Θεμέλιος λίθος της αποικιακής κυριαρχίας ήταν πάντα η Ανάπτυξη, έννοια που υπονοούσε την αναγκαιότητα ενσωμάτωσης όλου του κόσμου στο δυτικό οικονομικό σύστημα, στο οποίο ο καπιταλισμός υποτίθεται ότι παράγει αυξανόμενη οικονομική μεγέθυνση. Στην σημερινή εποχή, όσες κοινωνίες έχουν απομείνει έξω από την εμβέλεια του, υποχρεώνονται να ακολουθήσουν τη συνταγή της μεταμόρφωσης που επιβάλλει το ισοπεδωτικό εξορυκτικό – ενεργειακό μοντέλο ως μονόδρομος ανάπτυξης και ως ο μόνος έγκυρος τρόπος ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα λεγόμενα μεγκαπρογιέκτος είναι η πιο τερατώδης έκφραση της παραπάνω σύλληψης της ανάπτυξης. Μεγκαπρογιέκτος σημαίνει γιγαντισμός. Σημαίνει μεγάλη διάρκεια κατασκευής και επένδυση υπέρογκων χρηματικών ποσών για έργα που εξυπηρετούν σκοπούς, όπως την παραγωγή ενέργειας (πετρελαιαγωγοί, υδροηλεκτρικά φράγματα, θερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις, αιολικά πάρκα), την εξαγωγή μεταλλευμάτων με ανοικτές εξορύξεις μεγάλης κλίμακας και τη διεύρυνση αγροτοβιομηχανικών εκτάσεων, κυρίως με την επιβολή μονοκαλλιεργειών ζαχαροκάλαμου, σόγιας, αφρικανικού φοίνικα, κ.ά.
Η επέλαση των μεγαπρογιέκτος πλαισιώνεται με επιχειρήματα τεχνικοεπιστημονικής φύσης. Εκπρόσωποι των εταιριών, κυβερνητικοί φορείς και Μ.Μ.Ε. επικεντρώνουν όλες τις συζητήσεις σε επιστημονικά δεδομένα, αριθμούς και στατιστικές, στοιχεία αποστειρωμένα και αποκομμένα από το κοινωνικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, τα οποία, περισσότερο συσκοτίζουν παρά διαφωτίζουν. Ταυτόχρονα, ακυρώνουν ολόκληρους πληθυσμούς που αντιστέκονται, παρουσιάζοντας τους ως γραφικούς και αδαείς χωριάτες που δε θέλουν την πρόοδο. “Τι ξέρετε εσείς; Είστε επιστήμονες για να έχετε άποψη; Είστε ειδικοί;”
Σύμφωνα με μία γνωστή φράση του Καστοριάδη, «ο αληθινός κριτής ενός σπαθιού δεν θεωρείται ο σιδηρουργός που το έχει σχεδιάσει, αλλά ο ξιφομάχος που το χρησιμοποιεί». Στη δημοκρατία των μεγαπρογιέκτος αυτό αντιστρέφεται, καθώς αφαιρείται από τους πολίτες το δικαίωμα της επιφύλαξης, της αμφιβολίας και του ελέγχου απέναντι σε όσα τους παρουσιάζονται ως αδιάσειστες αλήθειες. Στα δημόσια ζητήματα που αφορούν όλους και όλες, καθ’ ύλην αρμόδιοι είναι πλέον οι τεχνοκράτες.
Ωστόσο, γύρω από τις συγκρούσεις που προκύπτουν, δε διακυβεύεται απλώς ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο. Η εναντίωση, ιδιαίτερα των ιθαγενών λαών στην επέλαση του εξορυκτικού – ενεργειακού καπιταλισμού, αναδεικνύει δύο διαμετρικά αντίθετες θεωρήσεις της ανάπτυξης: από τη μία τις «εδαφικές διευθετήσεις της ζωής», που έχουν ως κέντρο και βασική προϋπόθεση την προστασία της Μητέρας Γης και από την άλλη «τα μεγαπρογιέκτος του θανάτου».
Η ματαιότητα της νομικής οδού
Οι τοπικές κοινωνίες μπαίνουν, λοιπόν, σε μία σύγκρουση που δεν επέλεξαν, αλλά πρέπει να δώσουν τη μάχη για να υπερασπιστούν τη γη και το μέλλον τους. Συνήθως ξεκινούν με την προσφυγή σε νομικές διαδικασίες και διοικητικά όργανα. Αυτό όμως, είναι ένα παιχνίδι με άνισους όρους και με ασυμμετρία δυνάμεων. Παίζουν σε ένα γήπεδο, του οποίου τους κανόνες δεν κατέχουν. Δεν ξεκινάει από την ίδια αφετηρία ένας ταπεινός χωρικός που ζει σε μία απομονωμένη κοινότητα, με μία πολυεθνική, που διαθέτει στρατιές καλοπληρωμένων δικηγόρων για να την υπερασπιστούν. Οι ιδιωτικές εταιρίες, όχι μόνο έχουν εξασφαλίσει την ανοχή ή τη συνενοχή της κεντρικής και τοπικής εξουσίας, ώστε να απολαμβάνουν πλήρους ασυλίας και να μη λογοδοτούν για τις επιπτώσεις των έργων τους, αλλά δεν είναι και σπάνιο, οι ίδιοι οι νομικοί σύμβουλοι τους να υπαγορεύουν την περιβαλλοντική νομοθεσία, ακόμα και την εργατική. Αυτό άλλωστε σημαίνει «πλαίσιο ευνοϊκό για επενδύσεις».
Για το λόγο αυτό, είναι λίγες οι περιπτώσεις δικαστικής δικαίωσης. Συνήθως αυτή έρχεται όταν ένα ζήτημα έχει λάβει δημοσιότητα και ασκείται διεθνής πίεση σε κάποια κυβέρνηση, ή όταν υπάρχει έντονη κινηματική δράση, εντός και εκτός συνόρων. Ο συνδυασμός τέτοιων παραγόντων ήταν που οδήγησε πρόσφατα σε νίκη την κινητοποίηση ιθαγενών κοινοτήτων στη Βραζιλία, ενάντια στην καναδική Toronto Belo Sun Mining, όταν ομοσπονδιακό δικαστήριο διέταξε την ανάκληση της άδειας της εταιρίας για εξορύξεις στον ποταμό Xingu.
Η βιομηχανία της ποινικοποίησης
Σε πολλές περιπτώσεις, μόλις αντιληφθούν τη ματαιότητα ή την ανεπάρκεια της νομικής οδού, οι τοπικές κοινωνίες υιοθετούν δυναμικούς τρόπους κοινωνικής ανυπακοής. Η ανυπακοή αυτή συχνά είναι βίαιη. Το επιχείρημα υπέρ αυτής της μορφής εναντίωσης διατυπώνεται ως εξής: οι ειρηνικές ενέργειες είναι ανώφελες απέναντι σε μια αυταρχική εξουσία, η οποία, εκμεταλλευόμενη το νομικό σύστημα, ή τη συντριπτική ισχύ της βίας της, εύκολα τις εξουδετερώνει. Η βίαιη ανυπακοή νομιμοποιείται λόγω του ότι υπερασπίζεται το γενικό συμφέρον, ενάντια σε πρακτικές, πολιτικές και νόμους που το αντιμάχονται.
Είτε είναι ειρηνική είτε πιο μαχητική, η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών στιγματίζεται και ποινικοποιείται. Δεν μιλάμε πλέον για ατιμωρησία των ισχυρών, για «λαμόγια στο απυρόβλητο», αλλά για τη μετατροπή θυμάτων σε ενόχους και ενεργών υποκειμένων που αγωνίζονται, σε εγκληματίες. Τα περιστατικά ποινικοποίησης δεν είναι μεμονωμένα αλλά συνθέτουν μία γενικευμένη και συστηματική πρακτική. Η «βιομηχανία» των ποινικών διώξεωντων υπερασπιστών της γης, η οποία αντικαθιστά ή συμπληρώνει την απροκάλυπτη φυσική βία, συνιστά πλέον ένα παγκόσμιο φαινόμενο, εντός του οποίου, η Λατινική Αμερική κατέχει τα πρωτεία. Αυτή τη στιγμή το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων στη Λατινική Αμερική (OCMAL) καταγράφει 142 ανοικτές υποθέσεις ποινικοποίησης μόνο γύρω από έργα εξόρυξης χρυσού. Σε περιοχές της Αμαζονίας, κυρίως στην Κολομβία και το Περού, αλλά και σε συγκεκριμένες χώρες της Κεντρικής Αμερικής, όπως είναι η Ονδούρα, η Γουατεμάλα και η Νικαράγουα, όπου οι συγκρούσεις τα τελευταία χρόνια θυμίζουν εμπόλεμες ζώνες, το ρεπερτόριο των κατασταλτικών πρακτικών είναι πλούσιο και πολυεπίπεδο:
Προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου. Η διεύρυνση του πεδίου των ποινικά κολάσιμων πράξεων, η ευκολία με την οποία επιβάλλονται καθεστώτα εξαίρεσης, η δημιουργία νέων τύπων εγκλημάτων, οι διώξεις βάσει τρομονόμων, ο περιορισμός του δικαιώματος στη διαμαρτυρία, είναι ενδεικτικές τακτικές με τις οποίες επιδιώκεται η φίμωση ή η εξάλειψη όσων αγωνίζονται ενάντια στα μεγαπρογιέκτος. Εδώ το παράλογο είναι το εξής: παρ’ όλο που θεωρητικά σε μία δημοκρατία, κριτής της νομιμότητας της εξουσίας είναι οι πολίτες, στην πράξη εκείνος που κρίνει αν είναι νόμιμη η εναντίωση των πολιτών προς την εξουσία, είναι η ίδια η εξουσία.
Καταχρηστικές μηνύσεις είτε από κρατικούς φορείς είτε από στελέχη των εταιριών. Μηνύσεις οι οποίες, πέρα από το ότι καταλήγουν σε δίκες ιδιαίτερα δαπανηρές, εξαντλούν τους αγωνιζόμενους και αποδυναμώνουν τις δυνατότητες τους για κινηματική δράση. Πολλές από τις κατηγορίες είναι για κοινά εγκλήματα, όπως καταστροφή περιουσίας ή παρακώλυση κυκλοφορίας εξαιτίας ενεργειών φθοράς σε μεγαπρογιέκτος. Για παράδειγμα στον Παναμά, ο Manolo Miranda, ηγέτης των ιθαγενών Ngäbe, καθώς και άλλα δύο μέλη της κοινότητας, της οποίας η γη πλημμύρισε εξαιτίας της κατασκευής του υδροηλεκτρικού φράγματος Barro Blanco, αντιμετωπίζουν ποινή μέχρι δύο ετών φυλάκισης για την κατάληψη των εγκαταστάσεων της εταιρίας GENISA τον Ιούνιο του 2015. Σε μια άλλη περίπτωση, στο Περού τον περασμένο Δεκέμβρη, 18 ιθαγενείς Αϋμάρα κατηγορήθηκαν για διατάραξη κοινής ειρήνης και ένας από αυτούς καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκισης.
Κατασκοπεία και στενή επιτήρηση. Μυστικές έρευνες, παρακολουθήσεις, τηλεφωνικές υποκλοπές, αυθαίρετες συλλήψεις, έφοδοι σε σπίτια αγωνιστών ή γραφεία οργανώσεων με ή χωρίς εισαγγελική εντολή, κλοπή ή κατάσχεσησκληρών δίσκων υπολογιστών και πληροφοριών (οι οποίες έπειτα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον των ίδιων των οργανώσεων), μπλοκάρισμα τραπεζικών λογαριασμών, είναι μερικές πολύ διαδεδομένες τακτικές.
Απονομιμοποίηση ολόκληρων κινημάτων. Φορείς της δυσφήμισης που εξαπολύει το Κράτος ενάντια σε κοινωνικές οργανώσεις ή κοινότητες συνολικά, είναι κυβερνητικά στελέχη, υπουργοί, ακόμα και πρωθυπουργοί. Κάτι τέτοιο έκανε κατ’εξακολούθηση ο πρώην Πρόεδρος της Κολομβίας Άλβαρο Ουρίμπε, ο οποίος στιγμάτιζε τους περιβαλλοντικούς (και όχι μόνο) αγωνιστές ως συνεργάτες των ανταρτών, μετατρέποντας τους έτσι σε στόχο των παραστρατιωτικών ομάδων. Η κατηγορία της τρομοκρατίας είναι πλέον η πιο συχνή, όπως στην περίπτωση των ιθαγενών Μαπούτσε. Αλλά και οι ίδιες οι εταιρίες δε διστάζουν να στοχοποιούν πρόσωπα ή κοινότητες που αποτελούν εμπόδιο στα σχέδια τους. Πριν από τη δολοφονία της το 2016, η Μπέρτα Κάσερες είχε δεχτεί αβάσιμες κατηγορίες από την εταιρία DESA, κατασκευάστρια του μεγαφράγματος Agua Zarca, για φθορά και αρπαγή περιουσίας. Επιπλέον, η εταιρία καλούσε την κυβέρνηση της Ονδούρας να θέσει εκτός νόμου ολόκληρο το Συμβούλιο Λαϊκών και Ιθαγενικών Οργανώσεων Ονδούρας (COPINH), στο οποίο ήταν συντονίστρια η Μπέρτα.
Στην κατεύθυνση της προπαγάνδας, Κράτος και επενδυτές έχουν τη συνδρομή των Μ.Μ.Ε., τα οποία συχνά συνδέονται με τις εταιρίες, μέσω οικονομικών χορηγιών. Ο μηντιακός αποκλεισμός των εκπροσώπων των αγωνιζόμενων, η μονόπλευρη παρουσίαση των ζητημάτων, όπως η αποκλειστική έμφαση στη δημιουργία θέσεωνεργασίας που φέρνουν τα μεγαπρογιέκτος, με παράλληλη απόκρυψη ή υποβάθμιση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών συνεπειών, συνδυάζονται με την καλλιέργεια κλίματος τρόμου και πανικού, καθώς και με τη ρατσιστική αντιμετώπιση αυτόχθονων ή αγροτικών πληθυσμών ως πολιτών τρίτης κατηγορίας. Με αυτό τον τρόπο προετοιμάζεται το έδαφος, ώστε να αποδεχτεί η κοινή γνώμη τα κατασταλτικά μέτρα.
Τι συμβαίνει όταν τα παραπάνω μέσα κριθούν ως αναποτελεσματικά; Πάντα υπάρχει το αμέσως επόμενο επίπεδο: η δολοφονία από πληρωμένους εκτελεστές («σικάριος»), από παραστρατιωτικούς ή από μέλη του στρατού και της αστυνομίας. Διακόσιες δολοφονίες περιβαλλοντικών αγωνιστών και αγωνιστριών μέσα στο 2016, καταγράφονται στην αναφορά της Global Witness, εκ των οποίων οι 120 στη Λατινική Αμερική. Εννοείται πως ο πραγματικός αριθμός είναι αδύνατο να εξακριβωθεί. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι αυτού του είδους οι δολοφονίες, δεν υπήρχαν πριν από δύο δεκαετίες.
Τελικά, αυτή είναι η μεγάλη διαστροφή του εξορυκτικού καπιταλισμού: το να κατοικεί κανείς σε εδάφη πλούσια σε φυσικά αγαθά, από ευλογία μετατρέπεται πλέον σε κατάρα.
πηγή
Τα λεγόμενα μεγκαπρογιέκτος είναι η πιο τερατώδης έκφραση της παραπάνω σύλληψης της ανάπτυξης. Μεγκαπρογιέκτος σημαίνει γιγαντισμός. Σημαίνει μεγάλη διάρκεια κατασκευής και επένδυση υπέρογκων χρηματικών ποσών για έργα που εξυπηρετούν σκοπούς, όπως την παραγωγή ενέργειας (πετρελαιαγωγοί, υδροηλεκτρικά φράγματα, θερμοηλεκτρικές εγκαταστάσεις, αιολικά πάρκα), την εξαγωγή μεταλλευμάτων με ανοικτές εξορύξεις μεγάλης κλίμακας και τη διεύρυνση αγροτοβιομηχανικών εκτάσεων, κυρίως με την επιβολή μονοκαλλιεργειών ζαχαροκάλαμου, σόγιας, αφρικανικού φοίνικα, κ.ά.
Η επέλαση των μεγαπρογιέκτος πλαισιώνεται με επιχειρήματα τεχνικοεπιστημονικής φύσης. Εκπρόσωποι των εταιριών, κυβερνητικοί φορείς και Μ.Μ.Ε. επικεντρώνουν όλες τις συζητήσεις σε επιστημονικά δεδομένα, αριθμούς και στατιστικές, στοιχεία αποστειρωμένα και αποκομμένα από το κοινωνικό και πολιτισμικό τους πλαίσιο, τα οποία, περισσότερο συσκοτίζουν παρά διαφωτίζουν. Ταυτόχρονα, ακυρώνουν ολόκληρους πληθυσμούς που αντιστέκονται, παρουσιάζοντας τους ως γραφικούς και αδαείς χωριάτες που δε θέλουν την πρόοδο. “Τι ξέρετε εσείς; Είστε επιστήμονες για να έχετε άποψη; Είστε ειδικοί;”
Σύμφωνα με μία γνωστή φράση του Καστοριάδη, «ο αληθινός κριτής ενός σπαθιού δεν θεωρείται ο σιδηρουργός που το έχει σχεδιάσει, αλλά ο ξιφομάχος που το χρησιμοποιεί». Στη δημοκρατία των μεγαπρογιέκτος αυτό αντιστρέφεται, καθώς αφαιρείται από τους πολίτες το δικαίωμα της επιφύλαξης, της αμφιβολίας και του ελέγχου απέναντι σε όσα τους παρουσιάζονται ως αδιάσειστες αλήθειες. Στα δημόσια ζητήματα που αφορούν όλους και όλες, καθ’ ύλην αρμόδιοι είναι πλέον οι τεχνοκράτες.
Ωστόσο, γύρω από τις συγκρούσεις που προκύπτουν, δε διακυβεύεται απλώς ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο. Η εναντίωση, ιδιαίτερα των ιθαγενών λαών στην επέλαση του εξορυκτικού – ενεργειακού καπιταλισμού, αναδεικνύει δύο διαμετρικά αντίθετες θεωρήσεις της ανάπτυξης: από τη μία τις «εδαφικές διευθετήσεις της ζωής», που έχουν ως κέντρο και βασική προϋπόθεση την προστασία της Μητέρας Γης και από την άλλη «τα μεγαπρογιέκτος του θανάτου».
Η ματαιότητα της νομικής οδού
Οι τοπικές κοινωνίες μπαίνουν, λοιπόν, σε μία σύγκρουση που δεν επέλεξαν, αλλά πρέπει να δώσουν τη μάχη για να υπερασπιστούν τη γη και το μέλλον τους. Συνήθως ξεκινούν με την προσφυγή σε νομικές διαδικασίες και διοικητικά όργανα. Αυτό όμως, είναι ένα παιχνίδι με άνισους όρους και με ασυμμετρία δυνάμεων. Παίζουν σε ένα γήπεδο, του οποίου τους κανόνες δεν κατέχουν. Δεν ξεκινάει από την ίδια αφετηρία ένας ταπεινός χωρικός που ζει σε μία απομονωμένη κοινότητα, με μία πολυεθνική, που διαθέτει στρατιές καλοπληρωμένων δικηγόρων για να την υπερασπιστούν. Οι ιδιωτικές εταιρίες, όχι μόνο έχουν εξασφαλίσει την ανοχή ή τη συνενοχή της κεντρικής και τοπικής εξουσίας, ώστε να απολαμβάνουν πλήρους ασυλίας και να μη λογοδοτούν για τις επιπτώσεις των έργων τους, αλλά δεν είναι και σπάνιο, οι ίδιοι οι νομικοί σύμβουλοι τους να υπαγορεύουν την περιβαλλοντική νομοθεσία, ακόμα και την εργατική. Αυτό άλλωστε σημαίνει «πλαίσιο ευνοϊκό για επενδύσεις».
Για το λόγο αυτό, είναι λίγες οι περιπτώσεις δικαστικής δικαίωσης. Συνήθως αυτή έρχεται όταν ένα ζήτημα έχει λάβει δημοσιότητα και ασκείται διεθνής πίεση σε κάποια κυβέρνηση, ή όταν υπάρχει έντονη κινηματική δράση, εντός και εκτός συνόρων. Ο συνδυασμός τέτοιων παραγόντων ήταν που οδήγησε πρόσφατα σε νίκη την κινητοποίηση ιθαγενών κοινοτήτων στη Βραζιλία, ενάντια στην καναδική Toronto Belo Sun Mining, όταν ομοσπονδιακό δικαστήριο διέταξε την ανάκληση της άδειας της εταιρίας για εξορύξεις στον ποταμό Xingu.
Η βιομηχανία της ποινικοποίησης
Σε πολλές περιπτώσεις, μόλις αντιληφθούν τη ματαιότητα ή την ανεπάρκεια της νομικής οδού, οι τοπικές κοινωνίες υιοθετούν δυναμικούς τρόπους κοινωνικής ανυπακοής. Η ανυπακοή αυτή συχνά είναι βίαιη. Το επιχείρημα υπέρ αυτής της μορφής εναντίωσης διατυπώνεται ως εξής: οι ειρηνικές ενέργειες είναι ανώφελες απέναντι σε μια αυταρχική εξουσία, η οποία, εκμεταλλευόμενη το νομικό σύστημα, ή τη συντριπτική ισχύ της βίας της, εύκολα τις εξουδετερώνει. Η βίαιη ανυπακοή νομιμοποιείται λόγω του ότι υπερασπίζεται το γενικό συμφέρον, ενάντια σε πρακτικές, πολιτικές και νόμους που το αντιμάχονται.
Είτε είναι ειρηνική είτε πιο μαχητική, η αντίσταση των τοπικών κοινωνιών στιγματίζεται και ποινικοποιείται. Δεν μιλάμε πλέον για ατιμωρησία των ισχυρών, για «λαμόγια στο απυρόβλητο», αλλά για τη μετατροπή θυμάτων σε ενόχους και ενεργών υποκειμένων που αγωνίζονται, σε εγκληματίες. Τα περιστατικά ποινικοποίησης δεν είναι μεμονωμένα αλλά συνθέτουν μία γενικευμένη και συστηματική πρακτική. Η «βιομηχανία» των ποινικών διώξεωντων υπερασπιστών της γης, η οποία αντικαθιστά ή συμπληρώνει την απροκάλυπτη φυσική βία, συνιστά πλέον ένα παγκόσμιο φαινόμενο, εντός του οποίου, η Λατινική Αμερική κατέχει τα πρωτεία. Αυτή τη στιγμή το Παρατηρητήριο Μεταλλευτικών Δραστηριοτήτων στη Λατινική Αμερική (OCMAL) καταγράφει 142 ανοικτές υποθέσεις ποινικοποίησης μόνο γύρω από έργα εξόρυξης χρυσού. Σε περιοχές της Αμαζονίας, κυρίως στην Κολομβία και το Περού, αλλά και σε συγκεκριμένες χώρες της Κεντρικής Αμερικής, όπως είναι η Ονδούρα, η Γουατεμάλα και η Νικαράγουα, όπου οι συγκρούσεις τα τελευταία χρόνια θυμίζουν εμπόλεμες ζώνες, το ρεπερτόριο των κατασταλτικών πρακτικών είναι πλούσιο και πολυεπίπεδο:
Προσαρμογή του νομοθετικού πλαισίου. Η διεύρυνση του πεδίου των ποινικά κολάσιμων πράξεων, η ευκολία με την οποία επιβάλλονται καθεστώτα εξαίρεσης, η δημιουργία νέων τύπων εγκλημάτων, οι διώξεις βάσει τρομονόμων, ο περιορισμός του δικαιώματος στη διαμαρτυρία, είναι ενδεικτικές τακτικές με τις οποίες επιδιώκεται η φίμωση ή η εξάλειψη όσων αγωνίζονται ενάντια στα μεγαπρογιέκτος. Εδώ το παράλογο είναι το εξής: παρ’ όλο που θεωρητικά σε μία δημοκρατία, κριτής της νομιμότητας της εξουσίας είναι οι πολίτες, στην πράξη εκείνος που κρίνει αν είναι νόμιμη η εναντίωση των πολιτών προς την εξουσία, είναι η ίδια η εξουσία.
Καταχρηστικές μηνύσεις είτε από κρατικούς φορείς είτε από στελέχη των εταιριών. Μηνύσεις οι οποίες, πέρα από το ότι καταλήγουν σε δίκες ιδιαίτερα δαπανηρές, εξαντλούν τους αγωνιζόμενους και αποδυναμώνουν τις δυνατότητες τους για κινηματική δράση. Πολλές από τις κατηγορίες είναι για κοινά εγκλήματα, όπως καταστροφή περιουσίας ή παρακώλυση κυκλοφορίας εξαιτίας ενεργειών φθοράς σε μεγαπρογιέκτος. Για παράδειγμα στον Παναμά, ο Manolo Miranda, ηγέτης των ιθαγενών Ngäbe, καθώς και άλλα δύο μέλη της κοινότητας, της οποίας η γη πλημμύρισε εξαιτίας της κατασκευής του υδροηλεκτρικού φράγματος Barro Blanco, αντιμετωπίζουν ποινή μέχρι δύο ετών φυλάκισης για την κατάληψη των εγκαταστάσεων της εταιρίας GENISA τον Ιούνιο του 2015. Σε μια άλλη περίπτωση, στο Περού τον περασμένο Δεκέμβρη, 18 ιθαγενείς Αϋμάρα κατηγορήθηκαν για διατάραξη κοινής ειρήνης και ένας από αυτούς καταδικάστηκε σε επτά χρόνια φυλάκισης.
Κατασκοπεία και στενή επιτήρηση. Μυστικές έρευνες, παρακολουθήσεις, τηλεφωνικές υποκλοπές, αυθαίρετες συλλήψεις, έφοδοι σε σπίτια αγωνιστών ή γραφεία οργανώσεων με ή χωρίς εισαγγελική εντολή, κλοπή ή κατάσχεσησκληρών δίσκων υπολογιστών και πληροφοριών (οι οποίες έπειτα θα χρησιμοποιηθούν εναντίον των ίδιων των οργανώσεων), μπλοκάρισμα τραπεζικών λογαριασμών, είναι μερικές πολύ διαδεδομένες τακτικές.
Απονομιμοποίηση ολόκληρων κινημάτων. Φορείς της δυσφήμισης που εξαπολύει το Κράτος ενάντια σε κοινωνικές οργανώσεις ή κοινότητες συνολικά, είναι κυβερνητικά στελέχη, υπουργοί, ακόμα και πρωθυπουργοί. Κάτι τέτοιο έκανε κατ’εξακολούθηση ο πρώην Πρόεδρος της Κολομβίας Άλβαρο Ουρίμπε, ο οποίος στιγμάτιζε τους περιβαλλοντικούς (και όχι μόνο) αγωνιστές ως συνεργάτες των ανταρτών, μετατρέποντας τους έτσι σε στόχο των παραστρατιωτικών ομάδων. Η κατηγορία της τρομοκρατίας είναι πλέον η πιο συχνή, όπως στην περίπτωση των ιθαγενών Μαπούτσε. Αλλά και οι ίδιες οι εταιρίες δε διστάζουν να στοχοποιούν πρόσωπα ή κοινότητες που αποτελούν εμπόδιο στα σχέδια τους. Πριν από τη δολοφονία της το 2016, η Μπέρτα Κάσερες είχε δεχτεί αβάσιμες κατηγορίες από την εταιρία DESA, κατασκευάστρια του μεγαφράγματος Agua Zarca, για φθορά και αρπαγή περιουσίας. Επιπλέον, η εταιρία καλούσε την κυβέρνηση της Ονδούρας να θέσει εκτός νόμου ολόκληρο το Συμβούλιο Λαϊκών και Ιθαγενικών Οργανώσεων Ονδούρας (COPINH), στο οποίο ήταν συντονίστρια η Μπέρτα.
Στην κατεύθυνση της προπαγάνδας, Κράτος και επενδυτές έχουν τη συνδρομή των Μ.Μ.Ε., τα οποία συχνά συνδέονται με τις εταιρίες, μέσω οικονομικών χορηγιών. Ο μηντιακός αποκλεισμός των εκπροσώπων των αγωνιζόμενων, η μονόπλευρη παρουσίαση των ζητημάτων, όπως η αποκλειστική έμφαση στη δημιουργία θέσεωνεργασίας που φέρνουν τα μεγαπρογιέκτος, με παράλληλη απόκρυψη ή υποβάθμιση των περιβαλλοντικών και κοινωνικών συνεπειών, συνδυάζονται με την καλλιέργεια κλίματος τρόμου και πανικού, καθώς και με τη ρατσιστική αντιμετώπιση αυτόχθονων ή αγροτικών πληθυσμών ως πολιτών τρίτης κατηγορίας. Με αυτό τον τρόπο προετοιμάζεται το έδαφος, ώστε να αποδεχτεί η κοινή γνώμη τα κατασταλτικά μέτρα.
Τι συμβαίνει όταν τα παραπάνω μέσα κριθούν ως αναποτελεσματικά; Πάντα υπάρχει το αμέσως επόμενο επίπεδο: η δολοφονία από πληρωμένους εκτελεστές («σικάριος»), από παραστρατιωτικούς ή από μέλη του στρατού και της αστυνομίας. Διακόσιες δολοφονίες περιβαλλοντικών αγωνιστών και αγωνιστριών μέσα στο 2016, καταγράφονται στην αναφορά της Global Witness, εκ των οποίων οι 120 στη Λατινική Αμερική. Εννοείται πως ο πραγματικός αριθμός είναι αδύνατο να εξακριβωθεί. Το μόνο βέβαιο είναι, ότι αυτού του είδους οι δολοφονίες, δεν υπήρχαν πριν από δύο δεκαετίες.
Τελικά, αυτή είναι η μεγάλη διαστροφή του εξορυκτικού καπιταλισμού: το να κατοικεί κανείς σε εδάφη πλούσια σε φυσικά αγαθά, από ευλογία μετατρέπεται πλέον σε κατάρα.
πηγή