του Αποστόλη Σέληνα
Μέσα στον κόσμο που ζούμε, αυτό που ορίζεται ως “επιχείρηση” και ως συνεργασία έχει μια ποικιλία εκδοχών, όπως οικογενειακή επιχείρηση, ατομική, συνεταιριστική ή μετοχική, αλλά στηρίζεται κατά κανόνα στην ίδια αντίληψη επιχειρηματικότητας.
Η αντίληψη αυτή είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκόμιση κερδών, με την όσο το δυνατόν μικρότερη προσπάθεια (το εύκολο και γρήγορο χρήμα).
Από τη μία υπάρχει η τάση για συσσώρευση κερδών που είναι αναγκαία για την επανακεφαλαιοποίηση, ισχυροποίηση και επέκταση της επιχείρησης μέσα σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον αγοράς και από την άλλη αυτή η αντίληψη της επιχειρηματικότητας ορίζει και την δυνατότητα πρόσβασης σε καινοτόμα προϊόντα μιας εξελισσόμενης αγοράς, όπως ορίζεται από το lifestyle και το marketing.
Εδώ η επιχείρηση δεν είναι απλά μια μονάδα υπερπαραγωγής προϊόντων, αλλά πρέπει διαρκώς να εκσυγχρονίζεται, είτε δανειζόμενη είτε επανακεφαλαιοποιώντας τα κέρδη της, για να μπορούν τα παραγόμενα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά.
Για να επιτευχθεί το παραπάνω, η επιχείρηση χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα που έχουν σχέση με τους παράγοντες: άνθρωπος, φύση, κοινωνία.
Εδώ αυτοί οι παράγοντες γίνονται αγοραίο αγαθό ή εμπόρευμα, δηλαδή χάνουν την φυσική, οικολογική, ιδεολογική, ηθική, πραγματική αξία τους.
Η υφαρπαγή, η καταλήστευση, η εκμετάλλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις, των φυσικών πόρων, των οικονομικών πόρων καθώς και των συνειδήσεων των ‘καταναλωτών’, εκτός από κοινωνική πραγματικότητα γίνονται σταδιακά κοινωνική αποδοχή και αξία.
Σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε έχει κυριαρχήσει το παγκόσμιο σύστημα αξιών του καπιταλισμού (capital=κεφάλαιο) και ο άνθρωπος έχει χάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την πραγματική και ουσιαστική σχέση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους γύρω του. Αλλά κυρίως έχει χάσει τη σχέση του με το φυσικό και τοπικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ‘ανήκει’ και ζει.
Εκτός των άλλων, ενώ νομίζει ότι είναι ελεύθερος να παράγει αυτό που θέλει και με τον τρόπο που θέλει, εν δυνάμει να αγοράσει και να πουλήσει ό,τι θέλει και γενικά να έχει πρόσβαση σε ό,τι θέλει (μιλάμε πάντα για αναπτυγμένες χώρες όπως η δική μας), δεν έχει καταλάβει ότι η ζωή και η επιχειρηματική του δράση είναι προσδιορισμένες και εξαρτημένες από μεγάλα πολυεθνικά κέντρα που κατευθύνουν και αλλάζουν τους κανόνες της αγοράς, χωρίς την ενσυνείδητη θέληση του.
Στη Γεωργία για παράδειγμα, το γενετικό υλικό και η παγκόσμια σπορο-παραγωγή κυριαρχείται κατά 70% από πέντε-έξι τεράστιους πολυεθνικούς κολοσσούς (Novartis-Syngenta-Monsanto-Bayer-DuPont-Pioneer).
Οι μισές από αυτές κυριαρχούν στον τομέα των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη Γεωργία και στην Ιατρική.
Έτσι ο Αγρότης έχει χάσει την ικανότητα να διαμορφώνει αυτός τη σχέση του με τη ΓΗ, τα φυτά και τους ανθρώπους που απολαμβάνουν τα προϊόντα του.
Έχει αποξενωθεί τελείως από το αντικείμενό του και έχει μεταβληθεί απλώς σε ένα μέσο υπερ-συσσώρευσης των κερδών των πολυεθνικών, καθώς έχει μετατραπεί σε μέσον της κυριαρχίας τους στην ύπαιθρο, στη φύση και στην αγροτο-διατροφική αλυσίδα.
Επίσης με τον έλεγχο της αγροτικής ζωής από τις εταιρείες , η τροφή χάνει την ουσία της και τη σημασία της ως ένα φυσικό, τοπικό, οικολογικό και πολιτισμικό προϊόν ιδιαίτερης αξίας.
Η τροφή όπως και η ζωή μέσα από την επέλαση μιας πανομοιότυπης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας ομογενοποιείται, υποβαθμίζεται και γίνεται μονοδιάστατη (μπορεί το ίδιο υβρίδιο πεπονιού να καλλιεργείται με τον ίδιο τρόπο στην Κίνα και στην Ελλάδα).
Έτσι η τροφή χάνει την ποιοτική, φυσική και οικολογική αξία που της προσδίδει η κάθε τοπική ποικιλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στον πέρασμα των χρόνων και ικανοποίησε τις ανάγκες επιβίωσης των τοπικών κοινωνιών που την παρήγαγαν.
Παράλληλα με την παραδοσιακή γεωργία χάνεται μαζί της και ένας ολόκληρος κύκλος τεχνικών, γνώσεων και εργασιών, που διαμόρφωναν και συγκροτούσαν την κοινωνική και οικονομική ζωή της υπαίθρου.
Μέσα στον κόσμο που ζούμε, αυτό που ορίζεται ως “επιχείρηση” και ως συνεργασία έχει μια ποικιλία εκδοχών, όπως οικογενειακή επιχείρηση, ατομική, συνεταιριστική ή μετοχική, αλλά στηρίζεται κατά κανόνα στην ίδια αντίληψη επιχειρηματικότητας.
Η αντίληψη αυτή είναι η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποκόμιση κερδών, με την όσο το δυνατόν μικρότερη προσπάθεια (το εύκολο και γρήγορο χρήμα).
Από τη μία υπάρχει η τάση για συσσώρευση κερδών που είναι αναγκαία για την επανακεφαλαιοποίηση, ισχυροποίηση και επέκταση της επιχείρησης μέσα σε ένα έντονα ανταγωνιστικό περιβάλλον αγοράς και από την άλλη αυτή η αντίληψη της επιχειρηματικότητας ορίζει και την δυνατότητα πρόσβασης σε καινοτόμα προϊόντα μιας εξελισσόμενης αγοράς, όπως ορίζεται από το lifestyle και το marketing.
Εδώ η επιχείρηση δεν είναι απλά μια μονάδα υπερπαραγωγής προϊόντων, αλλά πρέπει διαρκώς να εκσυγχρονίζεται, είτε δανειζόμενη είτε επανακεφαλαιοποιώντας τα κέρδη της, για να μπορούν τα παραγόμενα προϊόντα να είναι ανταγωνιστικά.
Για να επιτευχθεί το παραπάνω, η επιχείρηση χρησιμοποιεί θεμιτά και αθέμιτα μέσα που έχουν σχέση με τους παράγοντες: άνθρωπος, φύση, κοινωνία.
Εδώ αυτοί οι παράγοντες γίνονται αγοραίο αγαθό ή εμπόρευμα, δηλαδή χάνουν την φυσική, οικολογική, ιδεολογική, ηθική, πραγματική αξία τους.
Η υφαρπαγή, η καταλήστευση, η εκμετάλλευση των εργαζομένων στις επιχειρήσεις, των φυσικών πόρων, των οικονομικών πόρων καθώς και των συνειδήσεων των ‘καταναλωτών’, εκτός από κοινωνική πραγματικότητα γίνονται σταδιακά κοινωνική αποδοχή και αξία.
Σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε έχει κυριαρχήσει το παγκόσμιο σύστημα αξιών του καπιταλισμού (capital=κεφάλαιο) και ο άνθρωπος έχει χάσει σε πολύ μεγάλο βαθμό την πραγματική και ουσιαστική σχέση τόσο με τον εαυτό του όσο και με τους γύρω του. Αλλά κυρίως έχει χάσει τη σχέση του με το φυσικό και τοπικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ‘ανήκει’ και ζει.
Εκτός των άλλων, ενώ νομίζει ότι είναι ελεύθερος να παράγει αυτό που θέλει και με τον τρόπο που θέλει, εν δυνάμει να αγοράσει και να πουλήσει ό,τι θέλει και γενικά να έχει πρόσβαση σε ό,τι θέλει (μιλάμε πάντα για αναπτυγμένες χώρες όπως η δική μας), δεν έχει καταλάβει ότι η ζωή και η επιχειρηματική του δράση είναι προσδιορισμένες και εξαρτημένες από μεγάλα πολυεθνικά κέντρα που κατευθύνουν και αλλάζουν τους κανόνες της αγοράς, χωρίς την ενσυνείδητη θέληση του.
Στη Γεωργία για παράδειγμα, το γενετικό υλικό και η παγκόσμια σπορο-παραγωγή κυριαρχείται κατά 70% από πέντε-έξι τεράστιους πολυεθνικούς κολοσσούς (Novartis-Syngenta-Monsanto-Bayer-DuPont-Pioneer).
Οι μισές από αυτές κυριαρχούν στον τομέα των φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στη Γεωργία και στην Ιατρική.
Έτσι ο Αγρότης έχει χάσει την ικανότητα να διαμορφώνει αυτός τη σχέση του με τη ΓΗ, τα φυτά και τους ανθρώπους που απολαμβάνουν τα προϊόντα του.
Έχει αποξενωθεί τελείως από το αντικείμενό του και έχει μεταβληθεί απλώς σε ένα μέσο υπερ-συσσώρευσης των κερδών των πολυεθνικών, καθώς έχει μετατραπεί σε μέσον της κυριαρχίας τους στην ύπαιθρο, στη φύση και στην αγροτο-διατροφική αλυσίδα.
Επίσης με τον έλεγχο της αγροτικής ζωής από τις εταιρείες , η τροφή χάνει την ουσία της και τη σημασία της ως ένα φυσικό, τοπικό, οικολογικό και πολιτισμικό προϊόν ιδιαίτερης αξίας.
Η τροφή όπως και η ζωή μέσα από την επέλαση μιας πανομοιότυπης τεχνολογίας και τεχνογνωσίας ομογενοποιείται, υποβαθμίζεται και γίνεται μονοδιάστατη (μπορεί το ίδιο υβρίδιο πεπονιού να καλλιεργείται με τον ίδιο τρόπο στην Κίνα και στην Ελλάδα).
Έτσι η τροφή χάνει την ποιοτική, φυσική και οικολογική αξία που της προσδίδει η κάθε τοπική ποικιλία, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στον πέρασμα των χρόνων και ικανοποίησε τις ανάγκες επιβίωσης των τοπικών κοινωνιών που την παρήγαγαν.
Παράλληλα με την παραδοσιακή γεωργία χάνεται μαζί της και ένας ολόκληρος κύκλος τεχνικών, γνώσεων και εργασιών, που διαμόρφωναν και συγκροτούσαν την κοινωνική και οικονομική ζωή της υπαίθρου.