Christophe Bonneuil
Η εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων έχει σημάνει την έλευση μιας νέας γεωλογικής εποχής. Πρόκειται για κατόρθωμα των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών και των ελίτ τους, οι οποίες έχουν θεμελιώσει την υπεροχή τους πάνω σε οικολογικά άνισες ανταλλαγές.
Ανθρωπόκαινο: ο όρος περιγράφει μια νέα περίοδο στην ιστορία της Γης, η οποία ανοίγει με μια ανθρωπότητα που έχει μετατραπεί σε υποχθόνια δύναμη (1). Το σημείο αφετηρίας της νέας γεωϊστορικής εποχής παραμένει αμφισβητήσιμο. Η κατάκτηση και η γενοκτονία της Αμερικής; Η γέννηση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο οποίος στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα; Η ατομική βόμβα και η «μεγάλη επιτάχυνση» από το 1945 και μετά; Τουλάχιστον, όμως, υπάρχει μια διαπίστωση που βρίσκει σύμφωνους όλους τους επιστήμονες: πολύ περισσότερο από μια περιβαλλοντική κρίση, ζούμε μία γεωλογική ανατροπή, της οποίας τα προηγούμενα -η πέμπτη κρίση εξαφάνισης, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, ή το κλιματικό βέλτιστο του Μειόκαινου, πριν από 15 εκατομμύρια χρόνια- συναντώνται σε εποχές πριν από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους. Κάτι που συνεπάγεται μια ριζικά νέα κατάσταση: τις επόμενες δεκαετίες, η ανθρωπότητα θα πρέπει να αντεπεξέλθει σε σημεία ισορροπίας του συστήματος Γη με τα οποία δεν έχει έρθει ποτέ αντιμέτωπη.
Το Ανθρωπόκαινο σηματοδοτεί, επίσης, τη διάψευση μιας από τις υποσχέσεις της νεωτερικότητας, η οποία επεδίωκε να αποκολλήσει την ιστορία από τη φύση, να ελευθερώσει το ανθρώπινο πεπρωμένο από οποιονδήποτε φυσικό ντετερμινισμό. Από την άποψη αυτή, οι απορρυθμίσεις που έχει υποστεί η Γη είναι κόλαφος για τις ζωές μας. Μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα των χιλίων δεσμών ένταξης και ανάδρασης που συνδέουν τις κοινωνίες μας με τις πολύπλοκες διαδικασίες ενός πλανήτη που δεν είναι ούτε σταθερός ούτε διαχωρισμένος από εμάς ούτε ανεξάντλητος (2). Ξεριζώνοντας και πετώντας στον δρόμο δεκάδες εκατομμύρια πρόσφυγες (22 εκατομμύρια σήμερα, 250 εκατομμύρια το 2050, σύμφωνα με επίσημες προβλέψεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών), οξύνοντας την κοινωνική αδικία και τις γεωπολιτικές εντάσεις (3), η κλιματική απορρύθμιση υποθηκεύει κάθε προοπτική ενός πιο δίκαιου και αλληλέγγυου κόσμου, μιας καλύτερης ζωής για τους πολλούς. Και έτσι, οι εύθραυστες κατακτήσεις της δημοκρατίας και των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων θα μπορούσαν να εκμηδενιστούν.
Η λογική της συσσώρευσης έχει εξαντλήσει το σύνολο της δυναμικής μετασχηματισμού της Γης
Αλλά ποιος είναι ο «άνθρωπος», που βρίσκεται στο επίκεντρο του Ανθρωπόκαινου, αυτού του αληθινού εκτροχιασμού της γεωλογικής πορείας της Γης; Μήπως ένα αδιαφοροποίητο «ανθρώπινο είδος», με κοινό παρονομαστή τη βιολογία και τον άνθρακα, που είναι, επομένως, ομοιόμορφα υπεύθυνο για την κρίση; Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ισοδυναμούσε με την αποσιώπηση της ακραίας διαφοροποίησης των επιπτώσεων, της εξουσίας και των ευθυνών μεταξύ των λαών, των τάξεων και των φύλων. Κατά τη διάρκεια της Ανθρωπόκαινου εποχής της Γης υπήρξαν θύματα και φωνές αντίστασης και από εκεί, ίσως, αξίζει να πιάσει κανείς το νήμα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, μέχρι πρόσφατα το Ανθρωπόκαινο ήταν Δυτικόκαινο! Το 1900, η Βόρεια Αμερική και η Δυτική Ευρώπη ήταν υπεύθυνες για την εκπομπή ποσοστού μεγαλύτερου από το 80% των αερίων θερμοκηπίου από το 1750. Παρ’ όλο που ο ανθρώπινος πληθυσμός δεκαπλασιάστηκε μέσα σε τρεις αιώνες, πόσο διαφορετικές ήταν οι επιπτώσεις που προκάλεσαν οι διάφορες ομάδες ανθρώπων! Οι φυλές των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που απειλούνται σήμερα με εξαφάνιση, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις υφιστάμενες ανατροπές. Ένας ευκατάστατος Βορειοαμερικανός είναι υπεύθυνος, στο διάστημα της ζωής του, για την εκπομπή χιλιαπλάσιας ποσότητας αερίων του θερμοκηπίου από ό,τι ένας φτωχός Αφρικανός (4).
Ενώ ο πληθυσμός δεκαπλασιαζόταν, το κεφάλαιο εκατονταπλασιαζόταν. Παρά τους καταστροφικούς πολέμους, το κεφάλαιο πολλαπλασιάστηκε επί 134 μεταξύ 1700 και 2008 (5). Αυτή η λογική συσσώρευσης δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική μετασχηματισμού της Γης; Επομένως, το Ανθρωπόκαινο θα άξιζε τον πιο ακριβή χαρακτηρισμό «Κεφαλαιόκαινο». Πρόκειται, άλλωστε, για την κεντρική θέση των πρόσφατων έργων του κοινωνιολόγου Τζέισον Μουρ και του ιστορικού Αντρέας Μαλμ (6).
Εδώ και δύο αιώνες, το μοντέλο βιομηχανικής ανάπτυξης που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα έχει εκτροχιάσει τη γεωλογική πορεία του πλανήτη μας και, ταυτόχρονα, έχει διευρύνει τις ανισότητες. Το 1820, στο 20% των φτωχότερων αντιστοιχούσε το 4,7% του παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ, το 1992, το αντίστοιχο ποσοστό εισοδήματος ήταν 2,2% (7). Υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ιστορίας των ανισοτήτων και της ιστορίας της πλανητικής οικολογικής υποβάθμισης κατά το Ανθρωπόκαινο; Όχι, απαντούν οι οπαδοί του «πράσινου καπιταλισμού», οι οποίοι επαναφέρουν την παλιά γνωστή ρητορική του «win-win» μεταξύ αγοράς, ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβάλλοντος. Ωστόσο, πολλές πρόσφατες διεπιστημονικές μελέτες, στα πεδία της ιστορίας και των επιστημών του συστήματος Γη, αναδεικνύουν συνάφειες μεταξύ των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, των περιβαλλοντικών αδικιών και των οικολογικών απορρυθμίσεων που έχουν πια λάβει γεωλογικές διαστάσεις.
Παρόλο που κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα μεταβάλλει το περιβάλλον, οι επιπτώσεις είναι άνισα κατανεμημένες. Έτσι, 90 εταιρείες είναι, από μόνες τους, υπεύθυνες για πάνω από το 63% της παγκόσμιας εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου από το 1850 μέχρι και σήμερα (8). Τα κράτη που ευθύνονται για τις μεγαλύτερες εκπομπές είναι, ιστορικά, οι χώρες του «κέντρου», οι χώρες που κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν, πρώτα απ’όλα, το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο, κατά τη βικτωριανή εποχή, στον 19ο αιώνα, παρήγαγε το ήμισυ της παγκόσμιας ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα και πρωτοστατούσε στην αποικιοποίηση του πλανήτη. Ήταν, στη συνέχεια, από τα μέσα του 20ού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε κατά μέτωπο ανταγωνισμό με τις χώρες που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, όπου το σύστημα δεν ήταν λιγότερο καταστροφικό. Είναι, όλο και περισσότερο, η Κίνα, η οποία ευθύνεται σήμερα για την εκπομπή μεγαλύτερων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου από ό,τι ΗΠΑ και Ευρώπη μαζί. Το Πεκίνο έχει εμπλακεί σε οικονομικό ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος περνά, βραχυπρόθεσμα, μέσα από την επιδρομή στις πηγές ορυκτών καυσίμων και, μεσοπρόθεσμα, μέσα από τα πληροφορικά συστήματα, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις «πράσινες» τεχνολογίες. Με δεδομένη αυτή την ιστορική πραγματικότητα, μπορούν, άραγε, να περιοριστούν οι απορρυθμίσεις του πλανήτη χωρίς να αμφισβητηθεί η κούρσα οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος;
Εμβαθύνοντας, η κατάκτηση της οικονομικής ηγεμονίας από τα έθνη-κράτη του «κέντρου» (9) είχε ως αποτέλεσμα την υπεροχή των καπιταλιστικών ελίτ τους, καθώς και την εξαγορά της εσωτερικής κοινωνικής ειρήνης χάρη στην ενσωμάτωση των κυριαρχούμενων τάξεων στην κοινωνία της κατανάλωσης. Κάτι τέτοιο, όμως, έγινε δυνατό μόνο με τίμημα την οικολογική υπερχρέωση, δηλαδή μέσω οικολογικά άνισων ανταλλαγών με τις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Ενώ η μαρξιστική έννοια της «άνισης ανταλλαγής» περιέγραφε την επιδείνωση των όρων των εμπορικών ανταλλαγών (ουσιαστικά, το ύψος των εισαγωγών που οι εξαγωγές χρηματοδοτούν) μεταξύ περιφέρειας και κέντρου, υπολογισμένη σε ποσότητα εργασίας, με τον όρο «οικολογικά άνιση ανταλλαγή» υποδηλώνεται η ασυμμετρία που δημιουργείται όταν η περιφέρεια ή οι κυριαρχούμενες περιοχές του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος εξάγουν προϊόντα υψηλής οικολογικής αξίας και εισάγουν προϊόντα χαμηλότερης οικολογικής αξίας, ακόμη και επιβλαβή προϊόντα (απόβλητα, αέρια του θερμοκηπίου…). Αυτή η οικολογική αξία μπορεί να υπολογιστεί σε εκτάρια που είναι απαραίτητα για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, μέσω του δείκτη «οικολογικού αποτυπώματος» (10), είτε σε ποσότητα ενέργειας υψηλής ποιότητας ή πρώτων υλών (βιομάζα, ορυκτά, νερό κτλ.) που είναι ενσωματωμένη στις διεθνείς ανταλλαγές προϊόντων ή, ακόμη, σε απόβλητα και επιβλαβείς ουσίες άνισα κατανεμημένες.
Ο συγκεκριμένος τρόπος ανάλυσης των παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών επιτρέπει, εδώ και κάποια χρόνια, μια καινούρια ματιά στους μεταβολισμούς των κοινωνιών μας και στην ιστορική διαδοχή διαφόρων «παγκόσμιων οικολογικών μοντέλων» (Jason W. Moore), σε αντιστοιχία με τα «παγκόσμια οικονομικά μοντέλα» του ιστορικού Φερνάν Μπροντέλ. Κάθε μοντέλο χαρακτηρίζεται, ανάλογα με την περίοδο, από μια ιδιαίτερη (ασύμμετρη) οργάνωση των ροών των πρώτων υλών, της ενέργειας και των θετικών ή αρνητικών οικολογικών συνεπειών.
Η λαιμαργία για ενέργεια της «χρυσής τριακονταετίας»
Ο ιστορικός Κένεθ Πόμεραντς κατέδειξε τον ρόλο της οικολογικά άνισης ανταλλαγής κατά την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στη βιομηχανική εποχή (11). Η κατάκτηση της Αμερικής και ο έλεγχος του τριγωνικού εμπορίου επέτρεψαν την πρωταρχική συσσώρευση στην Ευρώπη. Τους καρπούς της διαδικασίας αυτής έδρεψαν κατά κύριο λόγο οι Βρετανοί, τον 18οαιώνα, λόγω της ναυτικής υπεροχής τους, η οποία τους προσέφερε πρόσβαση στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του υπόλοιπου κόσμου, που ήταν απαραίτητοι για τη βιομηχανική τους ανάπτυξη.
Τα εργατικά χέρια των δούλων που καλλιεργούσαν τη ζάχαρη -και κάλυπταν, έτσι, το 4% των διατροφικών αναγκών των Βρετανών το 1800- ή το βαμβάκι για τα εργοστάσιά τους, το μαλλί, το ξύλο, το λίπασμα γκουάνο, το σιτάρι και το κρέας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, τα εκτάρια που καλλιεργούνταν στις αποικίες της αυτοκρατορίας ήταν πολύ περισσότερα από τη γεωργικά ενεργή επιφάνεια της μητροπολιτικής Βρετανίας. Η ανταλλαγή ήταν άνιση καθώς, το 1850, ανταλλάσσοντας 1.000 λίβρες υφάσματος που παράχθηκε στο Μάντσεστερ με 1.000 λίβρες ακατέργαστο αμερικανικό βαμβάκι, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ευνοημένο κατά 46% σε όρους ενσωματωμένης εργασίας (άνιση ανταλλαγή) και 6.000% σε όρους ενσωματωμένων εκταρίων (οικολογικά άνιση ανταλλαγή) (12). Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο απελευθέρωνε τη μητροπολιτική Βρετανία από ένα περιβαλλοντικό φορτίο και η ιδιοποίηση των εργατικών χεριών και των οικοσυστημάτων της περιφέρειας καθιστούσε δυνατό τον μετασχηματισμό της μητρόπολης σε βιομηχανική οικονομία.
Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 20ό αιώνα, η ισχυρή ανάπτυξη της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας» χαρακτηρίζεται από τη λαιμαργία της για ενέργεια και από το ισχυρό αποτύπωμά της σε άνθρακα. Ενώ στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα χρειαζόταν ετήσια αύξηση 1,7% στην κατανάλωση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα για να επιτευχθεί παγκόσμια ανάπτυξη 2,1% τον χρόνο, μεταξύ 1945 και 1973 χρειαζόταν 4,5% αύξηση στην αντίστοιχη ενεργειακή κατανάλωση για ετήσια οικονομική ανάπτυξη 4,18%. Η ίδια απώλεια αποτελεσματικότητας αγγίζει και τις υπόλοιπες ορυκτές πρώτες ύλες: ενώ μεταξύ 1950 και 1970 το παγκόσμιο ΑΕΠ πολλαπλασιάστηκε επί 2,6, η κατανάλωση μεταλλευμάτων και ορυκτών για βιομηχανική χρήση πολλαπλασιάστηκε επί 3 και η κατανάλωση των οικοδομικών υλικών σχεδόν επί 3. Έτσι, το παγκόσμιο ανθρωπογενές οικολογικό αποτύπωμα εκτινάχθηκε από το 63% της βιοπαραγωγικής ικανότητας της Γης, το 1961, σε πάνω από 100% στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Με άλλα λόγια, από εκείνη την εποχή και μετά, υπερβαίνουμε την ικανότητα του πλανήτη να παράγει τους πόρους που έχουμε ανάγκη και να απορροφά τα απόβλητα που αφήνουμε πίσω μας.
Η κούρσα των εξοπλισμών, του Διαστήματος, της παραγωγής, αλλά και της κατανάλωσης, στην οποία επιδόθηκαν το δυτικό και το ανατολικό μπλοκ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, απαίτησε την εκμετάλλευση φυσικών και ανθρώπινων πόρων σε γιγαντιαία κλίμακα. Με μια σημαντική διαφορά: το κομμουνιστικό στρατόπεδο εκμεταλλευόταν και υποβάθμιζε κυρίως το δικό του περιβάλλον (με τις ανταλλαγές πρώτων υλών με το εξωτερικό να είναι σχεδόν ισοσκελισμένες, αλλά και με πολλές εγχώριες οικολογικές καταστροφές), ενώ οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Δύσης θεμελίωναν την ανάπτυξή τους πάνω σε μια μαζικής κλίμακας αποστράγγιση των ορυκτών και ανανεώσιμων πλουτοπαραγωγικών πόρων (με ετήσιες εισαγωγές πρώτων υλών που ξεπερνούσαν τις αντίστοιχες εξαγωγές κατά 299 δισεκατομμύρια τόνους το 1950, διαφορά που εκτινάχθηκε στα 1,282 τρισεκατομμύρια τόνους το 1970) (13). Αυτοί οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προέρχονταν από τον υπόλοιπο μη κομμουνιστικό κόσμο, ο οποίος απογυμνώθηκε από τις πρώτες ύλες του και την υψηλής ποιότητας ενέργεια.
Η αποστράγγιση υπήρξε οικονομικά άνιση, με 20% επιδείνωση των όρων εμπορίου σε βάρος των «αναπτυσσόμενων χωρών» που εξήγαν ακατέργαστα προϊόντα μεταξύ 1950 και 1972. Υπήρξε, όμως, και οικολογικά άνιση. Προς το 1973, όταν το οικολογικό αποτύπωμα Κίνας και ΕΣΣΔ έφτανε το 100% της εγχώριας βιοπαραγωγικής ικανότητάς τους, το οικολογικό αποτύπωμα των Ηνωμένων Πολιτειών βρισκόταν ήδη στο 176%, του Ηνωμένου Βασιλείου στο 377%, της Γαλλίας στο 141%, της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο 292% και της Ιαπωνίας στο 576%, ενώ πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής παρέμεναν κάτω από το 50% (14).
Γίνεται αντιληπτό ότι ο κινητήρας της «μεγάλης επιτάχυνσης» της συγκεκριμένης περιόδου υπήρξε η απίθανη οικολογική υπερχρέωση των δυτικών βιομηχανικών χωρών, οι οποίες, τελικά, επικρατούν στη μάχη με το κομμουνιστικό σύστημα και μεταβαίνουν σε ένα βαθιά μη βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο, ενώ η μαζικής κλίμακας παραγωγή αποβλήτων και εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου συνεπάγεται ουσιαστικά την ιδιοποίηση των επανορθωτικών λειτουργιών των οικοσυστημάτων του υπόλοιπου πλανήτη. Η ιδιοποίηση αυτή δημιουργεί χάσμα μεταξύ των εθνικών οικονομιών που παράγουν πολύ πλούτο χωρίς να υποβάλλουν τα εδάφη τους σε υπερβολικές πιέσεις και άλλων χωρών, όπου το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί προκαλεί σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Σήμερα, μια οικολογικά άνιση ανταλλαγή εξελίσσεται μεταξύ όσων -κρατών και ολιγαρχίας του πλουσιότερου 5% του πλανήτη- επιμένουν να θεμελιώνουν την οικονομική ισχύ τους και την κοινωνική ειρήνη σε κατά κεφαλήν εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σαφώς μεγαλύτερες από τον παγκόσμιο μέσο όρο και, από την άλλη πλευρά, των περιοχών (κυρίως νησιωτικών, τροπικών και παράκτιων) και των πληθυσμών (ουσιαστικά των φτωχότερων) που θα πληγούν περισσότερο από τις απορρυθμίσεις του κλίματος. Επίσης, τα οικοσυστήματα -τα δάση- των περιοχών και των πληθυσμών αυτών συνεισφέρουν περισσότερο στην απάλυνση των επιπτώσεων από τις εκπομπές αποβλήτων των πλούσιων περιοχών και πληθυσμών. Και κάτι τέτοιο γίνεται δωρεάν -ένα οικολογικό χρέος απροσμέτρητα μεγαλύτερο από τα δημόσια χρέη- ή με χαμηλή αποζημίωση, μέσω μηχανισμών όπως ο Reducing Emissions from Deforestation and Forest Degradation (REDD) και άλλες αγορές περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες αποτελούν νέες μορφές άνισης ανταλλαγής.
Εναπόκειται στη γενιά μας και αποτελεί ευθύνη των ηγετών του πλανήτη να διακοπεί αυτή η καταστροφική και κοινωνικά άδικη πορεία. Διακυβεύεται, μακροπρόθεσμα, μια σοβαρότατη ανατροπή της πλανητικής γεωλογίας και, βραχυπρόθεσμα, η ζωή και η ασφάλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων γυναικών και αντρών, από τις παράκτιες ζώνες μέχρι την καρδιά της Αφρικής, από τον Αμαζόνιο μέχρι το Μπανγκλαντές. Το γεγονός ότι τα βίαια φυσικά φαινόμενα πλήττουν ήδη με δριμύτητα τους πιο φτωχούς και τους λιγότερο υπεύθυνους για τις παρελθοντικές εκπομπές αερίων πληθυσμούς, αποτελεί κληρονομιά του Κεφαλαιόκαινου. Αλλά η επιλογή να προστεθούν ή όχι στον απολογισμό αυτόν επιπλέον δεκάδες εκατομμύρια κλιματικών προσφύγων, νέες βίαιες εκδηλώσεις της φύσης, βάσανα και αδικίες είναι δική μας ευθύνη.
Κάθε προσπάθεια που θα καθυστερούσε τον περιορισμό της χρήσης ορυκτών καυσίμων και κάθε εκπομπή αερίων που μας οδηγεί στην υπέρβαση του ορίου των + 2°C (ακόμη και των + 1,5°C, σύμφωνα με ορισμένους κλιματολόγους), πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι: ενέργειες που πλήττουν την ασφάλεια του πλανήτη μας και προκαλούν θύματα και ανθρώπινη δυστυχία (15). Ακόμη κι αν οι αιτιώδεις συνάφειες και οι υπολογισμοί είναι περίπλοκοι, είναι ήδη γνωστό ότι σε κάθε γιγατόνο διοξειδίου του άνθρακα που υπερβαίνει τον «προϋπολογισμό + 2°C» αντιστοιχούν αρκετά επιπλέον εκατομμύρια κλιματικοί πρόσφυγες και θύματα. Επομένως, όπως έκαναν ο Κοντορσέ και ο αββάς Ρεϊνάλ για τη δουλεία, ας τολμήσουμε να το δηλώσουμε: αυτές οι ανεξέλεγκτες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αξίζουν τον χαρακτηρισμό «εγκλήματα».
Μετά τα, αποικιοκρατικά και ολοκληρωτικά, εγκλήματα της δουλείας, η έννοια της απαραβίαστης αξίας της ανθρώπινης ζωής απειλείται ξανά. Από εδώ και στο εξής, όπως επισημαίνει ο Νοτιοαφρικανός αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου, άλλοτε στρατευμένος στη μάχη κατά του απαρτχάιντ, η μείωση του οικολογικού αποτυπώματός μας δεν αποτελεί απλώς περιβαλλοντική αναγκαιότητα: «αποτελεί το σημαντικότερο πεδίο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εποχή μας» (16). Είναι πλέον απαράδεκτο άτομα και επιχειρήσεις να πλουτίζουν από δραστηριότητες που έχουν εγκληματικές επιπτώσεις στο κλίμα. Ο Τούτου καλεί στην καταπολέμηση των αιτίων και των υπευθύνων για την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη, όπως είχε συμβεί με το απαρτχάιντ: με τα όπλα της ηθικής αποδοκιμασίας, του μποϊκοτάζ, της πολιτικής ανυπακοής, της απόσυρσης επενδύσεων και της καταστολής με βάση το διεθνές δίκαιο.
Να εξουδετερώσουμε τους δουλέμπορους του άνθρακα
Μήπως νικήσαμε τη δουλεία, πριν από δύο αιώνες, ζητώντας από τους αποικιοκράτες και τους ιδιοκτήτες δούλων να προτείνουν οι ίδιοι τον περιορισμό των ανθρώπινων όντων που μεταφέρονταν στις περιοχές που έλεγχαν; Θα είχαμε παραχωρήσει στους ιδιοκτήτες δούλων ποσοστώσεις στον αριθμό ανθρώπινων όντων που κατείχαν; Με την ίδια λογική, μπορούμε, σήμερα, να ελπίζουμε ότι θα σημειωθεί πρόοδος υπολογίζοντας στις εντελώς προαιρετικές δεσμεύσεις κρατών που έχουν εμπλακεί σε έναν αχαλίνωτο οικονομικό πόλεμο ή εναποθέτοντας το μέλλον του κλίματος στο αόρατο χέρι της αγοράς άνθρακα, μέσω της οικονομικής αποτίμησης και της ιδιωτικοποίησης της ατμόσφαιρας, των εδαφών και των δασών;
Δεν θα ήταν καλύτερα να αναζητηθούν οι δυνάμεις που είναι σε θέση να σταματήσουν την κλιματική απορρύθμιση στην εξέγερση των θυμάτων του καπιταλισμού των ορυκτών καυσίμων (Pacific climate warriors στην Ωκεανία, ακτιβιστές κατά των εξορύξεων, ενεργειακά επισφαλείς πληθυσμοί, κλιματικοί πρόσφυγες) και στην ηθική υπέρβαση όσων, στις πλούσιες χώρες, δεν θέλουν να είναι πια συμμέτοχοι και το δηλώνουν με διάφορες ενέργειες -λύσεις για διαφορετική και καλύτερη ζωή με λιγότερα, εκστρατείες για να υποχρεωθούν οι τράπεζες να αποσύρουν τις επενδύσεις τους από εταιρείες με δραστηριότητες που επιβαρύνουν το κλίμα, πιέσεις στις κυβερνήσεις για να περάσουν από τα λόγια στα έργα σε ζητήματα περιορισμού των εκπομπών (17), αντίσταση σε άχρηστα μεγάλα έργα;
Πρέπει, επίσης, να αναμένει κανείς την επιστροφή του πολιτικού θάρρους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εάν ο Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας, ο Κοντορσέ, ο Ζορές, ο Γκάντι ή η Ρόζα Παρκς ζούσαν σήμερα, η εξάλειψη των κλιματικών εγκλημάτων, η εξουδετέρωση των 90 δουλεμπόρων του άνθρακα και η έξοδος από το Κεφαλαιόκαινο θα ήταν η κορυφαία τους μάχη (18).
Πηγή: Monde Diplomatique
Η εκμετάλλευση των ορυκτών καυσίμων έχει σημάνει την έλευση μιας νέας γεωλογικής εποχής. Πρόκειται για κατόρθωμα των βιομηχανικά αναπτυγμένων χωρών και των ελίτ τους, οι οποίες έχουν θεμελιώσει την υπεροχή τους πάνω σε οικολογικά άνισες ανταλλαγές.
Ανθρωπόκαινο: ο όρος περιγράφει μια νέα περίοδο στην ιστορία της Γης, η οποία ανοίγει με μια ανθρωπότητα που έχει μετατραπεί σε υποχθόνια δύναμη (1). Το σημείο αφετηρίας της νέας γεωϊστορικής εποχής παραμένει αμφισβητήσιμο. Η κατάκτηση και η γενοκτονία της Αμερικής; Η γέννηση του βιομηχανικού καπιταλισμού, ο οποίος στηρίζεται στα ορυκτά καύσιμα; Η ατομική βόμβα και η «μεγάλη επιτάχυνση» από το 1945 και μετά; Τουλάχιστον, όμως, υπάρχει μια διαπίστωση που βρίσκει σύμφωνους όλους τους επιστήμονες: πολύ περισσότερο από μια περιβαλλοντική κρίση, ζούμε μία γεωλογική ανατροπή, της οποίας τα προηγούμενα -η πέμπτη κρίση εξαφάνισης, πριν από 65 εκατομμύρια χρόνια, ή το κλιματικό βέλτιστο του Μειόκαινου, πριν από 15 εκατομμύρια χρόνια- συναντώνται σε εποχές πριν από την εμφάνιση του ανθρώπινου είδους. Κάτι που συνεπάγεται μια ριζικά νέα κατάσταση: τις επόμενες δεκαετίες, η ανθρωπότητα θα πρέπει να αντεπεξέλθει σε σημεία ισορροπίας του συστήματος Γη με τα οποία δεν έχει έρθει ποτέ αντιμέτωπη.
Το Ανθρωπόκαινο σηματοδοτεί, επίσης, τη διάψευση μιας από τις υποσχέσεις της νεωτερικότητας, η οποία επεδίωκε να αποκολλήσει την ιστορία από τη φύση, να ελευθερώσει το ανθρώπινο πεπρωμένο από οποιονδήποτε φυσικό ντετερμινισμό. Από την άποψη αυτή, οι απορρυθμίσεις που έχει υποστεί η Γη είναι κόλαφος για τις ζωές μας. Μας επαναφέρουν στην πραγματικότητα των χιλίων δεσμών ένταξης και ανάδρασης που συνδέουν τις κοινωνίες μας με τις πολύπλοκες διαδικασίες ενός πλανήτη που δεν είναι ούτε σταθερός ούτε διαχωρισμένος από εμάς ούτε ανεξάντλητος (2). Ξεριζώνοντας και πετώντας στον δρόμο δεκάδες εκατομμύρια πρόσφυγες (22 εκατομμύρια σήμερα, 250 εκατομμύρια το 2050, σύμφωνα με επίσημες προβλέψεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών), οξύνοντας την κοινωνική αδικία και τις γεωπολιτικές εντάσεις (3), η κλιματική απορρύθμιση υποθηκεύει κάθε προοπτική ενός πιο δίκαιου και αλληλέγγυου κόσμου, μιας καλύτερης ζωής για τους πολλούς. Και έτσι, οι εύθραυστες κατακτήσεις της δημοκρατίας και των ανθρώπινων και κοινωνικών δικαιωμάτων θα μπορούσαν να εκμηδενιστούν.
Η λογική της συσσώρευσης έχει εξαντλήσει το σύνολο της δυναμικής μετασχηματισμού της Γης
Αλλά ποιος είναι ο «άνθρωπος», που βρίσκεται στο επίκεντρο του Ανθρωπόκαινου, αυτού του αληθινού εκτροχιασμού της γεωλογικής πορείας της Γης; Μήπως ένα αδιαφοροποίητο «ανθρώπινο είδος», με κοινό παρονομαστή τη βιολογία και τον άνθρακα, που είναι, επομένως, ομοιόμορφα υπεύθυνο για την κρίση; Ένας τέτοιος ισχυρισμός θα ισοδυναμούσε με την αποσιώπηση της ακραίας διαφοροποίησης των επιπτώσεων, της εξουσίας και των ευθυνών μεταξύ των λαών, των τάξεων και των φύλων. Κατά τη διάρκεια της Ανθρωπόκαινου εποχής της Γης υπήρξαν θύματα και φωνές αντίστασης και από εκεί, ίσως, αξίζει να πιάσει κανείς το νήμα.
Για να είμαστε ειλικρινείς, μέχρι πρόσφατα το Ανθρωπόκαινο ήταν Δυτικόκαινο! Το 1900, η Βόρεια Αμερική και η Δυτική Ευρώπη ήταν υπεύθυνες για την εκπομπή ποσοστού μεγαλύτερου από το 80% των αερίων θερμοκηπίου από το 1750. Παρ’ όλο που ο ανθρώπινος πληθυσμός δεκαπλασιάστηκε μέσα σε τρεις αιώνες, πόσο διαφορετικές ήταν οι επιπτώσεις που προκάλεσαν οι διάφορες ομάδες ανθρώπων! Οι φυλές των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών που απειλούνται σήμερα με εξαφάνιση, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν υπεύθυνες για τις υφιστάμενες ανατροπές. Ένας ευκατάστατος Βορειοαμερικανός είναι υπεύθυνος, στο διάστημα της ζωής του, για την εκπομπή χιλιαπλάσιας ποσότητας αερίων του θερμοκηπίου από ό,τι ένας φτωχός Αφρικανός (4).
Ενώ ο πληθυσμός δεκαπλασιαζόταν, το κεφάλαιο εκατονταπλασιαζόταν. Παρά τους καταστροφικούς πολέμους, το κεφάλαιο πολλαπλασιάστηκε επί 134 μεταξύ 1700 και 2008 (5). Αυτή η λογική συσσώρευσης δεν έχει εξαντλήσει τη δυναμική μετασχηματισμού της Γης; Επομένως, το Ανθρωπόκαινο θα άξιζε τον πιο ακριβή χαρακτηρισμό «Κεφαλαιόκαινο». Πρόκειται, άλλωστε, για την κεντρική θέση των πρόσφατων έργων του κοινωνιολόγου Τζέισον Μουρ και του ιστορικού Αντρέας Μαλμ (6).
Εδώ και δύο αιώνες, το μοντέλο βιομηχανικής ανάπτυξης που βασίζεται στα ορυκτά καύσιμα έχει εκτροχιάσει τη γεωλογική πορεία του πλανήτη μας και, ταυτόχρονα, έχει διευρύνει τις ανισότητες. Το 1820, στο 20% των φτωχότερων αντιστοιχούσε το 4,7% του παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ, το 1992, το αντίστοιχο ποσοστό εισοδήματος ήταν 2,2% (7). Υπάρχει σύνδεση μεταξύ της ιστορίας των ανισοτήτων και της ιστορίας της πλανητικής οικολογικής υποβάθμισης κατά το Ανθρωπόκαινο; Όχι, απαντούν οι οπαδοί του «πράσινου καπιταλισμού», οι οποίοι επαναφέρουν την παλιά γνωστή ρητορική του «win-win» μεταξύ αγοράς, ανάπτυξης, κοινωνικής δικαιοσύνης και περιβάλλοντος. Ωστόσο, πολλές πρόσφατες διεπιστημονικές μελέτες, στα πεδία της ιστορίας και των επιστημών του συστήματος Γη, αναδεικνύουν συνάφειες μεταξύ των οικονομικών και κοινωνικών ανισοτήτων, των περιβαλλοντικών αδικιών και των οικολογικών απορρυθμίσεων που έχουν πια λάβει γεωλογικές διαστάσεις.
Παρόλο που κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα μεταβάλλει το περιβάλλον, οι επιπτώσεις είναι άνισα κατανεμημένες. Έτσι, 90 εταιρείες είναι, από μόνες τους, υπεύθυνες για πάνω από το 63% της παγκόσμιας εκπομπής αερίων του θερμοκηπίου από το 1850 μέχρι και σήμερα (8). Τα κράτη που ευθύνονται για τις μεγαλύτερες εκπομπές είναι, ιστορικά, οι χώρες του «κέντρου», οι χώρες που κυριαρχούν στην παγκόσμια οικονομία. Ήταν, πρώτα απ’όλα, το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο, κατά τη βικτωριανή εποχή, στον 19ο αιώνα, παρήγαγε το ήμισυ της παγκόσμιας ποσότητας διοξειδίου του άνθρακα και πρωτοστατούσε στην αποικιοποίηση του πλανήτη. Ήταν, στη συνέχεια, από τα μέσα του 20ού αιώνα, οι Ηνωμένες Πολιτείες, σε κατά μέτωπο ανταγωνισμό με τις χώρες που βρίσκονταν στη σφαίρα επιρροής της Σοβιετικής Ένωσης, όπου το σύστημα δεν ήταν λιγότερο καταστροφικό. Είναι, όλο και περισσότερο, η Κίνα, η οποία ευθύνεται σήμερα για την εκπομπή μεγαλύτερων ποσοτήτων αερίων του θερμοκηπίου από ό,τι ΗΠΑ και Ευρώπη μαζί. Το Πεκίνο έχει εμπλακεί σε οικονομικό ανταγωνισμό με τις Ηνωμένες Πολιτείες, ο οποίος περνά, βραχυπρόθεσμα, μέσα από την επιδρομή στις πηγές ορυκτών καυσίμων και, μεσοπρόθεσμα, μέσα από τα πληροφορικά συστήματα, τον χρηματοπιστωτικό τομέα και τις «πράσινες» τεχνολογίες. Με δεδομένη αυτή την ιστορική πραγματικότητα, μπορούν, άραγε, να περιοριστούν οι απορρυθμίσεις του πλανήτη χωρίς να αμφισβητηθεί η κούρσα οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος;
Εμβαθύνοντας, η κατάκτηση της οικονομικής ηγεμονίας από τα έθνη-κράτη του «κέντρου» (9) είχε ως αποτέλεσμα την υπεροχή των καπιταλιστικών ελίτ τους, καθώς και την εξαγορά της εσωτερικής κοινωνικής ειρήνης χάρη στην ενσωμάτωση των κυριαρχούμενων τάξεων στην κοινωνία της κατανάλωσης. Κάτι τέτοιο, όμως, έγινε δυνατό μόνο με τίμημα την οικολογική υπερχρέωση, δηλαδή μέσω οικολογικά άνισων ανταλλαγών με τις υπόλοιπες περιοχές του πλανήτη. Ενώ η μαρξιστική έννοια της «άνισης ανταλλαγής» περιέγραφε την επιδείνωση των όρων των εμπορικών ανταλλαγών (ουσιαστικά, το ύψος των εισαγωγών που οι εξαγωγές χρηματοδοτούν) μεταξύ περιφέρειας και κέντρου, υπολογισμένη σε ποσότητα εργασίας, με τον όρο «οικολογικά άνιση ανταλλαγή» υποδηλώνεται η ασυμμετρία που δημιουργείται όταν η περιφέρεια ή οι κυριαρχούμενες περιοχές του παγκόσμιου οικονομικού συστήματος εξάγουν προϊόντα υψηλής οικολογικής αξίας και εισάγουν προϊόντα χαμηλότερης οικολογικής αξίας, ακόμη και επιβλαβή προϊόντα (απόβλητα, αέρια του θερμοκηπίου…). Αυτή η οικολογική αξία μπορεί να υπολογιστεί σε εκτάρια που είναι απαραίτητα για την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών, μέσω του δείκτη «οικολογικού αποτυπώματος» (10), είτε σε ποσότητα ενέργειας υψηλής ποιότητας ή πρώτων υλών (βιομάζα, ορυκτά, νερό κτλ.) που είναι ενσωματωμένη στις διεθνείς ανταλλαγές προϊόντων ή, ακόμη, σε απόβλητα και επιβλαβείς ουσίες άνισα κατανεμημένες.
Ο συγκεκριμένος τρόπος ανάλυσης των παγκόσμιων οικονομικών συναλλαγών επιτρέπει, εδώ και κάποια χρόνια, μια καινούρια ματιά στους μεταβολισμούς των κοινωνιών μας και στην ιστορική διαδοχή διαφόρων «παγκόσμιων οικολογικών μοντέλων» (Jason W. Moore), σε αντιστοιχία με τα «παγκόσμια οικονομικά μοντέλα» του ιστορικού Φερνάν Μπροντέλ. Κάθε μοντέλο χαρακτηρίζεται, ανάλογα με την περίοδο, από μια ιδιαίτερη (ασύμμετρη) οργάνωση των ροών των πρώτων υλών, της ενέργειας και των θετικών ή αρνητικών οικολογικών συνεπειών.
Η λαιμαργία για ενέργεια της «χρυσής τριακονταετίας»
Ο ιστορικός Κένεθ Πόμεραντς κατέδειξε τον ρόλο της οικολογικά άνισης ανταλλαγής κατά την είσοδο του Ηνωμένου Βασιλείου στη βιομηχανική εποχή (11). Η κατάκτηση της Αμερικής και ο έλεγχος του τριγωνικού εμπορίου επέτρεψαν την πρωταρχική συσσώρευση στην Ευρώπη. Τους καρπούς της διαδικασίας αυτής έδρεψαν κατά κύριο λόγο οι Βρετανοί, τον 18οαιώνα, λόγω της ναυτικής υπεροχής τους, η οποία τους προσέφερε πρόσβαση στους πλουτοπαραγωγικούς πόρους του υπόλοιπου κόσμου, που ήταν απαραίτητοι για τη βιομηχανική τους ανάπτυξη.
Τα εργατικά χέρια των δούλων που καλλιεργούσαν τη ζάχαρη -και κάλυπταν, έτσι, το 4% των διατροφικών αναγκών των Βρετανών το 1800- ή το βαμβάκι για τα εργοστάσιά τους, το μαλλί, το ξύλο, το λίπασμα γκουάνο, το σιτάρι και το κρέας. Στα μέσα του 19ου αιώνα, τα εκτάρια που καλλιεργούνταν στις αποικίες της αυτοκρατορίας ήταν πολύ περισσότερα από τη γεωργικά ενεργή επιφάνεια της μητροπολιτικής Βρετανίας. Η ανταλλαγή ήταν άνιση καθώς, το 1850, ανταλλάσσοντας 1.000 λίβρες υφάσματος που παράχθηκε στο Μάντσεστερ με 1.000 λίβρες ακατέργαστο αμερικανικό βαμβάκι, το Ηνωμένο Βασίλειο ήταν ευνοημένο κατά 46% σε όρους ενσωματωμένης εργασίας (άνιση ανταλλαγή) και 6.000% σε όρους ενσωματωμένων εκταρίων (οικολογικά άνιση ανταλλαγή) (12). Έτσι, το Ηνωμένο Βασίλειο απελευθέρωνε τη μητροπολιτική Βρετανία από ένα περιβαλλοντικό φορτίο και η ιδιοποίηση των εργατικών χεριών και των οικοσυστημάτων της περιφέρειας καθιστούσε δυνατό τον μετασχηματισμό της μητρόπολης σε βιομηχανική οικονομία.
Με τον ίδιο τρόπο, κατά τον 20ό αιώνα, η ισχυρή ανάπτυξη της μεταπολεμικής «χρυσής τριακονταετίας» χαρακτηρίζεται από τη λαιμαργία της για ενέργεια και από το ισχυρό αποτύπωμά της σε άνθρακα. Ενώ στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα χρειαζόταν ετήσια αύξηση 1,7% στην κατανάλωση ενέργειας από ορυκτά καύσιμα για να επιτευχθεί παγκόσμια ανάπτυξη 2,1% τον χρόνο, μεταξύ 1945 και 1973 χρειαζόταν 4,5% αύξηση στην αντίστοιχη ενεργειακή κατανάλωση για ετήσια οικονομική ανάπτυξη 4,18%. Η ίδια απώλεια αποτελεσματικότητας αγγίζει και τις υπόλοιπες ορυκτές πρώτες ύλες: ενώ μεταξύ 1950 και 1970 το παγκόσμιο ΑΕΠ πολλαπλασιάστηκε επί 2,6, η κατανάλωση μεταλλευμάτων και ορυκτών για βιομηχανική χρήση πολλαπλασιάστηκε επί 3 και η κατανάλωση των οικοδομικών υλικών σχεδόν επί 3. Έτσι, το παγκόσμιο ανθρωπογενές οικολογικό αποτύπωμα εκτινάχθηκε από το 63% της βιοπαραγωγικής ικανότητας της Γης, το 1961, σε πάνω από 100% στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Με άλλα λόγια, από εκείνη την εποχή και μετά, υπερβαίνουμε την ικανότητα του πλανήτη να παράγει τους πόρους που έχουμε ανάγκη και να απορροφά τα απόβλητα που αφήνουμε πίσω μας.
Η κούρσα των εξοπλισμών, του Διαστήματος, της παραγωγής, αλλά και της κατανάλωσης, στην οποία επιδόθηκαν το δυτικό και το ανατολικό μπλοκ κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, απαίτησε την εκμετάλλευση φυσικών και ανθρώπινων πόρων σε γιγαντιαία κλίμακα. Με μια σημαντική διαφορά: το κομμουνιστικό στρατόπεδο εκμεταλλευόταν και υποβάθμιζε κυρίως το δικό του περιβάλλον (με τις ανταλλαγές πρώτων υλών με το εξωτερικό να είναι σχεδόν ισοσκελισμένες, αλλά και με πολλές εγχώριες οικολογικές καταστροφές), ενώ οι βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες της Δύσης θεμελίωναν την ανάπτυξή τους πάνω σε μια μαζικής κλίμακας αποστράγγιση των ορυκτών και ανανεώσιμων πλουτοπαραγωγικών πόρων (με ετήσιες εισαγωγές πρώτων υλών που ξεπερνούσαν τις αντίστοιχες εξαγωγές κατά 299 δισεκατομμύρια τόνους το 1950, διαφορά που εκτινάχθηκε στα 1,282 τρισεκατομμύρια τόνους το 1970) (13). Αυτοί οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προέρχονταν από τον υπόλοιπο μη κομμουνιστικό κόσμο, ο οποίος απογυμνώθηκε από τις πρώτες ύλες του και την υψηλής ποιότητας ενέργεια.
Η αποστράγγιση υπήρξε οικονομικά άνιση, με 20% επιδείνωση των όρων εμπορίου σε βάρος των «αναπτυσσόμενων χωρών» που εξήγαν ακατέργαστα προϊόντα μεταξύ 1950 και 1972. Υπήρξε, όμως, και οικολογικά άνιση. Προς το 1973, όταν το οικολογικό αποτύπωμα Κίνας και ΕΣΣΔ έφτανε το 100% της εγχώριας βιοπαραγωγικής ικανότητάς τους, το οικολογικό αποτύπωμα των Ηνωμένων Πολιτειών βρισκόταν ήδη στο 176%, του Ηνωμένου Βασιλείου στο 377%, της Γαλλίας στο 141%, της Ομοσπονδιακής Γερμανίας στο 292% και της Ιαπωνίας στο 576%, ενώ πολλές χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής παρέμεναν κάτω από το 50% (14).
Γίνεται αντιληπτό ότι ο κινητήρας της «μεγάλης επιτάχυνσης» της συγκεκριμένης περιόδου υπήρξε η απίθανη οικολογική υπερχρέωση των δυτικών βιομηχανικών χωρών, οι οποίες, τελικά, επικρατούν στη μάχη με το κομμουνιστικό σύστημα και μεταβαίνουν σε ένα βαθιά μη βιώσιμο αναπτυξιακό μοντέλο, ενώ η μαζικής κλίμακας παραγωγή αποβλήτων και εκπομπή αερίων του θερμοκηπίου συνεπάγεται ουσιαστικά την ιδιοποίηση των επανορθωτικών λειτουργιών των οικοσυστημάτων του υπόλοιπου πλανήτη. Η ιδιοποίηση αυτή δημιουργεί χάσμα μεταξύ των εθνικών οικονομιών που παράγουν πολύ πλούτο χωρίς να υποβάλλουν τα εδάφη τους σε υπερβολικές πιέσεις και άλλων χωρών, όπου το οικονομικό μοντέλο που κυριαρχεί προκαλεί σοβαρές περιβαλλοντικές επιπτώσεις.
Σήμερα, μια οικολογικά άνιση ανταλλαγή εξελίσσεται μεταξύ όσων -κρατών και ολιγαρχίας του πλουσιότερου 5% του πλανήτη- επιμένουν να θεμελιώνουν την οικονομική ισχύ τους και την κοινωνική ειρήνη σε κατά κεφαλήν εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σαφώς μεγαλύτερες από τον παγκόσμιο μέσο όρο και, από την άλλη πλευρά, των περιοχών (κυρίως νησιωτικών, τροπικών και παράκτιων) και των πληθυσμών (ουσιαστικά των φτωχότερων) που θα πληγούν περισσότερο από τις απορρυθμίσεις του κλίματος. Επίσης, τα οικοσυστήματα -τα δάση- των περιοχών και των πληθυσμών αυτών συνεισφέρουν περισσότερο στην απάλυνση των επιπτώσεων από τις εκπομπές αποβλήτων των πλούσιων περιοχών και πληθυσμών. Και κάτι τέτοιο γίνεται δωρεάν -ένα οικολογικό χρέος απροσμέτρητα μεγαλύτερο από τα δημόσια χρέη- ή με χαμηλή αποζημίωση, μέσω μηχανισμών όπως ο Reducing Emissions from Deforestation and Forest Degradation (REDD) και άλλες αγορές περιβαλλοντικών αγαθών και υπηρεσιών, οι οποίες αποτελούν νέες μορφές άνισης ανταλλαγής.
Εναπόκειται στη γενιά μας και αποτελεί ευθύνη των ηγετών του πλανήτη να διακοπεί αυτή η καταστροφική και κοινωνικά άδικη πορεία. Διακυβεύεται, μακροπρόθεσμα, μια σοβαρότατη ανατροπή της πλανητικής γεωλογίας και, βραχυπρόθεσμα, η ζωή και η ασφάλεια εκατοντάδων εκατομμυρίων γυναικών και αντρών, από τις παράκτιες ζώνες μέχρι την καρδιά της Αφρικής, από τον Αμαζόνιο μέχρι το Μπανγκλαντές. Το γεγονός ότι τα βίαια φυσικά φαινόμενα πλήττουν ήδη με δριμύτητα τους πιο φτωχούς και τους λιγότερο υπεύθυνους για τις παρελθοντικές εκπομπές αερίων πληθυσμούς, αποτελεί κληρονομιά του Κεφαλαιόκαινου. Αλλά η επιλογή να προστεθούν ή όχι στον απολογισμό αυτόν επιπλέον δεκάδες εκατομμύρια κλιματικών προσφύγων, νέες βίαιες εκδηλώσεις της φύσης, βάσανα και αδικίες είναι δική μας ευθύνη.
Κάθε προσπάθεια που θα καθυστερούσε τον περιορισμό της χρήσης ορυκτών καυσίμων και κάθε εκπομπή αερίων που μας οδηγεί στην υπέρβαση του ορίου των + 2°C (ακόμη και των + 1,5°C, σύμφωνα με ορισμένους κλιματολόγους), πρέπει πλέον να αντιμετωπίζονται ως αυτό που είναι: ενέργειες που πλήττουν την ασφάλεια του πλανήτη μας και προκαλούν θύματα και ανθρώπινη δυστυχία (15). Ακόμη κι αν οι αιτιώδεις συνάφειες και οι υπολογισμοί είναι περίπλοκοι, είναι ήδη γνωστό ότι σε κάθε γιγατόνο διοξειδίου του άνθρακα που υπερβαίνει τον «προϋπολογισμό + 2°C» αντιστοιχούν αρκετά επιπλέον εκατομμύρια κλιματικοί πρόσφυγες και θύματα. Επομένως, όπως έκαναν ο Κοντορσέ και ο αββάς Ρεϊνάλ για τη δουλεία, ας τολμήσουμε να το δηλώσουμε: αυτές οι ανεξέλεγκτες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου αξίζουν τον χαρακτηρισμό «εγκλήματα».
Μετά τα, αποικιοκρατικά και ολοκληρωτικά, εγκλήματα της δουλείας, η έννοια της απαραβίαστης αξίας της ανθρώπινης ζωής απειλείται ξανά. Από εδώ και στο εξής, όπως επισημαίνει ο Νοτιοαφρικανός αρχιεπίσκοπος Ντέσμοντ Τούτου, άλλοτε στρατευμένος στη μάχη κατά του απαρτχάιντ, η μείωση του οικολογικού αποτυπώματός μας δεν αποτελεί απλώς περιβαλλοντική αναγκαιότητα: «αποτελεί το σημαντικότερο πεδίο υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην εποχή μας» (16). Είναι πλέον απαράδεκτο άτομα και επιχειρήσεις να πλουτίζουν από δραστηριότητες που έχουν εγκληματικές επιπτώσεις στο κλίμα. Ο Τούτου καλεί στην καταπολέμηση των αιτίων και των υπευθύνων για την άνοδο της θερμοκρασίας του πλανήτη, όπως είχε συμβεί με το απαρτχάιντ: με τα όπλα της ηθικής αποδοκιμασίας, του μποϊκοτάζ, της πολιτικής ανυπακοής, της απόσυρσης επενδύσεων και της καταστολής με βάση το διεθνές δίκαιο.
Να εξουδετερώσουμε τους δουλέμπορους του άνθρακα
Μήπως νικήσαμε τη δουλεία, πριν από δύο αιώνες, ζητώντας από τους αποικιοκράτες και τους ιδιοκτήτες δούλων να προτείνουν οι ίδιοι τον περιορισμό των ανθρώπινων όντων που μεταφέρονταν στις περιοχές που έλεγχαν; Θα είχαμε παραχωρήσει στους ιδιοκτήτες δούλων ποσοστώσεις στον αριθμό ανθρώπινων όντων που κατείχαν; Με την ίδια λογική, μπορούμε, σήμερα, να ελπίζουμε ότι θα σημειωθεί πρόοδος υπολογίζοντας στις εντελώς προαιρετικές δεσμεύσεις κρατών που έχουν εμπλακεί σε έναν αχαλίνωτο οικονομικό πόλεμο ή εναποθέτοντας το μέλλον του κλίματος στο αόρατο χέρι της αγοράς άνθρακα, μέσω της οικονομικής αποτίμησης και της ιδιωτικοποίησης της ατμόσφαιρας, των εδαφών και των δασών;
Δεν θα ήταν καλύτερα να αναζητηθούν οι δυνάμεις που είναι σε θέση να σταματήσουν την κλιματική απορρύθμιση στην εξέγερση των θυμάτων του καπιταλισμού των ορυκτών καυσίμων (Pacific climate warriors στην Ωκεανία, ακτιβιστές κατά των εξορύξεων, ενεργειακά επισφαλείς πληθυσμοί, κλιματικοί πρόσφυγες) και στην ηθική υπέρβαση όσων, στις πλούσιες χώρες, δεν θέλουν να είναι πια συμμέτοχοι και το δηλώνουν με διάφορες ενέργειες -λύσεις για διαφορετική και καλύτερη ζωή με λιγότερα, εκστρατείες για να υποχρεωθούν οι τράπεζες να αποσύρουν τις επενδύσεις τους από εταιρείες με δραστηριότητες που επιβαρύνουν το κλίμα, πιέσεις στις κυβερνήσεις για να περάσουν από τα λόγια στα έργα σε ζητήματα περιορισμού των εκπομπών (17), αντίσταση σε άχρηστα μεγάλα έργα;
Πρέπει, επίσης, να αναμένει κανείς την επιστροφή του πολιτικού θάρρους. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι εάν ο Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας, ο Κοντορσέ, ο Ζορές, ο Γκάντι ή η Ρόζα Παρκς ζούσαν σήμερα, η εξάλειψη των κλιματικών εγκλημάτων, η εξουδετέρωση των 90 δουλεμπόρων του άνθρακα και η έξοδος από το Κεφαλαιόκαινο θα ήταν η κορυφαία τους μάχη (18).
- Paul J. Crutzen, «Geology of mankind», Nature, τ. 415, ν.23, Λονδίνο, 3 Ιανουαρίου
- Christophe Bonneuil και Jean-Baptiste Fressoz, «L’Evénement anthropocène. La Terre, l’histoire et nous», Seuil, Παρίσι, 2013. Bruno Latour, «Face à Gaïa. Huit conférences sur le nouveau régime climatique», La Découverte, συλλ. «Les Empêcheurs de penser en rond», Παρίσι, 2015.
- Βλ. Agnès Sinaï, «Aux origines climatiques des conflits», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος
- David Satterthwaite, «The implications of population growth and urbanization for climate change», Environment & Urbanization, τ.21, ν.2, Thousand Oaks (Καλιφόρνια), Οκτώβριος
- Υπολογισμός σε σταθερές τιμές δολαρίου 1990 με βάση στοιχεία του Thomas Piketty, «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα», Πόλις, 2014.
- Jason W. Moore, «Capitalism in the Web of Life: Ecology and the Accumulation of Capital», Verso, Λονδίνο, 2015. Andreas Malm, «Fossil Capital. The Rise of Steam Power and the Roots of Global Warming», Verso, Ιανουάριος
- François Bourguignon και Christian Morrisson, «Inequality among world citizens: 1820-1992», The American Economic Review, Νάσβιλ, τ.92, ν.4, Σεπτέμβριος
- Richard Heede, «Tracing anthropogenic carbon dioxide and methane emissions to fossil fuel and cement producers, 1854-2010», Climate Change, τ.122, ν.1, Βερολίνο, Ιανουάριος
- Immanuel Wallerstein, «Για να καταλάβουμε τον κόσμο μας», Θύραθεν, 2009
- Για τη μεθοδολογία και τα πρόσφατα αποτελέσματα, βλ. www.org.
- Kenneth Pomeranz, «Une grande divergence. La Chine, l’Europe et la construction de l’économie mondiale», Albin Michel, συλλ. «L’évolution de l’humanité», Παρίσι, 2010.
- Alf Hornborg, «Global Ecology and Unequal Exchange. Fetishism in a Zero-Sum World», Routledge, Λονδίνο, 2011.
- Anke Schaffartzik και άλλοι, «The global metabolic transition: Regional patterns and trends of global material flows, 1950-2010», «Global Environmental Change», τ.26, Μάιος
- «National footprint accounts 1961-2010, 2012 edition», Global Footprint Network, 2014, footprintnetwork.org.
- Laurent Neyret (διευθ.), «Des écocrimes à l’écocide. Le droit pénal au secours de l’environnement», Bruylant, συλλ. «Droit(s) et développement durable», Βρυξέλλες, 2015. Valérie Cabanes, «Crime climatique et écocide: réformer le droit pénal international», στο Crime climatique stop ! L’appel de la société civile», Seuil,
- Desmond Tutu, «Nous avons combattu l’apartheid. Aujourd’hui, le changement climatique est notre ennemi à tous», στο Crime climatique stop!, οπ. πρ.
- Βλ., για παράδειγμα, Andrea Barolini, «Une décision historique: un tribunal néerlandais impose à l’Etat d’agir contre le changement climatique», 25 Ιουνίου 2015, reporterre.net.
- Βλ. την αίτηση «Laissons les fossiles dans les sols pour en finir avec les crimes climatiques»,http://crimesclimatiquesstop.org.
Πηγή: Monde Diplomatique