Από το 1990, επί προέδρου G.W.Bush, ξεκίνησαν οι ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Ένωση να διερευνούν το πλαίσιο συνεργασίας για την αποικοδόμηση των εμποδίων στο διατλαντικό εμπόριο και να αναζητούν μια Διατλαντική Συμφωνία. Από το 2009 παράλληλα αρχίζουν επίσης και οι διαπραγματεύσεις για μια ευρωπαϊκή συμφωνία ελεύθερου εμπορίου με τον Καναδά (CETA),(Comprehensive Economic and Trade Agreement).
Ο αμερικανός Πρόεδρος Barak Obama και ο Πρόεδρος του ευρωπαϊκού Συμβουλίου Jose Manuel Barroso ανακοίνωσαν την αρχή των διαπραγματεύσεων της λεπτομερούς Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων ή αλλιώς (TTIP) (Transatlantic Trade and Investment Partnership), στις 8. Ιουλίου 2013 στην Ουάσινγκτον. Στο όνομα της απορρύθμισης της αγοράς, ΗΠΑ και ΕΕ διαπραγματεύονται κεκλεισμένων των θυρών με αδιαφάνεια. Επισήμως, στοχεύουν στη διευκόλυνση των άμεσων επενδύσεων και στην εξάλειψη «περιττών γραφειοκρατικών εμποδίων». Ο κύριος στόχος της συμφωνίας όμως είναι να παραμερίσει τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αποτελούν «εμπόδιο» στην κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, «εμπόδια» για την ΤΤΙP αποτελούν οι κοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών (εργασιακά δικαιώματα, περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, κανόνες ασφάλειας για τα τρόφιμα, προστασία των προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο κ.ά)
Η προτεινόμενη ΤΤΙP συμφωνία θέλει να μεταβάλλει την ίδια τη θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ υπέρ των πολυεθνικών εταιριών και κεφαλαίων, καθώς αφορά λιγότερο στο εμπόριο -οι αντίστοιχοι δασμοί είναι ήδη σημαντικά χαμηλοί- και περισσότερο σε ρυθμίσεις και εμπορικά πρότυπα, εταιρικά δικαιώματα και επενδυτικές εγγυήσεις. Επιπλέον, με την ενσωμάτωση της ρύθμισης του Μηχανισμού διαιτησίας Επίλυσης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κρατών, το περίφημο ISDS (Investor-State Dispute Settlement), τα εταιρικά συμφέροντα αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών. Έτσι, μόνο οι εταιρείες δύνανται να προσφύγουν εναντίον κυβερνήσεων και όχι το αντίθετο, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο κατάφωρα θεμελιακές αρχές της δημοκρατίας τους , όπως η αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο. Κάθε νέα απαραίτητη νομοθεσία και ρυθμιστική παρέμβαση, θα επικυρώνεται μόνο όταν είναι σύμφωνη με την TTIP και όταν υιοθετεί τα εμπορικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πολυεθνικών εταιριών. Με την θεσμοθέτηση του Συμβουλίου ISDS δημιουργείται ένα τεράστιο δικαίωμα στο λόμπυ των εταιριών να αποκτήσουν μια καθοριστική θέση στην απόδοση του δικαίου. Τα εταιρικά ιδιωτικά δικαστήρια διαιτησίας, για την υποστήριξη των επενδυτών, θα επιδιώκουν να υποστηρίζουν τις καταγγελίες των εταιριών προς τα Κράτη, όταν αυτά θα σχεδιάζουν και θα υποστηρίζουν μέτρα για το καλό του συνόλου.
Αντίστοιχα με τη συμφωνία TISA(Trade in Services Agreement : αφορά στην απελευθέρωση στο εμπόριο και τις υπηρεσίες )μπαίνουν στο στόχαστρο των εταιρειών και τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά μας, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι τοπικές συγκοινωνίες, τα δίκτυα ύδρευσης, οι κοινωφελείς υπηρεσίες. Με αυτή τη συμφωνία επιδιώκεται η παραπέρα ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών του κάθε κράτους και των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά όχι μόνο. Επιδιώκεται επίσης και η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπως είναι η κατάσταση της υγείας των ασφαλισμένων πολιτών, το προφίλ των καταναλωτικών τους συνηθειών, οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους κ.λπ.
Η νομοθεσία για τα τρόφιμα στην Ευρώπη δεν είναι και ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου και στην ουσία απαιτείται περαιτέρω θετική αναβάθμιση για την ασφάλεια στις επιλογές των παραγωγών και καταναλωτών. Στην Αμερική είναι όμως ακόμη χειρότερα τα πράγματα, π.χ. για την αποφυγή του κινδύνου από τις σαλμονέλες, τα πουλερικά στα αμερικανικά σφαγεία απολυμαίνονται με χλώριο. Τα χλωριωμένα αυτά κοτόπουλα δεν επιθυμεί να εισάγει η Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει και για τα Μεταλλαγμένα( γενετικά τροποποιημένα) προίόντα. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ούτε καν σήμανση για περιεκτικότητα σε γ.τ. οργανισμούς.
Περίπου το 70% των τροφίμων που πωλούνται στα αμερικανικά σουπερμαρκετ περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά (GMOs). Μέχρι πρόσφατα αυτοί οι γενετικά μεταλλαγμένοι οργανισμοί δεν κυκλοφορούσαν στις αγορές της Ευρώπης. Στις ευρωπαϊκές αγορές η «αρχή της προφύλαξης» εμπόδιζε τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, ενώ υπάρχει και νομικό πλαίσιο για την χρήση φυτοφαρμάκων ώστε να μην απειληθεί η υγεία του πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό, οι βιομηχανίες τροφίμων των ΗΠΑ έχουν αρχίσει να ασκούν πιέσεις και προσβλέπουν στην άμβλυνση των κανονισμών που ισχύουν στην Ευρώπη μέσω της TTIP, καθώς μέχρι στιγμής το 40% των προϊόντων τους δεν μπορούν να εισαχθούν στην ΕΕ. Ας σημειώσουμε ότι πρόσφατα, και υπό την ελληνική προεδρία της ΕΕ, η Κομισιόν επέτρεψε την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων σπόρων εντός της Ένωσης. Μέχρι στιγμής, πάντως επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του κοινοβουλίου του κάθε κράτους – μέλους εάν θα ψηφίσει την χρήση ή την απαγόρευση των μεταλλαγμένων σπόρων. Στη συμφωνία προβλέπεται πως κάθε χώρα που διαφωνεί θα μπορεί να απαγορεύει την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στα δικά της εδάφη, για λόγους όμως που δεν θα σχετίζονται με την υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος. Το δικαίωμα απαγόρευσης στο εσωτερικό των χωρών αποτελεί το «καρότο» στην «εκστρατεία εισβολής» των εταιρειών των μεταλλαγμένων στην Ευρώπη. Από τη στιγμή που θα πετύχουν την καλλιέργεια σε κάποιες χώρες, οι εταιρείες θα μπορούν στη συνέχεια να προσφύγουν στο δικαστήριο υποχρεώνοντας τελικά και όποια άλλη χώρα να τα αποδεχτεί. Παράλληλα, οι χώρες, βάσει της συμφωνίας, δεν έχουν το δικαίωμα να απαγορεύσουν τη διακίνηση στο έδαφός τους των εγκεκριμένων γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Οι εταιρείες ξέρουν καλά ότι αν προωθηθούν σε κάποιες χώρες στο βαθμό που επιθυμούν αυτές, στη συνέχεια θα μπορέσουν να τα περάσουν και στις άλλες και με διάφορους τρόπους να κάμψουν την αντίστασή τους.
Η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική με μια απαράδεκτη μεθόδευση προωθεί για δεκαετίες τα βιομηχανοποιημένα αγροτικά προϊόντα με ανταγωνιστικές χαμηλές τιμές, υποβαθμίζοντας τα καλλιεργήσιμα εδάφη, τη ποιότητα του πόσιμου νερού, καταστρέφοντας την βιοποικιλότητα στη τοπική παραγωγή και τη ποιότητα των ειδών διατροφής, αλλά η εναρμόνιση των κανονισμών, μέσα από την οποία τα πρότυπα ασφαλείας τροφίμων της Ευρώπης θα πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα των ΗΠΑ, θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Θα αρθούν όλοι, οι έστω και ανεπαρκείς, περιορισμοί που έχει θέσει η Ευρώπη για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τα φυτοφάρμακα και τις ορμόνες βοδινού κρέατος κ.ά. Το ίδιο ισχύει και για τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, επιτρέποντας για παράδειγμα την εξόρυξη φυσικού αερίου με την επικίνδυνη μέθοδο fracking. Tα δικαιώματα των εργαζομένων θα μπορούσαν να μειωθούν στα πρότυπα των ΗΠΑ και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε πολιτείες των ΗΠΑ & των χωρών της Ευρώπης με τα χαμηλότερα πρότυπα εργασίας.
Οι υποστηρικτές της Διατλαντικής Συνθήκης (TTIP) χρησιμοποιούν το επιχείρημα για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη, ότι δήθεν θα προσαρμοστούν μεταξύ των χωρών διάφορες τεχνικές προδιαγραφές, όπως το χρώμα των φλάς των αυτοκινήτων και η διπλή πιστοποίηση πολλών συσκευών. Κανείς δεν μπορεί να είναι αντίθετος-η σ’ αυτό. Η εξοικονόμηση κόστους απ’ αυτή την διαδικασία θα πρέπει ο επιχειρηματίας να αποδώσει μετά στη μείωση της τιμής του προϊόντος. Για μια απλή προσαρμογή τεχνικών προδιαγραφών όμως δεν απαιτείται μια Διατλαντική Συνθήκη, που όταν υπάρξουν διαφορές θα πρέπει να παραβιαστεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Έως τώρα οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες είχαν βάλει κάποιους περιορισμούς στο εισαγωγικό εμπόριο με βάση την ασφάλεια της υγείας καθώς και τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών. Επίσης είχαν βάλει π.χ. περιορισμούς στην ιδιωτικοποίηση του νερού, όπως επίσης και κάποια μέτρα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Μ’ αυτές τις δύο συμφωνίες, αν περάσουν, όλα αυτά δεν θα είναι πλέον εφικτά
Ενώ οι υποστηρικτές των συμφωνιών, οι οικονομικοί εκπρόσωποι των πολυεθνικών και οι πολιτικοί, προπαγανδίζουν ότι με αυτές δεν θα θιγούν οι ισχύοντες προδιαγραφές για τους καταναλωτές, το περιβάλλον και τα κοινωνικά δικαιώματα, οι ευρωπαίοι πολίτες αρχίζουν να αντιδρούν. Σήμερα έχει δημιουργηθεί κίνημα εκατομμυρίων ανεξάρτητων πολιτών στην Ευρώπη που με πρώτη αντίδραση τις υπογραφές τους, στοχεύουν να εμποδίσουν την υλοποίηση αυτών των συμφωνιών. Είναι ένα κίνημα, που αντιτίθεται στις πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες θέλουν να επιβάλουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο θα υπηρετεί αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα. Στη χώρα μας το πολύμορφο αυτό κίνημα έχει αρχίσει επίσης να διαμορφώνεται. Ενημερώνει και δικτυώνεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τη συντονισμένη επίθεση των αγορών ενάντια στα κοινωνικά κεκτημένα, την περιβαλλοντική προστασία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, που προωθείται στο πλαίσιο της TTIP και της TISA.
Η νέα κυβέρνηση στη χώρα, που υποτίθεται ότι θέλει να αλλάξει τα δεδομένα προς το θετικότερο και όχι προς το χειρότερο, θα πρέπει να βάλει βέτο σε αυτές τις συμφωνίες, όσο είναι καιρός, γιατί αν περάσουν-όπως πάει να περάσουν «κεκλεισμένων των θυρών»-στο μέλλον δε θα μπορεί να αντιδράσει, γιατί δεχόμενη το νομικό πλαίσιο που θα τις στηρίζει, θα την πηγαίνουν στα δικαστήρια οι πολυεθνικές. Η Μονσάντο για παράδειγμα, θα καταγγείλει την όποια ελληνική κυβέρνηση απαγορεύσει την καλλιέργεια των μεταλλαγμένων στη χώρα. Και όχι μόνο να βάλει βέτο στις συμφωνίες. Να προλάβει να νομοθετήσει και την απαγόρευση των γ.τ.ο., εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ, μετά από την τελευταία συμφωνία επί της αρχής, θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια για την απαγόρευση στην επικράτειά τους όσων ποικιλιών , έχουν εγκριθεί ή πρόκειται να εγκριθούν στην Ευρώπη, μέσω της ρήτρας εξόδου. Όχι μόνο των καλλιεργειών αλλά και της διακίνησής τους. Μη ξεχνάμε ότι το αίτημα του κινήματος ενάντια στα μεταλλαγμένα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο-και όχι μόνο στην Ελλάδα-είναι αυτό.
Είναι ευκαιρία, για να δείξει και σημεία ανυπακοής η νέα Κυβέρνηση, εκφράζοντας και το ευρωπαϊκό κίνημα, να ενσωματώσει στο ελληνικό δίκαιο την συνολική απαγόρευση και της καλλιέργειας και της διακίνησης των μεταλλαγμένων. Τουλάχιστον να το χρησιμοποιήσει σα σημείο πίεσης και σύγκρουσης και με την Ε.Ε. και με τον ΠΟΕ, που πιθανά θα στραφεί και αυτό εναντίον της, αφού έχει καθαρά νεοφιλελεύθερη γραμμή. Ο ΠΟΕ προτάσσει το ελεύθερο εμπόριο, ενάντια στην απόφαση του ΟΗΕ-που έχει πάρει και τη μορφή παγκόσμιου νόμου (το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη Βιοασφάλεια)- για την προτεραιότητα της αρχής της διακινδύνευσης. Αυτή η αρχή επιτάσσει ότι οι εταιρείες των μεταλλαγμένων –σαν παραγωγοί των γ.τ. οργανισμών-είναι υποχρεωμένες να αποδείχνουν την ακινδυνότητά τους και όχι όσοι είναι εναντίον τους, όπως ισχυρίζεται ο οργανισμός ελέγχου τροφίμων των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όσο δεν αποδείχνουν αυτές οι ίδιες ότι τα προϊόντα τους δεν είναι επικίνδυνα-πως να το αποδείξουν άλλωστε, αφού κάποιοι ανεξάρτητοι ερευνητές έχουν δείξει πολλές φορές την επικινδυνότητά τους-δε μπορούν να παίρνουν άδεια εμπορίας από τις κρατικές αρχές πουθενά.
Αν θέλουμε υγιεινά αγροδιατροφικά προϊόντα για τον ντόπιο πληθυσμό και ταυτόχρονα έναν αγροδιατροφικό τομέα που να εξάγει με συγκριτικό πλεονέκτημα για τους ευρωπαίους πολίτες, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στο ξεπέρασμα της κρίσης και στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας μας-πράγμα που υποτίθεται ότι επιθυμεί και η σημερινή κυβέρνηση-τότε θα πρέπει αυτή να κηρύξει όλη τη χώρα σαν ζώνη ελεύθερη από την καλλιέργεια και τη διακίνηση των μεταλλαγμένων. Το εγχώριο κίνημα ενάντια στα μεταλλαγμένα θα πρέπει να το διεκδικήσει και να πιέσει την κυβέρνηση προς αυτή τη κατεύθυνση.
Και εμείς που έχουμε επιλέξει το φυσικό, βιοδυναμικό ή βιολογικό τρόπο γεωργικής πρακτικής με τον αντίστοιχο τρόπο ζωής και τον παρουσιάζουμε τόσα χρόνια τώρα στις οικολογικές γιορτές, να απαιτήσουμε επιπλέον όλη η χώρα να γίνει και ζώνη οικολογικής καλλιέργειας.
Ο αμερικανός Πρόεδρος Barak Obama και ο Πρόεδρος του ευρωπαϊκού Συμβουλίου Jose Manuel Barroso ανακοίνωσαν την αρχή των διαπραγματεύσεων της λεπτομερούς Διατλαντικής Εταιρικής Σχέσης Εμπορίου και Επενδύσεων ή αλλιώς (TTIP) (Transatlantic Trade and Investment Partnership), στις 8. Ιουλίου 2013 στην Ουάσινγκτον. Στο όνομα της απορρύθμισης της αγοράς, ΗΠΑ και ΕΕ διαπραγματεύονται κεκλεισμένων των θυρών με αδιαφάνεια. Επισήμως, στοχεύουν στη διευκόλυνση των άμεσων επενδύσεων και στην εξάλειψη «περιττών γραφειοκρατικών εμποδίων». Ο κύριος στόχος της συμφωνίας όμως είναι να παραμερίσει τις κανονιστικές ρυθμίσεις που αποτελούν «εμπόδιο» στην κερδοφορία των πολυεθνικών επιχειρήσεων. Στην πραγματικότητα, «εμπόδια» για την ΤΤΙP αποτελούν οι κοινωνικές κατακτήσεις των τελευταίων δεκαετιών (εργασιακά δικαιώματα, περιβαλλοντικές ρυθμίσεις, κανόνες ασφάλειας για τα τρόφιμα, προστασία των προσωπικών δεδομένων στο διαδίκτυο κ.ά)
Η προτεινόμενη ΤΤΙP συμφωνία θέλει να μεταβάλλει την ίδια τη θεσμική αρχιτεκτονική της ΕΕ υπέρ των πολυεθνικών εταιριών και κεφαλαίων, καθώς αφορά λιγότερο στο εμπόριο -οι αντίστοιχοι δασμοί είναι ήδη σημαντικά χαμηλοί- και περισσότερο σε ρυθμίσεις και εμπορικά πρότυπα, εταιρικά δικαιώματα και επενδυτικές εγγυήσεις. Επιπλέον, με την ενσωμάτωση της ρύθμισης του Μηχανισμού διαιτησίας Επίλυσης Διαφορών μεταξύ Επενδυτών και Κρατών, το περίφημο ISDS (Investor-State Dispute Settlement), τα εταιρικά συμφέροντα αποκτούν συγκριτικό πλεονέκτημα έναντι των πολιτών και των τοπικών κοινωνιών. Έτσι, μόνο οι εταιρείες δύνανται να προσφύγουν εναντίον κυβερνήσεων και όχι το αντίθετο, παραβιάζοντας με αυτό τον τρόπο κατάφωρα θεμελιακές αρχές της δημοκρατίας τους , όπως η αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο. Κάθε νέα απαραίτητη νομοθεσία και ρυθμιστική παρέμβαση, θα επικυρώνεται μόνο όταν είναι σύμφωνη με την TTIP και όταν υιοθετεί τα εμπορικά συμφέροντα των ευρωπαϊκών και αμερικανικών πολυεθνικών εταιριών. Με την θεσμοθέτηση του Συμβουλίου ISDS δημιουργείται ένα τεράστιο δικαίωμα στο λόμπυ των εταιριών να αποκτήσουν μια καθοριστική θέση στην απόδοση του δικαίου. Τα εταιρικά ιδιωτικά δικαστήρια διαιτησίας, για την υποστήριξη των επενδυτών, θα επιδιώκουν να υποστηρίζουν τις καταγγελίες των εταιριών προς τα Κράτη, όταν αυτά θα σχεδιάζουν και θα υποστηρίζουν μέτρα για το καλό του συνόλου.
Αντίστοιχα με τη συμφωνία TISA(Trade in Services Agreement : αφορά στην απελευθέρωση στο εμπόριο και τις υπηρεσίες )μπαίνουν στο στόχαστρο των εταιρειών και τα κοινωνικά και συλλογικά αγαθά μας, όπως η υγεία, η εκπαίδευση, οι τοπικές συγκοινωνίες, τα δίκτυα ύδρευσης, οι κοινωφελείς υπηρεσίες. Με αυτή τη συμφωνία επιδιώκεται η παραπέρα ιδιωτικοποίηση των κοινωνικών υπηρεσιών του κάθε κράτους και των θεσμών της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, αλλά όχι μόνο. Επιδιώκεται επίσης και η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων προστασίας των προσωπικών δεδομένων, όπως είναι η κατάσταση της υγείας των ασφαλισμένων πολιτών, το προφίλ των καταναλωτικών τους συνηθειών, οι τραπεζικοί λογαριασμοί τους κ.λπ.
Η νομοθεσία για τα τρόφιμα στην Ευρώπη δεν είναι και ιδιαίτερα υψηλού επιπέδου και στην ουσία απαιτείται περαιτέρω θετική αναβάθμιση για την ασφάλεια στις επιλογές των παραγωγών και καταναλωτών. Στην Αμερική είναι όμως ακόμη χειρότερα τα πράγματα, π.χ. για την αποφυγή του κινδύνου από τις σαλμονέλες, τα πουλερικά στα αμερικανικά σφαγεία απολυμαίνονται με χλώριο. Τα χλωριωμένα αυτά κοτόπουλα δεν επιθυμεί να εισάγει η Ευρώπη. Το ίδιο ισχύει και για τα Μεταλλαγμένα( γενετικά τροποποιημένα) προίόντα. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει ούτε καν σήμανση για περιεκτικότητα σε γ.τ. οργανισμούς.
Περίπου το 70% των τροφίμων που πωλούνται στα αμερικανικά σουπερμαρκετ περιέχουν γενετικά τροποποιημένα συστατικά (GMOs). Μέχρι πρόσφατα αυτοί οι γενετικά μεταλλαγμένοι οργανισμοί δεν κυκλοφορούσαν στις αγορές της Ευρώπης. Στις ευρωπαϊκές αγορές η «αρχή της προφύλαξης» εμπόδιζε τα γενετικά τροποποιημένα τρόφιμα, ενώ υπάρχει και νομικό πλαίσιο για την χρήση φυτοφαρμάκων ώστε να μην απειληθεί η υγεία του πολίτη. Στο πλαίσιο αυτό, οι βιομηχανίες τροφίμων των ΗΠΑ έχουν αρχίσει να ασκούν πιέσεις και προσβλέπουν στην άμβλυνση των κανονισμών που ισχύουν στην Ευρώπη μέσω της TTIP, καθώς μέχρι στιγμής το 40% των προϊόντων τους δεν μπορούν να εισαχθούν στην ΕΕ. Ας σημειώσουμε ότι πρόσφατα, και υπό την ελληνική προεδρία της ΕΕ, η Κομισιόν επέτρεψε την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων σπόρων εντός της Ένωσης. Μέχρι στιγμής, πάντως επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του κοινοβουλίου του κάθε κράτους – μέλους εάν θα ψηφίσει την χρήση ή την απαγόρευση των μεταλλαγμένων σπόρων. Στη συμφωνία προβλέπεται πως κάθε χώρα που διαφωνεί θα μπορεί να απαγορεύει την καλλιέργεια γενετικά τροποποιημένων οργανισμών στα δικά της εδάφη, για λόγους όμως που δεν θα σχετίζονται με την υγεία και την προστασία του περιβάλλοντος. Το δικαίωμα απαγόρευσης στο εσωτερικό των χωρών αποτελεί το «καρότο» στην «εκστρατεία εισβολής» των εταιρειών των μεταλλαγμένων στην Ευρώπη. Από τη στιγμή που θα πετύχουν την καλλιέργεια σε κάποιες χώρες, οι εταιρείες θα μπορούν στη συνέχεια να προσφύγουν στο δικαστήριο υποχρεώνοντας τελικά και όποια άλλη χώρα να τα αποδεχτεί. Παράλληλα, οι χώρες, βάσει της συμφωνίας, δεν έχουν το δικαίωμα να απαγορεύσουν τη διακίνηση στο έδαφός τους των εγκεκριμένων γενετικά τροποποιημένων οργανισμών. Οι εταιρείες ξέρουν καλά ότι αν προωθηθούν σε κάποιες χώρες στο βαθμό που επιθυμούν αυτές, στη συνέχεια θα μπορέσουν να τα περάσουν και στις άλλες και με διάφορους τρόπους να κάμψουν την αντίστασή τους.
Η ευρωπαϊκή αγροτική πολιτική με μια απαράδεκτη μεθόδευση προωθεί για δεκαετίες τα βιομηχανοποιημένα αγροτικά προϊόντα με ανταγωνιστικές χαμηλές τιμές, υποβαθμίζοντας τα καλλιεργήσιμα εδάφη, τη ποιότητα του πόσιμου νερού, καταστρέφοντας την βιοποικιλότητα στη τοπική παραγωγή και τη ποιότητα των ειδών διατροφής, αλλά η εναρμόνιση των κανονισμών, μέσα από την οποία τα πρότυπα ασφαλείας τροφίμων της Ευρώπης θα πρέπει να μειωθούν στα επίπεδα των ΗΠΑ, θα χειροτερέψει ακόμα περισσότερο την κατάσταση. Θα αρθούν όλοι, οι έστω και ανεπαρκείς, περιορισμοί που έχει θέσει η Ευρώπη για τους γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς, τα φυτοφάρμακα και τις ορμόνες βοδινού κρέατος κ.ά. Το ίδιο ισχύει και για τους περιβαλλοντικούς κανονισμούς, επιτρέποντας για παράδειγμα την εξόρυξη φυσικού αερίου με την επικίνδυνη μέθοδο fracking. Tα δικαιώματα των εργαζομένων θα μπορούσαν να μειωθούν στα πρότυπα των ΗΠΑ και οι επιχειρήσεις θα μπορούσαν να μετεγκατασταθούν σε πολιτείες των ΗΠΑ & των χωρών της Ευρώπης με τα χαμηλότερα πρότυπα εργασίας.
Οι υποστηρικτές της Διατλαντικής Συνθήκης (TTIP) χρησιμοποιούν το επιχείρημα για να παραπλανήσουν τη κοινή γνώμη, ότι δήθεν θα προσαρμοστούν μεταξύ των χωρών διάφορες τεχνικές προδιαγραφές, όπως το χρώμα των φλάς των αυτοκινήτων και η διπλή πιστοποίηση πολλών συσκευών. Κανείς δεν μπορεί να είναι αντίθετος-η σ’ αυτό. Η εξοικονόμηση κόστους απ’ αυτή την διαδικασία θα πρέπει ο επιχειρηματίας να αποδώσει μετά στη μείωση της τιμής του προϊόντος. Για μια απλή προσαρμογή τεχνικών προδιαγραφών όμως δεν απαιτείται μια Διατλαντική Συνθήκη, που όταν υπάρξουν διαφορές θα πρέπει να παραβιαστεί η ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Έως τώρα οι ευρωπαϊκές υπηρεσίες είχαν βάλει κάποιους περιορισμούς στο εισαγωγικό εμπόριο με βάση την ασφάλεια της υγείας καθώς και τις διατροφικές συνήθειες των καταναλωτών. Επίσης είχαν βάλει π.χ. περιορισμούς στην ιδιωτικοποίηση του νερού, όπως επίσης και κάποια μέτρα για την προστασία των προσωπικών δεδομένων. Μ’ αυτές τις δύο συμφωνίες, αν περάσουν, όλα αυτά δεν θα είναι πλέον εφικτά
Ενώ οι υποστηρικτές των συμφωνιών, οι οικονομικοί εκπρόσωποι των πολυεθνικών και οι πολιτικοί, προπαγανδίζουν ότι με αυτές δεν θα θιγούν οι ισχύοντες προδιαγραφές για τους καταναλωτές, το περιβάλλον και τα κοινωνικά δικαιώματα, οι ευρωπαίοι πολίτες αρχίζουν να αντιδρούν. Σήμερα έχει δημιουργηθεί κίνημα εκατομμυρίων ανεξάρτητων πολιτών στην Ευρώπη που με πρώτη αντίδραση τις υπογραφές τους, στοχεύουν να εμποδίσουν την υλοποίηση αυτών των συμφωνιών. Είναι ένα κίνημα, που αντιτίθεται στις πολυεθνικές εταιρίες οι οποίες θέλουν να επιβάλουν ένα ρυθμιστικό πλαίσιο το οποίο θα υπηρετεί αποκλειστικά τα δικά τους συμφέροντα. Στη χώρα μας το πολύμορφο αυτό κίνημα έχει αρχίσει επίσης να διαμορφώνεται. Ενημερώνει και δικτυώνεται προκειμένου να αντιμετωπίσει τη συντονισμένη επίθεση των αγορών ενάντια στα κοινωνικά κεκτημένα, την περιβαλλοντική προστασία και τους δημοκρατικούς θεσμούς, που προωθείται στο πλαίσιο της TTIP και της TISA.
Η νέα κυβέρνηση στη χώρα, που υποτίθεται ότι θέλει να αλλάξει τα δεδομένα προς το θετικότερο και όχι προς το χειρότερο, θα πρέπει να βάλει βέτο σε αυτές τις συμφωνίες, όσο είναι καιρός, γιατί αν περάσουν-όπως πάει να περάσουν «κεκλεισμένων των θυρών»-στο μέλλον δε θα μπορεί να αντιδράσει, γιατί δεχόμενη το νομικό πλαίσιο που θα τις στηρίζει, θα την πηγαίνουν στα δικαστήρια οι πολυεθνικές. Η Μονσάντο για παράδειγμα, θα καταγγείλει την όποια ελληνική κυβέρνηση απαγορεύσει την καλλιέργεια των μεταλλαγμένων στη χώρα. Και όχι μόνο να βάλει βέτο στις συμφωνίες. Να προλάβει να νομοθετήσει και την απαγόρευση των γ.τ.ο., εκμεταλλευόμενη το γεγονός ότι οι χώρες της ΕΕ, μετά από την τελευταία συμφωνία επί της αρχής, θα πρέπει να έχουν μεγαλύτερη ευχέρεια για την απαγόρευση στην επικράτειά τους όσων ποικιλιών , έχουν εγκριθεί ή πρόκειται να εγκριθούν στην Ευρώπη, μέσω της ρήτρας εξόδου. Όχι μόνο των καλλιεργειών αλλά και της διακίνησής τους. Μη ξεχνάμε ότι το αίτημα του κινήματος ενάντια στα μεταλλαγμένα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο-και όχι μόνο στην Ελλάδα-είναι αυτό.
Είναι ευκαιρία, για να δείξει και σημεία ανυπακοής η νέα Κυβέρνηση, εκφράζοντας και το ευρωπαϊκό κίνημα, να ενσωματώσει στο ελληνικό δίκαιο την συνολική απαγόρευση και της καλλιέργειας και της διακίνησης των μεταλλαγμένων. Τουλάχιστον να το χρησιμοποιήσει σα σημείο πίεσης και σύγκρουσης και με την Ε.Ε. και με τον ΠΟΕ, που πιθανά θα στραφεί και αυτό εναντίον της, αφού έχει καθαρά νεοφιλελεύθερη γραμμή. Ο ΠΟΕ προτάσσει το ελεύθερο εμπόριο, ενάντια στην απόφαση του ΟΗΕ-που έχει πάρει και τη μορφή παγκόσμιου νόμου (το Πρωτόκολλο της Καρθαγένης για τη Βιοασφάλεια)- για την προτεραιότητα της αρχής της διακινδύνευσης. Αυτή η αρχή επιτάσσει ότι οι εταιρείες των μεταλλαγμένων –σαν παραγωγοί των γ.τ. οργανισμών-είναι υποχρεωμένες να αποδείχνουν την ακινδυνότητά τους και όχι όσοι είναι εναντίον τους, όπως ισχυρίζεται ο οργανισμός ελέγχου τροφίμων των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Όσο δεν αποδείχνουν αυτές οι ίδιες ότι τα προϊόντα τους δεν είναι επικίνδυνα-πως να το αποδείξουν άλλωστε, αφού κάποιοι ανεξάρτητοι ερευνητές έχουν δείξει πολλές φορές την επικινδυνότητά τους-δε μπορούν να παίρνουν άδεια εμπορίας από τις κρατικές αρχές πουθενά.
Αν θέλουμε υγιεινά αγροδιατροφικά προϊόντα για τον ντόπιο πληθυσμό και ταυτόχρονα έναν αγροδιατροφικό τομέα που να εξάγει με συγκριτικό πλεονέκτημα για τους ευρωπαίους πολίτες, ώστε να συμβάλει αποφασιστικά στο ξεπέρασμα της κρίσης και στην οικονομική αυτοδυναμία της χώρας μας-πράγμα που υποτίθεται ότι επιθυμεί και η σημερινή κυβέρνηση-τότε θα πρέπει αυτή να κηρύξει όλη τη χώρα σαν ζώνη ελεύθερη από την καλλιέργεια και τη διακίνηση των μεταλλαγμένων. Το εγχώριο κίνημα ενάντια στα μεταλλαγμένα θα πρέπει να το διεκδικήσει και να πιέσει την κυβέρνηση προς αυτή τη κατεύθυνση.
Και εμείς που έχουμε επιλέξει το φυσικό, βιοδυναμικό ή βιολογικό τρόπο γεωργικής πρακτικής με τον αντίστοιχο τρόπο ζωής και τον παρουσιάζουμε τόσα χρόνια τώρα στις οικολογικές γιορτές, να απαιτήσουμε επιπλέον όλη η χώρα να γίνει και ζώνη οικολογικής καλλιέργειας.