Πολιτική ασθένεια
Γιώργος Σταματόπουλος
Ουδέποτε θα καταλάβουμε εμείς οι κοινοί θνητοί τους ανθρώπους που δηλώνουν πολιτικοί, ακόμη κι αυτούς τους καημένους δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Οταν εκλέγονται και καταλαμβάνουν «αξιώματα» είναι σαν να τους τσιμπάει μέλισσα· ψηλώνουν (έτσι νομίζουν), αποκτούν ύφος εκατό καρδιναλίων, αλλάζει η συμπεριφορά τους, το ντύσιμό τους και, ενίοτε, προσπαθούν να αλλάζουν και το λεξιλόγιό τους. Οι ταλαίπωροι.
Ξέρουμε ότι η εξουσία φθείρει και γελοιοποιεί συγχρόνως όσους την ασκούν, αλλά δεν μπορούν, πλην ελαχίστων, να την απαρνηθούν. Εάν ποτέ κάνετε, για διάφορους λόγους, παρέα με «επαγγελματίες» πολιτικούς, θα φρίξετε. Είναι αλλού οι άνθρωποι.
Κατ’ αρχάς δεν ακούν, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία σ’ ό,τι τους λες, εκτός εάν αφορά τους «αντιπάλους» ή την απήχησή τους στον κόσμο ή τους βομβαρδίζεις με «φιλοφρονήσεις». Τους μιλάς για λογοτεχνία λ.χ. ή ιστορία ή θέατρο και σε κοιτάζουν σαν βλάκες. «Μα τι λέει ο μαλάκας» σκέφτονται, «πού ζει ο κακομοίρης;». Και άλλα πολλά που δεν γράφονται, μου τα έχουν όμως εκμυστηρευθεί σε στιγμές που το αλκοόλ λύνει τη γλώσσα και προσφέρει μια δόση αυτοκριτικής ή αυτογνωσίας.
Υπερασπίζεσαι κάποτε την τέχνη ή την ελληνική γλώσσα και απλώς ανθυπομειδιούν έχοντας πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων κάθε τι άυλο, οτιδήποτε δεν ενισχύει το δικό τους κύρος και την αναγνωρισιμότητά τους.
Πιστεύω ότι όλοι τούτοι είναι άρρωστοι, ο πυρετός όμως τους ενδυναμώνει αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Κομμάτι δύσκολο εάν όχι ακατόρθωτο να αναρρώσουν ποτέ. Θερμοκέφαλοι, ξεροκέφαλοι εξουσιοπυρέσσοντες, όπως ίσως θα έλεγε ο Εμπειρίκος, λάτρεις του κακού γούστου και του φτηνού λόγου.
Ακόμη κι όταν δεν περνάει πια η μπογιά τους, επιμένουν. Τι θλίψη! Εχουν όμως, μάλλον, δίκιο. Δεν μπορεί να ξεπέσεις εύκολα από τα μεγαλεία στην περιφρόνηση. Βλέπω τους Βενιζέλο και Παπανδρέου να κατασπαράσσουν κατά την πτώση τους το πάλαι αγλαόν «σοσιαλιστικό» κίνημα. Τι να επιδιώκουν άραγε; Η «αρρώστια» είναι αυτή που τους τυφλώνει και αφαιρούν τις λιγοστές σάρκες που έχουν απομείνει στο σώμα του κόμματος που κυβέρνησε τη χώρα πολλές δεκαετίες, από το ‘81 και εντεύθεν. Η ίδια αυτή αρρώστια τούς έχει αφαιρέσει τη σύνεση και το μέτρον και δεν σέβονται έτσι τους ελάχιστους εναπομείναντες ψηφοφόρους τους, αλλά ούτε και την έννοια αξιοπρέπεια. Βλέπω και τα κάποτε «στελέχη» αυτού του κόμματος που κάποτε φιλοδόξησαν να γίνουν αρχηγοί κομμάτων, πρωθυπουργοί και δεν συμμαζεύεται.
Ιδρώνουν, αγωνιούν, υποφέρουν να μπουν σ’ ένα χώρο υγρό («Ποτάμι»), αδιαφορώντας για το πώς κατασκευάστηκε τούτο το κεντροδεξιό, άμορφο μόρφωμα, που λέει ότι πάει κόντρα στο παλαιό, παρωχημένο πολιτικό σύστημα και μετέρχεται τις ίδιες και απαράλλακτες μεθόδους για να εγκατασταθεί σ’ αυτό το σύστημα.
Επρεπε να τους λυπόμαστε όλους αυτούς, αλλά τελικά δεν είναι για λύπηση· μόνο περιφρόνηση τους πρέπει κι ας μην ξεμακραίνουν από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, κι ας βολοδέρνουν στα πλοκάμια του. Στην εξουσία να ‘ναι κοντά, κι ας τους φτύνει η κοινωνία· έχουν τον τρόπο τους να επιβιώνουν και να πείθουν, δεν έλειψαν δα οι πολιτικά αφελείς και μικροσυμφεροντολόγοι σε τούτο τον τόπο (και παντού). Δεν αξίζει όμως σε πολλούς η τέτοια υποτίμηση της νοημοσύνης τους από τους «ασθενείς» της πολιτικής.
Kάτι για τις «γενιές»
Οταν, αγαπητέ Σταύρε (Γεώργιε, Ευάγγελε, Ιωάννη, Κωνσταντίνε κ.λπ.), παρέλαυναν η γελοιότητα και η μηδαμινότητα, η ημιμάθεια και το life style, το μίσος προς την παράδοση, το δήθεν και η βουλιμία, ο ευδαιμονισμός και ο καταναλωτισμός και πολλά άλλα που συνθλίβουν την αξιοπρέπεια, σ’ έβλεπα στην πρώτη σειρά· υπερήφανο, πεπεισμένον, αγέρωχον. Τι μεγαλεία. Τι πρωτοπορία!
Εγλειφες κατουρημένες ποδιές, ανίσχυρος ων και αδαής, ξεπούλαγες το παρελθόν σου (το όποιο...), ξεχνούσες ποια μάνα σε γένναε στο κλάμα, εκσπερμάτωνες όταν απολάμβανες στιγμές δόξας και αναγνώρισης, περιφρονούσες την πλέμπα κι ανορθωνόσουν στην κλίμακα του εστετισμού, της άρχουσας τάξης. Είδες εξαίφνης το νόημα της ζωής. Ποιο ήταν αυτό; Αυτό που απέρρεε από τον ναρκισσισμό σου, από το πάθος τού (άκου!) ανθρωπάκου να ξεχωρίσει, να δηλώσει τη (ματαιόδοξη) παρουσία του σε τούτον τον πλανήτη. Εκάς η ελληνική γραμματεία (άγνωστα ονόματα ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος, οι τρανοί Σοφιστές, οι σωκρατικές σχολές· ακόμη και οι επτά σοφοί άγνωστοι σού ήσαν, διότι εάν ήσαν γνωστοί όλοι αυτοί, δεν θα παρέλαυνες στην αγορά της υποτέλειας και της ματαιοδοξίας).
Ξένη και η μυρωδιά του ιδρώτα των γονιών, τα λαϊκά πανηγύρια, ο θρήνος, η χαρά, η αλληλεγγύη που συνείχαν την κοινότητα. Μα, τι σήμαινε κοινότητα; Ουδέποτε κατάλαβες, ουδέποτε μπήκες στον κόπο να υμνήσεις τη μύτη, σαν ένα από τα κεντρικά αισθητήρια όργανα του ανθρώπου. Μπορεί οι πολλοί να θεωρούμε την όραση ως το υπέρτατο αισθητήριο όργανο, μπορεί και να έχουμε δίκιο, αλλά πού πας, φτωχέ και ανόητε (πού πας, ρε Καραμήτρο), χωρίς τη μύτη σου; Ξέχασα όμως. Την έχεις σηκώσει τόσο ψηλά που δεν οσμίζεται την πραγματικότητα. (Επείγει μια διατριβή στη σημασία και λειτουργία του απαξιωμένου αισθητηρίου· το είχε προτείνει ο Νίτσε, ουδείς όμως τον άκουσε· αλλά ποιος άκουσε ποτέ τα μεγάλα πνεύματα;).
Σε βλέπω (Σταύρε, Γεώργιε, Αλέξανδρε, Δημήτριε κ.λπ.) να βγαίνεις στις οθόνες της tv μας και να κοκορεύεσαι, με ύφος μπλαζέ, με τάχα μου άνεση στις κινήσεις, με διαφορετικές δήθεν από το πόπολο κινήσεις, και να νομίζεις ότι ο κόσμος είναι δικός σου. Δίκιο έχεις. Δικός σου, όντως, είναι αυτός ο κόσμος: επίπλαστος, κεκοσμημένος, αγράμματος, απολίτιστος, ασθενής, ομοιοστατικός. Σου ανήκει αυτός ο κόσμος. Αλλά είναι αυτός ο κόσμος ο αληθινός; Οχι, αγαπητέ. Αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος της εξουσίας, της μετριότητας, της κολακείας και της δουλοφροσύνης.
Αλλού, δυστυχώς για σε, αγαπητέ, ακμάζει ο κόσμος· στις παρέες και στις γειτονιές, στις βιβλιοθήκες και στις θεατρικές σκηνές, στα χωράφια των μικρών αγροτών, στην αυτονομία του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ (και του Πολυτεχνείου), στους κτηνοτρόφους και τους ψαράδες, στους μικροεπαγγελματίες και σε αρκετούς φοιτητές· όχι στο ξεπούλημα του εαυτού τους, όχι στην εξαγορά των συνειδήσεών τους από το απρόσωπο χρήμα, όχι στον ευτελισμό και εκφυλισμό της προσωπικότητάς τους. Καημένοι, φίλοι, συνάδελφοι και λοιποί, σε ποια σκοτεινή σπηλιά σάς έκλεισαν; Ποιοι σας διαπαιδαγώγησαν; Δεν αισχύνεσθε για τα έργα σας, για την πολιτική σας πορεία; Πού, διάβολε, πήγαν η ισονομία, η ισηγορία, η δικαιοσύνη; ΄Η τα γράφετε όλα εκεί που ξέρουμε;
http://www.efsyn.gr/arthro/kati-gia-tis-genies
Γιώργος Σταματόπουλος
Ουδέποτε θα καταλάβουμε εμείς οι κοινοί θνητοί τους ανθρώπους που δηλώνουν πολιτικοί, ακόμη κι αυτούς τους καημένους δημάρχους και δημοτικούς συμβούλους. Οταν εκλέγονται και καταλαμβάνουν «αξιώματα» είναι σαν να τους τσιμπάει μέλισσα· ψηλώνουν (έτσι νομίζουν), αποκτούν ύφος εκατό καρδιναλίων, αλλάζει η συμπεριφορά τους, το ντύσιμό τους και, ενίοτε, προσπαθούν να αλλάζουν και το λεξιλόγιό τους. Οι ταλαίπωροι.
Ξέρουμε ότι η εξουσία φθείρει και γελοιοποιεί συγχρόνως όσους την ασκούν, αλλά δεν μπορούν, πλην ελαχίστων, να την απαρνηθούν. Εάν ποτέ κάνετε, για διάφορους λόγους, παρέα με «επαγγελματίες» πολιτικούς, θα φρίξετε. Είναι αλλού οι άνθρωποι.
Κατ’ αρχάς δεν ακούν, δεν δίνουν την παραμικρή σημασία σ’ ό,τι τους λες, εκτός εάν αφορά τους «αντιπάλους» ή την απήχησή τους στον κόσμο ή τους βομβαρδίζεις με «φιλοφρονήσεις». Τους μιλάς για λογοτεχνία λ.χ. ή ιστορία ή θέατρο και σε κοιτάζουν σαν βλάκες. «Μα τι λέει ο μαλάκας» σκέφτονται, «πού ζει ο κακομοίρης;». Και άλλα πολλά που δεν γράφονται, μου τα έχουν όμως εκμυστηρευθεί σε στιγμές που το αλκοόλ λύνει τη γλώσσα και προσφέρει μια δόση αυτοκριτικής ή αυτογνωσίας.
Υπερασπίζεσαι κάποτε την τέχνη ή την ελληνική γλώσσα και απλώς ανθυπομειδιούν έχοντας πετάξει στον κάλαθο των αχρήστων κάθε τι άυλο, οτιδήποτε δεν ενισχύει το δικό τους κύρος και την αναγνωρισιμότητά τους.
Πιστεύω ότι όλοι τούτοι είναι άρρωστοι, ο πυρετός όμως τους ενδυναμώνει αντί να συμβαίνει το αντίθετο. Κομμάτι δύσκολο εάν όχι ακατόρθωτο να αναρρώσουν ποτέ. Θερμοκέφαλοι, ξεροκέφαλοι εξουσιοπυρέσσοντες, όπως ίσως θα έλεγε ο Εμπειρίκος, λάτρεις του κακού γούστου και του φτηνού λόγου.
Ακόμη κι όταν δεν περνάει πια η μπογιά τους, επιμένουν. Τι θλίψη! Εχουν όμως, μάλλον, δίκιο. Δεν μπορεί να ξεπέσεις εύκολα από τα μεγαλεία στην περιφρόνηση. Βλέπω τους Βενιζέλο και Παπανδρέου να κατασπαράσσουν κατά την πτώση τους το πάλαι αγλαόν «σοσιαλιστικό» κίνημα. Τι να επιδιώκουν άραγε; Η «αρρώστια» είναι αυτή που τους τυφλώνει και αφαιρούν τις λιγοστές σάρκες που έχουν απομείνει στο σώμα του κόμματος που κυβέρνησε τη χώρα πολλές δεκαετίες, από το ‘81 και εντεύθεν. Η ίδια αυτή αρρώστια τούς έχει αφαιρέσει τη σύνεση και το μέτρον και δεν σέβονται έτσι τους ελάχιστους εναπομείναντες ψηφοφόρους τους, αλλά ούτε και την έννοια αξιοπρέπεια. Βλέπω και τα κάποτε «στελέχη» αυτού του κόμματος που κάποτε φιλοδόξησαν να γίνουν αρχηγοί κομμάτων, πρωθυπουργοί και δεν συμμαζεύεται.
Ιδρώνουν, αγωνιούν, υποφέρουν να μπουν σ’ ένα χώρο υγρό («Ποτάμι»), αδιαφορώντας για το πώς κατασκευάστηκε τούτο το κεντροδεξιό, άμορφο μόρφωμα, που λέει ότι πάει κόντρα στο παλαιό, παρωχημένο πολιτικό σύστημα και μετέρχεται τις ίδιες και απαράλλακτες μεθόδους για να εγκατασταθεί σ’ αυτό το σύστημα.
Επρεπε να τους λυπόμαστε όλους αυτούς, αλλά τελικά δεν είναι για λύπηση· μόνο περιφρόνηση τους πρέπει κι ας μην ξεμακραίνουν από τους εξουσιαστικούς μηχανισμούς, κι ας βολοδέρνουν στα πλοκάμια του. Στην εξουσία να ‘ναι κοντά, κι ας τους φτύνει η κοινωνία· έχουν τον τρόπο τους να επιβιώνουν και να πείθουν, δεν έλειψαν δα οι πολιτικά αφελείς και μικροσυμφεροντολόγοι σε τούτο τον τόπο (και παντού). Δεν αξίζει όμως σε πολλούς η τέτοια υποτίμηση της νοημοσύνης τους από τους «ασθενείς» της πολιτικής.
Kάτι για τις «γενιές»
Οταν, αγαπητέ Σταύρε (Γεώργιε, Ευάγγελε, Ιωάννη, Κωνσταντίνε κ.λπ.), παρέλαυναν η γελοιότητα και η μηδαμινότητα, η ημιμάθεια και το life style, το μίσος προς την παράδοση, το δήθεν και η βουλιμία, ο ευδαιμονισμός και ο καταναλωτισμός και πολλά άλλα που συνθλίβουν την αξιοπρέπεια, σ’ έβλεπα στην πρώτη σειρά· υπερήφανο, πεπεισμένον, αγέρωχον. Τι μεγαλεία. Τι πρωτοπορία!
Εγλειφες κατουρημένες ποδιές, ανίσχυρος ων και αδαής, ξεπούλαγες το παρελθόν σου (το όποιο...), ξεχνούσες ποια μάνα σε γένναε στο κλάμα, εκσπερμάτωνες όταν απολάμβανες στιγμές δόξας και αναγνώρισης, περιφρονούσες την πλέμπα κι ανορθωνόσουν στην κλίμακα του εστετισμού, της άρχουσας τάξης. Είδες εξαίφνης το νόημα της ζωής. Ποιο ήταν αυτό; Αυτό που απέρρεε από τον ναρκισσισμό σου, από το πάθος τού (άκου!) ανθρωπάκου να ξεχωρίσει, να δηλώσει τη (ματαιόδοξη) παρουσία του σε τούτον τον πλανήτη. Εκάς η ελληνική γραμματεία (άγνωστα ονόματα ο Ηράκλειτος και ο Δημόκριτος, οι τρανοί Σοφιστές, οι σωκρατικές σχολές· ακόμη και οι επτά σοφοί άγνωστοι σού ήσαν, διότι εάν ήσαν γνωστοί όλοι αυτοί, δεν θα παρέλαυνες στην αγορά της υποτέλειας και της ματαιοδοξίας).
Ξένη και η μυρωδιά του ιδρώτα των γονιών, τα λαϊκά πανηγύρια, ο θρήνος, η χαρά, η αλληλεγγύη που συνείχαν την κοινότητα. Μα, τι σήμαινε κοινότητα; Ουδέποτε κατάλαβες, ουδέποτε μπήκες στον κόπο να υμνήσεις τη μύτη, σαν ένα από τα κεντρικά αισθητήρια όργανα του ανθρώπου. Μπορεί οι πολλοί να θεωρούμε την όραση ως το υπέρτατο αισθητήριο όργανο, μπορεί και να έχουμε δίκιο, αλλά πού πας, φτωχέ και ανόητε (πού πας, ρε Καραμήτρο), χωρίς τη μύτη σου; Ξέχασα όμως. Την έχεις σηκώσει τόσο ψηλά που δεν οσμίζεται την πραγματικότητα. (Επείγει μια διατριβή στη σημασία και λειτουργία του απαξιωμένου αισθητηρίου· το είχε προτείνει ο Νίτσε, ουδείς όμως τον άκουσε· αλλά ποιος άκουσε ποτέ τα μεγάλα πνεύματα;).
Σε βλέπω (Σταύρε, Γεώργιε, Αλέξανδρε, Δημήτριε κ.λπ.) να βγαίνεις στις οθόνες της tv μας και να κοκορεύεσαι, με ύφος μπλαζέ, με τάχα μου άνεση στις κινήσεις, με διαφορετικές δήθεν από το πόπολο κινήσεις, και να νομίζεις ότι ο κόσμος είναι δικός σου. Δίκιο έχεις. Δικός σου, όντως, είναι αυτός ο κόσμος: επίπλαστος, κεκοσμημένος, αγράμματος, απολίτιστος, ασθενής, ομοιοστατικός. Σου ανήκει αυτός ο κόσμος. Αλλά είναι αυτός ο κόσμος ο αληθινός; Οχι, αγαπητέ. Αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος της εξουσίας, της μετριότητας, της κολακείας και της δουλοφροσύνης.
Αλλού, δυστυχώς για σε, αγαπητέ, ακμάζει ο κόσμος· στις παρέες και στις γειτονιές, στις βιβλιοθήκες και στις θεατρικές σκηνές, στα χωράφια των μικρών αγροτών, στην αυτονομία του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ (και του Πολυτεχνείου), στους κτηνοτρόφους και τους ψαράδες, στους μικροεπαγγελματίες και σε αρκετούς φοιτητές· όχι στο ξεπούλημα του εαυτού τους, όχι στην εξαγορά των συνειδήσεών τους από το απρόσωπο χρήμα, όχι στον ευτελισμό και εκφυλισμό της προσωπικότητάς τους. Καημένοι, φίλοι, συνάδελφοι και λοιποί, σε ποια σκοτεινή σπηλιά σάς έκλεισαν; Ποιοι σας διαπαιδαγώγησαν; Δεν αισχύνεσθε για τα έργα σας, για την πολιτική σας πορεία; Πού, διάβολε, πήγαν η ισονομία, η ισηγορία, η δικαιοσύνη; ΄Η τα γράφετε όλα εκεί που ξέρουμε;
http://www.efsyn.gr/arthro/kati-gia-tis-genies