Kostas Beveratos
Ιδιώτευση και διεκδίκηση
[ιδιωτεύω, διεκδικώ]
Στην Αθήνα της κλασσικής αρχαιότητας, όπου πάλευε ο νεοσύστατος πολιτισμός της δουλοκτησίας με τον αρχέγονο πολιτισμό του εξισωτισμού, η αναφορά στην ιδιώτευση είχε περιεχόμενο προσβλητικό. Στις λατινικές γλώσσες διατηρείται αυτό το υβριστικό περιεχόμενο της λέξης [idiot], όχι όμως και στα ελληνικά όπου η λέξη εκφράζει πλέον το ατομικό-προσωπικό.
Η αρχαία χρήση της λέξης φανερώνει τόσο το μέγεθος της πάλης που συντελούνταν τότε μεταξύ του πατρογονικού και του νεοσύστατου πολιτισμού, όσο και το γεγονός πως αυτή η αντιπαλότητα ήταν συνειδητή και αναγόταν στο πεδίου του λόγου. Ο πολιτισμός της δουλοκτησίας εισήγαγε την, πρωτόγνωρη μέχρι εκείνη την στιγμή, προσωπική αυτονομία του δουλοκτήτη, ο οποίος πλέον για την επιβίωσή του δεν εξαρτόνταν από το ασφαλές συλλογικό περιβάλλον που προσέφερε η οικογένεια-φυλή.
Όσο όμως και αν -στην αρχαία Αθήνα- η παράδοση της συλλογικότητας και η δύναμη του δεσμού της οικογένειας-φυλής εξακολουθούσαν να διατηρούν την ισχύ τους ως βασικά στοιχεία του κοινωνικού δεσμού, τα θεμέλια για την διάρρηξη αυτού του δεσμού είχαν ήδη τεθεί. Η προσωπική αυτάρκεια του εκάστοτε δουλοκτήτη, που εξασφαλιζόταν από την παραγωγική χρήση των ανθρώπινων κοπαδιών του, διαμόρφωνε πλέον το πλαίσιο για την ανάπτυξη ενός πολιτισμού ο οποίος επιβιώνει και εξελίσσεται μέχρι σήμερα.
Μέσα σε αυτήν την μεγάλη -για την δική μας αντίληψη- διαδρομή, η έννοια του συνυπάρχειν έχει δεχτεί βαθειές τροποποιήσεις, παρασέρνοντας μαζί και έννοιες όπως συλλογικότητα, ακεραιότητα, κοινωνικός δεσμός, κ.ο.κ. Η συνεργασία που χτίζεται μέσα σε ένα περιβάλλον ισότιμων και ακέραιων ανθρώπων έχει πλέον ακυρωθεί για να αντικατασταθεί από ένα ιεραρχικό πλέγμα μεταβίβασης εντολών. Σήμερα κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην εξασφάλιση είτε στοιχειωδών αναγκών, είτε πολυτελών απολαύσεων, υφίσταται κατά κύριο λόγο ως μία εντολή που δίνεται από κάποιον που έχει την οικονομική δυνατότητα να την δώσει, και όχι ως μία πράξη συνεργασίας, υποστήριξης, κατανόησης, προσφοράς, ανταλλαγής.
Η αυτονομία που προσφέρει η ατομική-ιδιωτική αυτάρκεια φαντάζει στην δική μας αντίληψη ως μέγιστο αγαθό και ως αυτονόητη προτεραιότητα στις επιδιώξεις κάθε ανθρώπου. Στην πραγματικότητα αυτές οι αυτονόητες για εμάς αξίες της ιδιώτευσης επιβεβαιώνουν και επισφραγίζουν την κατάργηση του ανθρώπινου κοινωνικού δεσμού και την αντικατάστασή του από ιεραρχικούς χρηματιστικούς μηχανισμούς μεταφοράς εντολών.
Μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο επί αιώνες χτίζεται έχοντας ως θεμέλιο την βία και την επιβολή, οι λέξεις συνεργασία, υποστήριξη, κατανόηση, προσφορά, ανταλλαγή, δεν έχουν απτό περιεχόμενο αλλά ακούγονται περισσότερο ως ωραία λόγια χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Αναπόφευκτα στην κοινωνία που έχει ως θεμέλιο την βία και την επιβολή, ο ανταγωνισμός είναι η μέθοδος επιβίωσης, ενώ όποιος έχει τα εφόδια να κερδίζει σε αυτόν τον ανταγωνισμό μπορεί και να αποκτά την επιδιωκόμενη από όλους ιδιωτική ευζωία. Η απόκτηση χρηματικών εφοδίων αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση τόσο για την επιβίωση όσο και για την ευζωία με βάση τα τρέχοντα πολιτισμικά πρότυπα. Το αρχέγονο πολύπτυχο συνεργασίας, υποστήριξης, κατανόησης, προσφοράς, ανταλλαγής, έχει απωλεσθεί και αντικατασταθεί από την διεκδίκηση, είτε ατομικά, είτε μέσω συντεχνιακών συμμαχιών. Η διεκδίκηση, έτσι, υπάρχει εξίσου, ως ένας μηχανισμός επιβολής δίκαιων ή άδικων απαιτήσεων, ισχυρών ή αδύναμων σχημάτων, με στόχο την ιδιωτική απόκτηση χρηματικών εφοδίων. Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε πως, η διεκδίκηση χρηματικών εφοδίων για την απόκτηση της ιδιωτικής ευζωίας με βάση τα τρέχοντα πολιτισμικά πρότυπα, αποτελεί τον πυρήνα λειτουργίας του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος.
Η διεκδίκηση, ακόμα και όταν δεν προέρχεται από τους ισχυρούς ως επιβολή στους αδύναμους, αλλά από τους αδύναμους που διεκδικούν μερίδιο από την ευμάρεια των ισχυρών, περισσότερο εδραιώνει το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής αδικίας παρά το κλονίζει.
- Έμμεσα ή άμεσα, τα διεκδικητικά κινήματα των αδύναμων δηλώνουν πως αποδέχονται τα πολιτισμικά πρότυπα των ισχυρών και τον χρηματιστικό μηχανισμό μεταβίβασης εντολών ο οποίος καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.
- Oι αδύναμοι μέσα από την διεκδίκηση αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ύπαρξη μιας ανώτερης αρχής, μιας εξουσίας που είναι αρμόδια -ενίοτε υποχρεωμένη- να ακούει τις απαιτήσεις τους και, ανάλογα με την πίεση που της ασκείται να μεριμνεί. Μοιάζει στην αντίληψη των περισσότερων, αυτή η ανώτερη αρχή, να μην διαφέρει από μία πατρική φιγούρα που είτε ταλαντεύεται μεταξύ στοργικότητας και σκληρότητας, είτε μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας, προσφέρει πάντα την ασφάλεια της πατρότητας.
- Οι διεκδικήσεις που προέρχονται από συντεχνιακές συμμαχίες, από την μία κινητοποιούνται από ποσοτικά και όχι ποιοτικά πρότυπα ενώ, από την άλλη, δεν λαμβάνουν υπόψη την θέση όσων βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση, νομιμοποιώντας έτσι -στο ηθικό πεδίο- το υφιστάμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Τα κινήματα διεκδίκησης όχι μόνο αφήνουν ανέπαφο τον πολιτισμικό πυρήνα του υφιστάμενου συστήματος αλλά πολύ περισσότερο τον αναπαράγουν, όσο οι στοχεύσεις τους περιορίζονται στα ποσοτικά πρότυπα που θέτει ο υφιστάμενος ανταγωνιστικός πολιτισμός ενεργώντας με κριτήριο την ισχύ και την επιβολή, και, όσο δεν εργάζονται για την εδραίωση κοινωνικών δεσμών που αναπτύσσουν την συνεργασία, την υποστήριξη, την κατανόηση, την προσφορά, και την ανταλλαγή.
http://proxeiro-tetradio.blogspot.de/2017/02/blog-post_28.html
Ιδιώτευση και διεκδίκηση
[ιδιωτεύω, διεκδικώ]
Στην Αθήνα της κλασσικής αρχαιότητας, όπου πάλευε ο νεοσύστατος πολιτισμός της δουλοκτησίας με τον αρχέγονο πολιτισμό του εξισωτισμού, η αναφορά στην ιδιώτευση είχε περιεχόμενο προσβλητικό. Στις λατινικές γλώσσες διατηρείται αυτό το υβριστικό περιεχόμενο της λέξης [idiot], όχι όμως και στα ελληνικά όπου η λέξη εκφράζει πλέον το ατομικό-προσωπικό.
Η αρχαία χρήση της λέξης φανερώνει τόσο το μέγεθος της πάλης που συντελούνταν τότε μεταξύ του πατρογονικού και του νεοσύστατου πολιτισμού, όσο και το γεγονός πως αυτή η αντιπαλότητα ήταν συνειδητή και αναγόταν στο πεδίου του λόγου. Ο πολιτισμός της δουλοκτησίας εισήγαγε την, πρωτόγνωρη μέχρι εκείνη την στιγμή, προσωπική αυτονομία του δουλοκτήτη, ο οποίος πλέον για την επιβίωσή του δεν εξαρτόνταν από το ασφαλές συλλογικό περιβάλλον που προσέφερε η οικογένεια-φυλή.
Όσο όμως και αν -στην αρχαία Αθήνα- η παράδοση της συλλογικότητας και η δύναμη του δεσμού της οικογένειας-φυλής εξακολουθούσαν να διατηρούν την ισχύ τους ως βασικά στοιχεία του κοινωνικού δεσμού, τα θεμέλια για την διάρρηξη αυτού του δεσμού είχαν ήδη τεθεί. Η προσωπική αυτάρκεια του εκάστοτε δουλοκτήτη, που εξασφαλιζόταν από την παραγωγική χρήση των ανθρώπινων κοπαδιών του, διαμόρφωνε πλέον το πλαίσιο για την ανάπτυξη ενός πολιτισμού ο οποίος επιβιώνει και εξελίσσεται μέχρι σήμερα.
Μέσα σε αυτήν την μεγάλη -για την δική μας αντίληψη- διαδρομή, η έννοια του συνυπάρχειν έχει δεχτεί βαθειές τροποποιήσεις, παρασέρνοντας μαζί και έννοιες όπως συλλογικότητα, ακεραιότητα, κοινωνικός δεσμός, κ.ο.κ. Η συνεργασία που χτίζεται μέσα σε ένα περιβάλλον ισότιμων και ακέραιων ανθρώπων έχει πλέον ακυρωθεί για να αντικατασταθεί από ένα ιεραρχικό πλέγμα μεταβίβασης εντολών. Σήμερα κάθε ενέργεια που αποσκοπεί στην εξασφάλιση είτε στοιχειωδών αναγκών, είτε πολυτελών απολαύσεων, υφίσταται κατά κύριο λόγο ως μία εντολή που δίνεται από κάποιον που έχει την οικονομική δυνατότητα να την δώσει, και όχι ως μία πράξη συνεργασίας, υποστήριξης, κατανόησης, προσφοράς, ανταλλαγής.
Η αυτονομία που προσφέρει η ατομική-ιδιωτική αυτάρκεια φαντάζει στην δική μας αντίληψη ως μέγιστο αγαθό και ως αυτονόητη προτεραιότητα στις επιδιώξεις κάθε ανθρώπου. Στην πραγματικότητα αυτές οι αυτονόητες για εμάς αξίες της ιδιώτευσης επιβεβαιώνουν και επισφραγίζουν την κατάργηση του ανθρώπινου κοινωνικού δεσμού και την αντικατάστασή του από ιεραρχικούς χρηματιστικούς μηχανισμούς μεταφοράς εντολών.
Μέσα σε ένα τέτοιο κοινωνικό πλαίσιο το οποίο επί αιώνες χτίζεται έχοντας ως θεμέλιο την βία και την επιβολή, οι λέξεις συνεργασία, υποστήριξη, κατανόηση, προσφορά, ανταλλαγή, δεν έχουν απτό περιεχόμενο αλλά ακούγονται περισσότερο ως ωραία λόγια χωρίς ιδιαίτερο νόημα. Αναπόφευκτα στην κοινωνία που έχει ως θεμέλιο την βία και την επιβολή, ο ανταγωνισμός είναι η μέθοδος επιβίωσης, ενώ όποιος έχει τα εφόδια να κερδίζει σε αυτόν τον ανταγωνισμό μπορεί και να αποκτά την επιδιωκόμενη από όλους ιδιωτική ευζωία. Η απόκτηση χρηματικών εφοδίων αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση τόσο για την επιβίωση όσο και για την ευζωία με βάση τα τρέχοντα πολιτισμικά πρότυπα. Το αρχέγονο πολύπτυχο συνεργασίας, υποστήριξης, κατανόησης, προσφοράς, ανταλλαγής, έχει απωλεσθεί και αντικατασταθεί από την διεκδίκηση, είτε ατομικά, είτε μέσω συντεχνιακών συμμαχιών. Η διεκδίκηση, έτσι, υπάρχει εξίσου, ως ένας μηχανισμός επιβολής δίκαιων ή άδικων απαιτήσεων, ισχυρών ή αδύναμων σχημάτων, με στόχο την ιδιωτική απόκτηση χρηματικών εφοδίων. Μπορούμε έτσι να διακρίνουμε πως, η διεκδίκηση χρηματικών εφοδίων για την απόκτηση της ιδιωτικής ευζωίας με βάση τα τρέχοντα πολιτισμικά πρότυπα, αποτελεί τον πυρήνα λειτουργίας του υφιστάμενου κοινωνικού συστήματος.
Η διεκδίκηση, ακόμα και όταν δεν προέρχεται από τους ισχυρούς ως επιβολή στους αδύναμους, αλλά από τους αδύναμους που διεκδικούν μερίδιο από την ευμάρεια των ισχυρών, περισσότερο εδραιώνει το υφιστάμενο σύστημα κοινωνικής αδικίας παρά το κλονίζει.
- Έμμεσα ή άμεσα, τα διεκδικητικά κινήματα των αδύναμων δηλώνουν πως αποδέχονται τα πολιτισμικά πρότυπα των ισχυρών και τον χρηματιστικό μηχανισμό μεταβίβασης εντολών ο οποίος καθορίζει τις ανθρώπινες σχέσεις.
- Oι αδύναμοι μέσα από την διεκδίκηση αναγνωρίζουν και αποδέχονται την ύπαρξη μιας ανώτερης αρχής, μιας εξουσίας που είναι αρμόδια -ενίοτε υποχρεωμένη- να ακούει τις απαιτήσεις τους και, ανάλογα με την πίεση που της ασκείται να μεριμνεί. Μοιάζει στην αντίληψη των περισσότερων, αυτή η ανώτερη αρχή, να μην διαφέρει από μία πατρική φιγούρα που είτε ταλαντεύεται μεταξύ στοργικότητας και σκληρότητας, είτε μεταξύ δικαιοσύνης και αδικίας, προσφέρει πάντα την ασφάλεια της πατρότητας.
- Οι διεκδικήσεις που προέρχονται από συντεχνιακές συμμαχίες, από την μία κινητοποιούνται από ποσοτικά και όχι ποιοτικά πρότυπα ενώ, από την άλλη, δεν λαμβάνουν υπόψη την θέση όσων βρίσκονται σε μειονεκτικότερη θέση, νομιμοποιώντας έτσι -στο ηθικό πεδίο- το υφιστάμενο ανταγωνιστικό περιβάλλον.
Τα κινήματα διεκδίκησης όχι μόνο αφήνουν ανέπαφο τον πολιτισμικό πυρήνα του υφιστάμενου συστήματος αλλά πολύ περισσότερο τον αναπαράγουν, όσο οι στοχεύσεις τους περιορίζονται στα ποσοτικά πρότυπα που θέτει ο υφιστάμενος ανταγωνιστικός πολιτισμός ενεργώντας με κριτήριο την ισχύ και την επιβολή, και, όσο δεν εργάζονται για την εδραίωση κοινωνικών δεσμών που αναπτύσσουν την συνεργασία, την υποστήριξη, την κατανόηση, την προσφορά, και την ανταλλαγή.
http://proxeiro-tetradio.blogspot.de/2017/02/blog-post_28.html