Σκεπτόμενοι την ηθική, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με μία θεμελιώδη παραδοχή: ότι, όποια και να είναι η θέση μας απέναντί της, από τη στιγμή που διαχωρίζουμε το σωστό από το λάθος και αντιδρούμε σε αυτό που μας ενοχλεί, έχουμε ήδη χαράξει μία γραμμή αποδοχής ή απόρριψης που συγγενεύει με την ηθική. Μόνον που αυτή η «ηθική» μπορεί να αποτελεί μία καρικατούρα της αληθινής ηθικής, μία διαστρέβλωσή της. Ο ίδιος ο Νίτσε, που απέρριπτε την ηθική, κατέκρινε τους χριστιανούς ότι διακήρυσσαν την ηθική ενώ δεν ήσαν πραγματικά τέτοιοι, θέλοντας να αποδείξει την αναντιστοιχία τους προς ό,τι έλεγαν, ενώ η αναντιστοιχία αυτή των χριστιανών θα ταίριαζε ολότελα με τη δική του προτίμηση για την ωμή δύναμη, σύμφωνα με την οποία πρέπει να μπορεί κανείς να επιβάλει την άποψή του άσχετα από την αλήθεια, πράγμα που, κατά τα λεγόμενά του, ο χριστιανισμός πέτυχε! Επίσης, κατέκρινε και όσους ήταν πραγματικά ηθικοί, αντί να θαυμάσει τη συνέπειά τους και την επιβολή τους στα πράγματα όμοια αν και ποιοτικά αντιστρόφως ανάλογη με αυτήν που επιδίωκε ο ίδιος. Αναρωτιέται, λοιπόν, κανείς: γιατί άραγε δεν θαύμασε στην περίπτωση του χριστιανισμού τέτοια επιτυχία επιβολής και ασυνέπειας (κατά τους ισχυρισμούς του) ή την υπερίσχυση ηθικών αξιών που παρότι τις θεωρούσε παρακμιακές ωστόσο αυτές είχαν τη δύναμη να επιβληθούν; Αυτό συμβαίνει επειδή η αυθαιρεσία περιέχει πάντοτε διαστρεβλώσεις και ασυνέπειες, μερικές φορές δυσδιάκριτες – εξάλλου αυτό είναι μέσα στη φύση της, ότι δεν υπακούει σε αρχές ούτε νόμους λογικής και γι’ αυτό δεν έχει λογική συνοχή.
Εδώ βλέπουμε ότι αυτό που μετράει τελικά δεν είναι κάποια θεωρία, αλλά η προσωπική επιθυμία που τείνει να θεωρητικοποιήσει την ύπαρξή της, για να εκπληρωθεί σε βάρος όλων. Αντιθέτως, η θεωρία έχει πάντα μία καθολική εφαρμογή στον κόσμο (γιατί δεν υπάρχει θεωρία χωρίς καθολικότητα ιδεών, δηλαδή ιδεών που να ισχύουν για όλους). Στην πραγματικότητα η απόρριψη της ηθικής δεν είναι θεωρία, είναι αυθαιρεσία, προσωπική επιθυμία και τίποτε άλλο, γιατί η αυθαιρεσία και η επιθυμία συμπορεύονται. Υπό αυτή την έννοια, ο ανταγωνισμός δεν είναι καθολική έννοια, παρόλο που μπορεί να ισχύει παντού σήμερα, γιατί είναι προσωπική επιθυμία που δεν μπορεί να εκπληρώνεται καθολικά αλλά αποκλείοντας άλλους και σε βάρος τους. Αυτό είναι μία θεμελιώδης «θεωρητική» παραπλάνηση στην ευθεία αντιπαράθεση προς την ηθική. Οι λόγοι γι’ αυτήν την παραπλάνηση μπορεί να είναι πολλοί, όπως π.χ. η εγωιστική αντίδραση απέναντι στην καθολικότητα, ο φόβος απώλειας του εαυτού είτε στο πλήθος είτε στο πραγματικά μεγάλο, ο φόβος του θανάτου που επιχειρείται να αντισταθμιστεί μέσω εξουσίας, η εξαφάνιση κανόνων για την ψευδαίσθηση μιας ψευδο-ελευθερίας που θα μπορεί να νικήσει τον θάνατο και πολλά άλλα.
Το να ορίσουμε τι είναι ηθική είναι όχι μόνον ανυπέρβλητα δύσκολο αλλά θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι, εξουσιάζοντες και μη, που ρέπουν στην κατά γράμμα ερμηνεία των εννοιών με συνέπεια να τις γελοιοποιούν και να τις στρεβλώνουν. Εξάλλου, η ηθική οφείλει να είναι μια έννοια εξελισσόμενη και ανάλογη με την ανάγκη της εποχής, όχι με την έννοια μιας κακοήθους προσαρμογής αλλά με την έννοια μιας κατάλληλης στάσης και σκέψης που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να προχωρήσει προς το καλύτερο από άποψη συνείδησης. Για να γίνει βέβαια αυτή η πρόοδος της συνείδησης, είναι αναγκαίες και οι κατάλληλες φυσικές συνθήκες, μια και το πνεύμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκοπεί από το σώμα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μία παράμετρος της ηθικής είναι η λογική συνοχή ανάμεσα στα αίτια και τα αποτελέσματα, όπως π.χ. ότι η απουσία υπεύθυνου πολίτη καταστρέφει την υπάρχουσα δημοκρατική και κοινωνική δομή ή, αντίστροφα, ότι το σύνολο της κοινωνίας ή ενός συστήματος δεν πρέπει να καταδυναστεύει το μέρος (άτομο ή ομάδα) αλλά να σέβεται την ατομική ελευθερία. Εδώ γίνεται φανερό ότι η ηθική ταυτίζεται με την ικανότητα εναρμόνισης ατόμου και συνόλου ή μέρους και όλου, δηλαδή με την αναίρεση της αυθαιρεσίας. Επομένως, αυτή η αντίληψη της ηθικής οδηγεί στην ανάγκη χειρισμού της δύναμης. Ο χειρισμός αυτός μπορεί να γίνει είτε με αποκλειστικότητα υπέρ του ατόμου ή ακόμη και υπέρ του συνόλου (γιατί και αυτό μπορεί να είναι μια μορφή αποκλειστικότητας και επιβολής) είτε αντιθέτως με ομαδικότητα όχι μόνον ανάμεσα στα μέρη της ομάδας αλλά και ανάμεσα στην ομάδα και τα μέρη της. Μια όμοια συλλογικότητα λειτουργεί και ανάμεσα στον παρόντα εαυτό μας και τον βαθύτερο εαυτό που πρόκειται να εκφραστεί, εκφράζεται δηλαδή τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.
Είναι επίσης φανερό ότι η ηθική συνδέεται στενά με τις Ιδέες. Αλλά πάντα υπάρχει μία μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε μια Ιδέα και σ’ αυτό που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. Αν η ιδέα ήταν της αυτής δυναμικής με αυτόν, τότε δεν θα ήταν ιδέα αλλά ένστικτο ή επιθυμία και δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Από τη στιγμή που προβάλλει μία ιδέα αρχίζει η διαμάχη μεταξύ αυτού που είναι ο άνθρωπος και αυτού που νομίζει ότι αυτή σημαίνει και πασχίζει να την πραγματώσει. Πέραν τούτου συχνά η αντίληψή του για το περιεχόμενο μιας ιδέας είναι λανθασμένη και ελλιπής, οπότε η εσωτερική σύγκρουση αυξάνεται. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό, συγκρούεται και με την αντίληψη των άλλων γι’ αυτή την ιδέα.
Γι’ αυτό πρέπει να γίνει ταπεινά δεκτό ότι υπολειπόμαστε σοβαρά όχι μόνον των μεγάλων ιδεών (όπως είναι π.χ. η ελευθερία, η αγάπη, η ειρήνη) αλλά, όπως φαίνεται, και των ενδιάμεσων ιδεών (όπως είναι π.χ. η δημοκρατία) και ότι αυτός είναι ο λόγος που όσοι τις επικαλούνται τις διαστρεβλώνουν συχνότατα και δεν αίρονται στο ύψος των διακηρύξεών τους. Αν δεν μπορέσουμε να δεχθούμε αυτή την πραγματικότητα και να αντιμετωπίσουμε τις ιδέες με μεγαλύτερη συνέπεια και χωρίς ανταγωνισμό απέναντί τους, τότε η αυτοκαταστροφικότητα του κόσμου δεν θα αναχαιτιστεί. Θα τρικλίζουμε ανάμεσα σε ιδέες ανάμεικτες με επιθυμίες, σε ανταγωνισμούς με ανθρώπους, ιδέες, πράγματα και τον εαυτό μας, σε ανάγκες πραγματικές και ψεύτικες, σε παρερμηνείες δικές μας και άλλων, ανάμεσα στη μικρότητά μας και στο απόλυτο που βιαζόμαστε λόγω του φόβου θανάτου να φθάσουμε.
Το να εξορίσουμε την ηθική, μια ιδέα ή όλες τις ιδέες από τη ζωή μας δεν πρόκειται να μας απελευθερώσει από τα δεσμά μας, αν αυτό που θα εξοριστεί είναι τελικά το βάθος του εαυτού μας που το ‘χουμε απόλυτη ανάγκη.
«...Η Ηθική όχι ως συμπεριφορά, αλλά σαν βιωματική πρακτική, είναι το επόμενο βήμα επιβίωσης και το μόνο μπροστά στο σύγχρονο πεδίο επιπτώσεων της οικονομικής ζωής και του εποικοδομήματός της στον οικολογικό κόσμο και το ανθρωπολογικό δυναμικό» [Γιάννης Ζήσης, ανέκδοτο κείμενο].
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
(solon.org.gr)
Εδώ βλέπουμε ότι αυτό που μετράει τελικά δεν είναι κάποια θεωρία, αλλά η προσωπική επιθυμία που τείνει να θεωρητικοποιήσει την ύπαρξή της, για να εκπληρωθεί σε βάρος όλων. Αντιθέτως, η θεωρία έχει πάντα μία καθολική εφαρμογή στον κόσμο (γιατί δεν υπάρχει θεωρία χωρίς καθολικότητα ιδεών, δηλαδή ιδεών που να ισχύουν για όλους). Στην πραγματικότητα η απόρριψη της ηθικής δεν είναι θεωρία, είναι αυθαιρεσία, προσωπική επιθυμία και τίποτε άλλο, γιατί η αυθαιρεσία και η επιθυμία συμπορεύονται. Υπό αυτή την έννοια, ο ανταγωνισμός δεν είναι καθολική έννοια, παρόλο που μπορεί να ισχύει παντού σήμερα, γιατί είναι προσωπική επιθυμία που δεν μπορεί να εκπληρώνεται καθολικά αλλά αποκλείοντας άλλους και σε βάρος τους. Αυτό είναι μία θεμελιώδης «θεωρητική» παραπλάνηση στην ευθεία αντιπαράθεση προς την ηθική. Οι λόγοι γι’ αυτήν την παραπλάνηση μπορεί να είναι πολλοί, όπως π.χ. η εγωιστική αντίδραση απέναντι στην καθολικότητα, ο φόβος απώλειας του εαυτού είτε στο πλήθος είτε στο πραγματικά μεγάλο, ο φόβος του θανάτου που επιχειρείται να αντισταθμιστεί μέσω εξουσίας, η εξαφάνιση κανόνων για την ψευδαίσθηση μιας ψευδο-ελευθερίας που θα μπορεί να νικήσει τον θάνατο και πολλά άλλα.
Το να ορίσουμε τι είναι ηθική είναι όχι μόνον ανυπέρβλητα δύσκολο αλλά θα ήταν και επικίνδυνο, γιατί υπάρχουν πάντοτε άνθρωποι, εξουσιάζοντες και μη, που ρέπουν στην κατά γράμμα ερμηνεία των εννοιών με συνέπεια να τις γελοιοποιούν και να τις στρεβλώνουν. Εξάλλου, η ηθική οφείλει να είναι μια έννοια εξελισσόμενη και ανάλογη με την ανάγκη της εποχής, όχι με την έννοια μιας κακοήθους προσαρμογής αλλά με την έννοια μιας κατάλληλης στάσης και σκέψης που θα βοηθήσει τον άνθρωπο να προχωρήσει προς το καλύτερο από άποψη συνείδησης. Για να γίνει βέβαια αυτή η πρόοδος της συνείδησης, είναι αναγκαίες και οι κατάλληλες φυσικές συνθήκες, μια και το πνεύμα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποκοπεί από το σώμα.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι μία παράμετρος της ηθικής είναι η λογική συνοχή ανάμεσα στα αίτια και τα αποτελέσματα, όπως π.χ. ότι η απουσία υπεύθυνου πολίτη καταστρέφει την υπάρχουσα δημοκρατική και κοινωνική δομή ή, αντίστροφα, ότι το σύνολο της κοινωνίας ή ενός συστήματος δεν πρέπει να καταδυναστεύει το μέρος (άτομο ή ομάδα) αλλά να σέβεται την ατομική ελευθερία. Εδώ γίνεται φανερό ότι η ηθική ταυτίζεται με την ικανότητα εναρμόνισης ατόμου και συνόλου ή μέρους και όλου, δηλαδή με την αναίρεση της αυθαιρεσίας. Επομένως, αυτή η αντίληψη της ηθικής οδηγεί στην ανάγκη χειρισμού της δύναμης. Ο χειρισμός αυτός μπορεί να γίνει είτε με αποκλειστικότητα υπέρ του ατόμου ή ακόμη και υπέρ του συνόλου (γιατί και αυτό μπορεί να είναι μια μορφή αποκλειστικότητας και επιβολής) είτε αντιθέτως με ομαδικότητα όχι μόνον ανάμεσα στα μέρη της ομάδας αλλά και ανάμεσα στην ομάδα και τα μέρη της. Μια όμοια συλλογικότητα λειτουργεί και ανάμεσα στον παρόντα εαυτό μας και τον βαθύτερο εαυτό που πρόκειται να εκφραστεί, εκφράζεται δηλαδή τόσο στον χώρο όσο και στον χρόνο.
Είναι επίσης φανερό ότι η ηθική συνδέεται στενά με τις Ιδέες. Αλλά πάντα υπάρχει μία μεγάλη απόσταση ανάμεσα σε μια Ιδέα και σ’ αυτό που μπορεί να πετύχει ο άνθρωπος. Αν η ιδέα ήταν της αυτής δυναμικής με αυτόν, τότε δεν θα ήταν ιδέα αλλά ένστικτο ή επιθυμία και δεν θα υπήρχε εξέλιξη. Από τη στιγμή που προβάλλει μία ιδέα αρχίζει η διαμάχη μεταξύ αυτού που είναι ο άνθρωπος και αυτού που νομίζει ότι αυτή σημαίνει και πασχίζει να την πραγματώσει. Πέραν τούτου συχνά η αντίληψή του για το περιεχόμενο μιας ιδέας είναι λανθασμένη και ελλιπής, οπότε η εσωτερική σύγκρουση αυξάνεται. Αλλά δεν είναι μόνον αυτό, συγκρούεται και με την αντίληψη των άλλων γι’ αυτή την ιδέα.
Γι’ αυτό πρέπει να γίνει ταπεινά δεκτό ότι υπολειπόμαστε σοβαρά όχι μόνον των μεγάλων ιδεών (όπως είναι π.χ. η ελευθερία, η αγάπη, η ειρήνη) αλλά, όπως φαίνεται, και των ενδιάμεσων ιδεών (όπως είναι π.χ. η δημοκρατία) και ότι αυτός είναι ο λόγος που όσοι τις επικαλούνται τις διαστρεβλώνουν συχνότατα και δεν αίρονται στο ύψος των διακηρύξεών τους. Αν δεν μπορέσουμε να δεχθούμε αυτή την πραγματικότητα και να αντιμετωπίσουμε τις ιδέες με μεγαλύτερη συνέπεια και χωρίς ανταγωνισμό απέναντί τους, τότε η αυτοκαταστροφικότητα του κόσμου δεν θα αναχαιτιστεί. Θα τρικλίζουμε ανάμεσα σε ιδέες ανάμεικτες με επιθυμίες, σε ανταγωνισμούς με ανθρώπους, ιδέες, πράγματα και τον εαυτό μας, σε ανάγκες πραγματικές και ψεύτικες, σε παρερμηνείες δικές μας και άλλων, ανάμεσα στη μικρότητά μας και στο απόλυτο που βιαζόμαστε λόγω του φόβου θανάτου να φθάσουμε.
Το να εξορίσουμε την ηθική, μια ιδέα ή όλες τις ιδέες από τη ζωή μας δεν πρόκειται να μας απελευθερώσει από τα δεσμά μας, αν αυτό που θα εξοριστεί είναι τελικά το βάθος του εαυτού μας που το ‘χουμε απόλυτη ανάγκη.
«...Η Ηθική όχι ως συμπεριφορά, αλλά σαν βιωματική πρακτική, είναι το επόμενο βήμα επιβίωσης και το μόνο μπροστά στο σύγχρονο πεδίο επιπτώσεων της οικονομικής ζωής και του εποικοδομήματός της στον οικολογικό κόσμο και το ανθρωπολογικό δυναμικό» [Γιάννης Ζήσης, ανέκδοτο κείμενο].
Ιωάννα Μουτσοπούλου
Μέλος της ΜΚΟ Σόλων
(solon.org.gr)