Του Θανάση Γιαλκέτση
Πριν από πενήντα χρόνια, το 1964, εκδόθηκε στην Αμερική ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του εικοστού αιώνα, ένα έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στα γεγονότα του καιρού του. Ηταν το βιβλίο του Χέρμπερτ Μαρκούζε «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος» (ελληνική έκδοση: Παπαζήση, 1971), το οποίο αποτέλεσε μία από τις βασικές πηγές έμπνευσης των κινημάτων του 1968, που εκδηλώθηκαν τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Η θέση του Μαρκούζε είναι μια θέση ολικής κριτικής και ριζικής αντίθεσης στην καπιταλιστική «κοινωνία της αφθονίας». Ο Μαρκούζε δανείζεται από τον Μπρετόν και τους σουρεαλιστές την έννοια της «Μεγάλης Αρνησης», για να ορίσει ταυτόχρονα την ατομική εξέγερση και αντίσταση στο κυρίαρχο σύστημα και την αναζήτηση οραμάτων ενός άλλου, ριζικά διαφορετικού κόσμου. Ο Μαρκούζε αναλύει τη βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία συνδυάζοντας δύο διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις: εκείνη του Μαρξ (που έβλεπε τον καπιταλισμό να αναπτύσσει την επιστήμη και την τεχνική για να τις θέσει εργαλειακά στην υπηρεσία της παραγωγής και του κέρδους) και εκείνη του δασκάλου του, του Χάιντεγκερ, που ερμήνευε τη νεωτερικότητα ως εποχή της τεχνικής.
Η κριτική στην τεχνολογία που ενσαρκώνει μια μορφή κυριαρχίας έχει σαφή χαϊντεγκεριανή προέλευση και ενισχύει με αριστερή επιχειρηματολογία την καταδίκη που διατύπωσε ο Χάιντεγκερ εναντίον της τεχνικής, την οποία θεωρούσε ακραία έκφραση του σύγχρονου μηδενισμού. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε, η σύγχρονη τεχνική και ο καπιταλισμός συναπαρτίζουν ένα συνεκτικό βιομηχανικό σύμπαν που ελέγχει και καταδυναστεύει τα ανθρώπινα υποκείμενα και που επιτρέπει την «αλλαγή» μόνο μέσα στο πλαίσιο των δικών του θεσμικών, ιδεολογικών και πολιτικών παραμέτρων. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, μολονότι γίνεται αποδεκτή από τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, τείνει να γίνει ολοκληρωτική. Η συναίνεση στην οποία στηρίζονται οι κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού οφείλεται κατά τον Μαρκούζε στην ικανότητά τους να διαπλάθουν τις συνειδήσεις, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους τρόπους σκέψης και ζωής των υποκειμένων.
Η κοινωνία της κατανάλωσης και της αφθονίας τείνει να εξαλείψει πλήρως την ελεύθερη υποκειμενικότητα, την κριτική σκέψη, τη διαφωνία και την αντιπολίτευση, οδηγώντας έτσι σε ένα ουσιαστικά ολοκληρωτικό και μονολιθικό σύστημα. Στη μονοδιάστατη κοινωνία το ατομικό υποκείμενο υποχρεώνεται σε συμμόρφωση προς τις επιταγές επιβλητικών αντικειμενικών δομών και χάνει την ικανότητά του να ανιχνεύει εναλλακτικούς δρόμους και δυνατότητες απελευθέρωσης, που κινούνται πέρα από τον ορίζοντα της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό που απειλείται είναι η ίδια η ύπαρξη υποκειμένων ικανών για δημιουργία, ελευθερία, αυτονομία.
Ο «μονοδιάστατος άνθρωπος» έχει χάσει την ατομικότητά του, την ελευθερία του και την ικανότητά του να διαφωνεί, να σκέφτεται κριτικά, να αντιστέκεται στους μηχανισμούς κυριαρχίας και να δρα αυτόνομα προκειμένου να ελέγξει και να καθορίσει τη μοίρα του. Η βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία είναι εκείνη που χειραγωγεί τις ανάγκες του και διαμορφώνει τις προσδοκίες του, τις ελπίδες του, τους φόβους του και τις αξίες του.
Το ακριβό τίμημα που πληρώνει για τις καταναλωτικές απολαύσεις του είναι η παραίτηση από την ελευθερία του και την ατομικότητά του. Η εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνικής στις παραγωγικές διαδικασίες και η βιομηχανική οργάνωση της εργασίας έχουν αυξήσει την παραγωγικότητα της οικονομίας και έχουν ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Ταυτόχρονα όμως έχουν δημιουργήσει νέες μορφές ελέγχου και μηχανισμούς κυριαρχίας, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε απλό γρανάζι ενός δεσποτικού συστήματος. Ο Μαρκούζε διαπίστωνε τις ανορθολογικές και καταστροφικές τάσεις που ενυπάρχουν ακόμη και στα πιο πολυδιαφημισμένα επιτεύγματα του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Υποστήριζε ότι η ευημερία και η ανάπτυξη της κοινωνίας βασίζονται σε σπατάλη και καταστροφή, ότι η πρόοδός της τροφοδοτείται από εκμετάλλευση και καταπίεση, ενώ η ελευθερία και η δημοκρατία της στηρίζονται στη χειραγώγηση. Φώτιζε έτσι τη ριζική αμφισημία της «κοινωνίας της αφθονίας» και ασκούσε κριτική στην αλλοτρίωση, στην υποδούλωση στο εργασιακό της σύστημα, στον φετιχισμό της κατανάλωσης, στον κομφορμισμό της κουλτούρας της και στους κινδύνους που απέρρεαν από την κυριαρχία του στρατιωτικοβιομηχανικού της συμπλέγματος. Συμπέραινε ότι αυτή η κοινωνία, παρά τα θεαματικά επιτεύγματά της, είναι τελικά ανορθολογική, στον βαθμό που θυσιάζει την ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων στον βωμό της οικονομικής απόδοσης και παραγωγικότητας.
Η αναπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία διαθέτει τον πλούτο, την επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανία που θα μπορούσαν να εξαλείψουν τη φτώχεια και τη δυστυχία, αλλά χρησιμοποιεί αυτά τα εργαλεία για να αυξήσει την κυριαρχία, τη βία, την επιθετικότητα και την αδικία. Ο Μαρκούζε ανέλυε ιδιαίτερα τον ρόλο του καταναλωτισμού, της διαφήμισης, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της μαζικής κουλτούρας στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού και στην ενσωμάτωση των ατόμων στο κυρίαρχο σύστημα παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός «μονοδιάστατου» σύμπαντος, στο οποίο η κουλτούρα υποβαθμιζόταν σε «θετική» σκέψη (θετικισμός, εμπειρισμός, επιστημονισμός κ.λπ.), ενώ η ικανότητα για άρνηση, για κριτική αναζήτηση και για επαναστατική πράξη έτεινε να εκλείψει.
Ο Μαρκούζε διαπίστωνε την παρακμή του επαναστατικού δυναμικού της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών και εναπέθετε τις ελπίδες του για αλλαγή στους περιθωριοποιημένους, στις μη ενσωματωμένες μειονότητες και στη ριζοσπαστική διανόηση. Αμφισβητούσε έτσι δύο από τα βασικά αξιώματα του ορθόδοξου μαρξισμού: την ιδέα του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης και εκείνη του αναπόφευκτου της καπιταλιστικής κρίσης. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε, κανένας κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι δυνατός αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός της συνείδησης των υποκειμένων.
Με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός της υποκειμενικότητας δεν θα είναι το αποτέλεσμα της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, αλλά αποτελεί αντίθετα την πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση αυτής της αλλαγής. Η κριτική του Μαρκούζε στον ύστερο καπιταλισμό δεν θέτει στο επίκεντρό της τα ζητήματα της αναδιανομής ή της δικαιοσύνης, αλλά είναι κυρίως μια κριτική που ασκείται στο όνομα του «ευδαίμονος βίου», στο όνομα δηλαδή μιας εναλλακτικής αντίληψης του «ευ ζην».
Η αναπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία επικρίνεται επειδή είναι ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν καλά, να ζουν στο ύψος των δυνατοτήτων που ανοίγει μπροστά τους η παραγωγική και τεχνική ανάπτυξη. Δεν είναι επομένως διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο «Μονοδιάστατος άνθρωπος» άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση στα κινήματα του 1968 και στους νέους ριζοσπάστες που συγκρότησαν τη Νέα Αριστερά. Αυτά τα νέα κοινωνικά κινήματα θέλησαν να συνδέσουν την αλλαγή της συνείδησης με την αλλαγή της κοινωνίας, το προσωπικό με την κοινωνικοπολιτική απελευθέρωση.
Δεν διεκδικούσαν πρόσβαση σε μεγαλύτερο τμήμα του κοινωνικού πλούτου, αλλά αντίθετα απέρριπταν τον τύπο καταναλωτικής ευημερίας που η κοινωνία τους προσέφερε. Πρότειναν μια πολιτιστική επανάσταση, μια ριζική αλλαγή στην ιεράρχηση των αξιών, ένα μετασχηματισμό των αναγκών και μια διαφορετική ιδέα περί του «ευ ζην». Αμφισβητούσαν το μοντέλο του γενικευμένου ανταγωνισμού και απέρριπταν την απεριόριστη ανάπτυξη και συσσώρευση ως μέτρο της κοινωνικής προόδου. Ετσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια νεότερη γενιά αριστερών ακτιβιστών έστρεψε το βλέμμα της στο έργο του Γερμανού πρόσφυγα, προκειμένου να βρει σ’ αυτό ιδέες ικανές να προσανατολίσουν τους αγώνες για μια ριζική αλλαγή στους σκοπούς και στις αξίες της κοινωνίας.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Σχόλιο: αυτόν τον «μονοδιάστατο άνθρωπο» μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε καλύτερα, αν συμφωνήσουμε ότι κάθε φορά έχει μια κυρίαρχη διάσταση που τον καθορίζει, γιατί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές έχει και διαφορετική κυρίαρχη διάσταση. Εκ των πραγμάτων έχει περισσότερες πλευρές-είναι πολύπλευρος- αλλά κάθε φορά καθορίζεται από την κυρίαρχη –εκείνη τη στιγμή-πλευρά του. Για παράδειγμα, όταν το πρωινό είναι εργαζόμενος-κυριαρχεί η διάσταση του εργαζομένου-σκέφτεται και δρα με τρόπο ώστε να αμείβεται όσο γίνεται πιο δίκαια για τη δουλειά του. Το απόγευμα όμως, που πάει για να ψωνίσει στο πολυκατάστημα ένα παντελόνι, σκέφτεται και δρα σαν καταναλωτής προτιμώντας το φθηνότερο, χωρίς να σκέφτεται ότι το φθηνό παντελόνι έχει εισαχθεί π.χ. από το Μπαγκλαντές, όπου το μεροκάματο του εργαζόμενου που το παρήγαγε κάθε άλλο παρά δίκαιο είναι. Έχει αποκτήσει μια σχιζοφρενική στάση ζωής, γιατί συμπεριφέρεται διαφορετικά, ανάλογα με το ποια διάστασή του είναι κυρίαρχη κάθε φορά, του εργαζόμενου ή του καταναλωτή.
Για να ξεφύγουμε από τον κυρίαρχο σήμερα ανθρωπολογικό τύπο του «μονοδιάστατου» κάθε φορά ανθρώπου, θα χρειασθεί να αλλάξουμε τις κοινωνικές σχέσεις και δομές. Κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο άνθρωπος που θα τις στηρίζει και θα είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα αυτών, να είναι ολόπλευρα αναπτυγμένος άνθρωπος, δηλαδή «ολοκληρωμένο πρόσωπο», που κάθε στιγμή θα σκέφτεται και θα δρα σαν συνισταμένη των διαφορετικών πλευρών του και όχι μιας κάποιας από τις πλευρές του.
Για περισσότερα δείτε και το βιβλίο μας(που έχουμε γράψει μαζί με τον Γιάννη Μπίλλα): Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης
Πριν από πενήντα χρόνια, το 1964, εκδόθηκε στην Αμερική ένα από τα πιο πολυδιαβασμένα βιβλία του εικοστού αιώνα, ένα έργο που άσκησε μεγάλη επίδραση στα γεγονότα του καιρού του. Ηταν το βιβλίο του Χέρμπερτ Μαρκούζε «Ο μονοδιάστατος άνθρωπος» (ελληνική έκδοση: Παπαζήση, 1971), το οποίο αποτέλεσε μία από τις βασικές πηγές έμπνευσης των κινημάτων του 1968, που εκδηλώθηκαν τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ευρώπη. Η θέση του Μαρκούζε είναι μια θέση ολικής κριτικής και ριζικής αντίθεσης στην καπιταλιστική «κοινωνία της αφθονίας». Ο Μαρκούζε δανείζεται από τον Μπρετόν και τους σουρεαλιστές την έννοια της «Μεγάλης Αρνησης», για να ορίσει ταυτόχρονα την ατομική εξέγερση και αντίσταση στο κυρίαρχο σύστημα και την αναζήτηση οραμάτων ενός άλλου, ριζικά διαφορετικού κόσμου. Ο Μαρκούζε αναλύει τη βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία συνδυάζοντας δύο διαφορετικές θεωρητικές προσεγγίσεις: εκείνη του Μαρξ (που έβλεπε τον καπιταλισμό να αναπτύσσει την επιστήμη και την τεχνική για να τις θέσει εργαλειακά στην υπηρεσία της παραγωγής και του κέρδους) και εκείνη του δασκάλου του, του Χάιντεγκερ, που ερμήνευε τη νεωτερικότητα ως εποχή της τεχνικής.
Η κριτική στην τεχνολογία που ενσαρκώνει μια μορφή κυριαρχίας έχει σαφή χαϊντεγκεριανή προέλευση και ενισχύει με αριστερή επιχειρηματολογία την καταδίκη που διατύπωσε ο Χάιντεγκερ εναντίον της τεχνικής, την οποία θεωρούσε ακραία έκφραση του σύγχρονου μηδενισμού. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε, η σύγχρονη τεχνική και ο καπιταλισμός συναπαρτίζουν ένα συνεκτικό βιομηχανικό σύμπαν που ελέγχει και καταδυναστεύει τα ανθρώπινα υποκείμενα και που επιτρέπει την «αλλαγή» μόνο μέσα στο πλαίσιο των δικών του θεσμικών, ιδεολογικών και πολιτικών παραμέτρων. Με άλλα λόγια, η σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, μολονότι γίνεται αποδεκτή από τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού, τείνει να γίνει ολοκληρωτική. Η συναίνεση στην οποία στηρίζονται οι κοινωνίες του ύστερου καπιταλισμού οφείλεται κατά τον Μαρκούζε στην ικανότητά τους να διαπλάθουν τις συνειδήσεις, τις επιθυμίες, τις ανάγκες και τους τρόπους σκέψης και ζωής των υποκειμένων.
Η κοινωνία της κατανάλωσης και της αφθονίας τείνει να εξαλείψει πλήρως την ελεύθερη υποκειμενικότητα, την κριτική σκέψη, τη διαφωνία και την αντιπολίτευση, οδηγώντας έτσι σε ένα ουσιαστικά ολοκληρωτικό και μονολιθικό σύστημα. Στη μονοδιάστατη κοινωνία το ατομικό υποκείμενο υποχρεώνεται σε συμμόρφωση προς τις επιταγές επιβλητικών αντικειμενικών δομών και χάνει την ικανότητά του να ανιχνεύει εναλλακτικούς δρόμους και δυνατότητες απελευθέρωσης, που κινούνται πέρα από τον ορίζοντα της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων. Αυτό που απειλείται είναι η ίδια η ύπαρξη υποκειμένων ικανών για δημιουργία, ελευθερία, αυτονομία.
Ο «μονοδιάστατος άνθρωπος» έχει χάσει την ατομικότητά του, την ελευθερία του και την ικανότητά του να διαφωνεί, να σκέφτεται κριτικά, να αντιστέκεται στους μηχανισμούς κυριαρχίας και να δρα αυτόνομα προκειμένου να ελέγξει και να καθορίσει τη μοίρα του. Η βιομηχανική και τεχνολογική κοινωνία είναι εκείνη που χειραγωγεί τις ανάγκες του και διαμορφώνει τις προσδοκίες του, τις ελπίδες του, τους φόβους του και τις αξίες του.
Το ακριβό τίμημα που πληρώνει για τις καταναλωτικές απολαύσεις του είναι η παραίτηση από την ελευθερία του και την ατομικότητά του. Η εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνικής στις παραγωγικές διαδικασίες και η βιομηχανική οργάνωση της εργασίας έχουν αυξήσει την παραγωγικότητα της οικονομίας και έχουν ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών. Ταυτόχρονα όμως έχουν δημιουργήσει νέες μορφές ελέγχου και μηχανισμούς κυριαρχίας, που μετατρέπουν τον άνθρωπο σε απλό γρανάζι ενός δεσποτικού συστήματος. Ο Μαρκούζε διαπίστωνε τις ανορθολογικές και καταστροφικές τάσεις που ενυπάρχουν ακόμη και στα πιο πολυδιαφημισμένα επιτεύγματα του αναπτυγμένου καπιταλισμού.
Υποστήριζε ότι η ευημερία και η ανάπτυξη της κοινωνίας βασίζονται σε σπατάλη και καταστροφή, ότι η πρόοδός της τροφοδοτείται από εκμετάλλευση και καταπίεση, ενώ η ελευθερία και η δημοκρατία της στηρίζονται στη χειραγώγηση. Φώτιζε έτσι τη ριζική αμφισημία της «κοινωνίας της αφθονίας» και ασκούσε κριτική στην αλλοτρίωση, στην υποδούλωση στο εργασιακό της σύστημα, στον φετιχισμό της κατανάλωσης, στον κομφορμισμό της κουλτούρας της και στους κινδύνους που απέρρεαν από την κυριαρχία του στρατιωτικοβιομηχανικού της συμπλέγματος. Συμπέραινε ότι αυτή η κοινωνία, παρά τα θεαματικά επιτεύγματά της, είναι τελικά ανορθολογική, στον βαθμό που θυσιάζει την ελεύθερη ανάπτυξη των ανθρώπινων ικανοτήτων στον βωμό της οικονομικής απόδοσης και παραγωγικότητας.
Η αναπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία διαθέτει τον πλούτο, την επιστήμη, την τεχνολογία και τη βιομηχανία που θα μπορούσαν να εξαλείψουν τη φτώχεια και τη δυστυχία, αλλά χρησιμοποιεί αυτά τα εργαλεία για να αυξήσει την κυριαρχία, τη βία, την επιθετικότητα και την αδικία. Ο Μαρκούζε ανέλυε ιδιαίτερα τον ρόλο του καταναλωτισμού, της διαφήμισης, των μέσων μαζικής επικοινωνίας και της μαζικής κουλτούρας στη σταθεροποίηση του καπιταλισμού και στην ενσωμάτωση των ατόμων στο κυρίαρχο σύστημα παραγωγής. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ενός «μονοδιάστατου» σύμπαντος, στο οποίο η κουλτούρα υποβαθμιζόταν σε «θετική» σκέψη (θετικισμός, εμπειρισμός, επιστημονισμός κ.λπ.), ενώ η ικανότητα για άρνηση, για κριτική αναζήτηση και για επαναστατική πράξη έτεινε να εκλείψει.
Ο Μαρκούζε διαπίστωνε την παρακμή του επαναστατικού δυναμικού της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κοινωνιών και εναπέθετε τις ελπίδες του για αλλαγή στους περιθωριοποιημένους, στις μη ενσωματωμένες μειονότητες και στη ριζοσπαστική διανόηση. Αμφισβητούσε έτσι δύο από τα βασικά αξιώματα του ορθόδοξου μαρξισμού: την ιδέα του επαναστατικού ρόλου της εργατικής τάξης και εκείνη του αναπόφευκτου της καπιταλιστικής κρίσης. Σύμφωνα με τον Μαρκούζε, κανένας κοινωνικός μετασχηματισμός δεν είναι δυνατός αν δεν προηγηθεί ένας μετασχηματισμός της συνείδησης των υποκειμένων.
Με άλλα λόγια, ο μετασχηματισμός της υποκειμενικότητας δεν θα είναι το αποτέλεσμα της ριζικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, αλλά αποτελεί αντίθετα την πρωταρχική και αναγκαία προϋπόθεση αυτής της αλλαγής. Η κριτική του Μαρκούζε στον ύστερο καπιταλισμό δεν θέτει στο επίκεντρό της τα ζητήματα της αναδιανομής ή της δικαιοσύνης, αλλά είναι κυρίως μια κριτική που ασκείται στο όνομα του «ευδαίμονος βίου», στο όνομα δηλαδή μιας εναλλακτικής αντίληψης του «ευ ζην».
Η αναπτυγμένη βιομηχανική κοινωνία επικρίνεται επειδή είναι ένα κοινωνικοοικονομικό σύστημα που δεν επιτρέπει στους ανθρώπους να ζουν καλά, να ζουν στο ύψος των δυνατοτήτων που ανοίγει μπροστά τους η παραγωγική και τεχνική ανάπτυξη. Δεν είναι επομένως διόλου τυχαίο το γεγονός ότι ο «Μονοδιάστατος άνθρωπος» άσκησε τόσο μεγάλη επίδραση στα κινήματα του 1968 και στους νέους ριζοσπάστες που συγκρότησαν τη Νέα Αριστερά. Αυτά τα νέα κοινωνικά κινήματα θέλησαν να συνδέσουν την αλλαγή της συνείδησης με την αλλαγή της κοινωνίας, το προσωπικό με την κοινωνικοπολιτική απελευθέρωση.
Δεν διεκδικούσαν πρόσβαση σε μεγαλύτερο τμήμα του κοινωνικού πλούτου, αλλά αντίθετα απέρριπταν τον τύπο καταναλωτικής ευημερίας που η κοινωνία τους προσέφερε. Πρότειναν μια πολιτιστική επανάσταση, μια ριζική αλλαγή στην ιεράρχηση των αξιών, ένα μετασχηματισμό των αναγκών και μια διαφορετική ιδέα περί του «ευ ζην». Αμφισβητούσαν το μοντέλο του γενικευμένου ανταγωνισμού και απέρριπταν την απεριόριστη ανάπτυξη και συσσώρευση ως μέτρο της κοινωνικής προόδου. Ετσι, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, μια νεότερη γενιά αριστερών ακτιβιστών έστρεψε το βλέμμα της στο έργο του Γερμανού πρόσφυγα, προκειμένου να βρει σ’ αυτό ιδέες ικανές να προσανατολίσουν τους αγώνες για μια ριζική αλλαγή στους σκοπούς και στις αξίες της κοινωνίας.
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Σχόλιο: αυτόν τον «μονοδιάστατο άνθρωπο» μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε καλύτερα, αν συμφωνήσουμε ότι κάθε φορά έχει μια κυρίαρχη διάσταση που τον καθορίζει, γιατί σε διαφορετικές χρονικές στιγμές έχει και διαφορετική κυρίαρχη διάσταση. Εκ των πραγμάτων έχει περισσότερες πλευρές-είναι πολύπλευρος- αλλά κάθε φορά καθορίζεται από την κυρίαρχη –εκείνη τη στιγμή-πλευρά του. Για παράδειγμα, όταν το πρωινό είναι εργαζόμενος-κυριαρχεί η διάσταση του εργαζομένου-σκέφτεται και δρα με τρόπο ώστε να αμείβεται όσο γίνεται πιο δίκαια για τη δουλειά του. Το απόγευμα όμως, που πάει για να ψωνίσει στο πολυκατάστημα ένα παντελόνι, σκέφτεται και δρα σαν καταναλωτής προτιμώντας το φθηνότερο, χωρίς να σκέφτεται ότι το φθηνό παντελόνι έχει εισαχθεί π.χ. από το Μπαγκλαντές, όπου το μεροκάματο του εργαζόμενου που το παρήγαγε κάθε άλλο παρά δίκαιο είναι. Έχει αποκτήσει μια σχιζοφρενική στάση ζωής, γιατί συμπεριφέρεται διαφορετικά, ανάλογα με το ποια διάστασή του είναι κυρίαρχη κάθε φορά, του εργαζόμενου ή του καταναλωτή.
Για να ξεφύγουμε από τον κυρίαρχο σήμερα ανθρωπολογικό τύπο του «μονοδιάστατου» κάθε φορά ανθρώπου, θα χρειασθεί να αλλάξουμε τις κοινωνικές σχέσεις και δομές. Κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ο άνθρωπος που θα τις στηρίζει και θα είναι ταυτόχρονα αποτέλεσμα αυτών, να είναι ολόπλευρα αναπτυγμένος άνθρωπος, δηλαδή «ολοκληρωμένο πρόσωπο», που κάθε στιγμή θα σκέφτεται και θα δρα σαν συνισταμένη των διαφορετικών πλευρών του και όχι μιας κάποιας από τις πλευρές του.
Για περισσότερα δείτε και το βιβλίο μας(που έχουμε γράψει μαζί με τον Γιάννη Μπίλλα): Ο ανθρωπολογικός τύπος της αποανάπτυξης-τοπικοποίησης