Παρουσιάζουμε (σε συνέχειες) ένα σημαντικό δοκίμιο του Μάρεϊ Μπούκτσιν (Murray Bookchin), το οποίο πρωτοδημοσιεύτηκε στα ελληνικά, στο περιοδικό «Κοινωνία και Φύση» το Σεπτέμβριο του 1992, σε απόδοση Πάρι Μπουρλάκη. Το πρωτότυπο κείμενο (A Philosophical Naturalism), συμπεριλήφθηκε στην πρώτη έκδοση της συλλογής "The Philosophy of Social Ecology" το 1990. Πρόκειται για μία σύντομη έκθεση των βασικών αρχών του διαλεκτικού νατουραλισμού, ο οποίος συνιστά τον πυρήνα των φιλοσοφικών ιδεών του συγγραφέα.
Ένας φιλοσοφικός νατουραλισμός
Τι είναι η φύση; Ποια είναι η θέση της ανθρωπότητας στη φύση; Και ποια είναι η σχέση της κοινωνίας με τον φυσικό κόσμο;
Σε μια εποχή οικολογικής κατάρρευσης, αυτά τα ερωτήματα έχουν αποκτήσει πελώρια σημασία τόσο για την καθημερινή ζωή μας όσο και για το μέλλον που αντιμετωπίζουμε εμείς και άλλες μορφές ζωής. Δεν είναι αφηρημένα φιλοσοφικά ερωτήματα που θα έπρεπε να τα παραπέμψουμε σ' έναν μακρινό αιθέριο κόσμο μεταφυσικής θεωρίας. Ούτε μπορούμε να απαντήσουμε σ' αυτά με πρόχειρο τρόπο, με ποιητικές μεταφορές ή αντιδρώντας ενστικτώδικα και απερίσκεπτα. Οι ορισμοί και οι ηθικοί κανόνες (standards) με τους οποίους ανταποκρινόμαστε σ' αυτά τα ερωτήματα ενδέχεται τελικά να κρίνουν αν η ανθρώπινη κοινωνία θα ενθαρρύνει δημιουργικά τη φυσική εξέλιξη ή αν θα καταστήσουμε τον πλανήτη μη κατοικήσιμο για όλες τις πολύπλοκες μορφές ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας.
Εκ πρώτης όψεως, όλοι ενδεχομένως «γνωρίζουν» τι είναι η φύση. Είναι αυτό που «μας περιβάλλει» — με τη μορφή δέντρων, ζώων, βράχων, κ.ο.κ. Είναι αυτό που η «ανθρωπότητα» καταστρέφει και καλύπτει με πετρέλαιο. Ωστόσο, αυτοί οι εκ του προχείρου ορισμοί της φύσης αρχίζουν να καταρρέουν όταν τους εξετάζουμε κάπως εμπεριστατωμένα. Εάν η φύση είναι όντως όλα αυτά που «μας περιβάλλουν», τότε άραγε μπορούμε εύλογα να ερωτήσουμε μήπως δεν είναι φύση το προσεκτικά κομμένο γρασίδι κάποιου προαστίου; Ή να ρωτήσουμε μήπως δεν είναι φύση η ανισόπεδη κατοικία την οποία περιβάλλει (το γρασίδι αυτό); Ή μήπως δεν ανήκουν στη φύση οι άνθρωποι που μένουν στο σπίτι (για να μη μιλήσουμε για την επίπλωση);
Αυτού του είδους οι ερωτήσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν έντονες, πολεμικού χαρακτήρα απαντήσεις, οι οποίες απηχούν αντικρουόμενες αντιλήψεις. Κάποιοι στοχαστικοί άνθρωποι θα απαντήσουν ότι αυθεντικά φυσική είναι μόνον η «άγρια», η «αρχέγονη», ή ακόμη και η μη ανθρώπινη φύση. Κάποιοι άλλοι, το ίδιο στοχαστικοί, θα ισχυριστούν ότι φύση είναι κατά βάσιν η «ύλη», ή η υλοποιημένη ουσία του σύμπαντος, σε οποιανδήποτε μορφή (και αν εμφανίζεται) — ή ότι είναι αυτό που οι φιλόσοφοι αποκαλούν γενικά «ον». Πράγματι, στη Δύση υπήρχαν για αιώνες μεγάλες διαφορές μεταξύ των φιλοσόφων, για τον ίδιον τον ορισμό της λέξης «φύση». Αυτές οι διαφορές παραμένουν αγεφύρωτες μέχρι σήμερα, ακόμη κι όταν η φύση μπαίνει στους κύριους τίτλους υπό μορφήν περιβαλλοντικών ζητημάτων που έχουν τεράστια σημασία για το μέλλον όλων σχεδόν των μορφών ζωής.
Δεν χρειάζεται καν να προσθέσω ότι ο ορισμός της φύσης γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκος όταν ρωτάμε εάν το ανθρώπινο γένος είναι μέρος της φύσης — και εάν ναι, με ποιον τρόπο ή όταν ρωτάμε εάν η ανθρώπινη κοινωνία με το σύνολο των τεχνολογιών και των τεχνημάτων της (artifacts) —για να μην αναφερθούμε σε ακόμη πιο ανθρώπινα γνωρίσματα όπως είναι τα αντικρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα και οι θεσμοί— είναι λιγότερο μέρος της φύσης απ' ό,τι οι άνθρωποι ως ζώα ή, άλλωστε, και η άγρια πανίδα και χλωρίδα. Άραγε οι άνθρωποι είναι απλώς μια μορφή ζωής μεταξύ πολλών, ή μήπως εμείς είμαστε μοναδικοί, κατά τρόπους που μας επιφορτίζουν με μείζονες ευθύνες απέναντι στον κόσμο της ζωής, ευθύνες τις οποίες κανένα άλλο είδος δεν μοιράζεται, ούτε είναι ικανό να μοιραστεί, μαζί μας;
Πρέπει να καθορίσουμε με ποιον τρόπο η ανθρωπότητα «είναι συναρμοσμένη» με τη φύση, οτιδήποτε κι αν σημαίνει η λέξη φύση για μας. Πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσουμε το πολύπλοκο και προκλητικό ζήτημα της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση, ή, πιο συγκεκριμένα, να εξετάσουμε τα διάφορα κοινωνικά μορφώματα που εμφανίστηκαν κατά το παρελθόν, που υπάρχουν σήμερα και που ενδέχεται να εμφανιστούν στο μέλλον. Εάν δεν απαντήσουμε με κάποια λογική σαφήνεια σ' αυτά τα ερωτήματα —ή, έστω, εάν δεν τα εξετάσουμε πλήρως— τότε θα στερηθούμε από κάθε αίσθηση ηθικού προσανατολισμού σε σχέση με τα περιβαλλοντικά μας προβλήματα και τις άλλες μορφές ζωής. Αν δεν γνωρίσουμε τι είναι η φύση και ποια είναι η θέση της κοινωνίας και της ανθρωπότητας μέσα σ' αυτήν, τότε θα απομείνουμε με ασαφείς διαισθήσεις και ενστικτώδη αισθήματα που δεν συγκροτούν σαφείς απόψεις ούτε καθοδηγούν αποτελεσματικά την πράξη.
Ορθολογισμός και ανορθολογισμός
Είναι εύκολο να αποφεύγουμε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα, αντιδρώντας σ' αυτά ανυπόμονα, με καθαρά συναισθηματικό τρόπο και απλώς κακολογώντας οποιανδήποτε προσπάθεια να καταλήξουμε με τη λογική σε συνεπείς απαντήσεις — στην πραγματικότητα, να κατηγορούμε τον ίδιο τον λόγο ως «ανακατωσούρη» (για να χρησιμοποιήσω τον όρο του William Blake). Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι ευαίσθητοι άνθρωποι νιώθουν προδομένοι από την αποθέωση του λόγου, η οποία γίνεται αιώνες τώρα, με τις παγερές του αξιώσεις για «αποτελεσματικότητα», «αντικειμενικότητα» και ελευθερία από ηθικούς περιορισμούς —με δυο λόγια, από μία καθημερινή μορφή λόγου που έχει καλλιεργήσει τεχνολογίες ιδιαίτερα καταστροφικές, όπως την πυρηνική τεχνολογία και τη βιομηχανία όπλων. Αυτές οι λαϊκές αντιδράσεις είναι κατανοητές. Ωστόσο, όταν αποστρεφόμαστε τις καταχρήσεις μιας ιδιαίτερης μορφής λόγου, ενός λόγου που είναι κατά μέγα μέρος χειραγωγητικός (manipulative), εργαλειακός και ψυχρά αναλυτικός, τότε αντιμετωπίζουμε προβλήματα που είναι εξίσου οχληρά με τα προβλήματα που προσπαθούμε να αποφύγουμε.
Αποστρεφόμενοι μια μορφή λόγου που φαίνεται πως μας καθιστά αναίσθητους και ασυγκίνητους, μπορεί κάλλιστα να επιλέξουμε έναν νεφελώδη διαισθητισμό (intuitionism) και μυστικισμό που μπορεί κάλλιστα να καταστήσει την κοσμοαντίληψη μας άκρως αυθαίρετη και εν δυνάμει άκρως επικίνδυνη. Η παράδοση μας στο καθαρό συναίσθημα και στις μυθικές πεποιθήσεις, σε αντίθεση προς τον λόγο ως τέτοιον, μπορεί ασφαλώς να γεννήσει συνεργατικά συναισθήματα «κοινότητας» (interconnectedness) με τον κόσμο καθώς και μια στάση φροντίδας προς τις ποικίλες μορφές ζωής. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η διαίσθηση και οι μυστικιστικές πεποιθήσεις είναι τόσο νεφελώδεις και αυθαίρετες — δηλαδή ά-λογες — δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτές θα μας προστατεύσουν από πράγματα με τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουμε τίποτε «το κοινό» — συγκεκριμένα από τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την επαίσχυντη δουλική υποταγή σε χαρισματικούς ηγέτες.
Όσο κι αν είναι ζωτική αυτή η αίσθηση «κοινότητας», εντούτοις έχει γίνει συχνά η βάση για μύθους και υπερφυσικές πεποιθήσεις που έγιναν μέσα για κοινωνικό έλεγχο και πολιτική χειραγώγηση. Το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα είναι κατά μεγάλο μέρος η ιστορία του τρόπου με τον οποίο κάποια κτηνώδη κινήματα όπως ο εθνικο-σοσιαλισμός τράφηκαν με τον λαϊκό αντιορθολογισμό, την αντινοησιαρχία και από μια αίσθηση προσωπικής αποξένωσης. Αυτά τα κινήματα κινητοποίησαν και ομογενοποίησαν εκατομμύρια ανθρώπους, σε μια αντικοινωνική μορφή διεστραμμένου «οικολογισμού», βασισμένη στη διαίσθηση, στη «γη, το αίμα και τον λαό». Πρόκειται όντως για μία «κοινότητα» που ήταν μάλλον στρατοκρατική παρά ελεύθερα κοινοτιστική. Το Εθνικό-Σοσιαλιστικό Κίνημα, απομονωμένο από κάθε πρόκληση της ορθολογικής κριτικής, χάρις στην αντινοησιαρχία του και τον μυθικό εθνικισμό του, τελικά μετέτρεψε την Ευρώπη σε τεράστιο νεκροταφείο. Κι όμως, αν λάβουμε υπ' όψιν μας τα αφελή προηγούμενα του στο μυστικιστικό και διαισθητικό «πιστεύω» του ρομαντικού κινήματος, έναν αιώνα πρωτύτερα, κανείς δεν θα το πίστευε πως θα μπορούσαν ποτέ τέτοιες ονειροπαρμένες κοσμοθεωρίες να θρέψουν τον φασιστικό ολοκληρωτισμό.
Ασφαλώς χρειαζόμαστε το συναίσθημα, τη συγκίνηση και μία ηθική αντίληψη (των πραγμάτων), εάν δεν θέλουμε να αφήσουμε τον λόγο να καταστρέψει το αναντίρρητο πάθος μας για την αλήθεια. Ωστόσο, οι μύθοι, οι λατρείες που ναρκώνουν το πνεύμα και οι χαρισματικές προσωπικότητες μας κλέβουν τις κριτικές ικανότητες που προσφέρει η σκέψη. Όταν μία οικολογική οργάνωση στον Καναδά μπορεί να διακηρύσσει επιπόλαια ως μέρος του «νέου παραδείγματος» της ότι επιδιώκει τη «συνεργασία» και όχι τη «σύγκρουση» (μπορεί πράγματι να ρωτήσει κανείς γιατί η αυθεντικότερη έμφαση του «παλαιού παραδείγματος» στον «συναγωνισμό» εξαφανίστηκε στα καλά καθούμενα!), τότε αναρωτιέται κανείς μήπως, μέσα στο τέλμα των αστόχαστων «καλών αισθημάτων» της «Νέας Εποχής» (New Age), εξαφανίστηκε και η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε ορθολογικά τα δεινά της εποχής μας και να συγκρουστούμε ασυμβίβαστοι με αυτά. Εδώ, η μυθική και άκριτη πλευρά της «κοινότητας» μάς υποβιβάζει στο επίπεδο της απερίφραστης προσαρμογής στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε μια «τρυφερή» αλλά μοιραία πορεία συμβιβασμών που καταλήγουν στον καθαρό οπορτουνισμό.
Συμβατικός και διαλεκτικός λόγος
Ακόμη πιο θεμελιώδης για τους σκοπούς αυτής της μελέτης είναι μια άλλη ανακλαστική αντίδραση ενάντια σε έναν χειραγωγητικό, εργαλειακό, αναλυτικό λόγο που συχνά τον ταυτίζουν με τον λόγο ως τέτοιο. Ανησυχώ βαθιά μήπως παραβλέψουμε άλλες μορφές του λόγου που είναι οργανικές κι όμως διατηρούν την κριτική τους ιδιότητα, είναι αναπτυξιακές κι όμως διατηρούν την αναλυτική τους οξυδέρκεια, είναι ηθικές κι όμως διατηρούν την επαφή τους με την πραγματικότητα. Ο κατά μέγα μέρος χειραγωγητικός, εργαλειακός, «αξιολογικά ουδέτερος» ορθολογισμός τον οποίο ταυτίζουμε κατά κανόνα με τις φυσικές επιστήμες και την τεχνολογία δεν είναι η μόνη μορφή λόγου που αναπτύχθηκε από την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, ανά τούς αιώνες. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη παράδοση του διαλεκτικού λόγου, που πρωτοξεκίνησε από την Ελλάδα εδώ και εικοσιπέντε αιώνες περίπου και έφθασε στην ακμή της, αλλά επ' ουδενί στην ολοκλήρωση της, στα Λογικά έργα του Hegel. Αυτό που έχουν από κοινού οι διαλεκτικοί στοχαστές, από τον Ηράκλειτο μέχρι σήμερα, σε ποικίλους βαθμούς, είναι το ότι θεωρούν την πραγματικότητα ως αναπτυξιακή — το ον ως αέναα εκδιπλούμενο γίγνεσθαι.
Η χειραγωγητική, εργαλειακή, αναλυτική μορφή συλλογιστικής - την οποία αποκαλώ εδώ συμβατικό λόγο — που συναντούμε σήμερα, βασίζεται στην ανάλυση των φαινομένων ως σταθερών, επακριβώς ορισμένων και σαφώς καθορίσιμων οντοτήτων. Στηρίζεται στην γενικά αποδεκτή ιδέα ότι μόνο τότε γνωρίζουμε μία οντότητα, όταν μπορούμε να την αναλύσουμε στα απερίσταλτα2 συστατικά της και να καθορίσουμε πώς δουλεύουν ως λειτουργούν όλον. Ο συμβατικός λόγος θεωρεί ένα θηλαστικό, παραδείγματος χάριν, ως αναπόφευκτο δεδομένο, που χαρακτηρίζεται από άκρως αμετάβλητα γνωρίσματα τα οποία το διαχωρίζουν από οτιδήποτε δεν είναι θηλαστικό. «Γνωρίζω» ένα θηλαστικό σημαίνει διερευνώ τη δομή του, το αναλύω διαμελίζοντας το κυριολεκτικά, το ανάγω στα συστατικά του, αναγνωρίζω τα όργανα του και τη λειτουργία τους και εξακριβώνω με ποιον τρόπο όλα τα συστατικά (μέρη) που συνθέτουν το θηλαστικό συλλειτουργούν για να διασφαλίσουν την επιβίωση του.
Σήμερα, παράδειγμα —και ολέθρια ενίσχυση— αυτού του είδους σκέψης αποτελούν οι ερωτήσεις «αληθές ή ψευδές», που συνθέτουν τα περισσότερα σύγχρονα τυποποιημένα ερωτηματολόγια. Ο ερωτώμενος πρέπει είτε να μαυρίσει είτε να σημαδέψει το κουτάκι «αληθές» ή το κουτάκι «ψευδές», για να κερδίσει βαθμούς στο ερωτηματολόγιο — και να τα κάνει όλα αυτά τάχιστα, με ελάχιστη σκέψη. Αυτά τα «τεστ», τα τόσο κοινότοπα σήμερα, δεν επιτρέπουν καμία λεπτή απόχρωση στη σκέψη και καμία επίγνωση των μεταβάσεων. Το ότι ένα φαινόμενο (ή μία πρόταση) μπορεί να είναι και αληθές και ψευδές —ανάλογα με το πλαίσιο αναφοράς του και με τη θέση ™υ στη διαδικασία κατά την οποία γίνεται άλλο από αυτό που είναι— είναι κάτι που αποκλείεται από τις λογικές υποθέσεις στις οποίες βασίζονται αυτά τα ερωτηματολόγια. Κάτι εξίσου δυσάρεστο με αυτή τη μέθοδο εξέτασης είναι το ότι συμβάλλει στις κακές πνευματικές συνήθειες. Οι νέοι, ακόμη και τα παιδιά, διαπαιδαγωγούνται έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τέτοια ερωτηματολόγια. Πράγματι, ολόκληρες σταδιοδρομίες και μελλοντικές πορείες ζωής μπορεί να εξαρτηθούν από τους βαθμούς που θα πετύχουν έτσι. Δημιουργικές διάνοιες αποκτούν στεγανά και ουσιαστικά λειτουργούν σαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές κι αυτή η διαδικασία αποστερεί τους νέους ανθρώπους από την έμφυτη ικανότητά τους να σκέφτονται οργανικά και να κατανοούν την αναπτυξιακή φύση του πραγματικού κόσμου.
Το δυσεπίλυτο πρόβλημα της ταυτότητας μέσα στην αλλαγή και της αλλαγής μέσα στην ταυτότητα κατέτρεχε για αιώνες τη Δυτική φιλοσοφία, από τότε που ο Πλάτων δημιούργησε έναν δυϊσμό, ανάμεσα σ' έναν υπερφυσικό κόσμο ιδεατών τέλειων μορφών και σ' έναν εφήμερο κόσμο ατελών αισθητών αντιγράφων. Ο συμβατικός λόγος στηρίζεται στην ταυτότητα, όχι στην αλλαγή: η θεμελιώδης αρχή του είναι ότι Α ισούται με Α, η περίφημη «αρχή της ταυτότητας», πράγμα που σημαίνει ότι το κάθε δεδομένο φαινόμενο μπορεί να είναι μόνον ο εαυτός του και δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που αντιλαμβανόμαστε άμεσα πως είναι σε μία δεδομένη χρονική στιγμή. Δεν ασχολείται με το πρόβλημα της αλλαγής. Ένα ανθρώπινο ον είναι τη μια στιγμή βρέφος, την άλλη παιδί, την τρίτη έφηβος και τέλος νέος και ενήλικος. Όταν λοιπόν αναλύουμε ένα βρέφος, με τη βοήθεια του συμβατικού λόγου, δεν διερευνούμε το τι γίνεται αυτό στη διαδικασία κατά την οποία γίνεται παιδί.
Αναμφίβολα, όταν οι ψυχολόγοι και οι ανατόμοι πραγματεύονται την πραγματικότητα ενός κύκλου ζωής, ελάχιστοι από αυτούς —όσο συμβατική κι αν είναι η ορθολογικότητα τους— μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός ότι κάθε βρέφος είναι παιδί εν τω γίγνεσθαι και ότι βρέφος και παιδί συνδέονται με ποικίλους τρόπους μεταξύ τους. Ωστόσο, η αρχή Α ισούται με Α δεν παύει να θεωρείται βασική. Χωρίς αυτήν την αρχή, η λογική συνέπεια του συμβατικού λόγου είναι τελείως αδύνατη. Το λογικό πλαίσιο (του συμβατικού λόγου) είναι η αυθεντία της λογικής συνέπειας και οι λογικές παραγωγές του έπονται σχεδόν μηχανικά από ένα δεδομένο σύνολο προκειμένων. Έτσι, ο συμβατικός λόγος υπηρετεί τον πρακτικό σκοπό του να περιγράφει την ταυτότητα μιας δεδομένης οντότητας και μας λέει πώς οργανώνεται μια οντότητα ώστε να είναι ο εαυτός της. Ωστόσο, αγνοεί την ανάγκη να διερευνήσουμε συστηματικά τις διαδικασίες αλλαγής, δηλαδή πώς η ζωντανή οντότητα είναι συγκροτημένη ως δυνατότητα να περνά βαθμηδόν από το ένα στάδιο της εξέλιξης της στο άλλο.
Ο πλατωνικός δυϊσμός της αλλαγής και της ταυτότητας επαναλαμβανόταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καθ' όλη τη διάρκεια της Δυτικής φιλοσοφίας μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, οπότε μια ομάδα από διαλεκτικούς στοχαστές έδειξε ότι η ενότητα η ίδια, στην πραγματικότητα, συνίσταται στην ενότητα των αντιθέτων. Τα Λογικά έργα του Hegel έλυσαν σε μεγάλο βαθμό το παράδοξο της αυτοδιατήρησης και της αλλαγής, αποδεικνύοντας συστηματικά ότι η αυτοδιατήρηση ουσιαστικά εκφράζεται μέσα από την αλλαγή, ως πολυποίκιλη εκδίπλωση της «ενότητας μέσα στη διαφορετικότητα» —για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια του τα λόγια.
Διαλεκτικός υλισμός/Ιδεολογισμός/Νατουραλισμός
Ο διαλεκτικός λόγος αναγνωρίζει την αναπτυξιακή φύση της πραγματικότητας βεβαιώνοντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι Α ισούται όχι μόνο με A αλλά και με όχι Α. Στα πλαίσια του ανθρώπινου κύκλου ζωής, ο διαλεκτικός στοχαστής θεωρεί το βρέφος ως μια αυτοσυντηρούμενη ανθρώπινη οντότητα, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί ότι (το βρέφος) εξελίσσεται από βρέφος σε παιδί, από παιδί σε έφηβο, από έφηβο σε νέο, από νέο σε ενήλικο. (Ο διαλεκτικός λόγος) δεν βλέπει μόνο πώς οργανώνεται η τάδε οντότητα σε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά και πώς οργανώνεται για να υπερβεί ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης και να γίνει άλλο από αυτό που είναι, ακόμη κι ενώ διατηρεί την ταυτότητα της. Η αντιφατική φύση της ταυτότητας ειδικά το ότι το Α ισούται και με Α και με το αντίθετο του— θα μπορούσε μετά ταύτα να γίνεται αντιληπτή ως εγγενές γνώρισμα της ίδιας της ταυτότητας. Η ενότητα των αντιθέτων ήταν, στην πραγματικότητα, ενότητα ως το αναδυόμενο «άλλο» που αποτελούσε αυτό που ο Hegel αποκαλούσε «ταυτότητα της ταυτότητας και της μη ταυτότητας».
Υλιστική, ιδεαλιστική και νατουραλιστική διαλεκτική
Ιστορικά, η διαλεκτική δεν υπήρξε απρόσβλητη από καταχρήσεις. Ο Hegel τη μετέτρεψε σε κοσμολογικό σύστημα, που προσέγγιζε τη θεολογία, στην προσπάθεια του να την συμφιλιώσει με τον ιδεαλισμό, την απόλυτη γνώση και έναν μυστικιστικό εκδιπλούμενο λόγο τον οποίο συχνά ονόμαζε «θεό». Ο Hegel, όντας ανεξοικείωτος με την οικολογία, απέρριπτε τη φυσική εξέλιξη ως βιώσιμη θεωρία, προτιμώντας μια στατική ιεραρχία του Όντος.
Παρόμοια, η διαλεκτική αναμείχθηκε επίσης με έναν χυδαίο υλισμό, όταν ο Φρειδερίκος Ένγκελς την έντυσε με τους «νόμους» του διαλεκτικού υλισμού, νόμους που μοιάζουν περισσότερο με τις (θεωρητικές) προκείμενες της φυσικής του δέκατου ένατου αιώνα, παρά με μία εύπλαστη μεταφυσική ή με μία οργανισμική αντίληψη (των πραγμάτων). Όντως, τόσο ερωτευμένος ήταν ο Ένγκελς με την ύλη και την κίνηση ως απερίσταλτα «κατηγορήματα» του Όντος, ώστε στο έργο του, η κινητική θεώρηση (kineticism), που βασίζεται στην απλή κίνηση, τείνει να υποκαταστήσει τη διαλεκτική της οργανικής ανάπτυξης.
Το σημαντικό, για τους σκοπούς αυτού του δοκιμίου, είναι η εναλλακτική λύση την οποία θα μπορούσε να προσφέρει η διαλεκτική σ' ένα οικολογικό κίνημα που σωστά μεν δυσπιστεί προς τον συμβατικό λόγο, αλλά τείνει ολοένα και περισσότερο να καταφύγει στη διαίσθηση, τον μυστικισμό και τον θεϊσμό. Αν απορρίψουμε τη διαλεκτική λόγω των ελαττωμάτων του Εγελιανού ιδεαλισμού και του υλισμού του Ένγκελς θα χάσουμε από τα μάτια μας την εξαιρετική (λογική) συνοχή που προσφέρει ο διαλεκτικός λόγος καθώς και την εξαιρετική εφαρμογή που μπορεί να έχει στην οικολογία — ιδιαίτερα σε μια οικολογία που έχει τις ρίζες της στην εξελικτική ανάπτύξη. Αν αντιληφθούμε τη διαλεκτική ως νατουραλιστικό είδος σκέψης —ως διαλεκτικό νατουραλισμό— τότε μπορούμε να τη διακρίνουμε από τον Εγελιανό αιθέριο, κατά βάσιν αντι-νατουραλιστικό, διαλεκτικό ιδεαλισμό και από τον δύσκαμπτο, συχνά επιστημονικό, διαλεκτικό υλισμό των ορθόδοξων μαρξιστών.
Ο διαλεκτικός νατουραλισμός μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως τι είναι φύση, ποια είναι η θέση της ανθρωπότητας στη φύση, προς τα πού κινείται η εξέλιξη και ποια είναι η σχέση της κοινωνίας με τον φυσικό κόσμο. Ως ένας τρόπος για να συλλογιζόμαστε για την πραγματικότητα, είναι αρκετά οργανικός ώστε να δίνει νόημα σε ασαφείς όρους όπως «μάγευση» και «ολισμός», χωρίς να θυσιάζει τις αξιώσεις του λόγου και της διανοητικότητας. Ταυτόχρονα, εξάλλου, μπορεί να προσδώσει συνοχή στην οικολογική σκέψη και να διώξει τις επικίνδυνα αυθαίρετες και συχνά αντινοησιαρχικές τάσεις στον οικολογισμό, οι οποίες τείνουν να τον κατευθύνουν, στην καλύτερη περίπτωση, σε συναισθηματικούς, συχνά νεφελώδεις και θεϊστικούς τρόπους σκέψης, ή στη χειρότερη, σε επικίνδυνα αντιορθολογικούς, μυστικιστικούς και εν δυνάμει αντιδραστικούς τρόπους. Τέλος, κάτι εξίσου σημαντικό, ο διαλεκτικός νατουραλισμός προσθέτει μια εξελικτική προοπτική στην οικολογική σκέψη — παρά το ότι ο Hegel απέρριπτε τη φυσική εξέλιξη και το ότι ο Ένγκελς προσφεύγει στις μηχανιστικές εξελικτικές θεωρίες που ήταν του συρμού εδώ κι έναν αιώνα. Ο διαλεκτικός νατουραλισμός βλέπει με ευμετάβλητο και εύπλαστο τρόπο τα εξελικτικά φαινόμενα, ωστόσο δεν στερεί την εξέλιξη από την ορθολογική της ερμηνεία.
Η «οικολογικοποίηση» της διαλεκτικής, (πού θα γίνει) με το να της προσδώσουμε έναν νατουραλιστικό πυρήνα, και η ανάπτυξη μιας αληθινά εξελικτικής αίσθησης της πραγματικότητας θα μπορούσε να προσφέρει τη βάση για μια ζωντανή οικολογική ηθική. Εδώ, θα ήθελα να κάνω μια σύνοψη του διαλεκτικού νατουραλισμού και να προσθέσω ιδέες που υποδηλώνουν σαφέστερα τι εννοούμε με τις λέξεις φύση, ανθρωπότητα και κοινωνία — στην πραγματικότητα, πώς θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ίδια την πραγματικότητα σε αναπτυξιακές μορφές, που να είναι ξένες προς τα συμβατικά είδη λόγου.
(συνεχίζεται)
Ένας φιλοσοφικός νατουραλισμός
Τι είναι η φύση; Ποια είναι η θέση της ανθρωπότητας στη φύση; Και ποια είναι η σχέση της κοινωνίας με τον φυσικό κόσμο;
Σε μια εποχή οικολογικής κατάρρευσης, αυτά τα ερωτήματα έχουν αποκτήσει πελώρια σημασία τόσο για την καθημερινή ζωή μας όσο και για το μέλλον που αντιμετωπίζουμε εμείς και άλλες μορφές ζωής. Δεν είναι αφηρημένα φιλοσοφικά ερωτήματα που θα έπρεπε να τα παραπέμψουμε σ' έναν μακρινό αιθέριο κόσμο μεταφυσικής θεωρίας. Ούτε μπορούμε να απαντήσουμε σ' αυτά με πρόχειρο τρόπο, με ποιητικές μεταφορές ή αντιδρώντας ενστικτώδικα και απερίσκεπτα. Οι ορισμοί και οι ηθικοί κανόνες (standards) με τους οποίους ανταποκρινόμαστε σ' αυτά τα ερωτήματα ενδέχεται τελικά να κρίνουν αν η ανθρώπινη κοινωνία θα ενθαρρύνει δημιουργικά τη φυσική εξέλιξη ή αν θα καταστήσουμε τον πλανήτη μη κατοικήσιμο για όλες τις πολύπλοκες μορφές ζωής, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας.
Εκ πρώτης όψεως, όλοι ενδεχομένως «γνωρίζουν» τι είναι η φύση. Είναι αυτό που «μας περιβάλλει» — με τη μορφή δέντρων, ζώων, βράχων, κ.ο.κ. Είναι αυτό που η «ανθρωπότητα» καταστρέφει και καλύπτει με πετρέλαιο. Ωστόσο, αυτοί οι εκ του προχείρου ορισμοί της φύσης αρχίζουν να καταρρέουν όταν τους εξετάζουμε κάπως εμπεριστατωμένα. Εάν η φύση είναι όντως όλα αυτά που «μας περιβάλλουν», τότε άραγε μπορούμε εύλογα να ερωτήσουμε μήπως δεν είναι φύση το προσεκτικά κομμένο γρασίδι κάποιου προαστίου; Ή να ρωτήσουμε μήπως δεν είναι φύση η ανισόπεδη κατοικία την οποία περιβάλλει (το γρασίδι αυτό); Ή μήπως δεν ανήκουν στη φύση οι άνθρωποι που μένουν στο σπίτι (για να μη μιλήσουμε για την επίπλωση);
Αυτού του είδους οι ερωτήσεις είναι πιθανό να προκαλέσουν έντονες, πολεμικού χαρακτήρα απαντήσεις, οι οποίες απηχούν αντικρουόμενες αντιλήψεις. Κάποιοι στοχαστικοί άνθρωποι θα απαντήσουν ότι αυθεντικά φυσική είναι μόνον η «άγρια», η «αρχέγονη», ή ακόμη και η μη ανθρώπινη φύση. Κάποιοι άλλοι, το ίδιο στοχαστικοί, θα ισχυριστούν ότι φύση είναι κατά βάσιν η «ύλη», ή η υλοποιημένη ουσία του σύμπαντος, σε οποιανδήποτε μορφή (και αν εμφανίζεται) — ή ότι είναι αυτό που οι φιλόσοφοι αποκαλούν γενικά «ον». Πράγματι, στη Δύση υπήρχαν για αιώνες μεγάλες διαφορές μεταξύ των φιλοσόφων, για τον ίδιον τον ορισμό της λέξης «φύση». Αυτές οι διαφορές παραμένουν αγεφύρωτες μέχρι σήμερα, ακόμη κι όταν η φύση μπαίνει στους κύριους τίτλους υπό μορφήν περιβαλλοντικών ζητημάτων που έχουν τεράστια σημασία για το μέλλον όλων σχεδόν των μορφών ζωής.
Δεν χρειάζεται καν να προσθέσω ότι ο ορισμός της φύσης γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκος όταν ρωτάμε εάν το ανθρώπινο γένος είναι μέρος της φύσης — και εάν ναι, με ποιον τρόπο ή όταν ρωτάμε εάν η ανθρώπινη κοινωνία με το σύνολο των τεχνολογιών και των τεχνημάτων της (artifacts) —για να μην αναφερθούμε σε ακόμη πιο ανθρώπινα γνωρίσματα όπως είναι τα αντικρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα και οι θεσμοί— είναι λιγότερο μέρος της φύσης απ' ό,τι οι άνθρωποι ως ζώα ή, άλλωστε, και η άγρια πανίδα και χλωρίδα. Άραγε οι άνθρωποι είναι απλώς μια μορφή ζωής μεταξύ πολλών, ή μήπως εμείς είμαστε μοναδικοί, κατά τρόπους που μας επιφορτίζουν με μείζονες ευθύνες απέναντι στον κόσμο της ζωής, ευθύνες τις οποίες κανένα άλλο είδος δεν μοιράζεται, ούτε είναι ικανό να μοιραστεί, μαζί μας;
Πρέπει να καθορίσουμε με ποιον τρόπο η ανθρωπότητα «είναι συναρμοσμένη» με τη φύση, οτιδήποτε κι αν σημαίνει η λέξη φύση για μας. Πρέπει ακόμη να αντιμετωπίσουμε το πολύπλοκο και προκλητικό ζήτημα της σχέσης της κοινωνίας με τη φύση, ή, πιο συγκεκριμένα, να εξετάσουμε τα διάφορα κοινωνικά μορφώματα που εμφανίστηκαν κατά το παρελθόν, που υπάρχουν σήμερα και που ενδέχεται να εμφανιστούν στο μέλλον. Εάν δεν απαντήσουμε με κάποια λογική σαφήνεια σ' αυτά τα ερωτήματα —ή, έστω, εάν δεν τα εξετάσουμε πλήρως— τότε θα στερηθούμε από κάθε αίσθηση ηθικού προσανατολισμού σε σχέση με τα περιβαλλοντικά μας προβλήματα και τις άλλες μορφές ζωής. Αν δεν γνωρίσουμε τι είναι η φύση και ποια είναι η θέση της κοινωνίας και της ανθρωπότητας μέσα σ' αυτήν, τότε θα απομείνουμε με ασαφείς διαισθήσεις και ενστικτώδη αισθήματα που δεν συγκροτούν σαφείς απόψεις ούτε καθοδηγούν αποτελεσματικά την πράξη.
Ορθολογισμός και ανορθολογισμός
Είναι εύκολο να αποφεύγουμε αυτά τα δύσκολα ερωτήματα, αντιδρώντας σ' αυτά ανυπόμονα, με καθαρά συναισθηματικό τρόπο και απλώς κακολογώντας οποιανδήποτε προσπάθεια να καταλήξουμε με τη λογική σε συνεπείς απαντήσεις — στην πραγματικότητα, να κατηγορούμε τον ίδιο τον λόγο ως «ανακατωσούρη» (για να χρησιμοποιήσω τον όρο του William Blake). Σήμερα, ολοένα και περισσότεροι ευαίσθητοι άνθρωποι νιώθουν προδομένοι από την αποθέωση του λόγου, η οποία γίνεται αιώνες τώρα, με τις παγερές του αξιώσεις για «αποτελεσματικότητα», «αντικειμενικότητα» και ελευθερία από ηθικούς περιορισμούς —με δυο λόγια, από μία καθημερινή μορφή λόγου που έχει καλλιεργήσει τεχνολογίες ιδιαίτερα καταστροφικές, όπως την πυρηνική τεχνολογία και τη βιομηχανία όπλων. Αυτές οι λαϊκές αντιδράσεις είναι κατανοητές. Ωστόσο, όταν αποστρεφόμαστε τις καταχρήσεις μιας ιδιαίτερης μορφής λόγου, ενός λόγου που είναι κατά μέγα μέρος χειραγωγητικός (manipulative), εργαλειακός και ψυχρά αναλυτικός, τότε αντιμετωπίζουμε προβλήματα που είναι εξίσου οχληρά με τα προβλήματα που προσπαθούμε να αποφύγουμε.
Αποστρεφόμενοι μια μορφή λόγου που φαίνεται πως μας καθιστά αναίσθητους και ασυγκίνητους, μπορεί κάλλιστα να επιλέξουμε έναν νεφελώδη διαισθητισμό (intuitionism) και μυστικισμό που μπορεί κάλλιστα να καταστήσει την κοσμοαντίληψη μας άκρως αυθαίρετη και εν δυνάμει άκρως επικίνδυνη. Η παράδοση μας στο καθαρό συναίσθημα και στις μυθικές πεποιθήσεις, σε αντίθεση προς τον λόγο ως τέτοιον, μπορεί ασφαλώς να γεννήσει συνεργατικά συναισθήματα «κοινότητας» (interconnectedness) με τον κόσμο καθώς και μια στάση φροντίδας προς τις ποικίλες μορφές ζωής. Ωστόσο, ακριβώς επειδή η διαίσθηση και οι μυστικιστικές πεποιθήσεις είναι τόσο νεφελώδεις και αυθαίρετες — δηλαδή ά-λογες — δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι αυτές θα μας προστατεύσουν από πράγματα με τα οποία δεν θα έπρεπε να έχουμε τίποτε «το κοινό» — συγκεκριμένα από τον ρατσισμό, τον σεξισμό και την επαίσχυντη δουλική υποταγή σε χαρισματικούς ηγέτες.
Όσο κι αν είναι ζωτική αυτή η αίσθηση «κοινότητας», εντούτοις έχει γίνει συχνά η βάση για μύθους και υπερφυσικές πεποιθήσεις που έγιναν μέσα για κοινωνικό έλεγχο και πολιτική χειραγώγηση. Το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα είναι κατά μεγάλο μέρος η ιστορία του τρόπου με τον οποίο κάποια κτηνώδη κινήματα όπως ο εθνικο-σοσιαλισμός τράφηκαν με τον λαϊκό αντιορθολογισμό, την αντινοησιαρχία και από μια αίσθηση προσωπικής αποξένωσης. Αυτά τα κινήματα κινητοποίησαν και ομογενοποίησαν εκατομμύρια ανθρώπους, σε μια αντικοινωνική μορφή διεστραμμένου «οικολογισμού», βασισμένη στη διαίσθηση, στη «γη, το αίμα και τον λαό». Πρόκειται όντως για μία «κοινότητα» που ήταν μάλλον στρατοκρατική παρά ελεύθερα κοινοτιστική. Το Εθνικό-Σοσιαλιστικό Κίνημα, απομονωμένο από κάθε πρόκληση της ορθολογικής κριτικής, χάρις στην αντινοησιαρχία του και τον μυθικό εθνικισμό του, τελικά μετέτρεψε την Ευρώπη σε τεράστιο νεκροταφείο. Κι όμως, αν λάβουμε υπ' όψιν μας τα αφελή προηγούμενα του στο μυστικιστικό και διαισθητικό «πιστεύω» του ρομαντικού κινήματος, έναν αιώνα πρωτύτερα, κανείς δεν θα το πίστευε πως θα μπορούσαν ποτέ τέτοιες ονειροπαρμένες κοσμοθεωρίες να θρέψουν τον φασιστικό ολοκληρωτισμό.
Ασφαλώς χρειαζόμαστε το συναίσθημα, τη συγκίνηση και μία ηθική αντίληψη (των πραγμάτων), εάν δεν θέλουμε να αφήσουμε τον λόγο να καταστρέψει το αναντίρρητο πάθος μας για την αλήθεια. Ωστόσο, οι μύθοι, οι λατρείες που ναρκώνουν το πνεύμα και οι χαρισματικές προσωπικότητες μας κλέβουν τις κριτικές ικανότητες που προσφέρει η σκέψη. Όταν μία οικολογική οργάνωση στον Καναδά μπορεί να διακηρύσσει επιπόλαια ως μέρος του «νέου παραδείγματος» της ότι επιδιώκει τη «συνεργασία» και όχι τη «σύγκρουση» (μπορεί πράγματι να ρωτήσει κανείς γιατί η αυθεντικότερη έμφαση του «παλαιού παραδείγματος» στον «συναγωνισμό» εξαφανίστηκε στα καλά καθούμενα!), τότε αναρωτιέται κανείς μήπως, μέσα στο τέλμα των αστόχαστων «καλών αισθημάτων» της «Νέας Εποχής» (New Age), εξαφανίστηκε και η ανάγκη να αντιμετωπίσουμε ορθολογικά τα δεινά της εποχής μας και να συγκρουστούμε ασυμβίβαστοι με αυτά. Εδώ, η μυθική και άκριτη πλευρά της «κοινότητας» μάς υποβιβάζει στο επίπεδο της απερίφραστης προσαρμογής στην υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων. Στην πραγματικότητα, μπορεί εύκολα να μας οδηγήσει σε μια «τρυφερή» αλλά μοιραία πορεία συμβιβασμών που καταλήγουν στον καθαρό οπορτουνισμό.
Συμβατικός και διαλεκτικός λόγος
Ακόμη πιο θεμελιώδης για τους σκοπούς αυτής της μελέτης είναι μια άλλη ανακλαστική αντίδραση ενάντια σε έναν χειραγωγητικό, εργαλειακό, αναλυτικό λόγο που συχνά τον ταυτίζουν με τον λόγο ως τέτοιο. Ανησυχώ βαθιά μήπως παραβλέψουμε άλλες μορφές του λόγου που είναι οργανικές κι όμως διατηρούν την κριτική τους ιδιότητα, είναι αναπτυξιακές κι όμως διατηρούν την αναλυτική τους οξυδέρκεια, είναι ηθικές κι όμως διατηρούν την επαφή τους με την πραγματικότητα. Ο κατά μέγα μέρος χειραγωγητικός, εργαλειακός, «αξιολογικά ουδέτερος» ορθολογισμός τον οποίο ταυτίζουμε κατά κανόνα με τις φυσικές επιστήμες και την τεχνολογία δεν είναι η μόνη μορφή λόγου που αναπτύχθηκε από την ευρωπαϊκή φιλοσοφία, ανά τούς αιώνες. Αναφέρομαι συγκεκριμένα στην μεγάλη παράδοση του διαλεκτικού λόγου, που πρωτοξεκίνησε από την Ελλάδα εδώ και εικοσιπέντε αιώνες περίπου και έφθασε στην ακμή της, αλλά επ' ουδενί στην ολοκλήρωση της, στα Λογικά έργα του Hegel. Αυτό που έχουν από κοινού οι διαλεκτικοί στοχαστές, από τον Ηράκλειτο μέχρι σήμερα, σε ποικίλους βαθμούς, είναι το ότι θεωρούν την πραγματικότητα ως αναπτυξιακή — το ον ως αέναα εκδιπλούμενο γίγνεσθαι.
Η χειραγωγητική, εργαλειακή, αναλυτική μορφή συλλογιστικής - την οποία αποκαλώ εδώ συμβατικό λόγο — που συναντούμε σήμερα, βασίζεται στην ανάλυση των φαινομένων ως σταθερών, επακριβώς ορισμένων και σαφώς καθορίσιμων οντοτήτων. Στηρίζεται στην γενικά αποδεκτή ιδέα ότι μόνο τότε γνωρίζουμε μία οντότητα, όταν μπορούμε να την αναλύσουμε στα απερίσταλτα2 συστατικά της και να καθορίσουμε πώς δουλεύουν ως λειτουργούν όλον. Ο συμβατικός λόγος θεωρεί ένα θηλαστικό, παραδείγματος χάριν, ως αναπόφευκτο δεδομένο, που χαρακτηρίζεται από άκρως αμετάβλητα γνωρίσματα τα οποία το διαχωρίζουν από οτιδήποτε δεν είναι θηλαστικό. «Γνωρίζω» ένα θηλαστικό σημαίνει διερευνώ τη δομή του, το αναλύω διαμελίζοντας το κυριολεκτικά, το ανάγω στα συστατικά του, αναγνωρίζω τα όργανα του και τη λειτουργία τους και εξακριβώνω με ποιον τρόπο όλα τα συστατικά (μέρη) που συνθέτουν το θηλαστικό συλλειτουργούν για να διασφαλίσουν την επιβίωση του.
Σήμερα, παράδειγμα —και ολέθρια ενίσχυση— αυτού του είδους σκέψης αποτελούν οι ερωτήσεις «αληθές ή ψευδές», που συνθέτουν τα περισσότερα σύγχρονα τυποποιημένα ερωτηματολόγια. Ο ερωτώμενος πρέπει είτε να μαυρίσει είτε να σημαδέψει το κουτάκι «αληθές» ή το κουτάκι «ψευδές», για να κερδίσει βαθμούς στο ερωτηματολόγιο — και να τα κάνει όλα αυτά τάχιστα, με ελάχιστη σκέψη. Αυτά τα «τεστ», τα τόσο κοινότοπα σήμερα, δεν επιτρέπουν καμία λεπτή απόχρωση στη σκέψη και καμία επίγνωση των μεταβάσεων. Το ότι ένα φαινόμενο (ή μία πρόταση) μπορεί να είναι και αληθές και ψευδές —ανάλογα με το πλαίσιο αναφοράς του και με τη θέση ™υ στη διαδικασία κατά την οποία γίνεται άλλο από αυτό που είναι— είναι κάτι που αποκλείεται από τις λογικές υποθέσεις στις οποίες βασίζονται αυτά τα ερωτηματολόγια. Κάτι εξίσου δυσάρεστο με αυτή τη μέθοδο εξέτασης είναι το ότι συμβάλλει στις κακές πνευματικές συνήθειες. Οι νέοι, ακόμη και τα παιδιά, διαπαιδαγωγούνται έτσι ώστε να αντιμετωπίζουν με επιτυχία τέτοια ερωτηματολόγια. Πράγματι, ολόκληρες σταδιοδρομίες και μελλοντικές πορείες ζωής μπορεί να εξαρτηθούν από τους βαθμούς που θα πετύχουν έτσι. Δημιουργικές διάνοιες αποκτούν στεγανά και ουσιαστικά λειτουργούν σαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές κι αυτή η διαδικασία αποστερεί τους νέους ανθρώπους από την έμφυτη ικανότητά τους να σκέφτονται οργανικά και να κατανοούν την αναπτυξιακή φύση του πραγματικού κόσμου.
Το δυσεπίλυτο πρόβλημα της ταυτότητας μέσα στην αλλαγή και της αλλαγής μέσα στην ταυτότητα κατέτρεχε για αιώνες τη Δυτική φιλοσοφία, από τότε που ο Πλάτων δημιούργησε έναν δυϊσμό, ανάμεσα σ' έναν υπερφυσικό κόσμο ιδεατών τέλειων μορφών και σ' έναν εφήμερο κόσμο ατελών αισθητών αντιγράφων. Ο συμβατικός λόγος στηρίζεται στην ταυτότητα, όχι στην αλλαγή: η θεμελιώδης αρχή του είναι ότι Α ισούται με Α, η περίφημη «αρχή της ταυτότητας», πράγμα που σημαίνει ότι το κάθε δεδομένο φαινόμενο μπορεί να είναι μόνον ο εαυτός του και δεν μπορεί να είναι άλλο από αυτό που αντιλαμβανόμαστε άμεσα πως είναι σε μία δεδομένη χρονική στιγμή. Δεν ασχολείται με το πρόβλημα της αλλαγής. Ένα ανθρώπινο ον είναι τη μια στιγμή βρέφος, την άλλη παιδί, την τρίτη έφηβος και τέλος νέος και ενήλικος. Όταν λοιπόν αναλύουμε ένα βρέφος, με τη βοήθεια του συμβατικού λόγου, δεν διερευνούμε το τι γίνεται αυτό στη διαδικασία κατά την οποία γίνεται παιδί.
Αναμφίβολα, όταν οι ψυχολόγοι και οι ανατόμοι πραγματεύονται την πραγματικότητα ενός κύκλου ζωής, ελάχιστοι από αυτούς —όσο συμβατική κι αν είναι η ορθολογικότητα τους— μπορούν να αγνοήσουν το γεγονός ότι κάθε βρέφος είναι παιδί εν τω γίγνεσθαι και ότι βρέφος και παιδί συνδέονται με ποικίλους τρόπους μεταξύ τους. Ωστόσο, η αρχή Α ισούται με Α δεν παύει να θεωρείται βασική. Χωρίς αυτήν την αρχή, η λογική συνέπεια του συμβατικού λόγου είναι τελείως αδύνατη. Το λογικό πλαίσιο (του συμβατικού λόγου) είναι η αυθεντία της λογικής συνέπειας και οι λογικές παραγωγές του έπονται σχεδόν μηχανικά από ένα δεδομένο σύνολο προκειμένων. Έτσι, ο συμβατικός λόγος υπηρετεί τον πρακτικό σκοπό του να περιγράφει την ταυτότητα μιας δεδομένης οντότητας και μας λέει πώς οργανώνεται μια οντότητα ώστε να είναι ο εαυτός της. Ωστόσο, αγνοεί την ανάγκη να διερευνήσουμε συστηματικά τις διαδικασίες αλλαγής, δηλαδή πώς η ζωντανή οντότητα είναι συγκροτημένη ως δυνατότητα να περνά βαθμηδόν από το ένα στάδιο της εξέλιξης της στο άλλο.
Ο πλατωνικός δυϊσμός της αλλαγής και της ταυτότητας επαναλαμβανόταν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο καθ' όλη τη διάρκεια της Δυτικής φιλοσοφίας μέχρι τον δέκατο ένατο αιώνα, οπότε μια ομάδα από διαλεκτικούς στοχαστές έδειξε ότι η ενότητα η ίδια, στην πραγματικότητα, συνίσταται στην ενότητα των αντιθέτων. Τα Λογικά έργα του Hegel έλυσαν σε μεγάλο βαθμό το παράδοξο της αυτοδιατήρησης και της αλλαγής, αποδεικνύοντας συστηματικά ότι η αυτοδιατήρηση ουσιαστικά εκφράζεται μέσα από την αλλαγή, ως πολυποίκιλη εκδίπλωση της «ενότητας μέσα στη διαφορετικότητα» —για να χρησιμοποιήσουμε τα ίδια του τα λόγια.
Διαλεκτικός υλισμός/Ιδεολογισμός/Νατουραλισμός
Ο διαλεκτικός λόγος αναγνωρίζει την αναπτυξιακή φύση της πραγματικότητας βεβαιώνοντας με τον έναν ή τον άλλον τρόπο ότι Α ισούται όχι μόνο με A αλλά και με όχι Α. Στα πλαίσια του ανθρώπινου κύκλου ζωής, ο διαλεκτικός στοχαστής θεωρεί το βρέφος ως μια αυτοσυντηρούμενη ανθρώπινη οντότητα, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί ότι (το βρέφος) εξελίσσεται από βρέφος σε παιδί, από παιδί σε έφηβο, από έφηβο σε νέο, από νέο σε ενήλικο. (Ο διαλεκτικός λόγος) δεν βλέπει μόνο πώς οργανώνεται η τάδε οντότητα σε μια συγκεκριμένη στιγμή αλλά και πώς οργανώνεται για να υπερβεί ένα δεδομένο επίπεδο ανάπτυξης και να γίνει άλλο από αυτό που είναι, ακόμη κι ενώ διατηρεί την ταυτότητα της. Η αντιφατική φύση της ταυτότητας ειδικά το ότι το Α ισούται και με Α και με το αντίθετο του— θα μπορούσε μετά ταύτα να γίνεται αντιληπτή ως εγγενές γνώρισμα της ίδιας της ταυτότητας. Η ενότητα των αντιθέτων ήταν, στην πραγματικότητα, ενότητα ως το αναδυόμενο «άλλο» που αποτελούσε αυτό που ο Hegel αποκαλούσε «ταυτότητα της ταυτότητας και της μη ταυτότητας».
Υλιστική, ιδεαλιστική και νατουραλιστική διαλεκτική
Ιστορικά, η διαλεκτική δεν υπήρξε απρόσβλητη από καταχρήσεις. Ο Hegel τη μετέτρεψε σε κοσμολογικό σύστημα, που προσέγγιζε τη θεολογία, στην προσπάθεια του να την συμφιλιώσει με τον ιδεαλισμό, την απόλυτη γνώση και έναν μυστικιστικό εκδιπλούμενο λόγο τον οποίο συχνά ονόμαζε «θεό». Ο Hegel, όντας ανεξοικείωτος με την οικολογία, απέρριπτε τη φυσική εξέλιξη ως βιώσιμη θεωρία, προτιμώντας μια στατική ιεραρχία του Όντος.
Παρόμοια, η διαλεκτική αναμείχθηκε επίσης με έναν χυδαίο υλισμό, όταν ο Φρειδερίκος Ένγκελς την έντυσε με τους «νόμους» του διαλεκτικού υλισμού, νόμους που μοιάζουν περισσότερο με τις (θεωρητικές) προκείμενες της φυσικής του δέκατου ένατου αιώνα, παρά με μία εύπλαστη μεταφυσική ή με μία οργανισμική αντίληψη (των πραγμάτων). Όντως, τόσο ερωτευμένος ήταν ο Ένγκελς με την ύλη και την κίνηση ως απερίσταλτα «κατηγορήματα» του Όντος, ώστε στο έργο του, η κινητική θεώρηση (kineticism), που βασίζεται στην απλή κίνηση, τείνει να υποκαταστήσει τη διαλεκτική της οργανικής ανάπτυξης.
Το σημαντικό, για τους σκοπούς αυτού του δοκιμίου, είναι η εναλλακτική λύση την οποία θα μπορούσε να προσφέρει η διαλεκτική σ' ένα οικολογικό κίνημα που σωστά μεν δυσπιστεί προς τον συμβατικό λόγο, αλλά τείνει ολοένα και περισσότερο να καταφύγει στη διαίσθηση, τον μυστικισμό και τον θεϊσμό. Αν απορρίψουμε τη διαλεκτική λόγω των ελαττωμάτων του Εγελιανού ιδεαλισμού και του υλισμού του Ένγκελς θα χάσουμε από τα μάτια μας την εξαιρετική (λογική) συνοχή που προσφέρει ο διαλεκτικός λόγος καθώς και την εξαιρετική εφαρμογή που μπορεί να έχει στην οικολογία — ιδιαίτερα σε μια οικολογία που έχει τις ρίζες της στην εξελικτική ανάπτύξη. Αν αντιληφθούμε τη διαλεκτική ως νατουραλιστικό είδος σκέψης —ως διαλεκτικό νατουραλισμό— τότε μπορούμε να τη διακρίνουμε από τον Εγελιανό αιθέριο, κατά βάσιν αντι-νατουραλιστικό, διαλεκτικό ιδεαλισμό και από τον δύσκαμπτο, συχνά επιστημονικό, διαλεκτικό υλισμό των ορθόδοξων μαρξιστών.
Ο διαλεκτικός νατουραλισμός μπορεί να απαντήσει σε ερωτήματα όπως τι είναι φύση, ποια είναι η θέση της ανθρωπότητας στη φύση, προς τα πού κινείται η εξέλιξη και ποια είναι η σχέση της κοινωνίας με τον φυσικό κόσμο. Ως ένας τρόπος για να συλλογιζόμαστε για την πραγματικότητα, είναι αρκετά οργανικός ώστε να δίνει νόημα σε ασαφείς όρους όπως «μάγευση» και «ολισμός», χωρίς να θυσιάζει τις αξιώσεις του λόγου και της διανοητικότητας. Ταυτόχρονα, εξάλλου, μπορεί να προσδώσει συνοχή στην οικολογική σκέψη και να διώξει τις επικίνδυνα αυθαίρετες και συχνά αντινοησιαρχικές τάσεις στον οικολογισμό, οι οποίες τείνουν να τον κατευθύνουν, στην καλύτερη περίπτωση, σε συναισθηματικούς, συχνά νεφελώδεις και θεϊστικούς τρόπους σκέψης, ή στη χειρότερη, σε επικίνδυνα αντιορθολογικούς, μυστικιστικούς και εν δυνάμει αντιδραστικούς τρόπους. Τέλος, κάτι εξίσου σημαντικό, ο διαλεκτικός νατουραλισμός προσθέτει μια εξελικτική προοπτική στην οικολογική σκέψη — παρά το ότι ο Hegel απέρριπτε τη φυσική εξέλιξη και το ότι ο Ένγκελς προσφεύγει στις μηχανιστικές εξελικτικές θεωρίες που ήταν του συρμού εδώ κι έναν αιώνα. Ο διαλεκτικός νατουραλισμός βλέπει με ευμετάβλητο και εύπλαστο τρόπο τα εξελικτικά φαινόμενα, ωστόσο δεν στερεί την εξέλιξη από την ορθολογική της ερμηνεία.
Η «οικολογικοποίηση» της διαλεκτικής, (πού θα γίνει) με το να της προσδώσουμε έναν νατουραλιστικό πυρήνα, και η ανάπτυξη μιας αληθινά εξελικτικής αίσθησης της πραγματικότητας θα μπορούσε να προσφέρει τη βάση για μια ζωντανή οικολογική ηθική. Εδώ, θα ήθελα να κάνω μια σύνοψη του διαλεκτικού νατουραλισμού και να προσθέσω ιδέες που υποδηλώνουν σαφέστερα τι εννοούμε με τις λέξεις φύση, ανθρωπότητα και κοινωνία — στην πραγματικότητα, πώς θα μπορούσαμε να συλλάβουμε την ίδια την πραγματικότητα σε αναπτυξιακές μορφές, που να είναι ξένες προς τα συμβατικά είδη λόγου.
(συνεχίζεται)