Συντάκτης: Δρ. Δαρεμάς Γιώργος, B.A, M.A. PhD., Κοινωνικής και Πολιτικής Θεωρίας
Πηγή: Δημοκρατία & Δημοψήφισμα
Αναγκαίος όρος για μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης που τόσο χρειάζεται η Ελληνική κοινωνία είναι η εισαγωγή του θεσμού των τοπικών δημοψηφισμάτων. Ο θεσμός των δημοψηφισμάτων (μαζί με τον θεσμό του συμμετοχικού προϋπολογισμού) συνιστούν θεμελιακούς πυλώνες της άμεσης δημοκρατίας, η εισαγωγή της οποίας στη λειτουργία της Ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης θα συντελέσει τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό του μοντέλου τοπικής αυτοδιοίκησης που παραμένει ακόμα σφόδρα συγκεντρωτικό και δημαρχοκεντρικό αποξενώνοντας τους πολίτες/δημότες από την συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων για τις κοινές υποθέσεις που αφορούν κεντρικές διαστάσεις της καθημερινότητας τους.
Τοπικά Δημοψηφίσματα
Ο θεσμός των τοπικών δημοψηφισμάτων έχει μια μακραίωνη Ευρωπαϊκή ιστορία, η απώτατη καταγωγή του οποίου μπορεί να ανιχνευθεί στην αυτοπρόσωπη παρουσία των πολιτών στις συνελεύσεις του Δήμου στην αρχαίο-ελληνική δημοκρατία και στη κατάληξη των διαβουλεύσεων σε ψηφίσματα. Σήμερα ο αμεσοδημοκρατικός θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος είναι σχεδόν πανταχού παρόντας στα συστήματα τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρωπαϊκής ηπείρου (βλ. επισυναπτόμενο παράρτημα) όπως επίσης στις ΗΠΑ. Σε ομοσπονδιακά οργανωμένα κράτη όπως Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ, ο θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος έχει θεσμοθετηθεί, πέραν της τοπικής αυτοδιοίκησης και στο ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ των δημοτικά συγκροτημένων κοινοτήτων και της εθνο-κρατικής πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή σε επίπεδο κρατιδίου στη Γερμανία, πολιτείας στις ΗΠΑ και καντονίου σε Ελβετία. Μια αντίστοιχη θεσμοθέτηση στην Ελληνική περίπτωση θα αφορούσε το επίπεδο περιφερειακής διοικητικής συγκρότησης της χώρας.
Μορφές Τοπικού Δημοψηφίσματος
Υφίσταται μια πληθώρα μορφών τοπικού δημοψηφίσματος που θεσμοθετούν παραλλαγές της αμεσοδημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών και των τρόπων έκφρασης της λαϊκής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Θα εστιάσω στους τέσσερις βασικότερους τύπους τοπικών δημοψηφισμάτων.
1) Πρωτοβουλία Πολιτών. Αποτελεί την βασική μορφή ενεργοποίησης των «από κάτω» (αν λάβουμε υπόψη μας την ιεραρχική διάσταση που συχνά εκλαμβάνει η σχέση πολιτικής αντιπροσώπευσης δημοτών-δημοτικής εξουσίας) προκειμένου να θέσουν υπό την κρίση των συμπολιτών τους ένα κρίσιμο θέμα ή μια πρόταση πολιτικής (policy proposal). Θεμελιακή προϋπόθεση κάθε «πρωτοβουλίας πολιτών» είναι η συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών (όπως αυτός προσδιορίζεται νομοθετικά) από το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του Δήμου. Αν επιτευχθεί η συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών (εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος) τότε καθίσταται υποχρεωτική η προκήρυξη του τοπικού δημοψηφίσματος. Υπάρχουν επίσης δύο επικρατούσες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης μιας πρωτοβουλίας πολιτών που έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών. 1) Αντί της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την υιοθέτηση της πρότασης των πολιτών καθιστώντας την προκήρυξη δημοψηφίσματος αναίτια. 2) Το δημοτικό συμβούλιο να αποφασίσει να ‘κατεβάσει’ αντι-πρόταση. Σε αυτήν την περίπτωση διεξάγεται το δημοψήφισμα καλώντας τους δημότες να επιλέξουν ανάμεσα στις αντιπαρατιθέμενες προτάσεις.
Πέρα από μια σειρά διαδικαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διασφαλιστεί η εγκυρότητα του δημοψηφίσματος, η βασικότερη προϋπόθεση είναι η παροχή ικανοποιητικού χρόνου και αντικειμενικής πληροφόρησης για τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της πρότασης ή των αντιπαρατιθέμενων προτάσεων ώστε οι δημότες να ενημερωθούν και να αποφασίσουν μετά λόγου γνώσης. Οι δημαρχιακές αρχές επιφορτίζονται με την υποχρέωση παροχής αμερόληπτης πληροφόρησης προς τους δημότες αναφορικά με το διακύβευμα. Συνήθεις τρόποι πληροφόρησης περιλαμβάνουν την χρήση των επίσημων ιστοσελίδων του δήμου, την αξιοποίηση των τοπικών μέσων επικοινωνίας (τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση), την υποχρεωτική έκδοση έντυπου φυλλαδίου σε ικανοποιητικό αριθμό αντιτύπων, την διεξαγωγή συζητήσεων και ημερίδων (η υποχρέωση ανάληψης της ενημέρωσης των δημοτών συνεπάγεται ένα κόστος, άρα ένα κονδύλι πρέπει να είναι εγγεγραμμένο στον δημοτικό προϋπολογισμό). Τέλος, μια καίρια μεταβλητή που επικαθορίζει την αποτελεσματικότητα του δημοψηφίσματος είναι αν ο χαρακτήρας του είναι δεσμευτικός ή συμβουλευτικός. Σε κοινωνίες με υψηλό επίπεδο πολιτικής κουλτούρας συναίνεσης ο συμβουλευτικός χαρακτήρας μιας δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας γίνεται σεβαστός και επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές. Σε κοινωνίες όπως η Ελληνική όπου η συναίνεση ανάγεται σε κακοπροαίρετο συμβιβασμό, η δεσμευτικότητα του τοπικού δημοψηφίσματος κρίνεται ως αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι η συλλογική βούληση των πολιτών/δημοτών θα εισακουστεί.
2) Λαϊκό δημοψήφισμα. Οι πολίτες/δημότες μπορεί να κινητοποιηθούν για να απαιτήσουν την διεξαγωγή τοπικού δημοψηφίσματος προκειμένου να ακυρώσουν μια ληφθείσα απόφαση ή μια υιοθετημένη πολιτική. Στηρίζεται όπως και η πρωτοβουλία πολιτών στη συλλογή ενός ικανού αριθμού υπογραφών ως προϋπόθεση κήρυξης του δημοψηφίσματος. Διέπεται διαδικαστικά από παρόμοιους όρους με αυτούς της πρωτοβουλίας πολιτών.
3) Δημοτικό δημοψήφισμα. Σε αυτή την μορφή τοπικού δημοψηφίσματος η κήρυξη δημοψηφίσματος δεν εκκινεί από πρωτοβουλία των δημοτών αλλά από τις δημοτικές αρχές, είτε από τον δήμαρχο (όταν αυτός εκλέγεται απευθείας από τους δημότες) είτε από το δημοτικό συμβούλιο. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι προκήρυξης ενός δημοτικού δημοψηφίσματος. Είτε το δημοτικό συμβούλιο είναι ριζικά διαιρεμένο γύρω από ένα επίδικο ζήτημα ώστε να μην μπορεί να ληφθεί μια οριστική απόφαση έχουσα την δέουσα νομιμοποίηση, είτε μια δημοτική απόφαση να θεωρηθεί παρακινδυνευμένη και πρόξενος ευρέων αντιδράσεων (πιθανά αίτιο ενεργοποίησης ενός ακυρωτικού δημοψηφίσματος) ώστε η καταφυγή στη λαϊκή γνωμοδότηση να κρίνεται ως η μόνη δημοκρατική διέξοδος.
4) Δημοψήφισμα ανάκλησης. Αυτός ο τύπος δημοψηφίσματος αφορά στην ενεργοποίηση πολιτών προκειμένου να επιτύχουν την ανάκληση εκλογής ενός δημάρχου (όταν αυτός/η εκλέγεται απευθείας από το εκλογικό σώμα) ή/και ενός ή περισσοτέρων δημοτικών συμβούλων. Προϋποτίθεται η συλλογή του απαιτούμενου αριθμού υπογραφών και η τήρηση των τυπικών κανόνων που προσιδιάζουν στη πρωτοβουλία πολιτών. Επειδή διεξάγεται μια συζήτηση εντός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ενόψει της επικείμενης νομοθετικής αλλαγής του υφιστάμενου αυτοδιοικητικού πλαισίου, προς την κατεύθυνση κατάργησης του υπάρχοντος δημαρχο-κεντρικού μοντέλου μονοπρόσωπης/μονοπαραταξιακής συγκέντρωσης εξουσιών (με υιοθέτηση της απλής αναλογικής στην αντιπροσώπευση στο δημοτικό συμβούλιο), το δημοψήφισμα ανάκλησης αποκτά βαρύνουσα σημασία ως θεσμικό αντίβαρο στην εξουσιαστική πρωτοκαθεδρία του δημοτικού συμβουλίου ή τμημάτων αυτού. Συνιστά έναν αμεσοδημοκρατικό θεσμό οιονεί λογοδοσίας των εκλεγμένων δημοτικών συμβούλων απέναντι στους δημότες.
5) Πρωτοβουλία ένταξης ζητημάτων στην ημερήσια διάταξη του δημοτικού συμβουλίου. Δεν απαιτείται διενέργεια δημοψηφίσματος αλλά η συγκέντρωση ενός απαραίτητου αριθμού υπογραφών (με σχετικά χαμηλό κατώφλι αποδοχής) προκειμένου να εισαχθεί υποχρεωτικά προς συζήτηση στην ημερήσια διάταξη του δημοτικού συμβουλίου το προτεινόμενο θέμα.
Τα όρια νομιμοποίησης των τοπικών δημοψηφισμάτων
Υφίστανται τρία διακριτά κανονιστικά όρια που πρέπει να τηρούνται ώστε ένα τοπικό δημοψήφισμα να διασφαλίζει την νομιμοποίηση του. Τα όρια αυτά είναι τα εξής.
1) Όριο συλλογής υπογραφών. Για να εκκινήσει η διαδικασία διενέργειας ενός δημοψηφίσματος χρειάζεται να συγκεντρωθεί ένας απαιτούμενος αριθμός υπογραφών εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Το όριο αυτό συνίσταται σε μια ποσοστιαία αναλογία του αριθμού των υπογραφών προς το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του εκάστοτε δήμου. Το όριο αυτό δεν μπορεί να είναι υψηλό γιατί ειδάλλως λειτουργεί αποτρεπτικά και αδρανοποιεί ουσιαστικά την δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων παρά την νομοθετική κατοχύρωση τους. Συνήθως κυμαίνεται γύρω στο 5% του εκλογικού σώματος. Μία κοινωνιολογική παράμετρος που ακολουθείται στον προσδιορισμό του ορίου υπογραφών συνίσταται στη συνάρτηση του αριθμού υπογραφών με το πληθυσμιακό μέγεθος του δήμου. Σε μικρές κοινότητες ή δήμους είναι αυξημένο ενώ μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος του δήμου (π.χ. σε 3% σε δήμους άνω των 100.000 κατοίκων).
2) Όριο εκλογικής συμμετοχής (turnout quorum). Το όριο αυτό αφορά στο ποσοστό πολιτών/δημοτών που προσέρχονται στο δημοψήφισμα για να καταθέσουν την προτίμηση τους. Το όριο αυτό τείνει να ποικίλλει, συνήθως κείται στο 50% του εκλογικού σώματος, μπορεί όμως να κυμαίνεται υπεράνω ή και κάτω του ορίου αυτού. Ένας εναλλακτικός προσδιορισμός του (απαντάται π.χ. στη Βουλγαρία μετά το 2009) έγκειται στον όρο η συμμετοχή να μην είναι κατώτερη από αυτήν στην πιο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση ανάδειξης των δημοτικών αρχών. Μία πιο σύνθετη μορφή του ορίου εκλογικής συμμετοχής (που δυνητικά θα ισχύει και σε περιπτώσεις Ελληνικών δήμων) συνίσταται στον προσδιορισμό επιμέρους ορίων συμμετοχής αν υφίστανται διοικητικά διακριτές κοινότητες ή διαμερίσματα εντός του πλαισίου ενός ευμεγέθους πληθυσμιακά ενιαίου δήμου (π.χ. 50% συνολικό ποσοστό συμμετοχής και ελάχιστο κοινοτικό ποσοστό συμμετοχής 20%). Ένα από τα βασικά θέματα για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων (κατεξοχήν δεσμευτικών) είναι η σύμπτηξη δύο δήμων σε έναν και αντίστροφα ο χωρισμός δήμου σε μικρότερες δημοτικές ενότητες. Ευλόγως, χρειάζεται να ικανοποιείται ένα επιμέρους ποσοστό συμμετοχής για κάθε δήμο ή τις δημοτικές υπο-ενότητες που συναπαρτίζουν έναν δήμο. Μία άλλη κατηγορία περιπτώσεων (που αφορά την Ελλάδα ιδιαιτέρως) συνίσταται στην αντιμετώπιση υπερτοπικών ζητημάτων (π.χ. κατασκευή υποδομών που επηρεάζουν όμορους δήμους) και συνεπώς υποβάλλουν την ιδέα διοργάνωσης διαδημοτικών δημοψηφισμάτων με συνδυασμό επιμέρους ορίων εκλογικής συμμετοχής.
3) Όριο αποδοχής (approval quorum). Προκειμένου να καταστεί έγκυρο ένα δημοψήφισμα και να ισχύσει η δημοψηφισματική απόφαση των πολιτών ακολουθείται η αρχή της πλειοψηφίας. Ανάλογα με το εκάστοτε ρυθμιστικό πλαίσιο μπορεί να χρειάζεται απόλυτη ή αυξημένη πλειοψηφία. Σε περιπτώσεις δημοψηφισμάτων με περισσότερες της μίας πρότασης (π.χ. πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών και αντι-πρόταση δημοτικού συμβουλίου) υιοθετείται η πλειοψηφούσα πρόταση (απλή πλειοψηφία) αν δεν υφίσταται άλλο μέτρο εγκυρότητας. Μια παραλλαγή του ορίου αποδοχής (π.χ. στα περισσότερα κρατίδια της Γερμανίας) συνίσταται σε έναν συνδυασμό αυτού του ορίου με το όριο εκλογικής συμμετοχής. Για παράδειγμα η πλειοψηφική επιλογή (50%+1) πρέπει να αντιστοιχείται αριθμητικά με τουλάχιστον το 15% ή και μέχρι το 25% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου για την διενέργεια δημοψηφίσματος (σε εθνικό επίπεδο) ορίζεται ότι για να έχει «έννομες συνέπειες» το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, το ποσοστό συμμετοχής «δεν επιτρέπεται να υπολείπεται τουλάχιστον του μισού όσων δικαιούνται να ψηφίσουν» (σ. 2). Η επίτευξη αυτού του ορίου καθιστά το δημοψήφισμα (αποκλειστικά κυβερνητικής πρωτοβουλίας) δεσμευτικό αν έχει ακυρωτικό χαρακτήρα και συμβουλευτικό όταν αφορά σε οποιοδήποτε άλλο επιτρεπόμενο συνταγματικά θέμα. Στην Ευρώπη τα συνηθέστερα θέματα για διεξαγωγή τοπικών δημοψηφισμάτων αφορούν α) συνενώσεις δήμων ή αντίστροφα χωρισμούς δήμων (επί το πλείστον δεσμευτικά δημοψηφίσματα). Κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα εξαιτίας της αυταρχικής μεθόδου συνένωσης που επέβαλε ο «Καλλικράτης» χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνώμη των κατοίκων. Β) Θέματα εκπαίδευσης και σχολείων, γ) τοπικές υποδομές, δ) ζητήματα συγκοινωνίας, ε) περιβαλλοντικά ζητήματα (διαχείριση αποβλήτων, απορριμμάτων κ.α) , ζ) θέματα κοινωνικών υποδομών (εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, επιχειρηματικά επενδυτικά πλάνα).
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην Ευρώπη έχει υπάρξει μεταρρυθμιστικός πυρετός με την αθρόα εισαγωγή μορφών άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας. Αιτία πυροδότησης του μεταρρυθμιστικού κύματος είναι η σοβούσα γενικευμένη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, η απαξίωση του κομματικού θεσμού, η αναντιστοιχία προγραμματικού λόγου και εφαρμοζόμενων πολιτικών και η δραστική αποπολιτικοποίηση και ιδιώτευση με την συνακόλουθη στροφή των πολιτών (ιδιαίτερα της νεολαίας) σε κινηματικές μορφές πολιτικής οργάνωσης. Η εισαγωγή αμεσοδημοκρατικών θεσμών επιφέρει μια αναζωογόνηση της πολιτικής συμμετοχής, ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις κοινές υποθέσεις και επιτρέπει την ουσιαστική άσκηση της λαϊκής εξουσίας τουλάχιστον στο πρωτοβάθμιο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ήρθε ο καιρός μια ώριμη πλέον Ελληνική κοινωνία έχοντας στο πηδάλιο μια κυβέρνηση της Αριστεράς να τολμήσει το αποφασιστικό βήμα μιας βαθιάς τομής εκδημοκρατισμού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Περισσότερα στο:
http://ellogos.net/2017/02/the-local-referendums/
Για τις δικές μας απόψεις για το πως μπορεί να υλοποιηθεί η άμεση δημοκρατία με βάση τις τοπικές κοινωνίες και την Τοπική αυτοδιοίκηση διαβάστε την προηγούμενη ανάρτησή μας: http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/a-4-m
Πηγή: Δημοκρατία & Δημοψήφισμα
Αναγκαίος όρος για μια ριζοσπαστική μεταρρύθμιση της τοπικής αυτοδιοίκησης που τόσο χρειάζεται η Ελληνική κοινωνία είναι η εισαγωγή του θεσμού των τοπικών δημοψηφισμάτων. Ο θεσμός των δημοψηφισμάτων (μαζί με τον θεσμό του συμμετοχικού προϋπολογισμού) συνιστούν θεμελιακούς πυλώνες της άμεσης δημοκρατίας, η εισαγωγή της οποίας στη λειτουργία της Ελληνικής τοπικής αυτοδιοίκησης θα συντελέσει τα μέγιστα στον εκδημοκρατισμό του μοντέλου τοπικής αυτοδιοίκησης που παραμένει ακόμα σφόδρα συγκεντρωτικό και δημαρχοκεντρικό αποξενώνοντας τους πολίτες/δημότες από την συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων για τις κοινές υποθέσεις που αφορούν κεντρικές διαστάσεις της καθημερινότητας τους.
Τοπικά Δημοψηφίσματα
Ο θεσμός των τοπικών δημοψηφισμάτων έχει μια μακραίωνη Ευρωπαϊκή ιστορία, η απώτατη καταγωγή του οποίου μπορεί να ανιχνευθεί στην αυτοπρόσωπη παρουσία των πολιτών στις συνελεύσεις του Δήμου στην αρχαίο-ελληνική δημοκρατία και στη κατάληξη των διαβουλεύσεων σε ψηφίσματα. Σήμερα ο αμεσοδημοκρατικός θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος είναι σχεδόν πανταχού παρόντας στα συστήματα τοπικής αυτοδιοίκησης της Ευρωπαϊκής ηπείρου (βλ. επισυναπτόμενο παράρτημα) όπως επίσης στις ΗΠΑ. Σε ομοσπονδιακά οργανωμένα κράτη όπως Γερμανία, Ελβετία, ΗΠΑ, ο θεσμός του τοπικού δημοψηφίσματος έχει θεσμοθετηθεί, πέραν της τοπικής αυτοδιοίκησης και στο ενδιάμεσο επίπεδο μεταξύ των δημοτικά συγκροτημένων κοινοτήτων και της εθνο-κρατικής πολιτικής κοινωνίας, δηλαδή σε επίπεδο κρατιδίου στη Γερμανία, πολιτείας στις ΗΠΑ και καντονίου σε Ελβετία. Μια αντίστοιχη θεσμοθέτηση στην Ελληνική περίπτωση θα αφορούσε το επίπεδο περιφερειακής διοικητικής συγκρότησης της χώρας.
Μορφές Τοπικού Δημοψηφίσματος
Υφίσταται μια πληθώρα μορφών τοπικού δημοψηφίσματος που θεσμοθετούν παραλλαγές της αμεσοδημοκρατικής συμμετοχής των πολιτών και των τρόπων έκφρασης της λαϊκής εξουσίας σε τοπικό επίπεδο. Θα εστιάσω στους τέσσερις βασικότερους τύπους τοπικών δημοψηφισμάτων.
1) Πρωτοβουλία Πολιτών. Αποτελεί την βασική μορφή ενεργοποίησης των «από κάτω» (αν λάβουμε υπόψη μας την ιεραρχική διάσταση που συχνά εκλαμβάνει η σχέση πολιτικής αντιπροσώπευσης δημοτών-δημοτικής εξουσίας) προκειμένου να θέσουν υπό την κρίση των συμπολιτών τους ένα κρίσιμο θέμα ή μια πρόταση πολιτικής (policy proposal). Θεμελιακή προϋπόθεση κάθε «πρωτοβουλίας πολιτών» είναι η συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών (όπως αυτός προσδιορίζεται νομοθετικά) από το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του Δήμου. Αν επιτευχθεί η συγκέντρωση του απαραίτητου αριθμού υπογραφών (εντός ενός ορισμένου χρονικού διαστήματος) τότε καθίσταται υποχρεωτική η προκήρυξη του τοπικού δημοψηφίσματος. Υπάρχουν επίσης δύο επικρατούσες εναλλακτικές μορφές διαχείρισης μιας πρωτοβουλίας πολιτών που έχει συγκεντρώσει τον απαιτούμενο αριθμό υπογραφών. 1) Αντί της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος το δημοτικό συμβούλιο μπορεί να αποφασίσει την υιοθέτηση της πρότασης των πολιτών καθιστώντας την προκήρυξη δημοψηφίσματος αναίτια. 2) Το δημοτικό συμβούλιο να αποφασίσει να ‘κατεβάσει’ αντι-πρόταση. Σε αυτήν την περίπτωση διεξάγεται το δημοψήφισμα καλώντας τους δημότες να επιλέξουν ανάμεσα στις αντιπαρατιθέμενες προτάσεις.
Πέρα από μια σειρά διαδικαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διασφαλιστεί η εγκυρότητα του δημοψηφίσματος, η βασικότερη προϋπόθεση είναι η παροχή ικανοποιητικού χρόνου και αντικειμενικής πληροφόρησης για τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της πρότασης ή των αντιπαρατιθέμενων προτάσεων ώστε οι δημότες να ενημερωθούν και να αποφασίσουν μετά λόγου γνώσης. Οι δημαρχιακές αρχές επιφορτίζονται με την υποχρέωση παροχής αμερόληπτης πληροφόρησης προς τους δημότες αναφορικά με το διακύβευμα. Συνήθεις τρόποι πληροφόρησης περιλαμβάνουν την χρήση των επίσημων ιστοσελίδων του δήμου, την αξιοποίηση των τοπικών μέσων επικοινωνίας (τύπος, ραδιόφωνο, τηλεόραση), την υποχρεωτική έκδοση έντυπου φυλλαδίου σε ικανοποιητικό αριθμό αντιτύπων, την διεξαγωγή συζητήσεων και ημερίδων (η υποχρέωση ανάληψης της ενημέρωσης των δημοτών συνεπάγεται ένα κόστος, άρα ένα κονδύλι πρέπει να είναι εγγεγραμμένο στον δημοτικό προϋπολογισμό). Τέλος, μια καίρια μεταβλητή που επικαθορίζει την αποτελεσματικότητα του δημοψηφίσματος είναι αν ο χαρακτήρας του είναι δεσμευτικός ή συμβουλευτικός. Σε κοινωνίες με υψηλό επίπεδο πολιτικής κουλτούρας συναίνεσης ο συμβουλευτικός χαρακτήρας μιας δημοψηφισματικής πρωτοβουλίας γίνεται σεβαστός και επιφέρει ουσιαστικές αλλαγές. Σε κοινωνίες όπως η Ελληνική όπου η συναίνεση ανάγεται σε κακοπροαίρετο συμβιβασμό, η δεσμευτικότητα του τοπικού δημοψηφίσματος κρίνεται ως αναγκαία για να διασφαλιστεί ότι η συλλογική βούληση των πολιτών/δημοτών θα εισακουστεί.
2) Λαϊκό δημοψήφισμα. Οι πολίτες/δημότες μπορεί να κινητοποιηθούν για να απαιτήσουν την διεξαγωγή τοπικού δημοψηφίσματος προκειμένου να ακυρώσουν μια ληφθείσα απόφαση ή μια υιοθετημένη πολιτική. Στηρίζεται όπως και η πρωτοβουλία πολιτών στη συλλογή ενός ικανού αριθμού υπογραφών ως προϋπόθεση κήρυξης του δημοψηφίσματος. Διέπεται διαδικαστικά από παρόμοιους όρους με αυτούς της πρωτοβουλίας πολιτών.
3) Δημοτικό δημοψήφισμα. Σε αυτή την μορφή τοπικού δημοψηφίσματος η κήρυξη δημοψηφίσματος δεν εκκινεί από πρωτοβουλία των δημοτών αλλά από τις δημοτικές αρχές, είτε από τον δήμαρχο (όταν αυτός εκλέγεται απευθείας από τους δημότες) είτε από το δημοτικό συμβούλιο. Δύο είναι οι βασικοί λόγοι προκήρυξης ενός δημοτικού δημοψηφίσματος. Είτε το δημοτικό συμβούλιο είναι ριζικά διαιρεμένο γύρω από ένα επίδικο ζήτημα ώστε να μην μπορεί να ληφθεί μια οριστική απόφαση έχουσα την δέουσα νομιμοποίηση, είτε μια δημοτική απόφαση να θεωρηθεί παρακινδυνευμένη και πρόξενος ευρέων αντιδράσεων (πιθανά αίτιο ενεργοποίησης ενός ακυρωτικού δημοψηφίσματος) ώστε η καταφυγή στη λαϊκή γνωμοδότηση να κρίνεται ως η μόνη δημοκρατική διέξοδος.
4) Δημοψήφισμα ανάκλησης. Αυτός ο τύπος δημοψηφίσματος αφορά στην ενεργοποίηση πολιτών προκειμένου να επιτύχουν την ανάκληση εκλογής ενός δημάρχου (όταν αυτός/η εκλέγεται απευθείας από το εκλογικό σώμα) ή/και ενός ή περισσοτέρων δημοτικών συμβούλων. Προϋποτίθεται η συλλογή του απαιτούμενου αριθμού υπογραφών και η τήρηση των τυπικών κανόνων που προσιδιάζουν στη πρωτοβουλία πολιτών. Επειδή διεξάγεται μια συζήτηση εντός του ΣΥ.ΡΙΖ.Α, ενόψει της επικείμενης νομοθετικής αλλαγής του υφιστάμενου αυτοδιοικητικού πλαισίου, προς την κατεύθυνση κατάργησης του υπάρχοντος δημαρχο-κεντρικού μοντέλου μονοπρόσωπης/μονοπαραταξιακής συγκέντρωσης εξουσιών (με υιοθέτηση της απλής αναλογικής στην αντιπροσώπευση στο δημοτικό συμβούλιο), το δημοψήφισμα ανάκλησης αποκτά βαρύνουσα σημασία ως θεσμικό αντίβαρο στην εξουσιαστική πρωτοκαθεδρία του δημοτικού συμβουλίου ή τμημάτων αυτού. Συνιστά έναν αμεσοδημοκρατικό θεσμό οιονεί λογοδοσίας των εκλεγμένων δημοτικών συμβούλων απέναντι στους δημότες.
5) Πρωτοβουλία ένταξης ζητημάτων στην ημερήσια διάταξη του δημοτικού συμβουλίου. Δεν απαιτείται διενέργεια δημοψηφίσματος αλλά η συγκέντρωση ενός απαραίτητου αριθμού υπογραφών (με σχετικά χαμηλό κατώφλι αποδοχής) προκειμένου να εισαχθεί υποχρεωτικά προς συζήτηση στην ημερήσια διάταξη του δημοτικού συμβουλίου το προτεινόμενο θέμα.
Τα όρια νομιμοποίησης των τοπικών δημοψηφισμάτων
Υφίστανται τρία διακριτά κανονιστικά όρια που πρέπει να τηρούνται ώστε ένα τοπικό δημοψήφισμα να διασφαλίζει την νομιμοποίηση του. Τα όρια αυτά είναι τα εξής.
1) Όριο συλλογής υπογραφών. Για να εκκινήσει η διαδικασία διενέργειας ενός δημοψηφίσματος χρειάζεται να συγκεντρωθεί ένας απαιτούμενος αριθμός υπογραφών εντός ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Το όριο αυτό συνίσταται σε μια ποσοστιαία αναλογία του αριθμού των υπογραφών προς το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων του εκάστοτε δήμου. Το όριο αυτό δεν μπορεί να είναι υψηλό γιατί ειδάλλως λειτουργεί αποτρεπτικά και αδρανοποιεί ουσιαστικά την δυνατότητα διενέργειας δημοψηφισμάτων παρά την νομοθετική κατοχύρωση τους. Συνήθως κυμαίνεται γύρω στο 5% του εκλογικού σώματος. Μία κοινωνιολογική παράμετρος που ακολουθείται στον προσδιορισμό του ορίου υπογραφών συνίσταται στη συνάρτηση του αριθμού υπογραφών με το πληθυσμιακό μέγεθος του δήμου. Σε μικρές κοινότητες ή δήμους είναι αυξημένο ενώ μειώνεται αντιστρόφως ανάλογα με το πληθυσμιακό μέγεθος του δήμου (π.χ. σε 3% σε δήμους άνω των 100.000 κατοίκων).
2) Όριο εκλογικής συμμετοχής (turnout quorum). Το όριο αυτό αφορά στο ποσοστό πολιτών/δημοτών που προσέρχονται στο δημοψήφισμα για να καταθέσουν την προτίμηση τους. Το όριο αυτό τείνει να ποικίλλει, συνήθως κείται στο 50% του εκλογικού σώματος, μπορεί όμως να κυμαίνεται υπεράνω ή και κάτω του ορίου αυτού. Ένας εναλλακτικός προσδιορισμός του (απαντάται π.χ. στη Βουλγαρία μετά το 2009) έγκειται στον όρο η συμμετοχή να μην είναι κατώτερη από αυτήν στην πιο πρόσφατη εκλογική αναμέτρηση ανάδειξης των δημοτικών αρχών. Μία πιο σύνθετη μορφή του ορίου εκλογικής συμμετοχής (που δυνητικά θα ισχύει και σε περιπτώσεις Ελληνικών δήμων) συνίσταται στον προσδιορισμό επιμέρους ορίων συμμετοχής αν υφίστανται διοικητικά διακριτές κοινότητες ή διαμερίσματα εντός του πλαισίου ενός ευμεγέθους πληθυσμιακά ενιαίου δήμου (π.χ. 50% συνολικό ποσοστό συμμετοχής και ελάχιστο κοινοτικό ποσοστό συμμετοχής 20%). Ένα από τα βασικά θέματα για διεξαγωγή δημοψηφισμάτων (κατεξοχήν δεσμευτικών) είναι η σύμπτηξη δύο δήμων σε έναν και αντίστροφα ο χωρισμός δήμου σε μικρότερες δημοτικές ενότητες. Ευλόγως, χρειάζεται να ικανοποιείται ένα επιμέρους ποσοστό συμμετοχής για κάθε δήμο ή τις δημοτικές υπο-ενότητες που συναπαρτίζουν έναν δήμο. Μία άλλη κατηγορία περιπτώσεων (που αφορά την Ελλάδα ιδιαιτέρως) συνίσταται στην αντιμετώπιση υπερτοπικών ζητημάτων (π.χ. κατασκευή υποδομών που επηρεάζουν όμορους δήμους) και συνεπώς υποβάλλουν την ιδέα διοργάνωσης διαδημοτικών δημοψηφισμάτων με συνδυασμό επιμέρους ορίων εκλογικής συμμετοχής.
3) Όριο αποδοχής (approval quorum). Προκειμένου να καταστεί έγκυρο ένα δημοψήφισμα και να ισχύσει η δημοψηφισματική απόφαση των πολιτών ακολουθείται η αρχή της πλειοψηφίας. Ανάλογα με το εκάστοτε ρυθμιστικό πλαίσιο μπορεί να χρειάζεται απόλυτη ή αυξημένη πλειοψηφία. Σε περιπτώσεις δημοψηφισμάτων με περισσότερες της μίας πρότασης (π.χ. πρόταση πρωτοβουλίας πολιτών και αντι-πρόταση δημοτικού συμβουλίου) υιοθετείται η πλειοψηφούσα πρόταση (απλή πλειοψηφία) αν δεν υφίσταται άλλο μέτρο εγκυρότητας. Μια παραλλαγή του ορίου αποδοχής (π.χ. στα περισσότερα κρατίδια της Γερμανίας) συνίσταται σε έναν συνδυασμό αυτού του ορίου με το όριο εκλογικής συμμετοχής. Για παράδειγμα η πλειοψηφική επιλογή (50%+1) πρέπει να αντιστοιχείται αριθμητικά με τουλάχιστον το 15% ή και μέχρι το 25% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου για την διενέργεια δημοψηφίσματος (σε εθνικό επίπεδο) ορίζεται ότι για να έχει «έννομες συνέπειες» το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας, το ποσοστό συμμετοχής «δεν επιτρέπεται να υπολείπεται τουλάχιστον του μισού όσων δικαιούνται να ψηφίσουν» (σ. 2). Η επίτευξη αυτού του ορίου καθιστά το δημοψήφισμα (αποκλειστικά κυβερνητικής πρωτοβουλίας) δεσμευτικό αν έχει ακυρωτικό χαρακτήρα και συμβουλευτικό όταν αφορά σε οποιοδήποτε άλλο επιτρεπόμενο συνταγματικά θέμα. Στην Ευρώπη τα συνηθέστερα θέματα για διεξαγωγή τοπικών δημοψηφισμάτων αφορούν α) συνενώσεις δήμων ή αντίστροφα χωρισμούς δήμων (επί το πλείστον δεσμευτικά δημοψηφίσματα). Κρίσιμο ζήτημα για την Ελλάδα εξαιτίας της αυταρχικής μεθόδου συνένωσης που επέβαλε ο «Καλλικράτης» χωρίς να ληφθεί υπόψη η γνώμη των κατοίκων. Β) Θέματα εκπαίδευσης και σχολείων, γ) τοπικές υποδομές, δ) ζητήματα συγκοινωνίας, ε) περιβαλλοντικά ζητήματα (διαχείριση αποβλήτων, απορριμμάτων κ.α) , ζ) θέματα κοινωνικών υποδομών (εκπαίδευση, υπηρεσίες υγείας, υπηρεσίες κοινής ωφέλειας, επιχειρηματικά επενδυτικά πλάνα).
Τις τελευταίες δύο δεκαετίες στην Ευρώπη έχει υπάρξει μεταρρυθμιστικός πυρετός με την αθρόα εισαγωγή μορφών άμεσης και συμμετοχικής δημοκρατίας. Αιτία πυροδότησης του μεταρρυθμιστικού κύματος είναι η σοβούσα γενικευμένη κρίση πολιτικής αντιπροσώπευσης, η απαξίωση του κομματικού θεσμού, η αναντιστοιχία προγραμματικού λόγου και εφαρμοζόμενων πολιτικών και η δραστική αποπολιτικοποίηση και ιδιώτευση με την συνακόλουθη στροφή των πολιτών (ιδιαίτερα της νεολαίας) σε κινηματικές μορφές πολιτικής οργάνωσης. Η εισαγωγή αμεσοδημοκρατικών θεσμών επιφέρει μια αναζωογόνηση της πολιτικής συμμετοχής, ανανέωση του ενδιαφέροντος για τις κοινές υποθέσεις και επιτρέπει την ουσιαστική άσκηση της λαϊκής εξουσίας τουλάχιστον στο πρωτοβάθμιο επίπεδο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Ήρθε ο καιρός μια ώριμη πλέον Ελληνική κοινωνία έχοντας στο πηδάλιο μια κυβέρνηση της Αριστεράς να τολμήσει το αποφασιστικό βήμα μιας βαθιάς τομής εκδημοκρατισμού της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας αυτοδιοίκησης.
Περισσότερα στο:
http://ellogos.net/2017/02/the-local-referendums/
Για τις δικές μας απόψεις για το πως μπορεί να υλοποιηθεί η άμεση δημοκρατία με βάση τις τοπικές κοινωνίες και την Τοπική αυτοδιοίκηση διαβάστε την προηγούμενη ανάρτησή μας: http://www.topikopoiisi.eu/902rhothetarhoalpha/a-4-m