Οι υφεσιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα δεν είχαν ουσιαστική συμβολή στην ανάταση της ανταγωνιστικότητας
Το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ ανακοινώνει τη δημοσίευση της μελέτης με τίτλο «Η εξέλιξη της παραγωγικότητας και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας», η οποία είναι διαθέσιμη στο ακόλουθο link:http://ineobservatory.gr/publication/i–exelixi–tis–paragogikotitas–ke–i–epiptosis–stin–antagonistikotita–tis–ellinikis–ikonomias/
Συγγραφέας: Δημήτρης Παϊταρίδης
Η μελέτη επικεντρώνεται στην ανταγωνιστικότητα τιμής της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη και την ποιοτική/διαρθρωτική διάσταση της ανταγωνιστικότητας. Αρχικά παρουσιάζονται οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες παραγωγικές δυνατότητες και η συμβολή τους στην εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας. Στη συνέχεια αναλύεται το συνολικό και κλαδικό μοναδιαίο κόστος εργασίας και με ποιον τρόπο οι μεταβολές στην παραγωγικότητα επιδρούν στο εργασιακό κόστος. Όμως, επειδή στο διεθνές εμπόριο σημασία έχει το εργασιακό κόστος κυρίως στα εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, η ανάλυση εξειδικεύεται και στους δύο βασικούς τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Από τις εκτιμήσεις προκύπτει πως στον εμπορεύσιμο τομέα ο ρυθμός αύξησης του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (ΜΚΕ) ήταν σαφώς χαμηλότερος σε σχέση με τον μη εμπορεύσιμο τομέα. Αυτό καταδεικνύει πως οι επιπτώσεις της αύξησης του ΜΚΕ στην τιμή των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών δεν είναι τόσο ισχυρές.
Ένα βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι πως οι υφεσιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα όχι μόνο δεν είχαν ουσιαστική συμβολή στην ανάταση της ανταγωνιστικότητας, αλλά ταυτόχρονα: α) ενέτειναν τα ήδη υπαρκτά δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και β) επιδείνωσαν τον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Ειδικότερα από τη σύγκριση της ελληνικής οικονομίας με εννέα χώρες της Ευρωζώνης προκύπτει πως από το 1995 μέχρι το 2004, οι δέκα πιο ανταγωνιστικοί εμπορεύσιμοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας έναντι των αντίστοιχων κλάδων των χωρών-μελών της ΟΝΕ βασίζονταν πρωτίστως σε ένα συνδυασμό υψηλότερης παραγωγικότητας και χαμηλότερων μισθών. Όμως, από το 2004 και μετά, η ανταγωνιστικότητά τους βασίζεται κυρίως στους χαμηλότερους μισθούς. Οι μεταβολές αυτές φανερώνουν τη σημαντική υποβάθμιση που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία, καθώς αποκτά όλο και εντονότερα τα χαρακτηριστικά αναπτυσσόμενων χωρών, όπως ο συνδυασμός χαμηλής τεχνολογικής ανάπτυξης και συμπίεσης των ονομαστικών μισθών στα όρια της επιβίωσης∙ μια αρνητική τάση που κορυφώθηκε κατά την περίοδο της ελληνικής κρίσης.
Επιπλέον, πέρα από το εργασιακό κόστος, ερευνάται και το περιθώριο κέρδους ως προσδιοριστική παράμετρος της ανταγωνιστικότητας τιμής. Η εκτίμηση του περιθωρίου κέρδους δείχνει πως από το 1995 έως το 2010 δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα λόγω της πτωτικής του τάσης.
Αντίθετα, κατά την περίοδο της κρίσης το περιθώριο κέρδους της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με εκείνο των χωρών-μελών της ΟΝΕ εμφανίζει μια ανάκαμψη που είναι ακόμα πιο έντονη στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να ακυρώνει τα όποια οφέλη από τη μείωση του εργασιακού κόστους στην ανταγωνιστικότητα της τιμής και ειδικά στην περίπτωση που η αυξανόμενη κερδοφορία δεν μετασχηματίζεται σε νέες επενδύσεις.
pigi
Το Παρατηρητήριο Οικονομικών και Κοινωνικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ ανακοινώνει τη δημοσίευση της μελέτης με τίτλο «Η εξέλιξη της παραγωγικότητας και οι επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας», η οποία είναι διαθέσιμη στο ακόλουθο link:http://ineobservatory.gr/publication/i–exelixi–tis–paragogikotitas–ke–i–epiptosis–stin–antagonistikotita–tis–ellinikis–ikonomias/
Συγγραφέας: Δημήτρης Παϊταρίδης
Η μελέτη επικεντρώνεται στην ανταγωνιστικότητα τιμής της ελληνικής οικονομίας, λαμβάνοντας υπόψη και την ποιοτική/διαρθρωτική διάσταση της ανταγωνιστικότητας. Αρχικά παρουσιάζονται οι κλάδοι με τις μεγαλύτερες παραγωγικές δυνατότητες και η συμβολή τους στην εξέλιξη της συνολικής παραγωγικότητας. Στη συνέχεια αναλύεται το συνολικό και κλαδικό μοναδιαίο κόστος εργασίας και με ποιον τρόπο οι μεταβολές στην παραγωγικότητα επιδρούν στο εργασιακό κόστος. Όμως, επειδή στο διεθνές εμπόριο σημασία έχει το εργασιακό κόστος κυρίως στα εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, η ανάλυση εξειδικεύεται και στους δύο βασικούς τομείς των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Από τις εκτιμήσεις προκύπτει πως στον εμπορεύσιμο τομέα ο ρυθμός αύξησης του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας (ΜΚΕ) ήταν σαφώς χαμηλότερος σε σχέση με τον μη εμπορεύσιμο τομέα. Αυτό καταδεικνύει πως οι επιπτώσεις της αύξησης του ΜΚΕ στην τιμή των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών δεν είναι τόσο ισχυρές.
Ένα βασικό συμπέρασμα της μελέτης είναι πως οι υφεσιακές πολιτικές που εφαρμόστηκαν στην Ελλάδα όχι μόνο δεν είχαν ουσιαστική συμβολή στην ανάταση της ανταγωνιστικότητας, αλλά ταυτόχρονα: α) ενέτειναν τα ήδη υπαρκτά δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και β) επιδείνωσαν τον καταμερισμό εργασίας στο εσωτερικό της Ευρωζώνης. Ειδικότερα από τη σύγκριση της ελληνικής οικονομίας με εννέα χώρες της Ευρωζώνης προκύπτει πως από το 1995 μέχρι το 2004, οι δέκα πιο ανταγωνιστικοί εμπορεύσιμοι κλάδοι της ελληνικής οικονομίας έναντι των αντίστοιχων κλάδων των χωρών-μελών της ΟΝΕ βασίζονταν πρωτίστως σε ένα συνδυασμό υψηλότερης παραγωγικότητας και χαμηλότερων μισθών. Όμως, από το 2004 και μετά, η ανταγωνιστικότητά τους βασίζεται κυρίως στους χαμηλότερους μισθούς. Οι μεταβολές αυτές φανερώνουν τη σημαντική υποβάθμιση που έχει υποστεί η ελληνική οικονομία, καθώς αποκτά όλο και εντονότερα τα χαρακτηριστικά αναπτυσσόμενων χωρών, όπως ο συνδυασμός χαμηλής τεχνολογικής ανάπτυξης και συμπίεσης των ονομαστικών μισθών στα όρια της επιβίωσης∙ μια αρνητική τάση που κορυφώθηκε κατά την περίοδο της ελληνικής κρίσης.
Επιπλέον, πέρα από το εργασιακό κόστος, ερευνάται και το περιθώριο κέρδους ως προσδιοριστική παράμετρος της ανταγωνιστικότητας τιμής. Η εκτίμηση του περιθωρίου κέρδους δείχνει πως από το 1995 έως το 2010 δεν είχε αρνητικές επιπτώσεις στην ανταγωνιστικότητα λόγω της πτωτικής του τάσης.
Αντίθετα, κατά την περίοδο της κρίσης το περιθώριο κέρδους της ελληνικής οικονομίας σε σχέση με εκείνο των χωρών-μελών της ΟΝΕ εμφανίζει μια ανάκαμψη που είναι ακόμα πιο έντονη στον τομέα των εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών. Η εξέλιξη αυτή μπορεί να ακυρώνει τα όποια οφέλη από τη μείωση του εργασιακού κόστους στην ανταγωνιστικότητα της τιμής και ειδικά στην περίπτωση που η αυξανόμενη κερδοφορία δεν μετασχηματίζεται σε νέες επενδύσεις.
pigi