Ένας άλλος μύθος που παρατηρήθηκε σε συζητήσεις για ενεργειακά θέματα είναι η αποϋλοποίηση των οικονομιών στις ανεπτυγμένες χώρες, στις οποίες συχνά αυτό θεωρείται δεδομένο, μόλις οι δραστηριότητες του τριτογενούς τομέα παροχής υπηρεσιών αυξάνουν και υπερτερούν στο ποσοστό του ΑΕΠ από τις παραγωγικές δραστηριότητες στον πρωτογενή ή/και δευτερογενή τομέα της οικονομίας. Και αυτό με το επιχείρημα ότι οι δραστηριότητες στον πρωτογενή-δευτερογενή τομέα είναι ενεργειακά πιο εντατικές.
Ο οικονομικός ορισμός της ενεργειακής απόδοσης βασίζεται στον υπολογισμό του λεγόμενου συντελεστή οικονομικής ενεργειακής έντασης (Εconomic Εnergy Ιntensity, EEI[1]). Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ της τελικής ενέργειας που καταναλώνεται από την οικονομία (η βιοφυσική της εισροή υπολογισμένη σε ενεργειακούς όρους) και του εγχώριου ΑΕΠ που παράγεται από την οικονομία (η προκύπτουσα οικονομική παραγωγή, υπολογιζόμενη με όρους προστιθέμενης αξίας και μετρημένη σε ένα δεδομένο νόμισμα, σε ένα δεδομένο έτος). Αυτό είναι που στη συνέχεια χρησιμοποιείται για τη μελέτη των αλλαγών στην εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.
Υιοθετώντας αυτή την προσέγγιση, ωστόσο, κάποιος μπορεί να έχει την εσφαλμένη εντύπωση ότι η τεχνολογική πρόοδος μειώνει την εξάρτηση των σύγχρονων οικονομιών από την ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν εξετάζουμε το EEI και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πολλοί καθησυχάζονται από την ιδέα ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει συσχετιστεί με ένα φθίνοντα EEI και ένα αυξανόμενοΑΕΠ. Είναι όμως λάθος να θεωρείται η «αποϋλοποίηση» της οικονομίας σαν «βελτίωση» για την αειφορία, εφόσον η τελική κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται σταθερά κατά τη διάρκεια των ετών. Αυτή η παρερμηνεία οφείλεται στη χρήση δεδομένων που αφορούν μόνο τις ενδελεχείς μεταβλητές (E/ΑΕΠ=ΕΕΙ και ΑΕΠ), οι οποίες δεν είναι απαραιτήτως χρήσιμες για τον έλεγχο της βιωσιμότητας μιας οικονομικής διαδικασίας, καθώς δεν δίνουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοτικό μέγεθος του συστήματος, ήτοι το επίπεδο κατανάλωσης των φυσικών πόρων από το σύστημα.
Για την αντιμετώπιση των εξωτερικών περιορισμών που καθορίζουν τη βιωσιμότητα της οικονομικής διαδικασίας (δηλ. περιορισμένοι φυσικοί πόροι), πρέπει να συγκρίνουμε το σχετικό μέγεθος της κοινωνίας με το μέγεθος των διαθέσιμων περιβαλλοντικών υπηρεσιών με τη χρησιμοποίηση εκτενών μεταβλητών (π.χ. κατακεφαλή ενέργεια). Έχουμε διαφορετική ανάγνωση αν σχετίσουμε τις μεταβλητές ΕΕΙ και κατακεφαλή ΑΕΠ, αφού παίρνουμε μια καμπύλη που δίνει την αίσθηση ότι η οικονομία δεν καταναλώνει περισσότερη ενέργεια, ενώ η ίδια αυξάνεται, και διαφορετική εικόνα αν σχετίσουμε την κατακεφαλή ενέργεια με το κατακεφαλή ΑΕΠ, όπου η καμπύλη δείχνει σαφώς ότι η οικονομία αυξάνεται μέσω της αύξησης της κατά κεφαλή κατανάλωσης ενέργειας αντανακλώντας τις μεταβολές στην κατανάλωση ενέργειας.
Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις εντατικές μεταβλητές δεν επαρκούν για να χαρακτηρίσουν την αποτελεσματικότητα μιας οικονομίας. Στην πραγματικότητα, ο μύθος της αποϋλοποίησης των ανεπτυγμένων οικονομιών προέρχεται από αυτό το συστημικό σφάλμα χρήσης μεταβλητών για τις αναγκες της ανάλυσης των αλλαγών στα κοινωνικοοικονομικά συστήματα
Συμπερασματικά, βλέπουμε από τους δύο μύθους, 1) της ενεργειακής απόδοσης μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας και 2) της αποϋλοποίησης των «ανεπτυγμένων» οικονομιών, που παρουσιάσθηκε πιο πάνω, ότι: α)ούτε η χάραξη σχεδίου ενεργειακής απόδοσης από την άποψη της τεχνολογικής προόδου από μόνη της δεν είναι επαρκής, ούτε αυτή είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για την επίλυση της ενεργειακής κρίσης και β) οι κοινωνικές και βιοφυσικές διαστάσεις (π.χ. μέγεθος πληθυσμού, ενέργεια που καταναλώνεται κατά κεφαλή, κ. λπ.) είναι επίσης απαραίτητες για να κατανοήσουμε και να σχεδιάσουμε αλλαγές. Αυτό είναι και το σκεπτικό πίσω από το πρόταγμα της «Αποανάπτυξης», που μεταξύ των στόχων του είναι και η επίτευξη υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης στις «αποαναπτυξιακές» οικονομίες
[1]Ο ΕΕΙ είναι ο λόγος Ε/ΑΕΠ
Ο οικονομικός ορισμός της ενεργειακής απόδοσης βασίζεται στον υπολογισμό του λεγόμενου συντελεστή οικονομικής ενεργειακής έντασης (Εconomic Εnergy Ιntensity, EEI[1]). Ο αριθμός αυτός αντιστοιχεί στην αναλογία μεταξύ της τελικής ενέργειας που καταναλώνεται από την οικονομία (η βιοφυσική της εισροή υπολογισμένη σε ενεργειακούς όρους) και του εγχώριου ΑΕΠ που παράγεται από την οικονομία (η προκύπτουσα οικονομική παραγωγή, υπολογιζόμενη με όρους προστιθέμενης αξίας και μετρημένη σε ένα δεδομένο νόμισμα, σε ένα δεδομένο έτος). Αυτό είναι που στη συνέχεια χρησιμοποιείται για τη μελέτη των αλλαγών στην εξέλιξη των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων.
Υιοθετώντας αυτή την προσέγγιση, ωστόσο, κάποιος μπορεί να έχει την εσφαλμένη εντύπωση ότι η τεχνολογική πρόοδος μειώνει την εξάρτηση των σύγχρονων οικονομιών από την ενέργεια. Για παράδειγμα, όταν εξετάζουμε το EEI και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ανεπτυγμένες οικονομίες, πολλοί καθησυχάζονται από την ιδέα ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει συσχετιστεί με ένα φθίνοντα EEI και ένα αυξανόμενοΑΕΠ. Είναι όμως λάθος να θεωρείται η «αποϋλοποίηση» της οικονομίας σαν «βελτίωση» για την αειφορία, εφόσον η τελική κατά κεφαλήν κατανάλωση ενέργειας αυξάνεται σταθερά κατά τη διάρκεια των ετών. Αυτή η παρερμηνεία οφείλεται στη χρήση δεδομένων που αφορούν μόνο τις ενδελεχείς μεταβλητές (E/ΑΕΠ=ΕΕΙ και ΑΕΠ), οι οποίες δεν είναι απαραιτήτως χρήσιμες για τον έλεγχο της βιωσιμότητας μιας οικονομικής διαδικασίας, καθώς δεν δίνουν πληροφορίες σχετικά με το ποσοτικό μέγεθος του συστήματος, ήτοι το επίπεδο κατανάλωσης των φυσικών πόρων από το σύστημα.
Για την αντιμετώπιση των εξωτερικών περιορισμών που καθορίζουν τη βιωσιμότητα της οικονομικής διαδικασίας (δηλ. περιορισμένοι φυσικοί πόροι), πρέπει να συγκρίνουμε το σχετικό μέγεθος της κοινωνίας με το μέγεθος των διαθέσιμων περιβαλλοντικών υπηρεσιών με τη χρησιμοποίηση εκτενών μεταβλητών (π.χ. κατακεφαλή ενέργεια). Έχουμε διαφορετική ανάγνωση αν σχετίσουμε τις μεταβλητές ΕΕΙ και κατακεφαλή ΑΕΠ, αφού παίρνουμε μια καμπύλη που δίνει την αίσθηση ότι η οικονομία δεν καταναλώνει περισσότερη ενέργεια, ενώ η ίδια αυξάνεται, και διαφορετική εικόνα αν σχετίσουμε την κατακεφαλή ενέργεια με το κατακεφαλή ΑΕΠ, όπου η καμπύλη δείχνει σαφώς ότι η οικονομία αυξάνεται μέσω της αύξησης της κατά κεφαλή κατανάλωσης ενέργειας αντανακλώντας τις μεταβολές στην κατανάλωση ενέργειας.
Οι πληροφορίες που παρέχονται από τις εντατικές μεταβλητές δεν επαρκούν για να χαρακτηρίσουν την αποτελεσματικότητα μιας οικονομίας. Στην πραγματικότητα, ο μύθος της αποϋλοποίησης των ανεπτυγμένων οικονομιών προέρχεται από αυτό το συστημικό σφάλμα χρήσης μεταβλητών για τις αναγκες της ανάλυσης των αλλαγών στα κοινωνικοοικονομικά συστήματα
Συμπερασματικά, βλέπουμε από τους δύο μύθους, 1) της ενεργειακής απόδοσης μέσω της τεχνολογικής καινοτομίας και 2) της αποϋλοποίησης των «ανεπτυγμένων» οικονομιών, που παρουσιάσθηκε πιο πάνω, ότι: α)ούτε η χάραξη σχεδίου ενεργειακής απόδοσης από την άποψη της τεχνολογικής προόδου από μόνη της δεν είναι επαρκής, ούτε αυτή είναι μια αποτελεσματική στρατηγική για την επίλυση της ενεργειακής κρίσης και β) οι κοινωνικές και βιοφυσικές διαστάσεις (π.χ. μέγεθος πληθυσμού, ενέργεια που καταναλώνεται κατά κεφαλή, κ. λπ.) είναι επίσης απαραίτητες για να κατανοήσουμε και να σχεδιάσουμε αλλαγές. Αυτό είναι και το σκεπτικό πίσω από το πρόταγμα της «Αποανάπτυξης», που μεταξύ των στόχων του είναι και η επίτευξη υψηλότερης ενεργειακής απόδοσης στις «αποαναπτυξιακές» οικονομίες
[1]Ο ΕΕΙ είναι ο λόγος Ε/ΑΕΠ