Κι ο λαός τι λέει για όλα αυτά;
α) Η αμφιθυμική στάση απέναντι στο Ευρώ
Όλα αυτά, βέβαια, είναι λίγο πολύ γνωστά. Μάλιστα η πολιτική ανικανότητα κι η κοντόθωρη εξουσιομανία αυτής της στενής ηγετικής φράξιας, που κρύβεται πίσω από τον -τελικά άβουλο πολιτικά- Α. Τσίπρα, είναι βούτυρο στο ψωμί για την ανάπτυξη αντισυριζαϊκών εμμονών και μανιών από την πλευρά πολιτικών χώρων που έχουν παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τη λεγόμενη Ανανεωτική Αριστερά[1]. Αυτό που συνήθως παραβλέπουν αυτές οι κριτικές (εξ ου κι ο εμμονικός, θα έλεγε κανείς, χαρακτήρας τους κι η τάση να παρουσιάζουν, μαζί με το σύνολο της Δεξιάς -«λαϊκής» και νεοφιλελεύθερης-, τον Τσίπρα ως καταστροφέα μιας ολόκληρης χώρας) είναι ο παθητικός ρόλος της ελληνικής κοινωνίας. Διότι, προφανώς, αν αυτή η μικρή ομάδα πολιτικάντηδων κάνει αυτά που κάνει, είναι διότι έχει την ανοχή της κοινωνίας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Aυτό που έχει πάντοτε σημασία και σε μεγάλο βαθμό κρίνει το αποτέλεσμα δεν είναι η εκάστοτε μετριότητα του πολιτικού προσωπικού αλλά το πώς αντιδρούν οι λαοί.
Πρωταθλητές όμως στην παράβλεψη αυτού του βασικού δεδομένου είναι οι ακροαριστεροί κριτικοί του ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται ότι για τους αριστερούς εγκεφάλους είναι μάλλον αδύνατη η σκέψη ότι το βασικότερο πρόβλημα δεν είναι η «προδοτική» και ξεπουλημένη εξουσία και οι πολιτικές κωλοτούμπες αλλά η στάση της κοινωνίας και οι επιλογές της. Διότι πολλά ακούσαμε περί αθέτησης των «κόκκινων γραμμών» αλλά ελάχιστα για την κοινωνία που είχε, υποτίθεται, ως βάση στήριξης ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διαπραγμάτευσή του. Ασκούμε κι εμείς κριτική εδώ στην ενδοτικότητα και τις αυταπάτες της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στα όρια της πολιτικής του στρατηγικής, όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε κάτι βασικό: Πως, ακόμη κι αν εντός αυτής της ομάδας κυριαρχούσε από την αρχή μια γραμμή πρόθυμη να προβεί σε ρήξη με τους δανειστές, η κοινωνία όχι μόνο δεν ήταν έτοιμη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μα δήλωνε επανειλημμένως πως δεν το επιθυμούσε καθόλου. Γέμιζε τα στρώματα με ευρώ αδειάζοντας τις τράπεζες, παρακολουθούσε τρώγοντας ποπ κορν τα επεισόδια των Eurogroups και τις διαπραγματεύσεις, ενώ από κάποια στιγμή και μετά φάνηκε να υιοθετεί σχετικά μαζικά την ποταμίσια γραμμή «Κάντε επιτέλους μια συμφωνία, όποια και να’ ναι!». Πού να κάνεις, λοιπόν, σκληρή διαπραγμάτευση -ακόμα και να θες-, όταν δεν έχεις πίσω σου ένα λαό με το μαχαίρι στα δόντια;
Αν κάτι λοιπόν πρέπει να μας προβληματίζει είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι καθηλωμένη σε μια αμφιθυμική σχέση με την ΕΕ: Απ’ τη μια συμπεριφέρεται σαν παιδί που φοβάται μη χάσει την ασφάλεια της ευρωπαϊκής αγκαλιάς κι απ’ την άλλη φαίνεται ανά περιόδους έτοιμη να πάρει τολμηρές αποφάσεις χωρίς να λογαριάζει συνέπειες. Η περίοδος του δημοψηφίσματος υπήρξε ενδεικτική αυτού που περιγράφουμε. Δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η κοινωνία είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της παραμονής στο Ευρώ ενώ παράλληλα έβγαζε ένα 61,3% ΌΧΙ στο δημοψήφισμα. Η αμφιθυμία αυτή εκφράζει από τη μια την ιδέα ότι τουλάχιστον η Ευρώπη μας διασφαλίζει ένα βιοτικό επίπεδο, άρα η αποχώρηση απ’ αυτή κρίνεται αρνητική και από την άλλη τη στοιχειώδη αντίδραση απέναντι στον κυνισμό και την εκδικητικότητα της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας απέναντι στη χώρα -στοιχεία που πολλαπλασιάστηκαν σε νιοστό βαθμό με την προσπάθεια και μόνο να ψελλίσει η ελληνική πλευρά τις θεωρίες για «λάθος συνταγή», «τέρμα στη λιτότητα» κ.λπ. Το ενδιαφέρον είναι ότι η παραπάνω κοινωνική συμπεριφορά παραμένει αμετάβλητη ακόμη και τώρα που το όνειρο επιστροφής στην προ κρίσης εποχή -συναίσθημα κυρίαρχο ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της κρίσης- έχει σβήσει. Η κοινωνία, το περισσότερο διάστημα, φαίνεται ακινητοποιημένη μέσα στις αντιφάσεις της με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο διατεθειμένη να συμβιβαστεί με έναν άνωθεν άδικο και αδιέξοδο «λιτό βίο» των δανειστών παρά να φανταστεί οτιδήποτε άλλο. Εν τέλει φαντάζει ανίκανη να σκεφτεί στοιχειωδώς πάνω στα πολιτικά διακυβεύματα, πόσο μάλλον να πάρει πρωτοβουλίες για δράση.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως ποτέ κατά την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας ο λαός δεν κατάφερε να αποτελέσει αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο, ικανό να δράσει πολιτικά με τρόπο συνεκτικό, διαρκή και στοιχειωδώς συντεταγμένο με σκοπό τη χειραφέτησή του[2]. Επιπλέον, μετά από τέσσερις σχεδόν δεκαετίες κοινωνίας της κατανάλωσης, ο νεοελληνικός ανθρωπολογικός τύπος φαντάζει σε τέτοιο βαθμό φθαρμένος που ακόμη κι μερικές στιγμές έκλαμψης δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς. Η μαλθακοποίηση του ανθρώπινου όντος στην οποία οδηγεί αυτή η πρωτόγνωρη υλική αφθονία περιβάλλει μ’ έναν βαθύ φόβο κάθε προοπτική διακοπής της, κάτι που εν προκειμένω συμβαίνει με την περίπτωση της ενδεχόμενης «εξόδου από την Ευρωζώνη». Όχι ότι τα πράγματα θα είναι απλά, όπως θέλουν να πιστεύουν αριστεροί λαοπλάνοι τύπου Λαφαζάνη, Μηλιού και Λαπαβίτσα. Ωστόσο, αν ένας λαός θέλει να είναι εθνικά, έστω, ανεξάρτητος, πρέπει να μπορεί να σκέφτεται πως οι δυσκολίες ή ακόμα και οι κακουχίες που για ένα χρονικό διάστημα -τουλάχιστον- θα επέφερε μια τέτοια προοπτική ίσως να αξίζουν τον κόπο στο όνομα ενός υψηλότερου σκοπού.
β) Μας έπιασε όντως μαλάκες ο Τσίπρας με το δημοψήφισμα;
Η εβδομάδα του δημοψηφίσματος στάθηκε ως η χαρακτηριστικότερη ίσως απ’ αυτές τις εκλάμψεις που αναφέραμε. Κρίναμε λοιπόν ως ομάδα ότι πρέπει να τοποθετηθούμε υπέρ της συμμετοχής στο δημοψήφισμα και υπέρ βέβαια της επιλογής του ΟΧΙ, διαφωνώντας τόσο με τη γραμμή που μιλούσε περί αποχής και προέκρινε την ιδεολογική καθαρότητα, όσο και με επιχειρήματα του τύπου: «το δημοψήφισμα δε βγάζει κάπου πολιτικά» καθώς συνιστά μια παρασκηνιακή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ εν είδει απόδρασης από τις αντιφάσεις που γέννησε η λανθασμένη διαπραγματευτική του στρατηγική[3]. Όπως γράψαμε και τότε η διαπίστωση περί εσωκομματικών μηχανορραφιών και εργαλειακής χρήσης της «γνώμης του λαού» μας βρίσκει σύμφωνους, ωστόσο η ουσία της εν λόγω παρέμβασης βρισκόταν αλλού. Επειδή δεχτήκαμε ορισμένα κριτικά σχόλια γι’ αυτή μας την επιλογή, κυρίως με το επιχείρημα ότι παρασυρθήκαμε απ’ τον ενθουσιασμό της στιγμής, παραβλέποντας παρασκηνιακές διεργασίες και πολιτικές στοχεύεις που ενδεχομένως έκρυβε η επιλογή του δημοψηφίσματος, οφείλουμε μια ανταπάντηση.
Πρώτον πιστεύουμε ότι θα ήταν απλά ντροπή να ψήφιζε η κοινωνία ΝΑΙ και πως ένα τέτοιο αποτέλεσμα εξόφθαλμα θα είναι υπέρ των δανειστών, δεν χρειάζεται καν επιχειρηματολογία ως προς αυτό. Κρίνουμε μάλιστα θετική τη στάση διάφορων αναρχικών ομάδων που προέκριναν το ΟΧΙ ως στοιχειώδη αντίσταση σε έναν ωμό εκβιασμό. Δεύτερον, το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία στην διάρκεια της κρίσης είχε συναισθηματικά ξεσπάσματα με λειψά πολιτικά χαρακτηριστικά και απουσία μακροπρόθεσμων στοχεύσεων δε σημαίνει ότι το πρόβλημα έγκειται στον συναισθηματισμό αυτόν καθεαυτό, τον οποίον επιδεικνύει η κοινωνία σε διάφορες φάσεις της. Αντιθέτως εμείς αντιλαμβανόμαστε αυτές τις στιγμές ως μικρούς παφλασμούς στα λιμνάζοντα νερά της πολιτικής παθητικότητας που στοιχειωδώς επιτρέπουν την διάδοση ιδεών και την πολιτική ενασχόληση. Η απογοήτευση που ακολούθησε την επομένη του δημοψηφίσματος, για παράδειγμα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι για μια βδομάδα ο κόσμος ήταν περήφανος και είχε διάθεση να συζητήσει πολιτικά. Μόνο ένας παρανοϊκός θα θεωρούσε κάτι τέτοιο αρνητικό. Προφανώς η κοινωνία δεν αλλάζει μέσα σε μία βδομάδα, η αμφιθυμική της στάση απέναντι στην ΕΕ, όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι εξόφθαλμη και με πολλές αρνητικές συνέπειες στον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά, αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα άτομα που ασχολούμαστε πιο στρατευμένα με την πολιτική δεν πρέπει να συμμετέχουμε κριτικά στις στιγμές που η κοινωνικά έστω με ένα δημοψήφισμα βρίσκει την ευκαιρία να εκφραστεί.
Επιπροσθέτως δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι πολιτική και συναίσθημα είναι έννοιες αδιαχώριστες: Ποιος θα είχε το σθένος να συνεχίσει να επιδιώκει την ανατροπή, π.χ., του καπιταλισμού σε συνθήκες σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας του, αν δεν λειτουργούσε και με το συναίσθημα; Συν τοις άλλοις, πιστεύει κανείς σοβαρά ότι οι Έλληνες αν ήταν πιο εγκρατείς συναισθηματικά θα ήταν και πιο σωστοί στις πολιτικές τους επιλογές; Το πρόβλημα, εν προκειμένω, δεν είναι το συναίσθημα, αλλά ο τρόπος διαχείρισής του. Η ελληνική κοινωνία είναι από ανθρωπολογική πλευρά εξπρεσιονιστική και αυτό, από ορισμένες πλευρές, είναι θετικό καθότι ανακινεί πολιτικά ζητήματα, τεντώνει λίγο το σκοινί και προκαλεί εξελίξεις. Το χρόνιο κι εγγενές, θα έλεγε κανείς, πρόβλημα της νεοελληνικής ιστορίας έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός πως αυτή η εξπρεσιονιστική φύση του Έλληνα τον κάνει να μη μπορεί να δράσει με τρόπο ορθολογικό και συνεκτικό: Ενεργεί μόνο μ’ εκλάμψεις και ξεσπάσματα, με στιγμές έμπνευσης κι ηρωισμού, οι οποίες όμως σχεδόν ποτέ δεν οδηγούν σε μια συνέχεια της προσπάθειας μέσω συντεταγμένης και οργανωμένης δράσης. Ο λαός σχεδόν αμέσως αποσύρεται και κυριαρχούν πάλι η παθητικότητα, το φατριαστικό πνεύμα κι η χαρακτηριστική μοιρολατρία του «αυτός ο τόπος δεν τιμονιάζεται με τίποτε» και του «εγώ θα σώσω το ρωμέικο;». Κουμάντο κάνουν οι διάφοροι αρχηγοί κάθε είδους κι ο λαός τη βγάζει με τη συμμετοχή του σε δίκτυα πατρωνίας και κυκλώματα κάθε είδους, βαυκαλιζόμενος με μια θυματική εθνική ιδεολογία που τον εξυμνεί, ακριβώς, ως λαό ικανό ν’ αντέχει και να υποφέρει. Εμείς μπορεί να τον κρίνουμε ως δυνάμει πολιτικό υποκείμενο, ωστόσο ο ελληνικός λαός διαφέρει ουσιωδώς από τους δυτικούς του ομολόγους που έκαναν τις νεότερες επαναστάσεις κι ενσάρκωσαν το χειραφετητικό κίνημα ήδη από τον 12ο αιώνα στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής παθητικότητας και παράδοσης στη συναλλαγή και τη μικροδιαπλοκή, συναισθηματικές εξάρσεις συλλογικού φιλότιμου και περηφάνιας κάθε άλλο παρά αρνητικές είναι. Δείχνουν πως, αν μη τι άλλο, όσο κι αν βρίσκεται σε παρακμή, η νεοελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα πεθάνει. Μπορεί να πρόκειται για λεκτικούς κολοκοτρωνισμούς και λόγια του αέρα -όπως θα ‘λεγε κάποιος κακεντρεχής-, ωστόσο εμείς πιστεύουμε ότι έχει μεγάλη σημασία η στάση που κράτησε η κοινωνία κατά τη βδομάδα με τις κλειστές τράπεζες: Ούτε στον εκβιασμό μάσησε, ούτε καταβλήθηκε από πανικό, ούτε «κανιβαλικές» συμπεριφορές επέδειξε, ενώ παράλληλα προέταξε το αίσθημα αξιοπρέπειας έναντι των ψυχρών συμφεροντολογικών υπολογισμών, σπάζοντας έστω και για λίγες μέρες τον κυρίαρχο μικροαστισμό. Όταν έχεις απέναντί σου τον Ντάισελμπλουμ, τον Άδωνι και τον Μπογδάνο, κάτι τέτοιο δεν πρέπει διόλου να υποτιμάται κι ούτε να μηδενίζεται λόγω της παθητικότητας που κυριάρχησε απ’ την επόμενη Δευτέρα.
[1] Όπως ο Γ. Καραμπελιάς που αναφέραμε προηγουμένως, ο οποίος, προκειμένου να παρουσιάσει την ομάδα Τσίπρα ως προκεχωρημένο φυλάκιο του «εθνομηδενισμού», το οποίο δε θα διστάσει να θυσιάσει τη χώρα προς όφελος των εξουσιαστικών της σχεδίων, την ταυτίζει, εντελώς λανθασμένα, με τον ιδεολογικό ανθελληνισμό ορισμένων συνιστωσών του αναρχικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, πως το σχετικό άρθρο («Viva la Muerte, ή, να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς», Άρδην, τ. 100, ό. π. -διαθέσιμο και στο http://ardin-rixi.gr/archives/194207) όχι μόνο δανείζεται το δεύτερο ήμισυ του τίτλου του από τρικάκι γνωστής «αντιφά» ομάδας αλλά και διανθίζεται με φωτογραφίες χαρακτηριστικών «ανθελληνικών» αφισών και συνθημάτων του αναρχικού χώρου. Λες και χρειάζεται να ‘ναι κανείς απαραιτήτως ιδεολόγος ανθέλληνας προκειμένου να προτάξει το προσωπικό του συμφέρον έναντι του εθνικού συμφέροντος! Οι χουντικοί μπαμπουίνοι κι ο κυπριακός ακροδεξιός εσμός το ’74 δεν ήταν σάμπως εθνικόφρονες μέχρι κοκκάλου; Με δική τους ευθύνη όμως δεν προκάλεσαν την «εθνική τραγωδία» της Κύπρου; Και οι βασιλόφρονες το ’22;
[2] Σχετικά με αυτήν την ανικανότητα, βλ. και τη σχετική μας ανάλυση με αφορμή το Κίνημα των Πλατειών του 2011, «Το Κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα, τ. 3, Δεκέμβριος, 2011.
[3] Βλ. το κείμενό μας «ΟΧΙ μπας και πάρουμε μπρος» που δημοσιεύσαμε λίγες μέρες πριν την Κυριακή του δημοψηφίσματος (στο μπλογκ της ομάδας,protagma.wordpress.com).
pigi
α) Η αμφιθυμική στάση απέναντι στο Ευρώ
Όλα αυτά, βέβαια, είναι λίγο πολύ γνωστά. Μάλιστα η πολιτική ανικανότητα κι η κοντόθωρη εξουσιομανία αυτής της στενής ηγετικής φράξιας, που κρύβεται πίσω από τον -τελικά άβουλο πολιτικά- Α. Τσίπρα, είναι βούτυρο στο ψωμί για την ανάπτυξη αντισυριζαϊκών εμμονών και μανιών από την πλευρά πολιτικών χώρων που έχουν παλιούς ανοιχτούς λογαριασμούς με τη λεγόμενη Ανανεωτική Αριστερά[1]. Αυτό που συνήθως παραβλέπουν αυτές οι κριτικές (εξ ου κι ο εμμονικός, θα έλεγε κανείς, χαρακτήρας τους κι η τάση να παρουσιάζουν, μαζί με το σύνολο της Δεξιάς -«λαϊκής» και νεοφιλελεύθερης-, τον Τσίπρα ως καταστροφέα μιας ολόκληρης χώρας) είναι ο παθητικός ρόλος της ελληνικής κοινωνίας. Διότι, προφανώς, αν αυτή η μικρή ομάδα πολιτικάντηδων κάνει αυτά που κάνει, είναι διότι έχει την ανοχή της κοινωνίας, με ό,τι μπορεί να σημαίνει κάτι τέτοιο. Aυτό που έχει πάντοτε σημασία και σε μεγάλο βαθμό κρίνει το αποτέλεσμα δεν είναι η εκάστοτε μετριότητα του πολιτικού προσωπικού αλλά το πώς αντιδρούν οι λαοί.
Πρωταθλητές όμως στην παράβλεψη αυτού του βασικού δεδομένου είναι οι ακροαριστεροί κριτικοί του ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται ότι για τους αριστερούς εγκεφάλους είναι μάλλον αδύνατη η σκέψη ότι το βασικότερο πρόβλημα δεν είναι η «προδοτική» και ξεπουλημένη εξουσία και οι πολιτικές κωλοτούμπες αλλά η στάση της κοινωνίας και οι επιλογές της. Διότι πολλά ακούσαμε περί αθέτησης των «κόκκινων γραμμών» αλλά ελάχιστα για την κοινωνία που είχε, υποτίθεται, ως βάση στήριξης ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τη διαπραγμάτευσή του. Ασκούμε κι εμείς κριτική εδώ στην ενδοτικότητα και τις αυταπάτες της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ και κυρίως στα όρια της πολιτικής του στρατηγικής, όμως δεν πρέπει να παραβλέπουμε κάτι βασικό: Πως, ακόμη κι αν εντός αυτής της ομάδας κυριαρχούσε από την αρχή μια γραμμή πρόθυμη να προβεί σε ρήξη με τους δανειστές, η κοινωνία όχι μόνο δεν ήταν έτοιμη για ένα τέτοιο ενδεχόμενο, μα δήλωνε επανειλημμένως πως δεν το επιθυμούσε καθόλου. Γέμιζε τα στρώματα με ευρώ αδειάζοντας τις τράπεζες, παρακολουθούσε τρώγοντας ποπ κορν τα επεισόδια των Eurogroups και τις διαπραγματεύσεις, ενώ από κάποια στιγμή και μετά φάνηκε να υιοθετεί σχετικά μαζικά την ποταμίσια γραμμή «Κάντε επιτέλους μια συμφωνία, όποια και να’ ναι!». Πού να κάνεις, λοιπόν, σκληρή διαπραγμάτευση -ακόμα και να θες-, όταν δεν έχεις πίσω σου ένα λαό με το μαχαίρι στα δόντια;
Αν κάτι λοιπόν πρέπει να μας προβληματίζει είναι ότι η ελληνική κοινωνία είναι καθηλωμένη σε μια αμφιθυμική σχέση με την ΕΕ: Απ’ τη μια συμπεριφέρεται σαν παιδί που φοβάται μη χάσει την ασφάλεια της ευρωπαϊκής αγκαλιάς κι απ’ την άλλη φαίνεται ανά περιόδους έτοιμη να πάρει τολμηρές αποφάσεις χωρίς να λογαριάζει συνέπειες. Η περίοδος του δημοψηφίσματος υπήρξε ενδεικτική αυτού που περιγράφουμε. Δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι η κοινωνία είναι κατά συντριπτική πλειοψηφία υπέρ της παραμονής στο Ευρώ ενώ παράλληλα έβγαζε ένα 61,3% ΌΧΙ στο δημοψήφισμα. Η αμφιθυμία αυτή εκφράζει από τη μια την ιδέα ότι τουλάχιστον η Ευρώπη μας διασφαλίζει ένα βιοτικό επίπεδο, άρα η αποχώρηση απ’ αυτή κρίνεται αρνητική και από την άλλη τη στοιχειώδη αντίδραση απέναντι στον κυνισμό και την εκδικητικότητα της ευρωπαϊκής ολιγαρχίας απέναντι στη χώρα -στοιχεία που πολλαπλασιάστηκαν σε νιοστό βαθμό με την προσπάθεια και μόνο να ψελλίσει η ελληνική πλευρά τις θεωρίες για «λάθος συνταγή», «τέρμα στη λιτότητα» κ.λπ. Το ενδιαφέρον είναι ότι η παραπάνω κοινωνική συμπεριφορά παραμένει αμετάβλητη ακόμη και τώρα που το όνειρο επιστροφής στην προ κρίσης εποχή -συναίσθημα κυρίαρχο ιδιαίτερα τα πρώτα χρόνια της κρίσης- έχει σβήσει. Η κοινωνία, το περισσότερο διάστημα, φαίνεται ακινητοποιημένη μέσα στις αντιφάσεις της με αποτέλεσμα να είναι περισσότερο διατεθειμένη να συμβιβαστεί με έναν άνωθεν άδικο και αδιέξοδο «λιτό βίο» των δανειστών παρά να φανταστεί οτιδήποτε άλλο. Εν τέλει φαντάζει ανίκανη να σκεφτεί στοιχειωδώς πάνω στα πολιτικά διακυβεύματα, πόσο μάλλον να πάρει πρωτοβουλίες για δράση.
Δεν πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε πως ποτέ κατά την ιστορία της νεοελληνικής κοινωνίας ο λαός δεν κατάφερε να αποτελέσει αυτόνομο πολιτικό υποκείμενο, ικανό να δράσει πολιτικά με τρόπο συνεκτικό, διαρκή και στοιχειωδώς συντεταγμένο με σκοπό τη χειραφέτησή του[2]. Επιπλέον, μετά από τέσσερις σχεδόν δεκαετίες κοινωνίας της κατανάλωσης, ο νεοελληνικός ανθρωπολογικός τύπος φαντάζει σε τέτοιο βαθμό φθαρμένος που ακόμη κι μερικές στιγμές έκλαμψης δεν μπορούν να θεωρηθούν επαρκείς. Η μαλθακοποίηση του ανθρώπινου όντος στην οποία οδηγεί αυτή η πρωτόγνωρη υλική αφθονία περιβάλλει μ’ έναν βαθύ φόβο κάθε προοπτική διακοπής της, κάτι που εν προκειμένω συμβαίνει με την περίπτωση της ενδεχόμενης «εξόδου από την Ευρωζώνη». Όχι ότι τα πράγματα θα είναι απλά, όπως θέλουν να πιστεύουν αριστεροί λαοπλάνοι τύπου Λαφαζάνη, Μηλιού και Λαπαβίτσα. Ωστόσο, αν ένας λαός θέλει να είναι εθνικά, έστω, ανεξάρτητος, πρέπει να μπορεί να σκέφτεται πως οι δυσκολίες ή ακόμα και οι κακουχίες που για ένα χρονικό διάστημα -τουλάχιστον- θα επέφερε μια τέτοια προοπτική ίσως να αξίζουν τον κόπο στο όνομα ενός υψηλότερου σκοπού.
β) Μας έπιασε όντως μαλάκες ο Τσίπρας με το δημοψήφισμα;
Η εβδομάδα του δημοψηφίσματος στάθηκε ως η χαρακτηριστικότερη ίσως απ’ αυτές τις εκλάμψεις που αναφέραμε. Κρίναμε λοιπόν ως ομάδα ότι πρέπει να τοποθετηθούμε υπέρ της συμμετοχής στο δημοψήφισμα και υπέρ βέβαια της επιλογής του ΟΧΙ, διαφωνώντας τόσο με τη γραμμή που μιλούσε περί αποχής και προέκρινε την ιδεολογική καθαρότητα, όσο και με επιχειρήματα του τύπου: «το δημοψήφισμα δε βγάζει κάπου πολιτικά» καθώς συνιστά μια παρασκηνιακή επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ εν είδει απόδρασης από τις αντιφάσεις που γέννησε η λανθασμένη διαπραγματευτική του στρατηγική[3]. Όπως γράψαμε και τότε η διαπίστωση περί εσωκομματικών μηχανορραφιών και εργαλειακής χρήσης της «γνώμης του λαού» μας βρίσκει σύμφωνους, ωστόσο η ουσία της εν λόγω παρέμβασης βρισκόταν αλλού. Επειδή δεχτήκαμε ορισμένα κριτικά σχόλια γι’ αυτή μας την επιλογή, κυρίως με το επιχείρημα ότι παρασυρθήκαμε απ’ τον ενθουσιασμό της στιγμής, παραβλέποντας παρασκηνιακές διεργασίες και πολιτικές στοχεύεις που ενδεχομένως έκρυβε η επιλογή του δημοψηφίσματος, οφείλουμε μια ανταπάντηση.
Πρώτον πιστεύουμε ότι θα ήταν απλά ντροπή να ψήφιζε η κοινωνία ΝΑΙ και πως ένα τέτοιο αποτέλεσμα εξόφθαλμα θα είναι υπέρ των δανειστών, δεν χρειάζεται καν επιχειρηματολογία ως προς αυτό. Κρίνουμε μάλιστα θετική τη στάση διάφορων αναρχικών ομάδων που προέκριναν το ΟΧΙ ως στοιχειώδη αντίσταση σε έναν ωμό εκβιασμό. Δεύτερον, το γεγονός ότι η ελληνική κοινωνία στην διάρκεια της κρίσης είχε συναισθηματικά ξεσπάσματα με λειψά πολιτικά χαρακτηριστικά και απουσία μακροπρόθεσμων στοχεύσεων δε σημαίνει ότι το πρόβλημα έγκειται στον συναισθηματισμό αυτόν καθεαυτό, τον οποίον επιδεικνύει η κοινωνία σε διάφορες φάσεις της. Αντιθέτως εμείς αντιλαμβανόμαστε αυτές τις στιγμές ως μικρούς παφλασμούς στα λιμνάζοντα νερά της πολιτικής παθητικότητας που στοιχειωδώς επιτρέπουν την διάδοση ιδεών και την πολιτική ενασχόληση. Η απογοήτευση που ακολούθησε την επομένη του δημοψηφίσματος, για παράδειγμα, δεν αναιρεί το γεγονός ότι για μια βδομάδα ο κόσμος ήταν περήφανος και είχε διάθεση να συζητήσει πολιτικά. Μόνο ένας παρανοϊκός θα θεωρούσε κάτι τέτοιο αρνητικό. Προφανώς η κοινωνία δεν αλλάζει μέσα σε μία βδομάδα, η αμφιθυμική της στάση απέναντι στην ΕΕ, όπως αναφέραμε παραπάνω, είναι εξόφθαλμη και με πολλές αρνητικές συνέπειες στον τρόπο που σκέφτεται και αντιδρά, αυτό όμως δε σημαίνει ότι τα άτομα που ασχολούμαστε πιο στρατευμένα με την πολιτική δεν πρέπει να συμμετέχουμε κριτικά στις στιγμές που η κοινωνικά έστω με ένα δημοψήφισμα βρίσκει την ευκαιρία να εκφραστεί.
Επιπροσθέτως δε θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι πολιτική και συναίσθημα είναι έννοιες αδιαχώριστες: Ποιος θα είχε το σθένος να συνεχίσει να επιδιώκει την ανατροπή, π.χ., του καπιταλισμού σε συνθήκες σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας του, αν δεν λειτουργούσε και με το συναίσθημα; Συν τοις άλλοις, πιστεύει κανείς σοβαρά ότι οι Έλληνες αν ήταν πιο εγκρατείς συναισθηματικά θα ήταν και πιο σωστοί στις πολιτικές τους επιλογές; Το πρόβλημα, εν προκειμένω, δεν είναι το συναίσθημα, αλλά ο τρόπος διαχείρισής του. Η ελληνική κοινωνία είναι από ανθρωπολογική πλευρά εξπρεσιονιστική και αυτό, από ορισμένες πλευρές, είναι θετικό καθότι ανακινεί πολιτικά ζητήματα, τεντώνει λίγο το σκοινί και προκαλεί εξελίξεις. Το χρόνιο κι εγγενές, θα έλεγε κανείς, πρόβλημα της νεοελληνικής ιστορίας έχει να κάνει ακριβώς με το γεγονός πως αυτή η εξπρεσιονιστική φύση του Έλληνα τον κάνει να μη μπορεί να δράσει με τρόπο ορθολογικό και συνεκτικό: Ενεργεί μόνο μ’ εκλάμψεις και ξεσπάσματα, με στιγμές έμπνευσης κι ηρωισμού, οι οποίες όμως σχεδόν ποτέ δεν οδηγούν σε μια συνέχεια της προσπάθειας μέσω συντεταγμένης και οργανωμένης δράσης. Ο λαός σχεδόν αμέσως αποσύρεται και κυριαρχούν πάλι η παθητικότητα, το φατριαστικό πνεύμα κι η χαρακτηριστική μοιρολατρία του «αυτός ο τόπος δεν τιμονιάζεται με τίποτε» και του «εγώ θα σώσω το ρωμέικο;». Κουμάντο κάνουν οι διάφοροι αρχηγοί κάθε είδους κι ο λαός τη βγάζει με τη συμμετοχή του σε δίκτυα πατρωνίας και κυκλώματα κάθε είδους, βαυκαλιζόμενος με μια θυματική εθνική ιδεολογία που τον εξυμνεί, ακριβώς, ως λαό ικανό ν’ αντέχει και να υποφέρει. Εμείς μπορεί να τον κρίνουμε ως δυνάμει πολιτικό υποκείμενο, ωστόσο ο ελληνικός λαός διαφέρει ουσιωδώς από τους δυτικούς του ομολόγους που έκαναν τις νεότερες επαναστάσεις κι ενσάρκωσαν το χειραφετητικό κίνημα ήδη από τον 12ο αιώνα στις ευρωπαϊκές πόλεις.
Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο πολιτικής παθητικότητας και παράδοσης στη συναλλαγή και τη μικροδιαπλοκή, συναισθηματικές εξάρσεις συλλογικού φιλότιμου και περηφάνιας κάθε άλλο παρά αρνητικές είναι. Δείχνουν πως, αν μη τι άλλο, όσο κι αν βρίσκεται σε παρακμή, η νεοελληνική κοινωνία δεν έχει ακόμα πεθάνει. Μπορεί να πρόκειται για λεκτικούς κολοκοτρωνισμούς και λόγια του αέρα -όπως θα ‘λεγε κάποιος κακεντρεχής-, ωστόσο εμείς πιστεύουμε ότι έχει μεγάλη σημασία η στάση που κράτησε η κοινωνία κατά τη βδομάδα με τις κλειστές τράπεζες: Ούτε στον εκβιασμό μάσησε, ούτε καταβλήθηκε από πανικό, ούτε «κανιβαλικές» συμπεριφορές επέδειξε, ενώ παράλληλα προέταξε το αίσθημα αξιοπρέπειας έναντι των ψυχρών συμφεροντολογικών υπολογισμών, σπάζοντας έστω και για λίγες μέρες τον κυρίαρχο μικροαστισμό. Όταν έχεις απέναντί σου τον Ντάισελμπλουμ, τον Άδωνι και τον Μπογδάνο, κάτι τέτοιο δεν πρέπει διόλου να υποτιμάται κι ούτε να μηδενίζεται λόγω της παθητικότητας που κυριάρχησε απ’ την επόμενη Δευτέρα.
[1] Όπως ο Γ. Καραμπελιάς που αναφέραμε προηγουμένως, ο οποίος, προκειμένου να παρουσιάσει την ομάδα Τσίπρα ως προκεχωρημένο φυλάκιο του «εθνομηδενισμού», το οποίο δε θα διστάσει να θυσιάσει τη χώρα προς όφελος των εξουσιαστικών της σχεδίων, την ταυτίζει, εντελώς λανθασμένα, με τον ιδεολογικό ανθελληνισμό ορισμένων συνιστωσών του αναρχικού χώρου. Είναι χαρακτηριστικό, εν προκειμένω, πως το σχετικό άρθρο («Viva la Muerte, ή, να πεθάνει η Ελλάδα, να ζήσουμε εμείς», Άρδην, τ. 100, ό. π. -διαθέσιμο και στο http://ardin-rixi.gr/archives/194207) όχι μόνο δανείζεται το δεύτερο ήμισυ του τίτλου του από τρικάκι γνωστής «αντιφά» ομάδας αλλά και διανθίζεται με φωτογραφίες χαρακτηριστικών «ανθελληνικών» αφισών και συνθημάτων του αναρχικού χώρου. Λες και χρειάζεται να ‘ναι κανείς απαραιτήτως ιδεολόγος ανθέλληνας προκειμένου να προτάξει το προσωπικό του συμφέρον έναντι του εθνικού συμφέροντος! Οι χουντικοί μπαμπουίνοι κι ο κυπριακός ακροδεξιός εσμός το ’74 δεν ήταν σάμπως εθνικόφρονες μέχρι κοκκάλου; Με δική τους ευθύνη όμως δεν προκάλεσαν την «εθνική τραγωδία» της Κύπρου; Και οι βασιλόφρονες το ’22;
[2] Σχετικά με αυτήν την ανικανότητα, βλ. και τη σχετική μας ανάλυση με αφορμή το Κίνημα των Πλατειών του 2011, «Το Κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα, τ. 3, Δεκέμβριος, 2011.
[3] Βλ. το κείμενό μας «ΟΧΙ μπας και πάρουμε μπρος» που δημοσιεύσαμε λίγες μέρες πριν την Κυριακή του δημοψηφίσματος (στο μπλογκ της ομάδας,protagma.wordpress.com).
pigi