Το κείμενο που κάνει το γύρο του Διαδικτύου έχει ως εξής:
«Ο Σωστός Έλληνας Ψηφίζει την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 4 χρόνια και στο Σύνταγμα είναι με τους αγανακτισμένους κατά της
ΧΟΥΝΤΑΣ που κυβερνάει την χώρα. Πάντα ψηφίζει εγωκεντρικά και ποτέ για το γενικό συμφέρον.
Είναι κεντρώος σοσιαλιστής (ποτέ δεν ήταν των άκρων) αλλά εάν του πειράξεις την τσέπη μπορεί να ψηφίσει και την χρυσή αυγή.
Θέλει τους πολιτικούς τίμιους και καθαρούς με μόνη εξαίρεση τα ρουσφέτια να είναι για αυτόν και τους δικούς του.
Δεν θέλει να αποκτήσει και αυτός μια κατσίκα, αλλά θέλει να ψοφήσει αυτή που έχει ο γείτονας.
Ποτέ δεν του φτάνουν τα χρήματα για τα βασικά είδη ανάγκης, αλλά πάντα του περισσεύουν για τα είδη πολυτελείας!
Την Κυριακή πρωί κάνει τον σταυρό του στην εκκλησία το απόγευμα βρίζει τους πάντες και τα πάντα στο γήπεδο!
Κτίζει αυθαίρετα παντού (να έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, ένα όροφο για κάθε παιδί και ένα για ενοικίαση) και μετά δημιουργεί συλλόγους για να τα νομιμοποιήσει.
Γλύφει, δωροδοκεί και δωροδοκείται και μετά βρίζει το διεφθαρμένο κράτος.
Μόλις τον διορίσουν στο δημόσιο κάνει απεργίες, γιατί τα χρήματα που παίρνει
είναι λίγα.
Όποιο πόστο και να έχει στο δημόσιο ποτέ δεν είναι ο αρμόδιος και ποτέ δεν εξυπηρετεί αυθημερόν (περάστε αύριο).
Σαν δημόσιος υπάλληλος είναι ο μοναδικός εργαζόμενος που ενώ σχολάει στις δύο και μισή, στη μία και μισή βρίσκεται στο σπίτι του.
Πάντα προσέχει που βάζει την υπογραφή του, σπάνια όμως την ψ..ή του.
Για οποιοδήποτε θέμα συνεδριάζει επταμελής επιτροπή με τέσσερα άτομα και
αναβάλει την απόφαση για την επόμενη συνεδρίαση.
Έχει άποψη για όλα, είναι ειδικός σε όλα, και έχει για όλα μια παροιμία και μια μαντινάδα.
Η πιο αγαπημένη του ατάκα είναι το «ότι φάμε, ότι πιούμε και ότι
αρπάξει ο κώλος
Ζει από τις επιδοτήσεις.
Είναι αυτοδημιούργητος και τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τον δημιουργό του. Παίρνει δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά κ.λ.π.) και μετά διαμαρτύρεται για τα υψηλά επιτόκια.
Έχει αυτοκίνητο που κοστίζει πάνω από 60.000 € αλλά δεν έχει να
βάλει βενζίνη!
Κορνάρει πριν ανάψει το πράσινο.
Όταν το φανάρι είναι πορτοκαλί αναπτύσσει ταχύτητα.
Όποιος οδηγεί πιο αργά από αυτόν είναι ηλίθιος, ενώ όποιος οδηγεί πιο γρήγορα είναι τρελός.
Πάει στο περίπτερο για τσιγάρα με το αυτοκίνητο αλλά τρέχει και πάνω στο διάδρομο του γυμναστηρίου της γειτονιάς, γιατί αυτόν που έχει στο σπίτι τον έχει κάνει κρεμάστρα.
Όταν τον γράψουν για παράνομο παρκάρισμα διαμαρτύρεται γιατί δεν γράψανε τους διπλανούς και μετά ψάχνει πως θα μπορέσει να σβήσει την κλήση.
Βρίζει τους αστυνομικούς, όταν κάνουν και όταν δεν κάνουν τη δουλειά τους.
Δεν θέλει να πάει φαντάρος αλλά μετά θα αποκτήσει εκεί τους καλύτερους φίλους και πάντα θα μιλάει με νοσταλγία για τον στρατό.
Του παρέχεται δωρεάν υγεία και παιδεία αλλά πάντα δίνει φακελάκι στο γιατρό και πάντα πληρώνει για να κάνει το παιδί του ιδιαίτερα μαθήματα(συνήθως με τους καθηγητές του σχολείου).
Πάει στο σχολείο και στο φροντιστήριο, όχι για να ξεστραβωθεί και να μάθει πέντε πράγματα, αλλά για να περάσει στο πανεπιστήμιο.
Ποστάρει στο twitter: ΡΕΕ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΑΠΕΔΕΣ, από τον καναπέ του σπιτιού του.
Δεν κόβει αποδείξεις, δεν πληρώνει Φ.Π.Α., κρύβει έσοδα από την εφορεία και φωνάζει γιατί το κράτος τον κλέβει.
Ο δικός του γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, μάστορας, κρεοπώλης, κ.λ.π.
είναι πάντα ο καλύτερος .
Τα παιδιά του είναι τα πιο έξυπνα και τα πιο χαριτωμένα.
Είναι ο καλύτερος οδηγός και κάνει και το καλύτερο σεξ όχι απαραίτητα με την γυναίκα του.
Είναι πολύ καλός εραστής γιατί εξασκείται πολύ μόνος του.
Αντί ονόματος χρησιμοποιεί το «ρε μαλάκα».
Απατά την γυναίκα του, αλλά πεθαίνει με την εντύπωση πώς αυτή του ήταν πάντα πιστή. (Δεν βγαίνει ούτε αριθμητικά). Συγνώμη αν σας έβαλα σε υποψίες. Έχει την γυναίκα του πάνω από όλα. Όλες τις άλλες από κάτω.
Πιστεύει ότι η μετριοφροσύνη είναι μια από τις επτά χιλιάδες αρετές του.
Θέλει να πάει στο παράδεισο αλλά χωρίς να πεθάνει.
Ακούει μόνο αυτά που καταλαβαίνει.
Χειροκροτεί τον πιλότο όταν προσγειωθεί!
Για όλα φταίνε οι άλλοι. Το κράτος, το σύστημα, η κυβέρνηση τα
κόμματα, ο γείτονας. Αυτός κάνει ότι μπορεί.
Σκέφτεται πώς να αλλάξει τον κόσμο αλλά ποτέ τον εαυτό του.
Τα λάθη του τα ονομάζει εμπειρίες.
Πιστεύει ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων και για το λόγο αυτό έχει
ξεπληρώσει το χρέος του προς την ανθρωπότητα και με το παραπάνω.
Δεν έκανε ποτέ επεκτατικούς πολέμους, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί ήταν πάντα φιλειρηνικός. (Ο Μέγας Αλέξανδρος έκανε εκπολιτιστικούς πολέμους.)
Ονειρεύεται να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη (πάλι με χρόνια με καιρούς ……) αλλά δεν έχει σκεφτεί ποτέ πως ένας λαός δέκα εκατομμυρίων θα κατοικίσει μια πόλη δεκατριών εκατομμυρίων.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι να έχουν πολιτιστικά ενδιαφέροντα αλλά αυτός έχει παγωμένο φραπέ.
Πίνει τον καφέ espresso σε δύο ώρες.
Όταν καταφέρει να ξεκλέψει λίγο χρόνο από την δουλειά του για ένα καφέ, διερωτάται τι δουλειά κάνουν όλοι αυτοί που κάθονται στις καφετέριες.
Αν στο δρόμο φωνάξεις «Πρόεδρε» οι επτά στους δέκα θα γυρίσουν.
Θέλει να γίνει ή δημόσιος υπάλληλος ή ελεύθερος επαγγελματίας.
Είναι άνεργος, αλλά είναι αφεντικό του εαυτού του.
Φωνάζει γιατί του παίρνουν τις θέσεις εργασίας οι ξένοι αλλά το Έλληνας οικοδόμος και Ελληνίδα καθαρίστρια έχουν γίνει σύντομα ανέκδοτα.
Πιστεύει στο «πας μη Έλλην, βάρβαρος» γιατί αυτός δεν είναι ρατσιστής, αυτοί είναι μαύροι.
Έχει διαβάσει τόσα πολλά για το κάπνισμα και το ποτό που αποφάσισε να
κόψει το διάβασμα.
Πάντα όταν συζητά για δίαιτα κάθεται σε ένα τραπέζι και τρώει.
Στο εστιατόριο πάντα παραγγέλνει περισσότερα από αυτά που θα καταναλώσει.(Αυτά που θα περισσέψουν θα τα πάρει για το σκυλάκι).
Τρώει του σκασμού αλλά πίνει coca cola light.
Αλλάζει το κανάλι όταν δείχνει τα παιδιά στην Αφρική να πεθαίνουν από ασιτία, γιατί του κόβεται η όρεξη.
Είναι φιλόξενος αλλά μόνο για ορισμένους ξένους.
Το χωριό του είναι το κέντρο του κόσμου. Πιστεύει ότι η χώρα του είναι η ομορφότερη του κόσμου και γι’ αυτό την διάλεξαν για σπίτι τους οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου.
Ευτυχώς που υπάρχει και η τελευταία στιγμή, αλλιώς τίποτα δε θα γινόταν. Γενικά δεν ξέρει τι θέλει αλλά και δε θα ησυχάσει ποτέ αν δεν το αποκτήσει.
Η δυστυχία αυτού του τόπου είναι ότι οι ηλίθιοι είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση, ενώ οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολίες».
Και για να σοβαρευτούμε διαβάστε για τον ανθρωπολογικό τύπο του Έλληνα από το βιβλίο μας "Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης τοπικοποίησης":
Για τον ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο του Νεοέλληνα
Η «ελληνική νεωτερική ταυτότητα», όπως αποκαλείται από κάποιους ή η «ελληνική ψυχή», όπως αποκαλείται από άλλους, στην κυρίαρχη μορφή της χαρακτηρίζεται από μια αντιφατικότητα ( δεν μπορεί να μιλά βέβαια κανένας για ενιαία εθνική ταυτότητα, αφού αυτή συγκροτείται από διαφορετικές αλληλοσυμπληρούμενες και συχνά αντικρουόμενες συλλογικές αυτο-κατανοήσεις). Αυτή προέρχεται από τη συνύπαρξη «ανατολής-δύσης» και «βορρά-νότου» στον ιστορικό ελλαδικό χώρο: μεγάλη ευελιξία και φαντασία, αλλά και «κολλήματα» σε διάφορες πεποιθήσεις-παραδόσεις. Δεν υπακούει σε εμπόδια και εξωτερικούς περιορισμούς, αλλά τις περισσότερες φορές δέχεται τις «εσωτερικές αδυναμίες-αμαρτίες» της χωρίς προσπάθεια βελτίωσης. Τις εξωτερικές ετεροκαθορισμένες εξουσίες, τις αντιμετωπίζει συνήθως όχι ευθέως, αλλά ξεφεύγοντας «διά του πλαγίου τρόπου». Γενικά φαίνεται να είναι πολύ λίγο δεκτική στην εσωτερική και εξωτερική πειθάρχηση.
Η ελευθερία φαίνεται να είναι η υπέρτατη αξία της ελληνικής ταυτότητας και γι’ αυτό είναι κινητική και κοινωνικά διαπερατή, αλλά δεν μιλά εύκολα για τον «εαυτό» της. Ενώ δεν δέχεται εύκολα την κοινωνική ιεραρχία, μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της αρχηγό και «πρόεδρο» και ενδόμυχα το σκοπεύει σχεδόν πάντα. Θεμελιώδης, επίσης, αξία είναι «ο εαυτός», ενώ η εσωτερική ικανοποίηση έχει την πρωτοκαθεδρία - αγαπά τον εαυτό της και τους φίλους-συγγενείς (αλλά δύσκολα τους «ξένους» και τους άλλους). Και όταν ερωτεύεται, δεν το κάνει συνήθως ανιδιοτελώς.
Τα μεγάλης διάρκειας καλοκαίρια έχουν ως αποτέλεσμα μια «ξεγνοιασιά» του τραγουδιστή «τζίτζικα» και μια επιμήκυνση της στάσης της νιότης. Επακόλουθο είναι και μια συμπεριφορά που δεν χαρακτηρίζεται από την οικονομικότητα του νεωτερικού ανθρώπου - του homo oekonomicus. Λόγω ιστορικής συνείδησης, αντιλαμβάνεται το αστικό κράτος σαν «ξένο» προς την κοινωνία -Τουρκοκρατία, Βαυαροκρατία- ώστε φτάνει μέχρι του σημείου να μην πληρώνει φόρους προς αυτό[1]. Ιδιαίτερα μετά το συγκεντρωτικό κράτος που δημιουργήθηκε και το σταδιακό μαρασμό των κοινοτήτων, χάθηκε ένα μεγάλο κομμάτι διαφορετικών αφηγήσεων ζωής. Αν εξαιρέσουμε δύο μικρές σε διάρκεια στιγμές κοινωνικής αυτοθέσμισης (αυτοδιοικητικοί θεσμοί κατά την Εθνική Αντίσταση, πολιτική αυτονομία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου), η ελληνική κοινωνία δεν έχει να επιδείξει άλλα παραδείγματα αυτοοργάνωσης.
Δίνει τεράστια σημασία στην Παιδεία - όχι συνήθως για αυτoικανοποίηση αλλά για κοινωνική ανέλιξη. Είναι ταξιδεύτρια χωρίς λόγο, αλλά συνήθως χωρίς φρένα (χωρίς ταμπού). Αυτοπεριορίζεται μόνο στη βάση της δικής της κατανόησης και στη βάση της δικής της προσωπικής «θεωρίας για τη ζωή». Δύσκολα συντονίζεται με τις άλλες, και η αδυναμία της να συγκροτήσει «κοινότητα» είναι παροιμιώδης. Έχοντας κληρονομήσει ιστορικά τη θεατρικότητα από τους αρχαίους, παίζει συχνά εφήμερους και αντιφατικούς ρόλους, μεταξύ του ρόλου του «Ελληνάρα» και του «ραγιά». Τις τελευταίες δεκαετίες έχει μετατραπεί σε καταναλωτή του «δυτικού μοντέλου» με το ιδιοτελές «θέλω» για «σαβούρες» (ιδίως στις μικρές ηλικίες), αλλά νοσταλγεί και την ποιότητα του «καλαθιού της γιαγιάς από το χωριό»( οι μεγαλύτερες ηλικίες που είχαν την ευκαιρία να το γευθούν). Θαυμάζει τα «επιτεύγματα» της επιστήμης και τεχνολογίας, αλλά δεν δίνει αξία στο να τα επιδιώξει και η ίδια («σιγά μην ασχοληθώ»). Θέλει την «ανάπτυξη» και τα βολέματά της, αλλά η ίδια «ναυάγησε» στην προσπάθεια να την επιτύχει κ.λπ. κ.λπ.
Συμπερασματικά: Ακριβώς αυτή η αντιφατική φύση του «Νεοέλληνα» τον κάνει να παίρνει και αντιφατική θέση σε σχέση με τις προτάσεις για μετάβαση σε ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο. Ενώ στα λόγια μπορεί να αποδέχεται την αναγκαιότητα της μετάβασης, στην πράξη δεν είναι και πολύ διατεθειμένος να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες. Επειδή με τη σημερινή κρίση «ξεβολεύεται», μπορεί εύκολα να αντιστέκεται στη «φτωχοποίησή» του, αλλά δύσκολα αποφασίζει να κινηθεί προς καινούργια θετική κατεύθυνση. Κι αυτό χαρακτηρίζει την πλειονότητα, είτε πολιτικά αισθάνεται και δηλώνει «προοδευτικός-αριστερός» είτε «συντηρητικός-δεξιός».
Γενικά: Για να αλλάξει ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος που έχει διαμορφώσει σήμερα ο καπιταλισμός θα χρειαστεί να αλλάξουν οι κοινωνικοπολιτικές αξίες του. Να αλλάξει, όπως είπαμε ήδη, το αξιακό σύστημα. «Γιατί άλλο είναι η ζωή και άλλο αυτό που ζούμε» (ΓιάννηςΜακριδάκης). Να δώσουμε άλλο νόημα στη ζωή.
[1] Η οικονομική ελίτ, μάλιστα, ήταν πάντα κοσμοπολίτικη -καταγόμενη βασικά από τις παροικίες, πριν από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους- και δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, ούτε για τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, μεταφέροντας τα κέρδη της συνήθως στο εξωτερικό.
«Ο Σωστός Έλληνας Ψηφίζει την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ τα τελευταία 4 χρόνια και στο Σύνταγμα είναι με τους αγανακτισμένους κατά της
ΧΟΥΝΤΑΣ που κυβερνάει την χώρα. Πάντα ψηφίζει εγωκεντρικά και ποτέ για το γενικό συμφέρον.
Είναι κεντρώος σοσιαλιστής (ποτέ δεν ήταν των άκρων) αλλά εάν του πειράξεις την τσέπη μπορεί να ψηφίσει και την χρυσή αυγή.
Θέλει τους πολιτικούς τίμιους και καθαρούς με μόνη εξαίρεση τα ρουσφέτια να είναι για αυτόν και τους δικούς του.
Δεν θέλει να αποκτήσει και αυτός μια κατσίκα, αλλά θέλει να ψοφήσει αυτή που έχει ο γείτονας.
Ποτέ δεν του φτάνουν τα χρήματα για τα βασικά είδη ανάγκης, αλλά πάντα του περισσεύουν για τα είδη πολυτελείας!
Την Κυριακή πρωί κάνει τον σταυρό του στην εκκλησία το απόγευμα βρίζει τους πάντες και τα πάντα στο γήπεδο!
Κτίζει αυθαίρετα παντού (να έχει ένα κεραμίδι πάνω από το κεφάλι του, ένα όροφο για κάθε παιδί και ένα για ενοικίαση) και μετά δημιουργεί συλλόγους για να τα νομιμοποιήσει.
Γλύφει, δωροδοκεί και δωροδοκείται και μετά βρίζει το διεφθαρμένο κράτος.
Μόλις τον διορίσουν στο δημόσιο κάνει απεργίες, γιατί τα χρήματα που παίρνει
είναι λίγα.
Όποιο πόστο και να έχει στο δημόσιο ποτέ δεν είναι ο αρμόδιος και ποτέ δεν εξυπηρετεί αυθημερόν (περάστε αύριο).
Σαν δημόσιος υπάλληλος είναι ο μοναδικός εργαζόμενος που ενώ σχολάει στις δύο και μισή, στη μία και μισή βρίσκεται στο σπίτι του.
Πάντα προσέχει που βάζει την υπογραφή του, σπάνια όμως την ψ..ή του.
Για οποιοδήποτε θέμα συνεδριάζει επταμελής επιτροπή με τέσσερα άτομα και
αναβάλει την απόφαση για την επόμενη συνεδρίαση.
Έχει άποψη για όλα, είναι ειδικός σε όλα, και έχει για όλα μια παροιμία και μια μαντινάδα.
Η πιο αγαπημένη του ατάκα είναι το «ότι φάμε, ότι πιούμε και ότι
αρπάξει ο κώλος
Ζει από τις επιδοτήσεις.
Είναι αυτοδημιούργητος και τρέφει μεγάλη εκτίμηση για τον δημιουργό του. Παίρνει δάνεια (στεγαστικά, καταναλωτικά κ.λ.π.) και μετά διαμαρτύρεται για τα υψηλά επιτόκια.
Έχει αυτοκίνητο που κοστίζει πάνω από 60.000 € αλλά δεν έχει να
βάλει βενζίνη!
Κορνάρει πριν ανάψει το πράσινο.
Όταν το φανάρι είναι πορτοκαλί αναπτύσσει ταχύτητα.
Όποιος οδηγεί πιο αργά από αυτόν είναι ηλίθιος, ενώ όποιος οδηγεί πιο γρήγορα είναι τρελός.
Πάει στο περίπτερο για τσιγάρα με το αυτοκίνητο αλλά τρέχει και πάνω στο διάδρομο του γυμναστηρίου της γειτονιάς, γιατί αυτόν που έχει στο σπίτι τον έχει κάνει κρεμάστρα.
Όταν τον γράψουν για παράνομο παρκάρισμα διαμαρτύρεται γιατί δεν γράψανε τους διπλανούς και μετά ψάχνει πως θα μπορέσει να σβήσει την κλήση.
Βρίζει τους αστυνομικούς, όταν κάνουν και όταν δεν κάνουν τη δουλειά τους.
Δεν θέλει να πάει φαντάρος αλλά μετά θα αποκτήσει εκεί τους καλύτερους φίλους και πάντα θα μιλάει με νοσταλγία για τον στρατό.
Του παρέχεται δωρεάν υγεία και παιδεία αλλά πάντα δίνει φακελάκι στο γιατρό και πάντα πληρώνει για να κάνει το παιδί του ιδιαίτερα μαθήματα(συνήθως με τους καθηγητές του σχολείου).
Πάει στο σχολείο και στο φροντιστήριο, όχι για να ξεστραβωθεί και να μάθει πέντε πράγματα, αλλά για να περάσει στο πανεπιστήμιο.
Ποστάρει στο twitter: ΡΕΕ ΣΗΚΩΘΕΙΤΕ ΕΠΙΤΕΛΟΥΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΚΑΝΑΠΕΔΕΣ, από τον καναπέ του σπιτιού του.
Δεν κόβει αποδείξεις, δεν πληρώνει Φ.Π.Α., κρύβει έσοδα από την εφορεία και φωνάζει γιατί το κράτος τον κλέβει.
Ο δικός του γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, μάστορας, κρεοπώλης, κ.λ.π.
είναι πάντα ο καλύτερος .
Τα παιδιά του είναι τα πιο έξυπνα και τα πιο χαριτωμένα.
Είναι ο καλύτερος οδηγός και κάνει και το καλύτερο σεξ όχι απαραίτητα με την γυναίκα του.
Είναι πολύ καλός εραστής γιατί εξασκείται πολύ μόνος του.
Αντί ονόματος χρησιμοποιεί το «ρε μαλάκα».
Απατά την γυναίκα του, αλλά πεθαίνει με την εντύπωση πώς αυτή του ήταν πάντα πιστή. (Δεν βγαίνει ούτε αριθμητικά). Συγνώμη αν σας έβαλα σε υποψίες. Έχει την γυναίκα του πάνω από όλα. Όλες τις άλλες από κάτω.
Πιστεύει ότι η μετριοφροσύνη είναι μια από τις επτά χιλιάδες αρετές του.
Θέλει να πάει στο παράδεισο αλλά χωρίς να πεθάνει.
Ακούει μόνο αυτά που καταλαβαίνει.
Χειροκροτεί τον πιλότο όταν προσγειωθεί!
Για όλα φταίνε οι άλλοι. Το κράτος, το σύστημα, η κυβέρνηση τα
κόμματα, ο γείτονας. Αυτός κάνει ότι μπορεί.
Σκέφτεται πώς να αλλάξει τον κόσμο αλλά ποτέ τον εαυτό του.
Τα λάθη του τα ονομάζει εμπειρίες.
Πιστεύει ότι είναι απόγονος των αρχαίων Ελλήνων και για το λόγο αυτό έχει
ξεπληρώσει το χρέος του προς την ανθρωπότητα και με το παραπάνω.
Δεν έκανε ποτέ επεκτατικούς πολέμους, όχι γιατί δεν μπορούσε, αλλά γιατί ήταν πάντα φιλειρηνικός. (Ο Μέγας Αλέξανδρος έκανε εκπολιτιστικούς πολέμους.)
Ονειρεύεται να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη (πάλι με χρόνια με καιρούς ……) αλλά δεν έχει σκεφτεί ποτέ πως ένας λαός δέκα εκατομμυρίων θα κατοικίσει μια πόλη δεκατριών εκατομμυρίων.
Μπορεί οι Ευρωπαίοι να έχουν πολιτιστικά ενδιαφέροντα αλλά αυτός έχει παγωμένο φραπέ.
Πίνει τον καφέ espresso σε δύο ώρες.
Όταν καταφέρει να ξεκλέψει λίγο χρόνο από την δουλειά του για ένα καφέ, διερωτάται τι δουλειά κάνουν όλοι αυτοί που κάθονται στις καφετέριες.
Αν στο δρόμο φωνάξεις «Πρόεδρε» οι επτά στους δέκα θα γυρίσουν.
Θέλει να γίνει ή δημόσιος υπάλληλος ή ελεύθερος επαγγελματίας.
Είναι άνεργος, αλλά είναι αφεντικό του εαυτού του.
Φωνάζει γιατί του παίρνουν τις θέσεις εργασίας οι ξένοι αλλά το Έλληνας οικοδόμος και Ελληνίδα καθαρίστρια έχουν γίνει σύντομα ανέκδοτα.
Πιστεύει στο «πας μη Έλλην, βάρβαρος» γιατί αυτός δεν είναι ρατσιστής, αυτοί είναι μαύροι.
Έχει διαβάσει τόσα πολλά για το κάπνισμα και το ποτό που αποφάσισε να
κόψει το διάβασμα.
Πάντα όταν συζητά για δίαιτα κάθεται σε ένα τραπέζι και τρώει.
Στο εστιατόριο πάντα παραγγέλνει περισσότερα από αυτά που θα καταναλώσει.(Αυτά που θα περισσέψουν θα τα πάρει για το σκυλάκι).
Τρώει του σκασμού αλλά πίνει coca cola light.
Αλλάζει το κανάλι όταν δείχνει τα παιδιά στην Αφρική να πεθαίνουν από ασιτία, γιατί του κόβεται η όρεξη.
Είναι φιλόξενος αλλά μόνο για ορισμένους ξένους.
Το χωριό του είναι το κέντρο του κόσμου. Πιστεύει ότι η χώρα του είναι η ομορφότερη του κόσμου και γι’ αυτό την διάλεξαν για σπίτι τους οι δώδεκα θεοί του Ολύμπου.
Ευτυχώς που υπάρχει και η τελευταία στιγμή, αλλιώς τίποτα δε θα γινόταν. Γενικά δεν ξέρει τι θέλει αλλά και δε θα ησυχάσει ποτέ αν δεν το αποκτήσει.
Η δυστυχία αυτού του τόπου είναι ότι οι ηλίθιοι είναι γεμάτοι αυτοπεποίθηση, ενώ οι έξυπνοι γεμάτοι αμφιβολίες».
Και για να σοβαρευτούμε διαβάστε για τον ανθρωπολογικό τύπο του Έλληνα από το βιβλίο μας "Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης τοπικοποίησης":
Για τον ιδιαίτερο ανθρωπολογικό τύπο του Νεοέλληνα
Η «ελληνική νεωτερική ταυτότητα», όπως αποκαλείται από κάποιους ή η «ελληνική ψυχή», όπως αποκαλείται από άλλους, στην κυρίαρχη μορφή της χαρακτηρίζεται από μια αντιφατικότητα ( δεν μπορεί να μιλά βέβαια κανένας για ενιαία εθνική ταυτότητα, αφού αυτή συγκροτείται από διαφορετικές αλληλοσυμπληρούμενες και συχνά αντικρουόμενες συλλογικές αυτο-κατανοήσεις). Αυτή προέρχεται από τη συνύπαρξη «ανατολής-δύσης» και «βορρά-νότου» στον ιστορικό ελλαδικό χώρο: μεγάλη ευελιξία και φαντασία, αλλά και «κολλήματα» σε διάφορες πεποιθήσεις-παραδόσεις. Δεν υπακούει σε εμπόδια και εξωτερικούς περιορισμούς, αλλά τις περισσότερες φορές δέχεται τις «εσωτερικές αδυναμίες-αμαρτίες» της χωρίς προσπάθεια βελτίωσης. Τις εξωτερικές ετεροκαθορισμένες εξουσίες, τις αντιμετωπίζει συνήθως όχι ευθέως, αλλά ξεφεύγοντας «διά του πλαγίου τρόπου». Γενικά φαίνεται να είναι πολύ λίγο δεκτική στην εσωτερική και εξωτερική πειθάρχηση.
Η ελευθερία φαίνεται να είναι η υπέρτατη αξία της ελληνικής ταυτότητας και γι’ αυτό είναι κινητική και κοινωνικά διαπερατή, αλλά δεν μιλά εύκολα για τον «εαυτό» της. Ενώ δεν δέχεται εύκολα την κοινωνική ιεραρχία, μπορεί να φανταστεί τον εαυτό της αρχηγό και «πρόεδρο» και ενδόμυχα το σκοπεύει σχεδόν πάντα. Θεμελιώδης, επίσης, αξία είναι «ο εαυτός», ενώ η εσωτερική ικανοποίηση έχει την πρωτοκαθεδρία - αγαπά τον εαυτό της και τους φίλους-συγγενείς (αλλά δύσκολα τους «ξένους» και τους άλλους). Και όταν ερωτεύεται, δεν το κάνει συνήθως ανιδιοτελώς.
Τα μεγάλης διάρκειας καλοκαίρια έχουν ως αποτέλεσμα μια «ξεγνοιασιά» του τραγουδιστή «τζίτζικα» και μια επιμήκυνση της στάσης της νιότης. Επακόλουθο είναι και μια συμπεριφορά που δεν χαρακτηρίζεται από την οικονομικότητα του νεωτερικού ανθρώπου - του homo oekonomicus. Λόγω ιστορικής συνείδησης, αντιλαμβάνεται το αστικό κράτος σαν «ξένο» προς την κοινωνία -Τουρκοκρατία, Βαυαροκρατία- ώστε φτάνει μέχρι του σημείου να μην πληρώνει φόρους προς αυτό[1]. Ιδιαίτερα μετά το συγκεντρωτικό κράτος που δημιουργήθηκε και το σταδιακό μαρασμό των κοινοτήτων, χάθηκε ένα μεγάλο κομμάτι διαφορετικών αφηγήσεων ζωής. Αν εξαιρέσουμε δύο μικρές σε διάρκεια στιγμές κοινωνικής αυτοθέσμισης (αυτοδιοικητικοί θεσμοί κατά την Εθνική Αντίσταση, πολιτική αυτονομία στην εξέγερση του Πολυτεχνείου), η ελληνική κοινωνία δεν έχει να επιδείξει άλλα παραδείγματα αυτοοργάνωσης.
Δίνει τεράστια σημασία στην Παιδεία - όχι συνήθως για αυτoικανοποίηση αλλά για κοινωνική ανέλιξη. Είναι ταξιδεύτρια χωρίς λόγο, αλλά συνήθως χωρίς φρένα (χωρίς ταμπού). Αυτοπεριορίζεται μόνο στη βάση της δικής της κατανόησης και στη βάση της δικής της προσωπικής «θεωρίας για τη ζωή». Δύσκολα συντονίζεται με τις άλλες, και η αδυναμία της να συγκροτήσει «κοινότητα» είναι παροιμιώδης. Έχοντας κληρονομήσει ιστορικά τη θεατρικότητα από τους αρχαίους, παίζει συχνά εφήμερους και αντιφατικούς ρόλους, μεταξύ του ρόλου του «Ελληνάρα» και του «ραγιά». Τις τελευταίες δεκαετίες έχει μετατραπεί σε καταναλωτή του «δυτικού μοντέλου» με το ιδιοτελές «θέλω» για «σαβούρες» (ιδίως στις μικρές ηλικίες), αλλά νοσταλγεί και την ποιότητα του «καλαθιού της γιαγιάς από το χωριό»( οι μεγαλύτερες ηλικίες που είχαν την ευκαιρία να το γευθούν). Θαυμάζει τα «επιτεύγματα» της επιστήμης και τεχνολογίας, αλλά δεν δίνει αξία στο να τα επιδιώξει και η ίδια («σιγά μην ασχοληθώ»). Θέλει την «ανάπτυξη» και τα βολέματά της, αλλά η ίδια «ναυάγησε» στην προσπάθεια να την επιτύχει κ.λπ. κ.λπ.
Συμπερασματικά: Ακριβώς αυτή η αντιφατική φύση του «Νεοέλληνα» τον κάνει να παίρνει και αντιφατική θέση σε σχέση με τις προτάσεις για μετάβαση σε ένα νέο πολιτισμικό πρότυπο. Ενώ στα λόγια μπορεί να αποδέχεται την αναγκαιότητα της μετάβασης, στην πράξη δεν είναι και πολύ διατεθειμένος να αναλάβει ο ίδιος πρωτοβουλίες. Επειδή με τη σημερινή κρίση «ξεβολεύεται», μπορεί εύκολα να αντιστέκεται στη «φτωχοποίησή» του, αλλά δύσκολα αποφασίζει να κινηθεί προς καινούργια θετική κατεύθυνση. Κι αυτό χαρακτηρίζει την πλειονότητα, είτε πολιτικά αισθάνεται και δηλώνει «προοδευτικός-αριστερός» είτε «συντηρητικός-δεξιός».
Γενικά: Για να αλλάξει ο κυρίαρχος ανθρωπολογικός τύπος που έχει διαμορφώσει σήμερα ο καπιταλισμός θα χρειαστεί να αλλάξουν οι κοινωνικοπολιτικές αξίες του. Να αλλάξει, όπως είπαμε ήδη, το αξιακό σύστημα. «Γιατί άλλο είναι η ζωή και άλλο αυτό που ζούμε» (ΓιάννηςΜακριδάκης). Να δώσουμε άλλο νόημα στη ζωή.
[1] Η οικονομική ελίτ, μάλιστα, ήταν πάντα κοσμοπολίτικη -καταγόμενη βασικά από τις παροικίες, πριν από τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους- και δεν ενδιαφέρθηκε ούτε για τη λειτουργία των κρατικών μηχανισμών, ούτε για τον κοινωνικό τους χαρακτήρα, μεταφέροντας τα κέρδη της συνήθως στο εξωτερικό.