Στο προφητικό βιβλίο για τις ρίζες της παρακμής του δυτικού πολιτισμού, «ο Παπαλάγκι», που σημαίνει ο δυτικός άνθρωπος, καταγράφεται η μαρτυρία του «άγριου» φύλαρχου Τουιαβίι από το νησί Τιαβέα του νότιου ειρηνικού για τον τρόπο ζωής του λευκού ανθρώπου, μετά από την επίσκεψή του στην Ευρώπη. «Ο Παπαλάγκι είναι φτωχός γιατί τον εξουσιάζει το πράγμα… όποιος έχει λίγα πράγματα θεωρεί τον εαυτό του φτωχό και πενθεί… Γι’ αυτό και τα πρόσωπα των λευκών είναι συχνά θλιμμένα… ελάχιστοι απ’ αυτούς βρίσκουν χρόνο να δουν τα πράγματα του μεγάλου πνεύματος, να παίξουν στην πλατεία του χωριού, να χορέψουν και να τραγουδήσουν… Άκουσα κάποιον απ’ αυτούς να λέει για μας ότι πρέπει να τους επιβάλλουμε ανάγκες… δηλαδή πράγματα… να φτιάξουμε πράγματα για μας, αλλά πρώτα απ’ όλα για τον Παπαλάγκι. Να γίνουμε κι εμείς κουρασμένοι, γκρίζοι και σκυφτοί.»
Ένα μεγάλο ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι μας βομβαρδίζει εσχάτως με το σλόγκαν «τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα». Τι ειρωνεία αυτό να λέγεται από το κατεξοχήν μέσο δημιουργίας και επιβολής αναγκών. Κι όμως για το δυτικό πολιτισμό τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι πράγματα και μάλιστα προγραμματισμένης βραχυβιότητας, για να συντηρείται η οικονομία της ανάπτυξης και το ανθρωπολογικό τέρας που της αντιστοιχεί, το οποίο καταναλώνει για να υπάρχει (Ζ. Μπάουμαν, Α. Γκορζ). Στην οροφή ενός πυροσβεστικού σταθμού, στο Λάιβερμορ της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, ανάβει μια λάμπα συνεχώς από το 1901 μέχρι σήμερα. Το καρτέλ των εταιρειών παραγωγής λαμπτήρων ορθώς προέβλεψε ότι η καρδιά του καπιταλισμού δεν είναι μόνο η αέναη δημιουργία νέων αναγκών αλλά και η δημιουργική καταστροφή τους, η προγραμματισμένη δηλαδή απαξίωση των προϊόντων που αντιστοιχούν στις νέες ανάγκες. Σε μια μυστική συνάντηση του καρτέλ στη Γενεύη το 1924 αποφασίστηκε ότι ο λαμπτήρας αυτός ήταν ένα επιστημονικό ατύχημα και γι’ αυτό καθόρισε και επέβαλλε στις εταιρείες παραγωγής λαμπτήρων ότι η μέση διάρκειά τους δεν πρέπει να ξεπερνά τις χίλιες ώρες. Η προγραμματισμένη βραχυβιότητα, η ημερομηνία λήξης των προϊόντων, είναι ένας από τους πυρήνες κάθε επιχειρησιακής στρατηγικής που σέβεται τον εαυτό της. Ταυτόχρονα ο καταναλωτής, το εξαντικειμενοποιημένο υποκείμενο της μοντέρνας κοινωνίας, απαξιώνει την ανθεκτικότητα ως κάτι ξεπερασμένο, ορίζει την υπόστασή του από τον αριθμό των απορριμμάτων του, από τον αριθμό των ξεπερασμένων που επέρριψε στον κάλαθο των αχρήστων ή ανακύκλωσε για να έχει ήσυχη την οικολογική του συνείδηση.
Τι είναι όμως οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες; Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα όλο το πολιτικό και επιστημονικό προσωπικό της νεωτερικότητας (φιλελεύθερο και αριστερό) δίνει την ίδια απάντηση: είναι απεριόριστες. Και όχι μόνο είναι απεριόριστες αλλά κάθε προσπάθεια περιορισμού τους είναι ταυτόσημη με την περιστολή της ελευθερίας του ατόμου. Όταν το δικαίωμα στην απεριόριστη ατομική επιθυμία ταυτίζεται με την ελεύθερη βούληση τότε το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα. Κάθε περιορισμός των αναγκών είναι χειραγώγηση της ελεύθερης βούλησης ή όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Δουζίνας «καλό είναι να ακολουθείς τις επιθυμίες σου και κακό να τις εμποδίζεις». Στην καρδιά της νεωτερικότητας βρίσκεται το αυτοαναφορικό και ιδιοτελές άτομο, που θεωρεί παλιομοδίτικη την αγωνία για την αναζήτηση του κοινού καλού και πρόοδο τον ηδονιστικό καταναλωτισμό. Όταν οι ανάγκες δεν θεωρούνται ότι είναι φυσικές αλλά ιστορικές, τότε εύλογα είναι μεταβαλλόμενες, απεριόριστες και ακόρεστες. Γι’ αυτό άλλωστε σύμφωνα με τον φιλελευθερισμό πρόοδος είναι να ενεργοποιήσουμε το προσωπικό συμφέρον για την ικανοποίηση των επιθυμιών μέσω της αγοράς και για την αριστερά πρόοδος είναι η χωρίς ταξικούς φραγμούς ικανοποίηση των απεριόριστων επιθυμιών.
Το ζήτημα βέβαια δεν είναι μόνο ότι σ’ ένα πεπερασμένο πλανήτη δεν είναι δυνατόν να επιδιώκουμε, χωρίς την καταστροφή του, την απεριόριστη επέκταση των αγαθών και των αναγκών, αλλά και ότι η ικανοποίηση των ακόρεστων προσωπικών αναγκών ή ο εκδημοκρατισμός της καταναλωτικής βουλιμίας, το δικαίωμα δηλαδή των φτωχών στρωμάτων στην καταναλωτική φρενίτιδα, οδηγούν σε ένα και το αυτό αποτέλεσμα: στην έκπτωση της ανθρωπινότητας, στην ταύτισή της με τα εμπορεύματα. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κατασκευαστής εργαλείων και προϊόντων (homo Faber) αλλά και κατασκευαστής αναγκών. Και αυτή η δεύτερη ιδιότητά του εκπτωχεύει την ανθρωπινότητά του. Γι’ αυτό η νοηματοδότηση της ζωής είτε θα δοθεί μέσω του ατομοκεντρικού μοντέλου και του καταναλωτισμού (καταναλώνω άρα υπάρχω), είτε μέσω της επιδίωξης μιας κοινωνίας λιτής αφθονίας (λιγότερα είναι καλύτερα) και αλληλεγγύης. Το ζήτημα των αναγκών είναι η μάχη των μαχών.
Χάρης Ναξάκης
Καθηγητής ΤΕΙ Ηπείρου, συγγραφέας
charisnax@yahoo.gr
Ένα μεγάλο ελληνικό τηλεοπτικό κανάλι μας βομβαρδίζει εσχάτως με το σλόγκαν «τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή δεν είναι πράγματα». Τι ειρωνεία αυτό να λέγεται από το κατεξοχήν μέσο δημιουργίας και επιβολής αναγκών. Κι όμως για το δυτικό πολιτισμό τα ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι πράγματα και μάλιστα προγραμματισμένης βραχυβιότητας, για να συντηρείται η οικονομία της ανάπτυξης και το ανθρωπολογικό τέρας που της αντιστοιχεί, το οποίο καταναλώνει για να υπάρχει (Ζ. Μπάουμαν, Α. Γκορζ). Στην οροφή ενός πυροσβεστικού σταθμού, στο Λάιβερμορ της Καλιφόρνιας των ΗΠΑ, ανάβει μια λάμπα συνεχώς από το 1901 μέχρι σήμερα. Το καρτέλ των εταιρειών παραγωγής λαμπτήρων ορθώς προέβλεψε ότι η καρδιά του καπιταλισμού δεν είναι μόνο η αέναη δημιουργία νέων αναγκών αλλά και η δημιουργική καταστροφή τους, η προγραμματισμένη δηλαδή απαξίωση των προϊόντων που αντιστοιχούν στις νέες ανάγκες. Σε μια μυστική συνάντηση του καρτέλ στη Γενεύη το 1924 αποφασίστηκε ότι ο λαμπτήρας αυτός ήταν ένα επιστημονικό ατύχημα και γι’ αυτό καθόρισε και επέβαλλε στις εταιρείες παραγωγής λαμπτήρων ότι η μέση διάρκειά τους δεν πρέπει να ξεπερνά τις χίλιες ώρες. Η προγραμματισμένη βραχυβιότητα, η ημερομηνία λήξης των προϊόντων, είναι ένας από τους πυρήνες κάθε επιχειρησιακής στρατηγικής που σέβεται τον εαυτό της. Ταυτόχρονα ο καταναλωτής, το εξαντικειμενοποιημένο υποκείμενο της μοντέρνας κοινωνίας, απαξιώνει την ανθεκτικότητα ως κάτι ξεπερασμένο, ορίζει την υπόστασή του από τον αριθμό των απορριμμάτων του, από τον αριθμό των ξεπερασμένων που επέρριψε στον κάλαθο των αχρήστων ή ανακύκλωσε για να έχει ήσυχη την οικολογική του συνείδηση.
Τι είναι όμως οι ανθρώπινες ανάγκες, οι επιθυμίες; Στο κρίσιμο αυτό ζήτημα όλο το πολιτικό και επιστημονικό προσωπικό της νεωτερικότητας (φιλελεύθερο και αριστερό) δίνει την ίδια απάντηση: είναι απεριόριστες. Και όχι μόνο είναι απεριόριστες αλλά κάθε προσπάθεια περιορισμού τους είναι ταυτόσημη με την περιστολή της ελευθερίας του ατόμου. Όταν το δικαίωμα στην απεριόριστη ατομική επιθυμία ταυτίζεται με την ελεύθερη βούληση τότε το συμπέρασμα βγαίνει αβίαστα. Κάθε περιορισμός των αναγκών είναι χειραγώγηση της ελεύθερης βούλησης ή όπως σωστά επισημαίνει ο Κ. Δουζίνας «καλό είναι να ακολουθείς τις επιθυμίες σου και κακό να τις εμποδίζεις». Στην καρδιά της νεωτερικότητας βρίσκεται το αυτοαναφορικό και ιδιοτελές άτομο, που θεωρεί παλιομοδίτικη την αγωνία για την αναζήτηση του κοινού καλού και πρόοδο τον ηδονιστικό καταναλωτισμό. Όταν οι ανάγκες δεν θεωρούνται ότι είναι φυσικές αλλά ιστορικές, τότε εύλογα είναι μεταβαλλόμενες, απεριόριστες και ακόρεστες. Γι’ αυτό άλλωστε σύμφωνα με τον φιλελευθερισμό πρόοδος είναι να ενεργοποιήσουμε το προσωπικό συμφέρον για την ικανοποίηση των επιθυμιών μέσω της αγοράς και για την αριστερά πρόοδος είναι η χωρίς ταξικούς φραγμούς ικανοποίηση των απεριόριστων επιθυμιών.
Το ζήτημα βέβαια δεν είναι μόνο ότι σ’ ένα πεπερασμένο πλανήτη δεν είναι δυνατόν να επιδιώκουμε, χωρίς την καταστροφή του, την απεριόριστη επέκταση των αγαθών και των αναγκών, αλλά και ότι η ικανοποίηση των ακόρεστων προσωπικών αναγκών ή ο εκδημοκρατισμός της καταναλωτικής βουλιμίας, το δικαίωμα δηλαδή των φτωχών στρωμάτων στην καταναλωτική φρενίτιδα, οδηγούν σε ένα και το αυτό αποτέλεσμα: στην έκπτωση της ανθρωπινότητας, στην ταύτισή της με τα εμπορεύματα. Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο κατασκευαστής εργαλείων και προϊόντων (homo Faber) αλλά και κατασκευαστής αναγκών. Και αυτή η δεύτερη ιδιότητά του εκπτωχεύει την ανθρωπινότητά του. Γι’ αυτό η νοηματοδότηση της ζωής είτε θα δοθεί μέσω του ατομοκεντρικού μοντέλου και του καταναλωτισμού (καταναλώνω άρα υπάρχω), είτε μέσω της επιδίωξης μιας κοινωνίας λιτής αφθονίας (λιγότερα είναι καλύτερα) και αλληλεγγύης. Το ζήτημα των αναγκών είναι η μάχη των μαχών.
Χάρης Ναξάκης
Καθηγητής ΤΕΙ Ηπείρου, συγγραφέας
charisnax@yahoo.gr