Μανόλης Αλεξάκης
Το τέλος κάθε χρονιάς, όσες συμβατικότητες κι αν περιέχει, είναι μια αφορμή για προβληματισμό, απολογισμό και σχέδια για το μέλλον. Είναι ο χρόνος, η μεγαλύτερη απορία, το πιο κρυφό στοίχημα του ανθρώπου.
Η ίδια η προσπάθεια μας να τον μετρήσουμε, αποτυπώνει την αγωνία μας να τον ελέγξουμε, να δείξουμε πως κι εκεί η δύναμη μας μπορεί να παρέμβει και να δημιουργήσει το δικό της περιβάλλον, το δικό της ρυθμό και μέτρο. Αποτελεί το πρώτο σημάδι της ύβρεως και της έπαρσης που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες πράξεις. Μπροστά λοιπόν στο χρόνο, η ανθρώπινη παρουσία αντιστοιχεί σε ελάχιστες στιγμές, ασήμαντες και αδιάφορες για την ιστορία του σύμπαντος.
Αναρωτιόμαστε που οφείλετε η σύγχρονη ασέβεια που καταστρέφει τον πλανήτη, αγνοώντας το χρόνο που η φύση χρειάζεται για να μπορέσει να επουλώσει τις πληγές της ασυδοσίας μας και της τυφλής μας πορείας.
Δυστυχώς σήμερα η ταχύτητα, ο γρήγορος ρυθμός είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους στόχους μας και τις απαιτήσεις μας. Οι ρυθμοί προσαρμογής στις αλλαγές του τεχνικού μας πολιτισμού, έρχονται να απαιτήσουν ολοένα και περισσότερο την απομάκρυνση μας από τους φυσικούς κανόνες και χρόνους. Οι πληροφορίες και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ανανεώνονται με εξωφρενικά γρήγορο ρυθμό.
Αποτέλεσμα αυτής της ακατάσχετης αλλαγής, είναι πως ο άνθρωπος αδυνατεί να αφομοιώσει τη γνώση που κατακτιέται, στο βαθμό βεβαίως που τη γνωρίζει και γίνεται κοινωνός της.
Από την άλλη ο τεχνικός πολιτισμός, έχει κατακτήσει τη φύση, την αντιμετωπίζει ως δούλα του, υποχρεωμένη να του προσφέρει ό,τι εκείνος επιθυμεί στο ρυθμό και στις ποσότητες που επιθυμεί.
Έχω την αίσθηση πως όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς γιατί ο εσπευσμένος χρόνος, αυτός της ταχύτητας δεν μας επιτρέπει να κατανοούμε τις εξελίξεις. Θα λεγε κανείς πως η καταγραφή και η τεχνική αποθήκευση πληροφοριών που ξεκίνησε από τον Γουτεμβέργιο και κορυφώθηκε με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μετέφερε σε άλλο πεδίο τη γνώση. Έξω από τον άνθρωπο. Ως τότε και ως τις τελευταίες δεκαετίες, σε κάθε κοινωνία, σε κάθε πολιτισμό λειτουργούσε η συλλογική μνήμη.
Εκείνη είχε το χαρακτηριστικό να κινείται πιο κοντά στους φυσικούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα το σκεπτικό και οι αρχές της να διαρκούν για αιώνες, να απηχούν τη γνώση και τη σοφία χιλιετηρίδων. Αυτός ο προφορικός πλούτος, με χαρακτηριστικά εξ ορισμού μεγάλης αφήγησης, βοηθούσε τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως αποτελεί μέρος μιας φυσικής διαδικασίας, ενός οικοσυστήματος του οποίου τη λογική και την ανάσα θα πρεπε να σέβεται και να προσέχει.
Η σχέση αυτή, σχέση αμφίδρομη και αμοιβαία, στάθηκε για πολλούς αιώνες η βάση της παραγωγής κανόνων κοινωνικών, ηθικών, οικονομικών.
Η μνήμη αυτή η κοινωνική, του αισθήματος του ανήκειν σε ένα σύνολο του οποίου και αποτελούμε μικρό τμήμα, συνέβαλε στο να υπάρχει ισορροπία και η ζωή μας να κινείται σε πλαίσια ικανά να τροφοδοτήσουν το είναι μας, την ταυτότητα μας, να δομήσουν τη σχέση μας με το περιβάλλον στη βάση του σεβασμού.
Αντίθετα η ζωή μας σήμερα, στο αστικό περιβάλλον, και πλέον στο εικονικό ηλεκτρονικό περιβάλλον, όπου κινούμαστε, ζούμε, ερωτευόμαστε, ικανοποιούμε κάθε μας ανάγκη, αδιαφορεί και αγνοεί τη φύση. Οι συνέπειες βεβαίως είναι τραγικές και στη ζωή μας, γιατί αυτοκαταδικαστήκαμε σε ισόβια μοναξιά, μακριά από τη φύση και ό,τι εκείνη μπορεί να μας προσφέρει και είναι μάταια κάθε προσδοκία για ευτυχία.
Ακόμη πιο εξωφρενικό είναι το γεγονός πως η κυριαρχία μας αυτή, πιστεύουμε πως θα είναι διαρκής. Αγνοούμε πως η φύση με τον τρόπο που δρούμε θα συνεχίσει να ζει χωρίς εμάς, για πολλές χιλιάδες χρόνια, όπως συνέβη και με άλογα όντα που σε άλλες περιόδους έζησαν στη γη.
Δοξάζουμε το εφήμερο και το προσκυνούμε μη χάνοντας ευκαιρία να αναδείξουμε την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας.
Κι αυτό το θεωρούμε νίκη, το θεωρούμε πρόοδο, πιστεύουμε, όπως κάθε τύραννος πως η εξουσία μας θα είναι παντοτινή. Ευτυχώς για τη φύση τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δυστυχώς για μας η εξέλιξη μας, παραπέμπει στην τραγικότητα της ύπαρξής μας. Όταν θα μάθουμε την αλήθεια θα είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε την αυτοτιμωρία του μύθου, να πορευτούμε τυφλοί, γιατί θα είναι πλέον αργά.
Πηγή
Το τέλος κάθε χρονιάς, όσες συμβατικότητες κι αν περιέχει, είναι μια αφορμή για προβληματισμό, απολογισμό και σχέδια για το μέλλον. Είναι ο χρόνος, η μεγαλύτερη απορία, το πιο κρυφό στοίχημα του ανθρώπου.
Η ίδια η προσπάθεια μας να τον μετρήσουμε, αποτυπώνει την αγωνία μας να τον ελέγξουμε, να δείξουμε πως κι εκεί η δύναμη μας μπορεί να παρέμβει και να δημιουργήσει το δικό της περιβάλλον, το δικό της ρυθμό και μέτρο. Αποτελεί το πρώτο σημάδι της ύβρεως και της έπαρσης που χαρακτηρίζει τις ανθρώπινες πράξεις. Μπροστά λοιπόν στο χρόνο, η ανθρώπινη παρουσία αντιστοιχεί σε ελάχιστες στιγμές, ασήμαντες και αδιάφορες για την ιστορία του σύμπαντος.
Αναρωτιόμαστε που οφείλετε η σύγχρονη ασέβεια που καταστρέφει τον πλανήτη, αγνοώντας το χρόνο που η φύση χρειάζεται για να μπορέσει να επουλώσει τις πληγές της ασυδοσίας μας και της τυφλής μας πορείας.
Δυστυχώς σήμερα η ταχύτητα, ο γρήγορος ρυθμός είναι τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν τους στόχους μας και τις απαιτήσεις μας. Οι ρυθμοί προσαρμογής στις αλλαγές του τεχνικού μας πολιτισμού, έρχονται να απαιτήσουν ολοένα και περισσότερο την απομάκρυνση μας από τους φυσικούς κανόνες και χρόνους. Οι πληροφορίες και τα επιτεύγματα της τεχνολογίας, ανανεώνονται με εξωφρενικά γρήγορο ρυθμό.
Αποτέλεσμα αυτής της ακατάσχετης αλλαγής, είναι πως ο άνθρωπος αδυνατεί να αφομοιώσει τη γνώση που κατακτιέται, στο βαθμό βεβαίως που τη γνωρίζει και γίνεται κοινωνός της.
Από την άλλη ο τεχνικός πολιτισμός, έχει κατακτήσει τη φύση, την αντιμετωπίζει ως δούλα του, υποχρεωμένη να του προσφέρει ό,τι εκείνος επιθυμεί στο ρυθμό και στις ποσότητες που επιθυμεί.
Έχω την αίσθηση πως όλα αυτά συμβαίνουν ακριβώς γιατί ο εσπευσμένος χρόνος, αυτός της ταχύτητας δεν μας επιτρέπει να κατανοούμε τις εξελίξεις. Θα λεγε κανείς πως η καταγραφή και η τεχνική αποθήκευση πληροφοριών που ξεκίνησε από τον Γουτεμβέργιο και κορυφώθηκε με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές, μετέφερε σε άλλο πεδίο τη γνώση. Έξω από τον άνθρωπο. Ως τότε και ως τις τελευταίες δεκαετίες, σε κάθε κοινωνία, σε κάθε πολιτισμό λειτουργούσε η συλλογική μνήμη.
Εκείνη είχε το χαρακτηριστικό να κινείται πιο κοντά στους φυσικούς ρυθμούς, με αποτέλεσμα το σκεπτικό και οι αρχές της να διαρκούν για αιώνες, να απηχούν τη γνώση και τη σοφία χιλιετηρίδων. Αυτός ο προφορικός πλούτος, με χαρακτηριστικά εξ ορισμού μεγάλης αφήγησης, βοηθούσε τον άνθρωπο να συνειδητοποιήσει πως αποτελεί μέρος μιας φυσικής διαδικασίας, ενός οικοσυστήματος του οποίου τη λογική και την ανάσα θα πρεπε να σέβεται και να προσέχει.
Η σχέση αυτή, σχέση αμφίδρομη και αμοιβαία, στάθηκε για πολλούς αιώνες η βάση της παραγωγής κανόνων κοινωνικών, ηθικών, οικονομικών.
Η μνήμη αυτή η κοινωνική, του αισθήματος του ανήκειν σε ένα σύνολο του οποίου και αποτελούμε μικρό τμήμα, συνέβαλε στο να υπάρχει ισορροπία και η ζωή μας να κινείται σε πλαίσια ικανά να τροφοδοτήσουν το είναι μας, την ταυτότητα μας, να δομήσουν τη σχέση μας με το περιβάλλον στη βάση του σεβασμού.
Αντίθετα η ζωή μας σήμερα, στο αστικό περιβάλλον, και πλέον στο εικονικό ηλεκτρονικό περιβάλλον, όπου κινούμαστε, ζούμε, ερωτευόμαστε, ικανοποιούμε κάθε μας ανάγκη, αδιαφορεί και αγνοεί τη φύση. Οι συνέπειες βεβαίως είναι τραγικές και στη ζωή μας, γιατί αυτοκαταδικαστήκαμε σε ισόβια μοναξιά, μακριά από τη φύση και ό,τι εκείνη μπορεί να μας προσφέρει και είναι μάταια κάθε προσδοκία για ευτυχία.
Ακόμη πιο εξωφρενικό είναι το γεγονός πως η κυριαρχία μας αυτή, πιστεύουμε πως θα είναι διαρκής. Αγνοούμε πως η φύση με τον τρόπο που δρούμε θα συνεχίσει να ζει χωρίς εμάς, για πολλές χιλιάδες χρόνια, όπως συνέβη και με άλογα όντα που σε άλλες περιόδους έζησαν στη γη.
Δοξάζουμε το εφήμερο και το προσκυνούμε μη χάνοντας ευκαιρία να αναδείξουμε την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι μας.
Κι αυτό το θεωρούμε νίκη, το θεωρούμε πρόοδο, πιστεύουμε, όπως κάθε τύραννος πως η εξουσία μας θα είναι παντοτινή. Ευτυχώς για τη φύση τα πράγματα δεν είναι έτσι. Δυστυχώς για μας η εξέλιξη μας, παραπέμπει στην τραγικότητα της ύπαρξής μας. Όταν θα μάθουμε την αλήθεια θα είμαστε αναγκασμένοι να υποστούμε την αυτοτιμωρία του μύθου, να πορευτούμε τυφλοί, γιατί θα είναι πλέον αργά.
Πηγή