπαίνουν τη φύση, το έδαφος και τους υδάτινους πόρους μιας ολόκληρης περιοχής.
Στο Κουρδιστάν, ιδιαίτερα στον ανατολικό Ταύρο και τα όρη Ζάγκρος πηγάζουν πολυάριθμα μεγάλα ποτάμια, λόγω της υψηλής βροχόπτωσης στην περιοχή (μέχρι 1500 mm ανά έτος), που μεταφέρουν ένα μεγάλο μέρος των υδατικών πόρων στη Μέση Ανατολή. Ο Τίγρης και ο Ευφράτης κάνουν το τουρκικό τμήμα του Κουρδιστάν στον τομέα της πολιτικής των υδάτων να είναι πάρα πολύ σημαντικό για το τουρκικό κράτος. Με πολλά προγραμματισμένα αλλά και ολοκληρωμένα ήδη φράγματα στα ποτάμια που ρέουν προς το νότο, η Τουρκία μπορεί να μετατρέψει τον πόρο του νερού σε ένα επικίνδυνο όπλο ενάντια στην γειτονική Συρία και το Ιράκ, ελέγχοντας τη ροή τους.
Για τους στόχους μιας περιφερειακής δύναμης, το νερό μπορεί να είναι ένα κρίσιμο πολιτικό ζήτημα. Η κατασκευή των φραγμάτων στο Κουρδιστάν (ακόμα και σε μη-κουρδικές περιοχές) συνοδεύεται από μια πολιτική απέλασης, πράγμα που σημαίνει ότι ανοίγει ο δρόμος στη φτώχεια για χιλιάδες κατοίκους των περιοχών. Μέχρι σήμερα, 170.000 Κούρδοι έχουν εξοστρακισθεί από τα χωριά και τις πόλεις τους και διπλάσιος αριθμός τους έχουν απειληθεί με έξοδο από τον τόπο τους. Σε πολλά ποτάμια έχουν προγραμματιστεί περαιτέρω κατασκευές φραγμάτων, με επακόλουθο τη σημαντική καταστροφή των παραποτάμιων οικοσυστημάτων και της βιοποικιλότητας στις περιοχές του Κουρδιστάν.
Επιπλέον αυτό οδηγεί επίσης σε δραστικές κλιματικές αλλαγές στις πληγείσες περιοχές, με απρόβλεπτες συνέπειες για τον πληθυσμό, τη γεωργία και την οικολογική ισορροπία. Με τον πλημμυρισμό μεγάλων εκτάσεων στις κοιλάδες, λόγω των φραγμάτων, απειλούνται με καταστροφή ιστορικά στοιχεία από παλαιότερους πολιτισμούς στην περιοχή. Ένα τρομακτικό παράδειγμα εδώ είναι η 12.000 χρόνων αρχαία πόλη της Hasankeyf (στα Κουρδικά Heskîf), με τα πολύ σημαντικά αρχαιολογικά μνημεία της.
Εκτός από τους φυσικούς πόρους, το ανθρώπινο δυναμικό των κουρδικών περιοχών αποτελεί σημαντικό παράγοντα για την Τουρκία, τη Συρία και το Ιράν. Η εργατική τάξη απαρτίζεται πάνω από το 50% από Κούρδους-σες. Ειδικά η οικονομία της Τουρκίας αποκομίζει ένα μεγάλο όφελος από τους φτωχότερους Κούρδους εργαζόμενους, οι οποίοι συνήθως εντάσσονται στον τομέα των χαμηλών μισθών.
Αυτές οι γεωγραφικές, κλιματολογικές και φυσικές συνθήκες στο σύνολό τους είναι και η αιτία για την προηγούμενη και τη συνεχιζόμενη σήμερα κατοχή της χώρας. Αλλά και η μόνιμη καταστολή των Κούρδων-δισών είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα της γεωστρατηγικής θέσης και των πλούσιων φυσικών πόρων της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα αυξάνεται συνεχώς η καταστολή και οδήγησε σε σφαγές αμάχων, σε εκτοπίσεις, στην αφομοίωση και στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων.
Οι Κούρδοι λοιπόν, ένα έθνος μοιρασμένο σε τέσσερα κράτη είναι το πιο μεγάλο –πληθυσμιακά- αλύτρωτο έθνος στον κόσμο. Για καλή μας τύχη, ένα σημαντικό τμήμα του έχει επιδοθεί σε μια επανάσταση, η οποία επιφυλάσσει καλύτερη μοίρα για αυτόν και δείχνει και το δρόμο για όλους τους λαούς, ώστε να υπάρξει καλύτερη μοίρα για όλον τον πλανήτη. Ένας λαός που τα κράτη της Τουρκίας, της Συρίας, του Ιράκ και του Ιράν εφήρμοσαν στο σώμα του πολιτικές εθνοκτονίας, ένας λαός με αργή αστικοποίηση, με ένα συγκρουσιακό μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα, που επιχειρούσε αποσχίσεις τύπου «εθνικής-κρατικής αυτοδιάθεσης», κάνει σήμερα μια παραδειγματική επανάσταση, χτίζοντας δομές μιας δημοκρατικής, δίκαιης και οικολογικής κοινωνίας.
Στις αρχές του 1990, ο πόλεμος στο Κουρδιστάν ήταν στο αποκορύφωμά του. Στη συνέχεια, το 1993, υπήρξε και απαγόρευση της λειτουργίας του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (ΡΚΚ) και πολλών άλλων κουρδικών ενώσεων στην Ευρώπη. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει το 2003 όταν ένας από τους αρχηγούς του ΡΚΚ, ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν (ο «Άπο», ο ιδρυτής και αδιαμφισβήτητος ηγέτης του μέχρι τη σύλληψή του στην ελληνική πρεσβεία στην Κένυα τον Φλεβάρη του 1999) έγραψε στη φυλακή στο νησί Ιμραλί –επηρεασμένος και από το Ζαπατίστικο Κίνημα και τα γραφτά του Μάρεϋ Μπούκτσιν- το βιβλίο με τον τίτλο: «κληρονόμοι του Γκιλγκαμές». Στο εν λόγω βιβλίο απορρίπτει όλες - και τις Κούρδικες - μορφές εθνικισμού, κάνει γενική κριτική του κράτους, ακόμα και του σοσιαλιστικού, και προτάσσει την απελευθέρωση των γυναικών. Οδήγησε σε πολλές συζητήσεις και στο ίδιο το κουρδικό κίνημα, αλλά και στο διεθνές, το οποίο ανανέωσε το ενδιαφέρον του για το κουρδικό ζήτημα.
Όταν αποφασίστηκε, το 2009, το πρώτο Κοινωνικό Φόρουμ της Μεσοποταμίας να πραγματοποιηθεί στο Ντιγιαρμπακίρ, υπήρξε παράλληλα ένα Camp, όπου συμμετείχαν πολλές εκατοντάδες άνθρωποι από την Ευρώπη. Σε ανταλλαγή απόψεων με την κουρδική νεολαία και τις γυναικείες οργανώσεις διατυπώθηκε η νέα ιδέα του κουρδικού απελευθερωτικού κινήματος: Λαϊκός συνομοσπονδισμός!
Από τον Μάρτιο του 2011 ήδη είχαν συγκροτηθεί συμβουλιακές δομές στη Rojava και τη Συρία. Επρόκειτο για μια συνειδητή απόφαση του PYD[1], να μη δημιουργηθούν κομματικές δομές, αλλά μια οργάνωση συμβουλίων, η οποία πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο του πληθυσμού, κατά την έννοια του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού. Οι συμβουλιακές δομές σχηματίσθηκαν τότε ως μια παράλληλη δομή στο κράτος. Δεν συγκρούστηκαν σχεδόν καθόλου άμεσα με το κράτος. Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι το καθεστώς του Μπάαθ δεν ήθελε να διακινδυνεύσει την ανοιχτή σύγκρουση με τους Κούρδους-σες και είχε επικεντρωθεί στην καταπολέμηση της εξέγερσης των μη-κουρδικών περιοχών.
Ένα σύστημα πολλαπλών επιπέδων, δηλαδή λαϊκά συμβούλια, ομάδες εργασίας και διασυνδέσεις μεταξύ τους, οργανώθηκαν τόσο πλατιά, που σε λίγους μήνες μπόρεσαν να συναντηθούν αντιπρόσωποι από όλες τις περιοχές της Rojava και της Συρίας, για να ιδρύσουν το Λαϊκό Συμβούλιο του Δυτικού Κουρδιστάν (MGRK - Meclîsa Gel Α Rojavayê Kurdistanê). Το MGRK από την ίδρυσή του κατάφερε πολλά δημοκρατικά κουρδικά κόμματα από τη Rojava να συνδεθούν με το συμβουλιακό σύστημα. Απέναντι σε αυτά, το PYD δεν έχει κάποιο ειδικό καθεστώς, έστω και αν ήταν η κύρια δύναμη. Το MGRK έγινε η πολιτικά κυρίαρχη δύναμη στις απελευθερωμένες περιοχές της Rojava.
Η Κομμούνα – Κοινότητα είναι η βάση του συμβουλιακού συστήματος και αποτελείται κατά το πλείστον από περίπου 30 έως 150 νοικοκυριά στις πόλεις και στην ύπαιθρο από ένα χωριό. Το επόμενο επίπεδο προς τα πάνω είναι τα Συνοικιακά Συμβούλια στις πόλεις και στην ύπαιθρο τα Συμβούλια των Χωρικών Ενοτήτων (μια χωρική ενότητα αποτελείται ως επί το πλείστον από επτά έως δέκα χωριά). Σαν τρίτο επίπεδο, έχουμε τα Περιφερειακά Συμβούλια, όπου συναντώνται τα συμβούλια από μια πόλη με την γύρω της ύπαιθρο. Όλα τα Περιφ. Συμβούλια σχηματίζουν το Ανώτατο Συμβούλιο, το Συμβούλιο του Λαού του Δυτικού Κουρδιστάν (MGRK). Στο συμβουλιακό αυτό σύστημα ξεχωριστή θέση έχει το Συμβούλιο Γυναικών, το οποίο αυτό-οργανώνεται σαν ένα ξεχωριστό Συμβούλιο σε όλα τα επίπεδα της αυτοοργάνωσης.
Στις 19 Ιούλη 2012 στο Kobanî της περιοχής Rojava στα δυτικά του Κουρδιστάν ξεκίνησε η επανάσταση, η οποία αντιπροσωπεύει μια μοναδική διαδικασία δημοκρατίας βάσης, ισότητας φύλων και οικολογίας. Στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας του Λαϊκού Συμβουλίου του δυτικού Κουρδιστάν (MGRK) ο πληθυσμός έδιωξε το καθεστώς Μπάαθ της Συρίας, σε μεγάλο βαθμό αναίμακτα. Ενώ η υπόλοιπη Συρία βυθιζόταν σε εμφύλιο πόλεμο η Rojava πρότεινε έναν τρίτο δρόμο πέρα από το καθεστώς Μπάαθ και τη Συριακή Αντιπολίτευση.
Το πρόγραμμα της Δημοκρατικής Αυτονομίας και του Δημοκρατικού Συνομοσπονδισμού, προσφέρει προοπτικές για μια γενικότερη λύση στα προβλήματα της Μέσης Ανατολής. Διαμορφώνεται και εφαρμόζεται πραγματικά ένα νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο με θεμελειακές αρχές την απελευθέρωση των δύο φύλων και τη συμμετοχή-συνεργασία όλων των εθνοτικών, θρησκευτικών και των άλλων ταυτοτήτων που ζουν στην περιοχή. Αυτές οι προσεγγίσεις ενσωματώνονται στην οικονομία, το περιβάλλον και την εκπαίδευση. Οι λογικές του κινήματος στη Ροζάβα, φαίνεται ότι ξεπερνούν τις παλαιότερες, αρχές του εθνικοαπελευθερωτικού, μαρξιστικο/λενινιστικού ιδεολογικού υπόβαθρου του PKK, του κόμματος που συνδέεται άμεσα με το PYD της Συρίας και το ένοπλο σκέλος του τις YPG και UPG. Το κουρδικό κίνημα αναπτύσσει και στο τουρκικό Κουρδιστάν-υπό συνθήκες παρανομίας- τις δομές αυτού του κοινοτικού συνοσπονδισμού. Στο δε συριακό Κουρδιστάν στα πλαίσια του εμφυλίου πολέμου, αναπτύσσει ένα ολοκληρωμένο κοινωνικό πειραματισμό άμεσης δημοκρατίας με βάση τις κουρδικές κοινότητες. Οι Κούρδοι της Συρίας ανέλαβαν τον έλεγχο των εδαφών τους και ανακήρυξαν μια δημοκρατική, πολυεθνική, πολυθρησκευτική αυτονομία, ιδρύοντας τρία αυτοδιοικούμενα καντόνια: Κομπάνι, Αφρίν και Τζαζίρα (Kobanî, Afrîn, Cizîrê).
Τον Ιανουάριο του 2014, μία πλατιά συσταθείσα Επιτροπή, αφού συνέλεξε και αξιολόγησε όλες τις προτάσεις, επεξεργάσθηκε το σχέδιο του «Κοινωνικού Συμβολαίου των δημοκρατικά αυτόνομων διοικήσεων των καντονιών». Σε αυτό απορρίπτεται το έθνος-κράτος και το συγκεντρωτικό καθεστώς και τίθεται ο στόχος της απελευθέρωσης των δύο φύλων και της εξισωτικής οικολογικής κοινωνίας. Στον πολυπολιτισμικό - εθνικό και θρησκευτικό - χαρακτήρα της κοινωνίας της Rojava δίνεται ιδιαίτερη έμφαση. Τονίζεται επίσης ότι τα τρία καντόνια θα πρέπει να είναι μέρος μιας δημοκρατικής Συρίας και ότι αυτά διοικούνται στη βάση της Δημοκρατικής Αυτονομίας. Αναφέρεται επίσης ρητά ότι οι τρεις δημοκρατικά αυτόνομες διοικήσεις θα πρέπει να χρησιμεύουν ως πρότυπα προς μίμηση για όλη τη Συρία. Ενώ η Συρία μετατρεπόταν σε μια πύρινη σφαίρα, οικοδομήθηκε με επιτυχία ένα δίκαιο σύστημα που στη Rojava καθορίζεται από το κλίμα της ειρήνης σε ένα περιβάλλον πολέμου . Για αυτό η Rojava αντιπροσωπεύει μια νέα ελπίδα για όλη τη Μέση Ανατολή.
Τα καντόνια της Rojava λαμβάνουν ως βάση το μοντέλο της κοινοτικής-δημοτικής οικονομίας, με κοινωνικές παροχές, ενάντια στην μεγιστοποίηση του κέρδους και την ερημοποίηση της φύσης που στηρίζονται τα καπιταλιστικά μοντέλα. Φροντίζουν, με τη βοήθεια των συνεταιρισμών, για την οργάνωση της οικονομίας από τη βάση και έχουν ως αρχή ότι όλα τα εργοστάσια και οι επιχειρήσεις βρίσκονται κάτω από τον έλεγχο του πληθυσμού. Με αυτόν τον τρόπο γίνεται προσπάθεια για δίκαιη κατανομή των πόρων, για υπέρβαση των ανισοτήτων στην κατανομή και αναπτύσσεται ένα δίκαιο οικονομικό πλαίσιο.
Ένας λαός, καλύτερα ένα μεγάλο μέρος του, κάνει σήμερα μια παραδειγματική επανάσταση. Αρνείται το μοντέρνο κράτος διακηρύσσοντας το δημοκρατικό συνομοσπονδισμό, αρνείται τον εθνικισμό αποδεχόμενος κάθε μειονότητα, αρνείται την πατριαρχία τοποθετώντας στο επίκεντρο τη γυναίκα, αρνείται το μιλιταρισμό με μονάδες αυτοάμυνας, αρνείται τη σύγκρουση με το κράτος στο γήπεδό του και αμύνεται απέναντι σε αυτό αλλά και σε κάθε εισβολέα για να υπερασπίσει της ελευθεριακές του κατακτήσεις, αρνείται να συμμαχήσει με τις δυτικές δυνάμεις που αποσταθεροποιούν έχοντας τις δικές τους βλέψεις για την περιοχή.
Τα ΜΜΕ ασχολήθηκαν με τους Κούρδους της Συρίας μόνο όταν έγιναν ασπίδα κατά της επέλασης των εξτρεμιστών του Ισλαμικού Κράτους, αλλά αποφεύγουν να αναφερθούν στις δημοκρατικές διεργασίες και στις αυτοδιαχειριστικές δομές που χτίζουν στα εδάφη που ελέγχουν, καθιερώνοντας ένα μοναδικό μοντέλο αυτοδιακυβέρνησης στη Μέση Ανατολή.
Αλλά και στο Βόρειο Κουρδιστάν ένας λαός δίχως κράτος επανεφεύρει την πολιτική
Και στην Τουρκία, οι δημοκράτες Κούρδοι δεν επιδιώκουν να σχηματίσουν ένα ακόμη έθνος-κράτος επειδή θεωρούν ότι αυτή η πολιτική οργάνωση είναι αναπόφευκτα μια “εξουσία από τα πάνω” που συντρίβει τους λαούς. Γι' αυτούς, το δημοκρατικό έθνος πρέπει να οργανωθεί “από τα κάτω”, σαν ένα έθνος όπου χωρούν πολλά έθνη ή, κατά τον τρόπο των Ζαπατίστας στο Μεξικό, σαν “ένας κόσμος όπου χωρούν πολλοί κόσμοι”. Και για το κουρδικό κίνημα της Τουρκίας, η κατάργηση της κρατικής οντότητας δεν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύσταση τοπικών δημοκρατικών οργανώσεων, βασισμένων στους δήμους, αλλά το αντίστροφο.
Το πολιτικό σχέδιο που προτείνουν οι Κούρδοι αγωνιστές στο Βόρειο Κουρδιστάν είναι ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός, όπως και στη Ροχάβα. Μια οργάνωση της πολιτικής ζωής βάσει της ελεύθερης ένωσης δήμων, κοινοτήτων, λαϊκών συνελεύσεων, κοπερατίβων και ενώσεων γυναικών, εργαζομένων ή φοιτητών, που ονομάζονται ακαδημίες. Οι τρεις πυλώνες αυτού του σχεδίου χωρίς σύνορα είναι η οικολογία, η δημοκρατία και η ελευθερία των γυναικών. Ο δημοκρατικός συνομοσπονδισμός δομείται προοδευτικά με αφετηρία τις “κοινοτικές σχέσεις” μεταξύ ενώσεων γυναικών, κινημάτων νεολαίας, οικολογικών ομάδων και άλλων οργανώσεων των πολιτών, όλες αυτόνομες. Το ονομάζουν και δω Δημοκρατική αυτονομία. Αλλά για αυτό θα μας μιλήσει περισσότερο ο συνομιλητής μας…
Τι σημαίνουν για μας αυτές οι εξελίξεις στο Κουρδικό;
«Ο κοινοτισμός επανέρχεται».
Η Ροζάβα, που σε συνθήκες πολέμου ο πληθυσμός της αυξάνεται –έχει σχεδόν διπλασιασθεί-, δίνει ένα υπαρκτό παράδειγμα για το πώς ένας κοινωνικός μετασχηματισμός μπορεί να είναι ίσως ο πιο «σταθεροποιητικός» παράγοντας σε μια διαλυμένη κοινωνία, όπως είναι σήμερα η Συριακή. Πέρα από το πείραμα που συντελείται εκεί, το βασικό ζητούμενο για μας θα πρέπει να είναι ο τρόπος με τον οποίο ο ελευθεριακός/συνομοσπονδιακός κοινοτισμός μπορεί να αποκτήσει σάρκα και οστά εδώ, στον ελλαδικό/αιγιακό χώρο. Πάνω σε αυτήν την κατεύθυνση, καλούμαστε να σκεφθούμε και να επιχειρήσουμε να συμβάλουμε στη διαμόρφωση ενός πρακτικού ριζοσπαστικού προσανατολισμού.
Κομούνες και συμβούλια υπήρξαν και στο παρελθόν. Δημιουργήθηκαν στην Παρισινή Κομμούνα, στα επαναστατικά κινήματα του τέλους του 19ου και του 20ου αιώνα-κυρίως στη Ρωσική Επανάσταση και στις εξεγέρσεις στη Γερμανία το 1918, σαν συμβούλια εργατών και στρατιωτών - ως μέρος του επαναστατικού σχεδίου. Το κίνημα των Συμβουλίων εξασθενούσε βέβαια γρήγορα -σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις- είτε ως αποτέλεσμα της σταθεροποίησης της επανάστασης (Σοβιετική Ένωση), είτε ως αποτέλεσμα της αντεπανάστασης (Παρισινή Κομμούνα, μετά τη δημοκρατία της Βαϊμάρης στη Γερμανία). Όμως δεν έπαψε να χαρακτηρίζεται από πολλούς συγγραφείς σαν «ο χαμένος θησαυρός της δημοκρατίας», σαν αυθόρμητο μέρος της κάθε επανάστασης (Arendt) και ως εναλλακτική λύση στο αντιπροσωπευτικό σύστημα, γιατί επιτρέπει τη πολιτική συμμετοχή του πληθυσμού.
Ξαναεμφανίσθηκε στο Ζαπατίστικο Κίνημα με τις επιτροπές καλής διακυβέρνησης στην Τσιάπας και μας έρχεται πιο κοντά μας στα καντόνια της κουρδικής αυτονομίας.
Ένα μοντέλο πολύ χρήσιμο και για μας, αλλά και το παγκόσμιο κίνημα της ελευθερίας, της ισότητας, του κοινοτισμού, της οικολογίας και της άμεσης δημοκρατίας. Οι πολύπλευρες και πολυσήμαντες εξελίξεις στη Ροζάβα είναι ένα παράδειγμα που οφείλουμε να εξετάσουμε και να διδαχθούμε. Το ζήτημα της επαναστατικής αλλαγής και στα μέρη μας, προϋποθέτει την αποκέντρωση σε κοινότητες, δήμους και περιφέρειες και τη δικτύωσή τους σε ανακλητά συμβούλια.
Αυτό που σήμερα έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι άλλη μία στιγμή κρίσης του ιστορικού Ανατολικού Ζητήματος˙ και αυτό που οφείλουμε να θέσουμε επί χάρτου είναι την πρακτική αντιμετώπισή του μέσα από την οπτική της ριζικής επίλυσης του Κοινωνικού Ζητήματος και αντίστροφα. Δεν πρέπει να περιμένουμε τίποτα το λυτρωτικό από τα διακυβερνητικά μαγειρέματα μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των μεγάλων πλανητικών παικτών (ΗΠΑ, Ρωσία), της Τουρκίας και των λοιπών περιφερειακών δυνάμεων της γεινονιάς μας. Η οικονομική ασφυξία που μας έχει επιβληθεί από τις μνημονιακές επιταγές με τη μείωση των μισθών και την κατακόρυφη αύξηση της φορολογίας, η περιστολή των εργατικών δικαιωμάτων, η διαρκής υποβάθμιση των κρατικών υπηρεσιών υγείας, παιδείας, κ.λπ., η συμβίωση με χιλιάδες νέων προσφύγων και η στήριξή τους, όλα αυτά διαμορφώνουν μία νέα εικόνα, στην οποία το γκρίζο θα τείνει να μαυρίζει όλο και περισσότερο. Η διέξοδος, ώστε αυτό το γκρίζο να αρχίσει να καλύπτεται από χρώματα, είναι η εφαρμογή, προφανώς σημειακή σε πρώτη φάση, ενός μεγαλόπνοου σχεδίου ευτοπικής ανασυγκρότησης της κοινωνίας.
Σήμερα που οι πολεμικές μηχανές ξεκίνησαν και πάλι να δουλεύουν όλο και πιο εντατικά, που τα σύνορα και οι φράχτες υψώνονται και επεκτείνονται όλο και περισσότερο, που όλος ο σκοταδιστικός βόρβορος του εθνικισμού και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού απειλεί κάθε έννοια ελευθερίας, δικαιώματος και διαφορετικότητας, οφείλουμε να διαμορφώσουμε όχι απλά δράσεις-γέφυρες αλλά περιοχές-γέφυρες μεταξύ των λαών. Σε αυτές τις περιοχές-γέφυρες, βασικό ρόλο θα διαδραματίζουν στοιχεία όπως η κοινωνική και ταξική αλληλεγγύη και η αναγνώριση των διαφορετικών πολιτισμικών αφηγήσεων που πάντοτε καθόριζε τον μεσογειακό χώρο και ειδικά την ανατολική του πλευρά.
Για τη δημιουργία αυτών των περιοχών-γεφυρών χρειάζεται ένα ευρύ, συνολικό σχέδιο κοινωνικής αναγέννησης και ανασυγκρότησης, παρόμοιο στη σύλληψή του με εκείνο της καλής διακυβέρνησης, που εφαρμόζεται στις ιθαγενικές περιοχές του νότιου Μεξικού, ή εκείνο της δημοκρατικής αυτονομίας, που προωθείται στις κουρδικές περιοχές. Και στις δύο περιπτώσεις, ο ρόλος των ομόσπονδων αυτόνομων συμβουλίων και η κοινοτικοποίηση όλο και μεγαλύτερων τμημάτων της κοινωνικής και οικονομικής ζωής είναι βασικά γνωρίσματά τους.
Ασφαλώς, δεν γνωρίζουμε τί θα γίνει στο εγγύς μέλλον. Γνωρίζουμε πως τα κινήματα και οι οργανωτικές δομές που είναι συναφείς με αυτά αλλάζουν χαρακτήρα, ριζοσπαστικοποιούνται, συντηρητικοποιούνται ή συνθηκολογούν ανάλογα με τις στρατηγικές επιλογές που κάνουν και τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν. Αυτό που όμως γνωρίζουμε είναι πως ένα κίνημα μπορεί να αποκτά όλο και ριζοσπαστικότερα στοιχεία αν μπορεί να αντέξει απέναντι στη καταστολή και στις ευρύτερες πιέσεις που δέχεται και κάτι τέτοιο μπορεί να το κάνει μόνο εφόσον έχει τη στήριξη κι άλλων «εξωγενών» παραγόντων. Έχει λοιπόν σημασία, στην προκειμένη περίπτωση, η διεθνιστική αλληλεγγύη των από τα κάτω να αποτελεί ένα σημαντικό τέτοιον «εξωγενή» παράγοντα. Μόνο σε αυτήν την περίπτωση ο κάθε αγώνας δεν είναι μόνος του και αυτό το μάθημα φαίνεται πως το έλαβε το κουρδικό κίνημα από την καινοτόμα ζαπατιστική αντίσταση.
Ο ελευθεριακός/δημοκρατικός συνομοσπονδισμός είναι η διέξοδος εκείνη που μπορεί να ενώσει τους λαούς στην ανατολική αλλά και στην ευρύτερη Μεσόγειο. Το περιεχόμενο και η εφαρμογή του είναι αυτό που οφείλουμε σήμερα να επιτελέσουμε όλοι εμείς, προκειμένου οι λαοί να συνδεθούν μέσα από τη διεθνιστική αλληλεγγύη και συνεργασία, σεβόμενοι αυτά που μας κάνουν ιδιαίτερους και πολεμώντας καθετί που επιχειρεί να μας μετατρέψει σε «ανώτερους» ή «κατώτερους».
Εμείς οι έλληνες βαλκάνιοι-μεσανατολίτες-μεσογειακοί-νοτιοευρωπαίοι, οφείλουμε να εξετάσουμε ψύχραιμα και πέρα από ιδεολογικές αγκυλώσεις το κούρδικο παράδειγμα. Οι οργανώσεις βάσης σε κάθε γειτονιά των πόλεων και σε κάθε χωριό είναι απαραίτητοι όροι για το σχεδιασμό της παραγωγής, της αλλαγής των θεσμών και της δημιουργίας κοινοτικών δεσμών, προκειμένου να υπερβούμε κατ’ αρχήν στην πράξη το συγκεντρωτικό κράτος( το «κράτος των Αθηνών», όπως εύστοχα αποκαλείται).
Στην ελλαδική αποικία χρέους, με ένα λαό σε επιτήρηση που κυριαρχεί η συνείδηση της παραίτησης και της ανάθεσης σε πολιτικούς «σωτήρες», μας χρειάζεται ένα αποκεντρωμένο σχολείο γνώσης και στοχασμού. Τα κοινοτικά εγχειρήματα κάθε μορφής και αντικειμένου θα είναι και το σχολείο όπου θα αναπτυχθεί η ατομική και κοινωνική συνείδηση της ριζοσπαστικής αλλαγής, που θα θέσει και όλη την κοινωνία σε κίνηση. Σε μια κίνηση μετάβασης προς μια ειρηνική κοινωνία ισοκατανομής πόρων και εξουσιών, κοινωνικής και φυλετικής ισότητας , ενταγμένης με ισορροπία στα τοπικό και πλανητικό οικοσύστημα και τη φύση, δημιουργώντας συνθήκες ευζωίας για τις παρούσες και μελλοντικές γενιές.
Η οικονομία και η πολιτική των μνημονίων δε μπορεί παρά να καταρρεύσει, το επόμενο χρονικό διάστημα. Χρειαζόμαστε μια διαδικασία δημιουργίας αποκεντρωμένων δομών που θα συνδυάζουν τη μόρφωση, την παραγωγική διαδικασία αντίστοιχη των κοινωνικών αναγκών, τη δοκιμή δημοκρατικών θεσμών, που θα απαντά ταυτόχρονα και στην οικονομική και στην κρίση αξιών. Όλη αυτή η αναζήτηση κυρίως μετά το 2011, αμήχανη προς το παρόν, αξίζει τον κόπο να στραφεί στην αλλαγή του γύρω κόσμου με μια επιστροφή στις ενδογενείς δυνατότητες που άφησε ανολοκλήρωτες η ιδιαίτερη ιστορία αυτού του τόπου, εμποτισμένη πια με τις σύγχρονες ελευθεριακές-οικολογικές αντιλήψεις.